- Ακόμα ετοιμαζούσαστε; Ο μπαμπάς σας στην πόρτα περιμένει! Τις μαντίλες σας μη ξεχάσετε, τις εβάλατε στις τσάντες σας;
Μεγάλη μέρα η σημερινή! Συγχώρεση πήρατε που θα μεταλάβετε; Προσέξτε καλά, όχι πολλές κουβέντες και σεργιάνι με την Αγία Κοινωνία στο στόμα! Απέ την εκκλησία γραμμή στο σπίτι μετά, ναι;
- Αμάν καλέ μαμά, κάθε φορά τα ίδια μας λες σάμπως και δεν τα ξέρουμε, μωρά είμαστε;
- Άιντε μπρε γυναίκες! Επέρασε η ώρα, μόνο του έχω αφήκει το χριστιανό στο ψαλτήρι! Κατά πως πάτε, στο δι' ευχών θα φτάσουμε για!
- Έτοιμες, φεύγουμε!
Καλοντυμένος ο Λεωνίδας, με το σκούρο κοστούμι και το χοντρό πανωφόρι του, καμάρωνε τις γυναίκες του. Με τις μακριές φούστες, τα παλτά με το γούνινο γιακά και τα τριζάτα λουστρινένια παπούτσια, περπατούσαν βιαστικά και καλημέριζαν με χαμόγελο τους γείτονες.
Όταν έφθασαν στην εκκλησία, άναψε κερί και προσκύνησε πρώτος, για να μπει στο Ιερό, να πάρει την ευλογία του ιερέα και να πάρει τη θέση του δίπλα στον άλλο ψάλτη. Η Γεωργία, με τα χέρια σταυρωμένα και το κεφάλι σκυμμένο, στεκόταν δίπλα στις κόρες της.
Κόσμος πολύς άρχισε να μαζεύεται όσο περνούσε η ώρα και τα αμέτρητα κεριά έκαναν τον πρόναο να λάμπει. Οι πιστοί αλληλοσυγχωρέθηκαν, φιλήθηκαν σταυρωτά και στάθηκαν στη σειρά για να κοινωνήσουν. Οι διαβασμένοι άρτοι που μοσχοβολούσαν μαστίχα και γλυκάνισο, είχαν κοπεί και τους περίμεναν μ' ένα μικρό γλυκάκι στην έξοδο, μετά το αντίδωρο. Όλοι αντάλλασσαν ευχές για την ημέρα.
- Βοήθεια να έχουμε τους Ταξιάρχες μας! Και του χρόνου με υγεία!
Η Άννα που ετοιμαζόταν κι εκείνη να φάει το κομμάτι της, έμεινε ξαφνικά με το χέρι μετέωρο. Ένας άγνωστος και πολύ γοητευτικός άντρας, τις κοιτούσε χαμογελώντας, ενώ ο παγωμένος αέρας του χειμωνιάτικου πρωινού ανακάτευε τα πυκνά μαλλιά του.
- Ευθυμία, ποιος είναι αυτός;
- Πρώτη φορά τόνε βλέπω, ήταν στη λειτουργία. Καλέ Άννα, έρχεται να μας μιλήσει!
Πλησίασε τις τρεις γυναίκες και τους ευχήθηκε για την ημέρα.
- Και του χρόνου κυρία μου, να χαίρεστε την οικογένειά σας!
- Ευχαριστώ κύριε, βοήθεια και σε σας, υγεία και ό,τι επιθυμείτε να έχετε! Από άλλη ενορία είσαστε; Θαρρώ που δε σας έχω ξαναδιεί...
- Ναι, ήρθα χθες! Ανδρέας Καλφόπουλος λέγομαι. Δάσκαλος είμαι και διορίστηκα στο σχολείο εδώ, θα ξέρετε ότι συνταξιοδοτήθηκε ο κύριος Μιχαηλίδης. Θα αναλάβω τα καθήκοντά μου μετά τα Χριστούγεννα, αλλά μέχρι να τακτοποιηθώ...καταλαβαίνετε...
- Καλώς μας ήρθατε, πολύ χαίρομαι! Γεωργία Κωνσταντινίδου, απέ δω οι κόρες μου, Άννα κι Ευθυμία. Ο κύριος Μιχαηλίδης είναι εξαιρετικός άνθρωπος και πολύ καλός φίλος του συζύγου μου. Απέ τα χέρια του περάσανε και τα κορίτσια μου. Που θα μείκετε αν επιτρέπεται, έχετε νοικιάσει κάπου;
- Όχι, ευτυχώς δεν χρειάστηκε να νοικιάσω δωμάτιο. Έχω το σπίτι της συχωρεμένης της θείας μου, είναι δίπλα από το πάρκο...
- Της θείας σας το σπίτι, εκεί στο πάρκο; Μη με πείτε που είστε ο Αντρίκος, ο ανιψιός της Αριστέας!
