.

.
.

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Τα Σάββατα λουτροκοπανίζεσαι, νέο σκέδιο είναι τώρα ετούτο;



Στην πρώτη άδεια που πήρε ο Γιάννης, έγινε η βάφτιση της κόρης τους. Ο σταυρός και τα ρούχα, διαλεγμένα με το γούστο της Σωσώς, έκαναν το Σταμάτη  νονό από τους λίγους, όπως είπαν όλοι. 
- Τέτοια βάφτιση, τι να σε λέω! Κείνα τα ρούχα, άσπρα σαν το γάλα με ασημοκλωστές κεντημένα, ο σταυρός πολύ ωραίος, μεγάλος και βαρύς, όλα πολύ ωραία ητανάνε! Η Σωσώ, αφού το μωρό βαφτίστηκε, το πέρασε ένα μενταγιόν μαλαματένιο απάνου απέ το σταυρό, με θαλασσιές χάντρες μεγάλες! Χώρια που την είχε ψουνίσει κι ένα σωρό άλλα πράματα, κανείς δεν τα περίμενε όλα αυτά! 'Ολοι να πούμε στην εκκλησία αυτό λέγανε, διέτε νουνό αμά και νουνά! 
Φεύγοντας ο Γιάννης, άφησε πίσω την Ανθούλα πάλι με το σπόρο του στην κοιλιά. Ο δρόμος για το γιατρό ήταν γνωστός, τον πήρε με την κουνιάδα της που τη συνόδευσε... 
- Ίσαμε να τελέψει με το στρατιωτικό του, άλλες τρεις φορές έμεικα έγκυος και φοβούμουνα μη και το μάθουνε οι αδερφάδες μου! Τον τελευταίο χρόνο, με μήνυσε που τόνε βρήκε μια καλή δουλειά ένας απέ κει και θα πιάναμε ένα σπιτάκι να μείκουμε πια μονάχοι μας. Τα είπα τη Σουλτάνα και η αλήθεια πολύ χαρά μ' έκαμε!
- Άιντε, καιρός πια ητανάνε! Να βρούμε ένα σπιτάκι να μείκετε με το παιδί σαν αθρώποι, να 'χεις το δικό σου νοικοκυριό και κανένανε απάνου απέ το κεφάλι σου! Σ' έχω ένα σωρό πράματα, να μπείτε και να τα χαρείς τζιέρι μου! 
Βρήκαν σπίτια ωραία με δυο δωμάτια και κουζίνα, όμως τα ενοίκια ήταν ακριβά. Τελικά βολεύτηκαν σ' ένα ημιυπόγειο, που είχε πίσω αυλή ευρύχωρη με δυο δεντράκια. 

- Εβάλαμε τα πράματά μας μέσα, στράβωσε η Σουλτάνα κι έσουρνε ένα σωρό λόγια βέβαια, αμά η αυλίτσα του ητανάνε τόσο ωραία που δε σ' έκανε καρδιά να φύγεις. Αρχίνισε τα μαστορέματα ο Γιάννης, καρέκλες, τραπέζι μεγάλο και γλαστρούλες πολλές γύρω γύρω. Νοικοκύρης απέ πάντα ητανάνε, τόνε βλέπεις και μέχρι τα τώρα που δεν περνάει μέρα να μη σιάξει το ένα και το άλλο. Στο χρόνο απάνου, μείσκω πάλι έγκυος! 
Αμάν πια, τι κακό κι αυτό! 
- Η αλήθεια έπιανα πολύ εύκολα παιδιά, αμά ίσια με τα οχτώ που μπήκε η κόρη μου, κανένα δεν εκράτησα... Την αφήναμε στης πεθεράς μου κι όλη μέρα στη δουλειά, πού για άλλο να κάνουμε... Αναμεταξύ, τα μάθανε κι οι αδερφάδες μου απέ μια φίλη μας που την είχα πει ότι έκαμα εκτρώσεις και το τι γένηκε δε φαντάζεσαι...

Άστραψαν και βρόντηξαν οι κοπέλες και με το δίκιο τους! Έγινε με το Γιάννη μεγάλος καβγάς, η Σουλτάνα τον φώναζε φονιά...
- Κακός χρόνος σου και μαύρος! Τι είναι όλα αυτά μπρε, τήνε σακάτεψες, δεν το καταλαβαίνεις; Να πω σαν γυναίκα που έμεικε μια, άιντε δυο φορές στη ζωή της και δεν το κρατήσατε, πάει στα κομμάτια! Τι χάλια είναι αυτά, με λες; Μόνο το κέφι σου σε νοιάζει να κάμεις κι άλλο τίποτις, δεν τήνε σκέφτεσαι; Κι εσύ μπρε παλαβή, στόμα δεν έχεις να τον μιλήσεις, να τον πεις να προσέχει, ε; Σκολνάει και μόλις μπει στο σπίτι και βγάλει το ζακέτο του εσύ έτσι από μακριά πιάνεις παιδί; Τι φαρμάκια μας έχετε ποτίσει, που μαύρη ώρα και στιγμή που τόνε πήρες! Άλλη φορά κακομοίρα μου αν γένει, θα σας σκοτώσω και τοις δυο, ακούς; 
Έγινε όχι μόνο μία ακόμα αλλά πολλές φορές. Η Ανθούλα πήγαινε κρυφά στο γιατρό και λέξη δεν είπε ξανά σε κανένα. Είχε συνηθίσει πλέον αυτή την τακτική, τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο, μέχρι που το κακό έγινε... 
- Είχαμε πάει ένα βραδάκι περίπατο, όλες οι αδερφάδες με τοις γαμπροί και τα παιδιά. Ητανάνε ένα ωραίο καζινάκι κι απόξω είχε άπλα για να παίζουνε τα παιδάκια και να κάθουνται οι γονιοί ξέγνοιαστοι να πούμε. Πριν τρεις με τέσσερις μήνες, είχα πάει πάλι στο γιατρό που δεν ήθελε πια να με αναλάβει. Με είπε, τελευταία φορά σε καθαρίζω, ζημιά μεγάλη κάμεις στον εαυτό σου και μπορεί να πεθάνεις! Εγώ, στο μήνα απάνου ήμουνα γιατί με το πρώτο που καταλάβαινα έτρεχα αμέσως! Κει που καθούμαστανε λοιπόν και πίναμε πορτοκαλαδίτσα, με πιάνει ένας πόνος στην κοιλιά, τι να σε πω! Λέω το Γιάννη με τρόπο, πονάω πολύ σάμπως και να με σφάζουνε με μαχαίρια! Ίσαμε να τον πω και να με πει κρυφά, με ζώνει ένας μεγαλύτερος, στα δυο διπλώθηκα και μπήζω τη φωνή! 
Ποτάμι το αίμα και η Ανθούλα να σφαδάζει. Ο Γιάννης φώναζε για σκωληκοειδίτιδα κι η Σουλτάνα του όρμησε σε έξαλλη κατάσταση!
- Τι σκωληκοειδίτη λες μπρε αδικιωρισμένε; Δε βλέπεις το αιμόρραγο; Έτσι και πάθει τίποτις, ετοίμασε τον τάφο σου! 
Πέντε ώρες στο χειρουργείο κι η αγωνία να τους λούζει με κρύο ιδρώτα και τρεμούλες. Ο όγκος στη σακατεμένη μήτρα της ευτυχώς ήταν καλοήθης και η εικοσιτριάχρονη κοπέλα θα ζούσε γερή και δυνατή αν πρόσεχε. Γαμπρό και κουνιάδες τους άκουσε όλο το νοσοκομείο... 
- Απέ κει και πέρα, έμεικα έγκυος πάλι, ούτε συζήτηση να το έριχνα. Αναμεταξύ, γένηκε μεγάλο πατιρντί με το Γιάννη! 




