.

.
.

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Θα σας πλερώσω! (Ναι, αλλά βραβεία δεν θα σου δώσουν!)




-  Αχού την καημένη την κυρά-Ρήνη τι ακούει...
- Μαμά, θα τήνε πεθάνει τη μάνα τση αυτή η λωλή! Σάματις το ήκαμε εξεπίτηδες να πέσει η έρμη;
- Μπρε, δε λες καλά που δεν ήτουνε η κόρη σου εδώ άμα ήρτε ο Στάθης; Για σκέβου να τσ' ήβλεπε μαζί απάνου απ' τη Ρήνη...
- Μπα! Μόλις ησηκώσαμε τη χριστιανή και μπήκαμε, επήε και κλείστηκε στην κάμαρα, το είδες Σασώ...
- Και βέβαια το είδα, πώς δεν το είδα! 


Η Νάνσυ χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της, όταν ο Στάθης πρότεινε στη γιαγιά του να την πάει στου θείου του. Θα την ξαπόστελνε εκείνη, χωρίς συνοδεία...
- Μαύρη ώρα που πάτησες εδώ πέρα το ποδάρι σου και μου έδωκες τέτοια σύγχυση! Να έπεφτες πιο πέρα και να σε μαζεύανε άλλες δε θα με πείραζε! Αυτή η Σμυρνιά, αφορμή θέλει να μπάσει τον εγγονό σου για γαμπρό στο σπίτι τση! Μέχρι και τραπέζωμα εκάμανε σε πατέρα και γιο που γιόρταζε ένας μπουζουξής! Περάστε και ορίστε και ποιος ξέρει τι τους έριξε μέσα και ξετρελαθήκανε με δαύτους!
- Έλα στα συγκαλά σου και σταμάτα επιτέλους αυτά που κάμεις! Το κορίτσι ούτε που το καλοείδα, επήγε κι εκλείστηκε μέσα, εγώ στην αυλή έμεινα με τσι τρεις γυναίκες! Μια πόρτα είσαστε κι άμα σε κάμουνε κάλεσμα από αγάπη είναι! Να τα σιάξεις με τοις αθρώποι, νοικοκυραίοι είναι! Ξέρεις βρε συ, τι ήτανε η κυρά-Διονυσία στα μέρη τους; Κυρά κι αρχόντισσα, με σπιταρόνα και υπερέτριες παρακαλώ! Η κόρη τση γεννήθηκε σε πουπουλένιο στρώμα και θα ήτουνε η πρώτη νύφη, σπουδαγμένη και με προίκα μεγάλη! Μέχρι και χρυσές λίρες είχε η μάνα και τήνε κλέψανε άμα ήρτανε εδώ πέρα. Τον άντρα και το γιο τση μαχαιρώσανε για τους κλέψουνε, του κόσμου τα χρυσάφια κουβαλούσανε! Άμα ήντουσαν άλλες, θα κρατάγανε τη μύτη ψηλά και θα βλέπανε τον κόσμο σαν τα μυρμήγκια... Κι όμως, είναι καλοδεχτικιές, γελαστές, φιλότιμες, συντρέχτρες! Κι άμα θες να ξέρεις, πολύ τσι αγάπησα! Και μη πεις ότι μου ρίξανε κι εμένα τίποτις για να ερωτευτώ την Αννίκα!
- Κοίτα, εγώ δε θα ρίξω τα μούτρα μου και δε θα είναι τώρα από πάνω, θα είμαι εγώ!


Βγήκε στο παράθυρο με το γνωστό της ύφος, αγνοώντας τη Λούλα.
- Κυρία Διονυσία! Ευχαριστώ που κοιτάξατε τη μάνα μου! Κι εγώ όμως δε θα σας αφήκω έτσι, θα σας πλερώσω! Ελάτε λίγο στην πόρτα κυρία Σασώ, μια στιγμή να πιάσω το πορτοφόλι μου!
- Τι είπε θα κάμει, θα μας πλερώσει; Μη τήνε ξεσυνερίζεσαι μπρε κόρη μου, δεν είναι στα καλά τση...
Η Λούλα είχε ήδη σηκωθεί με τα χέρια στη μέση.
- Τσίπα απάνω σου δεν έχεις εσύ; Για ποιες μας περνάς και θες να πλερώσεις που σηκώσαμε τη μάνα σου από χάμου και την ηδώκαμε ένα ποτήρι νερό;
- Έτσι έχω μάθει εγώ, να πλερώνω για ό,τι μου κάμουνε!
- Ε, άμε τότε να πλερώσεις ένα γιατρό να σε κοιτάξει!
Η Σασώ κοντοστεκόταν στην εξώπορτα. Σαν ελατήριο είχε πεταχτεί όταν τη φώναξε η Νάνσυ και δυσανασχέτησε με την τροπή που πήρε το θέμα. Φτου! Να πάρει η ευχή!
- Ακούς εκεί πράματα! Κάτω να τη βάλω και να τήνε λιώσω!
- Σους μπρε Λούλα μου, μη κάμεις έτσι κι εσύ, θα σ' έρτει τίποτις! Έτσι τα κάμει αυτή, φχαριστάει τοις αθρώποι πάντα, το φυσικό τση είναι!
- Δε μας παρατάς κι εσύ μπρε Σασώ; Τέτοια προσβολή να μας κάμει η λωλή και να φωνάζει που θα μας πλερώσει; Τι μας περνάει; Ποια είναι αυτή που θα μας βάλει ίσα κι όμοια με τσι κατσιβέλες; Κι εσύ πια αμέσως ετοιμάστηκες να πας, καλή είσαι κι ελόγου σου! Μωρέ θα ιδείς τι θα την κάμω! 

Η επόμενη μέρα βρήκε τη Λούλα να μπαινοβγαίνει στα γειτονικά μαγαζιά για τα ψώνια της ημέρας και να μιλάει με τις γειτόνισσες στις πόρτες τους. Κουβέντα την κουβέντα, μέχρι το μεσημέρι ήξεραν όλοι για τη μαντάμ Θανασούλα από το Βουρβούλο της Σαντορίνης. Η Σασώ σκούπιζε με αργές κινήσεις το πεζοδρόμιο, υπολογίζοντας την ώρα που θα γύριζε η Νάνσυ. 
- Για να βγει έτσι με τα μαλλιά βρεμένα, για κούρεμα επήγε... Μπρε τη γιαλαντζί μαντάμα! Η Λούλα στσι δόξες τση σήμερις! Χα χα χα! Μωρέ ας τήνε κάμει και τουρσί, εγώ γιατί να τα χαλάσω μαζί τση; Δεν πάει να είναι απ' όπου θέλει; Η γυναίκα εμένα φώναξε και πρέπει να ιδώ τι με ήθελε... Α! Νάτηνε!
Αργά και με το κεφάλι ψηλά η μαντάμ επέστρεφε. Άνοιξε το πορτοφόλι της κι έδωσε μια δραχμούλα στα παιδιά που έπαιζαν στο δρόμο για να πάρουν καραμέλες.
- Μαντάμ Νάνσυ, τι κάμετε; Πως είναι η μαμά σας, την ηπέρασε ο πόνος κομμάτι; Καλά που σας είδα και ήθελα να σας ειπώ να με συχωράτε που δεν ήρτα χτες που με φωνάξατε, αμά η Λούλα δεν ήτουνε στα καλά τση κι ηφοβήθηκα μη την έρτει τίποτις... Δεν είναι που δε σας εχτιμάει, αμά η κακιά η ώρα έκαμε έτσι τα πράματα... 
Θα την περιφρονούσε κάτω από άλλες συνθήκες, που τόλμησε να μείνει στην αυλή αντί να πάει τρέχοντας που τη φώναξε. Έπρεπε όμως να την έχει από κοντά...
- Καλύτερα είναι, σηκώθηκε το πρωί και το πάτησε...
- Μπράβο, μπράβο... Καλέ, δεν περνάτε μέσα να σας ψήσω ένα καφεδάκι που είσαστε κι απέ το δρόμο, να τα πούμε κομμάτι; Τι στο καλό, γειτόνισσες είμαστε για!
- Αν και δεν το συνηθίζω κυρία μου, θα έρθω επειδής σε συμπαθώ...

