.

.
.

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Θα μείκεις να φάμε μαζί μέρα που 'ναι!


Ξημέρωσε η εορτή των Ταξιαρχών κι όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι από νωρίς, για να πάνε στην εκκλησία.
- Ακόμα ετοιμαζούσαστε; Ο μπαμπάς σας στην πόρτα περιμένει! Τις μαντίλες σας μη ξεχάσετε, τις εβάλατε στις τσάντες σας;
Μεγάλη μέρα η σημερινή! Συγχώρεση πήρατε που θα μεταλάβετε; Προσέξτε καλά, όχι πολλές κουβέντες και σεργιάνι με την Αγία Κοινωνία στο στόμα! Απέ την εκκλησία γραμμή στο σπίτι μετά, ναι; 
- Αμάν καλέ μαμά, κάθε φορά τα ίδια μας λες σάμπως και δεν τα ξέρουμε, μωρά είμαστε; 

- Άιντε μπρε γυναίκες! Επέρασε η ώρα, μόνο του έχω αφήκει το χριστιανό στο ψαλτήρι! Κατά πως πάτε, στο δι' ευχών θα φτάσουμε για!
- Έτοιμες, φεύγουμε!

Καλοντυμένος ο Λεωνίδας, με το σκούρο κοστούμι και το χοντρό πανωφόρι του, καμάρωνε τις γυναίκες του. Με τις μακριές φούστες, τα παλτά με το γούνινο γιακά και τα τριζάτα λουστρινένια παπούτσια, περπατούσαν βιαστικά και καλημέριζαν με χαμόγελο τους γείτονες. 
Όταν έφθασαν στην εκκλησία, άναψε κερί και προσκύνησε πρώτος, για να μπει στο Ιερό, να πάρει την ευλογία του ιερέα και να πάρει τη θέση του δίπλα στον άλλο ψάλτη. Η Γεωργία, με τα χέρια σταυρωμένα και το κεφάλι σκυμμένο, στεκόταν δίπλα στις κόρες της.

Κόσμος πολύς άρχισε να μαζεύεται όσο περνούσε η ώρα και τα αμέτρητα κεριά έκαναν τον πρόναο να λάμπει. Οι πιστοί αλληλοσυγχωρέθηκαν, φιλήθηκαν σταυρωτά και στάθηκαν στη σειρά για να κοινωνήσουν. Οι διαβασμένοι άρτοι που μοσχοβολούσαν μαστίχα και γλυκάνισο, είχαν κοπεί και τους περίμεναν μ' ένα μικρό γλυκάκι στην έξοδο, μετά το αντίδωρο. Όλοι αντάλλασσαν ευχές για την ημέρα.
- Βοήθεια να έχουμε τους Ταξιάρχες μας! Και του χρόνου με υγεία! 
Η Άννα που ετοιμαζόταν κι εκείνη να φάει το κομμάτι της, έμεινε ξαφνικά με το χέρι μετέωρο. Ένας άγνωστος και πολύ γοητευτικός άντρας, τις κοιτούσε  χαμογελώντας, ενώ ο παγωμένος αέρας του χειμωνιάτικου πρωινού ανακάτευε τα πυκνά μαλλιά του.
- Ευθυμία, ποιος είναι αυτός;
- Πρώτη φορά τόνε βλέπω, ήταν στη λειτουργία. Καλέ Άννα, έρχεται να μας μιλήσει!
Πλησίασε τις τρεις γυναίκες και τους ευχήθηκε για την ημέρα.
- Και του χρόνου κυρία μου, να χαίρεστε την οικογένειά σας! 
- Ευχαριστώ κύριε, βοήθεια και σε σας, υγεία και ό,τι επιθυμείτε να έχετε! Από άλλη ενορία είσαστε; Θαρρώ που δε σας έχω ξαναδιεί... 
- Ναι, ήρθα χθες! Ανδρέας Καλφόπουλος λέγομαι. Δάσκαλος είμαι και διορίστηκα στο σχολείο εδώ, θα ξέρετε ότι συνταξιοδοτήθηκε ο κύριος Μιχαηλίδης. Θα αναλάβω τα καθήκοντά μου μετά τα Χριστούγεννα, αλλά μέχρι να τακτοποιηθώ...καταλαβαίνετε...
- Καλώς μας ήρθατε, πολύ χαίρομαι! Γεωργία Κωνσταντινίδου, απέ δω οι κόρες μου, Άννα κι Ευθυμία. Ο κύριος Μιχαηλίδης είναι εξαιρετικός άνθρωπος και πολύ καλός φίλος του συζύγου μου. Απέ τα χέρια του περάσανε και τα κορίτσια μου. Που θα μείκετε αν επιτρέπεται, έχετε νοικιάσει κάπου; 
- Όχι, ευτυχώς δεν χρειάστηκε να νοικιάσω δωμάτιο. Έχω το σπίτι της συχωρεμένης της θείας μου, είναι δίπλα από το πάρκο...

