.

.
.

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Δεν τα πιστεύω!



- Ταραχή κι αυτή... Ολάκερη τρέμω...
- Είδες γλώσσα η Μερόπη κι ο πατέρας τση; Άκου είναι κυρίες αυτές! Εμείς δεν είμαστε;
- Ουρανία, αυτό που είπε θα το πλερώσει άσκημα! Μούτρα δε θα έχουνε να βγούνε όξω, θα τσι σιάξω καλά, έγνοια σου! Μπορεί βέβαια να ήτο άρρωστη κι αυτή, γιατί ούλες εκεί μαζωμένες κι η Σουλτάνα σε ταραχή να τρέμει... 
- Μμμμ... Είναι αυτή μια...
- Ούλο χάχανα και χωρατά...
- Μαζί να ιδείς που τα ήκαμαν! 
- Η Μαρίκα όμως, είναι πολύ καθώς πρέπει. Δεν ημπορεί η συμπεθέρα τση να κάμει τέτοια και να μην ηξεύρει, αφού ούλη μέρα είναι μαζί... 
- Και τι δουγειά είχε στση Καλλίτσας τέτοια ώρα μοναχιά τση, ε;
- Δεν ηξεύρω... Θα το μάθουμε όμως αφ' τη Μαρίκα! 
- Πως;
- Θα πας το πρωί, ούλα θα τα μάθεις απ' αυτή!
Άλλο που δεν ήθελε η Ουρανία που ψόφαγε να μπαίνει στα σπίτια και να βλέπει πως είναι!
- Ναι, έγνοια σου... 
- Ήτονε άρρωστη τελικά κι η κόρη τση και...
- Ποιος ηξεύρει άμα είπανε αλήθεια...
- Κι είχε τα ίδια με τον Αχιλλέα... 
- Αυτές να ιδείς, που το είπανε έτσι... Ηξεύρουνε τι σ' ηφέρνει αυτό το πράμα και... 
- Ναι, ο θείος τση όμως; Πες που ήκαμαν τη δουγειά, θα το ήλεγαν σ' εκείνονε; Ποιος άντρας ηξεύρει από τέτοια πράματα Ουρανία και ποια γυναίκα ανοίγει στόμα να το ειπεί, ε; 
- Τώρα σ' αυτό δεν ηξεύρω...
- Λες να τσ' ηπείραξε το κρασί κει που επήγανε και να κολαστήκαμε;
- Δεν ηξεύρω...
- Αφού ησύχασε κομμάτι το παιδί μου... Εφοβήθηκα πολύ...
- Εγώ να ιδείς... Φαγάκι δυναμωτικό να ψήσεις, κάνα συκώτι...
- Ναι, ναι...

Το πρωί η Ουρανία ντύθηκε βιαστικά και στήθηκε στη γωνία του σπιτιού της. Τα παντζούρια ήταν ακόμα κλειστά.
<<Μμμμ... Καλή είσαι κι ελόγου σου... Περασμένες επτά κι ακόμα ν' αφήκεις το κρεβάτι... Πως ημπορούνε μερικές...>>
Πήρε το δρόμο για τα κλειστά ακόμα μαγαζιά. Θα έκανε χάζι τις βιτρίνες μέχρι να περάσει η ώρα.
<<Μέχρι να σηκωθεί η μαντάμ και να πιει τον καφέ τση θα περάσει η ώρα, τι να κάμω... Ούλο λούσα και πομάδες είναι μόνο, γι αυτό τα χέρια τση είναι σαν τσι κρίνοι άσπρα και χωρίς ζάρες... Τι σόι νοικοκιουρές είναι, να καταλάβω δεν ημπορώ...>>
Στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα του κομψού μαγαζιού των αδερφών. 
