.

.
.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Η Σερπετή

 


Το κουδούνι που χτύπησε προανήγγειλε την άφιξη της Ανθούλας. 

Τα φαγητά που περίσσεψαν από το γάμο ήταν αρκετά κι είχαν μοιραστεί, έτσι καμία νοικοκυρά δε θα έστηνε τσουκάλι την επόμενη μέρα. Η Ευρύκλεια θα έτρωγε στους συμπεθέρους, θα είχε και μπόλικα να περάσει με το γιο της.
Η Σουλτάνα είχε καλέσει και την αδερφή της να φάει και να πιει, να πάρει κάτι και στο σπίτι της.
- Καλώς τη, έλα κι ήρτες πάνου στην ώρα!
- Για τον καφέ με λες;
- Θα σε ψήσω κι εσένα, αμά για άλλο σε το είπα. 
Το τσιγάρο έκαιγε στο τασάκι κι η Ανθούλα το πήρε για να μη πάει χαμένο.
- Τι γένεται λοιπόν, τι με είπε η αδερφή μου;
Η Μαρίκα χαμογέλασε δειλά, μη ξέροντας τι να υποθέσει.
Η Σουλτάνα εμφανίστηκε με τον αχνιστό, βαρύ γλυκό καφέ στο δίσκο, που συνόδευε ένα ποτήρι νερό και γλυκό καρυδάκι. Κάθισε στην άκρη της πολυθρόνας αφήνοντας τη βαθιά, αναπαυτική θέση, κάτι που έκανε μόνο όταν ήταν νευριασμένη, αγχωμένη ή είχε κάτι σοβαρό να πει.
- Άνθω, μόλις ετοιμαζόμουνα να πω τη συμπεθέρα για τότες... Με τη σερπετή* που γίνηκε το κακό... 
- Μαγκώθηκε η Ανθούλα και κούνησε το κεφάλι της αριστερά και δεξιά κάμποσες φορές.
- Άστα... Έτσι κακό μήτε οι οχτροί μας μη πάθουνε... 
Άλλο τσιγάρο άναψε η Σουλτάνα με χέρι που έτρεμε λίγο κι άρχισε να ταξιδεύει πίσω στο χρόνο... 
- Ητανάνε κοντά στο μαχαλά μας μια φαμίλια πολύ καλή, τοις ξεύραμε απ' όταν ζούσε η μαμά μας, έκαμαν πολύ παρέα.  Είχε μια κόρη και τρεις γιοι η γυναίκα, παίζαμε όσο προλάβαμε παιδάκια... Η κόρη της, πιο μεγάλη λίγο από μένα, παντρεύτηκε πιο μπροστά κι έκαμε κι αυτή παιδιά, ένα γιο πρώτα και μετά ένα κοριτσάκι. Μα τι κοριτσάκι ητανάνε αυτό, στον κόσμο ούλο δεν υπήρχε! Γλήγορη, ξύπνια, ζωηρή, πρώτη στα θελήματα, πουλιά στον αέρα έπιανε που λένε! Σερπετή τη φωνάζανε από μικρή κι έτσι την έμεικε. Έμπαινε, έβγαινε, το δεξί χέρι της μαμάς και της γιαγιάς της. Κι από καλοσύνη πια, τι να σε πω! Με το γέλιο στον στόμα και το σέβας πάντα! Οι τσεπούλες της γιομάτες καραμέλες και σοκολατίτσες ητανάνε, που έδινε στον αδερφό της τις μισές και τις άλλες τις έτρωγε με τα άλλα τα παιδάκια, έτσι πλάσμα! Επειδής ούλοι την ήξευραν που μπαινόβγαινε στα σπίτια, πότε για να παίξει και πότε για να στείλει η μια στην άλλη κάτι, ένα γλυκό να πούμε, κάτι κουσελιάρες* την καλοπιάνανε για να την πάρουνε λόγια αμά αυτό έτσι καλά ορμηνεμένο δεν έβγαζε κιχ! 
Η Ανθούλα έβαλε τα γέλια.
- Μια φορά την είπε μια να πάει να τη δώκει κάτι παπούτσια για τον τσαγκάρη, να την αλλάξει τα τακούνια. Την κέρασε και σύκο με καρύδι και την αρώτηξε για τη γειτόνισσα πιο πέρα που μάλωσε με τον άντρα της, όσο η μικρή έπαιζε με το παιδάκι τους. Σε λέει να τη γλυκάνω πρώτα και θα μάθω. Κι αυτό όμως, το έφαγε, ήπιε και νερό, τη λέει που δεν ξεύρω τι κάμουνε τα ξένα σπίτια γιατί ούτε η μαμά, ούτε η γιαγιά μου ρωτάνε και γένηκε καπνός! Δεν πήρε μήτε τα παπούτσια της στον τσαγκάρη, ακούς εσύ; Χα χα χα! Το τζιέρι μου, καλή της ώρα να 'ναι...
- Αχ! Συμπεθέρα μου, πώς το γλιτώσαμε το κορίτσι να 'ξερες... 
Η Σερπετή μεγάλωνε και γινόταν όλο και πιο όμορφη. Το προσωπάκι της ολοστρόγγυλο, με μεγάλα μαύρα μάτια, χείλη σαρκώδη και μπουκλίτσες που έπεφταν βαριές στους ώμους της. Φορούσε κορδέλα φαρδιά και φουστανάκια πολύχρωμα. Αγαπούσε το σχολείο κι ήθελε να προχωρήσει αλλά τα τότε ήθη δεν επέτρεπαν τα πολλά γράμματα στα κορίτσια. Κατάφερε να τελειώσει όλες τις τάξεις του Δημοτικού, αντίθετα από τα άλλα παιδιά, μόνο και μόνο επειδή επέμεναν οι δάσκαλοι που την υπεραγαπούσαν. Μετά την έστειλαν να μάθει μοδιστρική για να γίνει καλή νοικοκυρά και άξια.
- Και στη Φωτεινή, την αδερφή μας πάγαινε, να μάθει το κέντημα στα ρούχα. Την έστελνε και σε δουλειές όξω, ο,τι τη χρειαζούτανε, μα κλωστές, μα νταντέλες, ούλα τα σχετικά να πούμε... 
Έτσι περνούσαν τα χρόνια, μέχρι που έφτασε στα δεκαπέντε της και την έβαλε στο μάτι ένας υφασματέμπορος. 
- Ο Αράπης, έτσι τόνε λέγανε. Άμα ήθελες να ψουνίσεις ύφασμα καλό, στου Αράπη άκουγες. Είχε μια ονομασία ξενική το μαγαζί του, κομματάκι δύσκολη ητανάνε, αμά δεν έδινε σημασία κανένας. Δίπλα του ένας συγγενής είχε σαράφικο, ωραία και καλά μαλαματικά πούλαγε. Ακούω που λες ένα μεσημεράκι τη φωνή της απ' το δρόμο.
- Κόνα Σουλτάναααα!
- Μπρε καλώς το κορίτσι μου!
- Να σε διω μια στιγμή θέλω, έχεις δουλειά;
- Έλα γιαβρί μου, έλα και πες με τι θέλεις!
Κάθισαν στο μπαλκονάκι πριν το πιάσει ο ήλιος, της έβγαλε και μια κρύα λεμονάδα κι έπιασαν την κουβέντα.
Της μίλησε για τον Αράπη. Οι δουλειές του πήγαιναν πολύ καλά κι ήθελε μια κοπέλα στο μαγαζί που να έχει γνώσεις ραπτικής για να εξυπηρετεί καλύτερα τις πελάτισσες. Την έβλεπε έξυπνη, τίμια και προκομμένη, θα έπιανε εκεί δουλειά με καλούς παράδες, να έσιαχνε και πιο γρήγορα την προίκα της, αφού ήταν σχεδόν της παντρειάς πια. 
- Οι γονείς σου τι είπανε;
- Να σε πω, χαρήκανε βέβαια και τους ήρτε ξαφνικό, γιατί δε με είχανε πει να πάω σε δουλειά, μικρή είμαι λέγανε. Η μαμά μου όμως είπε ότι στάθηκα τυχερή που με ζητήξανε από τώρα και δεν έφτασε ο καιρός που θα γύρευα. Και να έρτω σε σένα, να με πεις κι εσύ τη γνώμη σου!
Η Σουλτάνα σηκώθηκε κι άφησε το παχουλό κορμί της να στηριχτεί με την πλάτη στο κάγκελο.
- Να σε πω τζιέρι μου, καλά το σκέφτηκε η μαμά σου βέβαια, αμά ένα πράμα σκέφτουμαι... Ο Αράπης δε θα φέρνει πια τη γυναίκα του στο μαγαζί; Οξών κι αν δεν προλαβαίνει τις πελάτισσες και θέλει άλλα δυο χέρια. Γιατί επειδή είσαι μικρό, μη μηνήσκεις μ' έναν άντρα στο μαγαζί μόνη σου...
- Γιατί καλέ, τι θα με κάνει; Ούλη τη μέρα μπαίνουνε και βγαίνουνε πολλοί αθρώποι, ωραίες κυράδες όπως ελόγου σου, τη γυναίκα του την ξεύρουνε ούλοι που βαστάει το μπεζαχτά, μεγάλη τύχη με βρήκε που θα βγάζω και τόσοι παράδες! 
- Πόσοι θα σε δίνει, σε είπε; 
- Όχι, αλλά θα είναι καλοί! 
- Τι να σε πω παιδάκι μου, πας με τοις γονείς σου και βλέπετε...  
Μέχρι να το αποφασίσουν, μεγάλο κακό βρήκε την οικογένεια.
- Ο μπαμπάς της ο καημένος έπαθε εγκεφαλικό κι έμεικε στο νοσοκομείο πολύ καιρό, χωρίς να σηκώνεται, χωρίς να κουνάει χέρια και πόδια... Με το κουταλάκι τον δίνανε ακόμα και το νερό, έπαθε κι ο μυαλός του και μήτε γυναίκα, μήτε παιδιά καταλάβαινε...  Νέος άθρωπος, δουλευτής, νοικοκύρης... Απέ τη μια στιγμή στην άλλη έχασε υγεία και δουλειά βέβαια... Χωρίς άλλοι πόροι, αφού τελέψανε όσοι παράδες είχανε, αναγκαστήκανε να βγούνε τα παιδιά στο μεροκάματο. Έτσι το κοριτσάκι χωρίς δεύτερες σκέψεις, έπιασε δουλειά στον τρισκατάρατο...  

