.

.
.

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Το... πότισμα του γαμπρού



- Δεν έχω καμιά δουγειά κι άλλο λόγο να ειπείς δε θέλω!
- Πού δεν έχεις δουλειά βρε γυναίκα, στσι αρρεβώνες του γιου μας;
- Αυτά περίμενα εγώ αφ' τη νύφη μου; Κοτζάμ γυναίκα είναι, όχι μωρό για να μην ηξεύρει τι τσ' ηγίνεται! Πολύ καλομαθημένη την έχει η μάνα τση, ούλη μέρα ο,τι θέλει να κάμνει! Είπαμε που είναι καλή κόρη, τίμια, προυκισμένη καλά, άξια του γιου μου, αμά πως θα στήσουνε σπίτι άμα κοιμάται ως το μεσημέρι; Δεν τσ' είπα κάνα κακό, μια ορμήνια να μην ηδώκω κι εγώ σα μάνα; Με τόσο χιόνι θα ήφευγε άλλη να τση πάει γιομιστά μόλις που εψήθηκαν, ζεστά ζεστά; Να και το φχαριστώ, να μας κάμει σκουπίδι η γεροντοκόρη η ξαδέρφη τση! Και τι δουγειά έχει αυτή στα δικά μας, ε; Το λόγο να τσ' ηδώκουμε που θέλαμε να ιδούμε τη νύφη μας και τση χαλάσαμε τον ύπνο; Κι εσύ να λέγεις που δεν ήφταιξε η Ευγενία; Πού ήτονε λοιπόν να έρτει και να ζητήξει συχώρεση αφ' την πεθερά και τη θεία, ε;
- Ένα πράμα δεν καταλαβαίνεις! Εσύ κι αδερφή σου εμάθατε να ξυπνάτε αφ' τσι τέσσερις το χάραμα και να παστρεύγετε τα παστρικά! Δεν είναι ούλες οι γυναίκες του κόσμου έτσι! Η κάθε μια έχει τη δικιά τση σειρά κι ούτε βρομάει το σπίτι τση! Δεν είναι τση αδερφής μου ωραίο και παστρικό; Τση κουμπάρας μας που αγαπάει το ραχάτι κι ησηκώνεται η ώρα εννέα με το ζόρι; Και τση συμπεθέρας το σπίτι δεν είναι καλό κι αστραφτερό; Νοικοκιουρά κι η νύφη μας που ούλη τη μέρα η μάνα τση λείπει! Εσύ άθρωπο δε θες για να μη σ' ηπατήσει τα χαλιά κι ένα καφέ με τον άντρα σου δεν ήκατσες με ησυχία να πιεις που ηβρουλίζεσαι σαν τη σβούρα αφ' τσι νύχτες! Άσε τα παιδιά να χαρούνε τσι αρρεβώνες και να στεφανωθούνε γλήγορα, να ιδούμε και κάνα εγγονάκι, άιντε μπράβο!
Ανένδοτη η Ζαχαρούλα! Σε λίγο κατέφθασε κι η Ουρανία με τις δηλώσεις της...
- Να μη τσ' ιδώ ξανά στα μάτια μου! Ένα καλό είπα να κάμω για το γιο μας και να τώρα! Αυτή η σιχαμένη η Μερόπη ήκαμε ούλο το κακό αφ' τη ζούλια τση που είναι πιο μεγάλη, ητράβηξε και τη δικιά μας! Πού να ήξευρα τέτοια πράματα;
- Ουρανία μη κάμεις τα πράματα χειρότερα!
- Εγώ τα ήκαμα; Αφ' τσι τρόποι αυτοί, θα μπω άλλη φορά κει μέσα; 
- Έχουμε τσι αρρεβώνες και ούλοι θα υπάγουμε κατά πως πρέπει!
- Άμα είναι χαϊβάνι ο γιος μας και δεν τον ήνοιαξε τέτοια προσβολή, τι να ειπώ; Εντροπής πράματα!
- Τι να κάμει δηλαδή;
- Να τσι βρίσει κι αρρεβώνα να μη κάμει! Και πού να γίνει ο γάμος, θα μας δείρουνε αυτές!
- Αύριο θα γίνει και πίσω τίποτες δεν παίρνουμε!
Η Ζαχαρούλα που ήταν έτοιμη να ορμίσει στον άντρα της, πέταξε το πατσαβουράκι κάτω και το πάτησε.
- Έτσι λες, ε; Εγώ γιο δεν αρρεβωνιάζω! 

Σάββατο βράδυ κι ανάστατο το σπίτι της Αρσινόης. Η Ευγενία έκλαιγε, η μητέρα της την παρηγορούσε, η Καλλίτσα εξακολουθούσε να βρίζει τη Μερόπη κι ο άντρας της που είχε πάει για να ηρεμήσει τα πνεύματα δικαιολογούσε την κόρη του.
- Πολύ καλά τσ' είπε η κόρη μας! Αρσινόη, το κορίτσι σου δε θα το παντρέψουμε για να κακοπερνάει, άμα είναι να τσ' ηβγάζουνε την ψυχή να κάτσει εδώ! Τώρα θα φανεί του γαμπρού το αληθινό μούτρο! Αν είναι άντρας θα πατήσει πόδι τση μάνας και τση θείας του! Μπράβο το συμπέθερο που τα είπε ξεκάθαρα κι ήδωκε το λόγο του! 
- Κι αφού τσ' είπε που θύμωσε και δε θέλει; 
- Μη σώσει κι έρθει, σκασίλα μας! 
- Καλά τα λέει ο μπαμπάς μου θεία!
- Μερόπη είσαι στα καλά σου; 
- Είμαι, ναι! Τώρα θα δούμε αν αξίζει ο Αχιλλέας! Αν κάνει τα μυαλά τους εκεί να μείνει!
- Κακό μεγάλο ήπεσε στο σπίτι μας! Αυτά τα πράματα στσι χαρές τση κόρης μου; Άιντε να ιδούμε και τσι γνώμες τση Μαρίκας και τση Σουλτάνας πρωτού στρίψει το μυαλό μου... Αργήσανε, ε;
Σε λίγο έφθασαν οι συμπεθέρες αναστατωμένες κι εκείνες.
- Ο,τι γένηκε, για καλό ητανάνε! 
- Μα βρε Σουλτάνα μου, δεν καταλαβαίνεις κι εσύ...
- Σους, ούλα τα καταλαβαίνω, ζεβζέκα δεν είμαι για! Πες κι εσύ μπρε συμπεθέρα μου!
- Έτσι είναι! Η Μερόπη τσ' ήκοψε τον αέρα μια κι όξω και καλά τσ' ήκαμε! Η αρρεβώνα θα γίνει που να σκάσουνε!
- Ευγενίτσα μου, πάνε κομμάτι να ησυχάσεις εσύ κι έγνοια σου, ούλα καλά θα πάνε! 
- Θα έρθετε κι εσείς, ε;
- Όχι γιαβρί μου, οι στενοί συγγενείς σας θα είναι μόνο. Μας το είπε κι η μαμά σου, αμά σωστό δεν είναι... Σκέβου τσι γειτόνισσές σας άμα πάρουνε χαμπάρι, παρεξήγηση θα γένει! Θα τα πούμε τη Δευτέρα εμείς, ναι; 

Ξημέρωσε το πρωινό της Κυριακής. Ζαχαρούλα και Ουρανία πήγαν στην εκκλησία.
- Αρρεβώνα έχετε τ' απόγιομα, ε; Να σας ζήσουνε τα παιδιά, κι εις τα στέφανα γλήγορα! 
Με μισό μάτι κοιτούσαν τις κυρίες της ενορίας οι αδερφές.
Αμίλητη η μάνα σερβίρισε το μεσημεριανό φαγητό. Αφού συμμάζεψε, κανόνισαν με την Ουρανία ν' ανοίξει το μεγάλο μπαούλο για να δουν κάτι ρετάλια.
- Λωλάθηκες γυναίκα; Τσι αρρεβώνες έχομε!
- Καμιά αρρεβώνα δεν έχω εγώ! Είπα δε θέλω, τέλειωσε!
Η μάχη ξεκίνησε πάλι. Οι ώρες περνούσαν κι εκείνη ήταν ανένδοτη. Ούτε τον άντρα της άκουγε, ούτε το γιο της που την παρακαλούσε. Το φαρμακερό βλέμμα της θείας του δεν τον άφηνε στιγμή.
- Σήκω γιε μου να πάμε!
Άφαντα τα κουτιά με τα χρυσαφικά! 
- Πού τα έχεις καταχωνιάσει γυναίκα, λέγε!
- Δεν σας τα δίνω, δεν αξίζει τίποτις αυτή!
Αγανακτισμένοι πατέρας και γιος έκαναν το σπίτι άνω κάτω. Έπιπλα ανοίχτηκαν και σύρθηκαν, κουβέρτες και στρώματα σηκώθηκαν, ως και τα βάζα στην κουζίνα άδειασαν, τίποτα. Οι αδερφές έντρομες κοιτούσαν το σπίτι που έμοιαζε βομβαρδισμένο. Μάταια προσπαθούσε η Ζαχαρούλα να τον πείσει ότι δε θα τα έβρισκαν πουθενά.
- Στση Ουρανίας τα ήκρυψες;
- Όχι!
- Αχιλλέα, πάμε στο σπίτι τση με το σφυρί! Ήσπασες το τζάμι κι ημπήκες, εύκολο πράμα είναι! 
Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της Ουρανίας.
- Λωλαθήκατε κι οι δυο που θα ρημάξετε και το δικό μου σπίτι;
- Μήτε ποτήρι δε θα σ' αφήκουμε!
Στην πόρτα τους πρόλαβαν. Αναγκάστηκε η μάνα να τα δώσει για ν' αποφύγουν τα χειρότερα. Τα έπιασε παγωμένα, τυλιγμένα σε τριπλό χαρτί πίσω από μια γαβάθα στο ψυγείο.
- Ούλα τα θέλουμε!
- Που να μ' ησκοτώνεις δε στα δίνω! Αυτά θα τση τα ήβαζα εγώ!
Με το σφυρί ακόμα στο χέρι ο πατέρας απείλησε να τα γκρεμίσει όλα κι έτσι την κατάφεραν. 
- Χαράμι να τσ' ηγίνουνε! 
- Είπες τίποτις γυναίκα;
- Για την τύχη μας είπα!
Δεν άκουσαν ευτυχώς τις φοβερές κατάρες που έστειλαν πεθερά και θεία στην οικογένεια της Ευγενίας...  


