.

.
.

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Με τις φούριες της Λαμπρής


Το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου τα σπίτια ήταν στις δόξες τους. Γενική καθαριότητα σε όλα τα δωμάτια έκαναν ανασκουμπωμένες οι νοικοκυρές, να τα ετοιμάσουν για τη Λαμπρή. Οι τοίχοι σαπουνίζονταν, τα ντουλάπια άδειασαν και καθαρίζονταν, οι χοντρές κουρτίνες άλλαζαν και στη θέση τους κρεμούσαν τις πιο ανοιχτές και λεπτές, τα πατώματα τρίβονταν με κερί για να γυαλίσουν κι η μυρωδιά του ξυδιού και της σαπουνάδας απλωνόταν παντού. Μπακίρια κι ασημικά θα έπαιρναν κι αυτά σειρά την πρώτη εβδομάδα του Απρίλη, ν' αστράφτουν για το Πάσχα που έπεφτε στα μέσα του μήνα. 
Όταν τέλειωναν οι δουλειές θ' άρχιζαν τα ζυμώματα. Κουλουράκια, τσουρέκια, λαμπρόψωμα, όλα με φρέσκο βούτυρο, βανίλια, μαχλέπι και μαστίχα, θα γέμιζαν τα σπίτια και τα σοκάκια μοσχοβολιά.
Η Σουλτάνα αφού είχε καταχερίσει τα παιδιά της που έχυσαν για δεύτερη φορά πάνω τους το νερό που ύγραινε τις κουρτίνες για να σιδερωθούν καλύτερα, έψησε ένα καφεδάκι και κάθισε να πάρει μια ανάσα. 
- Ουφ! Η μέση στα δυο με κόπηκε σήμερα... Κι αυτά τα θεριά ησυχία δεν έχουνε! Δυο μουσκίδια, δυο αλλάγματα... Να με τα έπαιρνε κομμάτι η αδερφή μου να κάμω τη δουλειά μου χωρίς την έγνοια τους... Τα μάτια μου δεν κοτάω να γυρίσω αλλού και τα δικά τους θα τα κάμουνε... 
Το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα την έκανε να τιναχτεί και να πετάξει την ποδιά της. Μια ματιά στον καθρέφτη ίσα να στρώσει τις μπούκλες της ήταν απαραίτητη πριν την ανοίξει. Ήταν η γειτόνισσα της Γεσθημανής, που μάλωνε συνεχώς με τη νύφη της, η γνωστή γλωσσοκοπάνα.
- Μπρε καλώς τη Ντουντού! Καιρό έχω να σε διω, πέρνα μέσα μπρε να ψήσω καφεδάκι!  Ξεσηκώματα έχω δω και τρεις μέρες. Απέ τα χτες είπα που θα τελεύω, αλλά πού! Μια τα χέρια τους στοις τοίχοι, μια τα νερά χύνουνε, τις φάγανε πάλι τα θεριάκια μου! Δεν επέρασε καθόλου κι η Φωτεινούλα να της τα φορτώσω μπας κι ησυχάσω κομματάκι, έχει κι αυτή τις φούριες της... Πες με, καλά είσαι, η οικογένεια; 
- Καλά... Ας τα λέμε δηλαδή, γιατί αυτή η χαϊρσίζα θα με φάει τη ζωή μου... 
- Σους μπρε! Μια χαρά κοπέλα είναι η νύφη σου κι ούλο παράπονα κάμνεις! Νοικοκερά είναι, σεβαστικιά είναι, τι θες κι εσύ; Σε κάμνει τίποτις το κορίτσι κι ούλο μαλώνετε; Το γιο σου σαν πασά δεν τον έχει, τι θες κι εσύ για; 
- Δε σε λέγω που δεν είναι έτσι, αμά κάμνει κάτι σκέδια πολύ άσκημα... Και με το γιο μου αρπάζουντε συνέχεια κι ούλο με μένανε τα βάζει! Η μάνα σου κι η μάνα σου τον λέγει ούλη την ώρα η παλιο...
- Αχ μπρε Ντουντού μου κι εσύ... Χίλιες φορές σε το είπα, κάτσε στην κόχη σου και μην ανακατώνεσαι με το αντρόγυνο! Νέο ζευγάρι είναι, θα κάμουνε τα δικά τους, έχουνε τη σειρά τους να πούμε... Έχεις την κάμαρά σου, μπες μέσα και μη μιλάς, άσε τα παιδιά να κάμουν όπως ξεύρουνε... 
- Μμμμ... Ξεύρουνε, φυσικά και ξεύρουνε... Κι επειδής ένα πράμα μόνο κάμνουνε, η κοιλιά της ακόμα γιατί δεν φούσκωσε, με λέγεις;
- Και πού ξεύρεις εσύ που κάμνουνε αυτό ούλη την ώρα μπρε Ντουντού, στην κάμαρά τους είσαι με το κερί;
- Όχι, πού να με αφήκει αυτή να μπω μέσα; Κι αυτόν ίδιο τον έκαμε! Μια δυο φορές επέρασα να την αρωτήξω τι θα ψήσουμε την άλλη μέρα και γίνηκε πατιρντί μεγάλο! 
- Μπρε συ, το αντρόγυνο ητανάνε μέσα και μπήκες κι εσύ;
- Γιατί να μη μπω, σε ξένο σπίτι ήμουνα; Σάματις ήξερα τι κάμνουνε μες στη νύχτα; Πάει, θα με τον ρέψει το γιο μου η λυσσιασμένη, μια βούκα θα μείκει!
- Μπα που άδικη ώρα να μη σ' έρτει! Παλάβωσες μπρε συ και κάμνεις τέτοια πράματα; Μια ακόμα που είχες ανοίξει την πόρτα και σ' έβαλε χέρι ο γιος σου, δεν σ' έγινε μάθημα; Δε σε είπε που θα διεις κάνα θέαμα καμιά ώρα; Η νύφη σε φταίει μετά και με λέγεις που σε κρατάει  μούτρα; Και μετά σε κάμνει κι απορία κι εντύπωση που δεν έχει μείκει έγκυος ακόμα η έρμη  κοπέλα; Πάλι καλά να λέγεις που δεν έφυγε να γυρίσει πίσω στοις γονιοί της με τέτοια πράματα που την κάμνεις! 
- Ναι, την ξεφορτωθήκανε οι δικοί της για να την πάρουνε πίσω μετά; Με την τύχη τους μπρε  μιλήσανε που βρήκανε ένα παιδί σαν το γιο μου! Κι εγώ που στόμα έχω και μιλιά δεν έχω, σε μια άκρη κάθουμαι ούλη μέρα...
- Ναι, αμά τις νύχτες σηκώνεσαι κι ανοίγεις την κάμαρή τους! Ντροπής πράματα είναι αυτά μπρε συ, πού να τα πεις και δε θα σε βρίσουνε;
- Αυτό είναι το ευχαριστώ... Μια σταλιά ητανάνε ο γιος μου που έφυε ο αδικιορισμένος ο πατέρας του με την άλλη και μας παράτησε κι εγώ δεν έφτιαξα ξανά τη ζωή μου που ήμουνα νέα κοπέλα για να μη τον βάλω στο σπίτι πατριό... 
- Και πρέπει να τον βγάζεις την ψυχή του γι αυτό μπρε; Καλή είσαι, νοικοκερά είσαι, αυτά τα χούγια να μην είχες... Και να σε πω, ακόμα νέα γυναίκα που μήτε τα εξήντα δεν επάτησες, δεν βρίσκεις κι εσύ ένα καλό άθρωπο να κάμεις το δικό σου σπίτι; 
- Τώρα πια; Περιμένω να πιάσω εγγόνι να το κοιτάζω, άντρα δε θέλω κανένανε... 
- Κι εγγόνι και άντρα, γιατί όχι; Εδώ παντρεύουνται καν και καν, ας έλεγες εσύ το ναι και θα έπαιρνες τον καλύτερο! 
Η Ντουντού ίσιωσε τη μπούκλα που έπεφτε στο μέτωπό της κάνοντας μια κοκέτικη κίνηση. Της άρεσε ο τρόπος που την αντιμετώπιζε η Σουλτάνα, της ανέβαζε το ηθικό.
- Για τη Χρυσώ τα έμαθες; Ετοιμάζεται για αρρεβώνα, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα! 
- Μπα! Με ποιόνε για, τον ξεύρουμε; 
- Με τον Παρίση, που έχει το μαγαζάκι με τα ελεχτρικά. Νταλκά την είχε κι έβαλε τη θεία του να μεσολαβήσει. Αλλά όταν δεν είδαν προκοπή που η Χρυσώ έκαμνε τα νάζια της, μπήκαν τα μεγάλα μέσα, η Γεσθημανή κι η Ζηνοβία, η ανιψιά της! 
- Χα χα χα! Μπράβο, καλά εκάμανε! Φιληνάδες είναι οι δυο κοπέλες απέ χρόνια! Κι εδώ που τα λέμε, η Γεσθημανή όσα προξενιά έκαμε, καλοπερνάνε ούλοι! 
- Ναι, ναι... Η αλήθεια είναι που ξεύρει να ταιριάζει τα ζευγάρια... Και να σε πω, τη Χρυσώ πολύ την άρεσα, αμά αυτός ο γιος μου ο μπουνταλάς μήτε που ν' ακούσει δεν ήθελε... Είχε βλέπεις το νου του σε δαύτη την απτάλα... Τι τον έκαμε και τον ξελόγιασε, ποτές δεν κατάλαβα...
- Σους μπρε, μη λέγεις τέτοια λόγια! Τυχερά είναι ούλα στη ζωή, τη νύφη σου την αρέσω και την καμαρώνω κι εσύ λέγε ο,τι θέλεις! Ξεχνάς που ο κανακάρης σου ξεροστάλιαζε κάτω απ' το παράθυρό της κι επειδή οι γονιοί της δεν τον θέλανε για γαμπρό τους έλεγε πως θα τοις την  κλέψει; Όμορφη κοπέλα είναι, έχει τη σειρά της, καλοαναθρεμμένη, τι θα τον έκαμνε άλλο για να τον ξελογιάσει; Και ποιος άντρας δε θα την ήθελε που είναι γκιουζέλ κοπέλα;
Όσο φούντωνε και την κατηγορούσε η Ντουντού, το πανέξυπνο και κοφτερό μυαλό της Σουλτάνας έπαιρνε στροφές... 
<Καλά που γλύτωσε η Χρυσώ από σένανε ζουρλή! Θα με πεις τώρα που την πλέρωσε η άλλη κοπέλα και σε φορτώθηκε... Ποιόνε να βρίσκαμε για να σε κουκουλώσουμε μπρε ζεβζέκα μπας και ξεκουμπιστείς απέ το σπίτι κι αφήκεις τα παιδιά στην ησυχία τους; Γλωσσοκοπάνα είσαι, εύκολο πράμα δεν είναι, αμά σ' αυτή τη ζήσει ούλα γένουνται... Άμα ήσουνε εντάξει, δε θα σε παράταγε ο άντρας σου που τον έψησες τόσα χρόνια το χριστιανό...> 
- Η Γεσθημανή που λες, θα την πάρει από νωρίς στο σπίτι της το Μεγαλοβδόμαδο να ζυμώσει εκεί τα τσουρέκια. Απ' ένα μεγάλο για τον καθένα θα σιάξει, να τα προσφέρει στο γαμπρό και το σόι του... Την είπε πόσες οκάδες να ψουνίσουνε απ' ούλα τα υλικά, να φέρει και τα βαμμένα αβγά κι άμα τα ζυμώσει και τα πάει στο φούρνο ευθύς αμέσως στο σπίτι της μετά. Εκεί θα πάνε ψημένα, να μυρίσουνε! Ωραία, πολύ ωραία και της μαμάς της, αμά σαν της Γεσθημανής λέει δεν είναι και θέλει τη δικιά της συνταγή! Και σιγά μη της την πει ολάκερη, ούλο και κάνα μυρουδικό θα την κρύψει... Κάτι βάνει μέσα αυτή που δεν το φανερώνει... 
- Σαν τι άλλο να βάνει μπρε συ; Αλεύρι, μαγιά, βούτυρο, αβγά, κομμάτι μαχλέπι και μαστίχα, γάλα... Σιγά το μυστικό! 
- Μπα... Άμε στο φούρνο κάθε Μεγάλο Σάββατο πρωί να διεις τα δικά της και πες με μετά! Πάνε πολλά χρόνια που ητανάνε ο γιος μου μικρός, ίσια με οχτώ χρονώ, όταν τον έδωκε ένα. Το έκρυψα έτσι που μοσκοβόλαγε για να μην αρτυθεί που θα μεταλάβαινε κι άμα γίνηκε η Ανάσταση και μετά που τέλεψε η λειτουργία και γυρίσαμε στο σπίτι, δεν εκρατιότανε, αυτό με ζήτηξε πρώτα να φάει! Κόβω μια βούκα κι εγώ να δοκιμάσω, άλλο πράμα ητανάνε
- Τι με λέγεις, τόσο πολύ ωραίο; Κι εσύ μπρε ξύπνια γυναίκα που είσαι,  δεν εκατάλαβες απέ την ουσία του τι άλλο μπορεί να είχε βάλει στη ζύμη; 
- Όχι Σουλτάνα μου! Η μαστίχα ακουγότανε κι αυτό έλιωνε στον στόμα σαν αφρός!
- Χμμμ... Και δεν έμαθες;
- Τη δεύτερη μέρα της Λαμπρής  που την είδα στο μπαχτσέ, πήρα ένα δικό μου και βγήκα γλήγορα γλήγορα και την είπα που στη ζωή μου τόσο ωραίο πράμα δεν είχα φάει ποτές και φυσικά την αρώτηξα πως τα κάμνει! Δοκίμασε το φίλεμα και με λέει όπως κι εσύ Ντουντού μου, πολύ σε πετύχανε! Την λέγω ναι, αμά σαν τα δικά σου δεν είναι και με είπε που το μυστικό είναι  στο ζύμωμα... 
- Ε, για να σε πει έτσι, αυτό θα είναι για!
- Όχι σε λέω! Μέσα κάτι ρίχνει και δεν το μαρτυράει! Αφράτα ούλες τα κάμνουμε, η ουσία είναι αλλιώτικη, σαν το βελούδο ένα πράμα! 
Η περιέργεια άρχισε να τρώει τη Σουλτάνα! Καλοφαγού και μερακλού στην κουζίνα, ήθελε πάντα να ψήνει τα καλύτερα! Κι όσο κι αν παινεύονταν όλες οι καλονοικοκυρές, σαν τον  τέντζερη της Γεσθημανής δεν έστηνε καμία! Και στα φαγητά και στα γλυκά ήταν άφθαστη, αλλά πάντα έκρυβε υλικά... 
- Δε με λες, ο μπαμπάς του Παρίση μαζί τους θα μείκει άμα παντρευτούνε;
- Όχι, στο δίπλα σπιτάκι που έχουνε... Δε θέλει λέει να είναι στα πόδια τους, άκου πράματα... Λες και θα τοις έπιανε τον τόπο ο άθρωπος...
- Μπράβο του! Εσύ να τα βλέπεις που φαγώθηκες να μένεις με το ζευγάρι! Μπρε συ, πόσο πάει, έχει περάσει τα εβδομήντα λες;
- Όχι για, καμιά εξηνταπενταριά είναι! Και μια χαρά βαστιέται, κοτσονάτος, με την κουστουμιέρα του, καθαρός, σινιαρισμένος κι αστραφτερός! Η Οβραία να 'ναι καλά που τοις παστρεύει, απ' όταν επέθανε η γυναίκα του την επήρανε για το σπίτι! Απέ το πρωί πάει, συγυρίζει, πλένει, μαγειρεύει, ως η ώρα μία τελεύει... Ξεσηκώματα έκαμε αυτές τις μέρες, άσπρισε την αυλή, την είπανε και για το καμαράκι που θα πιάσουνε να το σιάξει με τον καιρό... Σάματις θέλει τα πολλά πράματα ο μπαμπάς του για; Μπεκιάρης, ένα ξερό κορμί είναι... 
Τα μάτια της Σουλτάνας άστραψαν!
- Μπορεί να μη μείκει έτσι για ούλη του τη ζωή μπρε Ντουντού μου... Άμα παντρέψει και το γιο του, γιατί να μη βρει καμιά καλή γυναίκα της ηλικίας του κι αυτός; Στα παιδιά του βάρος δεν γένεται, από παράδες καλούτσικα βαστιέται, μια σύζυγο μπορεί να τη θρέψει... Και τότες, θα αφήκει το καμαράκι που λογαριάζει και θα πιάσει σπίτι μεγαλύτερο, άσκημα θα είναι; 
- Ε ναι, δε λέω... Καλός άθρωπος είναι, ευγένεια έχει, μακάρι... 