Ο Αράπης ήταν ένας μεγαλόσωμος μουστακαλής άντρας, με μικρά στενά μάτια και χρυσά δόντια. 
Κανείς δεν ήξερε από πού κράταγε η σκούφια του, αν ήταν Έλληνας ή Τούρκος, μίλαγε και τις δύο γλώσσες με μεγάλη άνεση. Με τη γυναίκα του, μια συμπαθητική κυρία, δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Είχε καταφέρει να επιβληθεί στην αγορά, ανοίγοντας ένα μεγάλο μαγαζί και φέρνοντας υφάσματα που ανταγωνίζονταν  ακόμα και τις πιο ισχυρές επιχειρήσεις. Γαλαντόμος με τις πελάτισσες, είχε πάντα κεράσματα δίπλα στο ταμείο, από λουκούμια μέχρι μικρά σιροπιαστά μπακλαβαδάκια τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο και ένα σαμοβάρι με τσάι.  Αν οι κυρίες συνοδεύονταν, υπήρχαν έξω δυο τραπεζάκια με σκαμπό για τους άντρες που ο καφετζής από απέναντι έσπευδε να τους φέρει καφέ, κερασμένο πάντα από τον Αράπη. Ο χρυσοχόος από δίπλα συνήθως έβγαινε και τους έπιανε την κουβέντα, έτσι οι γυναίκες μπορούσαν να διαλέγουν με την άνεσή τους, όση ώρα ήθελαν, χωρίς το άγχος και τη γκρίνια των ανδρών τους. Έβγαινε κι ο άλλος κερδισμένος βέβαια, που τους διπλάρωνε προκειμένου να πουλήσει κάνα κόσμημα, επιμένοντας πάντα ότι οι σωστοί σύζυγοι οφείλουν να στολίζουν με χρυσά τις συμβίες τους για να έχουν την καλύτερη φήμη. Συνήθως έπιανε το κόλπο, κυρίως όταν εκείνες αγόραζαν υφάσματα ακριβά, χωρίς πολλά παζάρια, κάτι που σημαίνει ότι οι τσέπες τους ήταν φουσκωμένοι από παράδες. 
Η Σερπετή μπήκε δειλά και καλημέρισε το ζευγάρι. Ο Αράπης που είχε ήδη ενημερώσει τη γυναίκα του ότι θα προσλάμβανε μια κοπελίτσα, έκανε τις συστάσεις.  
- Άργησες να έρθεις και θα έψαχνα για άλλη!
- Με συχωράτε, αμά αρρώστησε πολύ ο μπαμπάς μου και δε μπορούσα να έρτω νωρίτερα...  
Η γυναίκα του κοίταξε με συμπάθεια τη μικρούλα. 
- Τι έπαθε παιδί μου ο μπαμπάς σου;
- Κάτι στο κεφάλι του κι είναι στο νοσοκομείο... Δεν κουνάει τίποτα κι ούλο κοιμάται... Θα τον περάσει είπανε οι γιατροί και θα έρτει πάλι στο σπίτι μας.
Το ανδρόγυνο αλληλοκοιτάχτηκε με νόημα. Είχαν καταλάβει από τα συμπτώματα περίπου αλλά δεν έδωσαν συνέχεια. Της πρόσφεραν ζεστό τσάι με λουκουμάκι και της έδειξαν τα κατατόπια.  Οι γνώσεις της όσον αφορούσε τα υφάσματα κι η ορθογραφημένη διεύθυνση που σημείωσε, άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις.
Έτσι ξεκίνησε η πρώτη μέρα στη δουλειά. Με χαμόγελα ευχαρίστησης από τα αφεντικά και κάποιες ξένοιαστες ώρες για τη μικρή που με το αλισβερίσι ξεχνούσε τη δραματική οικογενειακή της κατάσταση. 

                                                          


Είχαν περάσει δύο μήνες και οι αποδοχές της ήταν πολύ καλές. 
Έπαιρνε κάθε εβδομάδα τα λεφτουδάκια της, είχε και τα τυχερά της. Πότε ρετάλια, πότε κάνα κομμάτι που περίσσεψε από τις μοδίστρες, έπρεπε να είναι κι ευπρεπώς ντυμένη, να διαφημίζει και το μαγαζί. Η γιαγιά μέσα στον πόνο της  έραβε στα φουστανάκια μανσέτες, γιακάδες, ζώνες. Εν τω μεταξύ ο πατέρας έδειχνε να καλυτερεύει κι οι γιατροί συγκρατημένα αισιόδοξοι πίστευαν ότι θα συνέλθει αισθητά. Με τον καιρό επανερχόταν η λογική του κι αργότερα στάθηκε στα πόδια του με πατερίτσες και βοήθεια βέβαια, ώσπου η πολυπόθητη επιστροφή που έταζε η μάνα στα παιδιά για να μαλακώσει την ψυχούλα τους έγινε πραγματικότητα. 
Συνεχίστηκε η δυσκολία όλων τους, του έκαναν μασάζ ώρες ατελείωτες κι αναγκάστηκε να βγει στη δουλειά κι η μάνα. Ξενόπλενε, καθάριζε σπίτια, χίλια κομμάτια γυρνούσε στο σπίτι και φρόντιζε τον άντρα της. Στεναχωριόταν πολύ εκείνος που αναγκάστηκε η γυναίκα του να βγει στη βιοπάλη για να μην πεινάσουν. Ζούσαν απλά και νοικοκυρεμένα, χωρίς ουσιαστικές στερήσεις και κινδύνευαν να χάσουν την αξιοπρέπειά τους και να βγουν στη ζητιανιά γιατί αχρηστεύτηκε ο στύλος του σπιτιού. Με χίλια βάσανα προσπαθούσε η γυναίκα να του αλλάξει γνώμη και να τον πείσει ότι όλα ήταν περαστικά. Οι δυσκολίες δεν έλεγαν να ξεπεραστούν, έπεφτε το ηθικό του και δεν έπρεπε να επιβαρύνεται η τόσο κλονισμένη του υγεία. 
Η κόρη τους, έδινε γελαστή κι ευχαριστημένη τους μισθούς της στα χέρια της μαμάς της κι εισέπραττε άπειρες ευχές, το ίδιο κι ο γιος. Καθόταν η μικρή και τους εξιστορούσε για τις εύπορες κυράδες και τις παραξενιές τους, τις πιο απλές που δεν μαρτυρούσαν στους άντρες τους πόσο κοστίζει αυτό που πήραν κι ήταν όπως πάντα η χαρά του σπιτιού! Γελούσαν κι εκείνοι και ξεχνούσαν τα βάσανά τους. 
Ο Αράπης κοίταζε την καινούργια παραγγελία και τα μάτια του άστραφταν.
Βελούδα παχιά, ακριβά, μετάξια απαλά, αέρινα, τυλιγμένα σε τόπια και προσεκτικά τοποθετημένα στους πάγκους, θα έπαιρναν την καλύτερη θέση στη βιτρίνα. Αυτά ήταν για τις πλούσιες πελάτισσες που πλήρωναν ακριβά το κάθε μέτρο. Τα τούλια κι οι δαντέλες για νυφικά και βραδινές τουαλέτες με φουρό ήταν το όνειρο κάθε γυναίκας. Το πονηρό του μυαλό όμως, τα σκεφτόταν στο κορμάκι της Σερπετής...  
Παρήγγειλε ούζο με μεζέδες μπόλικους αφού δε θα πήγαινε για φαγητό στο σπίτι και κάθισε στο τραπεζάκι έξω. Καταμεσήμερο ήταν και τα μαγαζιά είχαν κλείσει. Ως το απόγευμα που θα άνοιγαν ξανά, είχε δυο ώρες να λιαστεί στην ησυχία του δρόμου και να σκεφτεί πώς θα ρίξει στην αγκαλιά του τη μικρούλα. 

Έφαγε με όρεξη τις χυλωμένες φακές, ψωμί, ελιές και ντομάτα η Σερπετή κι αφού έκανε ξανά το σταυρό της άρχισε να μαζεύει το τραπέζι. Έπλυνε γρήγορα πιάτα, κουτάλια και ποτήρια, ετοίμασε και το καφεδάκι του μπαμπά της που το απολάμβανε πάντα μετά το φαγητό.
- Μπαμπά μου, κομμάτι να σιαχτώ και να φύγω. Ήρτανε καινούργια πράματα κι έχει να γίνει... Ούλες θα τρέξουνε σε λίγο, ποια θα προλάβει να ψουνίσει πρώτη! Χα χα χα! 
- Να πας στο καλό παιδάκι μου! Είναι κι η γιαγιά σας εδώ, θα έρτει κι ο αδερφός σου σε καμιά ώρα, έγνοια μην έχεις! 
Η σκέψη της γυναίκας του που θα γύριζε κατάκοπη το βράδυ, έκανε την καρδιά του κομμάτια. Παρακαλούσε να γιατρευτεί τόσο, όσο θα μπορούσε να πιάσει πάλι δουλειά και να βρει ξανά η φαμίλια του το ρυθμό της. Τα παιδιά ας συνέχιζαν να εργάζονται, το αγόρι καλό ήταν να μαθαίνει τέχνη και το κορίτσι έδειχνε πολύ ευχαριστημένο δείχνοντας υφάσματα στο καλύτερο μαγαζί αλλά η μάνα τους έπρεπε να να σταματήσει...  

Ο Αράπης κοίταζε τη γυναίκα του αφηρημένα που είχε σπεύσει να βοηθήσει με το νέο εμπόρευμα. 
Νοικοκυρεμένη και σεμνή, ντυνόταν με ταγέρ κι ωραίες μπλούζες, πουκάμισα και χαμηλοτάκουνα παπούτσια. Πήγαινε ανελλιπώς στην εκκλησία και συμμετείχε πάντα σε κάθε είδους φιλανθρωπία με όλη της την καρδιά. Μαράζι είχε που δεν κατάφερε να γίνει μάνα κι έκλαιγε κρυφά από τον άντρα της όλα της τα χρόνια. Είχε τρέξει σε όλους τους γιατρούς, όμως πρόβλημα γυναικολογικό δεν της βρήκε κανείς. Όσες φορές προσπάθησε να του το συζητήσει εκείνος της το ξέκοβε και δεν δεχόταν πολλές κουβέντες.
- Άμα είναι να έρθει, θα έρθει! Τι τραβιέσαι όλη την ώρα από γιατρό σε γιατρό, άσε με πια...  Άμε να διαλέξεις κάνα ωραίο βραχιόλι μαλαματένιο χοντρό να σε πάρω, να σε ζουλεύουν ούλες! 
- Έχω βραχιόλια, δε θέλω άλλα...
- Μπρε, πρώτη φορά βλέπω γυναίκα να τη λες πάρε και να σε λέγει δε θέλω! Άιντε, θα σε φέρω εγώ το καλύτερο, να διεις τι άντρα έχεις!  
Έτσι αντιδρούσε πάντα και το συρτάρι της ήταν γεμάτο κοσμήματα. Της έκανε δώρα πολλά τακτικά και καμάρωνε για την καλή του φήμη ότι ήταν καλογυναικάς και κιμπάρης σύζυγος. 

Λίγο πριν ανοίξει το μαγαζί, τα μεγάλα τόπια είχαν τοποθετηθεί στα ράφια και ερχόμενη η μικρή κοπέλα θα έκοβαν υφάσματα για τη βιτρίνα. Αυτή τη δουλειά θα την έκαναν το βράδυ, έτσι ώστε με το άνοιγμα της επόμενης μέρας να ήταν όλα έτοιμα. Προνοητική η γυναίκα του, είχε φέρει μια πιατέλα κοτόπουλο με σαλάτα για να δειπνήσουν εκεί, αφού δεν προβλεπόταν να τελειώσουν πριν τα μεσάνυχτα.
Οι εύπορες κυρίες που παραμόνευαν άρχισαν να καταφθάνουν χαρούμενες, αδημονώντας να δουν και να ψωνίσουν. Από του Αράπη θα έτρεχαν στις καλύτερες μοδίστρες να τους δείξουν σχέδια για φορέματα και παλτό. Θα είχε αρκετή δουλειά κι η Φωτεινή, αφού θα τους κεντούσε πάνω στα βελούδα και τα μετάξια. Αν πεις πια για τις μέλλουσες νύφες, εκεί θα ξημεροβραδιαζόταν με το βελόνι στο τούλι αλλά χαλάλι, θα έβγαζε αρκετούς παράδες.
Η Σερπετή γελαστή και πρόσχαρη εξυπηρετούσε κι η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι. Είχε μεγάλο ταλέντο στις πωλήσεις, κολάκευε και τις πελάτισσες, κομψές και παχιές, έτσι που τις κατάφερνε να αγοράζουν επιπλέον υφάσματα χωρίς να το καταλάβουν σχεδόν. 
- Με τέτοιο κορμί που έχετε μαντάμ, υπάρχει πράμα που να μη σας παγαίνει;
Διείτε πόσο ωραία πέφτει πάνω σας, που είναι και βαρύ ύφασμα εδώ που τα λέμε! Αυτό είναι για λίγες σαν ελόγου σας που τους παγαίνουν ούλα! Και να σας πω, μιας που θα ράψετε ταγέρ, να πάρετε κι από το μεταξωτό το απαλό και στα τρία χρώματα, να σας σιάξουν μπλούζες με φιόγκους και φραμπαλάδες να τα αλλάζετε! Α! Να σας δείξω και για πιο καλά φορέματα τι έχουμε, άμα χρειαστείτε. Στο Παρίσι τα έχουν στα καλύτερα μαγαζιά κι επειδή το αφεντικό μου έχει κάτι φίλοι εκεί, είπε και τον στείλανε λίγα μέτρα. Είναι κομμάτι πιο ακριβά αλλά όπου και να ψάξετε δε θα τα βρείτε, εκτός κι άμα πάτε εκεί ταξίδι! Πώς και πώς τα περίμεναν να έρτουν, γιατί να πάρουν οι άλλες κι όχι εσείς που είστε η πιο ωραία απ' ούλες; Άμα σας σιάξουν κι ένα τσαντάκι ίδιο, άλλη καμία δε θα είναι σαν εσάς. Η κυρία Φωτεινή αν έχετε ακουστά, είναι η καλύτερη κεντήστρα, με χάντρες θα σαν το στολίσει! 
- Ωραία με ακούγονται έτσι που με τα λες... Θα τα πάρω θαρρώ...
- Να τα πάρετε ούλα και θα θα διείτε που έχω δίκιο! Κι άμα τα ράψετε και τα βάλετε, μη ξεχάσετε το φυλαχτό σας γιατί το μάτι δε θα το γλυτώσετε! 
Μια εύσωμη κυρία είχε σειρά να εξυπηρετηθεί.
- Σιγά καλέ που δε θα σας παγαίνει και θα σας δείχνει πιο παχιά! Έτσι είναι οι παχιές γυναίκες, πού να διείτε τι βλέπουμε κάθε μέρα! Πολύ ωραία είσαστε, σωστή αρχόντισσα! Θα το σιάξετε το μπλε φόρεμα και να, όχι για να σας φύγει μόνο η ιδέα, αμά κι επειδή του πάει πάρα πολύ, να ράψετε για απέ πάνω μια ωραία μπέρτα με αυτή τη νταντέλα και θα είστε σαν την κούκλα! Γαλλική είναι, διείτε σκέδιο να λωλαθείτε! 
Κατέβαζε ο Αράπης από τα ράφια και δειγμάτιζε η κοπέλα. Ο μπεζαχτάς γέμιζε παράδες κι είχαν να το λένε για την αξιοσύνη της. 