<<Τς τς τς τς... Ιδές πράματα ωραία! Αφ' τα εξωτερικά είναι σίγουρα! Τση Γαλλίας νταντέλες είναι τούτες! Να ήτονε τα πράματα καλά και θα ήπαιρνα αφ' τη θαλασσιά για το καλό μου υποκάμισο... Ιδές και τα πούλουδα που είναι ασορτί! Έχουνε όμως οι άτιμες τα καλύτερα, γι αυτό κι ηψουνίζουνε απ' αυτές οι καλύτερες ράφτρες!>>
Έφυγε γρήγορα φοβούμενη μη συναντηθεί με τις συμπεθέρες. 
<<Αυτές ήρχοντο πάντα νωρίς...>>
Πάνω από μια ώρα σεργιάνιζε, κάτι που έκανε συχνά. Δεν ήταν τυχαίο που ήξερε κάθε πότε ερχόταν νέο εμπόρευμα κι άλλαζαν τις βιτρίνες οι καταστηματάρχες. Όποια άκουγε ότι ήθελε κάτι ν' αγοράσει, ήξερε πού θα την έστελνε.
<<Άιντε να υπάγω στη Μαρίκα τώρα... Με τσι νυχτικιές θα είναι ακόμα, αλλά και πότε να τελέψει αυτή η δουγειά... Να ιδώ μια και το παιδί μας πως είναι, πάει, απόγιομα θα μ' εύρη...>>
Τα απαλά πουπουλένια παπλώματα και τα κάτασπρα σεντόνια ανέμιζαν με το πρωινό αεράκι.
<<Τα μαξιλάρια τως δεν ηβλέπω, στο κρεβάτι τ' αφήνει; Α! Αφ' τη μέσα μεριά τα έχει, είπα κι εγώ...>>
Η Μαρίκα με τα μπικουτί και το φιλέ στο κεφάλι, έβαζε την πρωινή της κρέμα σε πρόσωπο και λαιμό.
<<Μπα! Ποιος με χτυπάει την πόρτα τέτοια ώρα;>>
Έσφιξε καλά τη ζώνη της ρόμπας της κι ανοίγοντας είδε τα ξινά μούτρα της Ουρανίας.
- Καλώς τη, καλημέρα! Πως κι έτσι πρωί;
- Τι πρωί καλέ, μεσημέριασε!
- Δε λες καλύτερα βράδιασε; Θα χάσω τσι ώρες μαζί σου!
- Ε... Για εμένα που σηκώθηκα αφ' τσι τέσσερις...
- Εγώ στις επτάμισι!
- Ε... Όπως μάθει ο άθρωπος...  
Καταπίνοντας με το ζόρι τα λόγια που ήθελε να της πει, παραμέρισε ευγενικά για να περάσει.
- Κάτσε να ψήσω καφέ! Καλά είσαι;
- Μμμμ... Μαύρες καλοσύνες... Δε σ' είπε η συμπεθέρα σου τα χτεσινά;
- Πρώτα να σ' ευχηθώ για τον ανιψιό σου και μετά ούλα τ' άλλα!
- Για ποιο πράμα να μ' ευχηθείς; Που ήκαμαν τσι αρρεβώνες με το έτσι θέλω; Άσε με να χαρείς κι είμαι να σκάσω...
- Έτσι ήθελαν ο ανιψιός κι ο γαμπρός σου Ουρανία! 
- Ναι, καλά... Αυτές τα ήθελαν και τσι κάμουν ο,τι θέλουνε! Ηξεύρεις τσι βρισές που μας...
- Σε παρακαλώ Ουρανία! Η συμπεθέρα μου άλλα πράματα μας είπε!
- Σας είπε αυτά που ήθελε! Και τι δουγειά είχενε στο σπίτι τση Καλλίτσας μοναχιά τση, χωρίς εσένανε, ε; Τσ' ήξευρε κι απ' τα πέρσι; Πού κι ως πού η Σουλτάνα να δένει και να λύνει;
- Ποιος δένει και λύνει χριστιανή μου; Ήταξε στσι κοπέλες μια πομάδα κι υπήγε να την αφήκει, εδώ σ' εμένα ηπέρασε το βράδυ που μαζώχνω τα πράματα! Ο γαμπρός, η κόρη μου κι ο άντρας μου, αφ' τσι έξι είναι στο λιμάνι! Τσι βρήκε με την πόρτα ανοιχτή και τη Μερόπη να τρέχει στο γιατρό για να πάει να ιδεί την Ευγενία! Ηστάθηκε κι η συμπεθέρα μου σαν άνθρωπος να βοηθήσει και να ιδούνε τι ήπαθε το κορίτσι! 



