.

.
.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Οι γαμπροί της Βιθυνίας


Τα χρόνια περνούσαν κι οι κοπέλες της γειτονιάς παντρεύονταν η μια μετά την άλλη.
Η δική τους πόρτα δεν χτύπησε ποτέ από προξενήτρα, ούτε κανένα αρσενικό έδειξε να ενδιαφέρεται για τη Βιθυνία.  Χασκογελούσαν τα κορίτσια στις πόρτες, στους περιπάτους, αντάλλαζαν μυστικά της καρδιάς, ντύνονταν και στολίζονταν για ν' αρέσουν στους ομορφονιούς.
Καθαρή πάντα και καλοντυμένη ήταν κι εκείνη, με φορέματα που τα στόλιζαν φραμπαλάδες και ωραία κουμπιά, με τα πλούσια μαλλιά της να πέφτουν απαλά στους ώμους. Κάτω από άλλες συνθήκες θα είχε αρκετές κατακτήσεις κι εκείνη, όμως λίγο το όνομα της σερσέμας που της είχε βγει, λίγο που όταν άνοιγε το στόμα της έδειχνε τη χαζομάρα που την έδερνε, έμενε στα αζήτητα.
- Τα μυαλά της μια χαρά είναι όπου θέλει!
- Άιντε καλέ!
- Μπρε σεις, ούλα τα κουσέλια του μαχαλά ξεύρει!
- Εμ! Δεν κάμει κι άλλη δουλειά!
- Τεμπέλα είναι απ' τα γεννοφάσκια της κι έτσι που πάει σαν τη χελώνα ζαβιάζει ώρες και φορές!
- Όπως κι αν είναι, μια ζωή ίδια έμεικε, σερσέμα, δεν αλλάζει!

Η μάνα αφού είδε κι απόειδε, έβαλε μπρος να καλύψει το παιδί της στη γειτονιά και τους συγγενείς.
- Μακάρι κι άλλες να τη μοιάζανε! Τίμια, καλή κόρη, του σπιτιού! Ξεύρετε πόσοι με τη ζητήξανε; Αμά η Βιθυνίτσα μου θέλει να διαλέξει τον καλύτερο και καθόλου δε βιάζεται! Δεν είναι απ' αυτές που λυσσάνε γι άντρα! Ανάγκη καμιά δεν έχει, διπλή και τρίδιπλη γένηκε η προίκα της! Οι γιοι μου τη μαζώξανε του κόσμου τις λίρες και τα ρούχα της δε χωρούνε πια στα μπαούλα! 
- Ε, ναι, όμως τα χρόνια περνούνε και να κοιτάξεις να την παντρέψεις...
- Το γιαβρί μου, είναι και που δε θέλει να ζήσει μακριά μου... Προχτές μια ξαδέρφη μας, απ' του αντρός μου το σόι, ήρτε και με μίλησε για το γιο της κουνιάδας της που είναι ξετρελαμένος με την κόρη μου! Όμορφος, αψηλός, λεβέντης, με δουλειά καλή, βγάζει ένα σωρό παράδες, έχει και χτήματα!
- Και δεν αρέσει την κόρη σου;
- Πως, βέβαια... Αμά λόγω που τόνε στέλνουνε στα εξωτερικά ούλη την ώρα, που είναι τέτοια η δουλειά του και σε λέει η κόρη μου που δε μποράει να φεύγει... Κι άμα κάμει κάνα παιδάκι, ποιος θα τη βοηθάει στα ξένα; Δύσκολο το πράμα...
- Θα μνήσκει εδώ με το παιδί για!
- Αυτά δε γένουνται! Ο άντρας της στα ξένα τόσοι μήνες κι εκείνη εδώ;
- Να βρει ένα που δε θα φεύγει!
- Αμ δεν τα βρίσκεις ούλα όπως τα θέλεις!
Διέλυσε το πηγαδάκι κι η κάθε νοικοκυρά πήγε στο σπίτι της, αφού κουτσομπόλεψαν με μισόλογα και ματιές μάνα και κόρη.