- Οι συμπεθέρες;
- Ε... Το ινάτι τσ' ήφαε...
Ταραγμένες οι αδερφές κι η Ευγενία που δεν ήρθαν τελικά πεθερά και θεία, σήκωσαν τα μάτια στη Μερόπη. Αμέριμνη εκείνη το διασκέδαζε και χασκογελούσε με την αδερφή του συμπέθερου.
- Καλά να πάθουνε κι οι δυο! Ίδιες είναι και να τ' αποτελέσματα τώρα, να μη χαρούνε τσ' αρρεβώνες του Αχιλλέα! Εγώ μια φορά τα είπα τ' αδερφού μου... Ο καψερός ηκόντεψε να πάθει! Καλά ήκαμες και τσ' ήβαλες στη θέση τσους, παράγινε το κακό πια!
- Μα μ' έβγαλαν απ' τα ρούχα μου! Σχοινί κορδόνι το πήραν και όλη την ώρα να έρχονται να την ελέγχουν; Ας μην κοιμούνται και καθόλου, δικό τους πρόβλημα, οι άλλοι τι φταίνε;
- Έτσι είναι γιαβρί μου... Ηξεύρεις πόσες χαλάστρες ήκαμαν του Αχιλλέα; Καλά που αγρίεψε επιτέλους γιατί είχα το φόβο πως θα πάει χαμένο το παιδί...
Καταστόλιστη η Ευγενία από τα πολλά χρυσαφικά, κερνούσε μπεζέδες με τον ασημένιο δίσκο. Η χαρά του αρραβώνα την έκανε να ξεχαστεί και στα χείλη της ήταν μόνιμα ζωγραφισμένο ένα πλατύ χαμόγελο. 
Τρία μεγάλα τραπέζια ντυμένα με κάτασπρα λινά τραπεζομάντιλα, ήταν φορτωμένα πορσελάνες κι ασημένιες σκαλιστές καράφες. Ψητά και πολλών ειδών μεζέδες ευχαρίστησαν τους συγγενείς που παρά την κακοκαιρία παρευρέθηκαν στη χαρά τους. 
Η Μερόπη αγκάλιασε την Αρσινόη.
- Αξίζει ο γαμπρός θεία! Αυτόν κοιτάμε, όχι τη μάνα και την αδερφή της, ε; Πες μου ότι συμφωνείς!
- Ναι παιδί μου... Αλλά το ρεζιλίκι πού το πας;
- Αυτές που δεν ήρθαν έγιναν ρεζίλι! Ο αρραβώνας έγινε, δεν την παράτησε και να μας μείνουν τα κουφέτα!
Ζαχαρούλα και Ουρανία έκλαιγαν με μαύρο δάκρυ όσο προσπαθούσαν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα. 
Σαν τα μούτρα τση ήκαμε το γιο μου!
- Και τον άντρα σου!
- Την κατάρα μου να 'χουνε! 
- Και τη δική μου!
- Ούλα τα πράματα που έχω ψουνίσει αφ΄τη μάνα τση, φωτιά θα βάλω να τα κάψω!
- Όχι δα! Τόσοι παράδες χαμένοι, δεν αξίζει!
- Μπρος στο γιο μου; Στάχτη ούλα!
- Λες κι ηχαθήκανε του κόσμοι οι καλές κοπέλες... Είπα κι εγώ να ιδούμε το πράμα μπας κι είναι τυχερό κι αυτός ήπεσε στα πόδια τση λες και δεν είχε ιδεί άλλη γυναίκα στη ζήση του...
- Που να ήτουνε μαύρη η ώρα... Τόσο πολύ πια να μην υπολογίζει τη μάνα του; Τι να ειπώ!
- Σάμπως και να...
- Να τον ηποτίσανε, γιατί δεν το λες καθαρά;
Έτσι ξημερώθηκαν κι οι δυο μέχρι που πατέρας και γιος επέστρεψαν με δώρα και γλυκά. Αμίλητες, με τα κεφάλια κάτω, εξακολουθούσαν να συμμαζεύουν. Τα μάτια τους όμως περιεργάζονταν τα χρυσαφικά που στόλιζαν τον Αχιλλέα... 


- Τι ήπαθες άντρα μου κι ηκρατείς την καρδίτσα σου;
- Δεν είμαι καλά γυναίκα, τα τέλη μου ήρτανε... Ανάσα δεν ημπορώ να πάρω, ολάκερος τρέμω...
- Παναγίτσα μου! Να σε ψήσω ένα τσαγάκι, τι να σ' ηκάμω;
- Παπά να μ' ηφέρεις να με μεταλάβει... 
Ανάστατη η οικογένεια απ' την ξαφνική αδιαθεσία του πατέρα. Η Μερόπη κλαίγοντας έτρεξε στο σπίτι του γιατρού αλλά δεν τον βρήκε. Για νοσοκομείο ούτε που ήθελε ν' ακούσει. Η θεία μπροστά στην καντήλα τον ξεμάτιαζε κι η ξαδέρφη της του έτριβε τα χέρια.
- Θα σε περάσει θείε μου, μη φοβάσαι...
Για καλή τους τύχη, χτύπησε την πόρτα η Σουλτάνα με μια πομάδα στο χέρι για τα κορίτσια.
- Τι γίνηκε καλέ;
- Άστα, πάει ο άντρας μου, η ψυχή τον ηβγαίνει!
Ψύχραιμη μπήκε στην κάμαρα κι είδε τον κύριο Νικόδημο κατακόκκινο να βαριανασαίνει.
- Μπρε Καλλίτσα, μπας κι έφαγε τίποτις και τόνε πείραξε; Το μεσημέρι που ήρταμε με τη Μαρίκα, μια χαρά ητανάνε ο άθρωπος για!
- Πού να ξεύρω; Πες άντρα μου, ήφαγες τίποτις όξω;
Με τρεμάμενα χείλη και φωνή που ίσα ακουγόταν απάντησε ο Νικόδημος ότι στου αδερφού του που είχε πάει πήρε ένα μεζέ. Είχε ξεχάσει η νύφη του το μεταξωτό της μαντίλι και της το πήγε. 
- Τι μεζέ ήφαες, πες μας!
- Δυο τουρσιά, σουτζούκι με τ' αυγά και κομμάτι τυρί που ήβγαλε... 
- Ε... Φρέσκα και καλά πράματα ψουνίζουνε...
- Δεν είναι απέ τούτο Καλλίτσα, εμένα άκουε! Κυρ-Νικόδημέ μου, με το γαμπρό μετά που ήρτανε εδώ με την Ευγενία, ήσουν καλά;
- Ναι, ναι... Ηγελούσαμε κι ήπιαμε αφ' το ζεστό ροσόλι να ζεστάνει το μέσα μας, καλά ήμουν...
- Τι ήπιατε άντρα μου;
- Το σερμπέτι που ήφτιαξαν τα κορίτσια γυναίκα...
- Α! Με την κανέλα, ε;
- Ναι...
Η Σουλτάνα αναπήδησε!
- Φέρε μου να ιδώ μπρε Καλλίτσα!
Άνοιξε το μπουκάλι και ζήτησε κουταλάκι. Με το που δοκίμασε το παχύ σιρόπι, έβαλε τις φωνές.
- Μπρε σεις! Πόση κανέλα βάλατε;
Μερόπη κι Ευγενία τρομοκρατήθηκαν.
- Την αλήθεια να με πείτε! Γιατί αυτό δεν λίγα κομμάτια που σας είπα!
Η Μερόπη ξεροκαταπίνοντας μίλησε με χαμηλή φωνή.
- Ε, να... Είπαμε να το κάνουμε πιο νόστιμο και...
- Μπα που κακό να μη σας έρτει! Δε σας είπα που άμα βάλετε πολύ θα φέρει ταραχή στην καρδιά; Τι εκάματε μπρε απτάλες; Καλλίτσα, ψήσε ένα χαμόμηλο γλήγορα και φέρε το οινόπνευμα να τον κάμουμε εντριβές! Γλήγορα σε λέω! 
Οι ξαδέρφες έκλαιγαν και παρακαλούσαν για συχώρεση. Η Αρσινόη έντρομη έβαλε τις φωνές.
- Αχού! Ήπιε κι ο Αχιλλέας μια μεγάλη φλιτζάνα!
Πάγωσαν όλες κι όχι άδικα... 

- Τι σ' ηποτίσανε γιε μου; 
- Ποιοι καλέ μάνα;
- Τι σ' ήκαμαν μάνα και κόρη κι ητρέμεις; 
- Πάλι τα ίδια άρχισες; Άντε στην κουζίνα κι άσε με...
- Ποια ίδια άρχεψα λες; Μια χαρά ήσουν που ήφυες αφ' το σπίτι κι ηγύρισες άρρωστος! Ούλο μαμά και μαμά με το γέλιο στον στόμα κι αφότου υπήγες σε δαύτες δε θες μήτε να με ιδείς; Καλά τα ήλεγα που κάτι κάμουνε αυτές και σ' ηστραβώσανε! Μάνα για σένα ηγίνηκε η Αρσινόη κι εγώ μήτε να σ' ειπώ ένα λόγο πια δεν ημπορώ; 
- Τι λες τώρα; Τη γκρίνια σου δε μπορώ άλλο! Μάνα μου είσαι εσύ κι αν δεν ήθελες μια ζωή να γίνεται το δικό σου τώρα θα ήταν όλα μέλι γάλα!
 - Να σ' ηπροστατέψω ήθελα και να κάμεις ένα καλό γάμο και...
 - Τις λωλαμάρες να μην έλεγες ακόμα και τώρα αφού βλέπεις ότι δεν είμαι καλά! 
- Ηγίνηκα και λωλή τώρα; Να ιδώ τι άλλο θ' ακούσω! Τι σ' ηδώκανε να φας και να πιεις εκεί; Το γιατρό ηφώναξε ο μπαμπάς σου, να μην ηξεύρουμε τι θα τον ειπούμε; Αχ τσι παλιο...
- Σταμάτα πια! 
Το φαγητό σ' ένα από τα καλύτερα μαγαζιά της πόλης και το ζεστό ρόφημα που ήπιε μετά την έξοδό του με την Ευγενία δεν ανησύχησε το γιατρό καθόλου.
Η ταχυκαρδία κι η ζαλάδα δε μπορούσε να καταλάβει πού οφειλόταν. 
- Δε βλέπω κάτι σοβαρό... Ίσως πήρε κρύωμα στο στήθος...
Του έδωσε κάτι χάπια αλλά μέχρι να φύγει αισθανόταν καλύτερα ο Αχιλλέας. Ταλαιπωρημένος από την αδιαθεσία και τις φωνές της μάνας του κοιμήθηκε κρατώντας το στήθος του.
Η Ουρανία κρατούσε το κέντημα αλλά δεν είχε σταυρώσει ούτε μία βελονιά. Από την πόρτα της κουζίνας παρακολουθούσε τα πάντα.
- Τι να ειπεί κι ο γιατρός; Ποιος ηξεύρει τι...
- Σήκω αδερφή! Τώρα θα ιδούνε αυτές πού τσ' ηπονεί και πού τσ' ησφάζει! Γιατί κρύο δεν έχει πάρει και το ηξεύρουμε καλά! 
- Μα ο γιος σου θα...
- Χαϊβάνι είναι κι ηστραβώθηκε, ας ειπεί ο,τι θέλει! Όχι που θ' αφήκω να τον αποβλακώσουνε μάνα και κόρη! 
Προβλέποντας η Σουλτάνα τις αντιδράσεις τους, ορμήνεψε την Ευγενία για κάθε ενδεχόμενο.
- Να καμωθείς την άρρωστη, ακούς; Μεγάλο πατιρντί θα γένει εδώ πέρα, έχει δίκιο η μαμά σου! Όπως έκαμε ο θείος σου, το ίδιο κι εσύ! Θα κρατείς την καρδιά σου και θα λες που φτερουγίζει κι έχεις ταραχή! Την αλήθεια δε μπορούμε να πούμε, δε μας πιστέψει και θα έχει και δίκιο αυτή. Σας έχει που σας έχει άχτι, πιο χειρότερα θα γενούνε τα πράματα! Άιντε να μη σας πω καμιά άσκημη κουβέντα που κάμετε του κεφαλιού σας ζεβζέκες! 
Οι έξαλλες αδερφές βρήκαν το σπίτι κλειστό και τράβηξαν για της Καλλίτσας σίγουρες ότι ήταν μαζεμένες εκεί. 
- Α! Οι συμπεθέρες!
- Κανένα συμπεθεριό δεν έχομε μαζί σας! Εγώ δεν αρρεβώνιασα κανένα γιο μήτε η αδερφή μου κανέναν ανιψιό! Μόνοι σας ηκάματε τσι αρρεβώνες αφού τσ' ηρίξατε τσι βρωμιές να φάνε!
- Για μάζωξε κομμάτι τα λόγια σου κυρά-Ζαχαρούλα!
Οι φωνές τους ξεσήκωσαν το μαχαλά. Λόγια άσχημα, βρισιές, απειλές, κατάρες και κλάματα ...
- Ησυχάστε πια που δεν ηξεύρετε τι λέτε! Κι η Ευγενία έτσι είναι, με τσι εντριβές και το χαμόμηλο την έχομε!
Για το Νικόδημο δεν ανέφεραν τίποτα αφού οι δυο άντρες είχαν πιει το ρόφημα. Αιώνια, πανέξυπνη Σουλτάνα! 
- Κακό μάτι τσ' ήφαγε! 
- Ναι μπρε κοκόνες μου, καλά σας λέγει η Καλλίτσα! Πως αλλιώς γένεται ν' αρρωστήσουνε κι οι δυο μαζί; Σαν την καλή χαρά μιλούσανε εδώ και λίγο μετά που έφυε ο Αχιλλέας άρχισε το κορίτσι να μην αισθάνεται καλά... Μέχρι και στο νοσοκομείο είπανε να το πάνε άμα δε συνέρθει...  Ποτίσματα και τέτοια πράματα πού σας ήρτανε στο μυαλό για; Τι κουβέντες είναι αυτές που λέτε σε γυναίκες τση εκκλησίας; 
- Απ' αυτές δεν είμαστε κι ούτε κρατούμε έτσι τσι γαμπροί!
-  Άμα δεν ήθελε ας το τελείωνε, η κόρη μου δεν είναι για πέταμα! 
- Κι ο μοναχογιός μας είναι αφ' τσι λίγοι καλοί γαμπροί κι ηκάμανε πολλές μανάδες μετάνοιες για ιδεί τσι κόρες τσους!
Η Μερόπη όρμησε με γλώσσα ροδάνι! 
- Η θεία κι η ξαδέρφη μου δεν έκαναν μετάνοιες για το γιο σου! Αγαπηθήκανε με την πρώτη ματιά κι αποφασίσανε να παντρευτούνε! Δεν κοιτάς που σας ξέρει και σας κοροϊδεύει ο κόσμος όλος έτσι που τον καταντήσατε ολόκληρο άντρα, να μη στεριώνει γυναίκα δίπλα του; Να σας πω και κάτι που δεν ξέρετε; Η θεία μου είχε αντιρρήσεις όταν τα έμαθε, φοβήθηκε για την κόρη της! Αφού όμως είδε ότι το ήθελαν τόσο πολύ κι οι δυο, αναγκάστηκε να κάνει πίσω και να δεχτεί!
Μόνο τα μάτια που δεν της έβγαλαν!
- Ποιος κόσμος τα λέει αυτά; 
- Όλος κι εγώ μαζί!
- Είσαι εσύ άξια να πιάνεις στο στόμα σου το παιδί μου και την οικογένειά του; Ηξεύρεις εσύ πως ημεγάλωσε σαν τον πασά με δυο μανάδες; Γιατί κι η αδερφή μου σαν δικό τση παιδί τον είχε πάντα!
- Κι εσείς ξέρετε πως μεγάλωσε η θεία μου την κόρη της κι οι γονείς μου εμένα; 
- Ηξεύρουμε βέβαια! Χωρίς σέβας!
Ο Νικόδημος που είχε αρχίσει να συνέρχεται κι εκείνος, βγήκε στην πόρτα με άγριες διαθέσεις.
- Όσο φωνάζετε και σας έχει ακούσει ούλη η Σμύρνη, τόσο πιο πολύ ρεζίλι ηγινούσαστε! Θες κυρά μου το γιο σου στη φούστα σου; Στον κάμουμε χάρισμα! Το ζήτημα είναι εκείνος κι ο άντρας σου τι λένε! Μπρος εσείς, μπείτε μέσα κι είναι η Ευγενίτσα μας σε κακά χάλια, δουγειά δεν έχετε με δαύτες, κυρίες είσαστε! 