- Της θείας σας το σπίτι, εκεί στο πάρκο; Μη με πείτε που είστε ο Αντρίκος, ο ανιψιός της Αριστέας! 
- Μάλιστα! Τη γνωρίζατε τη θεία μου;
- Μα τι με λέτε, την Αριστέα δε γνώριζα; Κι εσάς σας είχα διεί πολύ μικρό, που ερχούσαστε με τις γονιοί σας εδώ. Δυο σοκάκια απάνου είναι το δικό μας το σπίτι! Με τη μαμά μου ητανάνε πολύ καλές φιληνάδες! Άμα αρρώστησε η καημένη η θεία σας, εμείς τήνε νοιαζούμασταν, δικός μας άθρωπος για! Σουπίτσες την έκαμα, με τις γιατροί εγώ μιλούσα, ήμαστανε τρεις γειτόνισσες που τήνε προσέχαμε! Κι οι κόρες μου ταχτικά περνούσανε να διούνε μπας και κάτι χρειαζούτανε! Αχ! Τι χαρά με δώκατε, μεγάλη χαρά! Να γνωρίσετε και τον άντρα μου, είναι κείνος ο αψηλός που έψελνε, πολύ θα χαρεί! Το καφεδάκι σας θα το πιείτε μαζί μας, όχι μη με λέτε! Να τα πούμε και για τη μαμά σας και για τη σχωρεμένη την Αριστέα! 


Τα κορίτσια κρυφογελούσαν στο δρόμο με τον αναπάντεχο κι όμορφο μουσαφίρη. Έκλεισαν τα τζάμια της κάμαράς τους που είχαν αφήσει ανοιχτά για ν' αεριστεί καλά το δωμάτιο κι έστρωσαν βιαστικά τα κρεβάτια τους, όσο η Γιωργίτσα έψηνε τους καφέδες. Βοήθησαν τη μητέρα τους στο σερβίρισμα κι έβαλαν γλυκό σταφύλι στα πορσελάνινα πιατάκια. Το κατσικάκι τυλιγμένο στο χαρτί, με μπόλικο σκόρδο κι αλατοπίπερο, σιγοψηνόταν στην καρδιά της σόμπας αποβραδίς. Καλή συνήθεια είχε η Γιωργίτσα, όταν πήγαινε τα πρωινά να εκκλησιαστεί και δεν αγχωνόταν καθόλου για το μεσημεριανό φαγητό.
- Σας ευχαριστώ πολύ, καλώς σας βρήκα! Κύριε Λεωνίδα, κυρία Γεωργία, μια χάρη θέλω από σας. Μη μου μιλάτε στον πληθυντικό, δεν χρειάζεται! Κι εσείς, αφού με γνωρίσατε μικρό παιδάκι κι έφαγα όπως μου είπατε απ' τα χεράκια σας...
- Λεβέντη μου, όπως αγαπάς! Πολύ δύσκολο στο φαγητό ήσουνα, τίποτες σχεδόν δεν έτρωγες για! Έτυχε να ψήσω μπουρεκάκια με τον κιμά κείνη τη μέρα και λέω δεν πάω λίγα την Αριστέα έτσι που 'ναι ζεστά ζεστά; Όπως μπήκα με το πιάτο σκεπασμένο, να εσύ στο μπαχτσέ να κυνηγάς μια γάτα! Τα μιλήσαμε με τη μαμά σου, είχα να τη διω κάμποσο καιρό κι άμα ξεσκέπασα το πιάτο, λέω φώναξε το παιδί να φάει μπουρεκάκι. Σιγά μη φάει, με λέει η θεία σου, αυτά μ' έλεγε τώρα η αδερφή μου, πολύ κακόφαγο παιδί είναι! Βγαίνω εγώ στο παράθυρο με το μπουρέκι στο χέρι, το κουνάω και σε λέω, έλα δω Αντρίκο μου, να διείς τι θα σε δώκω! Τρέχεις εσύ, το αρπάζεις και το τρως στο λεπτό! Χα χα χα! Τρία έφαες και δεν το πιστεύανε η μαμά κι η θεία σου! Με συμπαθάς, να διω κομμάτι το φαγητό κι έρχουμαι πάλι, ναι; Θα μείκεις να φάμε μαζί μέρα που 'ναι! Α! Σε παρακαλώ, μη με χαλάς την καρδιά καταμιάς που ειδωθήκαμε για! 