- Χριστός Ανέστη!
- Αληθώς Ανέστη! 
Οι ευχές ανταλλάσσονταν μεταξύ συγγενών, φίλων και γειτόνων στα φωτισμένα από τα λαμπροκέρια σοκάκια. Πόσο μα πόσο πολύ λαχταρούσαν τη νύχτα της Ανάστασης μικροί και μεγάλοι! Ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα και τα καινούργια παπούτσια, επέστρεφαν στα σπίτια τους φέρνοντας το Άγιο Φως. 
Μετά τον απαραίτητο σταυρό που έκαναν με τη φλόγα του κεριού στην εξώπορτα, άναβαν το καντήλι που περίμενε καθαρό, γεμάτο λάδι και πάντα με νέο φυτιλάκι. Στο τραπέζι τα μεγάλα  κόκκινα αβγά ήταν η χαρά των παιδιών που αδημονούσαν να τα τσουγκρίσουν. Πριν την καθιερωμένη σούπα, έτρωγαν πάντα κουλούρια και τσουρέκια που τα ζήλευαν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα αλλά ήξεραν ότι απαγορευόταν να φάνε. 
Η Σουλτάνα σερβίρισε και τράβηξε το αυτί του Ιάκωβου που δεν είχε αφήσει άσπαστο αβγό παίζοντας με τα ξαδέρφια του. Η πεθερά της, οι κουνιάδες της, η Ζωίτσα με τον άντρα της και τα δικά τους θηριάκια κι η πάντα ξινή Λαμπρινή που γιόρταζε, έτρωγαν κάθε χρόνο στο σπίτι τους. Την Κυριακή του Πάσχα πήγαιναν στο εξοχικό της οικογένειας κι οι αδερφές της με τις φαμίλιες τους και σούβλιζαν αρνί και κοκορέτσι. Επέστρεφαν αργά το βράδυ της Δευτέρας και την Τρίτη το πρωί πήγαιναν όλοι ευχαριστημένοι στις δουλειές τους. 
Αν και με λίγες ώρες ύπνου, τα παιδιά ξύπνησαν χαρούμενα. Έβαλαν σε μεγάλες τσάντες τα παιχνίδια τους και τιτίβιζαν σαν τα πουλάκια. Οι γονείς φορτώθηκαν καλάθια και τσάντες με όλα τα  Λαμπριάτικα καλούδια και ξεκίνησαν με γέλια και φωνές για το παραδοσιακό διήμερο. Η Σουλτάνα με τη Ζωίτσα είχαν πάει πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα κι είχαν ετοιμάσει το σπίτι που έμενε  κλειστό όλο το χειμώνα. Αέρισαν, σκούπισαν και σφουγγάρισαν, περιποιήθηκαν το κηπάκι που τους υποδέχθηκε φορτωμένο πολύχρωμα λουλούδια και μάζεψαν πασχαλίτσες σ' ένα κουτάκι για τη χαρά των παιδιών. 
Μετά το φαγοπότι και το χορό, βγήκαν τα καφεδάκια με τα κουλούρια. Οι άντρες είχαν καθίσει στο διπλανό τραπέζι κι έλεγαν τα δικά τους. Οι γυναίκες έπιασαν την κουβέντα, σχολιάζοντας τι φορούσαν οι γειτόνισσες το βράδυ της Ανάστασης.
- Δυο μέρες με πήρε το κέντημα στο γιακά της Χρυσώς! Ωραίο γίνηκε το φουστάνι της όμως, πολύ την πήγαινε!
- Ναι Φωτεινούλα, χάρμα ητανάνε! Κι ο Παρίσης απέ δίπλα την καμάρωνε! Και τσάντα και παπούτσια την πήρε, χώρια του αρρεβώνα σε λέει! Δυο ζεύγη απέ το μαγαζί μας ψούνισε κι ήρτε αυτός μετά και πλέρωσε το Γιωργάκη! Το έκαμε βλέπεις πάλι το θάμα της η Γεσθημανή! Χα χα χα! Είδες ωραίο κερί που την πήρε; Μήτε που μπόρεσα να διω καλά πως εδέσανε έτσι όμορφα τον κόκκινο φιόγκο για! 
- Πού να διεις κι εσύ μπρε Σουλτάνα μου, έτσι που σ' έπιασε στο μπούρου μπούρου η παλαβή η  Ντουντού; Ήθελα να ΄ξευρα τι σ' έλεγε ούλη την ώρα η ζουρλή!
- Κι ούλο νεύρα ητανάνε, την εβλέπαμε! Μπρε σεις, τη νύφη της με μισό στόμα την εφίλησε! Πολύ τη λυπούμαι την καημένη την κοπέλα, καλή με φαίνεται και ήσυχια... Δύσκολο πράμα να παντρεύεσαι και να παίρνεις μαζί και την πεθερά... Κι άμα είναι σαν τη Ντουντού... 
- Κακόγνωμη μπρε παιδί μου! Μια καλή κουβέντα δε λέει ο στόμας της ποτές, τι να σε κάμει κι αυτή η κοπέλα; Ούλα τη φταίνε για! 
Η Ανθούλα κουνούσε το κεφάλι αμίλητη. Είχε άσχημη εμπειρία αφού έζησε για χρόνια στο ίδιο σπίτι με πεθερικά και κουνιάδες. Η Σουλτάνα αγκάλιασε την κυρά-Δόμνα, την πεθερά της και τη φίλησε πολλές φορές.
- Αυτά που λέμε είναι για τις άλλες, όχι για σένα μαμά που είσαι ένας άγγελος! Την καλύτερη πεθερά του κόσμου έχω! Κι άμα έκαμνε η ανάγκη να μείκουμε μαζί, πρόβλημα κανένα δε θα είχα! Χίλια χρόνια να ζήσεις!
- Να 'σαι καλά κόρη μου, την ευχή μου να 'χεις! Να μη μ' αξιώσει να γένω βάρος στα παιδιά μου, σεις στα σπίτια σας κι εγώ στην κόχη μου... Στεναχωριέμαι μ' αυτά που ακούω, κρίμας είναι για το αντρόγυνο... 
- Την κάμαρά τους ανοίγει στα άξαφνα συμπεθέρα! Και μια φορά πια που την εκλειδώσανε, γίνηκε πολύ μεγάλο πατιρντί, ούλος ο μαχαλάς στο ποδάρι εσηκώθηκε! 
- Πα πα πα! Ένα χρόνο τώρα αυτά τραβούνε; Δε με λέτε, παράδες δικοί της έχει αυτή;
- Έχει βέβαια, εργαζούτανε από μικρή! Κι ο γιος της ούλο την έδινε για να τα φέρνει βόλτα στο σπίτι, κομπόδεμα γερό έχει για!
- Αυτό πολύ καλό είναι! Να πιάσει ένα σπιτάκι και να μείκει μόνη της, ν' αφήκει το ζευγάρι στην ησυχία του! 
Η Σουλτάνα σταύρωσε τα χέρια με μια κίνηση απελπισίας.
- Μια φορά που την είπε τέτοιο πράμα ο γιος της, σκοτωμός γίνηκε! Τι που με πετάει όξω το παιδί μου εφώναζε, τι που η νύφη εμπήκε στη μέση για να τοις χωρίσει, κατάρες και κακό ν' ακούγατε! Με τα είπε ούλα η Γεσθημανή απέ δίπλα, πολύ συχυσμένη ητανάνε κι αυτή... Μπρε σεις, εμένα άλλο πράμα με περνάει απ' τον μυαλό μου και να σας πω την πέταξα την κουβέντα μου τη Ντουντού... 
- Πες μπρε Σουλτάνα!
- Να παντρευτεί τρομάρα της! Να στραβωθεί κάνας άθρωπος να την πάρει να φύουνε και να ησυχάσει κομμάτι το αντρόγυνο!
Η γυναικοπαρέα ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
- Τριάντα χρόνια και βάλε έτσι έμεικε, τώρα θα βρει άντρα να τη στεφανώσει; Και πού θα τον ψάξει αφού στο μαχαλά την ξεύρουνε ούλοι που κάμνει τέτοια πράματα στη νύφη της; Καλό χαραχτήρα δεν δείχνει για!
- Ναι, το ξεύρω... Αμά σκέπτουμαι ότι μπορεί και να τη φταίει που είναι τόσα χρόνια δίχως άντρα και κάμνει τέτοια πράματα... Η αλήθεια, στάθηκε πολύ τίμια ούλα της τα χρόνια, πολλοί την έκαμναν τα γλυκά μάτια και τη θέλανε αμά αυτή εκεί, σπίτι και δουλειά κι άλλο τίποτις... Καθαρή είναι, νοικοκερά, άξια σε ούλα της και ομορφογυναίκα εδώ που τα λέμε... Δεν είδατε που φορούσε τη ζώνη κι έκοβε ωραία τη μέση της; Μήτε τις πολλές ζάρες έχει στο μούτρο της, μια χαρά παντρεύεται σας λέγω! 



