Στην πρώτη άδεια που πήρε ο Γιάννης, έγινε η βάφτιση της κόρης τους. Ο σταυρός και τα ρούχα, διαλεγμένα με το γούστο της Σωσώς, έκαναν το Σταμάτη νονό από τους λίγους, όπως είπαν όλοι.
- Τέτοια βάφτιση, τι να σε λέω! Κείνα τα ρούχα, άσπρα σαν το γάλα με ασημοκλωστές κεντημένα, ο σταυρός πολύ ωραίος, μεγάλος και βαρύς, όλα πολύ ωραία ητανάνε! Η Σωσώ, αφού το μωρό βαφτίστηκε, το πέρασε ένα μενταγιόν μαλαματένιο απάνου απέ το σταυρό, με θαλασσιές χάντρες μεγάλες! Χώρια που την είχε ψουνίσει κι ένα σωρό άλλα πράματα, κανείς δεν τα περίμενε όλα αυτά! 'Ολοι να πούμε στην εκκλησία αυτό λέγανε, διέτε νουνό αμά και νουνά!
Φεύγοντας ο Γιάννης, άφησε πίσω την Ανθούλα πάλι με το σπόρο του στην κοιλιά. Ο δρόμος για το γιατρό ήταν γνωστός, τον πήρε με την κουνιάδα της που τη συνόδευσε...
- Ίσαμε να τελέψει με το στρατιωτικό του, άλλες τρεις φορές έμεικα έγκυος και φοβούμουνα μη και το μάθουνε οι αδερφάδες μου! Τον τελευταίο χρόνο, με μήνυσε που τόνε βρήκε μια καλή δουλειά ένας απέ κει και θα πιάναμε ένα σπιτάκι να μείκουμε πια μονάχοι μας. Τα είπα τη Σουλτάνα και η αλήθεια πολύ χαρά μ' έκαμε!
- Άιντε, καιρός πια ητανάνε! Να βρούμε ένα σπιτάκι να μείκετε με το παιδί σαν αθρώποι, να 'χεις το δικό σου νοικοκυριό και κανένανε απάνου απέ το κεφάλι σου! Σ' έχω ένα σωρό πράματα, να μπείτε και να τα χαρείς τζιέρι μου!
Βρήκαν σπίτια ωραία με δυο δωμάτια και κουζίνα, όμως τα ενοίκια ήταν ακριβά. Τελικά βολεύτηκαν σ' ένα ημιυπόγειο, που είχε πίσω αυλή ευρύχωρη με δυο δεντράκια.
- Εβάλαμε τα πράματά μας μέσα, στράβωσε η Σουλτάνα κι έσουρνε ένα σωρό λόγια βέβαια, αμά η αυλίτσα του ητανάνε τόσο ωραία που δε σ' έκανε καρδιά να φύγεις. Αρχίνισε τα μαστορέματα ο Γιάννης, καρέκλες, τραπέζι μεγάλο και γλαστρούλες πολλές γύρω γύρω. Νοικοκύρης απέ πάντα ητανάνε, τόνε βλέπεις και μέχρι τα τώρα που δεν περνάει μέρα να μη σιάξει το ένα και το άλλο. Στο χρόνο απάνου, μείσκω πάλι έγκυος!
- Αμάν πια, τι κακό κι αυτό!
- Η αλήθεια έπιανα πολύ εύκολα παιδιά, αμά ίσια με τα οχτώ που μπήκε η κόρη μου, κανένα δεν εκράτησα... Την αφήναμε στης πεθεράς μου κι όλη μέρα στη δουλειά, πού για άλλο να κάνουμε... Αναμεταξύ, τα μάθανε κι οι αδερφάδες μου απέ μια φίλη μας που την είχα πει ότι έκαμα εκτρώσεις και το τι γένηκε δε φαντάζεσαι...
Άστραψαν και βρόντηξαν οι κοπέλες και με το δίκιο τους! Έγινε με το Γιάννη μεγάλος καβγάς, η Σουλτάνα τον φώναζε φονιά...
- Κακός χρόνος σου και μαύρος! Τι είναι όλα αυτά μπρε, τήνε σακάτεψες, δεν το καταλαβαίνεις; Να πω σαν γυναίκα που έμεικε μια, άιντε δυο φορές στη ζωή της και δεν το κρατήσατε, πάει στα κομμάτια! Τι χάλια είναι αυτά, με λες; Μόνο το κέφι σου σε νοιάζει να κάμεις κι άλλο τίποτις, δεν τήνε σκέφτεσαι; Κι εσύ μπρε παλαβή, στόμα δεν έχεις να τον μιλήσεις, να τον πεις να προσέχει, ε; Σκολνάει και μόλις μπει στο σπίτι και βγάλει το ζακέτο του εσύ έτσι από μακριά πιάνεις παιδί; Τι φαρμάκια μας έχετε ποτίσει, που μαύρη ώρα και στιγμή που τόνε πήρες! Άλλη φορά κακομοίρα μου αν γένει, θα σας σκοτώσω και τοις δυο, ακούς;
Έγινε όχι μόνο μία ακόμα αλλά πολλές φορές. Η Ανθούλα πήγαινε κρυφά στο γιατρό και λέξη δεν είπε ξανά σε κανένα. Είχε συνηθίσει πλέον αυτή την τακτική, τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο, μέχρι που το κακό έγινε...