Ο Αχιλλέας εντελώς καλά είχε πάει στη δουλειά του. Ούτε εκείνος, ούτε ο πατέρας του ήξεραν για τον απερίγραπτο καβγά που είχε γίνει.
- Και τι άλλο σ' είπε η Μαρίκα;
- Ε... Αυτά που ηγίνηκαν χτες κι είχε κι ένα μούτρο στο πάτωμα! Ούλο μ' ήλεγε που δεν είναι πράματα αυτά και δεν τα περίμενα και θα χαλάσετε τέτοια τύχη για τον Αχιλλέα, τόσο καλή κοπέλα κι οικογένεια... 
- Ναι, έτσι είναι οι καλές να την ειπείς!
- Με τσι ρόμπες και το ένα πόδι απάνω στο άλλο η κυρία, τα μπικουτί και το νύχι εκεί! Ηγυάλιζε και το μούτρο τση αφ' τσι πομάδες, μη κι ηκάμει ζάρες... Η ώρα εννέα την άφηκα κι ακόμα δεν είχε στρώσει το κρεβάτι τση που οι δρόμοι μ' ήφαγαν μέχρι να σηκωθεί! Αυτά κάμει όποια ξυπνάει αργά! Εγώ αφ΄τσι έξι έχω την κάμαρά μου έτοιμη! Δεν ήπρεπε να μ' αφήκει ώσπου να πιω τον καφέ μου και να κάμει αυτή τη δουγειά; Ποιος παρεξηγάει μια νοικοκιουρά; 
- Μμμμ... Ούλες τους έτσι είναι, γι αυτό μας ήδωκαν πόδι οι ξαδερφάδες, να μην ηξεύρουμε που κολνάνε στο μαξιλάρι κι ησηκωμό δεν έχουνε! Κι αφού αυτή η προκομμένη δεν ήθελε το σωστό, τακίμι ήκαμε με την άλλη και να τώρα! Πού να το ειπώ τέτοιο πράμα, την πόρτα στα μούτρα μας να κλείσουνε!
- Πού... Αχ... 
- Αντίς κι αυτή η μάνα τση να την ορμηνέψει που θα στήσει δικό τση νοικοκιουριό, να πλαγιάζει νωρίς και να ξυπνάει για να προκάμει τσι δουγειές μ' αβαρεσά, την αφήνει να κοιμάται!
- Με τη λύσσα που έχουνε ο γιος κι ο άντρας σου, να ιδείς που θα την ηστεφανώσει γλήγορα!
- Ναι, καλά... Άμα θέλουνε να μ' ιδούνε στο σεντούκι...
Η Ουρανία χτύπησε το ξύλινο τραπέζι και τη σταύρωσε. 
Ήταν ζήτημα ωρών να μάθουν πατέρας και γιος τα ρεζιλίκια.
- Δεν τα πιστεύω!
- Ψέμματα θα σ' ειπούμε παιδί μου;
- Συμπεθέρα τι λέγεις τώρα;
- Αχ... Και πού να ήσουν να τσ' ήβλεπες! Θερία ανήμερα, να μας σκίσουνε ούλους ηθέλανε! Δεν ηξεύρω πως ηκρατήθηκε ο γαμπρός μου, μεγάλο κακό θα γινούτανε! Η κόρη μου μέσα σε πολύ άσκημη κατάσταση, εμείς μες στην ταραχή κι οι συμπεθέρες να έχουνε μπήξει τσι φωνές με τα πράματα που σας ποτίζουμε! Η γυναίκα σου πιο χειρότερη αφ΄την αδερφή τση, στο λέγω! Σήμερα το παιδί μου κι αύριο ο άντρας μου, θα τσ' ηξεκάνετε και τι τσ' ηρίχνετε μάνα και κόρη και να ησηκώθηκε ο κόσμος στο ποδάρι!