Η Γεσθημανή κοιτούσε χαμογελαστή τις βέρες που έλαμπαν στα δάχτυλα του ζευγαριού. Ο ιερέας που τις ευλόγησε στο εικόνισμα της Παναγίας, ευχήθηκε "ταχείαν στέψη" και κάθισε δίπλα της. Χρυσώθηκαν κι από τα δύο σόγια, με ωραία κοσμήματα βαριά κι ακριβά. Μενταγιόν, βραχιόλια, σκουλαρίκια, χοντρές καδένες, καρφίτσες, σταυροί, ρολόι και μανικετόκουμπα, έβγαιναν από τις τσάντες και τις τσέπες σε βελούδινα κουτάκια. Το δαχτυλίδι που πέρασε ο γαμπρός στη νύφη, ήταν μεγάλο με πέτρα πολύτιμη. Οι γονείς κι ο αδερφός της Χρυσώς αντάλλαξαν και με τον πατέρα και τη θεία του δώρα, χωρίς να ξεχάσουν τη Γεσθημανή που μεσολάβησε. Εκείνη θαύμασε τη μεταξωτή μπλούζα και την εσάρπα και τους χιλιοευχαρίστησε. 
- Και στα στέφανα παιδιά μου! Άιντε, του χρόνου τέτοια μέρα, το  μπέμπη σου να ετοιμάζεις κόρη μου! 
Ο ασημένιος δίσκος με τα κουφέτα πέρασε στο μπουφέ και το τραπέζι στρώθηκε με όλα τα καλά. Στη μέση η πορσελάνινη πιατέλα με τα κόκκινα αβγά, για να τιμήσουν την Ανάσταση του Χριστού. Αρνί ψητό με ολόκληρες στρογγυλές ροδοψημένες πατατούλες, συκωταριές, τζιγεροσαρμάδες, σουτζούκια, λουκάνικα, πίτες με κρέας και τυρί, σαλάτες και ξέχειλες καράφες με κρασί καλό. Ο ιερέας έφαγε ελάχιστα κι αφού ευχήθηκε για μια ακόμα φορά αποχώρησε. Ακολούθησε χορός και τραγούδι μέχρι το ξημέρωμα. 