Αργούσε ο άντρας της τον τελευταίο καιρό, τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Δουλίτσα είχαν και το αφεντικό τον κρατούσε λίγο παραπάνω. Η Ανθούλα που ήταν αφελής, δεν έβαλε κακό με το μυαλό της. Αντίθετα, έκανε μεγάλη χαρά.
- Γιάννη, θα σε δώκει παράδες πιο πολλοί, ε; Ας είναι, δόξα τω Θεώ! Έλα, θα σε ζεστάνω νερό  να βάλεις τα πόδια σου κομματάκι να τα ξεκουράσεις μπρε άντρα μου, αμά να βάλεις πρώτα μια βούκα στον στόμα σου! Κιοφτέδες ωραίοι με πατατούλες τηγάνισα, έφαε και το παιδί μπόλικοι! 
Δεν πολυθέλω μπρε γυναίκα... Μας έφερε ο αφεντικός σουγλάκια και φάγαμε, δυο τρεις βούκες μόνο θα βάλω στον στόμα μου... 
- Να ΄ναι καλά ο χριστιανός!
- Να σε πω, αύριο που δε θα μείκω παραπάνω, να με ζεστάνεις νερό να μπανιαριστώ κομμάτι...
- Να μπανιαριστείς; Τι λες μπρε άντρα μου, τι σε ήρτε πάλι μέρα Τετάρτη να πλυθείς ολόκληρος; Πόδια πλένεις κάθε μέρα, τα χέρια σου ίσια με τοις ώμοι και τις αμασχάλες σαπουνίζεις, το σβέρκο σου, ρούχα αλλάζεις, καθαρός είσαι για! Τα Σάββατα πάντα  λουτροκοπανίζεσαι, νέο σκέδιο είναι τώρα ετούτο;
- Ωχ κι εσύ, έτσι με ήρτε, θέλω να κάμω ολόσωμο μπάνιο! Την Πέμπτη να ξεύρεις, θα αργήσω πάλι στη δουλειά... 
- Καλά... άιντε κι έχω να βάλω και πλύση αύριο... 

Ένα μεγάλο κομμάτι μοσχαρίσιο κρέας και δυο χοντρά κόκαλα έβραζε η Σουλτάνα στο μεγάλο τέντζερη για να κάνει σούπα. Το μεδούλι ήταν δυναμωτικό κι έδινε μεγάλη νοστιμιά στην κρεατόσουπα. Έκοβε το σέλινο και τα καρότα, όταν άκουσε την Αρχοντούλα να τη φωνάζει. Ήταν η νύφη τους, η γυναίκα του Θοδωρή του αδερφού τους, καλή γυναίκα, νοικοκυρά και ήσυχη.
- Μπρε καλώς τη νύφη μου! Έλα να πιούμε καφεδάκι, τα ζαρζαβάτια να ρίξω στην κρεατόσουπα και να τα πούμε με την ησυχία μας! Κάτσε τζιέρι μου να σε διω κομμάτι που δεν πρόκαμα να σ' έρτω!
Τι καλά ψούνισες Αρχοντούλα μου; Α! Μπρε συ, τι ωραίο φόρεμα είναι αυτό, με γεια σου! Καλή η μοδίστρα τελικά, ε; Η αξιοσύνη της φαίνεται απέ τις ραφές και τα στριφώματα! Α! Κι οι κάλτσες ωραίες είναι, πολύ τις αγαπώ με τη ραφή, αμά θέλει τα χέρια υγρά άμα τις βάνεις για να στρώνουνε! Έτσι και σε ξεφύγει η γραμμή τους, πάει, ένα χάλι μαύρο γένουνται! Μα δε με λες, έχεις τίποτις εσύ; Σάμπως και σε βλέπω κομμάτι σεκλετισμένη, για με φαίνεται;
- Πολύ συγχυσμένη είμαι Σουλτάνα μου, πάρα πολύ...
- Τι γένηκε μπρε, μπα κι ο αδερφός μου σε στεναχώρεσε; Έλα, πες με και θα διεις που θα τόνε μαλώσω εγώ!
- Όχι, όχι, δε μ' έκαμε τίποτις εκείνος, άλλο πράμα με σύγχυσε πολύ. Δεν ξεύρω και πώς να σε το πω μπρε κοκόνα μου, αμά θα πρέπει για να διούμε τι θα γένει...  Ο αδερφός σου τίποτις δεν ξεύρει, φοβούμαι μη και πιαστούνε με το Γιάννη...
- Με το Γιάννη της Άνθως; Τι έκαμε που να μη σώσει ο γαμπρός; Πες με μπρε Αρχοντούλα, μη με σκας για!
- Ε, να... Όπως έβγαινα απέ το σπίτι της αδερφής μου χθες που πήγα να τη διώ κομμάτι, τόνε είδα αγκαζέ με μια... Θεός φυλάξοι...
- Τι είπες; Πού τόνε είδες, πώς τόνε είδες;
- Ντυμένος στην τρίχα αυτός, με την κουστουμιέρα του και το καπέλο του κι αυτή μια παρδαλή φκιασιδωμένη σαν τη σαντέζα με μαλλί πολύ ξανθό πιασμένο ψηλά, τι να σε λέω... Σαν γιαβουκλού του τήνε κράταε, χαχάνιζε αυτή και τον έκαμε ούλο γλύκες κι επήρανε το δρόμο για τη θάλασσα... Αχ!
- Τι με λες μπρε Αρχοντούλα; Μπα που κακή μέρα να τόνε βρει τον αδικιωρισμένο! Κομμάτια θα τόνε κάμω, που δε θα βρει ο παπάς να θάψει! Με την κοιλιά εκεί η Άνθω κι αυτός γκομενιάζει; Αμ, δεν αλλάζει ο άθρωπος, πρώτα τον βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι! Και να πεις που δεν της τα έλεγα της σερσέμας; Μπρε τι πάθαμε! Και δε με λες, μπα και την ξεμονάχιασε, είδες που επήγανε; Πες με μπρε νύφη μου και θα μ' έρτει ταμπλάς, που κακό χρόνο να 'χει!
- Τι να σε πω... Τήνε πήε ρομαντζάδα και κάτσανε αγκαλιά... Στον στόμα τήνε τάϊζε κι ούλο τζιλβέδες ητανάνε... Άλλο τίποτες δεν ξεύρω, επήρα τέτοια ταραχή που εγύρισα τα μπρος πίσω στης αδερφής μου κι ήπια κομμάτι νερό να συνέλθω... Πώς να το κρατούσα τέτοιο πράμα μυστικό, με λες; Τήνε λυπούμαι κι αυτή την Άνθω, κρυφά δε μείσκουνε αυτά και στην κατάστασή της μη και τη βρει κάνα κακό τη δύστυχη, με καταλαβαίνεις πώς σε μιλάω...