- Ζάλη μ' ήρθε... 
- Ησύχασε μπαμπά! Στο σπίτι μας δε γυρίζω, θα μείνω στης θείας. Ευγενία, ετοιμάσου για το γάμο κι άσε τη μάνα και τη θεία μου να λένε!
- Μα...
- Αυτό που σ' είπε ο γιος μου κοκόνα μου! Συχωράτε μας τώρα, θα σας ιδούμε αύριο... 

Η καλόκαρδη θεία τον δέχτηκε με πολλή αγάπη και κατανόηση. Όταν όμως άκουσε τα ρεζιλίκια, κρατούσε μια τα μάγουλα και μια το κεφάλι της, πότε φωνάζοντας και πότε μοιρολογώντας. 
- Ταμπλάς μ' ήρχεται! Τι λέγεις παιδάκι μου; Ούλα τα περίμενα αφ' τη μάνα σου, όχι όμως ίσιαμε εκεί... Ήλεγε, ήλεγε, έχει και την αδερφή τση που είναι ίδια, είπα κι εγώ που θα κάμουν πίσω αφού αγαπιέστε... Πού επήγανε κι είπανε τέτοια λόγια; Νοικοκιουρεμένη οικογένεια, πολύ καθώς πρέπει, πως ήκαμαν τέτοια πράματα;
- Θεία ντρέπομαι πολύ...
- Με το δίκιο σου λεβέντη μου! Εδώ ήπεσαν τα δικά μου μούτρα!
- Είπα στο μπαμπά να μαζέψει τα πράγματά μου, δεν ξαναπατάω στο σπίτι μου...  Μπορώ να μείνω λίγες μέρες εδώ μέχρι να δω πού θα πάω;
- Πού θα πας Αχιλλέα μου; Κι εδώ σπίτι σου είναι γιόκα μου! Θα σ' ετοιμάσω τη μέσα κάμαρη τση ξαδέρφης σου και θα βολευτείς μια χαρά! Σ' αφήνει η θεία σου να φύγεις; Κάτσε να σ' ηβάλω ένα γλυκάκι με τον καφεδάκο σου που είσαι πικραμένο...
- Δε θέλω θεία, δεν πάει κάτω...
- Όχι δε θα λέγεις σ' εμένα! Το γλυκό ηξεζαλίζει, μαλακώνει τα βάσανα και χρειάζεται τώρα! Να ιδείς κι ο θείος σου που σ' αγαπά πολύ πόσο σε θέλει! Έγνοια σου κι ούλα θα σιάξουνε! Θα ιδείς εσύ τι θα τσι κάμω!
Φρεσκάρισε το φωτεινό δωμάτιο κι άδειασε γρήγορα τη ντουλάπα και το κομό. Από τότε που παντρεύτηκε η κόρη της είχαν λιγοστέψει τα ρούχα. Καμάρωνε όταν τα έβγαζε φρεσκοπλυμένα και σιδερωμένα για το γάμο. Πόσα δρομολόγια είχαν κάνει ως το κάτω σοκάκι...Στίβες τα ασπρόρουχα, οι κουβέρτες, τα σερβίτσια, τα μπιμπελό, τα κάδρα κι ο,τι άλλο αγόρασε τελευταία για την προίκα της, είχαν γεμίσει το σπίτι της νεόνυμφης. Όλες οι μητέρες που είχαν κορίτσια μάζευαν από νωρίς τα πρέποντα γιατί δεν ήξεραν πότε θα άνοιγε η τύχη τους. 
Μπαούλα και σερβάντες που δεν ήταν πλέον τόσο φορτωμένα, θα βόλευαν τα όχι και λίγα νοικοκυριά της. 