Το πρωινό της Τρίτης βρήκε τη Σουλτάνα να πίνει τον καφέ της ήσυχα και να χαζεύει φιγουρίνια στο περιοδικό, αφού τα παιδιά της ξεθεωμένα από το παιχνίδι στην εξοχή κοιμόντουσαν ακόμα και στο σπίτι επικρατούσε ηρεμία. Πέρασε ακόμα μια φορά τα νύχια της με κόκκινο μανό περιμένοντας την Ανθούλα που θα έφερνε και τα δικά της παιδιά. Σα μεγαλύτερη η ανιψιά της θα μπορούσε να τα προσέχει και θα έφευγαν οι δυο αδερφές για επίσκεψη στη Γεσθημανή. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου το είχε κανονίσει μαζί της. 
- Και πολύ πρωί δε θα σε έρτουμε, κατά η ώρα έντεκα και μετά. Θα είσαι κι απέ την αρρεβώνα ξενυχτισμένη κι εμείς θ' αργήσουμε να γυρίσουμε τη Δευτέρα. Θέλει κι η Άνθω να σε διει, ούλο μ' αρωτάει για σένανε! Πολύ σε αγαπάει κι εκείνη για! 
- Μετά χαράς κοκόνα μου, ελάτε να πιούμε καφεδάκι! 
Ο Αλέκος όρμησε σαν το σίφουνα στο σπίτι κι έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο των ξαδέρφων του που είχαν πιει πριν λίγο το γάλα τους. Σε λίγα λεπτά οι φωνές των αγοριών ξεσήκωσαν το σπίτι. Η Σοφούλα σοβαρή και συγκρατημένη, υποσχέθηκε στη θεία και τη μαμά της ότι θα παίζει με τη Δόμνα αλλά δε θα τους αφήσει απ' τα μάτια της. Η Σουλτάνα πήρε το στολισμένο με κορδελίτσες καλαθάκι με τ' αβγά, τα κουλούρια και το τσουρέκι και σε λίγη ώρα με ευχές και φιλιά το προσέφερε στη Γεσθημανή. 
- Για πες μας πως τα πέρασες στις αρρεβώνες, ωραία ητανάνε; 
Τις περιγραφές για τα ρούχα και τα κοσμήματα διέκοψαν οι φωνές της Ντουντούς από δίπλα. 
- Πάλι τρώγεται αυτή... Μπρε κόρες μου, κάθε τρεις και λίγο αυτό γένεται... Πού θα πάει αυτό το πράμα δεν ξεύρω... 
Η Σουλτάνα κατάπιε βιαστικά την τελευταία γουλιά του καφέ της.
- Ξεύρω εγώ κυρά-Γεσθημανή μου! Ο μόνος τρόπος, είναι να παντρευτεί! Γαμπρό όμως πού θα τη βρούμε για;

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Ο τέντζερες της Γεσθημανής



- Μπα που άδικη ώρα να μη σ' έρτει! Μπρε συ, πιο μικρά αυγά δεν είχε ο γιουμουρτατζής* να με φέρεις; 
- Όχι θεία... 

- Οχιά να μη σε φάει! Πολύ μπουνταλάς είσαι! Να διω τώρα πόσα θα σπάσω στο τηγάνι με τον παστουρμά! Και φρικασέ με το αρνί και πίτα και γαλατομπούρικο θα κάμω. Διπλά και τριπλά πρέπει να τα βάλω και δε θα με φτάσουνε κιόλας!

- Τόσα πολλά θα ψήσεις θεία; Πω πω πω, ποιος θα τα φάει;
- Μουσαφιραίοι θα έχω!

- Γαμπρό πάλι, ε; Ποια παντρολογάς τώρα; Χα χα χα! 
- Να μη σε νοιάζει μπρε! Ορίστε μας, που ούλα θες να τα μαθαίνεις! Άμε τώρα, τράβα όξω να παίξεις, με υποχρέωσες! 

Ο μικρανεψιός της έβγαλε τη γλώσσα κι έτρεξε γρήγορα στην ανοιχτή πόρτα μη φάει καμιά στα μαλακά, όταν η Γεσθημανή απειλητικά έπιασε την κουτάλα. 
- Θα σε πω εγώ που με κοροϊδεύεις μπρε! Δε θα σε πιάσω στα χέρια μου; Μαύρο θα σε κάμω καημένε μου! 
Κούνησε τα χέρια με κινήσεις απελπισίας βλέποντας άλλη μια φορά τα μικρά αβγουλάκια και ξεφύσηξε. Έκοψε τρία μεγάλα κομμάτια μπουρέκι με κιμά για το δεκάχρονο μικρό. Έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο και τον φώναξε δυνατά.

- Έλα εδώ μπρε συ! Την άφηκα την κουτάλα, μη φοβάσαι, έλα να φας! Έλα μπρε σε λέω κι έψησα μπουρέκι χτες! 
Στη στιγμή πέρασε ο ανιψιός πάλι στην κουζίνα. Κάθισε στην άκρη της καρέκλας κι έτρωγε λαίμαργα από το γεμάτο πιάτο.

Έτσι ήταν η Γεσθημανή. Φώναζε πάντα πολύ κυρίως όταν τη τη νευρίαζαν και σε λίγα λεπτά το ξεχνούσε και τους καλοταΐζε!
- Θα σε βάλω κι άλλο μετά, να το πας στη μάνα σου που την αρέσει! Και να την πεις, άμα φάτε και σηκώσει τα πιάτα, να έρτει που τη θέλω! 
- Τι τη θέλεις θεία;

- Σους μπρε που θα σε δώκω και λογαριασμό! Μια σταλιά παιδί και να ρωτάς τι κάμουν οι μεγάλοι, πού ακούστηκε, ε; Εμένα και τη γιαγιά σου στην άλλη κάμαρη μας έστελνε η μάνα μας άμα μιλούσανε, ακούς; Ακούω να λέγεις! Και κάμναμε αμέσως ο,τι μας έλεγε, όχι σαν ελλόγου σου που είσαι θεριό! Απέ τον αδερφό σου το μικρό, εσύ πιο ζιζάνιο είσαι, την ψυχή μας βγάζεις! Και μη θαρρείς που δεν έμαθα για τα τζαμλίκια που σπάσατε πάλι με τη μπάλα και γινήκατε καπνός μη και σας διούνε! Μπρε συ, άμα σε περιλάβει ο άθρωπος θα σε σκοτώσει στο ξύλο εφώναζε! Με τις ώρες μάζωχνε τα γυαλιά από την κάμαρα και τελειωμό δεν είχανε!

