.

.
.

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Η ρομαντική Χαρίκλεια


Η Χαρίκλεια, ήταν αδερφή της Ζαφείρας. Τρία χρόνια μεγαλύτερη κι ανύπαντρη, είχε μεγάλη αδυναμία στα ανίψια της και πιο πολύ αγαπούσε τη Βούλα.
Είχε ερωτευθεί με πάθος στα δεκαεννιά της χρόνια ένα νέο όμορφο αλλά ήταν αδημιούργητος κι από φτωχή οικογένεια. Οι γονείς δεν της επέτρεψαν να τον ξαναδεί και φρόντισαν να τον απομακρύνουν από κοντά της με κάθε θεμιτό και κυρίως αθέμιτο μέσο.

- Ωραία γυναίκα η Χαρίκλεια, πολύ καλό όνομα είχε, ήτουνε χρυσός άθρωπος! Κρίμας που έμεικε έτσι γεροντοκόρη, μορφωμένη και με δικό της σπίτι ωραίο και μεγάλο, σχετικά κοντά στης Ζαφείρας ήτουνε.Είχε μεγάλη αυλή με πλάκες στρωμένη, τέσσερες κάμαρες, έπιπλα κληρονομιά απέ τη γιαγιά της που είχε πάρει το όνομα της και ήτουνε βαριά, σκαλιστά στο χέρι, απίθανα σε λέω!
Αμά για την κουζίνα της; Δεύτερο πράμα κει μέσα δεν είχε! Τι τεντζερέδια, τι τηγάνια, πολύ βαριά κι όλα αστράφτανε, της καλύτερης ποιότητας να πούμε ήτουνε! Και τα πεσκιράκια για τα πιάτα, όλα κεντημένα και κάτασπρα με τη μπιμπιλίτσα* κρεμούντουσανε στη σειρά. Και νοικοκερά πρώτη! Όλα της τα φαγιά και τα γλυκά, ονομαστά, ακόμα και στα μνημόσυνα το δικό της το στάρι θέλανε να φάνε όλοι, έστω και δυο σπυριά που λένε! 
Ξηροί καρποί, μπόλικοι έβανε. Και μύγδαλα και φουντούκια και καρύδια. Ρόδι, κομματάκι μαϊντανό, σουσαμάκι κι αντί για αλεύρι, στραγάλι καβούρντιζε και γινούτανε πολύ ωραίο! Έτριβε και κάμποσο μπισκοτάκι και ζαχαρίτσα μέσα και μετά το στόλιζε, σαν κέντημα ένα πράμα! Με το τσιμπιδάκι έβανε τα κουκουνάρια, τα ασπρισμένα μύγδαλα κομμένα στη μέση, τα κουφετάκια, έκαμε κι ένα ασημένιο σταυρό, λυπούσουνα να το χαλάσεις για! Απ' αυτό είχα δοκιμάσει κι εγώ, με είχε φέρει η Λαμπρινή μια Κυριακή και ήτουνε πεντανόστιμο, αυτό και το δικό σου συμπεθέρα μου, ίδια σχεδόν ήτουνε! 

- Θιός σχωρέστηνα! Κι εμείς έτσι ηκάμνουμε το στάρι με το στραγάλι, για μπισκότα δεν ηξεύρω, απέ τα σένα το μαθαίνω. Εδώ ηβάνουνε φρυγανιά κι άβραστο πολλές φορές είναι, σκληρό στο δόντι. Πάντως, τιμή τση ήτουνε που είχε όνομα καλό, λέφτερη γυναίκα. Άλλη να ήτουνε, θα τσι 'μπαζε και θα τσι ΄βγαζε τσι αγαπητικοί, που ήτουνε κι εμφανίσημη.  Αρχοντονοικοκερά θα ήτουνε, δαχτυλοδειχτούμενη! 
 - Αρχοντόσπιτο με τα όλα του για κι αρχόντισσα η νοικοκερά του, όπως το 'πες συμπεθέρα, μεγαλωμένη στης γιαγιάς της ήτουνε μ' αυτά.

 
- Η Λαμπρινή που ήτουνε περίεργη, είχε πάει κρυφά απέ τη Ζαφείρα μια δυο φορές και με τα είπε όλα, όλα! Για μέρες με μίλαγε, μεγάλη εντύπωση την έκανε το σπίτι!
Αν πεις απέ ασημικά και μπακίρια, άλλο πράμα! Κι εκείνα τα χειροποίητα τα κεντίδια με τις χρυσές κλωστές, σε λέει σάμπως και χέρι δεν τα 'χε πιάσει! Όλα φυλαγμένα για την ανεψιά τα κρατούσε, σε μπαούλα με χερούλια μπρούντζινα κι απέ πάνου τα 'χε σκεπασμένα με ωραία βυσσινί μακάτια.* Τρελάθηκε με έλεγε απέ τα τόσα πολλά πράματα, η γιαγιά τήνε είχε προικίσει με το γόνατο που λένε!
- Γιατί πήγε κρυφά; 
- Α! Δε μιλιόντουσανε οι αδερφάδες, λόγω της Βούλας, που τήνε φώναζε που ήτουνε υπεύθυνη, επειδής την έκανε πλάτες. Είχε η αλήθεια, τα δίκια της κι η Ζαφείρα.
Η Μαρίκα, άνοιξε το κάτω κουμπάκι του δαντελένιου της πουκάμισου για ν' αναπνέει καλύτερα κι έφαγε ακόμα ένα κομμάτι τυρί με παστουρμά. Η Σουλτάνα της συμπλήρωσε ούζο και συνέχισε.
- Αυτή, ήτουνε καθηγήτρια των Γαλλικών και δασκάλα του πιάνου κι έκανε μαθήματα σε πλουσιόσπιτα, γνώριζε πολύ καλό κόσμο, την αφήκανε και οι γονιοί της ένα σχετικό ποσό να πούμε για να 'χει να πορεύεται κι έστεκε καλά, είχε παράδες. Άλλονε δεν ήθελε να διει στα μάτια της, αυτόνα μόνο που είχε αγαπήσει και τι κατάλαβε; Έτσι επήε η ζωή της, άντρας δεν τήνε είχε αγγίξει ποτές!
- Ηπέθανε αγνή,  όπως τήνε ηγέννησε η μάνα τση; 
- Ναι! Ανέγγιχτη σε λέω, το χώμα της το έφαε! Χα χα χα! Και κόλλησε και τη Ζαφείρα αυτήνε την αγάπη στα μυθιστορήματα τα αισθηματικά, όλο τήνε έδινε τέτοια βιβλία, η Ευσεβούλα τηνε πήρε τα ταλέντα με τη γλώσσα και το πιάνο. Από τότες που ήτουνε μικρή, στα γόνατα τήνε κάθιζε και την μιλούσε τα γαλλικά κι έβαζε τα δαχτυλάκια της στο πιάνο να παίζει. Μεγάλη αδυναμία την είχε και την περιουσία της την είχε αφήκει σε τα κείνηνα.


Τα χρόνια περνούσαν και η Χαρίκλεια μεγάλωνε με την ανάμνηση του πρώτου και μοναδικού έρωτά της. Χαμένη στα βιβλία και τη μουσική, απέρριπτε τις προτάσεις γάμου χωρίς καν να το σκεφτεί. Όταν ερωτεύθηκε η Ζαφείρα άντρα άξιο και με παράδες, οι γονείς τους πέταξαν από χαρά κι έγινε γάμος λαμπρός, που άφησε όνομα. Συγγενείς και φίλοι, αφού έφαγαν και ήπιαν μέχρι σκασμού, άρχισαν μπουκωμένοι ακόμα τα κρυφομιλήματα, Με τίποτα δε μπορούσαν να χωνέψουν πως και δεν τηρήθηκε η σειρά προτεραιότητας στην οικογένεια. 
-  Αν και δεν ήταν πρέπον να παντρευτεί πρώτα η μικρότερη κόρη και γένηκαν κουσέλια, δε μπορούσανε να κάνουνε κι αλλιώς, που να κρατηθούνε οι ερωτευμένοι! Έπειτα, άμα περιμένανε να παντρευτεί πρώτα η Χαρίκλεια, θα έμεισκε κι η Ζαφείρα στο ράφι και θα 'χανε και τέτοια καλή τύχη! Για πολύ καιρό, όλοι την κοιλιά της εκοιτούσανε, μπα και ήτουνε γκαστρωμένη κι αναγκαστήκανε οι γονιοί να τήνε παντρέψουνε πρώτη! Η μάνα της την έλεγε να φοράει πάντα στενά φουστάνια, για να φαίνεται η κοιλιά της που ήτουνε πλάκα, κείνο τον καιρό ως κοπέλα, ήτουνε σχετικά λεπτή, αργότερα επάχυνε πολύ. 
Οι δύο αδερφές είχαν έρθει πολλές φορές σε ρήξη, λόγω αντίθετων απόψεων περί έρωτος. Στην ερώτηση της Χαρίκλειας, αν ο άντρας που αγάπησε ήταν φτωχός, τι θα έκανε η Ζαφείρα, δεν πήρε σαφή απάντηση. 
Εκ του ασφαλούς η αδερφή της, της μιλούσε για τις χαρές του γάμου και της οικογένειας και την πίεζε να φτιάξει τη ζωή της. 
- Τυχερά είναι αυτά, Ζαφείρα. 
- Την τύχη μας μόνοι μας τήνε φτιάχνουμε, οι καλοί γαμπροί δε λείπουνε, εσύ δε θέλεις!

Η αλήθεια ήταν, ότι είχε συναντηθεί τυχαία με τη μάνα του αγαπημένου της και της είχε πει ότι εκείνος την αγαπάει και τη σκέφτεται πάντα. Άδικα περίμενε η Χαρίκλεια ένα γράμμα, ένα μήνυμά του, κάτι που θα την έκανε να τρέξει στην αγκαλιά του χωρίς να υπολογίσει πλέον τίποτα και κανέναν. Αυτό το "κάτι" όμως, δεν ήρθε ποτέ...

Η Ζαφείρα, αφού απείλησε την κόρη της, κάλεσε τη Χαρίκλεια στο σπίτι και κλείστηκαν στην κουζίνα. Της είπε τι συμβαίνει κλαίγοντας, δικαιολόγησε και τις αντιρρήσεις της πριν την πιάσει η άλλη απ' τα μούτρα. Κάποιος άγνωστος, Θεσσαλονικιός, την είχε ξεμυαλίσει εντελώς και τον έβλεπε κρυφά. Πληροφορίες σαφείς δεν είχε, τα όσα είπε στη μικρή δεν ήξερε αν είναι αλήθεια, ήταν σε απόγνωση.
- Και είναι λύση αυτή, να κλείσεις το παιδί στο σπίτι; 
- Και τι να κάνω βρε αδερφή; Αν είναι κάνας απατεώνας και πάθουμε καμιά συμφορά, το σκέφτεσαι; Ας μείκει εδώ, ίσιαμε να διω πως θα μάθουμε τι ακριβώς είναι αυτός ο ασίκης. Κι αυτό με τον ανεψιό του, σάμπως και κάτι δε με κάθεται! Τώρα θα με πεις, λίγα παιδιά σπουδάζουνε και τα έχουνε οι θείοι; Αμά, σε λέω, κάτι με βαστάει την ψυχή, επήρε το παιδί που είναι λέει ορφανό και το ΄φερε εδώ, τι δουλειά έχει στην Πόλη για; Οι επιχειρήσεις του που την είπε τη Βούλα, είναι στην Ελλάδα, εδώ πέρα, από που κι ως που;
Και το παιδί πως πααίνει απέ το ένα σκολειό στο άλλο, με λες; Πες που ήρτε για λίγο, για τις δουλειές του, κείνο το μικρό τι τόνε σέρνει, για τη χρονιά και μόνο; Τις παράδες πλέρωσε κανονικά, ωραία τόνε αντιμετωπίζουνε εκεί, αμά πως να μάθουμε τι γένεται;


Η Χαρίκλεια, δε μπορούσε να πει πως η αδερφή της είχε άδικο. Πλούσιος ή φτωχός, καλός ή κακός, ό,τι και να 'ναι, έπρεπε να ξέρουν από που κρατάει η σκούφια του. Η μόνη λύση ήταν, να πιάσει τη Βούλα με το καλό, μήπως και βγει κάποια άκρη. Με τη μάνα της η μικρή δε μιλούσε καθόλου, τη θεωρούσε ένα τέρας που δυνάστευε τη ζωή της.
Έτσι είναι ο έρωτας. Δεν έχεις μάτια, παρά μόνο για εκείνον που αγαπάς και όσοι είναι αντίθετοι γίνονται εχθροί σου. Τα είχε περάσει η Χαρίκλεια και ήξερε πως νιώθει η αγαπημένη της ανιψιά. Μόνο που στη δική της περίπτωση, ήξεραν όλοι το γενεαλογικό δέντρο του αγαπημένου της. Η μάνα ξενοδούλευε στα σπίτια μεροκάματο κι ο γιος της εκτός από την ομορφιά του δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Κάτι λίγα γραμματάκια ήξερε και για λίγο καιρό δούλευε θεληματάς σ' ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα. Μετά, τίποτα. Όπου πήγαινε να γυρέψει δουλειά, έσπαγε τα μούτρα του και τελικά κατέληξε να κάνει χαμαλίκι στο λιμάνι.
- Αν ήθελαν οι γονείς μου, τόσες γνωριμίες είχαν, κάπου θα βολευόταν. Ήταν έξυπνος και δουλευταράς ο Αρίστος μου, μια χαρά παιδί. Αργότερα έμαθα, ότι ήταν δάχτυλος του πατέρα μου η αναδουλειά του, έκανε τα πάντα για να μη στεριώσει  πουθενά και να αναγκαστεί να ξενιτευτεί, για να ξεχαστεί το θέμα. Δεν είχε μόρφωση, δεν ήξερε ξένη γλώσσα, η μάνα του σαν συμπεθέρα δε θα έμπαινε ποτέ στο σπίτι μας, ούτε κι αυτός σαν γαμπρός.
Η καλή της φίλη και γειτόνισσα, την άκουγε και κουνούσε το κεφάλι συμπονετικά. Έπιναν το καφεδάκι τους μαζί τακτικά και καμάρωνε σε όλους για τη φίλη της που αν και είχε πολλές καλές γνωριμίες καταδεχόταν να τη βάζει στο σπίτι της. Απλή γυναίκα, μπορούσε να καταλάβει πόσο δύσκολο ήταν να δεχτούν για γαμπρό ένα φτωχό παιδί, έχοντας κόρη προικισμένη και με προσόντα. Τα δικά της παιδιά, είχαν πάρει ανθρώπους της σειράς τους, μεροκαματιάρηδες και μαθημένοι στα λίγα, μια ζωή. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό τους να σηκώσουν τα μάτια ψηλά, καθένας με τη μοίρα του.

 Έπιασε την ανιψιά της το απόγευμα της Δευτέρας, που ήταν μόνες τους στο σπίτι. Η Ζαφείρα, αν και δεν είχε πλέον καμία διάθεση για τσάγια και καφέδες, δε μπορούσε να μην παρευρεθεί, έτρεμε τα στόματα του κόσμου. Η Βούλα με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, άνοιξε την καρδιά της στη θεία της που ήξερε ότι θα την καταλάβει και θα την είχε με το μέρος της. Η Χαρίκλεια έκλαψε μαζί της, μη μπορώντας να αντισταθεί στο δράμα της μικρής τρυφερής ψυχής. Ρομαντική όπως ήταν και υπέρμαχος του φτερωτού Θεού που κρατάει  τις ερωτευμένες καρδιές στα χέρια του, δεν άργησε να πάρει το μέρος της. Τη συγκινούσε αυτή η ιστορία με τον άγνωστο νέο που είχε κλέψει την καρδιά της.
- Μ' αγαπάει και τον αγαπώ κι εγώ, δεν είναι όπως τον φαντάζεται η μαμά μου. Ντύνεται ωραία κι ακριβά, έχει καλούς τρόπους, δεν είναι τυχαίος. Τι ανάγκη είχε να με κοροϊδέψει,  ξέρεις πως τον κοιτάζουν όλες οι γυναίκες; Είναι και μεγαλύτερός μου στα χρόνια, φτασμένος και με λεφτά πολλά, δε θα κακοπέσω που φοβάται η μαμά. Χωρίς να τον ξέρει, από κακό μάτι τον πήρε και δε θέλει ούτε να το σκεφτεί. Είμαι σίγουρη ότι λέει αλήθεια, σαν εμένα δεν αγάπησε καμιά άλλη μου είπε και με κοιτούσε στα μάτια. 
Να χαρείς θείτσα μου, βοήθησέ με, αν τον χάσω θα πεθάνω! Βοήθησέ με εσύ που με καταλαβαίνεις, θες να έχω την τύχη σου κι εγώ; 

- Τήνε χτύπησε στο αδύνατο σημείο της τη Χαρίκλεια η Βούλα. Απέ τη δικιά της ιστορία με τα κείνονα, υποστήριζε όλες τις κοπέλες που ερωτευόντουσαν και βρίσκανε εμπόδια.