<<Γιατί το σπίτι ούλα τα χρειάζεται!  Άμα δεν ηστρωθεί με τα καλά του τσι γιορτάδες, πως θα σ' ηφανούνε οι καλές ημέρες;>>
Είχε και το έπιπλο με τα συρτάρια στην κάμαρα των γιων της που φιλοξενούσε τα μωρουδιακά τους. Κι οι δυο είχαν παντρευτεί λίγα χρόνια μετά την αδερφή τους. Τυχερές οι νύφες που είχαν τόσο καλή πεθερά! Χρυσή γυναίκα η Ελπινίκη!
Ο άντρας της που την είδε κατακόκκινη και συγχυσμένη ανησύχησε πολύ. Φοβήθηκε μήπως συνέβη κάτι στα παιδιά ή τα εγγόνια τους. 
- Άκου να σ' ειπώ τι γίνηκε...
Του εξήγησε πίνοντας συνέχεια νερό για να δροσίσει τα στεγνά της χείλη, κλαίγοντας ασταμάτητα...
- Δεν είμαστε καλά! Λωλαθήκανε κι οι δυο κι ήκαμαν τέτοια εντροπής πράματα; Να μείνει το παιδί όσο θέλει κι εσύ να ησυχάσεις κομμάτι, που σ' ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι! Και τον ανιψιό σου λυπούμαι, αμά πιο πολύ τον αδερφό σου που τσ' έχει στο κεφάλι του μια ζωή! Το παιδί θα παντρευτεί και θα φύγει, ηγλυτώνει αφ' τσι... άιντε μην ειπώ καμιά άσκημη κουβέντα! 

Η Ζαχαρούλα φουντωμένη παραμόνευε πίσω απ' την κουρτίνα. Η ώρα είχε περάσει και δεν είχε φανεί κανένας απ' τους άντρες του σπιτιού.
<< Εκεί πέρα είναι ακόμα; Θα τσ' ηπιάσανε στα λόγια μάνα και κόρη, θα είναι κι ούλο το σόι να τσ' αλλάζουνε τα μυαλά... Η Ουρανία ήφυγε, την ουρά τση απ' όξω ήβγαλε...>>
Είδε τον άντρα της να έρχεται φουριόζος. Έτρεξε στην κουζίνα κι έπιασε το πανί κι ένα τέντζερη.
- Μοναχός σου ήρτες;
- Ναι! Τα ρούχα του Αχιλλέα θα πάρω και τα λέμε μετά εμείς! 
- Πού θα τα πας τα ρούχα; 
Η σιωπή του την έκανε έξαλλη.
- Δε μιλάς, ε; Τον ησπιτώσανε το γιο μου; 
- Αυτό σ' ηκόφτει; 
- Ναι! Τίποτις δε θα βγει αφ΄την κάμαρά του, ακούς;
Έγινε τέτοιος καβγάς που οι γείτονες βγήκαν έντρομοι στις πόρτες φοβούμενοι ότι θα γίνει φονικό. 
- Ούλα ψέματα είναι! Ήξευρα που χτες ηφάγανε όξω κι επήγαμε ν' αρωτήξουμε πού ήντουσαν! Στο μαγαζί θα ήκαμα πατιρντί που τσ' ητάϊσε χαλασμένα φαγιά και τσ' αρρώστησε! Αφ' την οξώπορτα μας ήπιασαν στσι βρισές, επειδή δε μας θέλουνε! Κι αυτή η σκύλα η Μερόπη ήβγαλε μια γλωσσάρα κι ήπιασε το παιδί στον στόμα τση, ακούς; Εγώ που τον είχα σαν πασά και να μ' ειπεί που τον ηχάλασα τη ζωή του η ελεεινή; 
- Θαρρείς που δεν ηξεύρουνε ούλοι για τον γιο σου που τον έκαμες ο,τι ήθελες κι άμα δεν ευρισκότανε η Ευγενία θα έμνησκε έτσι; Όπως εμείς αρωτήξαμε για τη νύφη, έτσι κι εκείνοι ήψαξαν να μάθουνε για το γαμπρό! Αφ' την ώρα που τέλεψε με το στρατιωτικό του, δεν ημπορεί να τον ταχταρίζεις σα μωρό και σ' ο,τι τον λες να σε ακούει! Άντρας είναι κι εσύ θαρρείς που έχεις κορίτσι! Σαν την άγρια θάλασσα γινήκανε τα πράματα, μήτε ντροπή έχεις πια, μήτε υπόληψη!