- Δεν την έριξα εγώ τη μπάλα θεία, αλήθεια σε λέω... Φοβήθηκα όμως μη με πιάσει κι εμένα κι έτρεξα με τους άλλους... 

- Καλά... Να προσέχεις όμως, ε; Έλα δω μπρε πασά μου να σε πάρω μια αγκαλιά που σ' αγαπάω! Αχ αχ αχ! Σ' έχω και σοκολάτες απέ κείνες που σε αρέσουνε, δυο εσύ θα φας και δυο τον αδερφό σου να δώκεις! Τη μαμά σου μη ξεχάσεις να την πεις να έρτει, άιντε γιόκα μου! 


Κόρη της αδερφής της ήταν η Ζηνοβία, η μητέρα του μικρού. Σε μια γειτονιά έμεναν κι είχε μεγαλώσει τα παιδιά της. Τα φρόντιζε στις αρρώστιες τους, τα γιατροπόρευε, τα κοίμιζε στο σπίτι της μαζί με τα εγγόνια της. Καμάρωνε το σπιτικό που έστησαν με τον άντρα της, αυτόν που αγαπούσε από πολύ μικρή κι έλιωνε στο πέρασμά του. Η θεία της που το είχε καταλάβει, ρώτησε κι έμαθε από μια γνωστή της από πού κρατούσε η σκούφια του. 

- Τύχη καλή, να τον πάρεις! Καλό παιδί, λεβέντης, παράδες βγάζει, σε αξίζει! Αύριο εδώ, ετοιμάζω τον τέντζερε!
Το μαγείρεμα θα γινόταν στο σπίτι της, για να είναι σίγουρη ότι θα φτιαχτεί αποκλειστικά από τα χέρια της μέλλουσας νύφης. 

- Τι θα ψήσω θεία;
- Θα με πεις εσύ τα φαγιά που ξεύρεις και θα διούμε... Η ώρα εννιάμισι, σε περιμένω με τη μάνα σου! 


Ένα μεγάλο κομμάτι κρέας ήταν στο ψυγείο, τυριά και τα λαχανικά που ποτέ δεν έλειπαν. 
- Να σε ψήσω λεμονάτο θεία μου;

- Το πετυχαίνεις μπρε;
- Ε... Δεν ξέρω, εσύ θα με πεις... 
- Καλά, άιντε να σε διω! Έλα να φας, να στυλώσεις κομμάτι πρώτα που είσαι με το σκέτο γάλα! 

Η Γεσθημανή με την αδερφή της έπιναν το καφεδάκι από τα χέρια της στην κουζίνα κρυφογελώντας
- Θυμάσαι που ητανάνε μικρούλα και τις πρώτες φορές μας έφερνε ένα νεροζούμι; Στη γλάστρα το έχυνα για να μη την στενοχωρήσω την κόρη σου. Έχει πιει καφέ η γλάστρα... Χα χα χα χα! Και τώρα διες, μερακλίδικος και με καϊμάκι όπως πρέπει! 

 Η Ζηνοβία έπιασε με φαρδύ λάστιχο τα μαλλιά της, τίναξε τις τυχόν τρίχες, φόρεσε την ποδιά κι έπλυνε το τρυφερό μοσχαράκι και τα κόκαλα που το συνόδευαν.  Όποιο φαγητό έφτιαχναν με κρέας, έβαζαν απαραιτήτως κι επιπλέον χοντρά σπασμένα κόκαλα μέσα για τη μοναδική τους γεύση. 

Το σκούπισε, το έκοψε σε μερίδες με το μεγάλο μαχαίρι και το έβαλε στον τέντζερη να σοταριστεί με βούτυρο και λίγο λάδι. 

- Τώρα πας να ρίξεις το κρέας μπρε; Η φωτιά χαμηλή είναι, αντί να τσιγαριστεί θα βράσει στο ζουμί του και θα βγάλει αφροί! Πρώτα το γυρίζεις απ' ούλες τις μεριές στο δυνατό κι ύστερις πάλι τη χαμηλώνεις! 

Η Ζηνοβία έκανε αυτό που της είπε. Ψιλόκοψε κρεμμύδι μπόλικο και το έριξε, ακολουθώντας με τρόπο το βλέμμα της μητέρας της. 
- Και μια κουταλίτσα ζάχαρη βάλε γιαβρί μου! Το μελώνει το κρομμύδι και δεν το αφήνει να καεί! Όποιο φαγάκι ψήνεις, να το θυμάσαι αυτό! 

- Θα το θυμάμαι θεία μου!
Έκοψε τρεις σκελίδες σκόρδο κι ετοιμαζόταν να τις ρίξει όταν η θεία της την πρόλαβε πάλι.
- Το σκορδάκι θα σε αρπάξει και θα γένει πικρό! Η ουσία του φαγητού θα χαλάσει και θα μυρίσει άσκημα! Άμα χαμηλώσεις τη φωτιά το βάνεις! 
Λίγο πριν προσθέσει το νερό το έριξε. Η γαργαλιστική μυρωδιά του την έκανε να χαμογελάσει. Η μητέρα της την πρόλαβε πριν ρίξει το αλάτι για να μη σκληρύνει το κρέας. Η κοπέλα κοιτούσε τα βαζάκια με τα μπαχαρικά που ήταν βαλμένα στη σειρά πάνω στο μεγάλο ράφι και προσπαθούσε να σκεφτεί τι θα έβαζε. Κανέλα, μπαχάρι και μοσχοκάρφια ήξερε ότι ταιριάζουν στα κοκκινιστά και τις σάλτσες. Όλα τα λεμονάτα πιάτα πέρασαν νοερά από μπροστά της...

 Ρίγανη! Μπόλικη και φρεσκοτριμμένη που του πήγαινε πολύ.
- Άμα τη ρίξεις από τώρα, θα χάσει ούλο της το άρωμα! Να τα τυπώσεις καλά στον μυαλό σου αυτά που σε λέγω γιαβρί μου, για να σε πετυχαίνει πάντα ο,τι ψήνεις! Δε με λες, άλλο τίποτις θα βάλεις στο φαΐ; 

- Λεμονάκι θεία!
- Κι άμα το σφίξεις, τι θα κάμεις μετά τη λεμονόκουπα;

Η Ζηνοβία την κοίταξε παράξενα. 
- Τι θα την κάνω καλέ θεία, θα την πετάξω! 

- Α πα πα πα! Μπρε συ, γιατί θα την πετάξεις; Δεν ξεύρεις που το λεμονάκι είναι πράμα πολύτιμο; Άμα βγάνεις καλά καλά το ζουμάκι του για το φαγάκι ή τη λεμονάδα, θα τρίβεις τη φλούδα του στο ψιλό του ρεντέ και θα την φυλάγεις στην ψύξη. Γλυκά άμα φτιάχνεις θα την έχεις έτοιμη! Θα βάνεις το από μέσα της στα χέρια σου, να είναι πάντα άσπρα κι απαλά, ακούς; Και στοις αγκώνες και στις φτέρνες και στα γόνατα, ο,τι πρέπει είναι! Άμα τη βράσεις κομμάτι, θα μοσκοβολάει η κουζίνα κι ούλο το σπίτι! Περνάς τις γούρνες κι είναι καθαρές, στη μπουζιέρα* μέσα άμα μείκει δε μυρίζει τίποτις από φαγιά και ζαρζαβάτια

Η αδερφή κι η ανιψιά της κοιτούσαν πλέον με άλλα μάτια τα λεμόνια στη φρουτιέρα.
- Ένα πιλαφάκι θα κάμεις που πάει με το κρέας, ναι; Άσπρο άσπρο και σπυρωτό για να φάμε και να φχαριστηθούμε! Άιντε να σε διω κοκόνα μου!