Η Ανθούλα άκουσε αγριεμένη τη Σουλτάνα να τη φωνάζει, ενώ χτυπούσε την πόρτα τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα την έσπαγε. 
- Τι ταραχή επήρα κείνη τη μέρα! Μ' έβαλε να κάτσω για να με τα πει και με λέει μάζωχτα, πάρε και το παιδί και πάμε σπίτι μου, το λαιμό του να πάει να κόψει αυτός! Εγώ πάλι, πώς να έκαμνα τέτοιο πράμα, έτσι παρατούνε σπίτι κι άντρα και φεύγουνε; Την λέω, μπρε είναι σίγουρη που ητανάνε ο Γιάννης; Καπέλο και κουστουμιέρα εφόραε σε είπε, κείνος φεύγει με τα ρούχα τα απλά και πάει στη δουλειά κι έτσι γυρίζει. Διε τα ρούχα του τα καλά, στη ντουλάπα είναι!
Η Σουλτάνα ήταν ανένδοτη. Ειδοποίησε τη νύφη τους που την περίμενε σε μια γειτόνισσα και της τα είπε κι εκείνη.
- Με το μέλι στα μούτρα της ητανάνε η Αρχοντούλα! Χα χα χα χα!
- Το μέλι;
- Ναι για! Κείνη η γυναίκα που έμεισκε κοντά μου, έκαμνε τις ομορφάδες της όταν επήε η νύφη μας απέ κει. Φυσικά δεν την είπε που είχαμε πατιρντί στο σπίτι, επήε και καλά βίζιτα να τη διει. Τήνε έβαλε κάτου και τήνε πασάλειψε με το μέλι και το δεντρολίβανο!
- Α! Για πες!
- Έβραζε ίσια με δυο χούφτες φρέσκο δεντρολίβανο, με κομματάκι νεράκι βρόχινο. Τα νερά της βροχής, όλες τα μαζώχναμε σε καθαρά κουβαδάκια. Για το λούσιμο και για το πρόσωπο δεν υπάρχει καλύτερο, να το ξεύρεις αυτό! Αμά το πολύ ίσια με την άλλη μέρα θα πρέπει να το μεταχειριστείς, μετά δεν κάμνει τίποτις.
Αφού έμεισκε χωρίς υγρά, το έβανε στο τουλπάνι και το έστιβε καλά καλά και βάσταε το πηχτούτσικο κι έτσι ζεστούλι το ανακάτωνε με μέλι καλό που μυρίζει ωραία.
Έβανε στο πρόσωπο και το λαιμό να πούμε για κάμποση ώρα κι αυτό εκαθάριζε το δέρμα και το ξανάνιωνε!
- Χα χα χα χα! Και βγήκε έτσι έξω η νύφη σου;
- Πού να προλάβει η καημένη να ξεπλυθεί έτσι που τήνε έσουρε η τρελή η Σουλτάνα, με λες; Και να τη φωνάζει η άλλη, με το βρόχινο να το πλύνεις πρέπει και να τη φωνάζει η αδερφή μου, δε μας απαρατάς κι εσύ που καιγόμαστε εδώ πέρα, μη σε φέρω τον κουβά με το νερό καπέλο; Χα χα χα χα!

Περιθώριο να ξεπλυθεί η Αρχοντούλα δεν είχε, αφού τα επανέλαβε αρκετές φορές μέχρι η Άνθω να το εμπεδώσει. Από τη ζέστη το μέλι στο πρόσωπό της είχε αρχίσει να τρέχει, όταν επέστρεψε ο Γιάννης.
- Τι γένεται εδώ, πώς και μαζωχτήκατε; Αρχόντω, τι έπαθες μπρε, τι έχουνε τα μούτρα σου; Για να σε διω... Χα χα χα! Τι έβαλες μπρε και κολνάς έτσι;
Κόλλησε το χέρι του Γιάννη κι η Αρχοντούλα έβγαλε το μαντίλι της να σκουπιστεί. Η Σουλτάνα νευριασμένη την πήρε και φύγανε...



Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Τα... μαγικά μπαχάρια



- Βρε τη Σωσώ! Να σου πω, πιστεύω ότι η αλλαγή στην εμφάνισή της έκανε το Σταμάτη να πέσει. Ήταν και μεθυσμένος...
- Ε, ναι, δε σε λέω, αμά και τα μάγια που τον έριξε, εκάμανε τη δουλειά τους! Ο Θεός να φυλάει απέ δαύτα!
- Κοίτα, εγώ δεν πιστεύω σ' αυτά! Το πιο πιθανό ήταν να του έριξε κάποια που φέρνουν ύπνο, όπως η βαλεριάνα ας πούμε κι άλλα διάφορα που δεν τα ξέρω...
- Τι με λες καλέ; Αυτή τη βαλεριάνα που είπες, την έδωκε ο φαρμακοποιός εδώ στη γωνία που είναι, ξεύρεις, σε μια κυρία που ητανάνε λέει αχωμένη και δεν ησύχαζε τις νύχτες! Η Μπερντού, έδινε άλλα πράματα, ποιος ξεύρει τι και γενούντουσανε αυτά! 
- Ε! Βάλε και τόσο ποτό μαζί, κάποιες παρενέργειες θα έκαναν, το ίδιο και στον καφέ το πρωί, τι να πω... Και τα αρώματα που λες ότι πότισε όλο το σπίτι κι όπου κάθισε κι όπου ξάπλωσε κι ήρθε ζαλάδα στη μάνα της... Άντε καλέ, λόγια είναι!
- Α! Μη το λες! Κάτι έβαλε μέσα αυτή κι ητανάνε ναρκωμένος αυτός, σα μεθυσμένος συνέχεια! Τα βοτάνια τα μαγικά, πολύ δυνατά είναι σε λέω! Αψιθιά τη βρήκανε στο μπαχτσέ τη Μπερντού άμα πέθανε για! Αυτή, μαζί με σπόροι διάφοροι μαζί να πούμε, σε κάμει και βλέπεις άλλα πράματα, ξεύρω που σε λέω για! Κι όλο αυτό το βαρύ το άρωμα στο σπίτι μέσα, πολύ ήθελε ο κουμπάρος; Με τα χρόνια, μας τα είπε μια φορά η Σωσώ και πολύ γελάσαμε! 
- Και μετά το γάμο τι έγινε, πως τα περνούσαν; 
- Πολύ καλά, ητανάνε ευχαριστημένος ο κουμπάρος! Αυτή επρόσεχε πάντα να πούμε, φκιαχνούτανε, ωραία ντυσίματα, κομμωτήριο κάθε βδομάδα, τα νύχια της έκαμε, όλο λούσα και παρφούμες! Είχε και κάτι παράδες η μάνα της και την έδωκε προίκα, σπιτάκι δικό τους, ρουχισμό και πράματα πολλά, δεν ζοριζούτανε και τόσο να τα βγάλει πέρα...Και νοικοκυρά πολύ ητανάνε, καλοδεχτικιά, φαγάκια ωραία τον έψηνε, αμά τόνε ποτίζανε κιόλας, θαρρείς που έτσι τον αφήκανε;
- Σιγά καλέ κι εσύ, τον ποτίζανε... 
- Ναι σε λέω! Απέ το πιάτο του και το ποτήρι του άλλος κανείς μήτε να αγγίξει! Πάρε μια βούκα κι εσύ την έλεγε, δε θέλω τον απαντούσε αυτή! Να διείς που και στον καφέ τον έριχνε, όχι το πρωί που πάγαινε στη δουλειά, αμά το απόγεμα που έμεισκε στο σπίτι. Ε, μετά τον έκαμε και το παιδί κι εκεί να 'βλεπες το Σταμάτη, λωλάθηκε εντελώς! Όλοι όμως, πίσω απέ την πλάτη του αυτό λέγανε, που η κόρη της χαρτούς τόνε τύλιξε! Πολλά πράματα ξεύρανε απέ δαύτα, έπιανε την τράπουλα και σε τα έβρισκε όλα, όλα!
- Σώπα καλέ κι εσύ! Η τράπουλα είναι για να παίζεις με τα φύλλα, την τύχη σου θα δείξει; Ποτέ μου δεν τα πίστεψα αυτά...
- Για να σε το λέω εγώ, ξεύρω για! Μια ζωή τα ρίχνουνε τα χαρτιά, δεν είναι τωρινό πράμα αυτό! Κι εμένα με τα έριξε μια φορά κι ένα σωρό πράματα με βρήκε και με ορμήνεψε, όλα με βγήκανε σε λέω!
- Αφού σε ήξερε και έγινε κουμπάρα σου κι η κόρη της που πήρε το Σταμάτη, λογικό ήταν να ξέρει τα οικογενειακά σου πάνω κάτω...