Σερπετή - Σβέλτη, ζωηρή 

Κουσελιάρες - Κουτσομπόλες (Κουσέλι - Κουτσομπολιό)

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Ο Γάμος



- Για πότε τση κόπηκε ο αέρας όμως, ε;
- Χα χα χα! Μας είδε oύλους εδώ και σε λέει πού να τα βγάλω πέρα; Κι άμα την άρχεψα με το γιο της που δεν κάμει για τη Θοδωρούλα, είδατε πώς γίνηκε; Ήξευρα πού να τη χτυπήσω μπρε! 
- Μα και το άλλο, να τσ΄ειπείς που δεν ηξεύρουμε άμα τόνε θέλει η κόρη μου; Πώς και σ' ήρτε καλέ Σουλτάνα; 
- Πάει μαζί με το άλλο, ότι την πέφτει λίγος! Χα χα χα! 
- Με λωλάνατε την έρμη! Μια την ήκλεψε, μια ο γαμπρός τση κουνιάδας μου τσ' ήχωσε στ' αυτοκίνητο, μια υπήγαν στο σπίτι τως... Οπίσω αφ' τσι πλάτες μου πότε τα κανονίσατε; Ούλοι στο κόλπο κι εγώ να μην έχω χαμπάρι...
- Μα θα μας σταμάταγες Ευρύκλεια, γι αυτό δε σε μιλήσαμε. 
- Αυτό θα ήκαμα βέβαια!
- Το λέγεις και μόνη σου! Σους τώρα κι άμε φέρε κομματάκι νερό να χαρείς, που στέγνωσα. 
- Αμέσως! 
- Άλλα τόσα να έλεγε ο στόμας μου και δε θα έμενε μήτε σάλιο... Σάματις αργήσανε, για με φαίνεται συμπεθέρα;
- Ε, θα τσ' ηλέγει τα νέα... 
- Μπράβο Ευρυκλάκι μου! Άιντε στην υγειά των παιδιών και γλήγορα τα στέφανα! 
- Αμήν! Πολύ σας ευχαριστώ για ούλα, δεν έχω λόγια πια... 
Η κομπανία έφτασε κι ο Ιάκωβος τραβολογούσε το χέρι της Θοδωρούλας για να τους δείξει το χρυσό δαχτυλίδι. 
- Ορίστε, επίσημα πράγματα! Τα παιδιά είναι πλέον αρραβωνιασμένα!
Τους φίλησαν με τη σειρά και το σπίτι γέμισε ευχές και γέλια. 
- Οι γονείς μου;
- Φύγανε αγόρι μου, καταλαβαίνεις... 
- Ναι, βέβαια, απλά περίμενα να τους βρω εδώ και...
- Ίσαμε να το χωνέψουνε και να τα μιλήσουνε, θέλει κάμποσο. Φαντάσου ότι ήρταν να τα χαλάσουνε ούλα, η μαμά σου δηλαδή γιατί ο μπαμπάς σου δεν είχε πρόβλημα και γυρίσανε τα πάνω κάτω. 
- Ναι, μου τα είπε ο γιος σας.
- Όλα τους τα είπα μαμά, όλα! Γελάσαμε τόσο που η κυρά-Νικούλα παραλίγο να κατουρηθεί, ίσα που πρόλαβε! 
- Καλά...
- Σου θυμίζει κάτι αυτό; 
- Σους! 
- Έλα, πες μου!
- Σους είπα! 
Ο Ιάκωβος με τις γυναίκες και το Χαρίση έπεσαν κάτω από τα γέλια κι ο Μίλτος κοιτούσε απορημένος. 
- Τίποτα, κάτι δικά τους απ' την Πόλη λένε. είπε δειλά η Θοδωρούλα προσπαθώντας να κρύψει τα γέλια που δεν σταμάταγαν. 
- Καλά, εσείς ξέρετε. Τι να κάνω τώρα, να πάω στο σπίτι που δε θέλω;
- Να πας παιδάκι μου, μην ειπούνε οι γονιοί σου ότι σε βαστήξαμε εδώ, σώγαμπρο... Πέστε τα ήσυχα κι ο,τι σε ορμήνεψε ο Ιάκωβος. Το "ναι" δεν το είπανε, έτσι έμεικε το πράμα... 
- Θα πρέπει να έρθετε επίσημα να τη ζητήσετε όπως πρέπει. Δε μου λες, κουμπάρο έχετε ή να ετοιμάζομαι, αν με θέλετε φυσικά; 
- Αυτό δεν το σκεφτήκαμε καθόλου. Σε θέλουμε πολύ, ε Θοδωρούλα;
- Αλίμονο, καλύτερο δε θα βρίσκαμε! Ευχαριστούμε για όλα! 
Χειροκρότησαν όλοι κι ήπιαν στην υγειά των μελλονύμφων και του λεβέντη κουμπάρου.
Η Σουλτάνα τους έκλεισε το μάτι.
- Αυτό κι αν μας ήρτε κουτί! 

Ο Μίλτος ήπιε τον πρωινό του καφέ προσπαθώντας να ξυπνήσει καλά για να πάει στη δουλειά του.
Μέχρι τις τέσσερις συζητούσαν οι τρεις τους και για πρώτη φορά η μάνα του ανέφερε το όνομά της χωρίς να την αποκαλεί με τα γνωστά, κοσμητικά επίθετα που συνήθιζε. Όταν της είπε για την πρόταση του Ιάκωβου, το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά. 
- Άμα σας παντρέψει κιόλας, πιο πολύ θα σε προσέξει, πλούσιο θα σε κάνει και θα σε δείχνουν όλοι!
- Βρε γυναίκα, περίμενες τέτοια μεγαλεία για το γιο μας; Πολιτικός Μηχανικός ο κουμπάρος μας! Μορφωμένος, εύπορος, ωραίος άθρωπος! Θα σκάσουν όλοι απ' τη ζήλια τους άμα τα μάθουνε! Μπράβο παιδί μου, με το καλό!
- Ευχαριστώ. Τώρα τι πρέπει να κάνουμε;
- Θα πάμε στο σπίτι τους να τη ζητήσουμε επίσημα. Θα την ασημώσουμε και θα ετοιμαστούμε σιγά σιγά. 
- Εγώ ήθελα να τελειώνουμε γρήγορα, αλλά ο αδερφός της όμως θα φύγει για να...
- Μας τα είπε ο κουμπάρος, να της φέρει κι άλλα προικιά λέει. Σπιτάκι μπορεί να μην έχουνε αλλά η μαμά της έχει το μπαούλο φορτωμένο, τα μάθαμε από τη θεία σου που άκουσε την Αστερόπη. Και να μη της φέρει άλλα κανένα πρόβλημα, αλλά θα θέλουνε να φτιαχτούνε για το γάμο, νοικοκυρεμένη οικογένεια είναι. Και να ντυθούνε και να της πάρουνε κάνα επιπλάκι... Η κρεβατοκάμαρα είναι δικιά μας, του γαμπρού. Δείτε το σπίτι και να βοηθήσουμε σε ο,τι χρειάζεται, τα είπαμε με τη μαμά σου. 
- Ναι μπαμπά, αυτό σκεφτόμουν κι εγώ. 
Η μάνα με γυρισμένη την πλάτη στράβωσε τα μούτρα αλλά δεν είπε τίποτα. Ποια πεθερά δεν ήθελε νύφη με σπίτι προίκα άλλωστε; 
Περίμενε με φοβερή ανυπομονησία την αδερφή της, να της πει τα γεγονότα, να βγάλει το άχτι της. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα κι ένιωθε σα να ήταν παγιδευμένη. 
<<Πώς καταπίνεται όλο αυτό; Απ τη μια θέλω να του σπάσω το κεφάλι για τις παλαβομάρες που έκανε και γίναμε ρεζίλι κι απ' την άλλη ανοίγει η τύχη του με τον κουμπάρο... Μήπως τελικά ήταν για καλό του, αλλιώς πώς θα κάναμε τέτοια γνωριμία, να φτιάξει το μέλλον του; Βρε μπας κι έκανα λάθος;>> 

- Θα με τρελάνεις βρε αδερφή, πότε έγιναν όλα αυτά;  
- Εμείς καφέ πίναμε κι ο ανιψιός σου τα κανόνιζε! Τα μούτρα μας δεν ξέρουμε πού να κρύψουμε, να καλέσει όλο τον κόσμο στο γάμο του προκαταβολικά και να εύχονται στον άντρα μου που δεν είχε ιδέα; Κι από πάνω να πει ότι δεν τόνε δέχεται για γαμπρό η Ευρύκλεια κι εγώ εκείνη για νύφη;
- Δίκιο έχετε βέβαια, αλλά είχε απελπιστεί κι αυτός... Σου λέει θα την πάρω θέλετε δε θέλετε...
- Θηλιά! Ας μην έλεγε τίποτα σε κανένα, ανάγκη ήτανε; 
- Αυτό τώρα πάει, πέρασε! Πες μου πώς τα είδες από κοντά!
- Να σου πω την αμαρτία μου, δεν είναι όπως τα φανταζόμουν... Πήγα έτσι όπως σου είπα κι ήμουν έτοιμη να γκρεμίσω το σπίτι τους μ' αυτές μαζί! Μούνταρα τη μάνα  στις κουβέντες κι είχα κι όλα τα δίκια αλλά η Ευρύκλεια μίλησε με μεγάλη αξιοπρέπεια, άσε που είδα και τους άλλους κι ένιωσα άσχημα. Τι άνθρωποι, τι χαρακτήρες, πάρα πολύ ανώτεροι! Άμα τις άκουγα να λένε ότι δεν της κάνει το παιδί μου, τι να σου πω, να φάω σίδερα! 
- Βρε δεν ήθελαν να πουν αυτό απ' ο,τι κατάλαβα, που δεν την ήθελες κι αυτά... 
- Και για τη δουλειά του σου είπα, ότι και καλά θα κυνηγάει με το τουφέκι κάνα μερεμέτι! 
- Είδες όμως τελικά τύχη που είχε; Δεν την ήθελες και την ξόρκιζες κι εδώ ανοίγεται δρόμος που ούτε στα όνειρά σας... 
- Η αλήθεια το σκέφτομαι πολύ αυτό κι όταν μαζεύτηκε πια και μου είπε ότι ο Ιάκωβος ζήτησε να τους παντρέψει, χάρηκα πολύ.
- Μωρέ τούμπες να κάνεις! Αν δεν ήτανε ο γιος σου σ' άλλον θα άνοιγε η τύχη! Να η Θοδωρούλα τέτοια κουμπαριά, κανείς δεν το περίμενε!  
Όσο τ' άκουγε η μάνα η ιδέα της καλάρεσε ακόμα πιο πολύ.
- Ποιος θα τ' ακούσει και δε θα μείνει με το στόμα ανοιχτό; Μπράβο, με το καλό! Κι εσείς ο,τι μπορείτε να κάνετε, αμαρτία είναι...
- Ε! Θα δούμε το σπίτι πρώτα για να πάρουμε την κρεβατοκάμαρα όπως είναι το πρέπον, ο γαμπρός σου ξεσηκώθηκε και θα του δώσει τα λεφτά που είχαμε στην άκρη για το μαγαζί κι ας πορευτούνε.
- Έλα τώρα κι εσύ που θα κάνεις τσιγκουνιές! Ένα παιδί το έχεις και τόνε περιμένει τέτοια ζωή, να σταθείτε και με το παραπάνω! Θα δείτε και τι σκοπό έχει η μάνα της, πώς τα σκέφτεται, μα και τι να σου κάνει φτωχιά γυναίκα; Κείνο το αγόρι της βγήκε στη θάλασσα το κακόμοιρο από μια σταλιά κι έχει το νου του και στην αδερφή του να της πάρει το ένα και το άλλο... Άστα πίσω όλα, σε καλό βγήκε! 