Μπιμπίλα - Δαντέλα

Μακάτια = Καλύμματα - Ριχτάρια


Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Ήξερε πως να τήνε φέρει βόλτα ο ασίκης!


Η κόρη της η Ευσεβία, Βούλα τη φώναζαν, μεγάλωνε κι άνθιζε σαν το μπουμπούκι. Ψηλή, με μαύρα σγουρά μαλλιά, κομψή, ντυμένη ωραία, περπατούσε καμαρωτή κι έτριζαν τα πεζοδρόμια. 
Μιλούσε Γαλλικά, έπαιζε πιάνο, είχε τον αέρα της χαϊδεμένης και καλομεγαλωμένης δεσποινίδος που όλοι οι άντρες ονειρεύονταν να κάνουν δική τους. Η Ζαφείρα είχε μάτια κι αυτιά παντού, η μοναχοκόρη της θα έπαιρνε τον καλύτερο.

- Άλλα όνειρα έκαμε η μάνα, άλλα η κόρη. Ήθελε να παντρευτεί από έρωτα, όπως οι γονιοί της και δεν εδεχούτανε κανένα προξενιό. Τα μικρότερα παιδιά, τα αδέρφια της, τα είχε βάλει η Ζαφείρα σ' ένα πολύ καλό σχολείο, ήτουνε εσώκλειστοι και πααίνανε κάθε βδομάδα να τους διούνε. Εκεί, γένηκε η γνωριμία με κάποιονα, που ήτουνε κηδεμόνας του ανιψιού του και τόνε έκαμε επίσκεψη.

Η Βούλα άκουσε την καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά  όταν την κάρφωσε το έντονο βλέμμα του κι ένιωσε να κοκκινίζει μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της. Η Ζαφείρα που είχε μάτια ακόμα και στην πλάτη, κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε και το μυαλό της χτύπησε συναγερμό. Δεν είπε τίποτα στην κόρη της, όταν όμως η Βούλα άρχισε να προσέχει περισσότερο την εμφάνισή της κάθε φορά που θα πήγαιναν, κατάλαβε πως η μικρή είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται.
Ο νεαρός, δεν της γέμιζε το μάτι. Η διαίσθησή της δεν τη γελούσε συνήθως και η κόρη της δεν έπρεπε να κακοπέσει σε καμία περίπτωση.
Η Βούλα, έβαλε δαφνέλαιο στα μαλλιά της αρκετή ώρα πριν τα λούσει κι αφού έκανε το ζεστό μπάνιο της, άπλωσε αρωματική κρέμα στο σώμα της. Περιποιήθηκε το πρόσωπό της, τα νύχια της, διάλεξε προσεκτικά τα ρούχα που θα φορούσε κι έβαλε αρκετό άρωμα.
- Γιατί στολίστηκες έτσι; Μπα και σε καλέσανε σε χορό μετά και δεν το ξέρω; 
- Δε στολίστηκα μαμά, ένα μπάνιο έκανα και ντύθηκα απλά. 
- Απλά το λες αυτό εσύ; Και τόσο άρωμα και τόσο λούσο, για να πας να διεις τα αδέρφια σου;
Η Βούλα χαμήλωσε τα μάτια ένοχα και δεν έβγαλε μιλιά. Τι να έλεγε άλλωστε, ήξερε πως η μάνα της είχε δίκιο. Αμέτρητες φορές είχαν πάει στα παιδιά κι εκείνη ντυνόταν απλά και γρήγορα, χωρίς ιδιαίτερες ετοιμασίες.

Άστραψε το βλέμμα του όταν την είδε να κατεβαίνει με χάρη από το αυτοκίνητο, κρατώντας δυο μεγάλα πακέτα στα χέρια της κι ένα κομψό τσαντάκι. Η Ζαφείρα του έριξε ματιά φαρμακερή που δεν άφηνε περιθώριο ούτε για μια τυπική καλημέρα. Όσο η Βούλα μιλούσε κι έτρωγε γλυκά με τα αδέρφια της στο παγκάκι του κήπου, σε απόσταση ασφαλείας από το νέο και τον ανιψιό του, η μάνα της φρόντισε να μάθει με τρόπο γι αυτόν. Λεπτομέρειες δεν ήξερε κανείς για τον κύριο Σωκράτη. Εμφανίστηκε ένα πρωινό με το μικρό και είπε ότι ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη και θα συνέχιζε τις σπουδές του στην Πόλη. Οι δουλειές τον ανάγκασαν να φύγει από τη γενέτηρά του κι ο ανιψιός του είχε ορφανέψει και δεν είχε άλλο συγγενή. Τα δικαιολογητικά που είχε καταθέσει, δεν άφηναν καμιά αμφιβολία και ήταν απολύτως εντάξει στις υποχρεώσεις του.
- Τι δουλειά έκανε, δε μπόρεσε να μάθει η Ζαφείρα, κομμάτι μπερδεμένα τα λέγανε. Δεν ήτουνε της προκοπής οι πληροφορίες για να ξέρει τι γένεται με τα κείνονα. Αμά, ένα παραπάνω που φοβούτανε για την κόρη της, που τήνε έβλεπε να κάθεται στα καρφιά τόση ώρα.

Η τύχη, φάνηκε να είναι με το μέρος της Βούλας, όταν ο καθηγητής των παιδιών κάλεσε τη μητέρα τους να την ενημερώσει για την πρόοδο τους. Τα αδέρφια είχαν και τα τρία απομακρυνθεί, έτσι δεν πρόλαβε η Ζαφείρα να τη φωνάξει μαζί της. Ο Σωκράτης που παρακολουθούσε τις κινήσεις τους, έστειλε με τρόπο τον ανιψιό του να ρωτήσει κάτι τα παιδιά κι έτσι ξεμονάχιασε για ελάχιστα λεπτά τη Βούλα.
- Έμαθε που μείσκουνε και τήνε είπε θέλω να σε διω. Κλείσανε το ραντεβού μάνι μάνι και δεν τους επήρε χαμπάρι κανείς! Την άλλη μέρα, η Ζαφείρα επήε στο τσάι της Δευτέρας που εκάνανε κάθε βδομάδα κι έμεικε η Βούλα να μελετήσει πιάνο. Αμά, άλλα πράματα είχε να μελετήσει! Χα χα χα χα!



Το φθινοπωρινό αεράκι δεν κατάφερε να δροσίσει τα φλογισμένα μάγουλα της Βούλας. Είχε περάσει το ωραιότερο και πιο ευτυχισμένο απόγευμα της ζωής της στο πρώτο τους ραντεβού. Ο Σωκράτης της έδωσε ένα ακόμα τρυφερό φιλί κι αποχωρίστηκαν με την υπόσχεση ότι θα περνάει να τη βλέπει κάθε βράδυ, έστω κι από μακριά. Πρόλαβε τρέχοντας να γυρίσει στο σπίτι πριν τη μητέρα της κι έκρυψε βιαστικά τα ρούχα της στη ντουλάπα. Με το νυχτικό και πάνω από τις παρτιτούρες τη βρήκε η Ζαφείρα και της χαμογέλασε στοργικά. Παρακάλεσε μέσα της να έχει μια καλή τύχη η μοναχοκόρη της, μ' έναν άνθρωπο καλό που θα την έκανε ευτυχισμένη.
Η Βούλα προσποιήθηκε ότι ήταν κουρασμένη από την πολλή μελέτη και θα ξάπλωνε νωρίς. Ήθελε να κλείσει τα μάτια μόνη στο δωμάτιό της και να ζήσει ξανά τις υπέροχες πρωτόγνωρες στιγμές, που της χάρισε ο Σωκράτης.
Από το ίδιο βράδυ, ένιωθε την παρουσία του κοντά της. Στεκόταν κοντά στη σιδερένια πόρτα του κήπου και κοιτούσε το παράθυρό της. Σαν οπτασία φαινόταν στο αχνό φως η μικρή ερωτευμένη, με τα  μαλλιά της λυτά να πέφτουν απαλά στους λεπτούς της ώμους και το άσπρο μακρύ νυχτικό που διέγραφε το καλλίγραμμο σώμα της. 
Τις Κυριακές στο επισκεπτήριο την κοιτούσε πάντα από μακριά με ματιά φλογερή κι έστελνε διακριτικά ένα φιλί που αναστάτωνε κάθε της κύτταρο. Κάθε Δευτέρα, απολάμβανε τα βελούδινα χείλη της και τη θηλυκή μυρωδιά της επιδερμίδα της, στα χέρια, στην πλάτη, στο λαιμό...
- Ήξερε πως να τήνε φέρει βόλτα ο ασίκης!*  Την είπε που έχει επιχειρήσεις στην Ελλάδα και θα τήνε έπαιρνε να γυρίσουνε όλο τον κόσμο, τήνε φούσκωσε τα μυαλά! 

Φούντωνε ο έρωτάς τους και η Βούλα άλλαζε συμπεριφορά. Ήταν μόνιμα αφηρημένη, έτρωγε λιγότερο, πρόσεχε περισσότερο την εμφάνισή της ακόμα και μέσα στο σπίτι. Κάθε βράδυ, διάλεγε κι άλλο νυχτικό, καληνύχτιζε τη μητέρα της βιαστικά και κλεινόταν από νωρίς στο δωμάτιό της. Η Ζαφείρα ένιωσε τα φίδια να τη ζώνουν κι άρχισε τις αγρυπνίες. Ο Σωκράτης, κρυμμένος πίσω από το πυκνό φύλλωμα ενός τεράστιου φυτού, παρακολουθούσε με την ανάσα κομμένη τη Ζαφείρα, που κοιτούσε προσεκτικά κάθε γωνιά του κήπου. Έπιασε μια περαστική γάτα και την πέταξε μέσα, αποπροσανατολίζοντάς την κι έφυγε με την πλάτη στον τοίχο.
Τίποτα όμως δε μένει κρυφό για πολύ, κυρίως ο έρωτας. Μια ξαφνική αδιαθεσία προφασίστηκε η Ζαφείρα και δεν πήγε στο τσάι της Δευτέρας. Δεν έμεινε όμως και στο σπίτι, χαιρέτισε την κόρη της σα να μη συμβαίνει τίποτα κι έφυγε στην ώρα της.
Τρελή από αγάπη, έτρεξε η Βούλα να βρεθεί ξανά στην αγκαλιά του Σωκράτη. Σε δύο ώρες, γυρίζοντας στο σπίτι, είδε με τρόμο στην πόρτα τη μητέρα της να την περιμένει. 
- Λέγε, που και με ποιόνε ήσουνα;
- Βόλτα, μόνη μου... 
- Μπες μέσα και τα λέμε! 

Από άκρη σ' άκρη ακούστηκε η φωνή της Ζαφείρας που έβριζε και καταριόταν. Η μοναχοκόρη της, να έχει μπλεχτεί με κάποιον τυχαίο που δεν ήξερε κανείς ποιος είναι, τι κάνει, πως κερδίζει τη ζωή του;
Τράνταζε με όλη της τη δύναμη τη Βούλα, που πονούσαν τα χέρια της κι έκλαιγε.
- Λέγε, από πότε τόνε βλέπεις, τι σε λέει, τι σ' έκανε; Μπας και σε χάλασε; Την αλήθεια πες με!
Έτρεμε η μικρή κι ορκιζόταν ότι δεν την πείραξε. 
- Είναι καλός μαμά και μ΄αγαπάει. Θα έρθει να με ζητήσει να παντρευτούμε, θα μείνουμε στη Θεσσαλονίκη και θα 'ρθεις κι εσύ μαζί.
- Μπα! Τα έχετε συμφωνημένα, ε; Θα σε πάρει και θα πάμε στην Ελλάδα! Εμένα μόνο ή και τα αδέρφια σου; Και που ξέρεις βρε χαϊβάνι ότι σε λέει την αλήθεια, ε; Γιατί να μη με το πεις πριν αρχινίσεις να τραβολογιέσαι μαζί του, να ψάξουμε, να ρωτήσουμε, να διούμε; Οι καλύτεροι σε ζητούνε που τους ξέρουμε και που σε έχουνε για την καλύτερη κοπέλα κι όλο όχι κι όχι είσαι!  Άμα σε πήρε κάνα μάτι, ξέρεις τι σε περιμένει μετά, που θα βγάλεις όνομα κακό και δε θα 'χουμε μούτρα να διούμε τον κόσμο;
- Μα θα με στεφανώσει μαμά... 
- Να βγάλεις το σκασμό! Αυτό θα το διούμε! Κι από σήμερα θα μείσκεις εδώ, στο σπίτι, ούτε θα ΄ρθεις να διεις τα αδέρφια σου, θα πω που είσαι κομμάτι άρρωστη. Και θα φωνάξω τη θεία Χαρίκλεια να σε φιλάει, γιατί εμπιστοσύνη καμία δε σε έχω!



Ασίκης - Αγαπητικός - Αυτός που έχει επιτυχία στις γυναίκες - Λεβεντόπαιδο


Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Η Ζαφείρα


Γέμιζε η Σουλτάνα τα μπολ με τις νοστιμιές της. Αλουμινόχαρτο για να τυλίξει τα μεγάλα κομμάτια πίτας και γυάλινα βαζάκια για τουρσί. 
- Πάντα μου κρατώ μερικά στη άκρη μέσα στα ντουλάπια, για να δίνω κατιτίς! Πολύ εξυπερετικά είναι για!
Άνθω, πιάσε κείνα τα πιατελάκια, όχι αυτά, τα μεγάλα, να σας βάλω μπακλαβά!  Όχι μη με λες Μυρτώ μου, δε σε είπα που έκανα παραπανίσια για να μην έχετε μαγερέματα αύριο; 
Ένα ζέσταμα, μια σαλατίτσα κι όξω απ' την πόρτα! Χα χα χα χα!

Η Μαρίκα γελούσε γλεντώντας το ουζάκι της. Η Σουλτάνα είχε τηλεφωνήσει στο γιο της έγκαιρα, να μην έρθει ακόμα να την πάρει. 
- Έχουμε καλή παρέα εδώ μπρε Ιάκωβε, τρώμε και πίνουμε! Να μην έρτεις ακόμα, άστηνα κομμάτι εδώ, ξεχνάει και τον πόνο του ποδαριού της με την κουβεντούλα.
Τι; Η θεία σου η Λαμπρινή θα έρτει; Πότε σε είπε; Α! Καλά, καλά. 

Η Ανθούλα κούνησε το κεφάλι της με απελπισία. 
- Πάλι θα σ' έρτει η ανάποδη; Με ποιόνε τα 'βαλε αυτή τη βδομάδα για;
- Με το Σπύρο, το γιο της συχωρεμένης της Ζαφείρας. Ό,τι θυμάται χαίρεται, σάμπως και δεν τήνε ξέρεις; 
- Επειδής τήνε ξέρω σε ρώτησα για, μια ζωή τρώγεται η τζαναμπέτα! Και τι την έκανε ο άθρωπος;
- Τι την έκανε! Τι την κάνει ο κοσμάκης γενικά μπρε Άνθω; Τήνε είδε λέει στη στάση που περίμενε το λεωφορείο και δεν την είπε να τήνε πάει με το αυτοκίνητο. Την άλλη μέρα, είδε τη γυναίκα του και την έκανε παράπονα. Αμά, ο Σπύρος δεν τήνε είχε διει, στο κινητό εμίλαε ο χριστιανός και το τιμόνι εκρατούσε με το άλλο χέρι, στη στάση θα έριχνε τα μάτια του; Απέ την ώρα που σχόλασε ίσια με το σπίτι, μίλαε με τον πελάτη που τον χρωστάει κάτι παράδες,  Ευτυχώς που δεν τήνε είπε ο γιος μου ότι είσαστε εδώ, πρώτη και καλύτερη θα αριβάριζε, μη και τήνε πέσει λέξη κάτου και θα 'χαμε και τη γρίνια της.
Καθίστε κομμάτι, νωρίς είναι να φύγετε για! 