- Ναι, αμά με βρήκε κι άλλα πράματα που δεν είχανε γένει ακόμα!

- Καλά... Για πες μου κι αυτά με τα μπαχαρικά που ξέρεις να τα θυμηθώ... Χα χα χα!

- Συ γελάς, αμά πιάνουνε σε λέω! Η δάφνη άμα τήνε βάλεις στο μαξιλάρι σου, σε φέρνει ονείρατα που βγαίνουνε! Βλέπεις τι θα γένει και φυλάγεσαι να πούμε! Άμα τήνε κάψεις όμως, ζάλη σε φέρνει σα να έχεις μεθύσει... Κανέλα άμα ρίχνεις στο φαΐ ή το πιοτό του αλλουνού, λύνεται η γλώσσα του και πάει ροδάνι! Χώρια που με το μέλι μαζί άμα τη βάλεις στο ποτό ανάβει ο άντρας! Το κεκάκι που εψήσανε η Σωσώ, κανέλα μπόλικη βάλανε μέσα, σπόροι και όλα τα μπαχάρια κι έτσι την είπε που θα τήνε πάρει για! Και τρεις ημέρες μοσχοκάρφια κράτα στο δεξί σου χέρι και μελέτησε τι θες και θα σε γένει!
- Χα χα χα χα! Ας μην τον απειλούσε η μάνα της με το μπαλτά και θα σου 'λεγα... Και πόσα μοσχοκάρφια πρέπει για να 'χουμε καλό ρώτημα, μη κάνω κάνα λάθος; 
- Ε! Τέσσερα, πέντε, με το κεφαλάκι τους να είναι όμως, όχι έτσι! Το μοσχοκάρφι είναι πολύ δυνατό πράμα σε λέω, δε βλέπεις που το καίμε στο ξεμάτιαγμα; Άμα έχει κάποιος πολύ μάτι να πούμε και δε μποράει, αυτά τινάζουνται και σκάνε για! Και το μπαχάρι άμα κάψεις, παράδες να διείς που σε φέρνει στο σπίτι!
- Έλα! Τότε να αδειάσουμε τα συρτάρια, να τα βάλουμε μέσα κυρά Ανθούλα μου, μη σου πω και τις ντουλάπες!

- Διε τι θα σε πω! Μια φορά στην Πόλη, οι παράδες μας είχανε σωθεί και χρωστάγαμε τρία μηνιάτικα τη νοικοκυρά. Για να μας δανείσουνε κομματάκι δύσκολο, γιατί είχαμε πάρει απέ κάποιοι δικοί μας να ταΐζουμε τα παιδιά και κάτι άλλα που είχαμε στη μέση κι απέ τις αδερφάδες μου δεν ήθελα. Με τη Σουλτάνα της τρελής είχε γένει, θα σε τα πω μετά κι άμα το μάθαινε θα τον έβανε φωτιά το Γιάννη να τόνε κάψει η τρελή έλεγε! Χα χα χα χα! Πιάνω που λες τα μοσχοκάρφια, καίω και κάμποσο μπαχάρι και να 'σου η Μέλπω η φιληνάδα της Γιωργίτσας, που ητανάνε και δικιά μου! Με βλέπει που είχα τα χάλια μου, μ' αρώτηξε, την είπα εμπιστευτικά και μ' έφερε παράδες και πλέρωσα, γλυτώσαμε την έξωση στο τσακ που λένε! 
- Σύμπτωση ήταν!

- Σώπα καλέ, τι σύμπτωση με λες; Δεν ξεύρω εγώ που σε λέω για; 'Ετσι πάλι ξανάγινε που δεν είχε δουλειά ο Γιάννης και θα μείσκαμε στο δρόμο και να η Γιωργίτσα μίλησε τον άντρα της και τόνε πήρε στη δουλειά! Όπως σε τα λέγω γενήκανε! 
- Μάλιστα! Και δε μου λες, με τον Αλέκο δεν τα έχεις κάνει αυτά τα κόλπα, να βρει μια δουλίτσα επιτέλους;

- Αχ... Λες να μη τα έκαμα; Αμά πως να πιάσουνε κι αυτά, άμα τόνε γλωσσοτρώνε, με λες;
Αλίμονο... Δεν έφταιγαν τα μπαχάρια αν ο γιόκας της ήταν τεμπέλης και ήθελε να βρει δουλειά διευθυντού, αλλά η γλωσσοφαγιά του κόσμου... Στον κόσμο τους Ανθούλα και Γιάννης... 




Τέλη Γενάρη και η Ανθούλα ξύπνησε ανήσυχη ένα πρωινό. Σα να ένιωθε κάποιες ενοχλήσεις στη μέση κι ένα βάρος χαμηλά. Δεν πρόλαβε να σηκωθεί όταν ένιωσε το υγρό ποτάμι να μουσκεύει τα πόδια της. Ξύπνησε το Γιάννη πανικοβλημένη και σε λίγο όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι.
- Με σπάσανε τα νερά, τοις οχτώ μήνες πριν μπω καλά καλά. Πως με πήανε στο νοσοκομείο σαν τοις τρελοί κείνο το βράδυ, τι να σε λέω! Σε δυο ώρες γέννησα, με είπε ο γιατρός που είχα να πούμε ανοιχτή λεκάνη και εβγήκε η κόρη γλήγορα, κοντά τα τέσσερα κιλά, παχιά παχιά!
- Είναι που περίμενε το γιο ο αντρούλης σου!

- Χα χα χα! Είδε κι έπαθε να το χωνέψει, το φύσαε και δεν κρύωνε, αμά που τήνε είδε έτσι με τα μαλλάκια της τα σγουρούλια, αμέσως τήνε αγάπησε! Και με λέει, το άλλο θα είναι γιος στα σίγουρα! Αναμεταξύ, μηνύσανε και τις αδερφάδες μου και ήρτανε, τόνε φωνάζανε που έπρεπε να έρτουνε άμα με πιάσανε οι πόνοι και γένηκε καβγάς... Εκείνος είχε την έγνοια, η πεθερά μου έστειλε την κουνιάδα μου να φέρει τη βαλίτσα με τα μωρουδιακά, είπε και την άλλη που έχουμε γέννα πρόωρη κι απάνου στη φασαρία δεν επήανε έστω στη Σουλτάνα που ητανάνε πιο κοντά... 
- Κανονικά έτσι έπρεπε, αφού μπορούσαν το σωστό ήταν να ειδοποιήσουν... Άντε κι αυτές... 