- Περάστε, ορίστε μαντάμ Νάνσυ!
Η Διονυσία που άκουσε και είδε τα πρόλαβε στην κόρη της κι η Λούλα τις κακοχρόνισε με δυο φάσκελα.



- Πολλά λεφτά έχουμε κι εδώ και στο εξωτερικό κυρία Σασώ μου, πολλά! Πόσα πια να ξοδέψουμε; Αλήθεια, το μαγείρεψες το κρέας που σου έδωκα; Είδες πόσο φρέσκο ήτανε;
- Βέβαια! Πολύ ωραίο γίνηκε μαντάμ Νάνσυ, να 'σαι καλά! Πάρτε καλέ κουλουράκια, φάτε και το γλυκάκι σας, πολύ με πέτυχε φέτος! 
- Ευχαριστώ, το καφεδάκι μόνο με φτάνει... Θα σου δώσω ένα ωραίο και πολύ καλό μπιμπελό για τη σερβάντα σου, έχω πολλά τέτοια! Με τσι κούτες τα στέλνω στο νησί τα πράματα και κάμουνε την προίκα τους οι κοπέλες εκεί... Πόσα πια να κρατήσω, ένα σπίτι φορτωμένο έχω! Κι άμα θα πάμε στο δικό μας θα τα πάρω όλα καινούργια, τίποτις δε θα κρατήσω! Εγώ κυρία μου, είμαι άλλος άθρωπος, από γεννησιμιού μου αριστοκράτισσα! Δεν είναι που δεν υπολογίζω τον άλλονε, μα δεν παίρνω τίποτα, μονάχα δίνω... Άμα είδα το πιάτο της Λούλας, πολύ μου κακοφάνηκε, δε μπόραγα να το κρατήσω! Κι αυτή η γλωσσοκοπάνα παραξηγήθηκε, κατάλαβες;
- Ναι, πως... Αμά, να ξεύρετε που εμείς οι Σμυρνιές έτσι τα έχουμε αυτά, γλυκαίνουμε τον κόσμο... Η Λούλα το ήκαμε από αγάπη, όχι για να σας προσβάλει! Και τσι πόρτες μας έχομε ανοιχτές και τσι κουζίνες μας και τσι καρδιές μας! Η μάνα τση η κυρά-Διονυσία, είναι αρχόντισσα, από οικογένεια πλούσια, μοσχομεγαλωμένη, αμέ! Κι ο άντρας τση ο σχωρεμένος, κυρά τήνε είχε, με το δάχτυλο τσ' ηδείχνανε στη Σμύρνη! Τσι μαχαιρώσανε πατέρα και γιο, που ηκουβαλούσανε τσι λίρες και τα μαλάματα με τσι κασόνες...
- Κρίμας...

- Άστα μαντάμ Νάνσυ... Πως και δεν ηλωλάθηκε η έρμη με το κακό που τήνε ήβρε... Ήτουνε δυνατή γυναίκα κι ηστάθηκε στα πόδια τση με το μωρό στην αγκαλιά η άμοιρη... Χώρια που την ηκλέψανε κι αυτήνε το πουγκί με τοις παράδες που ήφερε στον κόρφο τση... Δράμα η ζωή τση ούλη...τι να πεις... 
- Και τώρα πάνε να τυλίξουνε κάνα πλούσιο γαμπρό για την Αννίκα!
- Μπα...όχι δα! Αυτή καλέ είναι μικρή ακόμα, δεν έχει το νου τση στις παντρειές! Και να ιδείς πόσα προξενιά τήνε στέλνουνε, ένας κι ένας ούλοι οι γαμπροί! Σε λέει ο άλλος, νοικοκυρεμένο κορίτσι είναι, η οικογένεια καλή και τίμια, αρχές καλές έχουνε, καλύτερη νύφη πού θα βρούμε; Γιατί, να ξέρετε μαντάμ Νάνσυ, οι γονιοί τση δεν σηκώνουνε πολλά πολλά! Και το όνομά τους το κρατάνε ψηλά, δικαίωμα κανένας τους δε δίνει! Και, μεταξύ μας τώρα, ξεύρετε πόσο ξύλο την ήδωκε η μάνα τση άμα τήνε είδε να μιλάει με το γιο σας; Μαύρη την ήκαμε την καημένη την Αννίκα, η ψυχή μου τήνε λυπήθηκε!
- Καλά να τση κάμει!

- Ε... Δεν ήκαμε και τίποτις κακό το κορίτσι μαντάμ... Τα ψούνια την ήπεσαν κι ο γιος σας πολύ κύριος τήνε βοήθησε να τα μαζώξει...
- Άκου κυρία Σασώ να σου πω κάτι! Ο Σταθούλης μου είναι κύριος και με τίτλο και λεφτά πολλά και πολλές μανάδες τόνε καλοβλέπουνε για γαμπρό! Να μαζέψουνε τσι κόρες τους όμως, γιατί το γιο το δικό μου τόνε έχω για μεγαλεία! Έτσι να τους πεις!


Η Λούλα άπλωνε τις δαντελένιες κουρτίνες, μια λεπτή κουβέρτα με ασορτί σεντόνια και τα σεμεδάκια από τα προικιά της που είχε μπουγαδιάσει για να τα φρεσκάρει. Γέμισαν τα σχοινιά κεντημένα ασπρόρουχα που άστραφταν στο φως του ήλιου. Οι κιτρινίλες που άφηνε η πολυκαιρία είχαν εξαφανιστεί.

- Λούλα! Τι κάμεις κόρη μου;
Η κυρά-Ρήνη από το παράθυρο χαμογελούσε με τρυφερότητα.
- Καλά είμαι χρυσή μου, εσύ πως πας; Σε πέρασε το πόδι σου;

- Με πονάει ακόμα, δύσκολο είναι να γιάνει έτσι γλήγορα...
- Περαστικό είναι κυρά-Ρήνη μου! Η ψυχή μου άνοιξε που σε είδα για! Στην καρδιά μέσα σ' ήβαλα να ξεύρεις!
- Να είσαι καλά παιδάτσι μου! Κι εγώ το ίδιο, πολύ σας αγάπησα να ξεύρεις! Να σου πω... καφεδάκι ήπιατε;
- Πες με που θα έρτεις να μας ηκάμεις παρέα!
- Ναι, ναι! Μια βράση ακόμα το φαΐ να πάρει και σβήνω τη φωτιά! 

Απορημένη η Λούλα έβαλε τον καφέ στο μπρίκι.
- Αυτό πάλι μπρε μαμά τι είναι για; Τόσο κακό τσ' ήκαμε η λωλή κι ήρχεται για καφέ; Μη χειρότερα!
- Λούλα, να ιδείς που η κόρη τση έχει μαλακώσει κομμάτι... Εδώ εμπήκε στης Σασώς το σπίτι κι ήπιε καφέ και την ίδια ημέρα τσ' ήδωκε πράμα τυλιγμένο στο χαρτί...
- Μμμμμμμ...μπα κι ηχάσει η μουρλέγκω... Άσε με μπρε μάνα και με δαύτηνα... Για να ιδούμε με την εγγόνα σου, θα πει το ναι για κάνα παιδί να ησυχάσουμε με τσι φασαρίες; Καλού κακού εγώ, είπα έτοιμες να έχω τσι καλές στρώσεις μη μας τύχει καμιά αρρεβώνα στο ξαφνικό... Μισόστεγνα θα τα μαζώξω, να σιδερωθούνε ωραία, χωρίς τσι ζάρες... 
- Για να ιδούμε κόρη μου... Θα την ηβαστήξει το μεσημέρι η Ασπασία την Αννίκα, ε; Είναι που έχει να πάει καιρό κιόλας απέ κει... Καλά ήκαμες και τήνε ήστειλες!
- Τι να σε πω μπρε μάνα, στο βάθος πολύ τήνε λυπούμαι τη μικρή... Θα την ηπιάσει η ανιψιά σου με τα λούσα και θα περάσει καλά... 