Στη Ζηνοβία άρεσε πολύ το ρύζι. Συνόδευε πολλές φορές και τον αρακά και τα θαλασσινά σαν συμπλήρωμα. Ήταν πάντα η εύκολη λύση κι είχε μάθει να το φτιάχνει από μικρή όταν κρατώντας την κούκλα της παρακολουθούσε τη μητέρα της στην κουζίνα. Ο μόνος τρόπος για να μη λασπώσει, ήταν να το σοτάρει λίγο στο βούτυρο, πριν ρίξει το ζεστό νεράκι. Η θεία κι η μαμά της την κοιτούσαν ευχαριστημένες όταν τελειώνοντας το σκέπασε με το καθαρό από το συρτάρι πεσκιράκι της κουζίνας για να τραβήξει τον ατμό κι έβαλε από πάνω το καπάκι του μικρού τέντζερη.

- Σαλάτα να κόψω θεία;
Έτριψε καρότα, άσπρο και κόκκινο λάχανο και ψιλόκοψε κάμποσους κλώνους σέλινο και δυο σκελίδες σκόρδο. Αλάτι, λίγο ξύδι και καλό ανακάτεμα πριν μπει το λάδι κι οι κόκκινες πιπεριές τουρσί που είχε πάντα το καβανόζι της Γεσθημανής

Όσο έτρωγαν το νόστιμο φαγάκι λέγοντας πολλές φορές <Γεια στα χεράκια σου Ζηνοβία!> η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τα μυρωδικά, το βούτυρο, τις ζύμες, τα γλυκά, τα μεζεδάκια της στιγμής για ξαφνικούς μουσαφιραίους ή για ένα ουζάκι, έτσι για να περιποιηθεί τον άντρα της. 

- Τα μπαχάρια δίνουνε τη γεύση, αμά πρέπει να τα ρίχνεις με μέτρο! Λίγο να σε ξεφύγει, το φαγάκι χαλνάει και δεν τρώγεται μ' ευχαρίστηση! Άμα ψήνεις σε μεγάλο τέντζερε και βάνεις πράμα πολύ, μεγάλο ξύλο κανέλα, τέσσερα μοσχοκάρφια και τρία σπυριά μπαχάρι! Χωρίς αυτά και χωρίς σκορδάκι, κοκκινιστό δεν γένεται! Και μια σαλτσούλα σκέτη, χωρίς το κρέας να κάμεις, πάλι τα χρειάζεται! Με ζαχαρίτσα θα τη γλυκαίνεις να μη γένει ξινή, άμα ρίξεις όμως κρομμυδάκι μπόλικο τριμμένο, βγάνει κι αυτό τη γλύκα του! Κι η πιπερίτσα ταιριάζει πολύ στη σάλτσα να ξεύρεις! Στα γιομιστά που έχουνε ντοματούλα τι μπαχάρια βάνουμε γιαβρί μου; 

- Μμμμμ... Τίποτα νομίζω... Μυρωδικά μόνο, μαϊντανό και δυόσμο...

- Έτσι μπράβο! Κρομμύδι μπόλικο κι άμα ρίξεις κομματάκι λιωμένο σκορδάκι μέσα να διεις νοστιμιά! Τις ντοματούλες άμα αδειάζεις, ζαχαρίτσα να βάνεις μέσα τους! Να προσέχεις μόνο, μη σε γίνουν πετιμέζι, ναι; Το κάθε πράμα θέλει προσοχή μεγάλη στην αρχή, μετά συνηθίζει το χέρι και ξεύρει μόνο του την κάθε δόση. Η μαμά σου κι εγώ, δε θα μαγερέψουμε καθόλου αυτές τις μέρες, εσύ θα μας ψήνεις τα φαγάκια μας! Ο,τι δεν ξεύρεις θα το μάθεις τζιέρι μου κι άμα έρτει η ώρα η καλή θα καμαρώνει ο άντρας σου τη νοικοκερά που πήρε! Ούλες οι δουλειές μπορεί να μείκουνε, το φαγάκι όμως είναι το πρώτο που πρέπει να στήνει η γυναίκα! Βάνεις στη φωτιά τον τέντζερε όσο αερίζεις την κάμαρη κι όσο ψήνεται το φαΐ κάμνεις τη λάτρα σου... Ο άντρας σου άμα γυρνάει στο σπίτι απέ τη δουλειά του, η μοσκοβολιά πρέπει να τον πιάνει! Έτσι νιώθει που πήρε γυναίκα νοικοκερά και άξια! Το μεσημέρι που σκολνάει γιαβρί μου, είναι το πρώτο πράμα που σκέφτεται, το καλό φαγάκι. Κι εσύ να είσαι πάντα καλοφτιαγμένη, να σε βλέπει και να χαίρεται! Μήτε με την ποδιά, μήτε αχτένιστη, μήτε να μυρίζουνε τα μαλλιά και τα χέρια σου! Λεμονόκουπα πριν πεταχτεί, απέ τα χεράκια σου θα περνάει πρώτα και θα παίρνει ούλες τις μυρωδιές μετά το καλό σαπούνισμα, μήτε σκόρδα, μήτε κρομμύδια άμα χορτάτος πια αρχινίσει τοις τζιλβέδες... Χα χα χα χα! Ντρέπεται και κοκκινίζει η κόρη σου, διε την! Ούλα πρέπει να τα ξεύρεις, να μην τρομάξεις και να μη φοβηθείς παιδάκι μου... Χαρά στον άντρα που παίρνει κορίτσι από σπίτι και την κάμνει γυναίκα του!


Έτσι ξεκινούσε η μύηση των κοριτσιών στην κουζίνα κι ακολουθούσαν πολλά ακόμα μαγειρέματα και συμβουλές για να είναι καλονοικοκυρές έτοιμες όταν άνοιγαν το δικό τους σπιτικό. Όχι όλων των κοριτσιών βέβαια, αλλά αυτών που προξένευε η Γεσθημανή. Κι από όσα προξενιά είχε κάνει, κανένα δεν χάλασε, έκαναν όλες γάμους πετυχημένους! 

- Κορίτσι εγώ δε δίνω άμα δεν ξεύρει να μαγειρεύει καλά! Να με ζητάει τα ρέστα μετά ο γαμπρός και να με βλαστημάει;
Όταν ήταν κάποια περίπτωση δύσκολη κι ο γαμπρός δεν έλεγε το "ναι", μ' ένα καλό τραπέζι και μπόλικο κρασάκι  λυνόταν η γλώσσα του κι έφευγε σχεδόν λογοδοσμένος. Αν τον είχε βάλει κάποια κοπέλα στο μάτι και δεν ήξερε πως να τον πλησιάσει χωρίς να εκτεθεί, το τραπέζι της ήταν η λύση. Εκεί, πάνω στα γέλια και τη χαρά, εμφανιζόταν "τυχαία" τάχα να τη φιλέψει ένα γλυκό που έψησε. Εκθείαζε τη νοικοκυροσύνη και τα προσόντα της αφού της έδινε θέση στο τραπέζι. Είχε τον τρόπο να προσεγγίζει τους ανθρώπους η Γεσθημανή. Φιλόξενη πάντα, καλούσε κόσμο τακτικά στο σπίτι της και δεν παραξενευόταν κανείς για την πρόσκληση. Κι όταν έβλεπε το θέμα να βρίσκεται σε "καλό δρόμο", χτυπούσε διακριτικά τον τέντζερέ της με την κουτάλα. Αυτή ήταν η κίνηση που περίμεναν όλες! 



- Θείααααααααα! Μέσα είσαι;
- Έλα τζιέρι μου, έλα γιαβρί μου! Κάτσε μια στιγμή να πλύνω τα χέρια μου, που είναι λαδωμένα! Την καντήλα καθάριζα που ούλο μαύρη γένεται!

- Με είπε ο γιος μου ότι με θέλεις... 
- Ναι μπρε κόρη μου, κάτι θέλω να σε πω εμπιστευτικά... Να ψήσουμε και δυο καφεδάκια, να κάτσω κομμάτι που με πονεί η μέση μου απ' το πρωί. 

- Κάτσε θεία μου, εγώ θα τα ψήσω!
- Την ευχή μου να 'χεις κόρη μου! Βάλε με κι ένα ποτηράκι νερό, ελύσσαξα με τον παστουρμά πάλι σήμερα! Αμαρτία που μπήκαμε στη Σαρακοστή και δεν ενήστεψα απ' την αρχή... Απέ την άλλη βδομάδα όμως κομμένα ούλα τούτα...