- Ναι, βέβαια, αμά τέτοιες ώρες σαστίσανε κι αυτοί για! Άμα τον άκουσε που με είπε το άλλο θα 'ναι γιος, τον λέει πρόσεξε καλά, μάνι μάνι στο άλλο να μην έχεις το νου σου! Άστηνε κομμάτι σε ησυχία να διείτε τι θα κάμετε κι άμα στρώσετε τη ζωή σας να πούμε, κάμετε κι άλλο παιδί. 

Στους τρεις μήνες η Άνθω έμεινε πάλι έγκυος, λίγο πριν φύγει ο Γιάννης για το στρατιωτικό του. Η απόφαση να μην το κρατήσει ήταν κοινή.

Οι αδερφές της όταν το έμαθαν φώναζαν και τα έβαλαν μαζί του, αλλά φεύγοντας εκείνος κάπως ηρέμησαν τα πράγματα. Στους τέσσερις μήνες, βγήκε πάλι στο μεροκάματο, θηλάζοντας ακόμα το μωρό.
- Και τα δυο παιδιά μου τα είχα στο στήθος απάνου απέ το χρόνο. Αρκουδίζανε* κι απάνω μου πέφτανε για το βύζαγμα! Απέ κει ο γιατρός με φώναζε που είναι σκότωμα για μένανε, επήαινα στη δουλειά κι έφευγα σαν τρελή και μετά πάλι πίσω. Μεγάλη τυραννία ητανάνε εδώ που τα λέμε αλλά και τι να έκαμνα; Παράδες άλλοι δεν είχα, έδωκα το Γιάννη απέ τα κρυμμένα που έπρεπε να δώκει για κάτι εργαλεία που 'χε πει να πάρει και μιλιά την αδερφή μου, πατιρντί θα μ' έκαμε μεγάλο άμα το μάθαινε. Τότενες ητανάνε πολλοί οι παράδες που με είχε δώκει! Ο Γιάννης πρέπει να τοις είχε διεί κι όλο σπόντες με πέταγε. Όσο ήμουνα στο νοσοκομείο, κείνος ο πονηρός σήκωσε όλη την κάμαρη και τοις ανακάλυψε! Χα χα χα χα χα! 

Το πατιρντί δεν το απέφυγε. Βλέποντας η Σουλτάνα τη μικρή τους να βασανίζεται, της έλεγε να δουλεύει λιγότερες ώρες αλλά η Ανθούλα επέμενε. Δεν είχε άλλη λύση...
- Τι θες και δουλεύεις όλη μέρα και σε ρουφάει κι η μικρή συνέχεια, θα αρρωστήσεις στο τέλος! Μπρε συ, ξεύρεις τι είναι το βύζαγμα για τη μάνα; Πρέπει να καλοτρώς και να ξεκουράζεσαι, πού θα πάει αυτό; Ο άντρας σου λείπει, άμε λίγες ωρίτσες αφού δε γένεται αλλιώς και κάτσε κομματάκι στο σπίτι. Παράδες έχεις να πάρεις ό,τι λαχταρίσεις σαν κοπέλα, απέ τη μπέμπα τίποτις δε λείπει, τα πάντα της έχει διπλά και τρίδιπλα, τι κακό με σένανε; Μπρε συ, μπα και τον στέλνεις τοις παράδες που βγάνεις και δε λες να σταματήσεις να κάμεις τη δούλα ούλη τη μέρα; 
- Όχι Σουλτάνα μου, δεν τον στέλνω τίποτα, αμά να, όπως και να το κάμεις έχω κι εγώ τα έξοδά μου...

- Και παράδες έχεις να μη στεναχωριέσαι, ακόμα κι άλλοι θα μαζώξω να σε τοις δώκω! Όσο λείπει αυτός, εσένα και το μωρό να κοιτάζεις κι ανάγκη δεν έχεις κανένανε, τ' ακούς; Μα, δε με λες, το κεφάλι κάτου γιατί το έχεις, ε;
Κατακόκκινη η Άνθω, είχε καταπιεί τη γλώσσα της. 
- Μπρε συ, μπα και του τοις έδωκες και με το κρατάς κρυφό; Πες με την αλήθεια, μη και πάω να τον βρω κει που είναι και γένει της τρελής! 
- Σους μπρε Σουλτάνα να χαρείς, στρατιώτης είναι και θα πας να τον κάμεις ζημιά; 

- Κακό χρόνο να 'χει ο αδικιωρισμένος! Κι εσύ μπρε χαϊβάνι ντιπ είσαι! Τι σε είπα εγώ, ε; Σε παράτησε κι έφυε με την τσέπη φορτωμένη να καλοπερνάει κι εσύ πίσω μωρομάνα να κάμεις τη δούλα μέσα κι όξω απέ το σπίτι! Αμ δε θα το αφήκω έτσι αυτό εγώ, θα διείς τι έχει να γένει! Αχ! Από καιρό με ζώσανε τα φίδια!