Η Ανθούλα συμφώνησε με τη Μυρτώ να μείνουν για καμιά ωρίτσα ακόμα. Είπε η Σουλτάνα στη Μαρίκα για τη Λαμπρινή και τη νέα παρεξήγηση.
- Κληρονομιά με τήνε αφήκανε συμπεθέρα μου η μάνα κι ο αδερφός της, Θιός σχωρέστους. Στη Ζωίτσα δεν πολυπάει, τήνε ξίνισε τώρα κι ο γαμπρός της και κρατάει μούτρα. Μπρε, όσο ζούσε η κυρά Ζαφείρα, καλά την είχαμε όλοι, εκαθούτανε πόσες ώρες εκεί, έτρωε, έπινε, γκρίνιαζε, καλά ήτουνε. Από όταν συχωρέθηκε κι αυτή, παλούκια έχει και δεν τήνε χωρεί το σπίτι. Καλά παιδιά έβγαλε η Ζαφείρα όμως, είδες κι εδώ που προκόψανε και είναι μια χαρά όλοι; Καλή μάνα ήτουνε, αν και είχε κομμάτι τον αγέρα της πλουσίας και τήνε είχανε περί πολλού στην Πόλη, δεν ήτουνε φαντασμένη.
- Ήταν πλούσια όντως κυρία Σουλτάνα; Καλοπέρασε στα χέρια της η κουνιάδα σου πάντως, ε; 
- Αν καλοπέρασε; Βέβαια, με το παραπάνω! Κοίτα να σε πω, πολύ πλούσια δεν ήτουνε, αυτό που λέμε εύπορη. Ο άντρας της ήτουνε έμπορος, με δυο μαγαζιά, είχε κι εκείνη τον τρόπο της, ο μπαμπάς της την έδωκε σπίτι μεγάλο και λίρες προίκα. Το δαχτυλάκι της στο νερό ούτε που το 'βαζε, γυναίκα είχε πάντα της για τις δουλειές και την κουζίνα. Εμαγείρευε αυτή πάντα, αμά τα τεντζερέδια και το νεροχύτη, ή άλλη τα έπλενε.
Ήτουνε πολύ της εκκλησίας και της φιλοπτώχου, μάζωχνε παράδες, ρούχα, τρόφιμα, όλα για τις φτωχοί και τα ορφανά. Ντυνούτανε πολύ ωραία, αν και ήτο παχιά γυναίκα, περιποιημένη πολύ ήτουνε, την άρεσαν τα λούσα. Εδιάβαζε πολύ όλα της τα χρόνια, την αρέσανε πολύ τα αισθηματικά βιβλία και αυτά που γινούντανε στη ζωή. Πολύ κυρία ήτουνε, όξω δεν πολυέβγαινε για καφέδες και τέτοια στις γειτόνισσες, αμά στο σπίτι της όλο κόσμο είχε. Όλους τους άκουε, συζητούσαν για τα πάντα, αμά κουσελιάρα δεν ήτουνε να βγάζει στη φόρα τα μυστικά του κόσμου.

Όποια είχε πρόβλημα, στη Ζαφείρα κατέφευγε. Καθισμένη αναπαυτικά στο μιντέρι* της, με τη βελούδινη ρόμπα και τον καφέ στο μικρό τραπεζάκι δίπλα. άκουγε προσεκτικά την κάθε πονεμένη ιστορία που εξομολογούνταν οι αξιοπρεπείς φίλες της. Μετά έβαζε σε σειρά τα γεγονότα, έψαχνε την αιτία και προσπαθούσε να βρει τρόπο να χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του.
- Σε το είπε αυτό, αμά φταις κι εσύ! Δεν τόνε πιάνουμε απ' τα μούτρα τον άντρα μόλις μπει στο σπίτι! Σεκλετισμένος και μπαϊλντισμένος απέ τη δουλειά είναι, άστονα να πάρει μια ανάσα. Να φάει κομμάτι, να χαλαρώσει κι έπειτα με τον καφέ τα λες, με τρόπο πάντα. Άμα τόνε περιμένεις στην οξώπορτα έτοιμη για καβγά, πάει, τα χάλασες όλα! Μια, δυο, θα πει την ώρα και τη στιγμή που ήρτε, δεν το καταλαβαίνεις;


Πανέξυπνη η Ζαφείρα, στα είκοσι χρόνια που έζησε με τον άντρα της, του έλεγε σε όλα ναι και στο τέλος γινόταν πάντα  το δικό της. 
Παντρεύτηκαν από έρωτα τρελό, με τις ευλογίες των γονιών τους. Απέκτησαν τρία παιδιά και η ζωή τους κυλούσε ήρεμη στο σπίτι με τον ωραίο κήπο, Οι τριανταφυλλιές ανέβαιναν στα παράθυρα, φορτωμένες μπουμπούκια που άνοιγαν και γέμιζαν ευωδιά τα δωμάτια. Η Ζαφείρα ανάσαινε με ευδαιμονία κάθε πρωί και σκεφτόταν πόσο ευτυχισμένη ήταν. Ο άντρας της την αγαπούσε πολύ, είχε όλα τα καλά στο σπίτι της, τα παιδιά τους όμορφα και γερά, πόσο ωραία ήταν η ζωή της! Απολάμβανε τις εξοχές, τα μπάνια, τα καλά φαγητά, τα ωραία και ακριβά ρούχα. 
Επτά μεγάλα δωμάτια είχε το σπίτι τους. Φωτεινά, με ζωγραφισμένα ταβάνια, ωραία έπιπλα και πολλές δαντέλες σχεδόν παντού.
Η κρεβατοκάμαρά τους με το αέρινο ύφασμα που κρεμόταν πάνω απ' το κρεβάτι τους, τη σκαλιστή ντουλάπα και το ανάκλιντρο, ήταν το ησυχαστήριό τους. Εκεί πήγαιναν όταν ήθελαν να μιλήσουν κρυφά από τα παιδιά, που γύριζαν σαν σβούρες σε όλο το σπίτι. Το μπουντουάρ της είχε μεγάλη συλλογή από αρώματα σε σκαλιστά μπουκαλάκια, χρωματιστά βαζάκια με πομάδες, χτένες με ασημένια λαβή, τη μπιζουτιέρα με τα κοσμήματά της κι ένα μεγάλο καθρέφτη. Ύφασμα με βολάν μεταξωτό, κατέβαινε μέχρι το γυαλισμένο πάτωμα και στην άκρη η καπελιέρα της. Αγαπούσε τις ώρες που περνούσε καθισμένη εκεί, χτενίζοντας τα μαλλιά της και καθαρίζοντας προσεκτικά το πρόσωπό της με την αρωματική λοσιόν.


- Είναι νόμος, το πρόσωπο να μη το αφήνεις να μαραζώνει. Θα το καθαρίζεις καλά, κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς. Μετά θα απλώνεις την πομάδα έτσι απαλά, σα να αγγίζεις βελούδο. Το πρωί μόλις πλυθείς, θα αφήνεις λίγη υγρασία στο δέρμα και μη το τραβολογάς με την πετσέτα. Άμα το κακομεταχειρίζεσαι, γλήγορα θα ζαρώσει και θα γιομίσεις ρυτίδες. Μπόλικη πομάδα και το πρωί, να το κρατάει μαλακό όλη μέρα και μην ξεχνάς το λαιμό που είναι πιο ευαίσθητος! Άρωμα στο λαιμό δεν βάνουμε, το οινόπνεμα είναι ο οχτρός του! Άντε μετά να βάνεις ντεκολτέ ή κολιέ και να σε τονίζει τις ζάρες, αυτό να μη το ξεχνάς ποτές! 

Τίποτα δεν έδειχνε να σκιάζει την ηρεμία της, ως τη στιγμή που ένα αγκάθι τσίμπησε τον άντρα της στο πόδι, ένα καλοκαίρι που παραθέριζαν. Δεν έδωσαν σημασία, συνηθισμένο ήταν, του έβαλε μια πομάδα για τη φαγούρα κι έπεσαν το βράδυ να κοιμηθούν. Το πρωί, ένα ελαφρύ πρήξιμο τον ενόχλησε αλλά δεν είπε τίποτα σε κανέναν, θα περνούσαν ένα μήνα στη θάλασσα με τα παιδιά και τις παρέες τους.
Το πρήξιμο μεγάλωσε κι έκανε μια μικρή πληγή, που δηλητηρίασε το σώμα του. Έσβησε σε λίγες μέρες στο δρόμο για το νοσοκομείο, με το όνομα της Ζαφείρας στο στόμα του. Έμεινε χήρα με τρία παιδιά στα τριανταοχτώ της χρόνια, χάνοντας έτσι άδικα τον αγαπημένο της σύζυγο και τη γη κάτω απ' τα πόδια της.

- Πέρασε πολλά μέχρι να συνέλθει η άμοιρη, Κι εκείνα τα παιδάκια της μικρά, βλέπανε τη μαμά τους να λιώνει σαν το κερί μέρα τη μέρα. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, δεν κοιμούτανε, όλο κλάμα και μοιρολόγι ήτουνε. Κλεισμένη στο σπίτι, ένα χρόνο έκαμε να ανοίξει τα παραθύρια της, ακόμα και στην εκκλησία δεν έβγαινε να πάει μετά τα μνημόσυνα του αντρός της.
- Και τα μαγαζιά; 
- Τα νοίκιασε κι έπαιρνε τις παράδες, εισόδημα. 

Στα δύο χρόνια η Ζαφείρα, σήκωσε το κεφάλι ψηλά παίρνοντας τις αποφάσεις της. Έβγαλε τη μαύρη πλερέζα που φορούσε μόνιμα και μίλησε στα παιδιά με χαμόγελο. Τους είπε ότι ο μπαμπάς έφυγε, όμως αυτοί θα συνέχιζαν τη ζωή τους, θα τον θυμόντουσαν πάντα και θα ήταν καλά και χαρούμενοι για να τους βλέπει από ψηλά και να χαίρεται. Άνοιξε το σπίτι ξανά, αφού έβγαλε τα σεντόνια που κάλυπταν τους καθρέφτες και τα μαύρα πανιά από την πόρτα.
- Σα να λέμε συμπεθέρα, άλλος άνθρωπος ηγίνηκε η Ζαφείρα! Ήπρεπε βέβαια, τρία παιδιά είχε, πως να ηγινούντανε; Το καλό βέβαια ήτουνε που είχε τα σπίτια τση, τα μαγαζιά και πολλοί παράδες, γιατί χήρα με παιδιά και πτωχή, δράμα είναι. Ο θάνατος είναι πάντα θάνατος, αμά όταν έχεις τον τρόπο σου, ηγίνουνται πιο απλάι πολλά πράματα.  Και μετά τι απόκαμε, υπανδρεύτηκε άλλονα;
- Μπα, άλλος άντρας στη ζωή της δεν εμπήκε! Με το σχωρεμένο ερωτευμένη μια ζωή ήτουνε και να πεις που δεν τήνε ζητήσανε; Έτσι έμεικε, μόνη, από τόσο νέα. 

Φορώντας μαύρο ταγέρ και τυρμπάν, η Ζαφείρα μπήκε ξανά στη ζωή, περνώντας τις ώρες της στα τσάγια και τα καλέσματα των καλών κυριών της εκκλησίας. 


Μιντέρι - Καναπεδάκι

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Η καημένη η Βαρβαρίτσα...



Η καημένη η Βαρβαρίτσα... Σε μια κάμαρα έμενε, στην αυλή της κυρά Μαγδαληνής, σε μια φτωχική συνοικία του Πειραιά. Ο άντρας της υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε γρήγορα κοντά της, όμως εκείνη τρία χρόνια ζούσε μόνο με τη μάνα της και τη σκέψη του. Κάθε πρωί, άνοιγε το παράθυρο κι έβγαζε τα σεντόνια να λιαστούν, ενώ έπιναν το καφεδάκι τους δίπλα στις γλαστρούλες με τα γεράνια και το βασιλικό που τόσο αγαπούσε, πάνω στο πάντα  φρεσκοασβεστωμένο πεζουλάκι. Μετά θυμιάτιζε το καμαράκι, τις εικόνες, τη φωτογραφία του πατέρα της που είχε πεθάνει λίγο πριν το ταξίδι τους, έπιανε τον κουβά με το σφουγγαρόπανο κι έτριβε με λύσσα το πάτωμα. Άδειαζε το νερό κι έριχνε φρέσκο καθαρό στο κατώφλι τους.  Άστραφτε από καθαριότητα το φτωχικό τους, όλη η αυλή κάθε πρωί μύριζε πράσινο σαπούνι. 
Με λαδάκι και λεμόνι στο πανάκι, περνούσε τα λιγοστά τους έπιπλα, ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες, το μικρό μπουφεδάκι, τα δυο μονά κρεβάτια που κοιμόταν με τη μάνα της και τη ντουλάπα. Γυάλιζαν τα ξύλα, σα να είχαν λουστραριστεί από επαγγελματία. Με νερό και ξύδι καθάριζε τα τζάμια και το μοναδικό καθρέφτη και τα έτριβε με τσαλακωμένες εφημερίδες. Οι μυρωδιές απ' τα φαγάκια τους άνοιγαν την όρεξη όχι μόνο στους άλλους ενοίκους της αυλίτσας αλλά όλης της γειτονιάς, που περίμενε πως και πως το φίλεμά τους. 
 Μορφωμένη κοπέλα δεν ήταν, όμως κέρδιζε τη ζωή της κοντά στη μάνα της με τη ραπτική. Η μηχανή δούλευε μέχρι αργά το βράδυ, κι η μάνα της πήγαινε και στα σπίτια μεροκάματο. Άξια και έμπειρη, έπαιρναν όλες τη γνώμη της για τα ρούχα τους. Μεταποιούσε τα παλιά και τα έκανε αγνώριστα, με λίγες πήχες πανί έφτιαχνε ονειρεμένα κομμάτια. Ανέβαιναν στην Αθήνα και χάζευαν τις καλύτερες και ακριβότερες βιτρίνες, μια φορά να έβλεπε το σχέδιο το κατέγραφε ο εγκέφαλός της.
Τις Κυριακές το μεσημέρι, το κρέας είχε την τιμητική του. Ένα κομμάτι πλυμένο καλά και σκουπισμένο, μαριναριζόταν αποβραδίς στο λεκανάκι με λάδι, κρασί, θυμάρι, αλατοπίπερο, και σκόρδο. Το έψηναν στη σόμπα με πατάτες και στυμμένο λεμόνι. Όταν ήταν τα κυδώνια στην εποχή τους, αντικαθιστούσαν πολλές φορές τις πατάτες. 

Σπάνια έψηναν κρέας μεσοβδόμαδα, συνήθως αν ήταν καμιά γιορτή.  Όταν έπαιρνε κάνα μεροκάματο παραπάνω η  μάνα, έφερνε κοτόπουλο και το έκαναν βραστό. Με την πεντανόστιμη, χυλωμένη με  αβγολέμονο  σουπίτσα, το ρύζι και τα ζαρζαβατικά της, έτρωγαν δυο μέρες μεσημέρι και βράδυ. Άλλοτε έπαιρνε κιμά κι έφτιαχναν σουτζουκάκια ή κεφτέδες με σάλτσα. Μούλιαζε η Βαρβαρίτσα το μπαγιάτικο ψωμί κι έτριβε στον κιμά τα μπαχάρια και τα μυρωδικά. Ρίγανη, αλάτι, πιπέρι, μπόλικο ζεματισμένο κρεμμύδι για να είναι αφράτα, ένα κουταλάκι ξύδι και μαϊντανό. Τα ξεκούραζε ζυμωμένα και ξεφλούδιζε το σκόρδο, έκοβε ψιλό ψιλό κι ένα κρεμμύδι μεγάλο για τη σάλτσα. Η μάνα της ξεφλούδιζε τις ντομάτες και τις έσφιγγε, να βγάλει τους σπόρους. Τις έριχναν τριμμένες στο καυτό λάδι, που είχε ζεστάνει καλά το κρεμμύδι, το σκόρδο, λίγους κόκκους μπαχάρι, γαρίφαλο κι ένα μεγάλο ξύλο  κανέλα. Πότιζε τα κεφτεδάκια σιγοβράζοντας, μέχρι που έμενε  με το λαδάκι της,  χωρίς πολλά ζουμιά, κι έπεφτε σε γενναίες δόσεις πάνω στις τηγανητές πατάτες.  Μάζευε κι έπλενε τα πιάτα κι όπως κάθε Κυριακή, έψηνε πάντα αλευρένιο χαλβά με μπόλικη κανέλα και αμύγδαλο. Ένα κομμάτι βούτυρο καβούρδιζε το αλεύρι και τα άσπρα ξεφλουδισμένα αμύγδαλα, που υποδέχονταν θορυβωδώς το καυτό σιρόπι με τη ζάχαρη και το κανελογαρίφαλλο. Απλωμένος στην πιατέλα, περίμενε να κοπεί ομοιόμορφα για να τον γευτούν με τους άλλους ενοίκους της αυλής, στο απογευματινό καϊμακλίδικο καφεδάκι τους. 