Ευρύκλεια, Θοδωρούλα και Χαρίσης δε μπορούσαν να σηκώσουν τα μάτια τους από τον εξαιρετικό ρουχισμό. Με τις φασαρίες και την τόση στεναχώρια ποιος είχε νου και κέφι ν' ανοίξει τις τσάντες που έφεραν οι συμπεθέρες; Η Μαρίκα εκτός από τα αριστουργήματα με το βελονάκι που έφταναν να στολίσει ακόμα και την εξώπορτα η Θοδωρούλα. είχε αγοράσει ύφασμα, το έδωσε σε μια φίλη που είχε ραπτομηχανή και της έφτιαξε κάποια σετ σεντονιών με ύφασμα σατέν στα τελειώματα κι όταν τα παρέλαβε τα στόλισε με πλεκτή δαντέλα από πάνω. Ήδη είχε ξεκινήσει και την κουβέρτα που θα έκανε ασορτί τελείωμα. Μερακλού σε όλα της! 
Η Σουλτάνα ανέλαβε τη νυφική ρόμπα με το νυχτικό και τα πασούμια. Της έδωσαν παράδες ο γιος κι η νύφη της για να μη ξοδευτεί πολύ, να ναι καλά! Θα της έπαιρνε κι ένα ωραίο βάζο που είδε όταν πήγε να κοιτάξει για τα πιάτα. Απαλά λουλουδάκια τα στόλιζαν,  θα τα έπαιρνε με τη σαλατιέρα και μια πιατέλα για τους μεζέδες.   
- Ένα πράμα σκέπτουμαι... Άμα καλέσει τσι γειτόνισσες στο γάμο με τσι κόρες τους βέβαια, θα ιδούν τσι φίλοι του κουμπάρου που κάμνανε τσι γαμπροί... 
- Α! Συμπεθέρα μου, δίκιο έχεις, δεν πήγε ο νους μου για!
- Και πώς θα γένει;
- Να τη μιλήσουμε, να διούμε τι σκοπό έχουνε... 
Ο Χαρίσης αν και μικρότερος, ήταν αποφασισμένος! 
-  Σιγά μη τσι θέλουμε! Τόσα ήκαμαν τσ' αδερφής μου, θα τσι καλέσουμε κιόλας; Κουφέτα ας δώκει η μάνα μου και πολλά τους είναι! Αν κι απ' την άλλη, πολύ θα ήθελα να ιδώ πού θα βάζανε τα μούτρα τους ούλες άμα τσ' ηβλέπανε! 
Η Ευρύκλεια κάθισε στο σκαμνάκι και σταύρωσε τα χέρια σκεπτική. Η Σουλτάνα της χάιδεψε τον ώμο.
- Καλά λέγει το παιδί κοκόνα μου... Οξών κι άμα αφήκεις το κορίτσι σου να το ματιάξουνε και να το φάνε απέ τη ζούλια τους! Γιατί να σε πω, αυτό είναι που φοβούμαι πιο πολύ με δαύτες... Κι ας μη περιμένουμε καλά και σώνει να έρτει το καλοκαίρι, καλύτερα πιο γλήγορα, μη και κάμουνε τίποτις, δεν ηξεύρεις... 
-Σαν τι να κάμουν;
-Ε! Πολλά γένουνται... Άσε που δεν κρατιέται κι ο γαμπρός... χα χα χα!
- Τα φιτίλια αφ' τσι λαμπάδες να προσέξεις, στα χέρια σου να τα πιάσεις μόλις τα κόψουνε!
- Αυτό ναι, το ηξεύρουμε μια ζωή, τση μάνας τα δίνουνε! Για να ιδούμε στο άλλο τι θα πούνε κι οι γονιοί του... 



Το συμπεθεριό με το γαμπρό χτύπησαν την πόρτα φορτωμένοι λουλούδια και γλυκά, λίγες μέρες αργότερα. 
Τόσες, όσες χρειάστηκε η μητέρα του για να βγει στις αγορές, να κοιτάξει στα κοσμηματοπωλεία το "καπάρο" για τη νύφη και να διαλέξει ο Μίλτος το δαχτυλίδι. Ένα βαρύ μενταγιόν με την εικόνα της Βρεφοκρατούσας κρεμασμένο σε χοντρή αλυσίδα, περάστηκε στο λαιμό της Θοδωρούλας κι ένα μεγάλο σμαράγδι στόλισε το δάχτυλο του αριστερού της χεριού. Ο μπαμπάς του έκανε την έκπληξη με ασορτί σκουλαρίκια που αγόρασε κρυφά με το γιο του. 
Συγκινημένη η Ευρύκλεια, δώρισε στο γαμπρό το σκούρο δαχτυλίδι του συζύγου της και την περίτεχνη καρφίτσα για τη γραβάτα. Καλά κι ακριβά, φτιαγμένα από τεχνίτες της Σμύρνης. Το ρολόι και την ταυτότητά του, τα είχε δωρίσει στο Χαρίση, ενθύμιο του πατέρα του. 
Ο γάμος ορίστηκε στις αρχές του νέου χρόνου, γιατί ο μικρός θα έφευγε. Δήλωσε ο γαμπρός ότι δεν του άρεσαν οι μακροχρόνιοι αρραβώνες, αφού με τον τρόπο του τον είχε πείσει ο Ιάκωβος. Στη μητέρα του είπε ότι βιαζόταν για να τακτοποιηθεί στη δουλειά του κουμπάρου που θα τον απασχολούσε αρκετές ώρες και δε θα είχε χρόνο για γαμήλιες προετοιμασίες. Όλα έγιναν καταπώς τα υπολόγισε η ξύπνια και προνοητική Σουλτάνα!  
Το διαμέρισμα ετοιμάστηκε, διάλεξαν τα χρώματα που θα βαφόταν και παραδόθηκε αστραφτερό στην ώρα του.
Θυσίες έκανε η πεθερά που είχαν "υποτιμήσει" το γιο της! Και κρεβατοκάμαρα και σαλόνι και ηλεκτρικές συσκευές, ψυγείο και κουζίνα, που πολύ λίγα σπίτια είχαν τότε.  Ο κουμπάρος τους δώρισε πλυντήριο κι η σκάφη έγινε παρελθόν. Ο πεθερός κρυφά πάντα απ' τη γυναίκα του, συμπλήρωσε κάμποσες χιλιάδες για την τραπεζαρία, το μπουφέ, τη βιτρίνα, που αγόρασε αφήνοντας λίγες δόσεις ο γιος του, αλλά στη μητέρα του είπε ότι τα πήρε η Ευρύκλεια που κάτι είχε στην άκρη, χρεώθηκε κιόλας για να παντρέψει την κόρη της. 
Η ντουλάπα και τα συρτάρια γέμισαν με τα προικιά της νύφης. Δαντέλες και μεταξωτά, κουβέρτες και σεντόνια. Η πεθερά συμπλήρωσε αρκετά, μπήκε και βγήκε στα καλύτερα μαγαζιά διαλέγοντας με προσοχή ο,τι πιο φίνο είχαν, μαζί και κάποια αχρησιμοποίητα  απ' την δική της προίκα φτιαγμένα με περισσή τέχνη απ' τη χρυσοχέρα γιαγιά της κι όσα κέντησε κι έπλεξε τα τελευταία χρόνια για τη μέλλουσα νύφη της. Νοικοκυρά γυναίκα, έτσι θα έδινε το μοναχογιό της; 
Τα χειροποίητα της Μαρίκας, ήταν καταπληκτικά! Η νυφική στρώση έπεφτε πλούσια στο γύρω του κρεβατιού που έραναν με άσπρα ροδοπέταλα και ρύζι για να έχει το ζευγάρι "Βίον Ανθόσπαρτο" και να "Ριζώσει".  Η Θοδωρούλα καμάρωνε με τα καινούργια ρούχα και παπούτσια που της είχε πάρει η πεθερά κι είχε δώσει εντολή να γυρίσουν όλα τα μαγαζιά με τα νυφικά και να διαλέξουν το καλύτερο. 
Δώρισε στη ζαλισμένη από ευτυχία κοπέλα έναν ωραιότατο σταυρό να τον φορέσει στην εκκλησία. Μετά από πολλή σκέψη, αποφάσισαν να μη βγει από το φτωχικό της μάνας της νύφη, μη τυχόν τους εμποδίσει ο άσχημος καιρός που ήταν απρόβλεπτος κι  επειδή η εκκλησία έπεφτε μακριά, κοντά στο καινούργιο σπίτι που θα πήγαινε μελλοντικά η Ευρύκλεια με το Χαρίση. Βέβαια, ο πραγματικός λόγος ήταν ο φόβος του φθόνου και η αποφυγή του καλέσματος. Στα πεθερικά εννοείται, δεν έδωσαν δικαίωμα, ήταν ένα απ' τα μυστικά τους κι αυτό. 
Ο Ασημάκης και η Νικούλα, στάθηκαν πολύ στην ανιψιά τους και στόλισαν το σπίτι τους για να τη βγάλουν νύφη. Είχε προηγηθεί ο γάμος της κόρης τους κι ήταν φρεσκοβαμμένο και πεντακάθαρο. 