Για την πείνα των παιδιών μας 
ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!
Για τους άστεγους των δρόμων 
ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!
Για τις αυτοκτονίες των συνανθρώπων μας 
ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!
Για τους πολίτες που πεθαίνουν από τη φτώχεια 
ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!
Για τις παραγωγικές ή μη ηλικίες που είναι στα αζήτητα 
ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!
Για τα παιδιά μας που φεύγουν στο εξωτερικό μετανάστες 
ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!
Για την τρίτη ηλικία που δεν έχει φάρμακα και περίθαλψη 
ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!
Για τα δυσβάσταχτα χρέη που μας φόρτωσαν χωρίς να φταίμε 
ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΤΕ ΤΟ!

ΕΝΙΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗ BLOGGERS ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΚΒΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ!

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Τα νεύρα της Μερόπης



- Αμάν πια κι εσύ μπρε γυναίκα! Μια μέρα ήσυχια δεν ημπορείς να περάσεις; Τι σ' ήφταιξε η κοπέλα να την ξυπνήσεις αφ' τα χαράματα με τσι ξεσηκωμοί σου; Κι εσύ Ουρανία ηπέταξες τσι κουβέντες σου, θαρρείς που δεν επήρα χαμπάρι; Εντροπής πράματα είναι τούτα!
- Εσύ να κοιτάζεις τη δουλειά σου κι ηξεύρουμε εμείς τι κάμνουμε!
- Αμ δεν ηξεύρετε!
- Άμα δε μάθει να είναι κατά πως πρέπει στον άντρα τση, προκοπές δεν θα ιδούνε!
- Ωχού! Μην ητρώγεστε άλλο!
- Το γιο σου τον έχω κι εγώ σα δικό μου παιδί και το ηξεύρεις καλά! Έχει τη σειρά του κι έτσι ήμαθε από μωρό! 
- Μια χαρά κοπέλα είναι η νύφη μας, καλά θα περάσουνε!
- Αυτό θέλουμε κι εμείς!
Η Ζαχαρούλα μάζεψε το τραπεζομάντιλο και το τίναξε στο μπάνιο. Μετά τη δύση του ήλιου δεν έπρεπε να γίνει έξω αυτή η δουλειά.
- Άκου άντρα μου τι θα σ' ειπώ! Η νύφη η δικιά μου θα πρέπει να είναι ίδια μ' εμένανε!
- Για να μην ησυχάσει ποτέ ο γιος μας;
- Τι θέλεις να μ' ειπείς τώρα, ότι το παιδί μου κακοπερνάει κοντά μου;
Καβγάς τρικούβερτος έγινε! Ουρανία και Ζαχαρούλα τον έβαλαν στη μέση κι άκουσε ένα σωρό λόγια! Νευριασμένος έφυγε από το σπίτι της κουνιάδας του χτυπώντας δυνατά την πόρτα.
- Ιδές τα χάλια του αντρός σου! Το ευχαριστώ είναι που έχω κάμει τόσα; Ούλος ο μαχαλάς μας ήκουσε να μαλώνουμε χρονιάρες ημέρες που είναι και να φύγει έτσι; Κι εγώ στο σπίτι σου άλλο δεν έρχομαι!
- Λόγια τώρα είναι αυτά; Είδες εσύ κανέναν άντρα να καταλαβαίνει; Σιγά μη και δεν έρτεις στση αδερφής σου, άστονε! Να σιάξουμε τα σερβίτσια κι έχομε να ειπούμε για τσι αρρεβώνες! 

Καλλίτσα και Αρσινόη μιλούσαν χαμηλόφωνα στην κουζίνα. Ετοίμαζαν το βραδινό φαγητό, αν και καμιά τους δεν είχε όρεξη.
- Τι πάθαμε αδερφούλα μου με τσι τρελές που ήμπλεξε η κόρη μου! 
- Πού να το ήβαζε ο νους μας;
- Δεν ηξεύρω τι να κάμω...
- Να μην υπάγει εκεί το κορίτσι άλλη φορά να κοιμηθεί, ακούς;
- Κι άμα η πεθερά τη θέλει εκεί μια στο τόσο;
- Να την ειπείτε που δεν ημπορεί!
- Τώρα που θα ηγίνουνε κι οι αρρεβώνες και το πράμα θα είναι επίσημο;
- Να μην αργήσει το στεφάνωμα, αυτό να ειπείς! Ας τόνε κάμει νάζια να τη λαχταράει και να μην ηβλέπει την ώρα... Δε θα την ηβγάζουνε την ψυχή πεθερά και θεία και να βασανίζεται αφ' την αγρύπνια! Η μια ημέρα θα γίνει δυο, ημπορεί και τρεις και δεν ηβλέπω καλά την κόρη σου... Κρίμας...
- Ο Αχιλλέας όμως είναι πολύ καλό παιδί, ε;
- Μάλαμα είναι! Θα σ' ειπώ όμως κάτι και μη θυμώσεις... Θαρρώ που δεν έχει γνώμη δικιά του, σάμπως κι αυτές τον ησέρνουνε αφ' τη μύτη κοτζάμ άντρα... 
- Δε θυμώνω Καλλίτσα μου... 'Αμα δεν τα ειπούμε σαν αδερφάδες που είμαστε με ποιον θα τα ειπώ; Άδικο δεν έχεις, πολύ μαλακός είναι και τσι έχει αδυναμία... Μακάρι έτσι να έχει και στην κόρη μου...
- Ε... Σπίτι δικό του, γυναίκα, άλλη ζωή... Καλά θα περάσει η Ευγενία μας μαζί του...
- Να το σιάξουμε πρέπει, να είναι έτοιμο! Τσι πλάκες θ' αλλάξω, είδα κάτι ωραίες που γυαλίζουνε... Να τσ' ιδεί κι η κόρη μου άμα τσ' αρέσουνε βέβαια... Για τσι πόρτες και τα ερμάρια είδε ένα χρώμα πιο σκούρο, έκτακτο είναι! 
- Γλήγορα να σιαχτούνε για να είναι ούλα της έτοιμα! Ηξεύρεις δα πόσες κοπέλες ήφαγαν τόσο καιρό με το δαχτυλίδι ως να είναι έτοιμες! Η αρρεβώνα ητράβηξε και δυο χρόνια! 
- Αυτό μας ήλειπε! Άιντε και του χρόνου να έχομε τση Μερόπης μας, με πεθερά που δε θα είναι τιτίζα!
- Μμμμμ... Αυτές μόνο σ' ούλη τη Σμύρνη είναι οι πιο παστρικές και νοικοκιουρούδες τρομάρα να τσι έρτει! 