Φουντωμένη έφτασε στο σπίτι τους με την Ανθούλα να τρέχει από πίσω και να την παρακαλάει. Οι σχέσεις τους από τη μέρα που ο Γιάννης έφυγε, είχαν γίνει χειρότερες. Αν δεν ήταν το μωρό, ένας Θεός ήξερε τι άλλο θα γινόταν εκεί μέσα...
- Σκουπίδι με κάμανε η μάνα κι οι αδερφάδες του! Και πού να τα πω και πού να μιλήσω, θα με παίρνανε πίσω οι αδερφάδες μου... 
Βρήκε και τις τρεις γυναίκες μαζεμένες να πίνουν καφέ, όταν μπήκε σαν το σίφουνα μέσα. Η πεθερά που άνοιξε απορημένη την πόρτα από τα πολλά και δυνατά χτυπήματα, στράβωσε τα μούτρα της όταν τις είδε κι άρχισε την επίθεση. 
- Μπα! Ήρθατε κι οι δυο μαζί βλέπω... Εσύ με το μωρό έπρεπε να λείπεις τόση ώρα απέ το σπίτι; Αίμα φτύσαμε ίσαμε να το μερέψουμε κομμάτι, κλάμα και κλάμα συνέχεια! Πεινασμένο είναι μάλλον, τα πανιά του τα αλλάξαμε και το πλύναμε. 
- Έτσι και τολμήσεις να πας να το θηλάσεις, δε θα βγεις ζωντανή απέ δω μέσα, ακούς τι σε λέω; Γάλα έτοιμο απέ δω και πέρα, πάει και τέλειωσε! Κι εσύ συμπεθέρα πού νομίζεις ότι μιλάς, ε; Τι τήνε πέρασες την αδερφή μου και τη φέρνεσαι έτσι μπροστά μου; Σκέψου τι γένεται δηλαδή δω χάμου και χαμπάρι δεν παίρνουμε! Που επέρασε με την ψυχή στο στόμα μια στάλα απέ το σπίτι να με διεί δεν είχε το δικαίωμα; Πού είναι τις Κυριακάδες να βγάλει όξω το μωρό και να έρτει βίζιτα σαν άθρωπος, ε; Τι κάμει αυτή τη μέρα, με λες; Τώρα σε πήρε ο πόνος που έχει το μωρό και λείπει τόσες ώρες; Άμα τρέχει και ξενοδουλεύει ούλη μέρα και μετά που γυρνάει τη ρουφάει ολόκληρη η μικρή δε σε νοιάζει; Που μπήκε στο μαχαίρι λεχωνίτσα να ρίχνει άλλο παιδί δε σε κόφτει; 
- Πτωχοί αθρώποι είμαστε, με το γιο στρατιώτη, τι να σε κάμουμε Σουλτάνα κι εμείς; Ο Αλέκος δουλεύει όλη μέρα, η αδερφή σου το 'να την ξινίζει και τ' άλλο τη βρωμάει, τα φαγιά δεν την αρέσουνε, ιδιότροπη είναι, πού θα τα βγάλουμε πέρα, με λες; Την εγγόνα μου την έχουμε σαν τα μάτια μας όσο λείπει, παράπονο δεν έχει! Κι άμα δεν ήθελε να ξενοδουλεύει αφού κι αυτή δεν έχει τίποτις, τι τήνε ήθελε την παντρειά, με λες; Σάματις δεν ήξευρε που ο γιος μου ητανάνε ένα παιδί πτωχό και με υποχρεώσες στην οικογένειά του; Να κάμανε μάνι μάνι και δεύτερο παιδί, τι θα γενούτανε, με λες; 
- Ο γιος σου λύσσαξε να τήνε πάρει κι εμείς δεν τόνε θέλαμε και το ξεύρεις πολύ καλά κυρά μου! Μήτε της τόνε δώκαμε, μήτε φυσικά συμφωνήσαμε και τα ξέραμε πολύ καλά αυτά που με λες! Κακό πράμα για τη φαμίλια σου κανένας δεν έχει πει κι έχεις άντρα καλό και νοικοκύρη, αμά ο κανακάρης σου όνομα καλό δεν έχει! Κι άμα κοπανάς που τον έπεσε λίγη η Άνθω, ας έπαιρνε άλληνε που θα είχε παράδες με ουρά και σπιταρόνα να μπει μέσα! Για πες με όμως, ποια θα τόνε έπαιρνε, με λες; Τόσοι αρρεβώνες χαλασμένοι πίσω του έχει, οι νυφάδες ούλες σκάρτες ητανάνε; Γυναικάς είναι κι αυτό το χούι δεν αλλάζει! Έτσι και μάθω ότι την έκαμε την αδερφή μου κάνα τέτοιο πράμα, θα στον χαλάσω και να το ξεύρεις, τα μούτρα κάτου θα τον φέρω! Άιντε απέ δω! 

Επεισοδιακή αυτή η μέρα! Γέρασε η Ανθούλα και δεν πέρασε χρόνος που να μη φέρει στο νου της αυτό τον καβγά. Οι τόνοι ανέβηκαν, έφτασε και στους παράδες η Σουλτάνα και τους άκουσε όλος ο μαχαλάς που ξεφτίλισε γαμπρό και συμπεθέρους... 







Αρκουδίζανε - Μπουσουλούσαν

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Φονικό δε θα γένει, θα σε στεφανώσω!



Το σμαραγδί μεταξωτό φόρεμα με τις χρυσές τρέσες στα μανίκια και το μπούστοταίριαζε θαυμάσια στη λεπτή σιλουέτα της Σωσώς.
Το στόλισμά της συμπλήρωναν ένα χρυσό περιδέραιο και καφασωτά μεγάλα σκουλαρίκια. Στο δεξί της χέρι, μια καδένα μ' ένα κρεμαστό κωνσταντινάτο κι ένα δαχτυλίδι ίδιο με τα σκουλαρίκια της. Τα φρεσκοβαμμένα μαλλιά της σ' έντονο ξανθό χρώμα, έπεφταν σε πυκνές μπούκλες μέχρι τους ώμους και οι λίγες τούφες που ήταν σηκωμένες ψηλά στερεώθηκαν με χτενάκια στο χρώμα του χρυσού κι αυτά, αγορασμένα από το καλύτερο μαγαζί της Πόλης. Βαμμένη κι αρωματισμένη με βαριά, μεθυστική μυρωδιά, που απλωνόταν σχεδόν σ' όλο το δωμάτιο.
- Μπρε δεν τήνε γνώρισα σε λέω! Λούσο και κακό η Σωσώ, άλλος άθρωπος γένηκε! Επάχυνε κομματάκι και την πήαινε πολύ, πριν ρούχο δεν τη στεκούτανε απάνου της απέ την αδυναμία και τα κόκαλα απέ τα μούτρα της την πετάγανε, τόσο πολύ! Κείνα τα χτενάκια, ένα όνειρο ητανάνε, χρυσούλια με ψιλά ψιλά λουλουδάκια απάνου, του κόσμου τοις παράδες θα είχε δώκει, πολύ ακριβό μαγαζί ητανάνε αυτό! Μπεζ σκούρο χρώμα τα παπούτσια της με τακούνια ψηλά, απέ του γαμπρού μου τα 'χε πάρει και τσαντάκι ασορτί. Μήτε ο κουμπάρος μας δεν τήνε γνώρισε για! Χα χα χα χα! 

Την ώρα που μπήκαν στης Σουλτάνας, η Σωσώ καθόταν ανάμεσα σε δυο κυρίες, που μιλούσαν κι έτρωγαν συνέχεια. Γιάννης, Ανθούλα και Σταμάτης, χαιρέτισαν ευγενικά όλους τους καλεσμένους, δίνοντας το χέρι κι ανταλλάσσοντας ευχές. 
- Δεσποινίς Σωσώ, τρόμαξα να σε γνωρίσω, ολάκερη άλλαξες για! Καλή χρονιά! 
- Καλή χρονιά κύριε Σταμάτη, ό,τι επιθυμείτε! 
- Δε με λες μπρε κουμπάρα, τούτη δω φτιασιδώθηκε μπα και κρύψει κάμποσα χρόνια; Χα χα χα χα! 

- Ωραία είναι μπρε κουμπάρε, αμά πολύ αστεία τα λες κι εσύ! Χα χα χα!
Ένα αργόσυρτο τσιφτετέλι ήταν η αφορμή να σηκώσει η Σουλτάνα τη Σωσώ, που μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες δεν είχε αφήσει καθόλου τη θέση της. Είχε βολευτεί γιατί τους έβλεπε όλους.

Με αέρα αυτοπεποίθησης άρχισε να λικνίζεται αργά και προκλητικά, κάνοντας όλα τα βλέμματα να σταθούν πάνω της. Τι κι αν ήταν η μεγαλύτερη σε ηλικία απ' όλες τις γυναίκες εκεί; Αυτό το πλάσμα που έφερνε γύρους τη μέση κι άγγιζε με απαλές κινήσεις όλο σχεδόν το σώμα της από τους γοφούς και πάνω, έμοιαζε εκείνες τις στιγμές σαν την πιο όμορφη και ποθητή γυναίκα. Φωνή δεν ακουγόταν στη σάλα, μόνο οι βαριές ανάσες των αντρών που γέμιζαν ξανά και ξανά τα ποτήρια τους μηχανικά, δίχως να την αφήνουν απ' τα μάτια τους. Δυνατά χειροκροτήματα και μπράβο ακούστηκαν όταν τέλειωσε κι όλοι ήθελαν να της προσφέρουν μια θέση δίπλα τους στο τραπέζι που έπαιζαν χαρτιά, τάχα για να τους φέρει γούρι. Με τρόπο έπιασε το τσαντάκι της για να βγάλει το μαντίλι της και με προσποιητή αφέλεια κάθισε δίπλα στο Σταμάτη που συνέχισε με τους άλλους να παίζει γυρίζοντάς του λίγο την πλάτη και πήρε το ποτήρι με τη σαμπάνια που της πρόσφερε ο Γιώργος. 
- Στην υγειά σου δεσποινίς Σωσώ, πολύ ωραία χόρεψες! Χαρά σ' αυτόν που θα σε πάρει!

