.

.
.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Το τρίο κουτσομπολέ



- Ωραίος γάμος όμως, ε συμπεθέρα;
- Ναι, πολύ ωραίος ητανάνε! Τα έκαμε ούλα πλούσια ο κουμπάρος! 
- Κι είναι πρώτος του εξάδερφος μ' είπες. 
- Δυο αδερφιώνε παιδιά. Οι θείοι του επήγανε και τοις έκαμαν πολύ καλά κι ακριβά δώρα! Και αυτοί και τα παιδιά τους! 
- Πάλι καλά...
- Δεν είδες που γελούσανε ως και τα μουστάκια τους; Τόνε είχανε άχτι το Νότη και χαρήκανε που πλέρωσε για το κακό που τοις έκαμε... Οι άλλοι συγγενείς του κι ούλοι απέ το σόι της γυναικός του, μήτε που ν' ακούσουνε! Το μέρος των γωνιών του πήρανε και θα τοις παρηγορούνε κιόλας...
- Ο Περικλής όμως τα κατάφερε μια χαρά! Άν ημπορούσε ο πατέρας του ας ήκαμνε αλλιώς! Ήδωκε τσι παράδες κι αγόρασε το σπίτι, ήκαμε κι ούλο τον επιπλοπισμό, τα ασπρόρουχα, τα πάντα!  Ήκουσα την ώρα που χαιρετούσανε το ζεύγος, ότι θα βρεθούνε στο μαγαζί σε καμιά εικοσαριά ημέρες, έτσι τσ' είπε! Το οποίον, θα είναι στη θέση του, όπως μας τα είπε η μαμά τση Λιωλιώς.
- Ας είναι ούλα καλά στη ζωή τους! 
-Κι άμα ειδώ την ανιψιά μου, να τσ' ειπώ να πάει πάλι στου Νότη και να μας ηφέρει τα γλυκά!
- Ναι συμπεθέρα μου, μεγάλη λαχτάρα τα έχω κι εγώ! Αφού μας καλέσανε και πήγαμε στο γάμο, τα έχει μάθει! Να περάσει ο χειμώνας και αφού πια θα το έχει χωνέψει το πράμα, πάμε κι εμείς...
- Αυτό θα γίνει! 
- Οι κουσελιάρες τση γειτονιάς του πρώτες στη σειρά!
- Ναι, μη και χάσουνε τίποτις! Μια ζωή έτσι ητανάνε, άθρωπο δεν αφήνανε ν' αγιάσει! Τη μέρα τρεις φορές πίνανε καφέ με τα μάτια όξω στις δρόμοι! Να πέρναγε μύγα και να μη τη βλέπανε; Σκάζανε απ΄το κακό τους! Ούλος ο κόσμος τις ήξευρε και φοβούτανε τη γλώσσα τους! Ητανάνε κι οι τρεις τους φόβος και τρόμος μια ζωή!
- Πα πα πα! 
- Άλλο πράμα σε λέω... 