 Κάθε απόγευμα η Βαρβάρα, σήκωνε τα μάτια από τη βελόνα, ζέσταινε νερό κι έμπαινε στο μικρό πλυσταριό για μισή περίπου ώρα. Με βρεγμένα τα μακριά μαύρα μαλλιά της, άπλωνε πετσέτες κι εσώρουχα στο μακρύ σχοινί της μπουγάδας. Κάποιες μέρες, όταν η στεναχώρια ανέβαζε τα δάκρυα καυτά στα μελαγχολικά της μάτια, έπαιρνε το μικρό της πορτοφολάκι με τα λιγοστά κέρματα κι ανηφόριζε το δρόμο για την εκκλησία. 
Άναβε κεράκι, προσκυνούσε όλες τις εικόνες και καθόταν σ' ένα στασίδι χαμένη στις σκέψεις της. Η νεωκόρισσα την έβλεπε και η ψυχή της καιγόταν. Κοπέλα πράμα, όμορφη και δροσερή, να περνάει τις ώρες της έτσι αμίλητη και δακρυσμένη, κρίμα. Με τον καιρό αντάλλαξαν λιγοστές κουβέντες και η Βαρβαρίτσα της άνοιξε την καρδιά της. Άρχισε να συμμετέχει στην καθαριότητα της εκκλησίας, στα γεύματα για τους απόρους, ζύμωναν με τη μάνα της πρόσφορα που τα πήγαινε τυλιγμένα σε πεντακάθαρη άσπρη πετσέτα. Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες... 

- Οι γειτόνισσες, με μισό μάτι την ηβλέπανε τη Βαρβαρίτσα. Η σαπουνάδα και το μπανιάρισμα κάθε μέρα τσι ήβανε σε υποψίες. Δεν ηχώραε ο νους τσους ότι πλενούτανε κι άλλαζε γιατί αυτό ήτουνε το σωστό για τη γυναίκα. Μήτε πίστεψαν που βγαίνει για να πααίνει στην εκκλησία, ούτε την τόση πάστρα στο σπίτι τση χωρίς να ήρχουντανε μουσαφιραίοι. Ηρχινίσανε τσι κακές κουβέντες κι ηπετούσανε σπόντες τση μάνας τση. Αμά, αυτή ηκαμάρωνε που τση 'λεγαν που είναι πολύ καθαρή να πούμε, δεν είχε χαμπαριάσει που τση το ήλεαν προς κακού. 

Τα μάτια όλων ήταν καρφωμένα στην αυλή και οι γειτόνισσες κοιτούσαν η μια την άλλη με νόημα. 
- Πάλι πλένεται ετούτη, μα ψώρα έχει; Κάθε μέρα λουτροκοπανίζεται κι αλλάζει, την εβδομάδα  τρεις φορές λούζει και τα μαλλιά της. Η μάνα της δύο.
- Αμ! Δεν τήνε βλέπουμε; Τι πάει να παραστήσει, την πολύ καθαρή; Μάνα και κόρη πια, σαν τις πάπιες στο νερό, η κόρη περισσότερο όμως, πιο πολύ ώρα κάνει!
- Μπα! Τόσο πλύσιμο, κάτι άσχημο μου βρομάει! Και τα βρακιά με τις δαντέλες τι σου λένε, ε;  Τα κομπινεζόν τα είδες; Η μάνα για η κόρη τα φοράει;  
- Πες τα βρε χριστιανή μου! Μα στο μυαλό μου είσαι; Αυτό έλεγα χθες με τον Προκόπη, μα βρε άντρα μου, τι γίνεται με δαύτη; Μια αυτή, μια η μάνα της, τι κάνουν και μπανιαρίζονται πατόκορφα όλη την ώρα; 

Ξεροστάλιαζε ο Προκόπης στο ταρατσάκι να κοιτάζει τη Βαρβάρα που έφερνε βόλτα την κάμαρη και την αυλή. Καθαρή, περιποιημένη, νοικοκυρά, μοσχοβολούσε λεβάντα και γαζία όταν περνούσε κάτω από το παράθυρό τους. Έλιωνε για χάρη της ο στερημένος σύζυγος, που η γυναίκα του βολόδερνε με τη μπροστοποδιά όλη μέρα και μύριζε μόνιμα κρεμμυδίλα. Τις νύχτες ανατρίχιαζε όταν τον ακουμπούσαν τα άγρια τριχωτά της πόδια και οι μαλλιαρές μασχάλες της του έφερναν αηδία. Πως να μη ζηλεύει τη Βαρβαρίτσα, που όταν σήκωνε τα χέρια ψηλά για να απλώσει τη μπουγάδα, δεν υπήρχε ίχνος τρίχας. Και οι γάμπες της που ξεπρόβαλαν από τη φούστα, ήταν λείες, απαλές, σαν του μωρού. Ένιωσε πως έσβηνε, όταν ένα βράδυ το φθινοπωρινό αεράκι σήκωσε λίγο παραπάνω τη φούστα της, την ώρα που μαντάλωνε την αυλόπορτα. Κι αυτή η κελαρυστή φωνίτσα της όταν μιλούσε, τι σχέση είχε με την αγριοφωνάρα της γυναίκας του; Σαρανταπέντε αυτός, τριανταοχτώ η Ευδοξία, αλλά έδειχνε πάνω από πενήντα. Και ρουχαλάκια της προκοπής είχε και σε πιο καλό σπιτάκι έμεναν με δυο κάμαρες, μεροκάματο καλό σαν υδραυλικός της πήγαινε και δεν είχε λόγο να καταντήσει έτσι. 
Τα παιδιά τους, δυο αγόρια, πήγαιναν σχολείο και μάθαιναν τη δουλειά του πατέρα τους. Λογάριαζε ο Προκόπης να τους ανοίξει μαγαζί αργότερα, να ζουν αξιοπρεπώς χωρίς αφεντικό πάνω απ' το κεφάλι τους. Τις Κυριακές τα απογεύματα σεργιανούσαν στο λιμάνι και χάζευαν τα καράβια τρώγοντας πασατέμπο, στραγάλια και φιστίκια. Η Ευδοξία, περπατούσε σαν την πάπια κι έψαχνε παγκάκι να καθίσει, για να κοιτάζει με άνεση τις άλλες γυναίκες που περνούσαν και να τις κουτσομπολεύει. Με τα βρόμικα νύχια της ψαχούλευε τα σπόρια στο χωνάκι κι έφτυνε ηχηρά τα φλούδια. 
Μίζερη η ζωή τους κι έφταιγε η γυναίκα του γι αυτό.


Ένα απόγευμα του Οκτώβρη, η Βαρβάρα γυρίζοντας από την εκκλησία ένιωσε να πνίγεται. Ο άντρας της δεν είχε δώσει σημεία ζωής, ο καιρός περνούσε κι εκείνη κατηφόρισε στη θάλασσα. Οι λυγμοί τράνταζαν το λεπτό της κορμί, η απελπισία την είχε φέρει στα πρόθυρα βαριάς μελαγχολίας. Ατένισε το  γαλάζιο της κι όταν τα μάτια της στέγνωσαν, πήρε το δρόμο για το σπίτι. 
Ξαφνικά, πετάχτηκε μπροστά της ο Μήτσος, ένα λεβεντόπαιδο που ήταν αρραβωνιασμένο με μια γειτονοπούλα. Χαιρετήθηκαν κι εκείνος της έπιασε το χέρι. Η κοπέλα ταράχτηκε και τινάχτηκε φοβισμένη, ήταν απρέπεια αυτό που έκανε εκείνος. Με γρήγορο βήμα συνέχισε το δρόμο της, εκείνος όμως την ακολουθούσε λέγοντάς της ότι ήθελε να της μιλήσει. Φτάνοντας στη φτωχογειτονιά, τους είδε η αρχικουτσομπόλα της περιοχής, την κοπέλα να τρέχει σχεδόν ξαναμμένη και το νέο πίσω της. 
- Αχ! Τι να σας ειπώ, η ώρα έντεκα τη νύχτα που ηκοιμούντουσαν, φωνές και φασαρία τους ηξυπνήσανε. Είχανε μαζωχτεί στο έμπα τρεις τέσσερις, η κουτσομπόλα, η πεθερά και η αρρεβωνιάρα του, ήρτε μετά κι άλλη μια και ηγίνηκε τση τρελής! Τση φωνάζανε λόγια, η μάνα τση ηβγήκε με τσι νυχτικιές να ειδή τι συμβαίνει. Μάζωξε την κόρη σου την παστρικιά, τη μποίξε τη δείξε, λόγιαααααα πα πα πα! 
Η μάνα τση αγρίεψε, δεν ήξερε η καημένη τι την σούρνανε την Βαρβαρίτσα και γιατί. Παστρικιά είναι όπως κι εγώ κι ούλες στο σόι μας και είναι τιμητικό μας τους ήλεγε, πιο πολύ αγρίευαν οι άλλες. Βγαίνει και η κόρη με μια εσάρπα πάνου απ' τσι νυχτικιές κι ηγίνηκε ακόμα πιο μεγάλο πατιρντί! 
- Με τα αρώματα και τα πλυσίματά σου όλη τη μέρα ξελόγιασες το Μήτσο, όπως κι όλους τους άλλους! Θαρρείς που δε βλέπουμε πως σε κοιτάζουνε;Τα μάτια θα σε βγάλω που τόλμησες να με τον ξελογιάσεις! Αλλά, τι να περιμένει κανείς από μια σαν και του λόγου σου που βγαίνεις πλυμένη κι αλλαγμένη στα σοκάκια σα να λέει εδώ είμαι; Τη μάνα σου κοροϊδεύεις ότι πας στην εκκλησία και τα χάφτει ή τα ξέρει και σε σκεπάζει; Στις θάλασσες τι δουλειά είχες να συναντιέσαι με τον αρεβωνιαστικό μου; Να φύγετε από δω, παστρικιές μάνα και κόρη! 

Που να καταλάβουν οι έρμες τι ακριβώς εννοούσαν όταν το "παστρικιές" που ήταν τίτλος τιμής για μια γυναίκα εκείνες τους το πετούσαν σαν βρισιά... Μαλλί με μαλλί πιάστηκαν, μαζεύτηκαν κι άλλοι γείτονες να κάνουν χάζι, η κυρά Μαγδαληνή τις αγκάλιασε, έβρισε κι έδιωξε κακήν κακώς την ομήγυρη. 
- Τσι πέρασε μέσα να τσι ηρεμήσει που τρέμανε σαν τα φύλλα οι καημένες. Εκεί ημιλήσανε για τα καθέκαστα, ητραβούσε τα μαλλιά τση η Βαρβαρίτσα κι ητσίριζε η μάννα τση... 
- Τις καημένες... Αχ! Μπρε συμπεθέρα μου τήνε θυμήθηκα την ιστορία για! Και με τον άντρα της τι απέγινε, εμφανίστηκε; 
- Εις τα τριάμισι χρόνια απάνου υπήγε και τσι βρήκε. Είχανε μετακομίσει σε άλλο σοκάκι λίγο μετά απέ κείνη τη νύχτα τση φασαρίας, στην αξαδέρφη τση Μαγδαληνής. Τσ' είπε που είναι νοικοκυράδες και καλές και τσι ήμπασε στη δικιά τση αυλή. 
Κι ένα πρωί, την ώρα που 'ψηνε το φαΐ, να 'σου και τον είδε μπρος τση! Φωνές, κλάματα, αγκαλιές, δεν το ηπίστευε η καημένη που τον είδε μετά τόσα χρόνια. Δουλειά τόνε βρήκε ο αδερφός τση Μαγδαληνής στον ταρσανά* και κάτι παράδες εις τα χρόνια που ήταν εις την ξενιτιά ημάζωξε κι ορθοποδήσανε με τον καιρό. 
Η Βαρβαρίτσα ξενόραβε πάντα κι ήβγανε κι αυτή κάμποσα, τση ήκαμε και δυο παιδιά, αμά μετά τόσα χρόνια που είχε γεράσει, δεν ηξεχνούσε ποτές της κείνη τη νύχτα! 
Α! Ο Μήτσος, δεν την ηστεφάνωσε την άλληνα, εις τα καράβια μπάρκα ήκαμε κι απέ κει και πέρα ηγίνηκε άφαντος. Μετά από πολύ καιρό ηκούσανε που ηστεφάνωσε μια ξένη, που τη βρήκε, ποια ήτουνε, κανείς δεν ήξευρε. 


Ταρσανάς - Ναυπηγείο



Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Παστρικιές στα μέρη μας είναι οι καθαρές γυναίκες


-  Ούλοι στη Σμύρνη είχανε ζωή αλλιώτικια, τήνε γλεντούσανε και στο τραπέζι και στσι βολτέτζες και στα μπάνια και παντού. Εκτός τσι καλές ημέρες, Χριστούγεννα, Καλή Βραδιά, Πάσχα, που τσι ξεχωρίζανε κι εδώ, είχαμε και τσι  Αγίες Εορτές που ήτουνε οι ονομασίες στσι εκκλησίες. Η κάθε ενορία εόρταζε προς τιμήν του Αγίου τση κι ας μην ήχενε το όνομα κάποιος. Ησβεστώνανε, ηγυαλίζανε, ηκαθαρίζανε, ηπήαινανε στην εκκλησία ούλοι τση οικογενείας. Μεγάλη μέρα ήτουνε και η πρωτομαγιά, ηκάμανε πολλές ετοιμασίες. Θα με πεις κι εδώ πολλοί ηκάμνουνε τα στεφάνια με τα λελουδάκια, αμά πως να σε το πω, πιο απλά πράματα. Στη Σμύρνη είχενε το αντέτι κάθε οικογένεια, ήχενε χαρά να ηκάμει τα πρεπούμενα και τσι μέρες που εδώ είχανε πιο απλές. Την πρωτομαγιά να πούμε, ηγλεντούσανε από βραδύς, σαν και τα ρεβεγιόν που κάμετε εδώ για την Καλή Βραδιά. Πιοτά, γλυκά, φαγιά, τραγούδια, χοροί, ευχές για τον καλό το μήνα και την άνοιξη. Το αξημέρωτο βάναμε το στεφάνι στσι πόρτες μας και η μέρα ήτουνε πολύ εορταστική, με τα καλά τσους ούλοι ητρώανε, με τα καλά τσους βολτετζάρανε τσι εξοχές. Και το άλλο, τα σπίτια μας ήτουνε πάντα ανοιχτά τσι καλές τσι μέρες, οι οξώπορτες δεν ηκλείνανε ποτές. Εδώ οπόταν ήρταμε, με ηρωτούσανε ούλες πως και δεν βαρύνομαι να τραπεζώνω κάθε λίγο. Τσι γιορτάδες άμα ηκάμνανε τραπέζι, ηπέφτανε δυο ημέρες μετά στην ξάπλα απέ την κούραση! Χριστούγεννα αναμεταξύ τσους το φαΐ, άντε με τα παιδιά τσους σε βάνω, σόγια δεν έχουνε, γειτόνοι, φίλοι, τίποτις; 

Σουλτάνα και Ανθούλα, κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι κι αποδοκίμαζαν όσες έχουν το μαγείρεμα μπελά. Το χειρότερό τους ήταν να μπει το τσουκάλι στη φωτιά με γκρίνια. 
- Άμα μπαίνει ο τέντζερης με αχ και ουχ και γρουσουζιά, στο λαιμό σε κάθεται το φαΐ. Μήτε νόστιμο θα γένει, μήτε θα σε πάει κάτω καλά η βούκα. Καλύτερα ρίξε δυο αβγουλάκια στο τηγάνι με το γέλιο και τη χαρά, παρά ντολμαδάκια γιαλαντζί και να μουρμουράς άμα τα τυλίγεις! 
Η Μυρτώ χαμογέλασε και ξαφνικά της ήρθε στο μυαλό η γαριδομακαρονάδα της Ερασμίας κι ο τρόπος που της υπαγόρευε τη συνταγή η Βιβή. Το χαμόγελο έγινε νευρικό γέλιο, όταν σκέφτηκε το <<βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή όταν καθαρίζεις τις γαρίδες>> 
- Άπαπα! Τι είν΄ τούτη για; Τις ωραίες τις γαρίδες να βλαστημάει; Σάμπως με φαίνεται κομμάτι ζεβζέκα! 
- Τση γαρίδας το άντερο το ηβγάνει ούλος ο κόσμος, τσι ακαθαρσίες τση θα ητρώει; Μπα, δεν είναι αυτές οι γυναίκες για το σπίτι, αμά με είπες που η μάνα τση ήτουνε νοικοκερά πολύ και ημαγείρευε ωραία, δεν τση ήμοιασε η κόρη τση.  Τήνε ήφαε το σούρτα φέρτα τζιέρι μου αυτήνανε και τα πολλά τα γκομενικά τση. Η μόρφωση απέ μόνη τση δεν είναι τίποτις άμα δεν είναι και εις τα πρεπούμενα εντάξει τση η γυναίκα.