- Μάλιστα! Τη γνωρίζατε τη θεία μου;
- Μα τι με λέτε, την Αριστέα δε γνώριζα; Κι εσάς σας είχα διεί πολύ μικρό, που ερχούσαστε με τις γονιοί σας εδώ. Δυο σοκάκια απάνου είναι το δικό μας το σπίτι! Με τη μαμά μου ητανάνε πολύ καλές φιληνάδες! Άμα αρρώστησε η καημένη η θεία σας, εμείς τήνε νοιαζούμασταν, δικός μας άθρωπος για! Σουπίτσες την έκαμα, με τις γιατροί εγώ μιλούσα, ήμαστανε τρεις γειτόνισσες που τήνε προσέχαμε! Κι οι κόρες μου ταχτικά περνούσανε να διούνε μπας και κάτι χρειαζούτανε! Αχ! Τι χαρά με δώκατε, μεγάλη χαρά! Να γνωρίσετε και τον άντρα μου, είναι κείνος ο αψηλός που έψελνε, πολύ θα χαρεί! Το καφεδάκι σας θα το πιείτε μαζί μας, όχι μη με λέτε! Να τα πούμε και για τη μαμά σας και για τη σχωρεμένη την Αριστέα!
Τα κορίτσια κρυφογελούσαν στο δρόμο με τον αναπάντεχο κι όμορφο μουσαφίρη. Έκλεισαν τα τζάμια της κάμαράς τους που είχαν αφήσει ανοιχτά για ν' αεριστεί καλά το δωμάτιο κι έστρωσαν βιαστικά τα κρεβάτια τους, όσο η Γιωργίτσα έψηνε τους καφέδες. Βοήθησαν τη μητέρα τους στο σερβίρισμα κι έβαλαν γλυκό σταφύλι στα πορσελάνινα πιατάκια. Το κατσικάκι τυλιγμένο στο χαρτί, με μπόλικο σκόρδο κι αλατοπίπερο, σιγοψηνόταν στην καρδιά της σόμπας αποβραδίς. Καλή συνήθεια είχε η Γιωργίτσα, όταν πήγαινε τα πρωινά να εκκλησιαστεί και δεν αγχωνόταν καθόλου για το μεσημεριανό φαγητό.
- Σας ευχαριστώ πολύ, καλώς σας βρήκα! Κύριε Λεωνίδα, κυρία Γεωργία, μια χάρη θέλω από σας. Μη μου μιλάτε στον πληθυντικό, δεν χρειάζεται! Κι εσείς, αφού με γνωρίσατε μικρό παιδάκι κι έφαγα όπως μου είπατε απ' τα χεράκια σας...
- Λεβέντη μου, όπως αγαπάς! Πολύ δύσκολο στο φαγητό ήσουνα, τίποτες σχεδόν δεν έτρωγες για! Έτυχε να ψήσω μπουρεκάκια με τον κιμά κείνη τη μέρα και λέω δεν πάω λίγα την Αριστέα έτσι που 'ναι ζεστά ζεστά; Όπως μπήκα με το πιάτο σκεπασμένο, να εσύ στο μπαχτσέ να κυνηγάς μια γάτα! Τα μιλήσαμε με τη μαμά σου, είχα να τη διω κάμποσο καιρό κι άμα ξεσκέπασα το πιάτο, λέω φώναξε το παιδί να φάει μπουρεκάκι. Σιγά μη φάει, με λέει η θεία σου, αυτά μ' έλεγε τώρα η αδερφή μου, πολύ κακόφαγο παιδί είναι! Βγαίνω εγώ στο παράθυρο με το μπουρέκι στο χέρι, το κουνάω και σε λέω, έλα δω Αντρίκο μου, να διείς τι θα σε δώκω! Τρέχεις εσύ, το αρπάζεις και το τρως στο λεπτό! Χα χα χα! Τρία έφαες και δεν το πιστεύανε η μαμά κι η θεία σου! Με συμπαθάς, να διω κομμάτι το φαγητό κι έρχουμαι πάλι, ναι; Θα μείκεις να φάμε μαζί μέρα που 'ναι! Α! Σε παρακαλώ, μη με χαλάς την καρδιά καταμιάς που ειδωθήκαμε για!
Η συζήτηση συνεχίστηκε μεταξύ των αντρών, όσο η Γιωργίτσα ήταν στην κουζίνα. Η Ευθυμία, είχε καθαρίσει πατατούλες μικρές και ήδη ψηνόντουσαν ολόκληρες στο φούρνο με λάδι και λίγο βούτυρο, ρίγανη και σκόρδο. Η Άννα έστιβε λεμόνια, αφού είχε ψιλοκόψει λάχανο, μαρούλι, φρέσκα κρεμμυδάκια, άνηθο είχε τρίψει και δυο μεγάλα καρότα, έτοιμα όλα για τη σαλάτα.