Στα μέσα Ιανουαρίου του χίλια εννιακόσια εξήντα ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου μέσα στη στολισμένη από λουλούδια λαμπερή και μεγάλη εκκλησία. 
Ο Ιάκωβος τους άλλαξε τις βέρες και τα στέφανα ψιθυρίζοντας αστεία κι οι μάνες δεξιά κι αριστερά σκούπιζαν διακριτικά τις άκρες των συγκινημένων ματιών. Ο Χαρίσης καμαρωτός χαμογελούσε ανακουφισμένος στη μητέρα του. 
Οι ξαδέρφες μοίραζαν τις μπομπονιέρες που είχαν φτιαχτεί και δεθεί με μεγάλη προσοχή, κάτω από το βλέμμα της Αστερόπης που πρόσεχε τα δώρα. Χαιρόταν τόσο πολύ κι εκείνη που συμμετείχε! 
Ο κυρ-Φανούρης με τη φαμίλια του, αγκάλιασε κι ευχήθηκε από καρδιάς, αν κι ήταν καλεσμένος στο τραπέζι, δικός τους σχεδόν άνθρωπος. Έκανε πάντα το καλύτερο για να τους υποστηρίξει. 
- Και στην άκρη του κόσμου να παγαίνατε ακόμα, εγώ θα ερχόμουνα! Και που έχει ψόφο, τι έγινε; Θα πιω κρασάκι μπόλικο και θα ζεσταθώ, καλά δε λέω βρε γυναίκα;
Αυτοί από τη γειτονιά της Ευρύκλειας παρευρέθησαν, λέγοντας στους συμπεθέρους ότι οι υπόλοιπες ήταν μαλωμένες μεταξύ τους και δεν ήθελε να φέρει κανέναν σε δύσκολη θέση. Έγινε πιστευτό, δεν τις χώνευε κι η μάνα του και μάλλον ευχαριστήθηκε. Οι γείτονες και φίλοι του Μίλτου καλέστηκαν όλοι εκτός από το Λάκη που δε μπόρεσε ποτέ του να χωνέψει ο,τι έγινε κι η σχέση των παιδικών φίλων είχε παγώσει εντελώς.
Οι κουτσομπόλες, μανάδες και κόρες, το φύσαγαν και δεν κρύωνε!
- Να πάρει η Σμυρνιά στο τέλος το Μίλτο από τόσα προξενιά που λέγανε, να χάσουμε τέτοιο παιδί από τη γειτονιά, να μη τη δούμε ούτε νύφη; Κοίτα πράματα! 
- Μμμμ...Καλός ήταν κι αυτός, με το έτσι θέλω την έκλεψε! Η μάνα της ήθελε καλύτερη τύχη αλλά αυτουνού άνοιξε!
- Ο κουμπάρος να 'ναι καλά, τα έμαθα όλα! Φαντάσου τι γάμο θα τους κάνει, ε; Και τραπέζι μετά στο σπίτι του παρακαλώ!
- Μπα! Ορίστε, τους έφεξε! Αλλά είδες κι αυτές, μόνο το μπακάλη καλέσανε και την Αστερόπη με το Βλάση φυσικά που είχανε πάντα μεγάλες φιλίες... 
- Έτσι είναι, εμάς δε μας καταδεχτήκανε... Έχει κι ένα κρύο!
- Κρύο ξεκρύο, θα πηγαίναμε! Αλλά είπαμε, πολλά πολλά δεν είχαμε λόγω της Θοδώρας, άσχετα άμα τα πράματα γυρίσανε αλλιώς...  
- Μια χαρά βολεύτηκε αυτή, εμείς τι θα κάνουμε πού βούιξε ο τόπος και ποιος θα βρεθεί που είναι να μη σου βγει τ' όνομα και σε πιάσουνε στο στόμα! Κι αυτοί, άφαντοι!
- Δεν έγινε και τίποτα... 
- Αυτό μόνο έλειπε! Καλά λένε πως όποιος μπαίνει για μαλλί βγαίνει κουρεμένος! Άι στα κομμάτια να πάνε! 

Η ευρύχωρη σάλα με το ανοιγμένο τραπέζι υποδέχτηκε νεόνυμφους, γονείς, συγγενείς και φίλους. 
Από την κουζίνα έβγαιναν γαργαλιστικές, θεσπέσιες μυρωδιές ψητών κι αλλαντικών, φρέσκου βουτύρου που τσιτσίριζε και μπαχαρικών.
Από την προηγούμενη είχαν προετοιμάσει όλες οι γυναίκες τα μπουρέκια, τις πίτες, τα κρέατα να μαριναριστούν κι είχαν συμφωνήσει με το φούρναρη της γειτονιάς να τα ψήσει μετά το μεσημέρι. Καλοπληρώθηκε, πήρε και τα σχετικά μεζεδάκια του κι έτσι είχαν μόνο τις σαλάτες, τα τυριά και τα σαλάμια να κόψουν ανήμερα. Αυτά τα ανέλαβαν οι μαμάδες κι οι κόρες της οικογένειας κι η Νικούλα έφερε όσες αλοιφές όπως τις έλεγαν, που απαιτούσαν σκόρδο. Είχαν βάση το παχύ γιαούρτι και τα μαλακά τυριά. Τα δύο αρνιά, το γουρουνόπουλο, το μοσχάρι, οι κιμάδες, τα λαχανικά, όλων των ειδών τα τυριά, το κρασί και το ούζο, ήταν από τον πατέρα του Μίλτου. Η γυναίκα του έφτιαξε τυλιχτά γλυκά σε μεγάλα ταψιά με μπόλικα αμύγδαλα και καρύδια, με συνταγές της αγαπημένης της γειτόνισσας που ήταν από τα Γιάννινα. Την ορμήνεψε και τη βοήθησε βάζοντας όλη της την τέχνη. Ακολούθησαν οι δίπλες που εθιμοτυπικά κερνούσαν τις ώρες τις καλές. Αγόρασε και δυο ωραίους μεγάλους γυαλιστερούς δίσκους που τα έβαλαν, σκορπίζοντας ανάμεσα φρεσκότατα κουφέτα αρίστης ποιότητας και φύλλα λεμονιάς. Τα υπόλοιπα, σουτζούκια, παστουρμάδες και λουκάνικα, ο,τι καλύτερο έφερνε το αγαπημένο τους μαγαζί απ' την Κωνσταντινούπολη, άφθαστα σε γεύση και μυρωδιά, ήταν του κουμπάρου.
Τα πεθερικά κι η θεία με την οικογένειά της, χάζευαν το ωραίο, μεγάλο κι αστραφτερό σπίτι κι έκαναν νοήματα μεταξύ τους. Η Αγλαΐα μέσα στην κατακόκκινη μακριά της τουαλέτα, συντόνιζε τα πάντα και μπαινόβγαινε στην κουζίνα να δει αν είχαν ζεσταθεί καλά τα φαγητά. Γελαστή κι ευγενική τους γοήτευσε όλους.
Οι γεύσεις της Σμύρνης και της Πόλης κατέφθασαν απλωμένες σε μεγάλες πιατέλες και σε μικρότερες βαθιές από ακριβή πορσελάνη.  
Μεζεδάκια μερακλίδικα που σε προκαλούσαν να τα δοκιμάσεις όλα, με σουτζούκια, τσιγαρισμένο κιμά με κρεμμυδάκι ψιλοκομμένο, σκόρδο και κουκουνάρι, τυλιγμένα σε φύλλα  αέρινα, χοιρομέρι, πιτάκια της μπουκιάς διάφορα, με παστουρμά, λουκάνικα, τυριά, άλλα λιωμένα μέσα στις πίτες κι άλλα σε ομοιόμορφα κομμάτια σερβιρισμένα. Πρωτόγνωρες γεύσεις που τους ξετρέλαναν. 
Το τρυφερό χοιρινό σε φέτες, το μοσχάρι κομμένο σε μπουκιές που είχε ψηθεί τυλιγμένο στη λαδόκολλα, τα αρνιά σε μεγάλα κομμάτια, οι τραγανές ολόκληρες πατάτες και το ρύζι σπυρωτό και μυρωδάτο βρασμένο σε παχύ ζωμό από κρέας και λουσμένο με το εκλεκτό βούτυρο ήταν τα κυρίως φαγητά. 
Το ούζο αρχικά και μετά το κρασί, γέμιζαν τα κρυστάλλινα ποτήρια κι η ευτυχία όλων έρεε άφθονη. 
Ο Ιάκωβος έβγαλε στη βεράντα δυο πολυθρόνες για να χορέψουν άνετα. Η  Αγλαΐα σε λίγο του είπε να πάει τα μικρά τραπεζάκια στα υπνοδωμάτια κι έγινε μια ευρύχωρη πίστα για τους μερακλήδες. Η Σουλτάνα, πρώτη στο χορό, σήκωσε το γαμπρό και τη νύφη, αφού η Ευρύκλεια κι η συμπεθέρα δεν τα πήγαιναν καλά ποτέ με τα κουνήματα. Άιντε ένα συρτό κι αυτόν με το ζόρι, σαν τη δική της, τη Μαρίκα που όμως, χόρευε και ταγκό με τον άντρα της εξαιρετικό. 

- Ωραία περάσαμε όμως, ε;
- Πολύ ωραία συμπεθέρα μου, άξια πάντα τα παιδιά μας να είναι! 
- Μπρε, τα μάτια τους γουρλώσανε οι άλλοι, τις έβλεπα! Μήτε στον ύπνο τους δε θα βλέπανε έτσι πράματα για το Μίλτο!
- Σωστά τα λέγεις. Πιο πολύ για την καημένη την Ευρύκλεια που μόνο τα πόδια μας δεν ήπεσε να φιλήσει... Ούλο ήτρεχαν τα μάτια τση, μούσκεμα το μαντιλάκι τση ήκαμε... 
- Χαλάλι χίλιες φορές, αξίζανε ούλη η οικογένεια!
- Ναίσκε! Αμά να σ' αρωτήσω, έχεις κάτι συμπεθέρα μου; Κομμάτι αδιάθετη σ' ηβλέπω...
- Δεν κοιμήθηκα καλά, να σε πω, άκουσα κάτι που είπε ο Ασημάκης, ο μπατζανάκης της Ευρύκλειας και φοβούμαι...
- Τι είπε, χαμπάρι δεν έχω!
- Μιλάγανε με τον κυρ-Φανούρη για την άλλη του την κόρη, τη λεύτερη, που θα πάγαινε λέει να πιάσει δουλειά σ' ένα εμπορικό πουλήτρια αμά δεν επήε ευτυχώς. Γύρευε αυτός μια κοπέλα γιατί έφυε αυτή που είχε και σύμπτωση ο γαμπρός του ήξευρε το μπαμπά της. Το κορίτσι του έφυε τρεχάλα απέ κει, γιατί αυτός ήτονε παλιάνθρωπος... 
- Πω πω! Τυχαίνουνε αυτά, πολλοί είναι έτσι κι οι κοπέλες να 'χουνε το νου τους! Αμά εσύ γιατί ήσκασες τόσο πολύ αφ' τη στεναχώρια; 
- Αχ... Με ήρτε στο μυαλό ένα πράμα πολύ άσκημο που γίνηκε στην Πόλη, τότες που ήμουνα νιόπαντρη κι ευτυχώς να λες που δε μας χώσανε στα μπουντρούμια κι εμένα και τις αδερφάδες μου... 
- Τι λέγεις τώρα, τι μπουντρούμια με τσι αδερφάδες σου τζάνουμ; 
- Θα σε τα πω συμπεθέρα μου, μοναχά εγώ κι εσύ, μήτε τα παιδιά μου δεν το ξεύρουνε, μαζί μου θα το πάρω... 
- Από μπιστοσύνη και μυστικά ηξεύρεις, πες με! 

Η Σουλτάνα άναψε τσιγάρο με χέρια που έτρεμαν κι η αγωνία της Μαρίκας κορυφώθηκε... 

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Πώς τα φέρνει η ζωή...