- Έτσι είναι συμπεθέρα μου, με τη μόρφωση και μόνο ανοίγεις σπίτι; Όχι για! Θυμούμαι την κόρη της Αρτεμισίας, τη Χαρά, πολύ σπουδαγμένη! Και τρεις γλώσσες εμίλαε και διπλώματα είχε και πιάνο και απ' όλα ήξερε. Και ποιο το αποτέλεσμα; Επαντρεύτηκε ένα χρυσό παιδί και πλούσιο και μείκανε σε μια σπιταρόνα που ταίρι της δεν είχε απέ την πολυτέλεια μέσα κι όξω. Αυτή όμως μάτια μου, άλλο δεν έβλεπε μπροστά της απέ τα βιβλία της! Που τήνε έβρισκες, που τήνε έχανες, με τα μούτρα στα βιβλία ήτουνε!
Τήνε έλεγε ο άντρας της κατιτίς να πούμε κι αυτή δεν τον άκουγε απέ την τόση προσήλωση που είχε. Τόσα ήξερε, ακόμα να μαθαίνει ήθελε, την έλειπε ένα ακόμα πτυχίο έλεγε και το κεφάλι της δεν εσήκωνε. Ο άθρωπος και με τα δίκια του, αρχίνισε τη γρίνια, που σε μιλάω και δε με δίνεις σημασία και τέτοια. Με το ζόρι να πάνε κάπου, με το ζόρι να πούνε δυο κουβέντες αναμεταξύ τους.
Με τη βούκα στο στόμα σηκωνούτανε απέ το τραπέζι και χωνούτανε στο δωμάτιο, για στο σπίτι ήτουνε, για όχι, δεν τήνε έπαιρνες χαμπάρι για!  
Η Μαρίκα έκανε το σταυρό της.
- Άλλο πάλι τούτο! Στο σπίτι τσους μέσα και δεν ημιλούσανε μη και τση ξεφύγει κάνα γράμμα; Πόσο ηβάσταξε ο γάμος; Γιατί σίγουρα θα ηχωρίσανε, έτσι δεν ηγίνηκε; 
- Ναι, ναι, στα δυο χρόνια τήνε πήρε πίσω η μάνα της, αμά ξανά τα βρήκανε το ζεύγος κομμάτι και πάλι χωρίσανε. Η Χαρά, δεν ήτουνε για παντρειά, μήτε συχνά μαγείρευε, μήτε δουλειές του σπιτιού τήνε νοιάζανε, τίποτις. Έτρεμε μπα και μείκει έγκυος και αναγκαστεί να αφοσιωθεί στο παιδί, συνεχώς σε τέσσερα πέντε χρόνια τον έλεγε. Το χειρότερό της θα ήτουνε άμα αρχίναε ο άντρας της τους τζιλβέδες!* Χα χα χα!
- Ας τήνε ηβάλουνε οι γονιοί τση τώρα σε μια γλάστρα να τήνε ποτίζουνε! Έτσι θα υπάγει η ζωή τση, με τα γράμματα. 
- Η αλήθεια, γένηκε μεγάλη και τρανή και τήνε καμαρώνουνε όλοι.  Αμά πάντα διαβάζει και τελειωμό δεν έχει, ούτε και παντρεύτηκε ξανά. Γυναίκα μόνη, δίχως άντρα, με την καριέρα της μόνο να γνοιάζεται. Και τι να το κάνεις για; Ευτυχώς που χώρισε λέμε, κρίμας για τον άντρα της θα ήτουνε να πέρναε τέτοια ζωή μαύρη, σύζυγο να 'χει, αμά γυναίκα να μην έχει!

Γελούσε η Ανθούλα που άκουγε την αδερφή της να την κατηγορεί, γιατί είχε τους λόγους της όσον αφορούσε τις φιλομαθείς γυναίκες. Είχε βάλει στο μάτι την όμορφη και μορφωμένη Πωλίνα με τα πτυχία και τη γερή προίκα για τον Αλέκο της, λες και ήταν άξιος ο γιος της να σταθεί δίπλα της. Τι κακό μ' αυτή τη γυναίκα και τον άντρα της, όπου έβλεπαν κοπέλα με προσόντα και λεφτά να την ονειρεύονται για νύφη τους...


Από δικηγορική οικογένεια η Πωλίνα, μοσχομεγαλωμένη, καλοπροικισμένη, είχε περάσει επιπλέον και στο Πολιτικό Νομικής. Ψηλή και λεπτή με καστανά μακριά μαλλιά, έβγαινε από το πατρικό της, ένα νεοκλασικό δαχτυλοδεικτούμενο, χωρίς να ξέρει αρχικά ότι είχε και δεύτερη σκιά, αυτή του Αλέκου.
Προσπάθησε να την πλησιάσει το παιδοβούβαλο κι εκείνη φυσικά δεν του έδωσε καμία σημασία. Της πούλησε γοητεία, όπως συνήθιζε, αλλά η μικρή ήταν εντελώς αδιάφορη. Έμαθε σχεδόν το καθημερινό της δρομολόγιο κι όλο τυχαία βρισκόταν μπροστά της. Η τύχη το έφερε ένα μεσημεράκι να μιλάει στο κινητό με μια φίλη της και να τη ρωτάει που ακριβώς είναι το μαγαζί που θα συναντηθούν. Ο Αλέκος περπατώντας δίπλα της σχεδόν, της ζήτησε συγγνώμη που άθελά του άκουσε τη συζήτηση κι αφού ήξερε το μαγαζί, της υπέδειξε το δρόμο. Τον ευχαρίστησε τυπικά, μπήκε στο αυτοκίνητό της κι εξαφανίστηκε.
Ταμπλάς του ήρθε που η πρώτη προσπάθεια προσέγγισης δεν τους έστειλε για καφέ παρέα. Όποτε τον έβλεπε και τη χαιρετούσε θερμά, ένα ξερό γεια του έλεγε και τον άφηνε στα κρύα του λουτρού. Ο Αλέκος όμως, δεν το έβαζε εύκολα κάτω, μέχρι και πάρτι οργάνωσε σπίτι του για να την καλέσει και να έρθουν πιο κοντά. Ήταν απόλυτα σίγουρος ότι η κοπέλα θα πήγαινε κι έδωσε εντολή να είναι όλα στην εντέλεια και προπάντων να μη μυρίζει το σπίτι τηγανίλα, παρά μόνο την κολόνια του.
Ο πατέρας πήρε τη λίστα με τα ψώνια για μεζεδάκια και ποτά και γύρισε φορτωμένος από το σούπερ μάρκετ. Στήθηκε κι ένας γερός καβγάς επειδή αγόρασε άλλη μάρκα ουίσκι και τον ξανάστειλε ο γιόκας του να το φέρει. Σιγά μη και δεν πέρναγε του κανακάρη του, που όλο διαταγές ήταν κι έτρεχαν οι γονείς σαν τα σκυλάκια.
Στρώθηκαν Ανθούλα και Γιάννης αποβραδίς στην κουζίνα κι άρχισαν τις ετοιμασίες. Φύλλα ζυμώθηκαν κι ανοίχτηκαν, μπολ με  διάφορα μείγματα μπήκαν σκεπασμένα στο ψυγείο, τα καλά ποτήρια ξαναπλύθηκαν και σκουπίστηκαν με πολλή προσοχή για να αστράφτουν. Αξημέρωτα σηκώθηκαν για τα ψησίματα, να έχει ξεμυρίσει το σπίτι μέχρι το βράδυ.  Εκείνη έπλαθε τα κεφτεδάκια κι ο άντρας της που τα είχε ζυμώσει επέβλεπε το τηγάνι. Ο Αλέκος σηκώθηκε λίγο μετά τις δέκα, καταβρόχθισε τις χοντρές φέτες ψωμιού με βούτυρο και μέλι που ετοίμασε η μάνα του, ήπιε την φρεσκοστυμμένη του πορτοκαλάδα κι ένα νες καφέ με μπόλικο γάλα εβαπορέ. Το μεσημεράκι, ζήτησε ν' ανάψει ο πατέρας του τα κάρβουνα για να του ψήσει μπριζόλες. Άλλη φούρια βρήκε το Γιάννη, βολόδερνε μόνη της η Ανθούλα στην κουζίνα που την πονούσε και το χέρι της λόγω ρευματικών. Ο  πασάς τους, διάλεγε κουστούμι και ρουφούσε την κοιλιά του για να καταφέρει να κουμπώσει το παντελόνι, μπαινόβγαινε και στην κουζίνα κι έτρωγε τους κεφτέδες πέντε πέντε. Ακολούθησαν τα τυροπιτάκια, τα λουκάνικα, η κρεατόπιτα, τα καναπεδάκια, σαν ορεκτικά...
- Τόσες ετοιμασίες κάναμε μπρε Μυρτούλα μου και διε τώρα, πουν' τηνα; Έφκιαξες και τέτοιο ωραίο γλυκάκι για τόσους νοματαίους και το σουφλέ που 'ναι φουσκωμένο ίσια με κει πάνου, να 'σαι καλά τζιέρι μου. Διε χάλι μαύρο, όλα τα παιδιά εδώ κι αυτή άφαντη! Αφού είναι φίλοι με τον Αλέκο και τήνε κάλεσε, δεν εντράπηκε να μην έρτει για; Διε τονα που είναι σεκλετισμένος, φοβούμαι μη και τόνε ανέβει το αίμα στο κεφάλι για!
- Είναι πολύ φίλοι κυρία Ανθούλα μου, σίγουρα; Έχουν επαφή, ήπιαν καφέ μαζί, μιλάνε στη τηλέφωνο; Συγγνώμη που στο λέω, αλλά σαν λιγάκι μπερδεμένα τα λέτε κι εγώ άλλα είδα...
Καταλάβαινε η Μυρτώ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, συνηθισμένη ήταν. Από που κι ως που να έρθει η Πωλίνα; Τρελή για τον Αλέκο έλεγαν οι γονείς του ότι ήταν και η υποψία της έγινε βεβαιότητα, όταν βγαίνοντας από το κοντινό ζαχαροπλαστείο είδε το σκηνικό. Αυτός να τρέχει πίσω της κι εκείνη να τον αποφεύγει. Η Ανθούλα δεν το είχε παραδεχτεί, θα μάλωσαν κομμάτι και τον έκανε πείσματα, είπε.
- Καλέ, τι μπερδεμένα σε τα λέμε, αφού είναι φίλοι για! Και στο τελέφωνο μιλούνε και περίπατο πάνε και καφέ πίνουνε! 
- Σου λέει ο Αλέκος ότι μιλάνε και βγαίνουνε, ότι του είπε πως θα έρθει;
- Ε......Τι σε λέω τώρα, αφού γι αυτήνανε το έκαμε το πάρτι!
Ο αρχιψεύταρος Αλέκος, τους δούλευε ως συνήθως, αλλά τι να πεις σε κολλημένους ανθρώπους;
Την έστησε έξω από το σπίτι της με το λουλουδικό στο χέρι όπως συνήθιζε και μόλις την είδε να βγαίνει και να στρίβει το στενό, συναντήθηκαν πάλι "τυχαία". Με την ξερή καλησπέρα της τον προσπέρασε αδιάφορη κι εκείνος έτρεξε να της προσφέρει το λουλούδι και να την καλέσει στο πάρτι. Παράξενα τον κοίταξε η Πωλίνα και αρνήθηκε, εκείνος όμως επέμεινε με τις κλασικές του ατάκες: << Δε θα μ' αφήσεις να περιμένω, η βραδιά θα είναι η χειρότερη της ζωής μου αν δεν είσαι κι εσύ εκεί>> Η κοπέλα τον κοίταξε ειρωνικά και του είπε ότι δε μπορεί αρχικά γιατί διαβάζει, επίσης δεν συνηθίζει να πηγαίνει σε πάρτι αγνώστων κι ο Αλέκος απάντησε ότι θα γνωριστούν καλύτερα εκεί. Ήταν σίγουρος ότι τη γοήτευσε κι ότι η Πωλίνα θα χτυπούσε το κουδούνι και θα έπεφτε στην αγκαλιά του χορεύοντας παθητικά.

Μια μεγαλοπρεπή μούντζα εισέπραξε από τη Μυρτώ, όταν της είπε τον τρόπο που προσπάθησε να την προσεγγίσει και τη σιγουριά του ότι θα πήγαινε στο πάρτι. Οι γονείς του άρχισαν να την κατηγορούν, ότι είναι προβληματική που συνέχεια διαβάζει και το μυαλό της φύρανε, φαντασμένη κι ακατάδεκτη και δεν κάνει για το γιο τους. Ο Γιάννης άφριζε και φώναζε, έβγαζε τα κλασικά δικά του συμπεράσματα και δεν άκουγε κουβέντα. 
- Τα πολλά τα γράμματα, τόνε ζαβώνουνε τον άθρωπο! Που θα σταθεί αυτή δίπλα στον Αλέκο, διε τι λεβέντης είναι!  Αυτή, σαν αποβλακωμένη θα είναι απέ τα διαβάσματα, κομμάτι αταίριαστο είναι το πράμα για! Άμα σε λέω ήθελε, θα ερχούτανε στο πάρτι, αλλά καλά τα λέει το παιδί που είναι ψωριάρα και δεν καταδέχτηκε να έρτει! 'Αμα και οι γονιοί της φταίνε, δεν τήνε δώκανε την άδεια μάλλον, επειδής το παιδί μας δεν είναι του κύκλου τους και δεν έχουμε παράδες! Να διω τι γαμπρό θα τήνε δώκουνε και ποιος θα τήνε πάρει, τσάμπα τόσοι παράδες και σπίτια θα πάνε!
Στον κόσμο τους εντελώς...