- Είχαμε πάει ένα βραδάκι περίπατο, όλες οι αδερφάδες με τοις γαμπροί και τα παιδιά. Ητανάνε ένα ωραίο καζινάκι κι απόξω είχε άπλα για να παίζουνε τα παιδάκια και να κάθουνται οι γονιοί ξέγνοιαστοι να πούμε. Πριν τρεις με τέσσερις μήνες, είχα πάει πάλι στο γιατρό που δεν ήθελε πια να με αναλάβει. Με είπε, τελευταία φορά σε καθαρίζω, ζημιά μεγάλη κάμεις στον εαυτό σου και μπορεί να πεθάνεις! Εγώ, στο μήνα απάνου ήμουνα γιατί με το πρώτο που καταλάβαινα έτρεχα αμέσως! Κει που καθούμαστανε λοιπόν και πίναμε πορτοκαλαδίτσα, με πιάνει ένας πόνος στην κοιλιά, τι να σε πω! Λέω το Γιάννη με τρόπο, πονάω πολύ σάμπως και να με σφάζουνε με μαχαίρια! Ίσαμε να τον πω και να με πει κρυφά, με ζώνει ένας μεγαλύτερος, στα δυο διπλώθηκα και μπήζω τη φωνή!
Ποτάμι το αίμα και η Ανθούλα να σφαδάζει. Ο Γιάννης φώναζε για σκωληκοειδίτιδα κι η Σουλτάνα του όρμησε σε έξαλλη κατάσταση!
- Τι σκωληκοειδίτη λες μπρε αδικιωρισμένε; Δε βλέπεις το αιμόρραγο; Έτσι και πάθει τίποτις, ετοίμασε τον τάφο σου!
Πέντε ώρες στο χειρουργείο κι η αγωνία να τους λούζει με κρύο ιδρώτα και τρεμούλες. Ο όγκος στη σακατεμένη μήτρα της ευτυχώς ήταν καλοήθης και η εικοσιτριάχρονη κοπέλα θα ζούσε γερή και δυνατή αν πρόσεχε. Γαμπρό και κουνιάδες τους άκουσε όλο το νοσοκομείο...
- Απέ κει και πέρα, έμεικα έγκυος πάλι, ούτε συζήτηση να το έριχνα. Αναμεταξύ, γένηκε μεγάλο πατιρντί με το Γιάννη!
Αργούσε ο άντρας της τον τελευταίο καιρό, τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Δουλίτσα είχαν και το αφεντικό τον κρατούσε λίγο παραπάνω. Η Ανθούλα που ήταν αφελής, δεν έβαλε κακό με το μυαλό της. Αντίθετα, έκανε μεγάλη χαρά.
- Γιάννη, θα σε δώκει παράδες πιο πολλοί, ε; Ας είναι, δόξα τω Θεώ! Έλα, θα σε ζεστάνω νερό να βάλεις τα πόδια σου κομματάκι να τα ξεκουράσεις μπρε άντρα μου, αμά να βάλεις πρώτα μια βούκα στον στόμα σου! Κιοφτέδες ωραίοι με πατατούλες τηγάνισα, έφαε και το παιδί μπόλικοι!
- Δεν πολυθέλω μπρε γυναίκα... Μας έφερε ο αφεντικός σουγλάκια και φάγαμε, δυο τρεις βούκες μόνο θα βάλω στον στόμα μου...
- Να ΄ναι καλά ο χριστιανός!
- Να σε πω, αύριο που δε θα μείκω παραπάνω, να με ζεστάνεις νερό να μπανιαριστώ κομμάτι...
- Να ΄ναι καλά ο χριστιανός!
- Να σε πω, αύριο που δε θα μείκω παραπάνω, να με ζεστάνεις νερό να μπανιαριστώ κομμάτι...