Ο κυρ- Φανούρης ζύγισε ένα μικρό κομμάτι κεφαλοτύρι και το τύλιξε χαμογελώντας στην πελάτισσα. 
- Ορίστε το τυράκι σας! 
Έβαλε τα λεφτά στο συρτάρι και την ξεπροβόδισε.  
- Να πάτε στο καλό!
Πάντα ευγενικός και χαμογελαστός ήταν με όλους, εκτός κι αν έβλεπε την αδικία. Τότε γινόταν θεριό ανήμερο και δε λογάριαζε τίποτα! 
Η μέρα είχε ξημερώσει βαριά  στα δυο σπίτια της γειτονιάς μετά τα γεγονότα της προηγούμενης. Οι κουτσομπόλες αντί να φροντίσουν το νοικοκυριό τους είχαν ξεχυθεί στους δρόμους κι έκαναν πηγαδάκια έξω απ' το φούρνο και το μπακάλικο. Οι ντροπιασμένες Μαρουλία και Παρασκευούλα δεν τόλμησαν να ξεμυτίσουν, ούτε τις κόρες τους άφησαν να βγουν έξω. Πριν φέξει σχεδόν είχαν ανοίξει τα παντζούρια τους για να μη τις δει κανείς κι αρχίσει να ρωτάει.  Έτσι έκαναν πάντα όλες όσες είχαν θιχτεί, ενώ αν οι ίδιες είχαν δημιουργήσει το θέμα μεσημέριαζαν με τους αγκώνες στηριγμένους στο περβάζι για να συμπληρώσουν στη μια και την άλλη όσα δεν πρόλαβαν να πουν.  
Η μάνα του Μίλτου με το ζόρι βγήκε απ' το σπίτι. Καμία διάθεση δεν είχε αλλά έπρεπε να ψωνίσει τα αναγκαία για το μεσημεριανό.
Φόρεσε το εμπριμέ ρομπάκι της με τις βαθιές τσέπες και έστρωσε τα μαλλιά της.  Μπήκε στου κυρ-Φανούρη και τον καλημέρισε με το ζόρι. Μισή οκά φακές και λίγα κρεμμύδια, σκόρδο είχε. Θα έκανε και μια τηγανιά πατάτες να φάει ο γιόκας της που τόσο φαρμάκι την πότισε. Το χειρότερο ήταν ότι ο άντρας της δεν τον κοντράρισε καθόλου και μάλωσαν άσχημα.
- Ωχ κι εσύ βρε γυναίκα, ολόκληρο θέμα το κάνεις! Ο,τι και να του πω θα μ' ακούσει; 
- Τι πατέρας είσαι εσύ και δε νοιάζεσαι για το παιδί σου, ε;
- Όπως όλοι οι πατεράδες είμαι κι εγώ! Τι ήθελες δηλαδή, να έπαιρνε καμιά σαν τις άλλες που άκουσες τις ντροπές τους; 
- Όχι βέβαια! Μα ντε και καλά γειτόνισσα θα έπρεπε να πάρει λες και χαθήκανε οι άλλες κοπέλες;
- Και πού θα την έβρισκε, στα Παρίσια; Όλοι από δω τριγύρω δε βρήκανε τις γυναίκες τους;
- Άμα είναι καλές δε λέει κανένας όχι, αλλά να πέσει τόσο χαμηλά;
- Χαμηλά ξεχαμηλά του γυάλισε κι έκανε τα πάντα για να μη τόνε προλάβει άλλος, τόσοι ξεροσταλιάζουν σαν το Λάκη! Στο κάτω κάτω της γραφής η Θοδωρούλα δεν ακούστηκε ποτέ να κάνει κάτι, στης μάνας της τη φούστα είναι δεμένη! Στο καφενείο ούτε ένας δεν είπε κακιά κουβέντα για το κορίτσι, ίσα ίσα που την καμαρώνουνε για την προκοπή και την αξιοσύνη της.  Κι οι αθρώποι που τους έρχονται στο σπίτι πολύ εκλεκτοί καταπώς έμαθα από το Βλάση απέναντι που ξέρει, μορφωμένοι, με λεφτά, με  αυτοκίνητο...  Και καλούς γαμπρούς της προξενέψανε και σκάσανε απ' το κακό τους όλες! Από μένα άκουσες ποτέ να πω ένα λόγο για την κοπέλα; Τη φάγανε τόσα χρόνια πια... Αμαρτία μεγάλη τ' ορφανό που του σούρνανε τόσα, τώρα τα πλερώσανε με το παραπάνω! 
Ας είναι καλά ο κυρ-Φανούρης που φρόντισε να φέρει την κουβέντα όσο έπαιζε τάβλι.   

Ο Μίλτος είχε πάρει τις αποφάσεις του.
Ο πατέρας του δεν του έκανε καμία συζήτηση, ούτε θετική ούτε αρνητική. Λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, έφαγε, πλύθηκε κι έπεσε κατάκοπος στο κρεβάτι. Η μάνα ξενύχτισε με τα χέρια σταυρωμένα στο τραπέζι της κουζίνας. Το ξημέρωμα πια κι αφού έφυγε ο άντρας της ξάπλωσε δυο ώρες κοιτάζοντας το ταβάνι. Ο γιος της δεν ήπιε τον καφέ του κι ούτε καταδέχτηκε να την κοιτάξει. 
<<Κακό χρόνο να 'χει η ξεβράκωτη! Από όπου και να το πιάσω ένα καλό δε βρίσκω... Ας έλεγε το ναι στο γαμπρό που της κάνανε προξενιό να ησυχάζαμε, όλο και κάποια άλλη θα έβρισκε να παρηγορηθεί... Ο Θεός να με κάψει αν πω κακό για την Ευρύκλεια, αλλά όχι να την κάνω και συμπεθέρα! Και την προκομμένη την κόρη της νύφη μου; Α πα πα! Κι αυτοί που πάνε ταχτικά πάλι, πώς κι έτσι; Δεν έχουνε ανθρώπους της τάξης τους να κάνουνε παρέα; Σηκώνεται η γειτονιά στο πόδι κάθε φορά, έτσι πολύ καθωσπρέπει που είναι... Κι αυτές οι γυναίκες για χάζι είναι, τι λούσα κι αρώματα! Μπορεί να ρίξανε άδικο σ' αυτή, ας μη κολάζομαι, όμως...>> 
Η αδερφή της χτύπησε την πόρτα γελαστή. 
- Ακόμα έτσι είσαι; Άντε ψήσε κάνα καφεδάκι και μη στεναχωριέσαι πια, άντε και σου έχω νέα! 
- Τι νέα;
- Στις Σμυρνιές ήρθανε πάλι επισκέψεις, οι δυο γυναίκες μόνες τους, οι συμπεθέρες!
- Μπα! Πάλι εδώ αυτές;
- Πάλι, ναι! Φορτωμένες γλυκά και τσάντες, πέσαμε μούρη με μούρη την ώρα που έστριβα για να 'ρθω! Καλέ, η ψηλή κυρία τι χάρη έχει! Φοράει μια φούστα στενή στο κρεμ με χρυσά κουμπάκια μπροστά, ίδια και στη μπλούζα που είναι ασορτί και μια φαρδιά ζώνη καφέ, όνειρο! Καφασωτά σκουλαρίκια όχι πολύ μεγάλα κι έναν ωραίο σταυρό, τι να σου πω! Η παχουλή, μπλε φούστα με πιέτες και γκρι μπλούζα με φαρδιά μανίκια, χρυσούς μεγάλους κρίκους και ίσαμε τρεις σειρές καδένες και σταυρό! Το ένα της χέρι φορτωμένο στα βραχιόλια, το άλλο δεν είδα γιατί κάτι έσιαχνε στο σβέρκο της... 
- Τι δουλειά έχουνε μωρέ όλη την ώρα;
- Η Ευρύκλεια φώναξε στην κόρη της να βάλει το μπρίκι. Ε κι εσύ, τι δουλειά έχουν, φιλίες μεγάλες! Το μήνα δυο φορές να μην πιουν κι ένα καφέ, ένα κρασί; 
- Και πού ξέρεις εσύ ότι έρχονται δυο φορές το μήνα μωρ' συ;
- Υπολόγισα... Δεν έρχομαι κάθε μέρα αφού εσύ άντε να έρθεις μια στις δέκα; Και όλες πια βγαίνουν και τις κοιτάνε, κρυφό απ' την αυλή τους δεν είναι! 

Η Σουλτάνα χαχάνιζε μπουκωμένη μ' ένα κουλουράκι βανίλιας. 
- Μπρε σεις, όπως σας τα 'λεγα γινήκανε τα πράματα! Να σκάψουνε τρύπα να χώσουνε τις κεφάλες τους οι σιχαμένες τώρα! Μόλις τοις γυαλίσανε οι αρσενικοί δε χάσανε τον καιρό τους! Χα χα χα!
Η Μαρίκα χτύπησε χαϊδευτικά τον ώμο της μάνας.
- Ήπρεπε να γίνει αυτό Ευρύκλεια, μην ηβάνεις άσκημα με το νου σου. Κακό δεν τσι ήκαμε κανένας, δείξανε το χαρακτήρα τους, ήξευρες τι μούτρα είναι κι ας μη το παραδέχεσαι! Όταν το κορίτσι σου το κάμνανε σκουπίδι και δεν τση μιλούσανε καλύτερα ήτονε; Κάμε το σταυρό σου που τελεύουνε τα πράματα! 
- Τι τελεύει... Άλλοι μπελάδες έρχονται με το Μίλτο... Θέλει να την πάρει κι ας μη τη θέλει η μαμά του, ρεζιλίκια... 
- Πού τα είδες τα ρεζιλίκια μπρε συ; Να τη στεφανωθεί θέλει, όχι να τη σπιτώσει! Φέραμε και τα νυφιάτικα! Χα χα!
Η σιγουριά της Σουλτάνας και το πονηρό χαμόγελο της Μαρίκας έφεραν άλλη αναστάτωση στην Ευρύκλεια. 
- Γένεται κάτι ακόμα που δεν ηξεύρω; Θοδωρούλααα! 
- Τσάμπα τη φωνάζεις, δε σ' ακούει!
- Γιατί; 
- Τσοι πήρε ο αρρεβωνιάρης τση ανιψάς σου με το  ταξί, μαζί με το γαμπρό σου και πάνε τση κουνιάδας σου το σπίτι...
- Τιιιι; 
- Σώπασε μπρε, μη μας πάρουνε χαμπάρι! Τους περιμένει ο γιόκας σου εκεί, μαζί με τον Ασημάκη στήσανε μαγκάλι να ψήσουνε για τα καλορίζικα του ζεύγους! Άμα σε το λέγανε θα τήνε κλείδωνες μέσα!
Κατακόκκινη η μάνα έφερε απότομα το χέρι της στο στόμα για να μην ουρλιάξει με τα κακά μαντάτα. 
- Στην ήκλεψε την κόρη σου Ευρυκλάκι μου, τα είχαμε ούλα κανονισμένα! Θα κοιμηθεί με τσι ξαδερφάδες της κι ο γαμπρός με το γιο σου! Και να σ' ειπώ, χαρές είναι αυτές, αλί στσι άλλες που ηντροπιάσανε τα σπίτια τως! 
- Το πατιρντί τώρα ξεκίνησε μπρε! Θαρρείς που με τα χτεσινά ξεμπερδέψανε; Εκδίκηση θα θέλουνε να πάρουνε και θα διεις που θα βγούνε κι άλλα στη φόρα!
Δεν πρόλαβε ν' αποσώσει η Σουλτάνα και νέος καβγάς ξέσπασε. Αυτή τη φορά για τη λωλή κόρη του ναυτικού που μεγάλωνε χωρίς την προστασία του πατέρα και δεν έμεινε νύχτα που να μη το σκάσει όσο η μάνα και τ' αδέρφια της ροχάλιζαν. Άλλες είπαν ότι τα έκανε με την κόρη του φαναρτζή κι άλλες ότι μάλωσαν για τους αγαπητικούς. Οι καλοθελητές φρόντισαν να ρίξουν λάδι στη φωτιά κι η μισή γειτονιά έγινε μαλλιά κουβάρια. 
Οι τρεις γυναίκες μπήκαν στο σπίτι κι η Σουλτάνα φώναξε τάχα στη Θοδωρούλα να της βάλει ακόμα ένα ποτήρι νερό.
Η Ευρύκλεια συγχυσμένη την κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα γεμάτα απορία. Πώς τη φωνάζει αφού έφυγε; 
- Για να πιστέψουνε πως η κόρη σου είναι εδώ μπρε συ! 
Πήρε μια καρέκλα και στρογγυλοκάθισε κοντά στο παράθυρο να χαζέψει τον καβγά. Μέχρι να πάρει χαμπάρι η μάνα του Μίλτου ότι ο γιος της πέρασε απ' τη δουλειά ίσα για να τους καλέσει στο γάμο του και μετά εξαφανίστηκε, είχαν λίγες ώρες περιθώριο... 
Σε μισή ώρα περίπου βγήκε με το πορτοφόλι στο χέρι.
-  Θοδωρούλαααα! Μη βάλεις ακόμα το τηγάνι στη φωτιά, πάω στο μπακάλη μια στιγμή! 
- Στάσου συμπεθέρα, έρχουμαι κι εγώ μαζί σου! 
Πιάστηκαν αγκαζέ τραβώντας πάνω τους όλα τα βλέμματα και μπήκαν στου κυρ-Φανούρη συμπτωματικά την ώρα που έφευγε η θεία του Μίλτου απ' το σπίτι τους. Τις ακολούθησε μέχρι μέσα στο μαγαζί με την περιέργεια να την έχει κυριεύσει. 
- Να μας βάλετε απ' αυτό το τυρί κάνα κιλό, βάλτε και κείνο το μασούρι το σαλάμι... 
- Ολόκληρο το θέλετε; ρώτησε απορημένος.
- Ναι για! Άμα το ρίξει η Θοδωρούλα με τ' αυγά στο τηγάνι, πέντε βούκες είναι! Ίσαμε να δοκιμάσουμε ούλοι, πάει, τέλεψε!
 Γέλασε ο μπακάλης με τη Σουλτάνα έτσι όπως τα έλεγε. 
- Και βούτυρο του γάλακτος ένα μεγάλο κομμάτι κάνα κιλό και μια οκά φύλο ψιλό άμα έχετε.
- Βεβαίως έχω μαντάμ! Πίτα θα ψήσουνε, ε;
- Πίτα με το κρέας και το τυρί, πολύ ωραία είναι! Και μπακλαβά με το αμύγδαλο και το φιστίκι. 
Η μοσχοβολιά της Μαρίκας ζάλιζε. Παριζιάνικο άρωμα, ακριβό.
- Κι εσείς από τη Σμύρνη σαν την κυρά-Ευρύκλεια είσαστε;
- Εγώ είμαι Σμυρναία, η συμπεθέρα μου Κωνσταντινουπολίτισσα. 
- Α! Γι αυτό ξέρετε και τρώτε καλά! Ακόμα και πατάτες να βράσετε, νόστιμες τις κάνετε! 
- Τσ' ηψήνουμε με αγάπη κύριε, γι αυτό! Τίποτις μυστικά δεν έχουμε, οξών να είναι ούλα φρέσκα και καλά. 
- Ε, ναι, πολύ σωστά τα λέτε, έτσι είναι! 
Η Σουλτάνα λιμπίστηκε το ζαμπόν, ζήτησε ένα τέταρτο. 
- Ούλα εμείς να τα πάρουμε σήμερα συμπεθέρα, η Θοδωρούλα κι η μαμά της ας βάλουνε τα άλλα, να μη τοις χαλάσουνε. Ο γιος μου πάλι παράγγειλε απέ την Πόλη του κόσμου τα ωραία πράματα, πότε να φαγωθούνε για; Α! Και μυτζήθρα απ' τη μαλακιά κάνα κιλό κι ακόμα ένα βουτυράκι, ας τα κάμουμε δυο γιατί θα φύγει πολύ και στα φύλα και στο τηγάνι. Θαρρώ πως τελέψαμε, ε συμπεθέρα; 
Η Μαρίκα συμφώνησε και δεν την άφησε να πληρώσει. Άνοιξε την κομψή της τσάντα κι έβγαλε το δερμάτινο πορτοφόλι με τα χρυσά αρχικά της. Έβγαλε τρία χαρτονομίσματα και με τα ρέστα αγόρασε καραμέλες για το μικρό της Αστερόπης. 
Η θεία κοιτούσε και δεν πίστευε στα μάτια της! 
<< Πω πω ψώνια! Καλέ εμείς τα μετράμε σε δράμια κι αυτές με τα κιλά! Και τι ωραίο, ακριβό πορτοφόλι!>>
Ζήτησε λίγο ταραμά για να δικαιολογήσει την παρουσία της εκεί, αφού πρώτα εξυπηρετούσε τις δυο γυναίκες. Σε λίγο μαζεύτηκαν κι άλλες γειτόνισσες που κι αυτές έσκαγαν από περιέργεια. Πώς σταμάτησε η μεγάλη φασαρία για λίγο αφού βρήκαν επιπλέον ενδιαφέρον! Οι εξευτελισμοί μπορούσαν να περιμένουν, αυτές όχι. 
Βρήκαν την Ευρύκλεια δακρυσμένη να καθαρίζει ρύζι.   
- Τι είναι ούλα τούτα; Πόσοι παράδες δώκατε, ποιος θα τα φάει;  
- Πολλά τα στόματα κοκόνα μου στης Νικούλας και του Ασημάκη! Δυο οι γονιοί, δυο η Λίτσα με τον αρρεβωνιάρη, τέσσερις. Μια η Δέσποινα, άλλη μια η κόρη σου και δυο ο γιος με το γαμπρό σου. οχτώ. Βάλε κι εμάς τις τρεις γινούμαστε έντεκα. Την Αστερόπη με το Βλάση που θα έρτουν όπου να ΄ναι να μας σιάξει η... Θοδωρούλα κάνα μεζέ; Χα χα χα! Βάλε κομματάκι βούτυρο να κάψει ίσαμε να σαπουνιστούμε και να κόψουμε τα σχετικά, να βάλουμε καμιά βούκα στον στόμα μας, να μυρίσει κιόλας! 
Ευτυχώς που μετά τη μικρή τους έξοδο αποφάσισαν να συνεχίσουν οι γειτόνισσες τα λόγια κι έτσι δικαιολογήθηκε το τραπέζωμα μέσα στο σπίτι κι όχι στην αυλή. Αλίμονο αν από τώρα έβλεπαν ότι η Θοδωρούλα έλειπε! 