Η αλήθεια ήταν ότι η προίκα της Βιθυνίας ήταν αρκετή και βρέθηκαν κάνα δυο αρσενικοί που έδειξαν κάποιο ενδιαφέρον. Θα την τραγάνιζαν ευχαρίστως και θα έκαναν τη ζωή τους με τη μια και με την άλλη. Η μάνα όμως που φρόντισε να μάθει από πού κρατάει η σκούφια τους, δεν το συζήτησε καν. 
<<Ο ένας έφαε την περιουσία που τον άφηκαν οι γονιοί του στα χαρτιά κι ο άλλος έκαμε τρεις αρρεβώνες κι άφηκε την τελευταία πριν τα στέφανα... Εβούτηξε τις λίρες που τον έδωκε προίκα ο πεθερός του και γένηκε καπνός! Ποιόνε να πιάσεις και ποιόνε ν' αφήκεις που είναι ο ένας χειρότερος απ' τον άλλον; Τα ίδια θα κάμουνε και σε μας οι αδικιωρισμένοι, χαϊβάνια ψάχνουνε... Ακούστηκε στη γειτονιά που έχει παράδες και σπίτι η κόρη μου και μαζωχτήκανε οι χαϊρσίζιδοι... Μα ένας της προκοπής να μη την κοιτάξει; Καημό μεγάλο το έχω...>> 

Εμφανίστηκε κι ένας υπερβολικά αδύνατος λιμοκοντόρος με μύτη σουβλερή κάτω απ' τα γυαλιά του και πεταχτά αυτιά. Μιλούσε ένρινα κι ασχολιόταν μόνο με τον εαυτό του. Εγώ αυτό, εγώ εκείνο, εγώ το άλλο.
Κρατούσε τα λογιστικά βιβλία μιας εταιρίας, έτσι έλεγε, αλλά ήταν το παιδί για όλες τις εξωτερικές δουλειές που έτρεχε όλη μέρα εδώ κι εκεί πηγαίνοντας χαρτιά και έγγραφα, με μισθό μέτριο που δε θα μπορούσε να συντηρήσει σπίτι και οικογένεια αν δεν είχε η νύφη τον τρόπο της. Αυτά ήταν τα όνειρα που έκανε η μάνα του, χωρίς να καταλαβαίνει τους λόγους που καμία κοπέλα δεν είχε ενδιαφερθεί για τον κανακάρη της. 
- Ο γιος μου έχει μόρφωση μεγάλη και τόνε ζητάνε πολλές!
- Να τόνε χαίρεστε!
- Ευχαριστώ! Ακούσαμε που έχετε μια τόσο καλή κοπέλα κι είπαμε... Καταλαβαίνεται... 
- Πως, καταλαβαίνω... Να το διούμε το πράμα, να μιλήσω και με τοις γιοι μου κατά πως πρέπει... 
Μάνα και γιος είχαν πάρει τις πληροφορίες που ήθελαν για την προικισμένη σερσέμα. 
- Όλα θα τους τα φάω και θ' ανοίξω δικό μου γραφείο!
Γνώσεις ιδιαίτερες δεν είχε, έτσι λοιπόν έψαχνε και ρωτούσε σχετικά με τις δουλειές. Εκεί που έλεγε για ασφάλειες τα γύριζε στα εισιτήρια και στα ναυτιλιακά. 
- Βιθυνίτσα μου σε άρεσε;
- Όχι να σε πω... Άσκημος πολύ είναι καλέ μαμά...
- Έτσι και τόνε πάρεις, θα σκάσουνε ούλες απ' τη ζούλια τους που είναι τόσο γραμματιζούμενος! Δεν άκουσες που είναι στα μέσα και στα όξω με τοις πλούσιοι και τόνε έχουνε δεξί τους χέρι; Λύνει και δένει στο γραφείο! Να διεις που θα γένει διευτυντής κει μέσα!  
- Ναι, δε λέω, αμά...