Μπουκώθηκε η Μαρίκα ένα κομμάτι κασέρι, μια φέτα παστουρμά κι έκοψε λίγο ψωμί που το βούτηξε στην τυροσαλάτα. Μετά από λίγες γουλιές ούζο, συνέχισε την κουβέντα για τους Σμυρνιούς.
- Κοίτα να σε ειπώ Μυρτώ μου. Προχωρημένοι πολύ τότενες ήντουσανε, ηδίνανε μόρφωση στα παιδιά τσους και εις τα ωδεία για μουσική τα ηβάνανε, εδώ μόνο οι πλούσιοι τα ηκάμανε αυτά. Τα κορίτσα από μικρά τα είχανε μες στην πάστρα κι έτσι ημαθαίνανε. Ακόμα και πιο πτωχές τα ηχώνανε τσι σκάφες και τα ηκάμανε μπάνιο μετά που ηπαίζανε τσι δρόμοι και δυο βρακάκια τη μέρα τσ' ηλλάζανε οι μανάδες τσους. Αμά κι οι γυναίκες ούλες πολύ καθαρές και στα σπίτια  αμά και στο σώμα τσους. Εσώρουχα κάθε ημέρα μοσκοπλυμένα τα ήβλεπες  απλωμένα.  Ημπανιαριζούντουσανε με σαπούνια καλά, αρωματικά να πούμε, ηβάνανε αρώματα στο καθαρό το δέρμα κι ημοσκοβολούσανε. Τρίχα στο σώμα τσους δεν ήβλεπες, ίδρωτες δεν ημύριζαν ποτές. Την εβδομάδα μια φορά στα χαμάμ με τσι ώρες ηκαθούντουσανε για βαθιά καθαριότητα, όσα δεν ήπιανε το τρίψιμο με το λίφι. Εδώ στην Ελλάδα τότενες ήντουσανε αλλιώς οι γυναίκες, απεριποίητες, με τσι τρίχες τσι αμασχάλες τσε τα πόδια τσους. Μπάνιο ολόσωμο δεν ηκάμανε, πολύ σπάνιο πράμα ήτουνε, ηπλενόντουσανε τοπικά να πούμε.  Παστρικιές στα μέρη μας είναι οι καθαρές γυναίκες, πάστρα είναι η καθαριότητα. Στην Ελλάδα, ηλέγανε παστρικιές τσι ελευθέρων ηθώνε να πούμε, που ηπλενούντουσανε για να πλαγιάσουνε με τσι άντριδοι*. Οι Σμυρναίες ήντουσανε από μικρές έτσι  μαθημένες, δι αυτό τσι ηκατηγορούσανε. Τσι κιλότες ηβλέπανε κάθε ημέρα στο σκοινί κι ηλέανε ότι ηβγάνανε τα μάτια τσους τσι νύχτες! Μια θεια μου ήλεγε που τση ηφωνάξανε απέ δω που είναι ανήθικη επειδής χωνούντανε λέει στο μπάνιο συνέχεια τσε ήπλενε τα  βρακιά τση για να τσους ηξεμυαλίζει και να μπάζει και να  βγάζει! Ηγίνηκε μεγάλος σαματάς με τσι βρωμούσες που τήνε ηπιάσανε στη γλώσσα τσους τη θείτσα μου, που ήτουνε πολύ ηθική και τίμια γυναίκα. Ήτουνε άξιες να τήνε ηκακολογήσουνε, που απέ την απλυσιά τσους δεν ητολμούσες να πας κοντά τσους;  Μετά, ηγίνηκε άλλη παρεξήγηση και τότενες ηγίνηκε στο μαχαλά χαλασμός κόσμου!
Να σε πω την ιστορία τση, θες;


Τζιλβέδες - Τρυφερότητες 

Άντριδοι - Άντρες 

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Άμα ηβάνεις στον στόμα σου το σουτζουκάκι, δόντια δε σε χρειάζουνται για!


- Σους μπρε! Γιομάτο είναι το καβανόζι* σε λέω, δε θα με τα στερήσεις! Η συμπεθέρα μου όλη την ώρα τουρσιά φκιάχνει κι όλο μ' αρωτάει άμα τα 'φαγα για να με δώκει κι άλλα. Απ' όλα θα σας βάλω για! Αγγουράκι, καρότο, μελτζανάκι, λάχανο, απ' όλα και μη με λέτε κιχ! Άμα την είπα που θα έρτετε με έστειλε κι άλλα τόσα με το γιο μου, πολύ καλή είναι η καημένη. Τήνε σκέπτουμαι που θα κάνει την εγχείρηση στο γόνατό της, πλαστικά λέει θα τήνε βάλουνε. Αχ! Τέτοια νοικοκερά γυναίκα που είναι, δεν έχει ταίρι! Την περασμένη βδομάδα μας είχε το τραπέζι ολονών κι ακόμα τη νοστιμιά στο στόμα μου τήνε έχω!  Τι φαγιά, τι γλυκά, τι ωραίοι μεζέδες, αμ κι αυτή η γέμιση στην κότα τη φουρνιστή, τι να σε πω! 
- Πως τη φτιάχνει κυρία Σουλτάνα, που αν δεν ταιριάζατε, δε θα συμπεθεριάζατε; 
- Βάνει κιμά, κρομμυδάκι, σκορδάκι, κουκουνάρι, αλάτι, πιπέρι, μπαχάρι, κομματάκι κύμινο, τα τζιέρια της όρνιθας, μαϊντανό και ρυζάκι. 
Κόβει τα κρομμυδάκια, αμά ψιλά ψιλά και τα ρίχνει στον τέντζερη με κομμάτι βουτυράκι να τσιγαριστούνε.
Μετά ρίχνει τα μπαχάρια, τον κιμά, το κουκουνάρι, τα συκωτάκια, τα φέρνει βόλτα κάμποσο να μυρίσουνε, βάνει και το ρυζάκι να γυαλίσει. 
Έχει βράσει νεράκι, ίσια που να τα σκεπάζει, όχι πολύ, δε θέλει, ρίχνει το σκορδάκι και το μαιντανό, τα φέρνει μια γύρα και μετά το νεράκι. 
Άμα πιει το ζουμάκι του και μείκει στεγνό απέ τα υγρά του, το αφήνει να κρυώσει κομμάτι κι ετοιμάζει την κοιλιά της κοτούλας. 
Τήνε τρίβει μέσα με αλάτι χοντρό και λεμόνι, τήνε γιομίζει μετά και τήνε ράβει. Έχει ένα μακαρά* χοντρή κλωστή και μεγάλη βελόνα γι αυτήνα τη δουλειά. 
Στο ταψί, έχει ρίξει μια πάστα με μουστάρδα, αλάτι, πιπέρι και ρίγανη. Το αλείβει καλά καλά, βάνει την όρνιθα και πατατούλες μικρές, στρογγυλές, βουτυράκι, λεμόνι, και κομμάτι νεράκι. 
Να διεις άμα ροδίσουνε και κόβει την κλωστή για να σερβίρει, σα να ξηλώνει στρίφωμα είναι! Ένα κομμάτι κρέας με τις πατατούλες και τη γέμιση δίπλα κι έτσι που είναι καυτό ρίχνει και κομμάτια κασέρι, δεν το χορταίνεις σε λέω! 
Άμα το φκιάξεις θα με θυμηθείς! 

Το τηλέφωνο που χτύπησε διέκοψε τη Σουλτάνα. Σηκώθηκε στρώνοντας τα ρούχα της, συνήθεια που πάντα είχε ακόμα και μέσα στο σπίτι, μόνη της. Αυτή η γυναίκα, θηλυκό ακόμα και στα γεράματά της, χαιρόσουν να τη βλέπεις. 
- Συμπεθέρα μου! Πολλά χρόνια θα ζήσεις, την κουβέντα σου είχα καλή μου, με τα φαγάκια σου τα ωραία! Πες τον γιο μου να σε φέρει να πιούμε καφεδάκι, να σε διει και η Άνθω, να γνωρίσεις και τη Μυρτούλα τη φιληνάδα μας!
Τι πα να πει δε θες να τον ενοχλείς για; Σιγά το πράμα! Καλά, καλά, ντύσου εσύ κι άστα σε μένα, άντε, σε φιλώ!

Τηλεφώνησε στο γιο της και σε μισή ώρα έφτασε η ωραία Σμυρνιά Μαρίκα. Ο Ιάκωβος ευγενέστατος τις χαιρέτισε, άφησε κι ένα μπολ παγωτό καϊμάκι και σε τρεις ώρες θα περνούσε ξανά για να πάρει την πεθερά του που είχε δεμένο το γόνατο και πονούσε. Η Μαρίκα ήταν ψηλή και αριστοκρατική, με λεπτά χαρακτηριστικά. Φορούσε φούστα μακριά και πουκάμισο με δαντέλα, μαργαριταρένιο κολιέ και βραχιόλι με ασορτί σκουλαρίκια κι ένα χρυσό μεγάλο σταυρό. Τα χέρια της περιποιημένα, με δαχτυλίδια στα λεπτά της δάχτυλα και βαμμένα ροζ νύχια. Τα μαλλιά της σε χαμηλό σινιόν, στόλιζαν δυο όμορφα χτενάκια με πετρούλες. Με τα τσι και τα τσε, μιλούσε εντελώς διαφορετικά από τις Πολίτισσες, σε όλα τ' άλλα όμως ήταν ίδιες κι απαράλλακτες. 
Βούτηξε ένα κουλουράκι στον καφέ της, ενώ η Σουλτάνα της έλεγε για μια μεγαλοκοπέλα γνωστή τους, που δεν της άρεσε κανένας υποψήφιος γαμπρός. 
- Τόσα προξενιά την έχουνε κάνει, τίποτα αυτή. Ο ένας χοντρός, ο άλλος λεπτός, ο παράλλος άσχημος, μαυριδερός, ξανθόψυρας, κοντός, ζαβός και πάει λέγοντας. Μα τι περνιέται μπρε, για κοπελίτσα; Πατημένα τα σαράντα τα 'χει η ζεβζέκα, τα τριανταπέντε που λέει είναι για να μην αποδείχνει τα χρόνια της και το νου της όλο στα νεαρούδια τόνε έχει η αδικιορισμένη! Τι να τόνε κάμει το μικρό, πέστε με. Πόσο θα τήνε κοιτά δεκαπέντε χρόνια μικρότερος άντρας, που είχε σεκλετιστεί μ' ένανε και μαράζωνε για δαύτονα; Γκιρ γκιρ συνέχεια ήτουνε απέ τον καημό της κι όλο φκιαχνούντανε, ακόμα και στον ύπνο βαμμένη είναι, λες και θα 'ρτει ο νεαρός το βράδυ να τήνε κλέψει! Χα χα χα! Με το σεισμό που γίνηκε και πεταχτήκαμε όξω όπως όπως, η Λευτερίτσα βγήκε νυσταγμένη αμά με το κόκκινο κραγιόν και την πούντρα λες κι εκείνη την ώρα γύριζε από βεγγέρα. Τι να πεις, καημό το 'χουνε οι γονιοί της να τήνε αποκαταστήσουνε, ο πατέρας της και σπίτι την έκανε κι όλα τα καλά, αμά βλέπω να μείσκει έτσι με τα μυαλά που 'χει. Πήε και στο μέντιουμ μπα και τήνε βρει στεφάνι, όπου χαρτού και καφετζού, τρέχει μη και χάσει, για το αντέτι* για! Χα χα χα χα! Την είπα τη μάνα της, άμα περιμένει να διει προκοπή με δαύτα, έτσι θα μείκει. 

Η Μαρίκα κουνούσε καταφατικά το κεφάλι, μασουλώντας από το γλυκό της Ανθούλας. 
- Τσι προάλλες που ήρτε η Θεώνη στο σπίτι, με είπε την ιστορία με την αρρεβώνα τση κόρης τση. Είχε έρτει ο αδερφός τση και ούλοι μαζί εκτός τση Γιώτας που ηδιάβαζε, ηπήανε σ' ένα κέντρο στη Βάρη και φάγανε. Ίσιαμε να πάνε και να γυρίσουνε, ηγίνηκε το κακό το μεγάλο με τη φωτιά. Το τυχερό τση κόρης τση ήτουνε, να εύρη το γαμπρό με τσι τουλούμπες*. Όσο ετρώγανε οι γονιοί τση, τσι γαρδούμπες και τα μπριζολάκια, αυτή εκοιμούντανε αμά η τύχη τση εδούλευε, να η παροιμία! 
Επήρε άξαφνα φωτιά η κουζίνα του κάτω και ήκουσε τσι φωνές η κοπέλα στον ύπνο τση μέσα. Ωσότου να καλοξυπνήσει, τήνε ηπνίξανε οι καπνοί, ανέβαινε απάνου το ντουμάνι. Τελεφώνησαν τσι τουλουμπατζήδες* κι ήρτανε κι ηρίχνανε τα νερά με τσι τουλούμπες και το κορίτσι ήβαλε τα κλάματα απέ το φόβο τση. Ηκατέβαινε τσι σκάλες φοβούμενη και κλαμένη κι ήπεσε πάνου στο παλικάρι που ανέβαινε τρέχοντας μες στην ταραχή τση. Αυτός τηνε ηκράτησε να τήνε ηρεμήσει αμά δεν ηξεκόλλησε απέ την αγκαλιά του η μικρή που ήτρεμε σύγκορμη. Ε! Αυτό ήτουνε! Μέσα κει στον πανικό ηρωτευτήκανε κεραυνοβόλα! Απέ την επομένη τση τελεφωνούσε κι ούλο ψου ψου ήτουνε η γιαβρίτσα μετά κείνονα κι ηρχίσανε να βγαίνουνε. Τσι τέσσερους μήνες ήρτανε κι οι αρρεβώνες, μάνι μάνι! Και τι καλό παιδί που είναι με έλεε η Θεώνη, ηπήρε και προαγωγή και θα ηπαίρνει καλοί παράδες. Και να ειδιείτε ένα διαμερισματάκι ωραίο που την έχουνε πάρει! Ηφχαριστημένη πολύ η μάνα τση, θυσία θα ηγενούνε για το γάμο!  Μάσαλλαχ!*
- Μπρε σεις, να τα τυχερά που λέμε! Επήε να σβήσει τη φωτιά κι άναψε άλλη, καλά δεν τα λέω συμπεθέρα μου; 
- Καλά και άγια τα λες! Άιντε και σύντομα τα κουφέτα τσους, στο χρόνο πάνου θα γενούνε τα στεφανώματα. Να κάμω κι εγώ την εγχείρηση στο γόνα μου, μην υπάγω με τσι γαλέτζες* σαν τη κατσιβέλα...*



Η Σουλτάνα χώθηκε στην κουζίνα και την ακολούθησε η Άνθω. Θόρυβος από πιάτα και τεντζερέδια ακούστηκε και σε λίγο κατέφθασαν με δυο πιατέλες φορτωμένες μεζεδάκια. Το ούζο είχε την τιμητική του, τα ποτήρια γέμισαν κι άδειασαν αρκετές φορές. Φουσκωμένη από το πολύ μεσημεριανό φαγητό και τα παρελκόμενα η Μυρτώ, αρνήθηκε να ξαναφάει και η Σουλτάνα συννέφιασε. 
- Το χώνεψες τζιέρι μου το φαΐ, αφού δε μπορείς μη φας το βράδυ για! Κομματάκι μεζέ για το καλό που ήρτες κοκόνα μου πάρε, να σε βάλω και ουζάκι. 
- Για το καλό που ήρθα κυρία Σουλτάνα μου, με μπούκωσες φαΐ για τρεις μέρες, γεια στα χεράκια σου, όλα πεντανόστιμα! Το στομάχι μου δε χωράει άλλο, αλήθεια σου λέω. 
- Θα σε πω τι να κάνεις για να σε χωρέσει κομματάκι ακόμα. Να κατεβάσεις το φερμουάρ να μη σε σφίγγει για! 
Δεν πρόλαβε ν' απαντήσει η Μυρτώ και βρέθηκε με μια γεμιστή ελιά στο στόμα. Η Μαρίκα γέλασε πονηρά κι ετοιμάστηκε να την ξαναμπουκώσει με αγγουράκι τουρσί.
Ζωή και χρόνια να 'χουν, από το φαΐ τους δεν γλυτώνεις! 
- Φάε και πιε να μας ηκάμεις παρέα. Άμα δε θες δίαιτα να κάμεις, μια χαρά είσαι γκιουζέλα μου! Το φαγί δε θέλει βιάση, να το ηφχαριστιέσαι πρέπει. Να έρτεις και σε μένανε, χαρά μεγάλη θα με δώκεις, να γνωριστείτε και με τσι κόρες μου. Θα φάμε τσι ωραίοι μεζέδες μας, θα ηπιούμε και τσι μπυρίτσες μας παγωμένες, να με  ηπείτε τι αγαπάτε να σας ηφκιάσω. 
- Σουτζουκάκια συμπεθέρα, να τα φάνε από χέρι σμυρναίικο! 
- Όπου ειπώ απέ που είμαι, για τα σουτζουκάκια τση Σμύρνης με λένε και μ' αρωτάνε τη συνταγή! Η μάνα μου η σχωρεμένη μ' έλεε που δεν τα ηξεύρανε αυτά τα φαγιά στην Ελλάδα, απέ τσι πρόσφυγοι τα ημάθανε. Όταν ήρτανε εδώ και ημαγειρεύανε οι νοικοκυράδες, ούλες τση γειτονιάς ηρωτούσανε η μια την άλληνα τι μυρουδιά ήβγαινε απέ τα σπίτια τσους. Τσιγάρισμα δεν ηξεύρανε, σαλτσερά δεν ηξεύρανε, μπαχάρια δεν ηξεύρανε. Ούλο φουρνιστά και βραστά ητρώγανε κι από γλυκά δεν ηξεύρανε πολλά. Με τσι πρόσφυγοι ημάθανε πολλά και στα φαγιά και σε άλλα πράματα. 