Βαρύς ο χειμώνας κι εκείνη τη χρονιά. Το τσουχτερό κρύο των γιορτινών ημερών έφερε χιόνι που ξεπερνούσε το μέτρο. Το ζεστό κρεβάτι σε προκαλούσε να χουζουρέψεις και να ονειρεύεσαι.
- Κόρη μου καλημέρα! Έχω την όρνιθα καθαρισμένη, σουπίτσα να φάμε σήμερα! 
Νυσταγμένη η Ευγενία χαιρέτισε τη μητέρα της που έφευγε για το μαγαζί λίγο μετά τις επτά. Θα άδειαζαν με τη θεία της το καμαράκι για να δεχθούν το νέο εμπόρευμα. Λόγω των ημερών είχαν πουληθεί πολλά ωραία πράγματα και πάντα ανανέωναν τη βιτρίνα και τα ράφια με είδη για όσες λάτρευαν τα λούσα. Κοίταξε το ρολόι και κουκουλώθηκε με το πάπλωμα ως το κεφάλι.
<<Πολύ κρύο... Πριν τις εννέα δε σηκώνομαι... Ξημερωθήκαμε πάλι με τη Μερόπη... Πρώτη φορά είναι; Χα χα χα!>>
Χαμογέλασε στην ξαδέρφη της που κοιμήθηκε στο διπλό κρεβάτι μαζί της. Έκλεισε τα μάτια σκεπτόμενη τον αρραβώνα της που θα γινόταν σε τέσσερις μέρες. Αν συνέχιζε να χιονίζει θα κατάφερναν οι συγγενείς τους να παρευρεθούν; Η αγωνία έδωσε τη θέση της στη τρυφερή προσμονή της Κυριακής κι έτσι βυθίστηκε σ' ένα γλυκό ύπνο.
Το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα έγινε πιο δυνατό.
<<Ωχ καλέ μαμά πάλι τα γυαλιά σου άφησες εδώ... Ήταν ανάγκη τώρα να ξεχάσεις και το κλειδί σου;>>
Σηκώθηκε με το ζόρι κι έβαλε τη χοντρή της ρόμπα μουρμουρίζοντας. Με το στόμα ορθάνοιχτο από το χασμουρητό άνοιξε και τινάχτηκε σχεδόν έντρομη βλέποντας τη Ζαχαρούλα κουκουλωμένη από το κεφάλι να της χαμογελάει κρατώντας ένα σκεπασμένο πιάτο.
- Καλημέρα κοκόνα μου! Καλέ, σε ξύπνησα; Ήφτιαξα γιομιστά κι είπα να σ' ηφέρω λίγα! Πού να φανταστώ ότι θα κοιμόσουνα, μεσημέριασε!
- Μεσημέριασε; Τι ώρα είναι, δεν το κατάλαβα... 
Η πεθερά τίναξε το μποξά της και πέρασε μέσα κουνώντας το κεφάλι με απορία.
- Η ώρα οχτώ κοντεύει κι είσαι με τσι νυχτικιές στο κρεβάτι; Βάι βάι...
- Πρωί είναι, όχι μεσημέρι που μου είπατε και τρόμαξα!
- Για τσι νοικοκιουρούδες είναι μεσημέρι! Η γυναίκα πριν να βγει ο ήγιος στο ποδάρι να σηκώνεται, αυτό είναι το πρεπούμενο! Άμα αφ' τσι πέντε δεν αφήκεις το πάπλωμα σ' ηπλακώνει κι ούλες οι δουγειές πάνε πίσω! Έτσι να κάμεις κι εσύ!
Τα νεύρα της Ευγενίας οριακά την άφηναν να της μιλάει ευγενικά.
- Εμείς λίγο πιο αργά ξυπνάμε, αλλά τα προλαβαίνουμε όλα...
- Ε... Αναλόγως τον άθρωπο... Τώρα που θα γίνει η αρρεβώνα, να μπεις κι εσύ σε μια σειρά, θα στεφανωθείτε με το γιο μου και το πρεπούμενο είναι να ζει όπως και με τη μάνα του! Άλλη ζωή πια σ' ηπεριμένει...
- Ναι, βέβαια, άλλη ζωή...
- Φαγάκι να ειδώ πότε θα βάλεις στη φωτιά... Η ώρα έξι εγώ τα είχα έτοιμα και τα ήβαλα στο φούρνο...
- Εμείς κοτόσουπα θα φάμε, δεν αργεί να γίνει...
- Θα καθαρίσεις την όρνιθα, τα ζαρζαβάτια, δεν έχει τη δουγειά της κι η σούπα; Χώρια η λάτρα τση γούρνας...
- Καθαρισμένη είναι, έτοιμη...
- Αφ' τη μαμά σου, ε; Άμα περάσετε τα στέφανα και μετά όμως, δε θα την έχεις να σ' ηβοηθάει, γι αυτό σ' ορμηνεύω...
- Ναι... Να ψήσω καφέ;
- Ναι κοκόνα μου, ψήσε! 
Δεν πρόλαβε να πιάσει το μπρίκι κι ήρθε η επόμενη επίπληξη.
- Έτσι δα Ευγενία μου; Δεν ήλλαξες ακόμα, βάλε τα ρούχα σου κι ας περιμένει ο καφές!
Τα νύχια της κοπέλας λίγο ακόμα και θα μάτωναν τις παλάμες της από το σφίξιμο.
- Μερόπη ξύπνα!
- Τι με σκουντάς, άσε με που νυστάζω...
- Σήκω, η πεθερά μου είναι στην κουζίνα!
Τινάχτηκε η κοπέλα σα να την έλουσαν με κρύο νερό.
- Τι ώρα είναι;
- Οχτώ!
- Και τι θέλει πρωινιάτικα εδώ; Στον ύπνο της σε είδε;
- Μου έφερε γεμιστά λέει και δεν ήξερε ότι κοιμάμαι!
- Κι αφού το έμαθε γιατί δεν ξεκουμπίστηκε; 
- Άστα τώρα αυτά, να ντυθώ και να ψήσω καφέ... 

Η Ζαχαρούλα σκόπιμα είχε περάσει στην κουζίνα για να ελέγξει αν ήταν μαζεμένη από το βράδυ κι ο νεροχύτης άδειος από πιάτα. Στραβομουτσούνιασε όταν είδε άπλυτη την κούπα από το γάλα που έπινε βιαστικά η Αρσινόη πριν φύγει κάθε πρωί. Τον πρώτο πρωινό καφέ τον απολάμβαναν με την αδερφή της.
<<Την όρνιθα την ηκαθάρισε, τη φλιτζάνα τση δεν ήξευρε να την πλύνει... Νοικοκιουρά η συμπεθέρα, μμμμ...>>
Η Ευγενία μπήκε με την ψυχή στο στόμα στο μπάνιο και φόρεσε βιαστικά το μάλλινο φουστανάκι με την εσάρπα. Η Μερόπη έβριζε μέσα απ' τα δόντια της και δεν ήταν διατεθειμένη ν' αλλάξει.
- Σιγά μη ντυθώ για τα μούτρα της!
Εμφανίστηκε την ώρα που φούσκωνε ο καφές και την καλημέρισε με μισό στόμα. Ευχαρίστως την έπνιγε σε μια κουταλιά νερό.
- Καλώς τη, καλημέρα! Κι εσύ κοιμόσουνα, ε;
- Και τι θέλατε να κάνουμε αυτή την ώρα με τόσο κρύο;
- Α! Ζεστούτσικο είναι το σπίτι! Μαζί πλαγιάσατε οι ξαδερφούλες; 
- Όπως πάντα!
- Κι η συμπεθέρα;
- Στης κόρης της το δωμάτιο. 
- Κι έτσι με το κουσέλι αργήσατε να κοιμηθείτε... Να πέφτετε νωρίς, για ξυπνάτε νωρίς!  Ευγενίτσα μου θα έχεις βγάλει όξω τα παπλώματα και το στρώμα, ε; Πρόσεχε μη τα μουσκέψει το χιόνι!
Η Μερόπη φούντωνε! 
- Δεν σηκώνουμε τα στρώματα κυρία Ζαχαρούλα κάθε μέρα! Ούτε με το χιόνι και τη βροχή απλώνουμε στα σκοινιά τα παπλώματα! Τα σηκώνουμε και τα βάζουμε στις καρέκλες κάτω απ' το παράθυρο και μετά που αερίζονται τα στρώνουμε! 
- Και τα στρώματα δεν ηπρέπει να τα ιδεί ο ήγιος κι ο αγέρας;
- Μπαίνει απ' τα παράθυρα κι είναι εντάξει!
- Ε... Δεν είναι το ίδιο...
- Ας μην είναι, δεν πειράζει!
- Το πρωί ούλα πρέπει να αγερίζουνται! Και τα συρτάρια όξω κι οι ντουλάπες ανοιχτές!
- Και τα μυαλά να βγάζουμε απ' το κεφάλι μας να παίρνουνε κι αυτά αέρα! Αυτό δε μας το είπατε!
- Τς τς τς τς... Γλώσσα και κακό...
- Μια χαρά είναι η γλώσσα μου, τίποτα δεν έχει!
Η Ευγενία κατάπιε με δυσκολία τα γέλια της.
- Είναι καλό το καφεδάκι σας;
- Καλό είναι! Άιντε κοκόνα μου κι έχεις του κόσμου τσι δουγειές μπροστά σου, ηπέρασε το πρωί! 
- Φεύγετε; Στο καλό!
- Όχι Μερόπη, πού να υπάγω έτσι που χιονίζει; Άμα σιάξει κομμάτι όξω όσο περνάει η ώρα...
Η Ευγενία έβαλε το νερό στη φωτιά και ξεσκέπασε το καθαρισμένο κοτόπουλο. Καρότα, σέλινο και κρεμμύδια ήταν σ' ένα καλαθάκι.
Έπλυνε τις κούπες από το γάλα τους κι η πεθερά της μάζεψε στη στιγμή το φλιτζανάκι που ήπιε καφέ και της το έβαλε στο νεροχύτη. Παρακολουθούσε τον τρόπο που τα σαπούνιζε και πολύ της κακοφάνηκε που δεν έβαλε ξίδι.
- Στη γούρνα μου δίπλα το έχω πάντα! Άμα δεν πέσει μπόλικο, καθαρά δεν είναι!
- Εμείς σ' αυτά δεν βάζουμε, μόνο στα πιάτα και στα ποτήρια που είναι απ' το φαγητό!
- Τι λες Μερόπη; Κι αυτή η φλιτζάνα που ήτο πόσες ώρες εκεί αφ' το γάλα, θαρρείς που δεν το θέλει;
- Και πού ξέρετε πόσες ώρες είναι εκεί η φλιτζάνα, τη ρωτήσατε; Βλέπω πως τίποτα δε σας ξεφεύγει!
Η Ζαχαρούλα εκνευρίστηκε με τη συμπεριφορά της Μερόπης. 
- Να σ' ηβάλω ένα χέρι Ευγενίτσα μου για να προλάβεις;
- Όχι, ευχαριστώ... Τα λαχανικά να κόψω και τέλειωσα...
- Καλά, όπως αγαπάς... Στο νερό να τ' αφήκεις με λεμόνι μπόλικο πρώτα, ηξεύρεις, ε;
- Ναι, ναι... 