- Τις ομορφιές στον άντρα να μην τις κοιτάς! Ο χαρακτήρας κι η τσέπη του μετράει για να ζήσεις καλά! 
Κάλεσε η μάνα τους γιους να μιλήσουν, μην προλάβει κι αρπάξει καμιά άλλη το κελεπούρι αφού είχε τόση ζήτηση.
Τ' αγόρια αλληλοκοιτάχτηκαν και κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά.
- Πού την είδε την αδερφή μας και τον άρεσε; 
- Εδώ, στο σπίτι μας...
- Ήρτε δηλαδή με τη μαμά του να τη ζητήξουνε, χωρίς να την έχει διει πρώτα, έτσι μας λέγεις; 
Η μάνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. 
- Και τι σόι αθρώποι είναι αυτοί;
- Πολύ καθώς πρέπει!
Η κόρη χαμογελούσε με ύφος υπεροχής που την ήθελε άντρας ξεχωριστός. Καθόταν με την πλάτη στητή στην καρέκλα σαν πριγκίπισσα και κοίταζε τον τοίχο. 
- Άσε να το ψάξουμε, να μάθουμε, να διούμε...
Ήπιαν τον καφέ τους κι έφυγαν σκεπτικοί. Ήξεραν τα χούγια της αδερφής τους και τους αλητήριους που είχαν τάχα ενδιαφερθεί. Πολύ θα ήθελαν κι εκείνη ν' αποκατασταθεί και να κάνει τη δική της οικογένεια, αλλά το έβλεπαν δύσκολο ως αδύνατο.
- Ή κάνας αχμάκης* είναι τούτος, ή πολύ έξυπνος! 
- Έτσι απ' το πουθενά να πάνε στο επίσημο; 
- Κι ούλο ακούσαμε κι ακούσαμε τις έλεγε! Από πού όμως δεν είπε!
- Μπρε, μπας και κόλλησε η μαμά μας χαζομάρα απ' τη Βιθυνία; Με αρέσει που το σκέφτεται κιόλας! Κι αυτή η αδερφή μας είδες πως καμάρωνε για το γαμπρό! Σκέψου να την καλάρεσε κιόλας, την Κυριακή θα είχαμε γάμοι! 
- Ε, δεν καταλαβαίνεις κι εσύ; Βλέπει ούλες να παντρεύουνται κι εκείνη να μνήσκει έτσι, σε λέει να κι εμένα που με ζητάει άθρωπος με θέση και που ξεύρει γράμματα πολλά... 
- Καταλαβαίνω... Αμά η γνώμη της δεν πιάνεται μπρε αδερφέ μου... 
- Κάτι με λέει που είναι κομπίνα...
- Κι εμένα το ίδιο... 
Ρώτησαν κι έμαθαν χωρίς ιδιαίτερο ψάξιμο.
- Μόνο λόγια ήτουνε μάνα και γιος! Και τι πράμα είναι καλέ, πόση ασκήμια; Αυτό είναι το λιγότερο βέβαια! Λοιπόν, στην εταιρία που είπε ότι έχει θέση, είναι ψέμα! Ούλες τις δουλειές κάμει, μέχρι και καφέδες ψήνει στον αφεντικό και τοις υπάλληλοι εκεί μέσα! Θεληματάς πάει να πει! Μισή τάξη επήγε στο Γυμνάσιο κι αυτή με το ζόρι, αμά δεν προχωρούσε και τόνε βγάλανε! Τρομάρα του που κάμει και τον πολύ μορφωμένο! Να διείτε αυτοί που δουλεύουνε εκεί πέρα σε καλά πόστα, πως γράφουνε κι είναι με το κεφάλι κάτω στα χαρτιά! Αρωτήξαμε κι εμείς μια κοπέλα κι ένα παλικάρι που ητανάνε δίπλα δίπλα στα γραφεία και τα γέλια εβάλανε! Ξεύρουνε φαίνεται που λέει άλλα στον κόσμο! Είπαμε την αλήθεια στο τέλος γιατί τοις έκαμε απορία που θέλαμε να μάθουμε!