- Μάνα είμαι, τι ήθελες να κάμω άμα πάει στο στραβό δρόμο; Ένα πράμα ήθελα, να σιάξει οικογένεια με μια γυναίκα τση προκοπής, να τον προσέχει κι αυτή, τίποτις να μην υστερηθεί! Καλή είπανε, τίμια είπανε, προυκισμένη, ούλα καλά, ήφερα αντίρρηση; Να γούνα, να φορέματα, να χρουσά, ούλα κατά πως πρέπει! Άδικο είχα άμα την είδα να ραχατίζει σαν το παιδάκι κι η ώρα να είναι περασμένη; Αυτή η μάνα τση δεν ήξευρε να την ορμηνέψει; Γυναίκα τση παντρειάς, δεν ήπρεπε να έχει τη σειρά τση;
- Πολύ άσκημα θα το πλερώσετε κι οι δυο! Στσι αρρεβώνες δεν ήρτες και τσ' ήβγαλες ξινοί των αθρώπων, είπα ινάτι είναι, θα περάσει. Ετούτα τα πράματα που ήκαμες όμως, συχώρεση δεν έχουνε! Και να ειπείς την αδερφή σου να μην την ιδώ στα μάτια μου άλλη φορά!
- Τσι ψευτιές να πιστεύεις εσύ, όχι τη γυναίκα σου! Ηρήμαξες το σπίτι, οι φωνές σου ήφτασαν σ' ούλα τα σοκάκια και μας ηκουσελεύουνε επειδής αυτές έτσι ήθελαν; Για θαρρείς που που δεν ηξεύρω γιατί το παιδί μου ήπεσε με τα μούτρα σ' αυτές; Κι εκείνονα ποτίζουνε κι εσένανε που ούλο μεζέδες και κρασάκι πίνεις με το θείο τση! Εγώ δεν υπάρχω για κανένα σας πια, στραβή είμαι και δεν ηβλέπω τι γίνεται;
- Στραβές είσαστε κι εσύ κι η αδερφή σου που δεν ηβλέπετε το σωστό! Τον Αχιλλέα δε θα τον ιδείτε ξανά! Η συμπεθέρα δεν είναι απ' αυτές που σπιτώνουνε τσι άντροι, έγνοια σου! Στση αδερφής μου είναι το παιδί κι εκεί θα μνήσκει ως το γάμο!
- Άκου πράματα! Σπίτι δεν έχει και πήγε στση Ελπινίκης; Μακριά αφ΄τη μάνα σου τον είπανε κι αυτός τσι άκουσε, ε; 
- Μάζωξε τα λόγια σου κι οι αθρώποι κουβέντα δεν είπανε! Με τα κλάματα είναι αφ' τα χτεσινά, τσι ρεζίλεψες με τα καμώματά σου! 
- Τα δίκια μου λες καμώματα! Κι αυτή η αδερφή σου δεν ηντράπηκε να τον μπάσει μέσα; Αντί να τον ειπεί πήγαινε παιδί μου στο σπίτι σου, τον ήστρωσε και το κρεβάτι; Αφ' τα παιδιά τση να το εύρη!
Έκλαψε πολύ πάνω απ' τα σπασμένα γυαλικά χωρίς να καταφέρει να εμποδίσει τον άντρα της που μάζευε τα πράγματα του γιου τους βλαστημώντας. Οι γειτόνισσες είχαν στήσει πηγαδάκι και παραμέρισαν όταν ο έξαλλος πατέρας βγήκες φορτωμένος τσάντες... 


- Μπα που να μη σώσουνε οι στρίγγλες! 