Η συζήτηση συνεχίστηκε μεταξύ των αντρών, όσο η Γιωργίτσα ήταν στην κουζίνα. Η Ευθυμία, είχε καθαρίσει πατατούλες μικρές και ήδη ψηνόντουσαν ολόκληρες στο φούρνο με λάδι και λίγο βούτυρο, ρίγανη και σκόρδο. Η Άννα έστιβε λεμόνια, αφού είχε ψιλοκόψει λάχανο, μαρούλι, φρέσκα κρεμμυδάκια, άνηθο είχε τρίψει και δυο μεγάλα καρότα, έτοιμα όλα για τη σαλάτα. 
- Μαμά, τα τυριά και τα σαλάμια τα κόψαμε, η γέμιση είναι έτοιμη, όσο εσύ θα κάνεις το ζυμάρι, τι άλλο να κάνουμε; 


- Ίσαμε να πιούνε τον καφέ θα έρτει η ώρα για το τραπέζι, για ούζο πριν δεν το βλέπω... Ο Αντρέας μήτε το γλυκό του δεν έφαε ακόμα για! Μπρε πως έρχουνται τα πράματα, βουνό με βουνό μοναχά δε σμίγει! Πιάσε με Ευθυμία το αλεύρι απέ το βάζο, κοσκινισμένο το 'χω, έτοιμο. Άννα, σπάσε τα δυο αυγά και φέρτε με το γάλα, τη μαγιά, κομμάτι ζάχαρη και το λάδι, νεράκι χλιαρούτσικο έχει; Ζέστανε και κομμάτι βουτυράκι, δυο κουταλιές γιομάτες!

Έριξε στο μπολάκι λίγο νερό, τη μαγιά, τρεις κουταλιές αλεύρι και μισή κουταλιά ζάχαρη.

Στη μεγάλη λεκάνη του ζυμώματος, το αλεύρι με λίγο αλάτι, άνοιξε την αγκαλιά του για να δεχτεί τη φουσκωμένη μαγιά.
Δυο αυγά, μια κούπα γάλα, ένα ποτηράκι λάδι, το βούτυρο και ξεκίνησε αργά και προσεκτικά να ζυμώνει, ενώ η Ευθυμία έριχνε σιγά σιγά το χλιαρό νερό. 
Όταν η ζύμη έγινε απαλή κι αφράτη, τη σκέπασε με δυο πετσέτες και την έβαλε κοντά στο φούρνο για ν' ανέβει.
Τα κομμένα σε πολύ μικρά και λεπτά κομματάκια τυριά, είχαν γίνει μια μάζα με το φρέσκο βούτυρο και το μοσχοκάρυδο.
Όταν η ζύμη ανέβηκε ως το χείλος της λεκάνης, την πάτησε, τη ζύμωσε ελαφρά και παίρνοντας μικρά κομμάτια τα έπλαθε στρογγυλά και τα γέμιζε με το μείγμα των τυριών. Χωρίς να τα σκεπάσει με το ζυμάρι εντελώς, τα έβαζε στο βουτυρωμένο ταψί κι η Άννα τα πέρασε με αυγό, χτυπημένο με λίγο γάλα. 
- Πάτε να στρώσετε το τραπέζι εσείς, πιάστε κι απέ τη σερβάντα τα κιρμιζί ποτήρια, που πάνε με τα πιάτα. Του μουσαφίρη το σερβίτσιο θα βγάλετε, όχι το πολύ καλό, αυτό τα Χριστούγεννα! Α! και την ίδια καράφα για το κρασάκι. Μη γελάτε μπρε σεις, ξέρω εγώ τι κάμω για!
Μετρημένη σε όλα της η Γιωργίτσα, ακόμα και στα πιατικά! Δύο ειδών καλά σερβίτσια είχε, το ένα πανάκριβο, με χρυσή ρίγα που έστρωνε τις γιορτές και το άλλο με βυσσινί ανθάκια στο κέντρο, που χρησιμοποιούσε όταν είχαν καλεσμένους στο σπίτι. 
- Σπασμένα πιατικά δεν έχουμε που τρώμε κάθε μέρα, μια χαρά είναι κι ωραία χρώματα έχουνε, αμά το μουσαφίρη πρέπει να τόνε τιμούμε πάντα! Η περιποίηση, είναι μεγάλο πράμα, να τα ξεύρετε αυτά άμα θ' ανοίξετε τα δικά σας νοικοκεριά!
- Ναι μαμά, δίκιο έχεις! Μήπως να πάρουμε και ξεχωριστά σερβίτσια για τον καθένα, να τον τιμάμε καλύτερα;
- Καλά, κοροϊδεύεται σεις τις ορμήνιες της μαμάς σας και να διω τι θα κάμετε για! 