- Να μπανιαριστείς; Τι λες μπρε άντρα μου, τι σε ήρτε πάλι μέρα Τετάρτη να πλυθείς ολόκληρος; Πόδια πλένεις κάθε μέρα, τα χέρια σου ίσια με τοις ώμοι και τις αμασχάλες σαπουνίζεις, το σβέρκο σου, ρούχα αλλάζεις, καθαρός είσαι για! Τα Σάββατα πάντα λουτροκοπανίζεσαι, νέο σκέδιο είναι τώρα ετούτο;
- Ωχ κι εσύ, έτσι με ήρτε, θέλω να κάμω ολόσωμο μπάνιο! Την Πέμπτη να ξεύρεις, θα αργήσω πάλι στη δουλειά...
- Καλά... άιντε κι έχω να βάλω και πλύση αύριο...
Ένα μεγάλο κομμάτι μοσχαρίσιο κρέας και δυο χοντρά κόκαλα έβραζε η Σουλτάνα στο μεγάλο τέντζερη για να κάνει σούπα. Το μεδούλι ήταν δυναμωτικό κι έδινε μεγάλη νοστιμιά στην κρεατόσουπα. Έκοβε το σέλινο και τα καρότα, όταν άκουσε την Αρχοντούλα να τη φωνάζει. Ήταν η νύφη τους, η γυναίκα του Θοδωρή του αδερφού τους, καλή γυναίκα, νοικοκυρά και ήσυχη.
- Μπρε καλώς τη νύφη μου! Έλα να πιούμε καφεδάκι, τα ζαρζαβάτια να ρίξω στην κρεατόσουπα και να τα πούμε με την ησυχία μας! Κάτσε τζιέρι μου να σε διω κομμάτι που δεν πρόκαμα να σ' έρτω!
Τι καλά ψούνισες Αρχοντούλα μου; Α! Μπρε συ, τι ωραίο φόρεμα είναι αυτό, με γεια σου! Καλή η μοδίστρα τελικά, ε; Η αξιοσύνη της φαίνεται απέ τις ραφές και τα στριφώματα! Α! Κι οι κάλτσες ωραίες είναι, πολύ τις αγαπώ με τη ραφή, αμά θέλει τα χέρια υγρά άμα τις βάνεις για να στρώνουνε! Έτσι και σε ξεφύγει η γραμμή τους, πάει, ένα χάλι μαύρο γένουνται! Μα δε με λες, έχεις τίποτις εσύ; Σάμπως και σε βλέπω κομμάτι σεκλετισμένη, για με φαίνεται;
- Πολύ συγχυσμένη είμαι Σουλτάνα μου, πάρα πολύ...
- Τι γένηκε μπρε, μπα κι ο αδερφός μου σε στεναχώρεσε; Έλα, πες με και θα διεις που θα τόνε μαλώσω εγώ!
- Όχι, όχι, δε μ' έκαμε τίποτις εκείνος, άλλο πράμα με σύγχυσε πολύ. Δεν ξεύρω και πώς να σε το πω μπρε κοκόνα μου, αμά θα πρέπει για να διούμε τι θα γένει... Ο αδερφός σου τίποτις δεν ξεύρει, φοβούμαι μη και πιαστούνε με το Γιάννη...
- Με το Γιάννη της Άνθως; Τι έκαμε που να μη σώσει ο γαμπρός; Πες με μπρε Αρχοντούλα, μη με σκας για!
- Ε, να... Όπως έβγαινα απέ το σπίτι της αδερφής μου χθες που πήγα να τη διώ κομμάτι, τόνε είδα αγκαζέ με μια... Θεός φυλάξοι...
- Τι είπες; Πού τόνε είδες, πώς τόνε είδες;
- Ντυμένος στην τρίχα αυτός, με την κουστουμιέρα του και το καπέλο του κι αυτή μια παρδαλή φκιασιδωμένη σαν τη σαντέζα με μαλλί πολύ ξανθό πιασμένο ψηλά, τι να σε λέω... Σαν γιαβουκλού του τήνε κράταε, χαχάνιζε αυτή και τον έκαμε ούλο γλύκες κι επήρανε το δρόμο για τη θάλασσα... Αχ!
- Τι με λες μπρε Αρχοντούλα; Μπα που κακή μέρα να τόνε βρει τον αδικιωρισμένο! Κομμάτια θα τόνε κάμω, που δε θα βρει ο παπάς να θάψει! Με την κοιλιά εκεί η Άνθω κι αυτός γκομενιάζει; Αμ, δεν αλλάζει ο άθρωπος, πρώτα τον βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι! Και να πεις που δεν της τα έλεγα της σερσέμας; Μπρε τι πάθαμε! Και δε με λες, μπα και την ξεμονάχιασε, είδες που επήγανε; Πες με μπρε νύφη μου και θα μ' έρτει ταμπλάς, που κακό χρόνο να 'χει!