- Άστα συμπεθέρα μου, θεριό ανήμερο η Ουρανία ήρτε πρωί πρωί να μου ζητήσει το λόγο... Φαρμάκι ήσταζε κακοχράχει!* Τη μιλούσα κι αυτή τα μάτια τση δεξιά κι αριστερά τα είχε μπας κι ητσάκωνε σκόνη! Αφού είπε και τσ' είπα κι εγώ, ήπιασε την κουβέντα για τα πράματα...
Η Σουλτάνα ήπιε μια γουλιά καφέ κακοχρονίζοντάς την κι εκείνη.
- Και τι έχεις εδώ και τι έχεις εκεί και πως να τυλίξω το ένα και πως το άλλο, λες κι απ' αυτή περιμένουμε να μας ειπεί... Πολύ κακά χούγια που δεν ηπερίμενα... Αφ' την άλλη είπα μέσα μου μη και την ηκάψαμε την Ευγενίτσα, δεν ηξεύρω...
- Σους μπρε! Άκου να λέγεις την εκάψαμε που θα έμνησκε στο ράφι μεγαλοκοπέλα! Την τύχη της ανοίξαμε, ένα κομμάτι μάλαμα είναι ο Αχιλλέας! Στο δικό της το σπίτι θα μείκουνε, όχι στης πεθεράς! Να ήτονε έτσι το πράμα, να σε πω ναι, αμά ανάγκη δεν έχουνε μήτε τη μάνα του μήτε τη θεία του! Δεν είδες και το μπαμπά του και την αδερφή του που τοις υποστηρίζανε; Την ξεύρουνε τη Ζαχαρούλα τι τρελή είναι, τοις άλλοι περιμένανε;
Η Μαρίκα ένιωσε το βάρος που πλάκωνε την καρδιά της να φεύγει.
- Ε, σ' αυτό έχεις δίκιο... Άμα ο γαμπρός ήκαμε τση μάνας και τση θείας του τα μυαλά...
- Θα ήτονε σκάρτος και δε θα την άξιζε συμπεθέρα μου! Βέβαια έχω δίκιο, άκου που σε λέω! Θα τη στεφανωθεί με δόξα και τιμή κι οι άλλες θα σκάσουνε απ' το κακό τους! Κρίμας μόνο που δε θα είμαστε εδώ να διούμε τα μούτρα τους... 
- Έλα ντε... Σκέψου τσι σκοτωμοί τως...
- Μυαλό να έχει κι όξω απ' την πόρτα τους άμα δε σιάξουνε οι τρελές! Τώρα έχω κι άλλο πράμα να σε πω, για τη Μερόπη... Ο προκομμένος που την αρέσει, με τη γιαβουκλού του γινήκανε μαλλιά κουβάρια! 
- Γιατί;
- Ο μπαμπάς του άλλοι παράδες δεν τον έδωκε κι η τσέπη του τώρα αδειάζει... 
- Πού τα ήμαθες;
- Απ' τη ράφτρα για! Δε σε είπα που θα πάγαινα να τη δώκω το γουνάκι να με το ράψει στο καλό μου το ταγιέρ κι ήρτα απέ κει; Μ' ούλα τούτα που γενήκανε απ' τα χτες δεν πρόλαβα να σε μιλήσω για! Που λες, επιάσαμε την κουβέντα για τα κραγιόνια και τις πομάδες και λόγο το λόγο με τα λούσα και τα φτιασίδια, μ' είπε για κάμποσες πελάτισσες που έχει και πόσα κορόιδα άντριδοι πλερώνουνε τις φιληνάδες τους... 
- Καμμένη δεν είμαι κι εγώ;
- Είσαι κοκόνα μου, αμά ευτυχώς που πάνε ούλα καλά τώρα με το γαμπρό και την κόρη σου!
- Άμα δε σ' είχα, ποιος ηξεύρει τι θα...