- Έλα να τσουγκρίσουμε, άιντε και του χρόνου!
- Στην υγειά σας κύριε Σταμάτη! Είναι το δεύτερο ποτήρι που πίνω, χώρια το κρασί με το φαγητό και ζαλίστηκα κομμάτι... Να διω πως θα πάω στο σπίτι μου... 
- Πώς θα πας για; Τόσοι νοματαίοι με αυτοκίνητα εδώ, δε θα βρεθεί κανένας να σε πάει; 

- Α! Δεν το συζητώ, είναι ζαλισμένοι, έχουνε και τις γυναίκες τους, δρόμο να αλλάξουνε δε θέλω, δεν το δέχουμαι! 
Μια ερώτηση που του έκανε ο Γιάννης και γύρισε το κεφάλι να του απαντήσει και να αστειευτούν κι έβγαλε το σκονάκι με τρόπο μέσα απ' το μαντιλάκι της. Το έριξε με αστραπιαία κίνηση στο ποτήρι του, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν την είδε κανείς. 



Οι καλεσμένοι άρχισαν να φεύγουν όταν η ώρα πήγε τέσσερις. Η Σωσώ σκόπιμα έδειχνε περισσότερο ζαλισμένη κι ο Σταμάτης ένιωθε μια γλυκιά νάρκη σ' όλο του το κορμί. Η Ανθούλα με το Γιάννη έμειναν λίγο ακόμα, κουβεντιάζοντας με την αδερφή και το γαμπρό της, τρώγοντας γλυκά και πίνοντας σερμπέτια. 
- Πρέπει να φύγω Σουλτάνα μου, πολύ ωραία πέρασα κοντά σας! Άμα η Φωτεινή με τον άντρα και τα παιδιά της έμεισκαν μέχρι τώρα, μαζί θα παγαίναμε ως το σπίτι... Αμά, τι να κάμουμε που νυστάζανε τα μικρά; Λες να μη βρω την πόρτα μου με τη ζάλη που 'χω μπρε; 
Αυθόρμητα ο Γιάννης, για να γελάσουν περισσότερο με τη Σωσώ, πρότεινε να την πάει ο κουμπάρος τους ως εκεί. 

- Να ξεζαλιστείς κομμάτι μπρε Σταμάτη κι εσύ, άμε την κοπέλα ίσια με το σπίτι της! Έτσι ωραία που είναι, μη και τήνε κλέψουνε έτσι αξημέρωτα και τη χάσουμε! 
Ο Σταμάτης δέχτηκε μες στην παραζάλη του και βγήκε παραπατώντας σχεδόν με τη Σωσώ να τον κρατάει αγκαζέ... 


- Τι βλέπεις Μπερντού μου, πώς θα πάει το πράμα; Τέτοια αγωνία που έχω, τι να σε πω... 

Η τουρκάλα είχε ανάψει τα κάρβουνα και παρακολουθούσε τα σχέδια που έκανε ο καπνός. Σε ένα λεκανάκι είχε ρίξει το ροδόσταμο και τα κλαδάκια της λεμονιάς. 
Μόλις το ρολόι χτύπησε τρεις το ξημέρωμα, πήρε το μελισσοκέρι και το ζέστανε ελαφρά για να πλάθεται. Το άπλωσε στο τραπέζι αμίλητη κι έκλεισε ανάμεσα τα λεμονόφυλλα, διπλώνοντάς το ελαφρά με τα έμπειρα χέρια της. Όση ώρα έπλαθε τα σχήματα, μουρμούριζε μέσα από τα κιτρινισμένα δόντια της λόγια σαν προσευχή, στα τουρκικά. Σχημάτισε δυο ανθρωπάκια κολλημένα μεταξύ τους στην κοιλιά κι έτσι τα άφησε δίπλα στο ροδόσταμο, πάνω σε μαξιλαράκι κάτασπρο, μεταξωτό. Με τα κλαδάκια τα ράντισε και κοιτώντας τον καπνό μια υποψία χαμόγελου φάνηκε στο σκληρό πρόσωπό της. 
- Δε θα  μπεις στην κάμαρα πριν τις οχτώ και θα κάμεις όπως είπαμε. Ό,τι γίνει, μέσα σε δυο ώρες και πολύ σε βάζω, έτοιμος για ύπνο είναι ο λεβέντης! Τις τρίχες να μη ξεχάσεις να του πάρεις και το ζωνάρι του! Το άρωμα το έριξες παντού που σε είπα;
- Μέχρι και το στρώμα επότισε! Ακόμα και στις καρέκλες όλες έβαλα και στο μπαουλοντίβανο και παντού! Έτσι για να 'μαστε σίγουρες όπου κι αν κάτσει! Εβγήκα αμέσως κι έφυα, ζάλη μεγάλη μ' έφερε! Θα σε τα φέρω κι αυτά, τίποτις δεν ξεχνάω!
- Μάσαλαχ! 




Η Σωσώ, έσυρε με το ζόρι το Σταμάτη ως την πόρτα της. Μισοναρκωμένος από το κρασί και το σκονάκι, έπεφτε κάθε τόσο στην αγκαλιά της χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τι γίνεται. Περνώντας στη σάλα, έπεσε σε μια καρέκλα κι η Σωσώ βιάστηκε να βγάλει το φόρεμα και τα στολίδια. Με μαύρη κομπινεζόν που άφηνε το μισό της στήθος ακάλυπτο, στάθηκε μπροστά του και του ρίχτηκε, ενώ εκείνος έδειχνε να το απολαμβάνει κι ανταποκρινόταν με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει. Η απόσταση ως την κρεβατοκάμαρα δεν ήταν μεγάλη... 

Η μάνα, πατώντας αθόρυβα μπήκε στην κάμαρα. Ο Σταμάτης κοιμόταν βαθιά στην αγκαλιά της κόρης της, που είχε το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα. Το χαμόγελο ευτυχίας δεν έφυγε απ' τα χείλη της, ακόμα κι όταν σηκώθηκε σιγά κι ανάλαφρα για να μη τον ξυπνήσει και πάνε άδικα κόποι και παράδες.
- Τρέξε γλήγορα και πλύσου, σιάξου καλά να σε διεί έτσι όμορφη άμα ξυπνήσει και πιάσε το ζωνάρι του με τα δικά σου χέρια! Εγώ θα μαζώξω τις τρίχες, για να τα πάω στη Μπερντού! Στον καφέ του μια σταλίτσα να ρίξεις, ίσα που να νιώθει κούραση και να μείκει εδώ, στο κρεβάτι. Τελείωνε με την πούδρα και το ρίμελ και να τα κρύψεις στο συρτάρι, μη τα βλέπει και πονηρεύεται... Αρωματίσου πάλι και μη ξεχάσεις κι ανοίξεις τις κουρτίνες και διεί που μεσημέριασε! 
- Ξέρω καλέ μαμά, άμε στην εκκλησία και μετά στης θείας εσύ κι έρχεσαι το απόγεμα να τον ζητήξεις το λόγο! 