Οι αδερφές τις άκουγαν τρομοκρατημένες.
- Δεν είμαστε καλά! Νέα σκέδια είναι ετούτα;
- Και να τση κακοφανεί κι η φλιτζάνα μου που αφήνω και τη μαζώχνει η Ευγενία κι ήθελε να τση βάλει ξίδι; 
- Λες να έρτει πάλι κάνα πρωί να ιδεί άμα σηκώθηκε η κόρη σου;
- Πολύ το φοβούμαι... Ευγενίτσα μου νωρίς να ξυπνάς γιαβρί μου!
Η Μερόπη που δεν τα σήκωνε αυτά, χτύπησε το χέρι με δύναμη στο τραπέζι αγριεμένη.
- Θεία, εδώ θα μείνω ως την αρραβώνα! Άμα θέλει ας έρθει πάλι τέτοια ώρα και θα δει!
- Σώπα παιδάκι μου, τι πράματα είναι τούτα; Υπομονή θέλει το πράμα, πεθερά τση είναι και...
- Έτσι λες, ε;  Ωραία, σήκωνε τότε κάθε πρωί τα στρώματα για να παίρνουν αέρα και μη πεις μετά ότι σε πόνεσε η μέση σου! Κι αν γίνει ο γάμος και της χτυπάει αξημέρωτα, να πάθει ζημιά κι η κόρη σου άμα κάνει τα μυαλά της και θα σου πω εγώ μετά!
Η Αρσινόη σήκωσε τα χέρια ψηλά. Το επόμενο πρωί όμως καθυστέρησε σκόπιμα να πάει στο μαγαζί. Στο λαιμό της έκατσε το γάλα από τη βιασύνη της να πλύνει το φλιτζάνι και να το βάλει στη θέση του. Κάθε λίγο κοιτούσε απ' το παράθυρο το χιόνι που εξακολουθούσε να πέφτει αλλά η συμπεθέρα ευτυχώς δεν φάνηκε. Έφυγε όταν βεβαιώθηκε ότι η κόρη της είχε ξυπνήσει...
Δυο μέρες πριν τους αρραβώνες ήταν στις φούριες τους. Το σπίτι είχε ντυθεί και στολιστεί με ο,τι καλύτερο διέθετε το μαγαζί τους και την επόμενη θα έφτιαχναν τα γλυκά του ταψιού. Οι μπεζέδες θα ψήνονταν ανήμερα την Κυριακή το πρωί κι ο φούρνος της γειτονιάς θα έψηνε στις μεγάλες λαμαρίνες τα κρέατα.
- Ησυχάστε κομμάτι γιατί αφ' το μεσημέρι και μετά έχομε πολλά ψησίματα! Τα μύγδαλα να σιάξετε και να σπάσετε τα καρύδια να τα εύρουμε έτοιμα! 
Έφυγε η μάνα φουριόζα και σε λίγη ώρα τέσσερα μάτια κοιτούσαν τα παράθυρα του σπιτιού της. Ζαχαρούλα και Ουρανία φουρκισμένες ετοιμάστηκαν να χτυπήσουν την πόρτα.
- Τσι αρρεβώνες έχομε κι η νύφη μας ακόμα στο κρεβάτι είναι πάλι; Τόσες δουγειές που έχουνε, αφ' τη μάνα τση περιμένει; Δεν τση τα είπες όπως ήπρεπε προχτές και την άλλη τη γλωσσού στη θέση τση δεν την ήβαλες! Γι αυτό και δε θα ιδεί στεφάνι, ποιος θα τήνε πάρει;
Σε κατάσταση πανικού τινάχτηκε η Ευγενία και ξύπνησε την ξαδέρφη της τσιρίζοντας. 
- Η πόρτα χτυπάει, αυτή είναι πάλι! 
- Θ' ανοίξω εγώ!
Μπροστά η Μερόπη νευριασμένη και πίσω η Ευγενία τρέμοντας έσφιγγε τη ρόμπα κι έστρωνε τα μαλλιά της.
- Τι συμβαίνει κι ήρθατε τέτοια ώρα; 
- Τίποτες δε συμβαίνει! Στην αγορά πάμε και...
- Και ο δρόμος σας δεν είναι από δω!
Η Ουρανία με την ξινισμένη μούρη ήταν έτοιμη να της επιτεθεί.
- Εσύ γιατί ανακατώνεσαι; Θα πάρει την άδεια από σένα η πεθερά για να ιδεί τη νύφη τση;
- Κι εσείς τι θέλετε; Δυο πεθερές έχει η ξαδέρφη μου και δεν το ήξερα; 
- Ακόμα κοιμόσαστε;
- Ναι! Είχαμε δουλειές ως αργά το βράδυ κι άλλες τόσες μας περιμένουν σήμερα! 
- Και πότε θα τσ' ηκάμετε που μεσημέριασε;
- Δικός μας λογαριασμός! Κι άμα μιλάς κυρία Ουρανία, να κοιτάζεις εμένα, όχι το σπίτι πίσω απ' την πλάτη μου!
Η Ζαχαρούλα έπιασε το κεφάλι της κάνοντας μια κίνηση απελπισίας. Η Ευγενία με την καρδιά της να χτυπάει ακανόνιστα και το κρύο από την ανοιχτή πόρτα να παγώνει τα γυμνά της πόδια, τους πρότεινε να μπουν μέσα. Σε έξαλλη κατάσταση οι αδερφές γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν με τις μπότες να βουλιάζουν στο χιόνι...

-Τι ήκαμες Μερόπη, τι ήκαμες... Παρεξήγηση τέτοια δυο μέρες πριν τσι αρρεβώνες; Μίλα κι εσύ Καλλίτσα, ιδές τα καμώματα τση κόρης σου! Τώρα τι θα γίνει, θα έρτουν και δε θα τση μιλούνε; 
- Ούλα στον πατέρα σου θα τα ειπώ να ιδείς! Δεν ήξευρες να μαζώξεις κομμάτι τη γλώσσα σου;
- Άσε μας θεία να χαρείς! Ζωντανή θα τη φάνε, δεν τα βλέπεις; 
- Κι ήπρεπε να τσι πάρεις αφ' τα μούτρα εσύ; Θα σ' ηπιάσω αφ' το μαλλί λωλοσερβάγια και τρίχα δε θα σ' αφήκω!
Με την καρδιά τους βαριά και τα μαλώματα έφτιαξαν τα γλυκά. Το βράδυ χτύπησαν την πόρτα ο Αχιλλέας με τον πατέρα του. Από την κακή τους διάθεση κατάλαβαν ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβη.
- Εμείς κρατάμε το λόγο μας και δε θέλουμε ν' αφήκουμε το κορίτσι σας εκτεθειμένο βέβαια, αλλά...
-Τι αλλά συμπέθερε;
- Η Ζαχαρούλα είπε ότι δε θέλει να έρτει στο σπίτι σας για τσι αρρεβώνες, έχει θυμώσει πάρα πολύ που δεν τσ' ήμπασε η νύφη μέσα κι ούλο φωνάζει... 
Η Αρσινόη κατακόκκινη προσπάθησε να τα μπαλώσει.
- Μα τι λόγια είναι αυτά, η κόρη μου τσ' ήκλεισε την πόρτα; Μίλα κι εσύ Αχιλλέα, δε στα είπε προχτές που ειδωθήκατε για τη μαμά σου που ήρτε το πρωί εδώ κι άμα τη βρήκε με τσι νυχτικιές πολύ τσ' ηκακοφάνηκε; Καφέ την έψησε, κουλουράκια την ήβγαλε, τι τσ' ήκαμε; Σήμερα ήρτανε με τη θεία σου πριν τσι οχτώ πάλι και τσ' ήλεγαν που δε θα κάμουνε δουλειά επειδή ακόμα ήτανε στο κρεβάτι! Ούλο μεσημέρι λέει που είναι κι ακόμα το φαγί να ετοιμαστεί και τέτοια πράματα! Η Μερόπη που είναι κομμάτι νευρικιά τσ' είπε μια κουβέντα, η Ευγενία τσ' ηκάλεσε να μπούνε μέσα κι αυτές ήφυγαν! Τώρα θα μας εύρουνε ρεζιλίκια με τσι αρρεβώνες που δε φταίει κι η κόρη μου;
​- Οι αρρεβώνες θα γίνουνε, το λόγο μας πίσω δεν τόνε παίρνουμε!
- Κι η συμπεθέρα;
- Ε... Θα την παρακαλέσει ο γιος τση και θα έρτει κι αυτή...
Η Μερόπη αγνοώντας τα νοήματα που της έκανε η μητέρα της, σηκώθηκε απότομα όρθια.
- Εσ​ύ Αχιλλέα δεν είπες τίποτα στη μητέρα σου; Σ' αρέσουν αυτά που κάνει; Λόγος δε μου πέφτει, αλλά αν την αφήσεις βλέπω γρήγορα να χωρίζετε ακόμα και παντρεμένοι! Κι εσείς που ξέρετε τη γυναίκα σας γιατί δεν τη βάλατε στη θέση της; Να πέσετε τώρα στα πόδια της για να έρθει στους αρραβώνες του γιου της; Μη ξεχάσετε και την αδερφή της, γιατί πάνε μαζί κι οι δυο!
- Την ηξεύρω κόρη μου... Είναι καλή γυναίκα, μ' αυτό το πράμα όμως μια ζωή μαλώνουμε... Τα δίκια σεις τα έχετε και μη μαλώνετε τη Μερόπη... Ούλα θα σιάξουνε! Πάμε τώρα και στσι αρρεβώνες πια θα ιδωθούμε με το καλό!



Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Πρωτοχρονιάτικα...