- Τι να σε πω... Τήνε πήε ρομαντζάδα και κάτσανε αγκαλιά... Στον στόμα τήνε τάϊζε κι ούλο τζιλβέδες ητανάνε... Άλλο τίποτες δεν ξεύρω, επήρα τέτοια ταραχή που εγύρισα τα μπρος πίσω στης αδερφής μου κι ήπια κομμάτι νερό να συνέλθω... Πώς να το κρατούσα τέτοιο πράμα μυστικό, με λες; Τήνε λυπούμαι κι αυτή την Άνθω, κρυφά δε μείσκουνε αυτά και στην κατάστασή της μη και τη βρει κάνα κακό τη δύστυχη, με καταλαβαίνεις πώς σε μιλάω...
Η Ανθούλα άκουσε αγριεμένη τη Σουλτάνα να τη φωνάζει, ενώ χτυπούσε την πόρτα τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα την έσπαγε.
- Τι ταραχή επήρα κείνη τη μέρα! Μ' έβαλε να κάτσω για να με τα πει και με λέει μάζωχτα, πάρε και το παιδί και πάμε σπίτι μου, το λαιμό του να πάει να κόψει αυτός! Εγώ πάλι, πώς να έκαμνα τέτοιο πράμα, έτσι παρατούνε σπίτι κι άντρα και φεύγουνε; Την λέω, μπρε είναι σίγουρη που ητανάνε ο Γιάννης; Καπέλο και κουστουμιέρα εφόραε σε είπε, κείνος φεύγει με τα ρούχα τα απλά και πάει στη δουλειά κι έτσι γυρίζει. Διε τα ρούχα του τα καλά, στη ντουλάπα είναι!
Η Σουλτάνα ήταν ανένδοτη. Ειδοποίησε τη νύφη τους που την περίμενε σε μια γειτόνισσα και της τα είπε κι εκείνη.
- Με το μέλι στα μούτρα της ητανάνε η Αρχοντούλα! Χα χα χα χα!
- Το μέλι;
- Ναι για! Κείνη η γυναίκα που έμεισκε κοντά μου, έκαμνε τις ομορφάδες της όταν επήε η νύφη μας απέ κει. Φυσικά δεν την είπε που είχαμε πατιρντί στο σπίτι, επήε και καλά βίζιτα να τη διει. Τήνε έβαλε κάτου και τήνε πασάλειψε με το μέλι και το δεντρολίβανο!
- Α! Για πες!
- Έβραζε ίσια με δυο χούφτες φρέσκο δεντρολίβανο, με κομματάκι νεράκι βρόχινο. Τα νερά της βροχής, όλες τα μαζώχναμε σε καθαρά κουβαδάκια. Για το λούσιμο και για το πρόσωπο δεν υπάρχει καλύτερο, να το ξεύρεις αυτό! Αμά το πολύ ίσια με την άλλη μέρα θα πρέπει να το μεταχειριστείς, μετά δεν κάμνει τίποτις.
Αφού έμεισκε χωρίς υγρά, το έβανε στο τουλπάνι και το έστιβε καλά καλά και βάσταε το πηχτούτσικο κι έτσι ζεστούλι το ανακάτωνε με μέλι καλό που μυρίζει ωραία.
Έβανε στο πρόσωπο και το λαιμό να πούμε για κάμποση ώρα κι αυτό εκαθάριζε το δέρμα και το ξανάνιωνε!
- Χα χα χα χα! Και βγήκε έτσι έξω η νύφη σου;
- Πού να προλάβει η καημένη να ξεπλυθεί έτσι που τήνε έσουρε η τρελή η Σουλτάνα, με λες; Και να τη φωνάζει η άλλη, με το βρόχινο να το πλύνεις πρέπει και να τη φωνάζει η αδερφή μου, δε μας απαρατάς κι εσύ που καιγόμαστε εδώ πέρα, μη σε φέρω τον κουβά με το νερό καπέλο; Χα χα χα χα!
Περιθώριο να ξεπλυθεί η Αρχοντούλα δεν είχε, αφού τα επανέλαβε αρκετές φορές μέχρι η Άνθω να το εμπεδώσει. Από τη ζέστη το μέλι στο πρόσωπό της είχε αρχίσει να τρέχει, όταν επέστρεψε ο Γιάννης.
- Τι γένεται εδώ, πώς και μαζωχτήκατε; Αρχόντω, τι έπαθες μπρε, τι έχουνε τα μούτρα σου; Για να σε διω... Χα χα χα! Τι έβαλες μπρε και κολνάς έτσι;
Κόλλησε το χέρι του Γιάννη κι η Αρχοντούλα έβγαλε το μαντίλι της να σκουπιστεί. Η Σουλτάνα νευριασμένη την πήρε και φύγανε...