Ήρεμη και γλυκιά όπως πάντα η Ζηνοβία, κάθισε δίπλα της και την άκουγε με προσοχή.
- Για τη Χρυσώ θέλω να σε πω κάτι... Δε με λες, μπας και σ' έχει πει που αγαπάει κάνα παιδί;

- Όχι θεία, πού να ξέρω τι κάνει; Έχω να τη μιλήσω κάνα μήνα, δεν την έχω δει... Γιατί ρωτάς;
- Ήρτε και μ' έφερε τσάι απέ την εξοχή που πήγε η θεία του Παρίση, αυτουνού που έχει το μαγαζί με τα ελεχτρικά, ξεύρεις ποιον σε λέω! Την έβγαλα ένα γλυκάκι να την ευχαριστήσω και μ' έπιασε την κουβέντα... Κι απάνου που κάτι μ' έλεγε για τον ανιψιό της, με πέταξε και για τη Χρυσώ, που είπε λέει στη μάνα της ότι τον αρέσει... 

- Μακάρι! Είναι καλό παιδί και το μαγαζί βγάζει...
- Ναι, τα ξεύρω παιδάκι μου, αμά αυτή μήτε ν' ακούσει! Τη μίλησε η μαμά της βέβαια κι απάντησε τη θεία του που είναι μικρή ακόμα για παντρειά! Ακούς;

- Μικρή η Χρυσώ; Μια ηλικία έχουμε, μη σε πω ότι είναι και κάνα χρόνο πιο μεγάλη! 
- Λες να μη το ξέρω; Τα τριάντα μες στο νερό! Κι αφού η γυναίκα με τα είπε και με παρακάλεσε να πω κι εγώ καμιά κουβέντα, έπιασα τη μαμά της και τη μίλησα... Η τύχη της άνοιξε με τέτοιο παιδί την είπα! Καλός, ήσυχος, ένα πατέρα έχει που είναι αρνί, μήτε πεθερά στα πόδια της εδώ που τα λέμε! Η Ντουντού χτες σκοτώθηκε πάλι με τη νύφη της, το μαχαλά στο ποδάρι σηκώσανε! Αυτό την είπα, για να διει που δε θα έχει τέτοια προβλήματα... Αμά σκέπτουμαι, μπας κι έχει βάλει κάναν άλλο στο μάτι και δεν τον θέλει...

- Τι να σε πω, ιδέα δεν έχω θεία... Εδώ που τα λέμε όμως, δεν την έχουν ζητήσει και πολλοί, κάνα δυο μόνο κι είπε όχι επειδή δεν την άρεσαν... Είναι και κομμάτι μονόχνοτη όμως, με το ζόρι να βγει όξω απ' την πόρτα... Μπα, δε νομίζω να θέλει άλλονε, πού να τον βρει μες στο σπίτι που μνήσκει όλη μέρα;

- Αυτό είπα κι εγώ! Ούλο όχι κι όχι και δε μ' αρέσει κανένας, βάλε και τα χρόνια περνάνε μες στοις τέσσερις τοίχοι, στο ράφι θα μείκει. Καημό έχουνε οι γονιοί της να την παντρέψουνε, να πάρει σειρά κι ο αδερφός της που τραβολογάει τόσο καιρό κείνη την κοπέλα, αμαρτία είναι για! Και να σε πω, έκαμα ένα πράμα, τη μήνυσα να φέρει την κόρη της αύριο, τάχα να τη δείξω μια πλέξη, αμά θα είναι κι ο Παρίσης με τη θεία του εδώ! Πρώτα θα έρτει εκείνη και θα έχει μηνύσει τον ανιψιό της που τον θέλω να με σιάξει αυτή τη λάμπα, ξεύρεις, που την έχω απ' τη γιαγιά σου! Δυο ίδιες είχε, μια πήρα εγώ και μια η μαμά σου! Καλή δικιολογία δεν είναι; Κι έτσι που έχει ν' ανάψει τόσα χρόνια, κάμποση δουλειά θα έχει, μη σε πω ότι μπορεί και να μη σιάχνεται... Θα βγάλω μετά κι ένα μεζέ για να τοις χασομερήσω κι έτσι θα μείκουνε! Για να μη πάρει όμως δρόμο και φύγει η Χρυσώ, επειδής δεν την έχω καμιά εμπιστοσύνη την απτάλα, είπα να είσαι κι εσύ εδώ, έτσι για να την ξεγελάσουμε

- Χα χα χα! Όσα χρόνια σε ξέρω θεία, ίδια είσαι! Θα πω τον άντρα μου να κοιτάζει τα παιδιά και θα έρθω από νωρίς να σε βοηθήσω κομμάτι, μη γνοιάζεσαι! 


Οι μεζέδες για το ουζάκι ετοιμάστηκαν γρήγορα. Η Ζηνοβία πήγε δυο φορές στο φούρνο κι έφερε τα μεγάλα ταψιά με την πίτα και το γαλακτομπούρεκο, όσο η θεία της ετοίμαζε το σιρόπι. Το σπίτι μοσχοβόλησε βανίλια, γάλα, φρέσκο βουτυράκι και μελωμένη κολοκύθα με λιωμένα τυριά.

Η Γεσθημανή ζέστανε καλά το φρικασέ που λιμπίστηκε να φάει κι είχε μαγειρέψει το μεσημέρι. Το διαλεγμένο αρνάκι ήταν τρυφερό, χρονιάρικο κι είχε λιώσει μέσα στο παχύ ζουμί με το αβγολέμονο. Διάλεξε προσεκτικά τα ψαχνά, βγάζοντας τα κόκαλα και το έβαλε σε μικρό κατσαρολάκι.

- Ας βγάλω κι απ' αυτό κομμάτι... Κάτσε να σε βάλω να φας και θα διεις νοστιμιά! Ούλη η γεύση του κρομμυδιού με τον άνηθο, ίσια με τα κοκαλάκια μέσα εμπήκε! Πιάσε το κρέας με τα χεράκια σου, να ρουφήξεις και το μεδούλι που είναι νόστιμο και δυναμωτικό γιαβρί μου! Εγώ θα περιλάβω τα περισσευόμενα που κράτησα στην άκρη, επειδής για τοις μουσαφιραίοι το ξεχώρισα, με μπόλικο μαρουλάκι, φτάνει... Έτσι, μεζές θα είναι να τσιμπήσουνε κάμποσες πιρουνιές μαζί με τ' άλλα! Ίσια με να έρτουνε θα πεινάσουμε... Όχι μη με λέγεις, μια βούκα απέ την πίτα έφαγες για! Το μισό ταψί θα φαγωθεί και το υπόλοιπο να το πάρεις σπίτι, που αρέσει στον άντρα σου και τα παιδιά! Η μαμά σου έμεικε να ρίξει βεντούζες στον πατέρα σου, ε; Πολύ κρύο επήρε κι αυτός ο χριστιανός, γκούχου γκούχου τον πάει δυο μέρες τώρα, έχει και θέρμη... Περαστικό πράμα είναι βέβαια, θα πάρει τα γιατρικά του και θα τον περάσει... Θα τον πάω σουπίτσα με όρνιθα αύριο, θα βάλω τον τέντζερε πρωί πρωί γιατί θα πάω στην εκκλησία... Άμα γυρίσω θα την αποσώσω... Εσύ τζιέρι μου καθόλου να μη πας, καλά σε είπε η μαμά σου! Παιδιά μικρά έχεις, μπορεί να κολλήσεις κι εσύ κι αυτά μετά... 

Δεν πρόλαβαν να μαζέψουν το τραπέζι κι η θεία του Παρίση χτύπησε την πόρτα. 
- Εντάξει ούλα Γεσθημανή μου! Καλά που είναι η λάμπα σου βαριά, γιατί με είπε ο ανιψιός μου να την πάμε στο μαγαζί να τη σιάξει! Αμά τον είπα κι εγώ, πού να τη σηκώσει η γυναίκα, η μέση στα δυο θα την κοπεί! Α! Είναι κι Ζηνοβία εδώ; 

- Εγώ τη μήνυσα να έρτει, να με βοηθήσει κομμάτι... Και να σε πω, την αρώτηξα για τη Χρυσώ, τίποτις δεν έχει στον μυαλό της! 

- Ξέρει για τον ανιψιό μου πάει να πει;
- Ναι, θα βοηθήσει κιόλας μπρε, μη γνοιάζεσαι! Κοντά στην ηλικία είναι κι οι δυο, αλλιώς θα τα πούνε, δεν καταλαβαίνεις; 

- Μακάρι... Κι αυτή η κοπέλα να παντρευτεί που την επήρανε τα χρόνια, να τον φύγει κι ο νταλκάς τον ανιψιό μου...  




Ο Παρίσης είχε σηκώσει τη βαριά λάμπα και την ακούμπησε στο τραπέζι της κουζίνας, πάνω σ' ένα μεγάλο παλιό πανί.
- Δίκιο είχες κυρά-Γεσθημανή, ασήκωτη είναι! Πόσα χρόνια την έχεις καλέ; Παλιό και καλό πράμα είναι!