Ο Αχιλλέας έπινε τον απογευματινό του καφέ στην κουζίνα. Μάνα και θεία του μιλούσαν για την Ευγενία και τα προσόντα της. Απελπισμένος που δε μπορούσε να κρατήσει καμία σχέση πάνω από δέκα μέρες  λόγω της πίεσης που του ασκούσαν οι δυο γυναίκες της ζωής του, άρχισε να συμπαθεί την άγνωστή του κοπέλα.
- Το θέμα είναι ν' αρέσει και σε μένα βέβαια...
- Γιατί να μη σ' αρέσει; Εμφανίσιμη, προικισμένη γερά, καλύτερη πού θα εύρης; Περνούνε και τα χρόνια! 
- Καλέ θεία, όσες κοπέλες γνώρισα εμφανίσιμες δεν ήταν;
- Μμμμμμ... Δεν ήτονε τση σειράς σου σ' είπαμε!
- Επειδή δεν είχανε πολλούς παράδες;
- Ε... Όχι μονάχα για αυτό... Η μια που είχε φαρδιά καπούλια, σ' ηταίριαζε; Όχι! Η άλλη που ήτουνε μια βούκα κι ήπρεπε να ανεβαίνει στο σκαμνί για να σε φτάσει σ' ηταίριαζε; Όχι! Να μη πω για την πουλήτρια που δεν είχε δεύτερο βρακί να βάλει κι η μάνα τση ήπλενε σ' ούλες τσι σκάφες κι ηπάστρευγε μαγαζιά και σπίτια! 
- Ε...
- Τέτοιο συμπεθεριό μας ήπρεπε; 
- Ήταν όμορφη, πολύ μ' άρεσε και δεν έπρεπε να της κάνετε τέτοιο πράγμα, δεν έφταιγε...
Η Ζαχαρούλα που έτριβε με λύσσα το νεροχύτη του έδωσε την απάντηση.
- Τη θέση τση ήπρεπε να καταλάβει! Άλλο μη μιλάς γι αυτά, τώρα έχομε σοβαρό θέμα! 
- Καλά στα λέγει η μάνα σου!
Τι κι αν αγανακτούσε ο έρμος, αυτές έκαναν πάντα το δικό τους. Όταν η νεαρή πωλήτρια του είπε με κλάματα τα καμώματά τους, ήθελε η γη ν' ανοίξει και να τον καταπιεί...
Φώναξαν μάνα και θεία τη μητέρα της να τις βοηθήσει στις δουλειές. Μια μέρα η μια κι άλλη μια η άλλη ήταν αρκετές για να γυρίσει στο σπίτι της αποκαμωμένη και ν' απαγορεύσει στην κόρη της να τον ξαναδεί.
- Τα ταβάνια και τσι τοίχοι μ' ήβαλαν να σαπουνίσω δυο φορές κι άλλες δυο να τα ξεπλύνω! Τζαλίζουμαι ακόμα αφ' το κρέμασμα στη σκάλα! Τσι αποθήκες, τα ντουλάπια, τσι πόρτες και τα παράθυρα, ούλα ξανά και ξανά γιατί δεν ηφχαριστιόντουσαν πάστρα! Αφ' τσι πέντε το πρωί με τσι κουβάδες και τα πανιά και δε μ' είπανε να πιω ένα καφέ να ησυχάσω κομμάτι! Τσι μπουφέδες ητράβηξα, τα μπαούλα, τραπέζια και καρέκλες με τα ποδάρια τως απάνου τη μισή μέρα! Ήτριβα τα πατώματα κι ηκάμανε μια έτσι με το πασούμι να ιδούνε άμα γυαλίσανε καλά! Ηβγάλανε τα καλά στρωσίδια κι αφ' το κολλάρισμα ήσκασαν τα χεράκια μου! Τρίψιμο τα ασημικά, τα μπακίρια, τσι φαγιάντσες πλύσιμο κι ούλα τα ποτήρια και τα σερβίτσια! Τζάμια, κατρέφτες, όξω ούλα τα ρούχα αφ' τσι ντουλάπες για αέρισμα και ξανά πάλι μέσα! Δέκα λεφτά ίσα που ήβαλα μια βούκα στο στόμα μου κι αυτή μου τη μετρούσανε σ' ηλέγω για να μη χασομερίσω... Η ώρα δώδεκα τη νύχτα να γυρίσω και με τσι προσβολές που μ' είπανε; Ούλο πρόσεχε και πρόσεχε γιατί είναι πανάκριβα προυκιά του μοναχογιού μας που θα τόνε μοσκοπαντρέψουμε με μια τση σειράς μας που να τον αξίζει και θα τόνε κοιμίζει στα πούπουλα και να μη κάμει όρεξη καμιά παρακατιανή και θα συμπεθερέψουμε με οικογένεια καλή και δαχτυλοδειχτούμενη και τέτοια...  Άμα πεις η θεία του, έτοιμη να μ' ηβγάλει τα μάτια ήτουνε η σκύλα! Λόγια, λόγια, του κόσμου ούλου τα λόγια τ' άσκημα! Μακριά παιδάκι μου, θα μας φάνε ζωντανές!
Αυτά ήταν τα τελευταία της πικρά λόγια και τον παρακάλεσε να μην ανταμώσουν ξανά. Όταν εκείνος τους ζήτησε το λόγο, τρελή και ψεύτρα την έβγαλαν...
- Δε φτάνει που την ηδώκαμε τόσοι παράδες, έφαγε κι ήπιε, μας κουσελεύει κι από πάνω; Πού την είπαμε να προσέξει μη και σπάσουνε τα φαρφουρί* που στη ζωή τση ούλη δεν τα έχει ιδεί ποτές; Καμάρι τα έχω που είναι δικά σου και τση το είπα, του γιου μου τα έχω προίκα! Αυτή δεν ήτουνε άξια μήτε να τα πιάσει κι ήσκασε αφ' τη ζούλια τση! Ωραία οικογένεια, τι να σ' ειπώ! Εσύ να τα βλέπεις μπρε χαϊβάνι που δεν ηξεύρεις το συμφέρον σου! 

Η Αρσινόη έραψε μαύρες γούνινες μανσέτες στο πράσινο φόρεμα της κόρης της.
- Αυτό θα βάλεις το πρωί που θα έρτεις στο μαγαζί! 
Ξημέρωνε η μεγάλη μέρα που θα πήγαινε ο γαμπρός να πάρει την τσάντα και να τη δει. Έπρεπε να του κάνει καλή εντύπωση και να είναι όμορφη και θελκτική για να τον κατακτήσει. 
- Ανάλογα πως θα τον ιδείς θα πράξεις! Μη πας κι ηχωθείς μέσα στο καμαράκι με τσι ώρες και να κακανίζεις με τη Μερόπη! Ο άντρας θέλει και μια τσιριμόνια κι ένα νάζι, πάντα με μέτρο!
- Καλά, τα ξέρω αυτά, με ορμήνεψε η κυρία Σουλτάνα...
- Να την ηκούσεις σε ο,τι πει, είναι ξύπνια γυναίκα κι έχει κάμει του κόσμου τσι παντρειές!
- Ναι, μας τα λέει κα γελάμε!
- Έχει μεγάλο ταλέντο! Πολύ την κάμω γούστο κι εγώ, τι χαριτωμένη γυναίκα! Κι η Μαρίκα όμως, αριστοκράτισσα με τα ούλα τση! Μόρφωση έχει, κομψή είναι, διαβάζει πολύ, αγαπάει τα βιβλία. Κρίμας που θα τσι χάσουμε...
- Θα βρεθούμε στην Ελλάδα μαμά...
- Πού, πως; Εδώ είναι ο τόπος μας κόρη μου, μη κάμεις όνειρα!
- Ποτέ δεν ξέρεις...
- Να μην αξιώνεται άνθρωπος να φεύγει απ' τον τόπο του, αυτό να λέμε! Εδώ είναι η ζωή μας, η δουλειά μας, οι δικοί μας ούλοι! Έχουνε οι συμπεθέρες τσι δικοί τσους αθρώποι εκεί, αδέρφια, ανίψια... Να σ' ειπώ και κάτι ακόμα; Θαρρείς που θα εύρουνε τα καλά τση Σμύρνης μας στην Αθήνα; Ούλος ο κόσμος έχει να το λέει πως έχομε μεγάλη ευλογία εδώ! Ιδές τη Μαρίκα που ψουνίζει τα πάντα απ' εδώ για τσι γάμοι, ιδές τη Σουλτάνα που μαζώχνει τόπια τα υφάσματα για να ραφτεί! Πόσα πράματα επήγε στσι δικοί της στην Πόλη, που κι εκεί βρίσκεις ωραία και καλά στα μαγαζιά. Μπαούλα ηγιόμισαν με πολλά ασημικά, σερβίτσια, κουβέρτες, πετσέτες... Κάθε λίγο ο Ιάκωβος στέλνει και ποτές δεν τελεύουνε, τι νομίζεις; Τσι προάλλες ηψούνισαν κι άλλοι δίσκοι με το σταφυλάκι, εκεί για να σερβίρουνε!
- Να πάμε όμως ένα ταξίδι να δούμε την Ελλάδα;
- Αυτό ναι! Να πας με τον άντρα σου κοκόνα μου και να με τα πεις ούλα που θα ιδείς! 
- Κι εσύ μαμά;
- Εγώ δεν ημπορώ... Η θεία σου έχει την ανάγκη μου, δεν είμαι και του ξεσηκωμού...
- Καλά, θα δούμε...
- Πέσε τώρα να κοιμηθείς για να είσαι φρέσκια το πρωί! Δεν ηξεύρουμε την ώρα που θα έρτει ο γαμπρός... 
Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τη φαντασία της να ταξιδέψει. Έτσι γλυκά βυθίστηκε σ' έναν ύπνο με αμέτρητα όνειρα... 
Το μεσημέρι της επόμενης μέρας τη βρήκε χαρούμενη να μιλάει ασταμάτητα στη Σουλτάνα και τη Μαρίκα. Όλα είχαν πάει καλά! 
- Σα να λέμε ερωτευτήκατε μπρε;
- Νομίζω ναι! Μπήκε και η καρδιά μου χτύπησε! Έχει ωραίο χαμόγελο, μιλάει πολύ ωραία, όλα του ωραία είναι!
- Την ψυχή μας ήβγαλες γιαβρί μου, πες τα μας ούλα απ' την αρχή!
Τα μαύρα του μάτια καρφώθηκαν με γλυκύτητα στο πρόσωπό της κι ένιωσε μούδιασμα σ' όλο της το κορμί. Του πρόσφεραν τσάι και μιλούσαν σα να γνωρίζονταν από χρόνια. Ζήτησε τη βοήθεια των κοριτσιών για να διαλέξει δώρα για τη μητέρα και τη θεία του κι όταν αποφάσισε κάποια στιγμή να φύγει, της είπε με διακριτικό τρόπο να βρεθούν το απόγευμα.
- Κι εσύ τι τον είπες;
- Ναι! Θα με περιμένει έξω απ' την εκκλησία και...
- Και να κοιτάξεις να τον βάλεις μέσα με τα στέφανα γλήγορα! 
- Λες κυρία Σουλτάνα μου;
- Λέω και να με ακούς τζιέρι μου!



Η Ευγενία δοκίμασε ένα φοινίκι κι έκλεισε τα μάτια απολαμβάνοντάς το ηδονικά.
- Και του χρόνου μαμά, πολύ μας πετύχανε!
Τραγανά, ποτισμένα όσο έπρεπε με σιρόπι, ίσα να μη λιγώνουν, μοσχοβολούσαν κανέλα, γαρίφαλο και μέλι. 
- Του χρόνου στο σπίτι σου κόρη μου να τα σιάξουμε! Μη ξεχαστείς και φας άλλο τίποτις, θα μεταλάβεις!
- Ξέρω καλέ, μη φοβάσαι...
Τα σάλια της έτρεχαν βλέποντας τη μεγάλη πιατέλα στο μπουφέ με τους κουραμπιέδες. Φρέσκο βούτυρο καλό, φορτωμένοι αμυγδαλάκι καβουρδισμένο, χιονισμένοι με ζάχαρη άχνη. Σεκέρ λουκούμια τους έλεγαν κι αδημονούσαν να τους γευτούν ανήμερα τα Χριστούγεννα, μόλις έμπαιναν στο σπίτι μετά την εκκλησία. 
- Να πας καμπόσα στη μαμά και τη θεία του. Στο γυαλιστερό χαρτί το κόκκινο και θα το δέσεις με τσι κορδέλες.
- Ντρέπομαι καλέ μαμά, πως να πάω;
- Αφού είπανε που σ' ηπεριμένουνε να πιείτε καφέ!
- Φοβάμαι λίγο...
- Τι φόβο έχεις παιδάκι μου; Σε θέλουνε κι ηξεύρουνε που το πράμα προχωράει!
- Δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μου;
-  Του γαμπρού οι γονιοί πάνε πρώτα στης νύφης το σπίτι, εγώ έτσι να τση χτυπήσω την πόρτα δεν γίνεται! Θα πας εσύ αφού σε κάλεσε, θα τση πεις και πολλές ευχές για τσι γιορτές, θα μάθεις και τι σκοπό έχουνε. Άιντε παιδάκι μου!
- Καλά, θα πάω...
Τα γλυκά συνόδευαν και δυο μπουκάλια καλό κονιάκ. Η Ζαχαρούλα κι η Ουρανία την υποδέχτηκαν με χαμόγελο κι έδειξαν ενθουσιασμένες με τα καλούδια που τους πήγε.
- Οι φαγιάντσες είναι καινούργιες, σας τις κάνουμε δώρο!
Οι αδερφές κοιτάχτηκαν προβληματισμένες.
- Ευχαριστούμε πολύ... Να σε ρωτήσω κάτι, τσι πλύνατε καλά πρώτα ή βάλατε έτσι τα γλυκά;
Κοκκίνισε η κοπέλα κι ένιωσε το κεφάλι της να βουίζει.
- Φυσικά και τις πλύναμε κυρία Ουρανία...
- Με ζεστό νερό και σαπουνάδα μπόλικη;
- Μάλιστα...
- Ξίδι βάζετε μετά;
- Πού;
- Στα πιάτα!
- Ναι, ναι, βάζουμε και ξίδι!
Κοιτάχτηκαν ξανά κι έπιασαν ταυτόχρονα από ένα φοινίκι. Το γύρισαν απ' την ανάποδη αφού πριν περιεργάστηκαν το σχέδιο επάνω. Η Ευγενία ένιωθε άβολα...
- Πολύ ωραία, γεια στα χέρια σας! Τραγανά και νόστιμα!
Η Ζαχαρούλα μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και βγήκε κρατώντας ένα βελούδινο κουτάκι.
- Αυτό είναι το δικό μου δώρο!
Της πέρασε στο λαιμό μια χρυσή καδένα που κρεμόταν ένα φλουρί.
- Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά...
- Δεν έχει αλλά, από σήμερα είσαι παιδί μου!
Ο Αχιλλέας χαμογελούσε ευχαριστημένος. Η Ουρανία τον αγκάλιασε συγκινημένη.
Η Ζαχαρούλα τη φίλησε, την πήρε από το χέρι και μπαίνοντας στη σάλα της έδειξε έναν ασημένιο δίσκο με γλυκά στο μπουφέ. Στις άκρες του εξείχε κάτασπρη κοφτή δαντέλα.
- Μ' αυτόν θα έρτουμε την Κυριακή στο σπίτι σας, να γλυκάνουμε τσι κουβέντες που θα ειπούμε με τη μαμά σου!