Η μάνα σκούπιζε τον ιδρώτα που έλουσε το πρόσωπό της.
- Και... Και τι άλλο εμάθατε;
- Πως τους είπε ότι θ' ανοίξει δικό του γραφείο, επειδή τόνε θέλει μια κοπέλα με προίκα μεγάλη! Κοκορευόταν κιόλας ο παλιάνθρωπος ότι τον έταξε η πεθερά λίρες για να πάρει την κόρη της που τον έχει νταλκά! Κι εσύ μπρε μαμά σερσέμα σαν την αδερφή μας είσαι;
Κατάπιε τη γλώσσα της και κοίταξε τη Βιθυνία που έπαιζε αδιάφορα με τις άκρες των μαλλιών της... 


- Και τώρα με λέτε που βρήκε γαμπρό;
- Ναι για! 
- Κοίτα να διεις... Χα χα χα! 
- Σουλτάνα, πάμε μια απ' το σπίτι τους μπρε!
- Να πάμε! Θα χαρώ να τις διώ μετά από τόσα χρόνια!
Σε δέκα μέρες, αφού είδε όλους τους συγγενείς της, πήραν το λεωφορείο κι έφτασαν στο σπίτι τους. Χαρά μεγάλη έκαναν, τις κράτησαν και για φαγητό που ευτυχώς το είχε μαγειρέψει η μάνα, γιατί στην κόρη δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη οι δυο ξαδέρφες.
- Έμαθα και τα ευχάριστα Βιθυνίτσα μου, μπράβο κοκόνα μου!
- Ναι, ετοιμαζούμαστε για τοις γάμοι...
- Η ώρα η καλή να είναι! Για πες με τώρα για το γαμπρό!
- Πολύ καλός είναι, μ' αγαπάει, με κάμει ούλα τα χατίρια...
- Μπράβο, πολύ χαρά με δίνεις! Και δε με λες, πού θα μείκετε άμα στεφανωθείτε με το καλό;
- Στο σπίτι του! Έχει τρεις κάμαρες, μας σιάχνουνε και τα έπιπλα τώρα, ούλα καινούργια! 
Η μάνα γελούσε ευχαριστημένη.
- Η κόρη μου τα διάλεξε! Μέρες έτρεχε στα μαγαζιά και τοις μαραγκοί για να βρει τα σκέδια! Και πολύ ωραία τραπεζαρία και κρεβάτι και πολυθρόνες και μπουφέ, ούλα σκαλιστά!
- Καλορίζικα! Έχει κι εκείνη την προίκα της βέβαια!
- Το ρουχισμό της Σουλτάνα μου! Μέχρι και την τελευταία πετσέτα στα μπαούλα μέσα έχω! Τοις παράδες της στην τράπεζα τοις έχουμε, στο όνομά της! Σιγά μη και τα δίναμε στο γαμπρό, που παίρνει τέτοια κοπέλα! Ακόμα είναι τίμια, όπως τη γέννησα κι αυτός απέ χρόνια χηρευάμενος! Πλερώνει και την παίρνει!
Τα έχασε η Σουλτάνα ακούγοντάς την! Εκείνη που ήταν διατεθειμένη να χρυσώσει όποιον άντρα σκόπευε να πάρει τη χαζοβιόλα κόρη της, τώρα πια μιλούσε με αέρα κι εξυπνάδα περισσή!
- Καλά τα λες! 
Η Βιθυνία έβγαλε γλυκό περγαμόντο με κρύο νεράκι.
- Τώρα θα τον διείτε, η ώρα του είναι! 
Η πόρτα χτύπησε διακριτικά σε λίγο κι ο φορτωμένος με σακούλες κύριος τις χαιρέτισε εγκάρδια. Μνηστή και πεθερά τις πήραν, κοιτάζοντας ευχαριστημένες το περιεχόμενο. Γύρω στα εξήντα αλλά καλοστεκούμενος, με καλοσιδερωμένα ρούχα και γυαλισμένα παπούτσια, κάθισε δίπλα στη Βιθυνία. 