<<Πού πάει αυτή τέτοια ώρα αμαγείρευτη ακόμα;>> 
<< Απέ το πρωί που έψησε τον καφέ μήτε που μπήκε ξανά στην κουζίνα!>>
<<Άμα γυρίσουνε ο άντρας και τα παιδιά της άδειο τέντζερη θα βρούνε!>>
<<Και θα φταίει ο χριστιανός άμα την πει καμιά κουβέντα;>>
<<Όχι βέβαια, χίλια δίκια θα έχει!>>
<< Διέτε την κόρη του Γαλατσή! Άιντε πάλι, ησυχία δεν έχει!>>
<<Τη μέρα δυο φορές αλλάζει φουστάνι και παίρνει τοις δρόμοι η σουρτούκω!>>
<< Πού παγαίνει, ποιόνε βλέπει, χαμπάρι κανένας δεν έχει πάρει!>>
<<Ε, πού θα πάει, κρυφό τίποτις δεν βαστιέται!>>
<<Αμ δεν τα βλέπω καλά τα πράματα...>>
<<Μήτε κι εγώ...>>
<<Η μαμά της η σοκακού δεν ξεύρει να τη μαζώξει, να τη διει κομμάτι και το σπίτι της;>>
<<Ούλο για πρόβες παγαίνει, έτσι λέει...>>
<< Σάμπως κι οι μαχαλάδες δεν έχουνε άλλη ράφτρα!>>
<<Με τις τσάντες στα χέρια πάει κι έρχεται.>> 
<<Και τη ράβει ένα σωρό την κόρη της και ποιος ξεύρει πού παγαίνει με δαύτα και κοκορεύεται...>>
<<Και ποιος τα καμαρώνει...>> 
Η μοναδική μπορεί να μην ήταν αλλά στο στρίφωμα δεν την έφτανε καμιά άλλη μοδίστρα! Έστελνε την κόρη της στις εξωτερικές δουλειές αφού δεν σήκωνε κεφάλι από τη βελόνα τόσο στα ξένα σπίτια που έκανε μεροκάματα όσο και στο δικό της και άλλαζε ρούχα η μικρή για να δείχνει η μάνα την αξιοσύνη της. 
<<Έτσι, για να διείτε πού μπλέκουνε τα καλά παιδιά! Με είπε τις προάλλες η κουμπάρα μου, που δεν βρίσκεται ένας γαμπρός της προκοπής για τη βαφτισιμιά μου...>>
<<Και με κείνονε που την άρεσε;>>
<<Ε, δεν γένηκε και τίποτις το σοβαρό...>>
<<Αφού την είδα πίσω απέ την εκκλησία και τη μιλούσε!>>
<<Είπαμε κι εμείς που το πράμα προχώρησε...>>
Δυσανασχέτησε η νονά...
<<Όχι, τίποτις δεν γένηκε... Τη μίλησε μια φορά κι ακόμα το σκέφτεται λέει και σε ούλους...>>
<<Φταίει κι εκείνη που είναι παράξενη η αλήθεια...Ιδιότροπη σε ούλα είναι, πώς να ταιριάξει εύκολα...>>
<<Το φυσικό της, τι να κάμουμε...>>
Αν τύχαινε κάποια χωρισμένη, σπάνιο για την τότε εποχή, η γλώσσες τους έπαιρναν φωτιά!
Το φόρτε τους ήταν οι διαζευγμένες και οι χήρες. 
<<Εμ βέβαια, βρήκε άλλη και την απαράτησε! Ας είχε μυαλό να μη τον έχανε! Αλλά πού, με λες;>>
<<Τέτοια ζεβζέκα που είναι, τα γύρευε και τα έπαθε!>>
<<Δε φταίνε οι άντριδοι άμα οι γυναίκες τους δεν στέκουν καλά! Διες την άλλη που μόλις τη ζήτηξε διαζύγιο παντρεύτηκε πάλι στο χρόνο απάνου! Και πες με τώρα που δεν τόνε είχε από τα πριν! Πότε κάμανε τη γνωριμία, πότε τα ψήσανε για;>>
<<Πήρε χαμπάρι ο άντρας της, την άφηκε και καλά έκαμε!>>
<<Κι ακούστηκε που τον πλένει η χήρα του τσαγκάρη! Είδανε τα ρούχα του απλωμένα πίσω στην αυλή!>>
<< Μπρε δε σας τα έλεγα που ούλο ψου και ψου είναι οι δυο τους;>>
<<Τούμπες θα κάμει ο μακαρίτης στο μνήμα, ητανάνε και φίλοι! Χώρια τα δαντελωτά και τα εμπριμέ φουστάνια! Αυτή ούλη τη μέρα είναι βουτηγμένη στα μαύρα, τα άλλα πότε τα φοράει και πού;>>
Έξω απ' άδικο. Η χαροκαμένη γυναίκα ξενόπλενε για να βγάζει λίγους παραπάνω παράδες να θρέψει τα ορφανά της. Λιγόλογη καθώς ήταν, δεν έπιανε κουβέντα με τις γειτόνισσες και δεν έδινε αναφορά, είχε τον καημό και τη θλίψη της... 