Μιλούσε και γελούσε, τρώγοντας και πίνοντας μικρές γουλίτσες από το παγωμένο ούζο. Σκέτο, χωρίς νερό και παγάκια. Η Σουλτάνα πάντα είχε ένα μεγάλο μπουκάλι μόνιμα στο ψυγείο και όση ώρα έπιναν τον απογευματινό καφέ τους, το είχε βάλει στην κατάψυξη, τυλιγμένο σε πετσέτα για να μη χάσει το άρωμά του.

- Το κύμινο στο σουτζουκάκι, πρέπει να ητρίβεται κείνη την ώρα, να βγαίνει ούλη η μυρουδιά του. Με τσι σκόνες νοστιμιά τίποτις δεν έχει, Τα μπαχάρια ούλα αμά είναι σπόροι, ηκρατούνε χρόνια στο ντουλάπι, τριμμένα ξεθυμαίνουνε. Θα με ηπεις, ευκολία είναι για τσι νοικοκυράδες, το ηπιάνεις απέ το βαζάκι και ηρίχνεις το κάθε ένα, αμά σωστό δεν είναι. Και μετά ούλοι σε λένε σουτζουκάκια Σμυρναίικα κι ηβλέπεις χίλιες συνταγές με τσι παραλλαγές τσους, όπως ηκάθεται στην κάθε μια. Σμυρναίικα είναι, αφού άλλη χώρα δεν τα ήκαμε βέβαια, αμά σπάνια να εύρης τα αυθεντικά να πούμε. Και να ηξεύρης, τα φαγιά τα αυθεντικά, πάντα ηπαίρνουνε το χρόνο τσους για να γένουνε. Δεν ηφτουράει η ώρα για τσι νέες νοικοκυρές, ούλες σαν τσι παλαβές ητρέχουνε να τα προλάβουνε ούλα, δουλειά, σπίτι, παιδιά. Για να μπει ο τέντζερης στη φωτιά, με το άγχος γένεται και ψάχνουνε την ευκολία τσους να μην ητρώνε τσι ώρες τσους στην κουζίνα. Γι αυτό ούλοι λένε ωραίο, αμά σαν τση μάνας μου δεν είναι.

Όλα όσα έλεγε η Μαρίκα, ήταν σωστά. Δεν είναι τυχαίο που παινεύει όλος ο κόσμος τη μαγειρική τους. Κοιτάζοντας δυο πιάτα με το ίδιο φαγητό, μπορεί οπτικά να φαίνονται όμοια, στη γεύση όμως είναι διαφορετικά. Αν σκεφτεί κανείς πόσο χρόνο ξοδεύει η κάθε νοικοκυρά για το μαγείρεμα, καταλαβαίνει τη διαφορά. Κι αν είναι αδαής και θελήσει να φτιάξει τα αυθεντικά σουτζουκάκια, βουνό θα της φανεί η διαδικασία, 

- Το κύμινο με τη φλούδα του, το ηρίχνεις στο άδειο τηγάνι και το κουνάς συνέχεια να ηβγάλει τσι μυρουδιά του, αμά γλήγορα,  μην αρπάξει και σε καεί. Άμα κρυώσει ητρίβεις μπόλικο, και στον κιμά και στη σαλτσίτσα. 
Το ψωμάκι ημουλιάζεται μέσα σε κρασί κόκκινο, όχι γιομάτο το μπολ σαν που το ηβάνουμε στο νερό για τα μπιφτέκια και το ηστραγγίζουμε. Όπως είναι το ηψιχουλιάζεις και το ηπίνει να πούμε και μετά το ηρίχνεις στον κιμά. 
Σκορδάκι μπόλικο και μαϊντανό ένα ματσάκι το ηπαίρνει, κρομμύδι όχι. Το παραδοσιακό σουτζουκάκι κρομμύδι δεν έχει και να μην τσι ακούς τι σε λένε.  Αλατάκι και πιπεράκι απέ το μύλο τα ητρίβεις, 
Άμα τα ηζυμώσεις απαλά και για πολλή ώρα, θα το αφήκεις κάμποση ωρίτσα να ηπάει η μυρουδιά παντού στον κιμά. Μα κιοφτέδες, μα μπιφτέκια, μα σουτζουκάκια, ό,τι ηφκιάσεις με τον κιμά, μην τα ηβάλεις αμέσως μπρος για τηγάνι και φούρνο. Και να ηξεύρης που θέλει απαλό ζύμωμα κι όσο πιο πολλή ώρα μπορείς, τόσο καλύτερο θα γένει! 
Όσο έχεις αφήκει τον κιμά, ηφκιάχνεις τη σάλτσα. Τριμμένη ντοματούλα φρέσκια, σκορδάκι, μαϊντανό, ελιές απέ τσι πράσινες, χωρίς κουκούτσια που είναι. Αλατάκι και πιπεράκι, το κύμινο, κομματάκι ζαχαρίτσα να μην είναι ξινή. Κανέλα ηβάνουνε πολλοί αμά κανονικά δεν πρέπει, στα σουτζουκάκια το κύμινο και μπόλικο πρέπει για να "ηκούγεται"
Τσιγαρίζεις με κομματάκι βουτυράκι το σκορδάκι και τσι ελίτσες, ρίχνεις και τα υπόλοιπα, τα ηφέρνεις βόλτα και μετά τη ντομάτα. 
Όσο βράζει, ηπλάθεις τον κιμά. Ηπαίρνεις όσο ένα κουτάλι τση σούπας απέ το μείγμα και το ησφίγεις ξανά απαλά και πολλές φορές στση χούφτα σου. Τα πλάθεις όσο το μικρό σου δαχτυλάκι και τα ηξεκουράζεις δέκα λεπτά πάλι πριν τα τηγανίσεις. Μισό λάδι, μισό βούτυρο, τα ηρίχνεις σε φωτιά δυνατή, ίσια να ροδίσουνε απ' έξω κομματάκι. Άμα τα αφήκεις να καλοψηθούνε, δεν ημπορούνε να ηρουφήξουνε τη σάλτσα μετά. Στεγνά και σκληρά ηβγαίνουνε, αυτό να το προσέχεις! 
Έτσι που ηβράζει στο χαμηλό η σάλτσα, τα αγκαλιάζει και περνά μέσα τσους. Το λαδάκι με το βούτυρο που ητηγανίστηκανε, το ηρίχνεις μέσα στον τέντζερη. Η μάνα μου τήνε ήκαμε τη σάλτσα μετά το τηγάνισμα, ήβανε τα σουτζουκάκια σε πιατέλα κι ήπαιρνε το λαδάκι τσους για τα τσιγαρίσματα. Αμά πιο πολλή ώρα σε παίρνει έτσι, ενώ άμα ηγίνουντε ταυτοχρόνως να πούμε, ητοιμάζεται γληγορότερα το φαγί. 

- Πες συμπεθέρα μου και για το πιλαφάκι που τα ζευγαρώνεις για! Πως το πετυχαίνει μπρε παιδιά, σπυρί σπυρί κι άσπρο σαν το χιόνι γένεται! 
- Το ρυζάκι το πλένω δυο τρία νερά και το ηστραγγίζω στο τρυπητό. Άμα το βάνω στο νερό που βράζει, ηρίχνω και κομματάκι γάλα μέσα. Μετά το περεχύνω σε στρώσεις με το φρέσκο το βουτυράκι και δεν το ανακατώνω με την κουτάλα να μη λασπώσει. Δυο φορές τον τέντζερη ηκουνάω πάνου κάτου και του ηβάνω πεσκιράκι των πιάτων και το καπάκι από πάνω. Αυτό, ηπαίρνει τσι ατμοί που το χαλνούνε και γένεται σαν λαπάς. 
Άμα ηβάνεις στον στόμα σου το σουτζουκάκι, δόντια δε σε χρειάζουνται για! Λιώνει κι ηγιομίζει ο ουρανίσκος ηδονή!




Καβανόζι - Πήλινο δοχείο για τουρσί 

Μακαράς - Κουβαρίστρα 

Αντέτι - Συνήθεια - έθιμο

Τουλούμπα - Αντλία 

Τουλουμπατζήδες - Πυροσβέστες 

Μάσαλλαχ - Ο Θεός να δώσει 

Γαλέτζες - Τσόκαρα 

Κατσιβέλα - Γύφτισσα



Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Ή τα φτιάχνεις όπως πρέπει ή μη τα ψήσεις καθόλου!



Ξαφνιάστηκε ο Σελετζίδης με την κομψή άγνωστη κυρία που ζήτησε να τον δει επειγόντως.
Σμυρνιά δεν ήταν, φάνηκε στην προφορά όταν του μίλησε, είχε όμως το ανατολίτικο ταμπεραμέντο. Του ζήτησε συγγνώμη που πήρε το θάρρος να τον επισκεφτεί και τον παρακάλεσε να ηρεμήσει και να την ακούσει προσεκτικά. 

- Όλα του τα είπα, ποια είμαι εγώ, ποιος ο γιος μου, πως  φεύγαμε εντός των ημερών για την Ελλάδα. Ξένη είμαι για σένανε κύριε αλλά θα σε μιλήσω όπως πρέπει, μια γυναίκα σαν τα κρύα τα νερά έχεις και την απαράτησες για μια πόρνη. Εκεί αυτός σηκώθηκε απάνου και με λέει δε σας επιτρέπω να μιλάτε έτσι για μια αξιοπρεπή κυρία! 

Σηκώθηκε και η Σουλτάνα αγριεμένη και χτύπησε το χέρι στο γραφείο. Αν δεν την άκουγε, δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει. Θα τον ενημέρωνε κι ας έκανε ό,τι τον φωτίσει ο Θεός. 

- Μια σταλιά κοπελίτσα μικρή μπήκα στη δουλειά κι εκείνη πολύ μεγαλύτερη πηγαινοερχούτανε. Απέ τα πολλά πασαλείματα δεν την φαίνουνται τα χρόνια της, πόσο σε είπε ότι είναι για; Τρέξε στην Πόλη να μάθεις, εγώ θα φύω αμά οι αδερφάδες και οι κουνιάδες μου είναι εκεί ακόμα. Όπως ξεγέλασε εσένανε έτσι γέλασε κι όλους μας, ακόμα και τις μεγαλοκυρίες του καλού κόσμου.  Εξαφανιζούτανε σε λέω και το είχε στήσει στα Ταταύλα, χαμπάρι ποιος να τήνε έπαιρνε;  Το λιγότερο δεκαπέντε χρόνια σε ρίχνει κι έχεις τη γυναίκα σου μπουμπούκι σωστό. Να ήτουνε έρωτας δε θα σε μιλούσα, κομμάτι δύσκολα αποτραβιέσαι, αμά επάγγελμα το 'χει σε λέω! Άμα την πεις που σε τελειώσανε οι παράδες να διεις που θα γένει καπνός. Συμπάθα με που ήρτα και στα είπα, τα πεθερικά και η γυναίκα σου δεν ξέρουνε τίποτα. Είναι κρίμα όμως κοτζάμ λεβέντης να στα φάει και να μείκεις στον άσσο. Γιατί αυτό θα γένει και να με θυμάσαι. 

Έφυγε με το κεφάλι ψηλά, αφήνοντας εμβρόντητο το Σελετζίδη. Του είχε πουλήσει το παραμύθι της, την πίστεψε, ξελογιάστηκε, χάλασε το σπίτι του. 

- Εμ! Βρίσκουνε και τα κάνουνε οι άτιμες! Έτσι κι ο πατέρας μας έμεικε μ' ένα ρούχο, τις είχε χρυσώσει. Τόνε ξίνιζε η μάνα μας που ήτουνε νοικοκυρά και του σπιτιού. Και καλοβαλμένη ήτουνε κι ομορφογυναίκα και καλή, άτυχη όμως πολύ... 

Δυο μέρες πριν φύγουν για την Αθήνα ήρθαν τα ευχάριστα νέα. Ο γαμπρός πήγε στης πεθεράς του φορτωμένος με δώρα και συγνώμες. 

- Δόξα τω Θεό καλά μας ήρτανε όλα! Θα ήτουνε και κρίμα να χαλάσει το σπίτι τους για δαύτηνα. Μπήκανε σε μια σειρά τα πράματα, κάνανε κι ένα παιδάκι ακόμα. Η Αγλαίτσα μου σαν κόρη μου είναι, τι να σε πω. Όλο με φέρνει πράματα και την λέω μπρε αγάπη μου γιατί ξοδεύεσαι, απ' όλα έχω για! Τι ρόμπες, τι μπλούζες, τι νυχτικές, γιομάτη είμαι! Αμά κι εγώ βέβαια πάντα τήνε πρόσεχα και με τα χέρια μου φορτωμένα πήαινα. Και να σε πω, έπαιρνα λόγια με τρόπο τι σκόπευε να ψουνίσει και τσουπ της το αγόραζα! Εκεί να διείς χαρές και γέλια! Τώρα πια δεν πολυβγαίνω στα μαγαζιά όπως παλιά, πάω μια και ψουνίζω για όλους, τα εγγόνια παράδες θέλουνε να παίρνουνε ό,τι τους αρέσει, τις φίρμες, ξέρεις. Ρούχα και λούσα τόσα πολλά τι να τα κάνω, οι ντουλάπες μου δεν τα χωρούνε. Και στην κόρη μου τα ίδια λέω, όπως και στη νύφη μου, ψουνίστε σεις που είστε κοπέλες, εγώ ακόμα αφόρετα έχω... 

Ο μπακλαβάς ήταν όντως πολύ νόστιμος. Μυρωδιά φρέσκου βουτύρου, κανελογαρίφαλου και μελιού. 

- Μέλι έβαλες κυρία Σουλτάνα; Υπέροχος είναι! 

- Μέλι για! Είδες που σε είπα θα σε πω το μυστικό; 
Φρέσκο καλό βούτυρο ζεστούτσικο για τα φύλλα, τα πιο λεπτούτσικα που θα βρεις. 
Για τη γέμιση θα βάλεις αμύγδαλα και μπόλικο φυστίκι της Αιγίνης,λίγο καρυδάκι, όλα περασμένα στον κόφτη, ξέρεις. 
Θα ρίξεις ένα κουταλάκι κανέλα, μισό γαρίφαλλο και μια σταλίτσα μπαχάρι. 
Βουτυρώνεις το ταψί κι ένα ένα τα φύλλα, αμά πρόσεχε να είναι χλιαρούτσικο το βουτυράκι, στη χαμηλή φωτιά το'χεις, μη σε παγώνει. 
Αφού βάλεις τα μισά φύλλα, ρίχνεις τη γέμιση και τα άλλα από πάνου, τα ξέρεις αυτά. 
Μετά το περνάς κι από πάνου με το βούτυρο και το χαράζεις, αμά να μη φτάσει στον πάτο το μαχαίρι. 
Σε κάθε κομμάτι, βάζεις κι ένα μοσχοκάρφι στο κέντρο. 
Αφού κοντεύει να ψηθεί, ετοιμάζεις το σορόπι του, αμά όχι ζάχαρη με νερό, μέλι καλό θυμαρίσιο. 
Ρίχνεις κι ένα μασούρι κανέλα, τρία μοσχοκάρφια και κομμάτι λεμονάκι που πρέπει στο σορόπι και το ξαφρίζεις. 
Αφού πάρει λίγη βρασούλα, σβήνεις τη φωτιά και βγάζεις τα μπαχάρια και μόλις γένει το γλυκό και κρυώσει κομμάτι το περεχύνεις. 
Θέλει προσοχή και υπομονή άμα το σοροπιάζεις, λίγο λίγο και παντού να πάει, μη λασπώσει και μη χαλάσουνε τα φύλλα του.