- Στην υγειά σας και καλώς ήρθατε κυρία Σουλτάνα!
- Ευχαριστώ, καλώς σας βρήκα! Υγεία κι η ώρα η καλή!
Η μάνα έτρεχε μέσα κι έξω να σερβίρει το γαμπρό και τις μουσαφίρισσες. Η Βιθυνία αμέριμνη κοιτούσε αλλού. Αλλάζει ο άνθρωπος; Δεν αλλάζει! 
Έφαγαν, ήπιαν, γέλασαν, πέρασαν μια όμορφη μέρα.
- Τα είδες Σουλτάνα μου που σε τα έλεγα;
- Αμ δεν τα είδα για; Είπα κι εγώ που θα είχε κάνα κουσούρι και λύσσαξε να πάρει τη σερσέμα, αμά τον είδα μια χαρά κύριο! Και πόσα πράματα τις έφερε! Πολλοί παράδες θα μαζώχνουνε βέβαια άμα δεν ξοδεύουνε τίποτις απ' το κομπόδεμά τους!
- Καλά είπε η μαμά της που πλερώνει και την παίρνει!
- Αμέ, έτσι είναι! Τώρα που το σκέφτομαι μπρε ξαδέρφη, είναι μεγάλο πράμα σ' αυτή την ηλικία να τόνε πέσει γυναίκα που άντρας δεν την έχει αγγίξει, ε; Για σκέψου τι θα λέει τοις φίλοι του, που μήτε το χέρι καλά καλά δεν τόνε αφήνει να την πιάσει... Τι σόι σπίτι θ' ανοίξει όμως, είμαι πολύ περίεργη να διω... 

Και είδε! 
Αμέσως μετά το γάμο που έγινε στην ενορία της νύφης κι όσο το ζεύγος έλειπε για το μήνα του μέλιτος, η μάνα φρόντισε να εγκατασταθεί στο σπίτι τους, τάχα να το φυλάει από τους κλέφτες. 
- Του κόσμου τα καλά πράματα έχουνε μέσα, χώρια πόσοι παράδες!
- Ε, τότενες καλά κάμεις! 
Ήξερε καλύτερα από την κόρη της πού βρισκόταν το κάθε πράγμα. Γεμάτα τα ντουλάπια της με τρόφιμα και γλυκά κουταλιού.
Το βύσσινο που πολύ καλά σφραγισμένο στο βάζο έλιαζε με τη ζάχαρη για να κάνει λικέρ, πήγε στα σκουπίδια.
Η μάνα έστειλε την κόρη της στο ταρατσάκι να το κουνήσει ελαφρά κι εκείνη επειδή βαριόταν θεώρησε καλό να το ανακατέψει με το κουτάλι. Το έκλεισε βιαστικά και γλύκανε όλα τα μυρμήγκια που είχαν μαζευτεί εκατοντάδες μέσα κι έξω.
<<Και πόσο το λαχτάρησε η ψυχή του γαμπρού! Τι να τον πούμε που περίμενε να γένει για να το πιει; Αχ μπρε κόρη μου, πού είχες τα μυαλά σου; Ίσα που πρόλαβα να σιάξω άλλο, ας νομίζει που το πίνει απ' τα χέρια της ο καψερός...>> 
Γέμισε τα καβανόζια με τουρσί και τσακιστές ελιές. Τα γυάλινα βάζα με σύκα που είχε ξεράνει και τα είχε γεμίσει καρύδι και πολλά κομμάτια τραγανό παστέλι με μυρωδάτο μέλι και σουσάμι. 
Το ζευγάρι επέστρεψε κι απόλαυσε τα καλούδια της νοικοκυράς νεόνυμφης. Ο γαμπρός καμάρωνε την αξιοσύνη της γυναίκας του κι όλη μέρα τσιμπολογούσε τις "λιχουδιές της". Η μάνα σηκωνόταν νωρίς το πρωί κι ετοίμαζε νόστιμα φαγητά που τα πήγαινε κρυφά στο σπίτι της κόρης της όσο εκείνος έπινε το δεύτερο καφεδάκι με τους φίλους του παινεύοντας τη γυναίκα του.