<<Καπαρωμένη>> από την πεθερά μπήκε στο μαγαζί φουριόζα. Καλλίτσα κι Αρσινόη τη φίλησαν ευτυχισμένες.
- Δόξα τω Θεώ! 
- Την Κυριακή θα έρθουνε στο σπίτι μας! Έχει ετοιμάσει ένα δίσκο με γλυκά, τον είδα!
- Αφ' τα δικά μας ήφαγαν; Τι είπανε, τσ' αρέσανε;
Η Ευγενία ξεροκατάπιε και το προσωπάκι της συννέφιασε. Το ίδιο έγινε και με τις άλλες τρεις γυναίκες όταν τους είπε τα καθέκαστα.
Η Μερόπη ειδικά έγινε θηρίο...
- Αν ήμουν εγώ θα τους τις είχα κοπανήσει στο κεφάλι! Τέτοια προσβολή να σας κάμουν;
Οι μάνες αν και σοκαρισμένες προσπάθησαν να την κατευνάσουν.
- Τιτίζες πολύ είναι κι οι δυο και δεν ηκατάλαβαν που δεν ήτο σωστό αυτό το πράμα που είπανε...
- Ναι, καλά... Εγώ στη θέση σου Ευγενία θα είχα φύγει!
- Σταμάτα κι εσύ βρε ξαδέρφη! Άμα αυτές είναι λωλές με την πάστρα, δικαίωμά τους! Κι άμα δε θέλανε ας μην τα έτρωγαν, ωχ πια! 
Η Κυριακή ξημέρωσε με τη μυρωδιά των φαγητών και γλυκών. Σιγόβραζαν οι λαχανοντολμάδες και το μοσχαράκι ενώ καβουρδιζόταν ο κιμάς για την πίτα. Τα γλυκά ταψιού που είχε φτιάξει η Καλλίτσα λούστηκαν με το σιρόπι και το ρουφούσαν αργά.
- Μμμμμμ! Οι μοσκοβολιές ήφτασαν ίσια με το δρόμο Αρσινόη! Άιντε, με το καλό να γίνουν ούλα!
- Ευχαριστώ αδερφή! Και στση Μερόπης μας τσι χαρές!
- Αμήν... Θα κόψω τα τυριά και τα σαλάμια στσι πιατελίτσες, να φύγουν αφ΄την έγνοια μας...
- Κατά το απόγιομα τσιγαρίζω το κρεμμυδάκι με το ρύζι κι άμα έρτουνε το βράζω... Τσι σαλάτες κατά το μεσημέρι, τα λάδια την τελευταία ώρα... Πιάσε το αλεύρι για το φύλλο, έτοιμος ο κιγμάς είναι! 
- Ναι, ναι, ούλα στην ώρα τους θα είναι έτοιμα! Θα ψήσω εγώ και τσι πατάτες όσο θα τα μιλάτε κι έτσι ζεστές τσι απλώνω τον βούτυρα. Το σκορδάκι να είναι λιωμένο, μην ηπάρουνε τα χέρια μας τη μυρουδιά του! Α! Τσι καράφες τσ' ήβγαλες; 
- Μετά αυτές, με ούλο το σερβίτσιο που θα στρώσουμε το τραπέζι... 
Η Ευγενία φόρεσε το καινούργιο της φόρεμα με την κεντημένη ζώνη. Πουδράρισε ελαφρά το πρόσωπό της, ρόδισε τα χείλη και τα μάγουλα, πέρασε απαλή σκιά στα βλέφαρα και στερέωσε λίγες μπούκλες στην κορυφή του κεφαλιού.
- Πως είμαι μαμά;
- Κούκλα είσαι κόρη μου! Μη στέκεις εδώ στην κουζίνα κι ηπάρεις μυρουδιά απάνω σου, ιδές στη σάλα αν είναι ούλα έτοιμα!
Αγχωμένη η Αρσινόη με τις συμπεθέρες, δεν ήθελε να τους βρουν ψεγάδι. Τα Χριστούγεννα πέρασαν έχοντας αυτή την κουβέντα στο σπίτι της αδερφής της που πήγαιναν κάθε χρόνο. 'Ετρεμε μήπως και τις πάρουν από κακό μάτι.
- Να ηγίνει το στεφάνωμα με το καλό μπας κι ησυχάσω Καλλίτσα...



Οι συμπεθέρες μπήκαν λίγο μαγκωμένες, ο μπαμπάς του Αχιλλέα όμως που ήταν καλόκαρδος και γλεντζές κατάφερε με τα αστεία του να σπάσει τον πάγο. Τον συμπάθησαν απ' την πρώτη στιγμή κι όταν σήκωσε το ποτήρι ευχήθηκε για το ζευγάρι και τη Μερόπη.
- Του χρόνου τέτοια μέρα, θα είμαστε στο δικό σας το σπίτι! Άιντε και στις χαρές τση Μερόπης!
Στρωμένο με όλα τα καλά το σπίτι άστραφτε! Ασημικά, κρύσταλλα και πορσελάνες παντού, λαμπύριζαν κάτω από τους πολυελαίους. Οι αδερφές κοιτούσαν παντού κι αντάλλαζαν μυστικά βλέμματα μεταξύ τους. Η Μερόπη τις κοιτούσε με μισό μάτι.
- Πολύ ωραίο το σπίτι σας!
- Έχει δυο κάμαρες;
- Ναι, στη μια κοιμάται το κορίτσι μου και στην άλλη εγώ. Περάστε να το ιδείτε!
Τους καλάρεσαν τα μεγάλα δωμάτια κι η κουζίνα που η Ζαχαρούλα κάρφωσε τα μάτια ψηλά στα ντουλάπια για να δει αν ήταν γυαλισμένα όπως έπρεπε τα μπακίρια. Η Ουρανία φυσικά, ακολουθούσε από πίσω, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσει την ξενάγηση.
Ο Αχιλλέας καμάρωνε τη μνηστή του που χαμογελούσα συνέχεια στον πατέρα του. Ανυπομονούσε, ήθελε τόσο να βρεθούν μόνοι με τις ευλογίες των δικών τους! 
Οι επίσημοι αρραβώνες ορίστηκαν την πρώτη Κυριακή του Νέου Χρόνου. Η Αρσινόη πανευτυχής δεν είχε αντίρρηση. Οι συμπεθέρες είχαν ήδη επισημάνει τα χρυσαφικά και τα δώρα τους.
Έφυγαν ευχαριστημένοι από καλό φαγητό και περιποίηση. Οι αδερφές αγχώθηκαν, φοβούμενες ότι δε θα προλάβαιναν να ετοιμαστούν και να ψωνίσουν τα πρεπούμενα. Ο άντρας της Καλλίτσας προσπαθούσε να τις ηρεμήσει.
- Ηκουράστηκα να σας ακούω τόση ώρα ούλο αχ και ουχ! Άμα έρτουνε κι η Μαρίκα με τη συμπεθέρα τση, μάνι μάνι θα τα κάμετε! 

Η Σουλτάνα πέταξε τη σκούφια της όταν άκουσε για σεργιάνι στα κουγιουμτζίδικα!
- Μπρε σεις, καλά τα είπε ο χριστιανός, έτσι θα σας αφήκουμε; Να κάτσει η Καλλίτσα με τη Μερόπη στο μαγαζί κι εμείς οι τρεις πάμε στα ψούνια! Να διούμε τα μαλαματικά και μετά για τα συμπεθεριά! 
Δυο επισκέψεις στα καλύτερα κοσμηματοπωλεία και η τσάντα γέμισε βελούδινα κουτιά. Σειρά είχε το πουκάμισο για το συμπέθερο κι αφού ξένοιασαν μπήκαν στο γαλλικό οίκο μόδας για τις ολομέταξες μπλούζες της Ουρανίας και της Ζαχαρούλας.
Επέστρεψαν στο μαγαζί κι έφυγαν Καλλίτσα και Μερόπη για τις δικές τους αγορές.
- Μανικετόκουμπα και καρφίτσα για τη γραβάτα του, βραχιόλια για τη νύφη, πολύ ωραία είναι! 
- Ναι Μαρίκα μου! Αλλά με ρούχα έτοιμα, πού να το είχαμε φανταστεί...
- Σώπα Αρσινόη μου, πολύ ωραίες θα είσαστε! 
- Δεν ηξεύω άμα...
- Ούλα κατά πως πρέπει θα γίνουνε, να λες που ήνοιξε η τύχη τση μόνο! Να, κατά φωνή!
Σκαστός από τη δουλειά ο Αχιλλέας πέρασε να δει την αγαπημένη του. 
- Είπε η μαμά μου πως θα έρθει αύριο να σε πάρει να πάτε για ρούχα και παπούτσια!
Το απαλό ροζ φόρεμα με τις δαντελένιες λεπτομέρειες  στο λαιμό και τον ποδόγυρο ταίριαξε με τα ψηλοτάκουνα μπεζ γοβάκια και την τσάντα. Η Ζαχαρούλα ξόδευε παράδες μ' ευχαρίστηση, χωρίς παζάρια, αφού η πάντα παρούσα Ουρανία είχε τον πρώτο λόγο.
- Αυτό τση ταιριάζει! Πάει με τα χρώματά τση και θα δείχνει πολύ! Φόρεσέ το Ευγενία μου που είναι τόσο ωραίο, σ' αρέσει, ε; Μα είναι το καλύτερο απ' ούλα που είδαμε! Το άλλο που ήβλεπες δεν ήτο καλό για σένα, θα σ' ήκοβε στο πρόσωπο! Όχι αυτά τα παπούτσια, σκούρα είναι πολύ, σε ποιο ανοιχτό χρώμα πρέπει! Να, αυτά θα πάρεις, να τα ιδώ δίπλα στο φόρεμα μια στιγμή.
Έλυνε κι έδενε! Η Ευγενία δεν είχε καταλάβει ότι δεν είχε λόγο σε τίποτα. Η χαρά της ήταν τόσο μεγάλη και γίνονταν όλα γρήγορα που δεν της άφηναν περιθώριο να σκεφτεί. Ήξερε μόνο ότι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς θα πήγαιναν στο σπίτι των πεθερικών της και την επόμενη θα έτρωγαν στης θείας. 
Με την ψυχή στο στόμα βγήκαν για νέες αγορές. Δερμάτινα πορτοφόλια για τους άντρες, τσάντες για τις συμπεθέρες, σαμπάνια και γλυκά σε ωραία συσκευασία απ' το μεγάλο ζαχαροπλαστείο. 