- Μαμά, τα τυριά και τα σαλάμια τα κόψαμε, η γέμιση είναι έτοιμη, όσο εσύ θα κάνεις το ζυμάρι, τι άλλο να κάνουμε;
- Ίσαμε να πιούνε τον καφέ θα έρτει η ώρα για το τραπέζι, για ούζο πριν δεν το βλέπω... Ο Αντρέας μήτε το γλυκό του δεν έφαε ακόμα για! Μπρε πως έρχουνται τα πράματα, βουνό με βουνό μοναχά δε σμίγει! Πιάσε με Ευθυμία το αλεύρι απέ το βάζο, κοσκινισμένο το 'χω, έτοιμο. Άννα, σπάσε τα δυο αυγά και φέρτε με το γάλα, τη μαγιά, κομμάτι ζάχαρη και το λάδι, νεράκι χλιαρούτσικο έχει; Ζέστανε και κομμάτι βουτυράκι, δυο κουταλιές γιομάτες!
Έριξε στο μπολάκι λίγο νερό, τη μαγιά, τρεις κουταλιές αλεύρι και μισή κουταλιά ζάχαρη.
Στη μεγάλη λεκάνη του ζυμώματος, το αλεύρι με λίγο αλάτι, άνοιξε την αγκαλιά του για να δεχτεί τη φουσκωμένη μαγιά.
Δυο αυγά, μια κούπα γάλα, ένα ποτηράκι λάδι, το βούτυρο και ξεκίνησε αργά και προσεκτικά να ζυμώνει, ενώ η Ευθυμία έριχνε σιγά σιγά το χλιαρό νερό.
Όταν η ζύμη έγινε απαλή κι αφράτη, τη σκέπασε με δυο πετσέτες και την έβαλε κοντά στο φούρνο για ν' ανέβει.
Τα κομμένα σε πολύ μικρά και λεπτά κομματάκια τυριά, είχαν γίνει μια μάζα με το φρέσκο βούτυρο και το μοσχοκάρυδο.
Όταν η ζύμη ανέβηκε ως το χείλος της λεκάνης, την πάτησε, τη ζύμωσε ελαφρά και παίρνοντας μικρά κομμάτια τα έπλαθε στρογγυλά και τα γέμιζε με το μείγμα των τυριών. Χωρίς να τα σκεπάσει με το ζυμάρι εντελώς, τα έβαζε στο βουτυρωμένο ταψί κι η Άννα τα πέρασε με αυγό, χτυπημένο με λίγο γάλα.
- Πάτε να στρώσετε το τραπέζι εσείς, πιάστε κι απέ τη σερβάντα τα κιρμιζί ποτήρια, που πάνε με τα πιάτα. Του μουσαφίρη το σερβίτσιο θα βγάλετε, όχι το πολύ καλό, αυτό τα Χριστούγεννα! Α! και την ίδια καράφα για το κρασάκι. Μη γελάτε μπρε σεις, ξέρω εγώ τι κάμω για!
Μετρημένη σε όλα της η Γιωργίτσα, ακόμα και στα πιατικά! Δύο ειδών καλά σερβίτσια είχε, το ένα πανάκριβο, με χρυσή ρίγα που έστρωνε τις γιορτές και το άλλο με βυσσινί ανθάκια στο κέντρο, που χρησιμοποιούσε όταν είχαν καλεσμένους στο σπίτι.
- Σπασμένα πιατικά δεν έχουμε που τρώμε κάθε μέρα, μια χαρά είναι κι ωραία χρώματα έχουνε, αμά το μουσαφίρη πρέπει να τόνε τιμούμε πάντα! Η περιποίηση, είναι μεγάλο πράμα, να τα ξεύρετε αυτά άμα θ' ανοίξετε τα δικά σας νοικοκεριά!
- Ναι μαμά, δίκιο έχεις! Μήπως να πάρουμε και ξεχωριστά σερβίτσια για τον καθένα, να τον τιμάμε καλύτερα;
- Καλά, κοροϊδεύεται σεις τις ορμήνιες της μαμάς σας και να διω τι θα κάμετε για!
Το κατσικάκι ανοίχτηκε και τεμαχίστηκε προσεκτικά στη μακρόστενη πιατέλα, με τις ροδοψημένες πατατούλες γύρω του. Η σαλάτα χωρισμένη στα τρία, σχημάτιζε πολύχρωμο σαλίγκαρο. Στο κέντρο ήταν το καρότο, γύρω του το λάχανο και τελευταίο το μαρούλι. Τυριά, αλλαντικά, τα μοσχοβολιστά και ασυνήθιστα ζυμαρένια τυροπιτάκια, ψωμάκι ζεστό και κρασί κόκκινο που λαμποκοπούσε στην καράφα, στρώθηκαν στο τραπέζι.