- Δυο - τρεις βρασούλες να πάρει, να φοβερίσω και λίγο κρομμυδάκι στο βούτυρο, ίσα να μυρίσει το σπίτι και το πετάμε! Αύριο να βάλεις το κρέας να βράζει ίσα με να πάει στον καφενέ και θα έρτω μετά να σε βοηθήσω! Δώσε με να τον σιδερώσω τα παντελόνια του και τα πουκάμισα, ούλο ζάρες έχουνε μπρε κόρη μου! Απέ το ρούχο του αντρός φαίνεται η νοικοκυρά για! Τόνε βλέπουνε όξω τιποδεμένο και καθαρό και σε παινεύουνε!
Λίγο η Βιθυνία βοηθούσε τη μάνα που τα έκανε όλα στα κρυφά και κατάφεραν να τον κάνουν να νιώθει περήφανος κι ευχαριστημένος για το γάμο του. Πριν το φαγητό τον περίμενε πάντα το ουζάκι με τους ωραίους μεζέδες.
- Τι ωραίο μου έφτιαξες πάλι  Βιθυνία μου;
- Σουτζούκι με τ' αυγά και λίγοι γιαλαντζί ντολμάδες! Κάτσε να φέρω μια και τα τυριά, έκαμα και σαγανάκι!
- Πω πω πω! Εγώ δεν έχω γυναίκα, θησαυρό έχω!
- Πίτα με παστουρμά και μπουρέκι θα σε ψήσω αύριο! 
- Να μου ζήσεις γυναικούλα μου!
- Ο,τι σε τραβάει η όρεξη να με το λέγεις!
- Όλα πολύ ωραία είναι! 
Καλούσε και τους φίλους του και περνούσαν φίνα. 

Η Σουλτάνα χαιρόταν που έστω και μ' αυτό τον τρόπο είχε αποκατασταθεί. Σπουδαία υπόθεση το στεφάνι!
- Μπρε άμα τα λέγω εγώ! Αφού παντρεύτηκε η σερσέμα, μην ακούσω καμιά άλλη να λέγει που δε βρίσκει άντρα να πάρει!
Με τα χρόνια η μάνα της χτυπήθηκε από αρθρίτιδα και δυσκολευόταν να βγαίνει καθημερινά. Η Βιθυνία να κρατήσει μόνη της το σπίτι δε μπορούσε κι έτσι πρότεινε στον άντρα της να μείνει μαζί τους. Δεν έφερε καμία αντίρρηση και τη δέχτηκε με χαρά. Το σπίτι ήταν ευρύχωρο κι εκείνη διακριτική μέχρι να φύγει ο γαμπρός για την καθημερινή του βόλτα στην αγορά και το καφενείο. Τότε έμπαινε στην κουζίνα και μεγαλουργούσε!
- Γεια στα χέρια σας κοκόνες μου, ούλα πολύ ωραία είναι!
Καλεσμένες η Σουλτάνα με τις δυο ξαδέρφες της, απολάμβαναν τα νόστιμα φαγητά τους.
- Εγώ λίγα πράματα έκαμα, η Βιθυνίτσα μου τα έψησε! 
- Μπράβο κοκόνα μου, άξια σε ούλα είσαι! 
Φεύγοντας φουσκωμένες από φαγητά, γλυκά και ροσόλια, χασκογελούσαν στο δρόμο.
- Αφού το σπίτι είναι στη θέση του, πάλι καλά! Χα χα χα! Την άλλη Κυριακή θα πάμε να διούμε μια φιληνάδα της νύφης μου που την έστειλαν ένα προξενιό και το σκέφτεται... 
- Α! Δεν την αρέσει ο γαμπρός;
- Δεν ξεύρω ακόμα,  αμά πού θα πάει, θα την κουκουλώσουμε!








Αχμάκης - Βλάκας