Μόνο καλά περνούσε η Αννίκα; Γερμένη στην αγκαλιά του Στάθη που καθάριζε φιστίκια και την τάιζε, περνούσε τέλεια! 









                                         ΟΝΕΙΡΕΜΕΝΟ  ΒΡΑΒΕΙΟ!!!


Η γλυκιά "Ονειρεμένη" μας, χάρισε ένα υπέροχο βραβείο με όλη της την αγάπη!
Με οχτώ χαριτωμένες ερωτήσεις, προσκαλεί κι άλλες επτά φίλες να συμμετάσχουν! Είχε και μια ιδέα που μου άρεσε πολύ, αντί για μένα να δώσουν τις απαντήσεις στη μαντάμ Νάνσυ! Ευκαιρία είναι λοιπόν να παίξουμε και να γελάσουμε με το σνομπ ύφος της!

Την ευχαριστώ πολύ που με επέλεξε και μου δίνει την ευκαιρία να χάνομαι στο δικό της oneirokosmo... 





Παρεμπιπτόντως, το ίδιο βραβείο μου χάρισε και η  Μέλανι, από το δικό της όμορφο ροζ κόσμο!
Την ευχαριστώ πολύ κι εύχομαι να είναι πάντα αισιόδοξη! 







1. Αγαπημένο περιοδικό: Όσα έχουν σχέση με τη μουσική, δεν ξεχωρίζω κάποιο

  2. Αγαπημένος τραγουδιστής-μουσική: Είμαι πάρα πολύ μουσικόφιλη κι αγαπώ πολλούς τραγουδιστές από την Ελληνική και ξένη ροκ σκηνή. Ακούω σχεδόν όλα τα είδη, πιστεύω στην καλή και κακή μουσική.

  3. Αγαπημένη Youtube guru: Δεν έχω... Τώρα το μαθαίνω αυτό...χιχιχι

  4. Αγαπημένο είδος μακιγιάζ: Τα γήινα χρώματα

  5. Αγαπημένο μέρος διαμονής: Το σπίτι μου και όπου αλλού περνάω ευχάριστα με καλή παρεούλα

  6. Αγαπημένη ταινία: Όλες σχεδόν του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου

  7. Πόσα ζευγάρια παπούτσια έχεις? Ωχχχχ...  παραπάνω από όσα έχει μια σαρανταποδαρούσα, αλλά βολεύομαι λίγα τελικά...
   
  8. Αγαπημένο χρώμα:
Μαύρο και ροζ  



Οι φίλες που θα το παραλάβουν θα ενημερωθούν σύντομα, είχαμε και... τριήμερο! 







Η αγαπημένη και λάτρης της παράδοσης Ginger μας!

http://ginger-in-crafts.blogspot.gr/ 


Η τρυφερή Τριανταφυλλένια μας!

http://wildrose-home.blogspot.gr/


Η γλυκιά μας Αιώνια Έφηβη Σμαραγδένια!

http://smaragdenia-roula.blogspot.gr/ 













Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Τώρα την έχω στο χέρι τη μαντάμ!



- Άκου κι εμένανε μπρε γυναίκα! Μια χαρά άθρωπος είναι ο πατέρας του και τήνε καλοβλέπει τη δικιά μας! Μυαλωμένο κορίτσι είναι, σάματις δεν ηξεύρει να κρατεί τη θέση τση; 
Η Λούλα έτριβε το νεροχύτη με λύσσα. Το χθεσινό της είχε κοστίσει πολύ και φοβόταν τα χειρότερα. Παραμόνεψε την ώρα που έστειλε την Αννίκα στο φούρνο και είδε το Στάθη που την ακολούθησε. Βγαίνοντας της πρόσφερε ένα ζεστό κουλούρι κι έπιασε πάλι κουβέντα μαζί της. Την υπόλοιπη μέρα την πέρασε κλαίγοντας πεσμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι, κρατώντας τα μάγουλά της πού είχαν κοκκινίσει κι έκαιγαν απ' τα δυνατά χαστούκια της μάνας της... 
- Χαρίτο, μη με διαολίζεις τώρα κι εσύ! Επειδής ο μπαμπάς του τήνε καλοβλέπει όπως λες, πρέπει να τήνε βγει το όνομα; Στο κάτω κάτω αυτός έχει γιο, ποιος θα πει κουβέντα, ε;
Τσ' είπα χίλιες φορές να μη κάθεται να μιλάει μαζί του κι αυτή εκεί, το χαβά τση! Αύριο - μεθαύριο θα φύγουνε να πάνε στο δικό τους σπίτι κι ούτε γάτα, ούτε ζημιά! Θα σε ιδώ μετά πως θα τήνε παντρέψεις άμα τση έχουνε κρεμάσει τα κουδούνια! Θαρρείς πού δεν τόνε καλοβλέπουνε κι άλλες μανάδες για γαμπρό; Μοναχογιός, με μέλλον, με παράδες, καλομαθημένος σαν πασάς, ποια δε θα τόνε ήθελε; Να τήνε ξελογιάσει και μετά μη τόνε είδατε τον ασίκη;
- Σους μπρε γυναίκα κι εσύ, έφτασες στα ξελογιάσματα! Αμέσως την καταστροφή ήφερες! Δυο κουβέντες αλλάζουνε σα γειτόνοι που είμαστε μες στον κόσμο, δεν τήνε ξεμονάχιασε!
- Καλά... Κάμεις σα να μη ξεύρεις κι εσύ! Πολύ θέλει μπρε Χαρίτο; 



Η Σασώ έβαλε τη μπροστοποδιά κι ανέβηκε στην ταράτσα με μια λεκάνη. Τα μικρά έπαιζαν ολημερίς στο δρόμο και κάθε μέρα τούς έπλενε τα ρούχα. Ο πατέρας τους δούλευε απ' το ξημέρωμα. Καλός κι εργατικός άνθρωπος, αγωνιζόταν για τη φαμίλια του.
- Μπρε τα παλιόπαιδα, τα τζιέρια με φάγανε πάλι σήμερις! Ούλο μαλώνουνε, τι να τα κάμω;
Κοίταξε στην αυλή και είδε τη μάνα της Λούλας να πλέκει. Κάθε τόσο σήκωνε τα μάτια στον ουρανό κι αναστέναζε.
- Ε! Κυρά-Διονυσία! Τι στενάζεις καλέ, τα τυράννια σ' ηπνίξανε; Η κόρη σου πού είναι και δεν τήνε είδα καθόλου;
- Μέσα Σασώ μου, την κουζίνα παστρεύγει!
- Καλά, απλώνω κι εγώ των μικρώνε τα ρούχα, μέσα στη λάσπη ήτουνε! Καφεδάκι θα πιούμε πες τση; Αμά σε μένανε, γιατί έχω τα φασούλια στη φωτιά και να είμαι από πάνω πρέπει! 
- Να πιείτε! Εγώ θα ξαπλώσω κομμάτι, τα ποδάρια μου πολύ με πονούνε πάλι, δεν τα ορίζω... 