- Και τότες που μαθεύτηκε για τη Λιωλιώ και τον Περικλή, πρώτες επήγανε και στρωθήκανε στο μαγαζί τους! Τάχα μου είχανε ραντεβού αναμεταξύ τους και φτάσανε πρώτα οι δυο και μετά η τρίτη! Συχαρίκια τον δίνανε απέ τη μια και τόνε κλαίγανε ζωντανό απέ την άλλη, που τον άξιζε η καλύτερη τύχη το γιο του και τέτοια... Βάλανε και μπόλικα δικά τους για την τιμιότητά της, αμαρτία μεγάλη... Φωτιά και μη νερό γένηκε ο Νότης που έτσι κι αλλιώς δεν το ήθελε αυτό το πράμα να γένει... Μα ένα καλό λόγο ποτές δεν είπανε για άθρωπο! 
- Τς τς τς...
- Άμα ζούσε ακόμα ο άντρας της Λιωλιώς, τρωγόντουσαν ούλη τη μέρα! Τι την κουβαλάει κι ούλο με τις σακούλες φορτωμένος γύριζε, πού παγαίνανε... Η αλήθεια, πώς και πώς την είχε τη γυναίκα του, αμά και το παιδάκι τους! Η αδερφή μου η Αθηνά, τις άκουσε άθελά της που τα μιλούσανε στο καζινάκι. Πίσω τους ητανάνε με τον άντρα της και πίνανε ένα πιοτάκι κι αυτές λέγανε και λέγανε... 
<<Κρίμας τον καημένο που τόνε τρώει η δουλειά απέ το χάραμα ως τη νύχτα και δεν χορταίνει ύπνο ο έρμος για να της τα δίνει ούλα στα χέρια! Γρόσι δε θα τόνε μείκει, θα τα φάει στα λούσα...>>
- Κι άμα πέθανε ο δόλιος, είπανε που δεν άντεξε απέ την κούραση! Άκου πράματα! 
- Πω, πω, πω!
 -Κι άμα μετά τη θανή ράφτηκε η χήρα του, εκάμανε κουσέλι, πού έβρισκε εκείνη τόσοι παράδες κι έκαμε τα λούσα της. Γιατί με το που βλέπανε τη ράφτρα να μπαίνει στο σπίτι με τις ώρες, κακά πράματα βάζανε με το νου τους, ότι ξοδιάζει όσα είχανε και θα έχει βρει άλλο να την πλερώνει! Αμαρτία, μεγάλη αμαρτία τέτοια λόγια...
- Το καταλαβαίνω συμπεθέρα μου... Η μοδίστρα στο σπίτι είναι για χαρές συνήθως... Να σ' ηράψει ένα καλό ρούχο, ένα φόρεμα, ένα ταγέρ, κάνα μαντό, τέτοια πράματα που είναι για τσι χαρές και τσι γιορτάδες... Η μάνα κι οι δικοί τση αθρώποι τσ΄ηψουνίσανε μάνι μάνι τα μαύρα, τα πρεπούμενα για την κηδεία κι ούλα που θα ήβαζε ένεκα του μεγάλου πένθους τση χηρείας... Όμως κι έτσι, πάλι θέλεις όσα φορείς αμά σε μαύρο...