- Ειλικρινά, δεν έχω ξαναφάει πιο νόστιμο φαγητό κυρία Γεωργία! Και η μητέρα μου μαγείρευε ωραία όσο ήταν στα πόδια της, εσείς όμως την ξεπερνάτε! Και στις κόρες σας βεβαίως αξίζουν συγχαρητήρια, μαζί τα ετοιμάσατε!
- Να 'σαι καλά Αντρέα, παιδάκι μου! Ό,τι θα τρώγαμε και μοναχοί μας τρως κι εσύ, δεν σε κάμαμε και τίποτις ιδιαίτερο! Λιγοστές οι μέρες που θα ψήνουμε κρέας, μπαίνουμε στη Σαρακοστή για τα Χριστούγεννα. Θα φκιάξω κι ωραία ντολμαδάκια γιαλαντζί, θα μας έρτεις ξανά να φάμε παρεούλα! Ό,τι σε χρειάζεται να με το λες παιδί μου, πως να βολευτείς άντρας μονάχος και να 'βρεις τη σειρά σου για; Με την πάστρα τι θα κάμεις; Πέντε χρόνια κλειστό το σπίτι, έχει δουλίτσες μπόλικες... Να πω τη φίλη μου, να σε στείλει μια γυναίκα που της κάμει τη λάτρα να σε συγυρίσει; Κι άμα θέλεις, να 'χω κι εγώ το νου μου, να την λέω τι να κάμει. Όταν σχωρέθηκε η θεία σου, σκεπάσαμε όλα της τα πράματα ίσαμε ν' ανοιχτεί ξανά το σπίτι.
- Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, δεν ξέρετε πόσο με βοηθάτε! Τα έπιπλα έτσι ωραία τυλιγμένα τα βρήκαμε, όταν ήρθαμε με την...
- Με ποια ήρτατε; Η μαμά σου είχε καταπέσει πριν φύγει η Αριστέα...
- Με την ξαδέρφη μου είχαμε έρθει, για πολύ λίγο όμως. Εργαζόμουν βλέπετε μακριά και δεν είχα καθόλου χρόνο...
Η έντονη μυρωδιά των μήλων που ψήνονταν, έκανε τη Γιωργίτσα να σηκωθεί απότομα και να τρέξει στην κουζίνα, διακόπτοντας τη συζήτηση.
- Αχού! Μια στιγμή ακόμα και θα με αρπάζανε τα μήλα! Άννα, έλα δω κόρη μου και καίγουμαι!
Τα μελωμένα ψητά μήλα, ταίριαζαν θαυμάσια μ' ένα ποτήρι κονιάκ. Απαλλαγμένα από κουκούτσια και κοτσάνια, είχαν γεμιστεί μ' ένα μείγμα ζάχαρης, κανέλας, σταφίδας και τριμμένων ξηρών καρπών. Ποικιλία από μικρές σοκολάτες, φρούτα ξηρά κι έτσι τέλειωσε το Κυριακάτικο γεύμα τους.
Η Άννα έφερνε πίσω το σταχτοδοχείο που είχε αδειάσει, τη στιγμή που ο Ανδρέας ετοιμαζόταν να φύγει. Έριξε με τρόπο τον αναπτήρα του στο πάτωμα κι έσκυψαν ταυτόχρονα να τον πιάσουν, ενώ το ανδρόγυνο γελούσε δυνατά όσο η Γιωργίτσα έτριβε ένα λεκέ στο πουκάμισο του Λεωνίδα.
- Αύριο θα σε περιμένω πίσω από το άγαλμα, στην πλατεία. Το βράδυ θα περάσω να σε δω πριν κοιμηθώ...
Ώρες στεκόταν η Άννα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, ενώ η Ευθυμία την περίμενε κουκουλωμένη στο κρεβάτι της και γκρίνιαζε.
- Ακόμα να 'ρθει; Τα λαιμά σου με είπες πριν ότι σε πονάνε, μη κι έχεις αρρωστήσει; Κλείσε το τζάμι που σε λέω!
Η Άννα, σχεδόν δεν άκουγε τη φωνή της αδερφής της. Με ξαναμμένο πρόσωπο είχε στυλώσει τα μάτια της στο δρόμο. Κάποια στιγμή, σήκωσε δειλά το χέρι σα να χαιρετούσε κι έπιασε μετά την καρδιά της.
- Ήρθε Ευθυμία, ήρθε! Αύριο λέμε ότι πάμε στα μαγαζιά και θα τον συναντήσω!
Δυνατός βήχας έπνιξε τα λόγια της.
- Καλά, συνάντησέ τον, κλείσε όμως το παράθυρο και ξεπαγιάσαμε! Έτσι που βήχεις, λέξη δε θα μπορέσεις να τον πεις!