Βγαίνοντας στην αυλή η Λούλα, ένιωσε το βλέμμα της μαντάμ πάνω της. Σήκωσε το κεφάλι τάχα να δει αν στέγνωσε ένα πεσκίρι της κουζίνας και είδε μια Νάνσυ αλλιώτικη, πολύ αγριεμένη. Δυο σχισμές τα μάτια και τα χείλη της, έτοιμη να της επιτεθεί.
- Αυτό που βάλατε στο νου σας να το ξεχάσετε κυρά μου! Και κοίτα να μαζέψεις την κόρη σου πού ούλο νάζια και σκέδια είναι και κουνιέται στο γιο μου, για να μη τήνε μαζέψω εγώ!
Η Λούλα όρθωσε το κορμί της και πέρασε στην αντεπίθεση.
- Την κόρη μου δεν είσαι άξια να τήνε πιάνεις στον στόμα σου μαντάμ! Δεν είναι απέ κείνες που κουνιούνται τσι άντρες, έγνοια σου! Ο γιος ο δικός σου την ηπαίρνει από πίσω άμα ξεμυτίσει να πάει στα θελήματα πού τήνε στέλνω! Εκείνονα μάζωξε κι άμε στα κομμάτια που θα μ' ηζητήξεις και τα ρέστα! Και να ηξεύρεις ένα πράμα, χρυσή να τήνε κάμεις κι εκείνηνα κι εμάς, δεν σας τήνε χαλαλίζω πού να σε ιδώ να κρέμεσαι ανάποδα! Ακούς εκεί ηβάλαμε με το νου μας το γιο σου! Όχι δα! Αξίζει καλύτερη τύχη το κορίτσι μου! 
Καμαρωτή βγήκε για το δίπλα σπίτι, αφού έταξε στη Σασώ ότι θα πάει για τον καφέ. Η σύγχυση την έκανε να τρέμει ολόκληρη αλλά δεν ήθελε να τη βλέπει η Νάνσυ, ούτε οι άλλες γυναίκες της αυλής πού είχαν βγει στις πόρτες ακούγοντας τον καβγά. Έτσι κι αλλιώς, όλοι έβλεπαν το Στάθη που ακολουθούσε την κόρη της, ήταν λοιπόν από πάνω. 
- Πιε το κονιακάκι Λούλα μου να σε ηρεμήσει, έλα κοκόνα μου! Έλα μπρε και μη σεκλετίζεσαι, δεν ηξεύρουμε ούλοι τη Νάνσυ; Φοβάται μπα και χαλάσει ο γιος τση τα λογοδοσίματα... 
- Ποια λογοδοσίματα, τι λες μπρε Σασώ;
- Κάτσε μάτια μου, ηρέμησε κομμάτι και θα σε τα πω ούλα! 


Η Λούλα αέριζε το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο με μια εφημερίδα. Η Σασώ είπε με όλες τις λεπτομέρειες όσα συζήτησε με τη Νάνσυ για την πλούσια νύφη, κρύβοντάς της όμως το φίλεμα. 
-<< Σιγά μη την δώκω κι αναφορά σε πράμα που δεν τήνε γνοιάζει! Εμένα η μαντάμ κακό δε μ΄έχει κάμει, γιατί να μη τα 'χω καλά μαζί τση; Άσχημα μ' ήπεσαν αυγά και κρέας; Πάει να πει που πολύ μ' εκτιμάει η Νάνσυ και θα με δώκει κι άλλα πράματα... Έχει αυτή λένε πολλοί παράδες κι ένα σπίτι φορτωμένο με του κόσμου τα καλά!>> 
Γέμισε ένα ακόμα ποτήρι με κρύο νερό. Η Λούλα ήπιε το μισό και με το υπόλοιπο έβρεξε το κεφάλι της.
- Κι αφού είναι σχεδόν τελειωμένο, γιατί αυτός να κυνηγάει έτσι την Αννίκα μου μπρε Σασώ, με λες; 
- Τι να σ' ειπώ, δεν ηξεύρω... Αμά είναι και κάτι άλλο που με ήρτε στο μυαλό μου τώρα! Στου Παρασκευά την ονομασία, ο κύριος Μάνθος έδειχνε να χαίρεται με τα παιδιά που καθόσαντε πλάι πλάι... Και δε με λες μπρε κοκόνα μου, αφού η Νάνσυ λέγει που είναι τελειωμένο το πράμα, δε θα κακοφανιζούτανε ο πατέρας να βλέπει το γιο του να κάμνει κόρτε την κόρη σου; 
- Μπορεί να μην κατάλαβε...
- Σώπα κι εσύ τώρα που δεν το κατάλαβε, λες και μωρό είναι! Εδώ το είδαμε ούλοι μπρε χριστιανή μου!
- Το είδατε, ε; Αχ... Κακά ξεμπερδέματα θα έχομε, όπως σε βλέπω και με βλέπεις... Καλό και τίμιο κορίτσι και να την βγει το όνομα...
- Αμάν πια κι εσύ μπρε Λούλα, ούλο θα τήνε βγει το όνομα και θα τήνε βγει το όνομα! Γιατί να τήνε βγει, ε; Τι ήκαμε η κόρη σου; Όμορφο κορίτσι είναι, τήνε ήβαλε στο μάτι ένας άντρας και τήνε κάμει τα γλυκά μάτια, και; Σήμερις είναι αυτός, αύριο θα είναι άλλος και μεθαύριο παρ άλλος! Στης λεύτερης την πόρτα εκατό κι ο γάιδαρος δε λένε; 
- Ε... Έτσι είναι Σασώ μου...
- Και η Νάνσυ ας κάτσει να σκάει κι ας τόνε μαζώξει το γιόκα τση αφού είναι με άλληνε! Και δε με λες, η νύφη η παραλού πότε τόνε βλέπει, ε; Αυτός μάτια μου, περνάει τσι ώρες του πίσω απ' το παραθύρι κι όξω στο μπαλκονάκι για να βλέπει την Αννίκα! Κι άμα ξεμυτίσει η κόρη σου, τρώεται να τήνε πάρει το κατόπι για να τήνε μιλήσει! 
- Αμ δε θα τήνε ξαναμιλήσει... Τήνε έριξα ένα μπερντάχι και τήνε είπα που όξω μοναχιά τση δεν ξαναβγαίνει! Όπου πάμε μαζί... 


Η Αννίκα έκλαιγε στην αγκαλιά της γιαγιάς της, όταν η Λούλα γύρισε συγχυσμένη.
- Κλάψε κι άλλο να ιδώ τι θα καταλάβεις! Τα νέα που σ' ήφερα είναι για να φτύνεις, όχι να κλαις! Χαρίτο, έλα εδώ κι εσύ και στείλε τσι μικροί όξω με τη μπάλα! Το λοιπόν, έχω νέα άσκημα για ελόγου σου, που έχεις λωλαθεί με δαύτονα... 


Η Διονυσία έσφιξε την εγγονή της ακόμα πιο πολύ.
- Τζιέρι μου! Η ζωή τα έχει αυτά, αμά είσαι μικρή ακόμα κι έχεις πολλά να μάθεις για τσοι άντρες... 
- Δεν το πιστεύω γιαγιά μου, δε μπορεί να μου το έκαμε αυτό...
- Άσε τον καιρό να φανερώσει την αλήθεια. Άμα είναι ταγμένος σ' άλληνα και τήνε αγαπάει, γλήγορα θα σε ξεχάσει. Άμα όμως αγαπά εσένα, στα πόδια σου θα πέσει για να τον ειπείς το ναι... 
Ηξεύρεις Αννίκα μου, τα μιλήματα κακό δεν ηκάμνουνε, τα ξεμοναχιάσματα είναι φόβος και τρόμος γιαβρί μου...
- Γιαγιά μου, εγώ δεν...
- Λες να μην ηξεύρω τι κορίτσι μεγάλωσα; Όμως τα καλά κορίτσια πολλές φορές κακό πολύ μεγάλο παθαίνουνε! Και καλό είναι να ηξεύρουν πάντα τη θέση τους να βαστούνε...
Πριν πολλά χρόνια στη Σμύρνη, ηγίνηκε φονικό για την τιμή μιας κοπέλας. Όμορφη σαν κι εσένανε, φρόνιμη κι απέ σπίτι καλό με παράδες. Ο πατέρας τση ήχασε ούλη του την περιουσία όταν ηγίνηκε σεισμός μεγάλος κι ηπήρε το σπίτι τσους φωτιά. Όσο ήτρεχαν να σωθούνε, τσ' ηνοικοκυρέψανε οι τουρκαλάδες γυρολόγοι... Παράδες και μαλάματα πουθενά δεν ηφανήκανε άμα τα πράματα ηρεμήσανε κομμάτι. Ήπιασαν σπιτάκι μικρό κι ηρχίνισανε το ημεροκάματο για να σταθούνε στα πόδια τσους.
Ένας λεβέντης που ήκαιγε καρδιές τότενες, την ήβαλε στο μάτι την κοπέλα κι ούλο την ηγυρόφερνε. Όμορφος και παραλής, γαμπρός ζηλεμένος που ούλες τόνε θέλανε κι ηστενάζανε στο πέρασμά του. Ηχάρηκε πολύ κι αυτή που η τύχη τση άνοιξε! Με το πες πες την ηξεγέλασε κι άμα τήνε άφηκε με μωρό στην κοιλιά ηγίνηκε καπνός...
Οι γονιοί τση την ηκλείδωσανε στο σπίτι κι ο πατέρας τση ήψαχνε να τόνε εύρη. Τόνε μίλησε με το καλό, τίποτις αυτός, μήτε να ηκούσει, τόνε ήπιασε με το άγριο, τα ίδια αυτός.
Θολωμένος, ήπιασε μια μεγάλη πέτρα και τόνε χτύπησε. Την κεφάλα στα δυο τόνε άνοιξε, πέφτει χάμου αυτός και πάει... Μαρτύροι δεν υπήρχανε που ηγίνηκε το φονικό, όμως ήξευραν ούλοι ποιος το ήκαμε κι ήτουνε με το μέρος του πατέρα! 