Η μητέρα του Μίλτου μάδαγε τη ρέγκα ακούγοντας τα νέα από την αδερφή της που όπως ήταν φυσικό επέστρεψε δριμύτερη. 
- Σμυρνιά μου λες μετά και ξινίζεις τα μούτρα σου! Μόνο να τη δεις, το πώς μιλάει, πώς φέρεται, αριστοκράτισσα σωστή! Τη χάζευαν όλες κι ο Φανούρης μαζί! Κι η άλλη τι χαριτωμένη γυναίκα! Μες στην καλοσύνη ένα πρόσωπο και πώς τα λέει, πολύ γούστο έχει! 
- Γλέντια έχουνε και πήρανε τόσα; 
- Όχι καλέ, πίτα θα φτιάξουνε και μπακλαβά, μα βάζουνε πολύ πράμα μέσα. Χώρια που θα φάνε αυγά και σαγανάκια που θα φτιάξει η Θοδώρα... Κι έχουνε λέει κι άλλα στο σπίτι, θα έρθουν κι από την Πόλη, στην Τουρκία δηλαδή! 
- Μωρέ μπράβο, τυχερές είναι... 
- Μη το συζητάς! 
- Ο γιος μου δες που ακόμα δε φάνηκε, πού είναι τόση ώρα; 
- Ε κι εσύ, παλικάρι στον καιρό του, όλα θες να τα ξέρεις πια; Άντε, πάω να βράσω τα μακαρόνια μην έρθουνε πατέρας με παιδιά και φάνε τη σάλτσα σκέτη! Έλα πιο μετά να πιούμε τον καφέ μας, σε χαιρετώ, καλή όρεξη! 
Οι ώρες περνούσαν κι ο Μίλτος δεν εμφανίστηκε. 
- Πού είναι ο γιος σου νηστικός τόσες ώρες; Έκοψε και το φαγητό εδώ εκτός απ' τον καφέ;
- Άμα ήξερα θα σου 'λεγα...
- Αν δεν έρθει σε λίγο, να βγεις να ρωτήσεις, ακούς;   
- Τι να ρωτήσω μωρέ, πού είναι ο μπέμπης;
- Όλα στην πλάκα τα παίρνεις κι είδαμε τις προκοπές σου!
Σκούντα βρόντα τον έστειλε στο καφενείο που ήταν σε πέρασμα. Όλο και κάποιο φίλο του θα έβλεπε και κάτι θα μάθαινε. 
- Η ώρα η καλή! 
- Ε; 
- Μη κάνεις το κορόιδο, κερνάς εσύ σήμερα!
- Τι λέτε μωρέ, τι ώρες καλές;  
- Μυστικό μας το κρατάς; Ο γιος σου κάλεσε τόσο κόσμο!
- Πού τον κάλεσε, θα με τρελάνετε; 
Το γέλιο τους κόπηκε απότομα όταν κατάλαβαν ότι ο πατέρας δεν είχε ιδέα για τα παντρολογήματα του γιου του. Ρώτησε, έμαθε, ζήτησε συγνώμη απ' όλους κι έφυγε ντροπιασμένος με το κεφάλι σκυφτό. 
<< Το μπαγάσα! Και δεν του το 'χα  ότι θα την έκλεβε... Ποιος ακούει τη μάνα του τώρα...>> 

- Βρέξε μια πετσέτα να τη βάλω στο κεφάλι μου, σβήνω...
- Με τόσες φωνές βρε γυναίκα σου ανέβηκε το αίμα όλο πάνω!
- Και τι θες να κάνω, να τραγουδάω; Πού ακούστηκαν μωρέ τέτοια πράματα; Αχ και τα 'λεγα, τόνε τυλίξανε μάνα και κόρηηηη!
- Ποιον τυλίξανε, δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω; Η Ευρύκλεια τον έδιωξε, δεν του την έδινεεεε!
- Τόσο χαζός είσαι κι ο,τι σου λένε τα πιστεύεις!
- Βρε χριστιανή μου, χαμπάρι δεν έχει η γυναίκα λέμε!
- Πού είναι να πάω να τον βρω; Η κόρη της από νωρίς μαγείρευε, πήγαν αυτές οι φιλενάδες τους και σήκωσαν το μισό μπακάλικο, όλα μου τα είπε η αδερφή μου που ήταν εκεί. Και είδε και άκουσε! Όταν ο γιος σου πέρασε για τα καλέσματα, αυτές κάνανε τσιμπούσι και δεν ήταν η πρώτη φορά. Αυτή στο σπίτι της κι ο γιος σου πού;
- Τίποτα άλλο δεν είπε, μόνο ότι θα την πάρει με το ζόρι αφού δεν ήθελε η μάνα της και να περιμένουν ημερομηνία για το γάμο... 
- Θα τρελαθώ, δε θα προλάβω να νυχτωθώ! Και πού να πάω και ποιον να ρωτήσω, ε; Να πάω στης Ευρύκλειας να με πιάσουν κι εμένα στο στόμα τους; Μόνο αυτό μας έλειπε! 
- Πουθενά δε θα πας! Και στο στόμα του κανένας δε σε πιάνει, έχουν άλλα σοβαρά θέματα. Ο,τι είπανε για την κοπέλα ξεχάστηκε, ποιος ασχολείται μαζί της πια; Εδώ γίνονται σημεία και τέρατα, θ' αναλάβουνε οι πατεράδες και δεν τις βλέπω καλά...
- Δεν πάνε να κόψουνε και το λαιμό τους, εμείς έχουμε τα δικά μας εδώ!  Τι θα κάνω... 
- Γυναίκα, μια ιδέα μου ήρθε τώρα!
- Πες τη ν' ακούσω. 
- Η Ευρύκλεια γιατροπορεύει, θα πούμε πως είσαι άρρωστη να σου κάνει κάνα γιατροσόφι και θα μιλήσουμε να δούμε! 