- Σώπα συμπεθέρα μου κι άλλο στο μυαλό σου να μη τα βάζεις! Αυτά γένουνται, πολύ δύσκολο να βρεις άντρα που να μη ξελογιαστεί... Και τότες, μήτε οικογένεια λογαριάζει, μήτε γυναίκα, μήτε παιδιά... Πάει, πέρασε τώρα! Ο Σελετζίδης είναι πρώτος νοικοκύρης, εκάμανε και το άλλο παιδάκι, την κοιτάζει στα μάτια την κόρη σου! Όχι που θ' άφηνα τη Φιλιώ να τον τινάξει ολάκερο! Ίδια είναι και τούτη που έχει ο ασίκης, τόνε μασάει καλά! Τώρα θα με πεις που η άλλη ητανάνε της δουλειάς, αλλά κι αυτή δεν πάει πίσω! Του κόσμου τοις παράδες δεν τόνε τρώει; 
- Ναι, ναι...
- Ευτυχώς που ο μπαμπάς του επήρε τα μέτρα του! Στη δουλειά που λες τον έχει, αμά ο παράς είναι μετρημένος! Με είπε ένα σωρό για δαύτην η μοδίστρα, απέ κοριτσάκι μικρό την ξεύρει που επήγαινε με τη μαμά της στις πρόβες.
- Με τον παρά τση μετρημένο, ε;
-  Ναι, για μεταποίηση το πιο πολύ επάγαινε... Είχε μεγάλα όνειρα για την κόρη της και καλά έκαμε εδώ που τα λέμε, κόρες έχομε κι εμείς και θέλαμε τοις καλύτεροι! Αμά αυτή, δεν τη μάζωξε τα λουριά όπως έπρεπε, δίκιο είχανε η Καλλίτσα κι η Αρσινόη! 
- Ήβγαινε όξω τσι νύχτες που λένε;
- Και νύχτες και μέρες για! Την έκαμε εντύπωση που ούλο έραβε φουστάνια κι επάγαινε φορτωμένη ψούνια... Σε λέει, πού βρίσκει τόσοι πολλοί παράδες αφού η μαμά της δε βαστιέται και τόσο... Απέ κει κι ύστερα καταλαβαίνεις, στα κομμωτήρια και στα ραφτάδικα το κουσέλι πάει σύννεφο κι έτσι τα έμαθε!
- Κατάλαβα... Λες να τον απαρατήσει τώρα που είδε ότι δεν έχει τόσα να ξοδεύει;
- Αυτό πιστεύω η αλήθεια... Κι ό,τι σκεπτόμουν μπας κι είχαμε κάνα γνωστό με τσέπη γερή να την έκαμε τα γλυκά μάτια που πολύ δε θέλει αυτή... Άμα την έκαμε τσακωτή θα χαλνούσε το αίσθημα για! Τώρα που γενήκανε άνω κάτου αυτοί, με την πρώτη ευκαιρία θα τον αφήκει να διεις! Αφού βλέπει που ζορίσανε τα πράματα, το συμφέρον της θα κοιτάξει, παραλή ψάχνει για! 
- Κρίμας και για τσι γονιοί του... Η μαμά του που έχει τσι φιλίες με τη δική τση, φαρμάκια καταπίνει... Μπράβο το μπαμπά του όμως που ήκαμε το πρέπον! Με τη Μερόπη όμως τι θα κάμεις;
- Πρέπει να τη ρίξουμε δίπλα του... Γιατί γελάς μπρε συμπεθέρα;
- Που ενθυμούμαι το θείο του που την ήβαλε στο μάτι! Χα χα χα!
- Μπα που να κακό να μη τον έρτει! Χα χα χα!
- Λες να τσ' ηκάμει χαλάστρα;
-Μπα, όχι... Γυναίκα νέα θέλει κι όποια τόνε κάτσει! Ας ήτονε κομμάτι μεγαλύτερη αυτή του ανιψιού και σ' έλεγα για πότε θα τη χρύσωνε ο μπάρμπας και θα τον έσουρνε απ' τη μύτη... 
- Στσι αδερφές πρέπει να πάμε, να τα μιλήσουμε... Πρώτα βέβαια τση Ευγενίας τα προβλήματα και...
- Και μετά βουρ για τη Μερόπη! Ντύσου να πάμε για!  






Κακοχράχει - Κακό χρόνο να έχει.