<<Καλά τον ήκαμε τον παλιάθρωπο που κατάστρεφε τα κορίτσια του κόσμου και δε τόνε πρέπει να μπει στα σίδερα>> ήλεγαν.
Ένα καφενές ολάκερος ήδωκε την κατάθεση που ήτουνε ο άθρωπος εκεί ίσα με τα μεσάνυχτα κι ηπαίζανε χαρτιά ούλοι μαζί... 
<< Για τα στεφανώματα ήτουνε έτοιμος ο σχωρεμένος, πολλή αγάπη τήνε είχε την κόρη του>> 

Η μάνα ντροπιασμένη κι αυτή, τήνε ήβγαλε νύχτα κρυφά και τήνε ήστειλε σε μια αξαδέρφη τση στην Πόλη, για να γλυτώσει απ' του πατέρα την οργή. Κανείς δεν ήξευρε τι απόγινε κι αυτή και το παιδί τση... Γι' αυτό τα κορίτσια πάντα πρέπει να φυλάγουνται απ' τσι συφορές αυτές Αννίκα μου... 




Η κυρά-Ρήνη άναψε τη μεγάλη καντήλα, έκανε την προσευχή της κι έβαλε το φυλαχτό στον κόρφο της. Οι γιατροί της συνέστησαν να πάει στην Αθήνα για να γιατρέψει το πονεμένο στομάχι της. 
Η κόρη της δεν τη δέχτηκε κι απαίτησε να μείνει στο γιο και τη νύφη της, προφασιζόμενη δουλειές και βεγγέρες σε πλουσιόσπιτα.
- Εκεί θα πας, στον κανακάρη σου το βλάκα! Από τόσες γυναίκες, αυτή τη γύφτισσα εβρήκε να πάρει τρομάρα του!
- Δε σταματάς να τρώγεσαι Θανασούλα; Μια χαρά κοπέλα τήνε πήρε! Και καλή είναι και νοικοκυρά και με το γέλιο στο στόμα τση! Και τα παιδιά τους πολύ καλά, μ' αγαπούνε και με σέβουνται κι ούλο γιαγιάκα μου και γιαγιάκα μου είναι! Πώς και τι κάμει η νύφη μας να πάω εκεί να μείνω! Έλα μάνα κι έλα μάνα είναι!
- Να πας! Θα κάτσεις μια βδομάδα και μετά έρχεσαι σε μένανε!
- Δε χρειάζεται να έρθω, μόνο το Σταθούλη να με στείλεις να τόνε δω λιγάκι που τόνε πεθύμησα...
- Ο Στάθης να έρθει εκεί σε δαύτους; Δεν είσαι με τα καλά σου! Καμιά δουλειά δεν έχει, εσύ θα έρθεις εδώ να τόνε δεις και να σε δει! Θαρρείς πως δε σ' αγαπάει ο γιος μου;
- Το ξέρω πως μ' αγαπάει, του έχω κι εγώ αδυναμία μα δεν το λέω πουθενά μη και πούνε πως ξεχωρίζω τα εγγόνια μου... Για το παιδί και μόνο θα έρθω παλαβή, ε παλαβή! 

Τα ραβασάκια πηγαινοέρχονταν κι η Αννίκα που δε μπορούσε να τα πάρει από το μικρό της Σασώς γιατί φοβόταν, μαράζωνε κάθε μέρα και περισσότερο. Ένιωθε πως την κορόιδευε ο λογοδοσμένος νεαρός, που την κρυφοκοιτούσε κι έλιωνε όσο ένιωθε το βλέμμα του πάνω της. Είχαν αρχίσει και τα πρώτα προξενιά να χτυπάνε την πόρτα τους.
Η γιαγιά Διονυσία καθόταν πάντα τα απογεύματα με το πλεχτό στο χέρι κι αναστέναζε όλο και πιο συχνά... 

- Αχ! Κάμε να έχει καλό τέλος Θε μου...
Ξαφνικές φωνές πόνου από το δρόμο την έκαναν να σηκωθεί ανήσυχη. Πετάχτηκε κι η Λούλα που ετοιμαζόταν να περάσει χένα στα μαλλιά κι έτρεξε έξω να δει τι συμβαίνει.
Η γυναίκα που από την προηγούμενη μέρα είχε έρθει στο σπίτι της διπλανής, είχε πέσει μπροστά από την πόρτα με μια σακούλα αλεύρι χυμένο δίπλα της.
- Χριστός και Παναγιά! Μαμά, φώναξε την Αννίκα να τη σηκώσουμε! 

Μαζί και η Σασώ που βγήκε τρέχοντας, μετέφεραν τη Ρήνη στην αυλή. Το πόδι της δε μπορούσε να το πατήσει και είχε αρχίσει να πρήζεται. Η Διονυσία έφερε κρύο νερό να πιει και να συνέλθει κι ένα πεσκίρι με πάγο για το χτύπημα.
- Σύχασε κυρά μου και θα σε περάσει! Αφού ημπόρεσες να κουνάς τα δάχτυλα, δεν ήσπασε ευτυχώς! Άπλωσέ το εδώ στην καρέκλα να σε το τρίψω κομμάτι!
- Μήτε που κατάλαβα πως έπεσα κάτω! Στο σκαλί ανέβαινα και ξαφνικά εμπλέχτηκα στη φούστα μου και κουβαριάστηκα χάμω! Να είσαστε καλά κυράδες μου, πολύ σας ευχαριστώ που με βοηθήσατε! 
- Στη μαντάμ Νάνσυ μένετε, ε; Συγγενής της είστε;
- Δεν τήνε ξέρω αυτή που λες κόρη μου... Εδώ δίπλα στην κόρη μου τη Θανασούλα πάγαινα. Επήρα αλεύρι απ' το φούρνο, να κάμω μια πίτα με τυρί και χόρτα για τον εγγονό μου...
Οι γυναίκες κοιτάζονταν απορημένες. Πρώτη πήρε το λόγο η Σασώ. 

- Καλέ, την κόρη σου Θανασούλα τήνε λένε;
- Ναι! Αθανασία το βαφτιστικό τση δηλαδή. 
- Που έχει άντρα τση το Μάνθο και γιο το Στάθη;
- Ναι παιδάτσι μου!
- Κι εμάς γιατί μας είπε που τη λένε μαντάμ Νάνσυ;
- Δεν ξέρω... Νάνσυ πρώτη μου φορά ακούω... Μήπως εδώ πέρα, έτσι  φωνάζουνε τσι Αθανασούλες;  Κοίτα που δε μποράω να κουνηθώ ακόμα, θα γυρίσει και θα ανησυχήσει άμα δε με βρει σπίτι... 
- Κάτσε να συνέλθεις κομμάτι και μη γνοιάζεσαι, άμα έρτει θα τη μηνύσουμε που είσαι εδώ.
Η Λούλα την κοίταξε με συμπάθεια.
- Ένα καφεδάκι κι ένα σάμαλι θα σε γλυκάνει τον πόνο! Να ιδείς που ίσα με το βράδυ θα είσαι μια χαρά!
- Την ευχή μου να 'χεις κοπέλα μου χρυσή, μα σε φασαρία άλλη μη μπαίνεις! Το νεράκι με φτάνει...