Η βιζόν ζακέτα που έριξε ο Αχιλλέας στους ώμους της Ευγενίας όταν άλλαξε ο χρόνος ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη. Σα να το ήξερε η κοπέλα κι είχε σκεφτεί να του δωρίσει παλτό. Ξέσπασαν όλοι σε τρανταχτά γέλια όταν ο πατέρας του είπε με πονηρό ύφος ότι ο έρωτας το κανόνισε για το ζευγάρι.
- Δίκιο έχω! Σ' ηλέγει τώρα που είναι χειμώνας και θα παγαίνουνε τσι περίπατοι, ο ένας να ζεσταίνει τον άλλο!
Πλουσιοπάροχο το δείπνο, χαρούμενη η ατμόσφαιρα. Η Ζαχαρούλα κάθισε πολύ λίγο κοντά τους γιατί τα πιάτα μαζεύονταν κι έπρεπε να τα πλύνει οπωσδήποτε.
- Τι θα κάμω μ' αυτή τη γυναίκα; Μήτε τσι μουσαφιραίοι δε λογαριάζει, μήτε τίποτις! Ίσα που αλλάξαμε δυο ευχές... Πες τση κάτι κι εσύ Ουρανία, εντροπής πράματα είναι αυτά!
- Νοικοκυρά είναι κι έχει τη σειρά τση! Δεν κοιτάζεις που η νύφη μας κάθεται αντί να μπει να την ηδώκει ένα χέρι;
Η Ευγενία με τη μητέρα της κρατώντας τα ποτήρια τους με τη σαμπάνια μιλούσαν με την αδερφή του πεθερού της. Έξω καρδιά γυναίκα, αστειευόταν με όλους και τη χάιδευε στοργικά. 
- Να ζήσετε γιαβρί μου! Πολύ καλό παιδί ο ανεψιός μου, αδυναμία μεγάλη τον έχω τον πασά μου! Κι εσύ όμως, μια ζουγραφιά είσαι γκιουζέλα μου! Άιντε να φιλήσουμε τα στέφανά σας γλήγορα, ε συμπεθέρα; Κοίτα να ιδείς που είχαμε τέτοια κοπέλα και δεν ηξεύραμε! Πού την είχες κρυμμένη; Άσε, ούλα τα έχω καταλάβει! Τήνε φύλαγες για να μη μας τήνε πάρει κάνας άλλος, ε; Χα χα χα!
- Τση τύχης τα γραμμένα συμπεθέρα μου... Είσαι όμως τόσο καλή, δεν ηζυγίζεσαι με το μάλαμα!
- Τώρα που είπες μάλαμα, να ρωτήσω τη νυφούλα μας τι θέλει να την ηπεράσουμε στσι αρρεβώνες! 
Κοκκίνησε η Ευγενία.
- Ο,τι θέλετε εσείς...
- Να σ' ηπάρουμε καρφίτσα και καδένα ησκέφτηκα... 
Τα μάτια της συνάντησαν το μοχθηρό βλέμμα της Ουρανίας.
- Τι ήπαθες καλέ συμπεθέρα;
- Τι να πάθω; Άλλοι μιλούνε εδώ κι η αδερφή μου ηβρουλίζεται μέσα μοναχιά τση! Πολύ κουράστηκε...
Η Αρσινόη κατάλαβε και ταράχτηκε, το ίδιο κι η κόρη της. Ζήτησαν συγνώμη κι η Ευγενία σηκώθηκε βιαστικά να πάει στην κουζίνα. Η θεία που ήξερε την παραξενιά τους την έπιασε από το χέρι και της έδωσε την απάντηση!
- Τα θέλει και τα παθαίνει! Μη και δεν καθαρίσει πρωτού καταπιούμε τη βούκα μας! Εμείς εδώ μιλούμε κι ηγνωριζούμαστε, άμα εσύ τη συμμερίζεσαι κλείσου μέσα μαζί τση! Κάθισε κοκόνα μου εσύ εδώ δίπλα μου κι άσε τη θεία να λέγει!
Η Ουρανία έξαλλη έτρεξε να τα προλάβει στη Ζαχαρούλα. Μάνα και κόρη ήθελαν ν' ανοίξει η γη να τις καταπιεί...
- Πω πω πω! Ήπιασα κι εγώ εδώ την κουβέντα και δεν...
- Καλά ήκαμες συμπεθέρα μου! Η Ουρανία δεν το είπε για σένα αμά για να ηκάμει παρατήρηση τση κόρη σου! Λέξη να ειπούμε και να μη την ηκούσει πράμα αδύνατον, αλλιώς θα είχανε ξεμπερδέψει από ώρα! Ιδές τον αδερφό μου που την είπε χίλιες φορές να κάτσει μαζί μας κι ήχασε το κέφι του με τα μυαλά τση! Την ψυχίτσα τσ' ήβγαλε σε πατέρα και γιο! Μη κι ηπρολάβει χριστιανός ν' αφήκει το πιάτο για το ποτήρι του στο τραπέζι, το αρπάζει η νύφη μου κι ας μην είναι άδειο... Εσύ να προσέχεις παιδάκι μου, γιατί παθαίνει το μυαλό αφ΄την τόσο μεγάλη πάστρα κι άθρωπος δεν αντέχει... Είπαμε που είναι πολύ καλό πράμα η νοικοκυροσύνη κι ούλες οι γυναίκες πρέπει να είναι παστρικές, όχι όμως άρρωστες! Ηβαριεστάει κι ο άλλος μαζί σου, κακά τα ψέματα...
Ο,τι κι αν έλεγε η θεία, η χαρά και η καλή διάθεση που είχαν τις εγκατέλειψαν... 
- Να η Ζαχαρούλα! Πού είσαι νύφη μου;
- Η αδερφή μου είναι στην κουζίνα τώρα! Δε μ' είπατε, περνάτε καλά; Οι άντροι ήπιασαν το χαρτάκι κι ήκαμαν χώρια παρέα! Να σας ηφέρω κάτι άλλο; Πολύ χαίρουμαι που θα έχω τη νύφη μου στην εκκλησία το πρωί! Συμπεθέρα, δε μας την αφήνεις απόψε εδώ να μην ηφύγει το ποδαρικό τση; Θ' ανταμώσουμε στη λειτουργία κι ηρχούμαστε εδώ ούλοι να κόψουμε την πίτα! 
Το ζεστό χαμόγελο του Αχιλλέα δεν κατάφερε να διαλύσει εντελώς τους φόβους της Ευγενίας αλλά δε μπορούσε ν' αρνηθεί. Η μάνα δίστασε αλλά δεν ήταν σωστό να πει όχι στη μητέρα του. 


- Τι έχεις  παιδάκι μου κι είσαι κομμένη;
- Τίποτα θεία, είναι που ξενυχτίσαμε... 
Η Καλλίτσα την κοιτούσε στα μάτια και δε θέλησε να συνεχίσει. Καταλάβαινε ότι η ανιψιά της δεν πέρασε και τόσο καλά. Κάποια στιγμή προχώρησαν μπροστά η Ευγενία με τη μητέρα της και κατάφεραν να μιλήσουν για λίγο.
- Από τις πεντέμισι με ξύπνησε! Άνοιξε το παράθυρο και σήκωσε σεντόνια, παπλώματα, ακόμα και το στρώμα για να τ' αερίσει! Ακούς μαμά; Το στρώμα όρθιο κι αυτό το κάνει κάθε μέρα! Με την ψυχή στο στόμα πρόλαβα να στρώσω το κρεβάτι μου για να μην αργήσουμε, πριν απ' τον παπά ήρθαμε!
Η Αρσινόη δάγκωσε τα χείλη όταν κατάφερε να κλείσει το στόμα της.
- Βάι, βάι βάι! Τι λέγεις κόρη μου τώρα; 
- Άλλη φορά δε μένω ξανά εκεί! Μια επίσκεψη και πολύ τους είναι!
- Κάμε υπομονή κόρη μου, δίκιο έχεις μα να μην ηγίνει και καμιά παρεξήγηση...
- Άσε με μάνα! Άιντε τώρα να πάμε πάλι για την πίτα και μετά στης θείας του... Πότε να τελειώσει αυτή η μέρα;
Η Ουρανία είχε μείνει στο σπίτι για να μαγειρέψει. Οι δυο οικογένειες ακολούθησαν τους συμπέθερους και το γαμπρό κι αφού σκούπισαν προσεκτικά τα πόδια τους στα βρεγμένα με ξίδι πανιά που είχε τυλίξει στα χαλάκια πέρασαν στη σάλα της. Ποδαρικό της έκανε πάντα ο Αχιλλέας που τον είχε για πολύ τυχερό και καλό. Στης Ζαχαρούλας είχε μπει αξημέρωτα ο μικρότερος γιος μιας γειτόνισσας, που ήταν πάντα γελαστός και χαρούμενος. Νυσταγμένος είχε πάει με την εικόνα στα χέρια κι εκείνη του έδωσε γερό μπαχτσίσι κι ένα στολισμένο καλάθι με λιχουδιές. Προληπτικές κι οι δυο αδερφές πρόσεχαν πολύ. Πρώτη μέρα του χρόνου, του μήνα και της εβδομάδας, κανείς άλλος δεν πατούσε στα σπίτια τους. 
Η Ευγενία προσπάθησε να συγκρατήσει τα νεύρα της στο τραπέζι. Έφαγε ελάχιστα κι έβραζε στο ζουμί της όσο έβλεπε πεθερά και θεία να τις παρακολουθούν αδιάκριτα. Είχε και την ξαδέρφη της να τη σκουντάει με το πόδι κάθε λίγο, ήταν κι άυπνη και δεν έβλεπε την ώρα για να φύγουν. Κάποια στιγμή που οι αδερφές μπήκαν στην κουζίνα για τους καφέδες, έκανε νόημα στη θεία και τη μαμά της να τελειώνουν γρήγορα. Ο Αχιλλέας δεν ήθελε να την αποχωριστεί και της κρατούσε το χέρι τρυφερά.
- Πρέπει να φύγουμε, να κάνω ένα μπάνιο και να βγάλω πια αυτό το φόρεμα από πάνω μου...
Η Ζαχαρούλα είχε την απάντηση στο στόμα!
- Κάτσε κορίτσι μου κι απόψε, θα πλυθείς σ' εμάς και θα σ' ηδώκω εγώ ρούχα! Έχω αφόρετα!
Ευτυχώς που η Μερόπη την πρόλαβε!
- Όχι, δε γίνεται! Το ποδαρικό της ξαδέρφης μου περιμένουμε!
Ανάσανε ανακουφισμένη η Ευγενία. Θα πήγαιναν σύντομα πάλι στης Ουρανίας γιατί είχε την ονομαστική της εορτή και θα έκαναν αρκετό καιρό να την ξαναδούν.
- Ευχαριστούμε για όλα, καλή χρονιά!
- Καλή χρονιά!
Στο δρόμο έμαθαν οι θείοι κι η ξαδέρφη τα νέα της.
- Ησύχασε κομμάτι Ευγενίτσα μου κι έχομε τσι ώρες μπροστά να τα ειπούμε κοκόνα μου...
- Ναι θεία... Θα σας περιμένουμε το βράδυ!
Η νύχτα θα περνούσε με ζεστό τσάι και κουβέντα ως το πρωί...







Φαρφουρί - Πορσελάνη