Είχε νυχτώσει όταν ο Ιάκωβος παρκάρισε έξω απ' το φτωχικό σπιτάκι.
Με το γέλιο στο στόμα και τα γνωστά του αστεία ελάφρυνε λίγο την καρδιά της Ευρύκλειας. 
- Θα έρθει κι ο γιόκας σου όπου να ΄ναι, όλα καλά θα πάνε! Θα πει ότι πήγε με την αδερφή του στους θείους με φαγιά που ψήσατε, εντάξει; Μιλημένα όλα είναι και την ευθύνη την παίρνει ο γαμπρός σου. Άντε βρε και στα δικά σας οι ελεύθερες! 
- Καλά λέει ο γιος μου Ευρύκλεια, σειρά μας τώρα οι χήρες! Χα χα χα! 
Η πόρτα τους χτύπησε διακριτικά, ίσα που ακούστηκε.  Ο πατέρας του Μίλτου κρατούσε σφιχτά τη διπλωμένη στα δύο γυναίκα του που έβγαζε αφρούς από τη λύσσα.
- Τι πάθατε, ορίστε, περάστε!
Η μάνα ήρθε στα ίσα της κι έβαλε τα χέρια στη μέση.
- Ρωτάς κιόλας τι πάθαμε; Διπλώθηκα για να νομίζουν ότι θα μου δώσεις κάνα γιατρικό κυρά-Ευρύκλεια, πώς να δικαιολογηθούμε που αναγκαστήκαμε να έρθουμε εδώ; Τι είναι αυτά τα πράγματα, πώς ξελόγιασε η κόρη σου το παιδί μου κι εσύ της κάνεις πλάτες; 
Η Ευρύκλεια αν κι έτρεμε χειρότερα απ' την ταραχή, ίσιωσε την πλάτη κι απάντησε με θάρρος πρωτόγνωρο για το χαρακτήρα της.
- Δεν τα ξέρεις καλά γειτόνισσα! Ο γιος σου ήρθε από την πίσω μεριά κι ηπετούσε πετραδάκια στο παράθυρο. Πρώτη βρήκα εγώ κι η κόρη μου από πίσω, χωρίς να ξέρουμε ποιος είναι. Μ' είπε ότι την αγαπάει και θέλει να την πάρει κι εγώ την έστειλα μέσα κι ηκαθάρισα τη θέση μου, όχι τον είπα!
- Και τώρα θες να σε πιστέψω;
- Την αλήθεια σου λέγω, μ' έχεις για ψεύτρα; Το κορίτσι μου δεν έχει μείνει ούτε λεπτό μονάχο του, στα θελήματα τη στέλνω και πάει τρεχάλα και τα φέρνει! Άλλα πράματα μήτε ξεύρει μήτε κάμνει και μην αμαρτάνεις! Ο Μίλτος σου τση πετούσε στην αυλή λουλούδια και ραβασάκια που εγώ με τα χέρια μου τα ήπιανα! Ακόμα κι όταν λείπαμε τόσες ημέρες στση κουνιάδας μου το σπίτι τσι γιορτές, γυρίσαμε κι ήτονε ένα σωρό εδώ, τα ξεύρεις αυτά; Ποτές δεν άλλαξε μια κουβέντα στα κρυφά, μήτε τόνε είδε πουθενά και να 'ναι μονάχοι τους! Τη μια ο Λάκης, την άλλη ο γιος σου, αρπαχτήκανε κιόλας, ούλα τα μάθαμε! Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα που λέγει κι η παροιμία. Κανένανε δεν γλυκοκοίταξε το κορίτσι μου, τα μάτια της τα έχει εδώ, στο νοικοκυριό μας κι άλλο τίποτις. Σαν κοπέλα φυσικά την κοιτάξανε, όπως κι εμάς στα νιάτα μας, μα δεν ήδωκε αφορμή ποτές! 
- Για το γιο μου σε ρωτάω να μάθω!
- Σου απήντησα! Με την  ηζήτηξε και τον είπα όχι, μήτε να το κουβεντιάσω δε θέλω αφού ήξευρα που εσύ δεν τση έδινες τόπο να σταθεί. Άμα ήτονε αλλιώς θα λέγαμε να το σκεφτούμε αλλά την κόρη μου για πέταμα δεν την έχω! 
- Τι θες να πεις, ότι άμα έπαιρνε το γιο μου θα την πέταγες; Λίγος θα της έπεφτε μια χαρά παλικάρι;
Η Σουλτάνα τινάχτηκε σαν ελατήριο.
- Η Θοδωρούλα είναι παιδί δικό μας και θέλουμε να πάρει τον καλύτερο! Ο γιος μου απ' εδώ τη μίλησε και την είπε που θα την καλοπαντρέψει και θα ζήσει σαν βασίλισσα! 
- Κι εσείς κυρία μου λέτε ότι δεν της ταίριαζε ο γιος μου, ε;
- Ναι, το λέγω! Καλό παιδί μπορεί να είναι, αμά να κακοπεράσει απ' την οικογένεια όχι, δεν την αξίζει! Εσύ τζάνουμ λέγεις Σμυρνιά και γιομίζεις σπυριά, ακούς συμπεθέρα μου; Διες τι πάει να πει γυναίκα απέ τη Σμύρνη μαντάμ! Κι η κόρη της η μια είναι νύφη μου, γυναίκα του γιου μου! Εκεί μας έστειλε η μοίρα για να δουλέψει και τη γνώρισε, που καλύτερη σ' ούλο τον κόσμο δεν υπάρχει! Μα κι αλλιώς να το διούμε το πράμα, τι έχει να την προσφέρει ο Μίλτος, ούλη τη μέρα στα σπίτια θα τρέχει να βγάζει παράδες; Όχι βέβαια! Δύσκολα μια ζωή θα περνάει το κορίτσι μας;  
- Στο γιο μας θ' ανοίξουμε μαγαζί!  
- Και θα περιμένει απ' όξω μπας και χαλάσει καμιά βρύση να πάει για δυο δεκάρες; Άιντε καλέ... Άμα ήτονε αλλιώς τα πράματα, θα τόνε έπαιρνε ο γιος μου στη δουλειά που χτίζουνε πολυκατοικίες και ξενοδοχεία και θα γιόμιζε χιλιάρικα! Εκεί βγαίνει πολύ χρήμα, οι υδραυλικοί που περνάνε τις σουλήνες και τα κιούγκια ξεύρεις πόσα παίρνουνε; Δυο απ' αυτούς, αγοράσανε και διαμερίσματα παρακαλώ! 
Το ζευγάρι αλληλοκοιτάχτηκε. Η Θοδωρούλα μπορεί να μην ήταν η νύφη που ονειρευόταν, ούτε η φτωχιά Ευρύκλεια η συμπεθέρα που λογάριαζε αλλά ο Ιάκωβος θα έστρωνε το μέλλον του παιδιού τους με ροδοπέταλα. Κοίταξε λοξά την κομψότατη μάνα και το γιο της. 
<< Πόσο δίκιο είχε η αδερφή μου... Τι άνθρωποι είναι αυτοί, δεν έχω ξαναδεί, μόνο στο σινεμά...Ντρέπομαι και να μιλήσω...>> 
Ο πατέρας ξέχασε το λόγο της επίσκεψης κι άρχισε να ρωτάει για τις οικοδομές διάφορα.  
Πώς τα φέρνει η ζωή... 
Ο Χαρίσης εμφανίστηκε τάχα ταραγμένος.
- Τι γίνεται εδώ; Γιατί ο γιος σας μας κάνει τέτοια;  
Ο Ιάκωβος έδωσε ρεσιτάλ ηθοποιίας ταυτόχρονα. 
- Τι συμβαίνει αγόρι μου, ποιος σας πείραξε;
- Πήγα με την αδερφή μου τα φαγητά στους θείους κι ο Μίλτος μας πήρε από πίσω μέχρι το σπίτι. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τίποτα αυτός! Φώναζε ότι αφού η μάνα μας δεν του τη δίνει, θα την πάρει θέλει δε θέλει και τη ζήτησε από το θείο Ασημάκη... Η Θοδωρούλα λέει όχι, αυτός ναι, έτσι τους άφηκα κι ήρθα να σας τα πω. Θα μείνει στη θεία για να μην έχουμε ιστορίες πάλι εδώ είπε...  
- Τι λες γιε μου; Δεν ήπρεπε να φτάσει ως εκεί, πω πω τι πάθαμε!
Οι γονείς σωριάστηκαν στις καρέκλες κι η μάνα ξέσπασε σε γοερά κλάματα ντροπής κι απελπισίας. 
<< Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, αυτά που κάνει ο γιος μου ή που δεν τον καταδέχονται; Και ποιος περίμενε τέτοιες φιλίες...>> 
Η Μαρίκα που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε μιλήσει, ανέλαβε να ηρεμήσει την ομήγυρη.
- Αυτά έχει ο έρωτας... Πολύ τον στοίχισε που δεν ήθελε κανείς αυτό το γάμο, λυπούμαι το παιδί... Εσείς ως γονιοί δεν τη θέλατε, η Ευρύκλεια δεν τον ήθελε, η μικρή θα έπαιρνε κάποιον που τση μίλησε ο γαμπρός μου... Το μόνο που θα τόνε ησυχάσει, να δώκετε την ευκή σας και να πάνε στο δρόμο του Θεού με δόξα και τιμή. 
- Κι ο Μίλτος θα ζήσει καλύτερα απ' όλους! Τελειώνουμε τώρα κάτι διαμερίσματα να ντρέπεσαι να πατήσεις όπως λέει η γυναίκα μου! Αστράφτει το παρκέ και τα μάρμαρα στο μπαλκόνι είναι τα καλύτερα, Διονύσου αν έχετε ακουστά. Γεροί να είναι και σε λίγα χρόνια θα τους βοηθήσω στις δόσεις να το αγοράσουνε κιόλας! 
- Έχει σπίτι ο γιος μας, σ' εκείνον θα μείνει βέβαια. Δεν έχει τις πολυτέλειες που λέτε αλλά... 
- Θα φτιαχτεί κι αυτό, ανακαίνιση θα κάνετε. Δεν χρειάζεται όλο μαζί δεν υπάρχει βία... 
- Είδατε που στρώνουν ούλα άμα υπάρχει αγάπη και ομόνοια; Αλλιώς ηπεριμένεις κι αλλιώτικα ήρχανε!
- Συμπεθέρα είναι και το πιο σοβαρό, η Θοδωρούλα τι θα πει; 
- Ε... Άμα τη μιλήσουμε κι άμα την τάξουμε ότι θα είναι ευτυχισμένη... Κι άμα τον ήπαιρνε ο Ιάκωβος στη δουλειά κι ιδεί την καλή ζωή που την περιμένει, ότι την αγαπάει πολύ κι ήκαμε τόσα και τόσα για να την κερδίσει...  Τι λέτε;  
Σιγή ιχθύος όλοι. 
Ο Ιάκωβος σοβαρός αν και με το ζόρι κρατούσε τα γέλια, ρώτησε τους γονείς. Ο πατέρας κοίταξε τη γυναίκα του που έπαιζε νευρικά με το στρίφωμα της μπλούζας της.
- Μαλάκωσε λίγο, άιντε. Κι εσύ κυρά-Ευρύκλεια, αμαρτία να γίνουνε όλα αυτά. Δίκιο έχεις ο,τι και να πεις, μα η γυναίκα μου δεν είναι κακιά, λάθεψε. Άμα δεν ανοίξει τελικά το μαγαζί, θα του δώσω τα λεφτά στο χέρι να ξεκινήσουνε τη ζωή τους όπως όλοι κι ακόμα πιο καλά. Και πάλι θα τον βοηθάω, ένα τον έχουμε! 
Η Ευρύκλεια σήκωσε τους ώμους κι έπιασε τα μικρά ποτηράκια  απ' το σαραβαλιασμένο μπουφέ. Τα γέμισε λικέρ βύσσινο, σαν αυτό που μέθυσε η Σουλτάνα το Μίλτο. 
- Να πιούμε κομμάτι να τονωθούμε, πόση σύγχυση σήμερα... 
Σαν ηρεμιστικό λειτούργησε το δυνατό ποτό. 
- Ευρύκλεια, ο γιος μου έχει κάτι να σε πει!
- Καλό ή κακό;
- Καλό, πολύ καλό! Σκεφτόμουν το Χαρίση από δω που τον τρώει η θάλασσα από μια σταλιά παιδί και θα κοιτάξω να τον σταματήσω. Θα μπει σε μια σχολή και το απόγευμα θα δουλεύει στην οικοδομή, να μάθει και να γίνει ηλεκτρολόγος. Ας πάει τώρα για τελευταία φορά που θέλει να συμπληρώσει τα προικιά της αδερφής του και θα έρθουν οι καλύτερες μέρες. Να ξέρεις κιόλας ότι από δω θα φύγετε, θα μείνετε σε καλύτερο σπίτι και για το νοίκι μη σε κόφτει, ο κανακάρης σου θα παίρνει καλά λεφτά!
Πόσες συγκινήσεις μπορούσε ν' αντέξει η μάνα σε μια μέρα. Χάθηκαν οι λέξεις στην καρδιά της που φτερούγιζε και τα δάκρυα έτρεξαν ποτάμι στ' αυλακωμένα της μάγουλα. 
- Την ευκή μου γιόκα μου... 
- Άντε καλά, την παίρνω την ευχή σου, άσε τα κλάματα τώρα και πάμε να βρούμε το μελλοντικό ζευγάρι! Χαρίση, φύγαμε!