- Καμιά φασαρία δεν είναι! Σε πέντε λεφτά θα πιούμε καφεδάκι όλες!
Λούλα και Σασώ κρατούσαν την κοιλιά τους από τα γέλια στην κουζίνα.
- Είδες τη Θανασούλα; Χα χα χα! Τώρα την έχω στο χέρι τη μαντάμ! Θα τα μάθουμε ούλα απ' την κυρά-Ρήνη!
- Φτάνει να μη γυρίσει γλήγορα η κόρη τση... 


Τα βασανισμένα χέρια των γιαγιάδων κρατιόντουσαν σφιχτά πάνω στο τραπέζι.
- Αχ... Κανένανε δεν αφήνει ο Θεός... Τυραννίστηκες πολύ μ' ένα μωρό στην αγκαλιά σε ξένο τόπο και σκοτωμένους τον άντρα και το γιο σου κυρά-Διονυσία μου... Κι εγώ θαρρείς που κατάλαβα νιάτα; Ούλη μέρα στα χωράφια από μικρό κορίτσι, μήτε να παίξω δεν επρόλαβα... Μετά η παντρειά, οι γέννες, αγώνα συνέχεια για το καθημερινό μας... 
- Έτσι είναι η ζωή κυρά-Ρήνη μου, ένας αγώνας... Αμά η κόρη σου τουλάχιστον ηκαλόπεσε και δεν έχεις την έγνοια τση... Οι γιοί σου παντρεμένοι κι αυτοί, ε;
- Ο γαμπρός μου είναι ένα κομμάτι μάλαμα! Νύχτα και μέρα παρακαλάω τον Άι-Νικόλα να γαληνεύει τσι θάλασσες. Και οι νυφάδες μου καλές κοπέλες, ο ένας μου ο γιος μένει στο νησί κι ο άλλος στην Αθήνα. Με κοίταξε πολύ κι αυτός κι η γυναίκα του που μπήκα στο νοσοκομείο για τις αχτίνες. Τώρα πια παρακαλάω να με βαστήξουνε τα ποδάρια μου να δω τσι χαρές των εγγονιών μου... Κι αυτός ο Σταθούλης μου, πολύ καλό παιδί, τυχερή θα είναι όποια τόνε πάρει, δε θα ξέρει το όχι του! Ίδιος ο πατέρας του είναι!
- Καλότυχος να είναι κι ούλα τα παιδιά του κόσμου! Τι άλλο μας ήμεινε, τσι χαρές τους να ιδούμε άμα μας αξιώσει... Κι εσύ γερή και σιδερένια να τα καμαρώσεις ούλα! 
Η Λούλα μάζεψε πιατάκια και φλυτζάνια από το τραπέζι κι έβγαλε λικέρ βύσσινο με στραγάλια αφράτα στο μπολάκι.
- Τυχερή η κόρη μου που 'χει τέτοιοι καλοί γειτόνοι! Έτσι είμαστε κι εμείς στο Βουρβούλο, το χωριό μας στη Σαντορίνη. Καθούμαστε στις αυλές μας, μιλούμε, τρατάρουμε... Είδατε πόσο μοιάζουμε; Ακόμα και η μιλιά μας ίδια είναι! Πολύ θα το χαρώ άμα έρθετε καμιά φορά στο νησί! Κοπιάστε όποτε θέλετε! 
- Να 'σαι καλά κυρά-Ρήνη μου! Αμά κάτι θα σε πω και να με συμπαθάς... Η κόρη σου δε μας καταδέχεται! Ούλο φασαρίες μας κάμνει κι ηρχίνισε το πράμα από όταν ήρτανε εδώ... Μια πιατέλα τηγανίτες τήνε ήστειλα με την κόρη μου για τα καλωσορίσματα, το γιο τση ένα σωρό λόγια είπε και με τη γύρισε στα μούτρα, που τήνε ήκαμα λέει και προσβολή...
Η Διονυσία προσπάθησε να σταματήσει την κόρη της, ενώ η Ρήνη κατέβασε το κεφάλι και κατακοκκίνισε ντροπιασμένη.
- Σους μπρε Λούλα!
- Απ' αγάπη την είπα τη γυναίκα μαμά... Τόσο δα στην καλοσύνη να την ήμοιαζε η κόρη τση και θα ήμαστανε μια χαρά... 
- Δε σε παραξηγάω κοπέλα μου, τι φταις εσύ... Πάντα της ήτανε παράξενη η κόρη μου κι ακόμα ψάχνουμαι να βρω σε ποιόνα έμοιαξε. Απλοί αθρώποι ούλοι είμαστε, αμά εκείνη άλλαξε πιο πολύ με το που ήρθε στην Αθήνα. Σου ζητάω συγγνώμη για λόγου τση...
- Μη ζητάς συγγνώμη κυρά μου, μια χαρά γυναίκα είσαι! Η πόρτα μας πάντα ανοιχτή θα είναι για σένανε! Άλλο εσύ κι άλλο η κόρη σου! 

Ο Στάθης γύρισε στο σπίτι χωρίς να προσέξει το χυμένο αλεύρι στην εξώπορτα και δε βρήκε τη γιαγιά του. Σκέφτηκε ότι θα πήγε στο φούρνο να πάρει την πίτα. Βγήκε στο μπαλκονάκι κοιτώντας δεξιά κι αριστερά, όταν τον είδε η Σασώ. Σκούντησε με τρόπο τη Λούλα και βγήκε να τον ενημερώσει. Σε λίγο έμπαινε φουριόζος μαζί της στην αυλή με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι.
- Τι έπαθες γιαγιά μου, πώς είσαι τώρα; Σήκω να δω αν το πατάς καλά!

Δυσκολεύτηκε αλλά τα κατάφερε. Ο εγγονός τη στήριξε πάνω του και κοίταξε τις γυναίκες δειλά.
- Σας ευχαριστώ πολύ όλες που τη βοηθήσατε! 
- Ένα καλό εκάμαμε παιδί μου, έτσι χάμου θα τήνε αφήναμε τη γιαγιά σου; Κομματάκι να ξαπλώσει κι αύριο θα είναι καλύτερα.
- Κυρία Διονυσία... εγώ...
- Καλά να είσαι γιόκα μου και να τήνε προσέχεις. Είσαι πολύ τυχερός που 'χεις τέτοια χρυσή γιαγιά... 

Για κακή ώρα της Ρήνης, συναντήθηκε στην πόρτα με την κόρη της που γύριζε με μια τσάντα από την αγορά...





Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Κοίτα μπρε τα πιτσουνάκια!

- Τι έκαμες βρε συ; Τι δουλειά είχες να πάρεις το παιδί και να πάτε δίπλα; Εμένα δε με σκέφτηκες, ε; Εμ βέβαια, το μυαλό σου σε μένανε θα το είχες ή στη φιλενάδα σου; Δεν επρόλαβα να φύγω κι έγινε εδώ το δικό σου; Νομίζεις πως δεν έβλεπα τις χαιρετούρες σου με τους διπλανούς τόσο καιρόΟύτε καλημέρα να μην έλεγες στις Σμυρνιές και πιο πολύ σ' αυτή τη Λούλα! Τέτοια προσβολή που μ' έκαμε και το αυτί σου δεν ίδρωσε! Δεν είμαι μοναχιά μου, έχω και το παιδί που πρέπει να κρατάει χαρακτήρα! Από πού κι ως πού ο γιος μου να κάθεται στις αυλές τους με τσι γυναικούλες και τους μπουζουξήδες και να τρώει; Άμα νομίζεις πως τους πήρε ο πόνος να σας καλέσουνε για τη γιορτή, είσαι γελασμένος, λόγια θέλανε να σας πάρουνε για μένα! 