- Μήτε που ξεύρω απέ πότε γιόκα μου... Παλιά βέβαια, πολύ παλιά είναι... Της μαμάς μου ητανάνε, που την είχε απέ τη μαμά της κι αυτή... Το ταίρι της το έχει η αδερφή μου, ενθύμιο... Απ' όταν έχασα το συχωρεμένο τον άντρα μου, καρδιά δε μ' έκαμε να την ανάψω... Σα να τον βλέπω και τώρα που σε τα λέγω... Κει δα στην κόχη εκαθούτανε τ' απόγιομα κι έπινε το καφεδάκι του... Πάντα την άναβε και διάβαζε την εφημερίδα του...  Αμά όταν τα χρόνια περάσανε κι είπα να τη βάλω στην πρίζα, σβηστή έμεικε! Σκέφτηκα να τη σιάξω και να δουλέψει πάλι, τη λυπούμαι έτσι να μνήσκει... Το Πάσχα λέγω πια να την ανάψω...

- Θα δούμε κυρά-Γεσθημανή... Τώρα που την άνοιξα, βλέπω που έχει μπόλικη δουλειά, το βράδυ θα μας πάρει! 
- Ας πάρει όσο θέλει, με την ησυχία σου γιε μου! Θα σε ψήσω καφεδάκι, θα πιούμε μετά κι ένα ουζάκι! Μεγάλη αγάπη κι εκτίμηση σ' έχω, που είσαι καλό παιδί, τίμιο κι άξιο! Τυχερή η γυναίκα που θα σε πάρει... 

- Λες να είναι τυχερή; Χα χα χα! Άμα σιάχνει τέτοιο ωραίο ρετσέλι σαν το δικό σου, εγώ θα είμαι ο τυχερός! Άιντε στην υγειά σου, να ΄σαι καλά! 
- Στην υγειά σου και στις χαρές σου γλήγορα αγόρι μου! Με μια καλή κι όμορφη κοπέλα! 
Η Ζηνοβία πότιζε τα λουλούδια στην αυλίτσα της Γεσθημανής και καθάριζε τα ξερά φύλλα, περιμένοντας τη Χρυσώ με τη μητέρα της. Η θεία του Παρίση φαινόταν ανυπόμονη κι ο νέος άρχισε κάτι να υποψιάζεται... 

- Στα καρφιά κάθεσαι θεία; Άμα έχεις δουλειά πήγαινε, θ' αργήσω κομμάτι εδώ...
- Όχι πασά μου, δεν φεύγω... Δυο κλώνους αρμπαρόριζα θέλω να πω τη Ζηνοβίτσα να με κόψει και... 

Το καλωσόρισμα τη διέκοψε. Μητέρα και κόρη είχαν έρθει. 
- Μπρε καλώς τες μου! Πως κι απέ δω κοκόνες μου; Μεγάλη χαρά με δίνετε! 

Η Χρυσώ κοκκίνισε κι ένιωσε το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι όταν είδε τον Παρίση να την κοιτάζει γελαστός με τα καλώδια στο χέρι. 
- Γεσθημανή μου, να, ήθελα μια πλέξη να δείξεις την κόρη μου, αμά βλέπω που έχεις δουλειά... Δεν ήρταμε σε καλή ώρα...
Σους μπρε, τι δουλειά έχω; Ο Παρίσης τη λάμπα με μαστορεύει, εγώ κάθουμαι και τον χαζεύω! Έλα κοκόνα μου, πες με τι θέλεις και θα σε δείξω! Ζηνοβία, ψήσε καφεδάκια κόρη μου, πιάσε και το κυδωνάκι να τις τρατάρουμε! Πολύ χαρά με δώκατε, καιρό έχω να σας διω... 


Μουδιασμένη η Χρυσώ έβγαλε από την τσάντα τις βελόνες και το μαλλί, ρίχνοντας άγριες ματιές στη μητέρα της. Η Ζηνοβία τη σήκωσε γρήγορα, να της δείξει τάχα την κουβέρτα που είχε στρωμένη η θεία της. 

- Αυτό σχέδιο να κάνεις, εύκολο είναι! Μα κάτι έχεις εσύ, για με φαίνεται; 
- Ε... Δεν περίμενα ότι θα έχει επισκέψεις η θεία σου και ντρέπομαι... 

- Χα χα χα! Ποιον ντρέπεσαι καλέ, τον Παρίση για τη θεία του; Δεν ξέρεις ότι η κυρά-Γεσθημανή όλο μουσαφιρλίκια είναι; Την ήρθε να σιάξει τη λάμπα κι επειδή είναι πιο βαριά κι απ' το τραπέζι ήρθε το παιδί εδώ... Η θεία του την έφερε τσάι, ήθελε να περάσει και την ώρα της και κάθισε... Εγώ θα έφευγα, από νωρίς ήρθα, αλλά τώρα που σε βλέπω εδώ θα μείνω! Έλα, πάμε να πιούμε τα καφεδάκια μας, έχει και μεζέ μπόλικο η θεία μου που φτάνει για όλους μας! Την ξέρεις δα που δεν αφήνει έτσι κανέναν, όλο και κάτι βγάζει... 

- Ζηνοβία, είναι και κάτι ακόμα που θέλω να σε πω... Ο Παρίσης με ζήτησε, θέλει να με πάρει και... 
- Τι με λες! Πω πω πω ευχάριστα νέα! Τον είπες το ναι, έτσι;

- Όχι... Εγώ δεν...
- Τι δεν; Σε θέλει αυτό το παλικάρι και με λέγεις δεν; 
- Δε μ' αρέσει, δεν τον θέλω! 

Μια ιδέα πέρασε απ' το μυαλό της Ζηνοβίας. Από παραξενιά της Χρυσώς ήταν κρίμα να χάσει τέτοια τύχη. Αφού λοιπόν έλεγε ότι δεν της άρεσε, έβαλε σ' εφαρμογή το σχέδιό της! 

- Κοίτα... Παντρειά με το ζόρι δεν γίνεται βέβαια κι αν δεν τον θέλεις να μη τον πάρεις... Αφού είναι ο δρόμος του ανοιχτός, άσε να μαλλιοτραβηχτούνε οι άλλες που τον θέλουν... 

- Ποιες βρε Ζηνοβία; 

- Δυο ξαδέρφες του αντρός μου και τρεις φιλενάδες μου! Πέντε τον αριθμό! Όλο σύρε κι έλα είναι οι κοκόνες στο μαγαζί του και τσακώνονται μεταξύ τους για το ποια καλοκοιτάζει... Άσε που έτυχε να έρθουν στο σπίτι μου τυχαία σε μια βδομάδα μέσα κι όλο γι αυτόν μου έλεγαν! Οι ξαδέρφες του ήρθαν μαζί, αδερφές είναι... Κι ο άντρα μου ξέρεις τι με είπε; Θα σκοτωθούνε μεταξύ τους για το λεβέντη! Ακούς; Και να πεις που είναι τίποτα τυχαίες; Όχι βέβαια! Κι όμορφες είναι και με προίκα μεγάλη κι από καλές οικογένειες! Δεν σε είχα δει καθόλου να τα πούμε, ήθελα τη γνώμη σου βρε Χρυσώ μου... Γαμπρός περιζήτητος είναι ο Παρίσης παρακαλώ! Ένα κομμάτι μάλαμα, ήσυχος και χωρίς υποχρεώσεις, οι αδερφές του είναι παντρεμένες στα σπίτια τους κι ο μπαμπάς του μια χαρά στέκει. Και το μαγαζάκι του αφήνει παράδες, χώρια που πάει και στα σπίτια, κάθε λίγο τον φωνάζουνε για κάτι. Εκεί τον είδανε κι οι άλλες που ήταν μαζεμένες στης μιας το σπίτι και ξετρελαθήκανε! 'Ετσι και τον έλεγες το ναι, όλες θα σε ζήλευαν κι εγώ θα τους έκλεινα τα στόματα, αλλά αφού δεν τον θέλεις αλληνής θ' ανοίξει η τύχη... Και τώρα για πες με εσύ, ποια να υποστηρίξω και ποια ν' αδικήσω; 


Μιλιά δεν έβγαλε η Χρυσώ. Τα λόγια της Ζηνοβίας την έκαναν να τον δει με άλλο μάτι...  






Γιουμουρτατζής - Αυγουλάς 


Μπουζιέρα - Ψυγείο