- Έτσι είναι για! Κι εγώ άμα έχασα τον άντρα μου τι έκαμα; Καταχώνιασα τα ρούχα μου στα μπαούλα, χώρια πόσα έσκισα απάνου στο κακό που με βρήκε, έβαψα κάμποσα παπούτσια μαύρα κι αρχίνισα τα ψούνια απ' την αρχή... Και μπλούζες και φούστες και ζακέτες και παλτό το χειμώνα και ούλα... Οι αδερφάδες κι η νύφη μου τρέχανε στα μαγαζιά κι είχανε σε τσάντες αυτά που φόραγα για να βρούνε τα νούμερα... Στις έξι μήνες πια, με πήγανε με το ζόρι κι έραψα το ταγέρ... Ξεύρεις, απάνου στον πόνο το μεγάλο, τι μαγαζιά να σκεφτείς και πού ακούστηκε χήρα να κάμει χάζι τις βιτρίνες... Μήτε στα σπίτια τους δεν επήγα ένα χρόνο, ούλοι σε μένα ερχόντουσαν... Φαγάκι έκαμα πολλές μέρες να ψήσω, πού διάθεση... Κείνες με φέρνανε κάθε μέρα και στεκόντουσαν δίπλα μου για να φάω δυο βούκες να στυλωθώ κομμάτι...  
- Με τα δίκια σου συμπεθέρα μου... 
- Και να σε πω, δεν τα έκαμα μόνο για τον κόσμο, να πούνε διες που η Σουλτάνα τίμησε τον άντρα της και με το παραπάνω, αμά γιατί έτσι αισθανόμουνα... Έδινα την Ανθούλα παράδες και μ' έφερνε φρούτα και ζαρζαβάτια, σαπίζανε και τα πέταγα... Με τα χρόνια θα με πεις που μαλακώνει κομμάτι ο πόνος και μπαίνεις πάλι στη ζωή με τα παιδιά, τα εγγόνια και τοις συγγενείς...
- Έτσι είναι... Οι κουτσομπόλες ήρτανε να σ' ειδούνε τότε;
- Να σε πω, στο σπίτι μέσα δεν τις έβαλα ποτές! Όξω άμα ανταμώναμε, δυο κουβέντες κι άλλο δεν είχα μαζί τους. Ούλο κάτι βρίσκανε να πούνε οι άτιμες! Πολλά προξενιά χαλάσανε επειδής βάζανε λόγια σε γαμπροί και σε νύφες και πάντα για χωρίσματα λέγανε! Καλημέρα να έλεγε μια σε γείτονα, αγαπητικό της τόνε βγάζανε! Ητανάνε μια κοπέλα σαν την καλή χαρά, όμορφη, νοικοκυρά, προικισμένη, απέ μια οικογένεια με όνομα καλό, εξαιρετική! Την παντρέψανε μ' ένα παλικάρι της σειράς τους, μορφωμένο, με δουλειά καλή, ο.τι την έπρεπε! Εκείνος έφευγε το χρόνο μια φορά στα εξωτερικά ένεκα της εργασίας του και την έστελνε τοις παράδες. Βλέπανε αυτές το νέο άντρα να τη χτυπάει την πόρτα με το φάκελο στο χέρι κι αρχινίζανε τα δικά τους! Η κοπέλα τόνε περνούσε κει στο χολ κι έγερνε κομμάτι την οξώπορτα για να τοις μετρήσει ως έπρεπε και να βάλει το όνομά της που τα πήρε. Τον έδινε ένα μπαξίσι κάθε φορά για τον κόπο του κι έφευγε ο χριστιανός, λίγα λεπτά υπόθεση ούλο κι ούλο. Στις μεγάλες ζέστες τον έδινε μα ένα κρύο νεράκι, μα μια λεμονάδα, που έσταζε ο έρμος απέ τοις ίδρωτες! Μπρε δε λυσσάξανε; 
- Εκ του πονηρού, ε;
- Αμ γιατί άλλο; Βούιξε ο τόπος που τον έχει φίλο κι άμα λείπει ο άντρας της τόνε μπάζει μέσα με τις ώρες! Ακούς πράματα; Ακούω να λες! Το κουσέλι έφτασε ως τη φαμίλια του, ούλο σπόντες πετούσανε κι η συννυφάδα της που ητανάνε πολύ κακιά γυναίκα και δεν τη χώνευε, την έκαμε την πεθερά τους θεριό ανήμερο!