Η υπομονή του Μάνθου είχε πλέον εξαντληθεί. Τρεις ώρες άφριζε η Αθανασία κι έβριζε ακατάπαυστα. 
- Κανένας τους δεν είπε τίποτα, κανένας δε ρώτησε για σένανε. Θαρρείς που όλος ο κόσμος την έγνοια σου έχει; Μια χαρά ανθρώποι είναι όλοι τους κι η Λούλα κι ο άντρας και τα παιδιά τση! Να δεις τι φρόνιμη και καλή είναι κι η κόρη τση!
- Και τι με νοιάζει εμένανε για την κόρη τση, ε; Μπας και τήνε καλοβλέπεις τη μικρή βρε πρόστυχε;
- Να σου ρίξω ένα φούσκο να σου πω εγώ! Πρόστυχο άμα με ξαναπείς θα γίνουμε από δυο χωριά, στο λέω! Μη παίρνεις θάρρητα που κάμω το κορόιδο για το Στάθη, κάτω σε βάζω και σε πατάω παλαβιάρα! Δείτε μούτρο που γίνηκε Νάνσυ...  Και που 'σαι, το ουίσκι το πήγα για δώρο!
- Μμμμμ... Τα δικά σου τα μούτρα να βλέπεις!

- Εκάμανε τόση χαρά... 
- Με το ουίσκι;
- Ε, ναι!
- Εμ... Άμα δεν τους το πήγαινες εσύ, σιγά μη το βλέπανε... 

Ο Μάνθος βρήκε το κουμπί της κι άρχισε το δούλεμα!
- Γι' αυτό το πήγα βρε Αθανασία, δεν το καταλαβαίνεις; Κάνα γλυκό θα έπαιρνα, μη πάμε με άδεια τα χέρια. αλλά σκέφτηκα το καλύτερο για να σε ανεβάσω ακόμα πιο πολύ στα μάτια τους! Τους υποσχέθηκα μάλιστα να τους φέρω κι άλλο να το πιούνε στην υγειά μας... 
- Καλά τους είπες!
- Και να δεις περιποίηση και πως μας φερθήκανε! Όλο κύριε και κύριε, με το σεις και με το σας...
- Αφού εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους εκεί μέσα... Ξαναμπήκε τέτοιος κύριος στο ρημάδι τους; Το Σταθούλη;

- Α! Ρώτησέ τον και να δεις τι θα σου πει! Σαν άρχοντες μας είχανε και τρέχανε να μας σερβίρουνε τα καλύτερα!
- Σιγά τα καλύτερα! Μπον φιλέ είχανε; Ξέρω τι ψήνουνε όλες τους, τίγκα στα σκόρδα και τις σάλτσες!

- Το τραπέζι φορτωμένο σου λέω! Έφαγε του σκασμού ο Σταθούλης κι έγλυφε και τα δάχτυλά του!
- Ο γιος ο δικός μου ξενόφαγε του σκασμού και γλειφότανε; Και τι τον επέρασες, για κάνα πειναλέο;
- Αμάν βρε χριστιανή μου, πουθενά δε σε βρίσκει άνθρωπος εσένανε! Άντε φεύγω τώρα, το νου σου στο παιδί!
Άμε ξεκουμπίσου από δω να μη σε βλέπω που θα με ορμηνέψεις κι από πάνω για το παιδί! 


Η χειρονομία του Μάνθου κάπως την ηρέμησε. Όσο σκεφτόταν το μεγάλο μπουκάλι που δώρισε, τόσο φούσκωνε από καμάρι. Είχε κι άλλα ποτά στο μπουφέ, θα ήταν λοιπόν ευκαιρία να κλείσει μια και καλή τα στόματά τους. Ήθελε τόσο πολύ να είναι από πάνω και να τη θαυμάζουν όλοι! 
- Κύριε Παρασκευά! Ελάτε μια στιγμή που σας θέλω!

Κοντοστάθηκε το παλικάρι που επέστρεφε από του θείου του λουσμένος στον ιδρώτα. Η μαντάμ βγήκε μ' ένα μπουκάλι βότκα και δυο πακέτα τσιγάρα.
- Χρόνια πολλά για τη γιορτή σας! Ήμουν κρουαζιέρα μέχρι προχτές ξέρετε. Πάρτε αυτό να το πιείτε με την παρέα σας! Και αυτά είναι από το εξωτερικό, μοσχομυρίζει ο καπνός τους. Είναι η αγαπημένη μάρκα του συζύγου μου. 
Δίστασε ο Παρασκευάς και της χαμογέλασε αμήχανα. Μέχρι πριν λίγο καιρό δεν είχαν ανταλλάξει ούτε καλημέρα.
- Μη με παρεξηγείτε, ο άντρας  μου σας συμπαθεί πολύ. Κι εγώ βέβαια, τραγουδάτε και πολύ ωραία!

- Ευχαριστώ πολύ κυρά-Νάνσυ!
- Μαντάμ είμαι, όχι κυρά!
Κλείνοντας την πόρτα του έστειλε δυο φάσκελα νευριασμένη.
- Άντε να χαθείς παλιομπουζουξή που θα με πεις και κυρά! Έχε χάρη που δε στα πήρα πίσω! 



Η Σασώ αφού καταχέρισε τους γιους της για δεύτερη φορά, ανέβηκε γρήγορα στο ταρατσάκι

- Αμάν αυτά τα παλιόπαιδα, τώρα βρήκανε να σκοτώνουνται! Όλο μαμά αυτός φταίει και μαμά ο άλλος φταίει και τσιρίδες είναι! Κοίτα μπρε τα πιτσουνάκια! Ε ρε και τι έχει να γίνει άμα τοις πάρουνε χαμπάρι οι μανάδες τους!
Η Αννίκα κρατούσε το σκισμένο δίχτυ κι ο Στάθης μάζευε τις πατάτες και τα λεμόνια που είχαν πάρει τον κατήφορο. Τα φόρτωσε στην αγκαλιά της και κάτι της είπε που την έκανε να ξεκαρδιστεί.
- Ξινά μόνο να μη σε βγουν τα γέλια κοκόνα μου... Να ιδώ τη Λούλα να κάμει τη Νάνσυ συμπεθέρα και τι στον κόσμο! Χα χα χα χα! 
Η μαντάμ Νάνσυ βγαίνοντας στο μπαλκονάκι τίναξε το ξεσκονόπανο. Το κρατούσε σε απόσταση με τα τα δυο της δάχτυλα κι οι γειτόνισσες που την έβλεπαν κρυφογελούσαν.
- Μπρε σεις, έτσι ξεσκονίζει η αριστοκρατία; Χα χα χα! Διέτε που γυρνάει αλλού τα μούτρα τση και το σιχαίνεται! Χα χα χα χα! 
Την ώρα που έμπαινε πάλι μέσα γύρισε το κεφάλι στην κάτω μεριά του δρόμου. Ο γιος της με την κόρη της Λούλας πειράζονταν και γελούσαν.
- Αυτό μας έλειπε τώρα! Καλά το κατάλαβα πως ο μπουνταλάς την έβαλε στο μάτι τη μικρή... 
Έριξε μια ματιά στη διπλανή αυλή. Η Λούλα με τη μάνα της και τρεις γυναίκες ακόμα έπιναν τον καφέ τους συζητώντας μεγαλόφωνα.
- Θα ψήσω πατετούλες λεμονάτες με σκορδάκι μπόλικο, θα κάμω κι ένα μπάνιο μετά και θα τριφτώ καλά. Πέντε κουπάκια, μια χαρά θα τήνε ηκάμουνε τη δουλειά τους!