- Εδώ το ψήνουνε και με το λάδι, πρώτη φορά είδα λάδι στα γλυκά, τι νοστιμιά να 'χει για; Μπακλαβάς, καντείφι, σαραγλί, σάμαλι, ό,τι γλυκό ψήσεις με το βούτυρο γένεται.
Και στις πίτες, στα φύλλα, το ίδιο. Κι αυγουλάκια να τηγανήσεις, τι, μες στη λαδίλα να είναι για; Απαπαπαπαπα! 
- Είναι πιο υγειινό, το βούτυρο είναι βέβαια νόστιμο αλλά δε γίνεται να επιβαρύνεις τον οργανισμό συνέχεια. Κι εσύ κι η αδερφή σου, βούτυρο λέτε μόνο το φρέσκο που είναι ολέθριο για την υγεία όμως... 
Στραβομουτσούνιασε η Σουλτάνα και γέλασε πονηρά η Ανθούλα.

- Σώπα καλέ! Το φαί είναι μεγάλη απόλαυση και τα γλυκά το ίδιο. Ή τα φτιάχνεις όπως πρέπει ή μη τα ψήσεις καθόλου!

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Εσύ θα 'βρεις άλλο κορόιδο να μασάς!


Πέρασε με το έτσι θέλω στο σπίτι. Δίπατο, με πολυτελή επίπλωση, μύριζε το οικείο ακριβό άρωμα της "καθώς πρέπει δεσποινίδος" που περιποιόταν κάποτε στο κομμωτήριο. 
Η Φιλιώ φορούσε μεταξωτή γαλάζια μακριά ρόμπα κι ασορτί νυχτικό με δαντέλες. Τα μαλλιά της μπουκλάτα και λυτά έπεφταν στους ώμους, τα κοσμήματα στόλιζαν λαιμό και χέρια. Το μόνο που ήθελε η Σουλτάνα εκείνη τη στιγμή ήταν να της ρίξει ένα γερό χέρι ξύλο.

- Πάνε πολλά χρόνια Φιλιώ που έχομε να ειδωθούμε. Να σε πω την αλήθεια δεν έχεις αλλάξει και πολύ, λουσάτη κι αρωματισμένη όπως πάντα σε βρίσκω, μια χαρά κρατιέσαι! 
- Πως βρέθηκες εσύ εδώ από την Πόλη Σουλτάνα και τι δουλειά έχεις μέσα στο σπίτι μου; 
- Το σπίτι σου; Ο μπαμπάς σου κληρονομιά σε το άφησε; Πρόσεξε καλά, θα σε πω το πως έφτασα ως εδώ αμά κι εσύ θα με τα πεις όλα. Κι όταν σε λέω όλα, τις αλήθειες εννοώ. 

Προσπάθησε να τα μπαλώσει η Φιλιώ. Της είπε μια δακρύβρεχτη ιστορία, ότι έχασε την περιουσία της στα χαρτιά κι έμεινε χωρίς εισοδήματα. Ερωτεύτηκε αυτόν τον άνθρωπο χωρίς να ξέρει ότι ήταν παντρεμένος κι όταν το έμαθε ήταν πλέον αργά. Η Σουλτάνα δεν πίστεψε ούτε μια λέξη της και της το είπε. 

- Αλήθεια λέω Σουλτάνα, εσύ με γνωρίζεις εδώ και χρόνια, θυμάσαι να έδωσα ποτέ δικαίωμα σε κανέναν; 

- Που τα πουλάς αυτά μωρή; Για τόσο χαϊβάνι με πέρασες που θες να σε λυπηθώ κιόλας; Ποιος έμαθε ποτέ πούθε κρατάει η σκούφια σου και ποια τα γεννοφάσκια σου; 
Τόσες κυρίες τα συζητούσανε μπροστά μας ότι η καταγωγή σου ήτουνε άγνωστη. Ποιος είναι ο εφοπλιστής μπαμπάς σου που κανένας δεν εγνώριζε; Που ζούσες στην Πόλη  και  κανένας δεν ήξερε; Μπερδεμένα τα 'λεγες κι όλο πως πας ταξίδια και λείπεις καιρό για να θολώνεις τα νερά. Αμ, ο Θεός αγαπά τον κλέφτη μια, αγαπά πιο πολύ το νοικοκύρη όμως! Ξεχνάς που σε είδαμε να ψουνίζεις τα πρόστυχα που μόνο του δρόμου τα γύναια τα φορούνε; Ξεχνάς κείνα τα ποδόλουτρα συνέχεια και τις χαλάουες που σου 'κανα μπα και δεν είναι τα ποδάρια σου στην εντέλεια; Και το ΄παιζες και ηθική και κόρη τίμια. Και να σε πω, δικαίωμά σου να κάνεις όπως θέλεις στη ζωή σου, αμά τον παντρεμένο άθρωπο που ζεις μαζί του και τον ρουφάς το αίμα, να τόνε στείλεις πίσω στην οικογένειά του. Εσύ θα 'βρεις άλλο κορόιδο να μασάς! 
Και διες πως τίποτε δε μείσκει κρυφό σε τούτη τη ζωή, σε συναντάω για δεύτερη φορά απέ τα ψούνια σου. Τη μια στα εσώρουχα και την άλλη στις τουαλέτες σου. 
Και μη νομίζεις πως ήρτα να σε φοβερίσω απλά, θα μάθω καλά το ποιόν σου και θα τα πω όλα στον Σελετζίδη. Κάτι με λέει ότι τον έχεις πουλήσει παραμύθι, φαχισέ* της καλής κοινωνίας!


Χτύπησε με δύναμη την πόρτα πίσω της κι έφυγε αναψοκοκκινισμένη η Σουλτάνα. Ακόμα δε μπορούσε να χωρέσει το μυαλό της όλα όσα έγιναν. Σε δυο μέρες θα πήγαινε με τον  Ιάκωβο στην Πόλη για κάποιες δουλειές του και θα περνούσε κι εκείνη από όσους συγγενείς είχαν μείνει ακόμα εκεί. Πήρε για όλους δώρα καλά, υφάσματα, αρώματα, πομάδες, εσάρπες, μπούστα με δαντέλες και μεσοφόρια.  Η Φωτεινή και η Ανθούλα ήταν στην Ελλάδα, η Αθηνά κι ο Θόδωρος ήταν άγνωστο πότε θα πήγαιναν. Οι κουνιάδες της ήδη το είχαν αποφασίσει, θα πουλούσαν πρώτα τα σπίτια τους για να έχουν ένα γερό κομπόδεμα στη νέα πατρίδα. 
Το πρώτο που έκανε η Σουλτάνα, ήταν να περάσει από την παλιά της γειτονιά και το δρόμο που ήταν το μαγαζί του ανδρός της και το κομμωτήριο. Και τα δυο σε άλλα χέρια, άγνωστα. Σφίχτηκε η καρδιά της και δάκρυσε. Πήγε με λουλούδια στο νεκροταφείο να δει τους τάφους του Γιώργου και της πεθεράς της. Έμεινε αρκετά κι έκλαψε το χαμό τους, παραπονέθηκε στον άντρα της πως δε θα τον είχε πλάι της στις χαρές του γιου τους. Η πρώτη μέρα αφιερώθηκε στα αδέρφια και τα ανίψια της και την επόμενη θα πήγαινε στις κουνιάδες της. 

- Πήγα στης Ζωίτσας και ήτουνε κι η Λαμπρινή εκεί. Τα μιλήσαμε για τον Ιάκωβο, είπα και τα προβλήματα που είχανε τα συμπεθεριά. Όταν είπα για την ερωμένη του, η Ζωή αναστέναξε και με είπε ότι έτσι χάλασε πριν πολλά χρόνια και το σπίτι του ένας αξάδερφος του κουμπάρου τους. Πέντε σοκάκια πιο πάνω έμενε αυτή και την πλέρωνε τα νοίκια και τα λούσα της, με το δάχτυλο τήνε δείχνανε. Ψηλή και λεπτή με τρόπους καλούς κι ευγένεια, ντυμένη ακριβά, πλέρωνε χωρίς παζάρια τα καλύτερα. Κανείς δεν ήξερε από που ερχούτανε και που έβρισκε τόσοι παράδες. Στο σπίτι της που και που μπαίνανε διάφοροι καλοντυμένοι με αμάξια ακριβά και δυο αθρώποι την υπερετούσανε, στις δουλειές και τα ψούνια. Με τη γειτονιά σχέσεις δεν είχε, μια καλημέρα κουρού κουρού* κι αυτήνε άμα τηνε λέγανε πρώτα οι γειτόνοι. 

Ο κόσμος έχει μάτια παντού, μέρα και νύχτα. Άρχισαν τα κουσέλια στα σοκάκια και μια μέρα που γύρισε φορτωμένη πακέτα έγινε καβγάς μεγάλος στην πόρτα της.
Πίσω απ' τις κουρτίνες που παρακολουθούσαν οι γειτόνισσες, είδαν δυο γυναίκες να της ορμάνε και να τη μαυρίζουν στο ξύλο. Ήταν η σύζυγος με τη μάνα της που την ξεμάλλιασαν. Δεν πέρασε η βδομάδα κι εκείνη έφυγε αξημέρωτα και δεν την είδε κανείς από τότε. 
Καρφώθηκε στο μυαλό της Σουλτάνας ότι αυτή πρέπει να ήταν η Φιλιώ. Η περιγραφή ταίριαζε απόλυτα, όμως όνομα η Ζωίτσα δεν ήξερε. 

- Δεσποινίς Εξάρχου τηνε ξέρανε όλοι. Σε είπα, δεν είχε κουβέντες με κανένανε, αμά το επίθετο το είχε δώκει ο μικρός που παράγγελνε τα ψούνια του σπιτιού. 
- Φιλιώ τήνε λένε μπρε Ζωίτσα μου και κόβω το κεφάλι μου που είναι αυτή η αρσίζα. Ερχούντανε στο κομμωτήριο και φκιαχνούντανε συνέχεια και ξέρω πως είναι και κάτου απέ τα ρούχα της. Και γόβες ακριβές με αγκράφες απέ μας ψούνιζε, αμά όταν παντρευτήκαμε με τον αδερφό σου δεν τήνε πέτυχα ποτές στο μαγαζί, δεν επήαινα και συνέχεια βλέπεις...


Η Λαμπρινή, μέχρι εκείνη την ώρα κουνούσε απλά το κεφάλι κι έβριζε την αμορόζα του Θανάση που "τους χώρισε". 
 - Τον άντρα σου εσύ τον έδιωξες με τον κακό σου χαραχτήρα και μην τα συγκρίνεις! Η Ειρήνη είναι κυρία και καμιά σχέση δεν έχει με τις κοκότες! Ας είχες τα μυαλά σου στη θέση τους ζεβζέκα! 
- Όλες αυτές οι αρσίζες ίδιες είναι, έτσι κι εμένα με πήρε τον άντρα μου η παλιοβρόμα! Κι όσο γι' αυτήνε που λέτε τήνε ξέρω. Την έβλεπα καμιά φορά που πήαινα στο μαγαζί  και το 'χαμε κάνει και κουβέντα με το Γιώργο. Και στο κομμωτήριο και στα γύρω μαγαζιά τήνε έβλεπα που έμπαινε. 
- Μπρε, γιατί δε μιλάς τόση ώρα; Αυτή είναι, πάει και τέλειωσε, η Φιλιώ!  

Έτσι ήταν πάντα η Λαμπρινή όσον αφορούσε τα προβλήματα του κόσμου. Άκουγε, παρακολουθούσε τα πάντα και στο τέλος άνοιγε το στόμα της. 
Ακούστηκε, ότι πριν λίγα χρόνια σε μια βίλα στο Βόσπορο, οργάνωνε ο πλούσιος ιδιοκτήτης της ανατολίτικες βραδιές, με ναργιλέδες και χορούς οριεντάλ. Λίγοι κι εκλεκτοί απολάμβαναν τη λυγερόκορμη κοπέλα με το χρυσό φερετζέ να λικνίζεται μπροστά τους και μετά  χάνονταν στα πάνω δωμάτια. Κάποιος μεγαλέμπορος που σύχναζε εκεί, είχε πει ότι ήταν η καλύτερη φίλη της Φιλιώς, που του είχε φάει μια περιουσία.
Η Λαμπρινή αναστέναξε. 
- Αχ! Δείξε με το φίλο σου να σε πω ποιος είσαι, καλά τα λέανε οι παλιοί... 
- Και πως ήξερε ότι ήταν κολλητή της Φιλιώς, κυρία Σουλτάνα, μαζί τις είδε; 
- Ναι για! Πήαινε κι αυτή στη βίλα, εκεί τήνε γνώρισε. Ίδιες στην κοψιά ήτουνε, μόνο που η Φιλιώ ήτουνε κομμάτι της αριστοκρατίας! Αφού τους κορόιδευε όλους η αρσίζα! Η άλλη πήαινε με παραλήδες κι ας ήντουνε και  βόδια,  αρκεί να είχανε την πορτοφόλα φουσκωμένη. Η Φιλιώ ήθελε μορφωμένους και με διπλώματα, λες και για να γένει η κακιά δουλειά χρειαζούτανε πτυχίο! Χα χα χα! Τους επούλαε μούρη με τα τούτα κι εκείνα, ήτουνε η αλήθεια και πολύ κατατοπισμένη στα πάντα να πούμε, κι αυτοί επέφτανε στη λούμπα! Όπως και να το πεις, άλλο να τήνε πάρεις απέ τους μαχαλάδες που τις βρίσκεις με την οκά να ψουνίζονται και τις έχουνε περάσει όλοι κι άλλο να βάλεις στο κρεβάτι σου μια που δείχνει καθώς πρέπει κι ας μην είναι. Κοκορεύεσαι και στις φίλοι και τήνε κυκλοφορείς και δε γένεσαι ρεντίκολο άμα ανοίγει τον στόμα της. Η ουσία βέβαια, ίδια είναι, πόρνη η μια, πόρνη κι η άλλη. 

Μπούκωσε τη Μυρτώ μ' ένα κομμάτι σαλάμι και συνέχισε. 
- Δυστυχώς, κανείς δεν ξέρει τι τόνε περιμένει σ' αυτή τη ζήση. Η γυναίκα να μη ξενοιάζει ποτές της και να έχει πάντα τα μάτια της ανοιχτά, τον άντρα της πρέπει να τόνε βλέπει σαν ερωμένο πάντα. Πως πας να διεις τον φίλο σου και βάνεις τα καλύτερα και μπανιαρίζεσαι και σενιάρεσαι για να σε βλέπει όμορφη και να σε λιμπίζεται; Θαρρείς που άμα βάλεις την κουλούρα έδεσες το γάιδαρό σου; Όχι βέβαια, η επιτήδεια πάντα παραμονεύει να τόνε γραπώσει. Κι εκεί θα  χαλαλίσει και τις παράδες του, για τήνε βλέπει στολισμένη και να τήνε χαίρεται. Άμα η νόμιμη είναι αδιάφορη, πάει, το 'χασε το παιχνίδι.
Σε τρεις μέρες χτύπησε πάλι την πόρτα της. Αυτή τη φορά η Φιλιώ ήταν προετοιμασμένη και προσπάθησε να την καλοπιάσει, το Σελετζίδη δεν σκόπευε να τον αφήσει, Η Σουλτάνα της είπε όλα όσα έμαθε και την απείλησε ότι θα πάει προσωπικά να του τα πει. Εκεί η Φιλιώ κατάλαβε ότι θα έχανε το παιχνίδι, είχε στοιχεία αδιάψευστα, ήταν αποφασισμένη και κινδύνευε να χάσει το φουσκωμένο πορτοφόλι. Αποφάσισε να μην υποχωρήσει, χαμένη ήταν έτσι κι αλλιώς. 
- Κακό της κεφαλής σου Φιλιώ, δε θέλω να σε διω ποτέ ξανά μπροστά μου, βρομοθήλυκο! 

Το μεσημέρι τη βρήκε να κάθεται στο γραφείου του Σελετζίδη. Όλα θα τέλειωναν εκείνη τη μέρα κι ο Θεός να έβαζε το χέρι του.



Φαχισέ - Πόρνη 

Κουρού - Ξερά