- Γιατί δεν την ηχώνευε που ήτουνε τόσο καλή κοπέλα;
- Τη ζούλευε πολύ, επειδής είχανε πιο μεγάλο σπίτι οι γονιοί της και τη δώκανε προίκα. Χώρια οι λίρες που πέσανε βροχή απέ τοις θείοι στο γάμο! Κι οι δικοί της βέβαια είχανε τον τρόπο τους, αλλιώς νύφη σ' αυτό το σόι δε θα είχε γίνει, αμά πολύ μεγαλοπιανότανε κι έβαζε ένα σωρό απέ πάνου! Τι χτήματα, τι κληρονομιές, χώρια που έταζε παράδες εδώ κι εκεί για να δειχτεί... 
- Α! Τση φαντασίας γυναίκα!
- Πολύ! Γκιρ γκιρ γκιρ τρωγούτανε συνέχεια με τη συννυφάδα κι ούλο κουσούρια την έβγανε! Και πώς αυτό και πώς εκείνο, την πήρανε χαμπάρι βέβαια γιατί ο χαρακτήρας φαίνεται. Κι αφού οι κουτσομπόλες πιάσανε την κοπέλα στο στόμα τους, άλλο που δεν ήθελε αυτή! Η πεθερά στην αρχή τρόμαξε που την άκουσε να λέγει για την ηθική της κι ητανάνε έτοιμη να πιάσει το γιο της και να τον πει να τη μαζώξει τη γλώσσα κομμάτι, αμά όταν είδε τα γελάκια και τα σκέδια που κάμανε πίσω απέ τις πλάτες τους, γένηκε φωτιά και μη νερό! Σε λέει μας κουβεντιάζει ούλος ο κόσμος, μπας κι είναι αλήθεια;
- Ηβοί!
- Όσο γενούτανε σκοτωμός στο σπίτι τους, τόσο αυτές δε μαζώχνανε τον στόμα τους! Αφού ήρτε ο άθρωπος και ξεκαθάρισε το πράμα μετά από μεγάλη φασαρία που έκαμαν οι γονιοί κι οι θείοι της κοπέλας που είπανε ότι θα την πάρουνε στο σπίτι τους και να χωρίσει το ζεύγος, βρήκανε άλλες να πιάσουνε! Ητανάνε μια καλή οικογένεια, ήσυχοι και τίμιοι αθρώποι κι άνοιξε η τύχη της μεγάλης τους κόρης. Η φαμίλια του γαμπρού την ήθελε, μεροκαματιάριδοι κι αυτοί, είχανε το μοναχογιό τους που την αγάπησε και την έστελνε ραβασάκια μ' ένα φίλο του που έμενε κει απέναντι. Όταν το πράμα προχώρησε, βάλανε λόγια σε ούλους που πριν απέ κείνον τραβιούτανε με το γείτονα! Μπρε καλοί μου, μπρε χρυσοί μου, τίποτις οι γονιοί του! 
<<Κοπέλα που έχει βάλει στον στόμα του ο κόσμος, δε θα μπει εδώ μέσα για νύφη μας!>>
- Κι ηχάλασε η αρρεβώνα;
- Μάλιστα! Ο λόγος είναι σπόρος που λένε και σούρανε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του! Πατιρντί ούλη την ώρα γινούτανε, μια την είδανε εδώ και μια εκεί με τον ένα και με τον άλλο, ψέμματα ούλα ητανάνε συμπεθέρα!
- Και που τα λέγεις φοβούμαι...
- Άστα να πάνε... Ούλες ζωηρές τις λέγανε κι οι γαμπροί σκάρτοι! 