- Τι με είπες μπρε Λούλα που κάμνουνε τα κατακάθια; Απέ τα τόσα που ξεύρεις και λες, δεν τα θυμούμαι ούλα!
- Το κατακάθι του καφέ δεν το πετάμε! Το ανακατώνουμε με λίγο νεράκι άμα ξεραθεί και τρίβουμε καλά το σώμα μας. Το κάμει απαλό και προλαβαίνει τσι ζάρες! Μα πού είναι κι αυτή η κόρη μου τόση ώρα, τώρα μαζεύουνε τα λεμόνια και τσι πατάτες; Σασωωωώ! Μπα και βλέπεις την Αννίκα; Πολύ άργησε!
- Έρχεται το κορίτσι σου! Το δίχτυ την εσκίστηκε και την πέσανε τα πράματα καταγής!
Σηκώθηκε φουριόζικα η Λούλα και βγήκε στο δρόμο. Η Αννίκα μιλούσε ακόμα με το Στάθη.
- Βάι βάι! Μπα που κακό χρόνο να μην έχουνε και τους βλέπει ο κόσμος ούλος και η Νάνσυ! Φωτιά θα μας ανάψουνε και θα γινούμε ρεζίλι σ' ούλο το μαχαλά... 
Έτρεχε με την ψυχή στο στόμα και η Σασώ από το ταρατσάκι κρατούσε την κοιλιά της από τα γέλια.
- Αρχινίσανε τα όργανα! Χα χα χα!
- Αννίκαααααααααα
- 'Ερχουμαι μαμά! Τα ψούνια με πέσανε, τι να έκαμα;
- Που να σου καμωθεί! σφύριξε μέσα απ' τα δόντια της η μάνα. 

Τα μαλλιά της μικρής λίγο ακόμα και θα έμεναν στα χέρια της Λούλας που την έβριζε και την ταρακουνούσε με δύναμη.
- Ελωλάθηκες μωρή; Τι στεκούσουνα και χαχάνιζες με το Στάθη να σας βλέπει ο κόσμος ούλος; Η μάνα του βγάνει αφρούς απέ τον στόμα τση και θα μας εύρη συφορά με δαύτηνα, δε στα είπα; Για την κακιά μας την τύχη εσκίστηκε το ρημάδι και σε τα μάζευε εκείνος; Πώς θα τα κλείσουμε τώρα τα στόματα του κόσμου; Γι' αυτό η Σασώ δεν ηκατέβηκε να πιει καφέ που την ηφώναξε η γιαγιά σου, εσάς τσι δυο ήκαμε χάζι! Πες με τώρα την αλήθεια, τι τρέχει με κείνονα; Τι σε έλεγε τόση ώρα και κοκκίνισες σαν τη ντομάτα; Λέγε για δε θα σε αφήκω τρίχα στην κεφάλα σου κακομοίρα μου! 
- Μαμά... Τίποτα δε μου είπε, για τον Παρασκευά με ρώταγε τι απόκαμε με τη Μαγδαληνή...
- Εσένα βρήκε να ρωτάει; Κουβέντα να σ' ηπιάσει ήθελε... Άλλη φορά άμα σας ιδώ να μιλάτε, μαύρη σου μοίρα κι άραχνη
Ο Στάθης γυρίζοντας σπίτι βρήκε τη μάνα του έτοιμη να κάνει φόνο. 
- Δε σταματάς καλέ μαμά επιτέλους; Δεν είμαι πια μικρό παιδάκι να μου λες με ποιους θα μιλάω! 
- Όταν ήσουνα παιδάκι δε σε κυνηγούσανε  να σε τυλίξουνε για γαμπρό! Καλύτερο από σένα δε θα βρούνε, ποια από δαύτες έχει άντρα αξιωματικό στο Ναυτικό, ε;
- Δεν έχω γίνει ακόμα μαμά! Και δεν είμαι βλάκας να με τυλίξει καμία όπως λες! Εγώ θέλω να πει το ναι η Αννίκα!
- Τι ναι να σου πει βρε Στάθη; Παναγία μου, η καρδιά μου!
- Την Αννίκα τη θέλω μαμά και θα τήνε πάρω όταν τακτοποιηθώ!
- Έξω από το σπίτι θα σε πετάξω άμα το κάμεις αυτό, ακούς; Για τα μούτρα τους σε μεγάλωσα έτσι βρε αχάριστε; Να βρεις μια κοπέλα από οικογένεια με λεφτά και όνομα μεγάλο να την πάρεις να σε καμαρώσω κι εγώ, όχι την κόρη της Σμυρνιάς που βαστάνε ουρά στην αυλή για πάνε να κάμουνε την ανάγκη τους! 
- Τα λεφτά δε με νοιάζουνε, ο άνθρωπος μετράει!
- Ναι, καλά...  Τα λεφτά κάνουνε τον άνθρωπο, να ζει καλά, να τα σκορπάει και να χαίρεται! Θα τις τακτοποιήσω εγώ μάνα και κόρη! 
- Τίποτα δεν έχεις να τακτοποιήσεις μαμά! Στο κάτω κάτω ακόμα δεν έχω δημιουργηθεί, δεν είπα να την πάρω κι αύριο... 
Αυτό μαλάκωσε λιγάκι τη μάνα του. Ο γιος της ήταν αξιοπρεπής και δε θα έμπαινε έτσι άφραγκος για γαμπρός στο σπίτι της Λούλας. Μέχρι να τελειώσει τη σχολή του είχε όλο τον καιρό να ψάξει για άλλο σπίτι, μακριά από την καταραμένη αυλή. Ως τότε όμως, έπρεπε να πάρει τις γειτόνισσες με το μέρος της... 

- Κυρία Σασώ! Ελάτε λίγο να σας πω κάτι! 
Δυο δυο κατέβηκε τα σκαλιά σιάζοντας τα μαλλιά της.
- Τι να με θέλει η Νάνσυ άραγες 
- Σας εκτιμώ πολύ κυρία μου, εδώ στη γειτονιά!
- Κι εγώ μαντάμ! Ορίστε, τι με θέλετε; 
- Επειδής έχετε παιδάκια μικρά, σας έχω εδώ αυγουλάκια φρεσκότατα και μοσχαράκι γάλακτος! Γιομάτο είναι το ψυγείο μου που πήγα και τα πήρα από τους δικούς μου και είπα να σας προσφέρω κι εσάς! Άμα σφάξουνε και γουρουνάκι θα σας δώσω ένα μπούτι να το στείλετε στο φούρνο ή να το κάμετε στην κατσαρόλα με τα σέλινα!
- Α! Ευχαριστώ πολύ! Τι καλή που είσαστε μαντάμ Νάνσυ! Ο άντρας σας καλά είναι; Το γιο σας τόνε βλέπω καμιά φορά, να σας ζήσει ο λεβέντης σας, καλό κι όμορφο παλικάρι!
- Ο άντρας μου ταξιδεύει κυρία Σασώ, θα γυρίσει μετά από μήνες... Ο γιος μου πάει στη σχολή του και προοδεύει!
- Μπράβο, μπράβο! Καλά δεξίματα να έχετε από τον κύριο Μάνθο και μια καλή τύχη για το γιο σας!
- Η τύχη του είναι έτοιμη! Μια κοπέλα εξαιρετική, από οικογένεια εφοπλιστών που δεν ξέρουνε τι έχουνε! Πώς και πώς περιμένουνε οι γονείς της τα αρρεβωνιάσματα
- Ναι, ε; Και δε με λέτε μαντάμ, την αγαπάει ο γιος σας την κοπέλα;
- Τη λατρεύει! Όμορφη, ψηλή, καλοντυμένη, μορφωμένη πολύ με γλώσσες και πιάνο! Και τον κοιτάζει μέσα στα μάτια, μεγάλος έρωτας! 
Η Σασώ ξεροκατάπινε και το μυαλό της έπαιρνε χιλιάδες στροφές.
Ε... Τι να πω... με το καλό τ' αρρεβωνιάσματα... Και πού θα μείνουνε άμα στεφανωθούνε, εδώ;
- Όχι βέβαια! Έχουνε μια σπιταρόνα στην Κηφισιά να τρίβεις τα μάτια σου! Θα έχει ετοιμαστεί και το δικό μας βέβαια, αλλά εκεί θα μείνω εγώ με τον άντρα μου! 

Πήρε τη σακούλα με το κρέας και τα αυγά και γύρισε στο σπίτι προβληματισμένη.
- Αυτά η Αννίκα αποκλείεται να τα ξεύρει... Φτωχό κορίτσι και να τήνε κάμει τα γλυκά μάτια αυτός, κρίμας είναι για! Θα πρέπει να τα μάθει όμως, να τόνε βγάλει απέ το μυαλό τση! Για ιδες μπρε τι πράματα μαθαίνεις σε μια στιγμή...