Ναι για, αυτό θα γένει! Ωστόσο, ξεύρεις εσύ πως να τόνε φέρεις βόλτα, ναι κόρη μου; Μπρε συ, τι ωραίο παλικάρι είναι, σαν άγγελος κοιμάται! Άλλη λύση δε θα βρίσκαμε, καλά μας ήρτανε όλα ως τώρα! Το ζήτημα είναι να σε στεφανώσει κι έτσι θα γένει, πάει και τέλειωσε! Σε χάλασε και θα σε πάρει, τέλος! 

Ο Σταμάτης ζαλισμένος άνοιξε τα μάτια, νιώθοντας μια γλυκιά θαλπωρή στο ζεστό δωμάτιο που μοσχοβολούσε. Μέχρι να καταλάβει πού βρισκόταν, είδε τη Σωσώ να κρατάει ένα δίσκο και να τον κοιτάζει γλυκά, ντυμένη ελαφρά μ' ένα άσπρο δαντελένιο νυχτικό και σατέν φιόγκο στα μαλλιά. Παραξενεύτηκε αλλά η χαμογελαστή γυναίκα του σερβίρισε μια κούπα ζεστό καϊμακλίδικο καφέ για να συνέλθει. Υπήρχε κι ένα μπολ με κουλουράκια κι ένα πιάτο με κέικ σοκολάτα και κανέλα. Κρατώντας τον καφέ στο χέρι του, την κοίταξε με απορία. 
- Δεσποινίς Σωσώ; Πού είμαστε, δεν καταλαβαίνω... 

- Στο σπίτι μου Σταμάτη και δεν είμαι πια δεσποινίς! 
- Δεν κατάλαβα...
- Πιε το καφεδάκι σου και τα λέμε... 
- Στο σπίτι σου; Καλά, πώς γίνηκε, τι γίνηκε; 

Ρούφηξε δυο γουλιές καφέ κι η καρδιά της Σωσώς πήγε στη θέση της. Αν μπορούσε, ας έφευγε τώρα!
- Γίνηκε αυτό που ήθελε η μοίρα πασά μου! Με έφερες το ξημέρωμα ίσια με δω και δε με άφηκες απέ την αγκαλιά σου για πολλές ώρες...
- Τι; Δηλαδή θες να με πεις που κοιμηθήκαμε μαζί; 

- Πριν κοιμηθούμε, άλλα πράματα μ΄έκαμες Σταμάτη μου! Και να σε πω κάτι, έτσι έπρεπε να γένει αφού είναι το γραφτό μας!
- Δεν είναι δυνατόν! Εγώ κι εσύ; Δηλαδή θες να με πεις ότι...

- Ναι, αυτό σε λέω κι άμα τελειώσεις τον καφέ σου όλα θα τα θυμηθείς... 
Ξάπλωσε δίπλα του και του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά. Εκείνος ένιωθε αδύναμος ν' αντιδράσει, σαν κάτι να τον κρατούσε εκεί, καθηλωμένο στο κρεβάτι και την αγκαλιά της. Έβλεπε δίπλα του μια γυναίκα επιθυμητή, με δέρμα απαλό κι αρωματισμένο που έλιωνε σε κάθε του άγγιγμα. Υπέκυψε ακόμα μια φορά...  

- Σωσώ; Πού 'σαι μπρε κόρη μου, έλα να με ξεφορτώσεις κομμάτι, η θεία σου μ' έδωκε ένα σωρό πράματα! Πώς επέρασες στο γλέντι γιαβρί μου; Έλα να με τα πεις! Κοιμάσαι μπρε και δε μ' ακούς; 
Πέρασε τη ζώνη στο παντελόνι του Σταμάτη και βγήκε τάχα ταραγμένη η κόρη της.
- Ήρθες μαμά, τι ώρα είναι;
- Απομεσήμερο κόρη μου!

Άλλαξε ξαφνικά ο τόνος της φωνής της και μίλησε άγρια και δυνατά.
- Δε με λες, τι είναι αυτά τα ρούχα; Άντρας εμπήκε σπίτι μας και γδύθηκε; Πες με τι γένεται δω πέρα, τρίχα τρίχα θα σε βγάλω το μαλλί!
- Μαμά, θα σε πω, αμά μη φωνάζεις...
- Τι να μη φωνάζω, ε; Τώρα θα σε πω εγώ!
Μπήκε στην κάμαρα και είδε το Σταμάτη όρθιο, φορώντας μια ρόμπα της. Με το ζόρι κράτησαν οι δυο παμπόνηρες γυναίκες τα γέλια τους. 

- Παναΐα μου! Ποιος είσαι συ που φοράς τη ρόμπα της κόρης μου μπρε; Τι θες εδώ μέσα τσίτσιδος; Θα σας σκοτώσω και τους δυο με το μπαλτά! Πρώτα εσένα παλιάνθρωπε! 

Έπαιζε το ρόλο της τόσο πειστικά, που ο Σταμάτης τα χρειάστηκε. Μέχρι να πάει ουρλιάζοντας η μάνα στην κουζίνα να φέρει το φονικό όπλο, η Σωσώ κρύφτηκε κλαίγοντας στην αγκαλιά του. Πού τα βρήκε τόσα δάκρυα, ένα Θεός το ξέρει... 
- Θα μας σκοτώσει η μάνα μου, καμία στην οικογένειά μας δεν επήγε με άντρα πριν το στεφάνι... Για μένα δε με νοιάζει, εσένα κλαίω που θα σε φάει το χώμα πασά μου... 
Διε που κλείδωσε και την πόρτα για να μη φύγουμε! Η ζωή μας ένωσε για τόσο λίγο και θα μας χωρίσει ο θάνατος αγαπημένε μου!
Η Σωσώ είχε κολλήσει το κορμί της πάνω του και μες στη ζάλη που του είχε φέρει το σκονάκι με τα βοτάνια στον καφέ, ένιωθε να λυγίζει.
- Σώπα, φονικό δε θα γένει, θα σε στεφανώσω! ! 




Στο κρεβάτι άρρωστη έπεσε η μάνα του όταν της παρουσίασε τη νύφη. Αν και τους έκρυψε την πραγματική της ηλικία, η μεγάλη διαφορά τους ήταν φανερή. Δεκατέσσερα χρόνια. Ο Σταμάτης δεν ήθελε να ξέρει, δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα άλλο, γιατί ακόμα και μετά το γάμο τους δε μπορούσε να χωνέψει το πως έγινε αυτό με τη Σωσώ και βρέθηκε μαζί της παντρεμένος σ' ένα μήνα. Η καζούρα που του έκαναν όλοι, κράτησε μόνο τον πρώτο καιρό. Σύντομα σχετικά η Σωσώ έμεινε έγκυος, παρά την προχωρημένη της ηλικία και του έκανε ένα γιο τετράπαχο και όμορφο.
- Χαλάλι τη Μπερντού κόρη μου, τόσα που την έδωκα κι άλλα τόσα που θα τη δώκω πεσκέσι για τη γέννα!