<<Ναι, μακάρι για το γιο σου, αμά καλύτερη τύχη τον άξιζε... Κομματάκι πεταχτούλα είναι κι ούλο μιλάει εδώ κι εκεί... Θα με πεις τώρα που η τύχη έτσι τα φέρνει...>>
<<Καλός λένε που είναι αμά πρόσεχε μη κάμει τίποτις στο κορίτσι σου... Ακούστηκε μια φορά που τραβολογούσε μια κοπέλα κι άμα τη γλέντησε και τον έφυγε η κάψα την παράτησε... Και την είχε τάξει στεφάνωμα, έπεσε κι αυτή στην παγίδα...>>
<<Να μάθει να στήνει το τσουκάλι στη φωτιά και να γένει νοικοκυρά που ούλο στις βολτέτζες είναι ο νους της κι ύστερις να κοιτάει τοις άντριδοι!  Κρίμας το λεβέντη που πάει να τυλίξει!>> 
Έτσι κυλούσε η ζωή τους στην Πόλη.
Η τροφή τους ήταν το κουτσομπολιό και δεν άλλαξαν καθόλου με τον ερχομό τους στην Αθήνα.

Η Σουλτάνα συμπλήρωσε λίγο ζεστό νερό στο κοκκινιστό κοτόπουλο για να ρίξει τις χυλοπίτες κι η κουβέντα γύρισε σε μια αναπάντεχα ευχάριστη συνάντηση που είχαν πηγαίνοντας στο γάμο.
- Αμά και τέτοια σύμπτωση να διούμε την Ευρύκλεια στο δρόμο; Πολύ χάρηκα που την είδα κι εγώ μετά απέ τόσα χρόνια! 
- Συγκινήθηκα, πόσο συγκινήθηκα...
- Κι η κόρη της ωραία κοπέλα και καλή!
- Η Θοδωρούλα είναι σαν τη μαμά τση, ένα κομμάτι μάλαμα! Ενθυμούμαι πόσο πολύ πρόσεχε το μικρό, που ήτρεχε η μαμά τση ούλη μέρα και πολλές νύχτες για να κάμει τσι ενέσες... Καλύτερα κι αφ' το γιατρό την είχαμε την Ευρύκλεια! Μα θέρμη, μα πόνοι, μα κοιλιά, μα κεφάλι, κείνη ηφώναζε ο κόσμος! 
- Κι εμένα τότε που με έπιασε η ράχη μου και δε μπορούσα να σταθώ, εκείνη μ' έκαμε καλά, θυμάσαι;
- Πως, πως! Ήτριψε το σαπούνι το πράσινο κι ήβαλε το ζελέ αφ' τσι σπόροι που είχε στο νερό κι ηγίνηκε μπλάστρι.
- Του λιναρόσπορου που λένε ητανάνε θαρρώ, ε;
- Ναι! 
- Μετά μ' έκαμε και μια ενέσα κι ησύχασα κομμάτι απέ τις πόνοι... 
- Πολύ αλαφρύ χέρι είχενε, σ' ούλα τση καλόβολη! Η καημένη, ήχασε κι αυτή τον άντρα τση κι ήμεινε με το κορίτσι...
- Κι ο γιος ταξιδιάρης, μια στα δυο χρόνια να έρχεται... Μια σταλιά παλικαράκι και να ξενιτεύεται... Τι να έκαμνε κι αυτό το παιδί, δύσκολα τα πράματα... 
- Κι εκείνη όμως, πάντα με το χαμόγελο στον στόμα τση! Άλλοι αθρώποι είναι ούλο γρουσουζιά και δεν ησκάζει τ' αχείλι τους κι η Ευρύκλεια ο,τι και να είχε με το ήρεμο και το καλό σ' ημιλούσε. Να βρεθεί μια τύχη καλή για τη Θοδωρούλα, που είναι κι αυτή κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά! 
- Μακάρι το κορίτσι... 
Είχαν δίκιο οι συμπεθέρες. Στην προκοπή και την καλοσύνη δεν την έφτανε καμία από τις άλλες κοπέλες. Οι γειτόνισσες όμως, είχαν διαφορετική γνώμη...