Το κατσικάκι ανοίχτηκε και τεμαχίστηκε προσεκτικά στη μακρόστενη πιατέλα, με τις ροδοψημένες πατατούλες γύρω του. Η σαλάτα χωρισμένη στα τρία, σχημάτιζε πολύχρωμο σαλίγκαρο. Στο κέντρο ήταν το καρότο, γύρω του το λάχανο και τελευταίο το μαρούλι. Τυριά, αλλαντικά, τα μοσχοβολιστά και ασυνήθιστα ζυμαρένια τυροπιτάκια, ψωμάκι ζεστό και κρασί κόκκινο που λαμποκοπούσε στην καράφα, στρώθηκαν στο τραπέζι. 
- Ειλικρινά, δεν έχω ξαναφάει πιο νόστιμο φαγητό κυρία Γεωργία! Και η μητέρα μου μαγείρευε ωραία όσο ήταν στα πόδια της, εσείς όμως την ξεπερνάτε! Και στις κόρες σας βεβαίως αξίζουν συγχαρητήρια, μαζί τα ετοιμάσατε! 
- Να 'σαι καλά Αντρέα, παιδάκι μου! Ό,τι θα τρώγαμε και μοναχοί μας τρως κι εσύ, δεν σε κάμαμε και τίποτις ιδιαίτερο! Λιγοστές οι μέρες που θα ψήνουμε κρέας, μπαίνουμε στη Σαρακοστή για τα Χριστούγεννα. Θα φκιάξω κι ωραία ντολμαδάκια γιαλαντζί, θα μας έρτεις ξανά να φάμε παρεούλα! Ό,τι σε χρειάζεται να με το λες παιδί μου, πως να βολευτείς άντρας μονάχος και να 'βρεις τη σειρά σου για; Με την πάστρα τι θα κάμεις; Πέντε χρόνια κλειστό το σπίτι, έχει δουλίτσες μπόλικες... Να πω τη φίλη μου, να σε στείλει μια γυναίκα που της κάμει τη λάτρα να σε συγυρίσει; Κι άμα θέλεις, να 'χω κι εγώ το νου μου, να την λέω τι να κάμει. Όταν σχωρέθηκε η θεία σου, σκεπάσαμε όλα της τα πράματα ίσαμε ν' ανοιχτεί ξανά το σπίτι.
- Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, δεν ξέρετε πόσο με βοηθάτε! Τα έπιπλα έτσι ωραία τυλιγμένα τα βρήκαμε, όταν ήρθαμε με την...
- Με ποια ήρτατε; Η μαμά σου είχε καταπέσει πριν φύγει η Αριστέα...
- Με την ξαδέρφη μου είχαμε έρθει, για πολύ λίγο όμως. Εργαζόμουν βλέπετε μακριά και δεν είχα καθόλου χρόνο...



Η έντονη μυρωδιά των μήλων που ψήνονταν, έκανε τη Γιωργίτσα να σηκωθεί απότομα και να τρέξει στην κουζίνα, διακόπτοντας τη συζήτηση.
- Αχού! Μια στιγμή ακόμα και θα με αρπάζανε τα μήλα! Άννα, έλα δω κόρη μου και καίγουμαι
Τα μελωμένα ψητά μήλα, ταίριαζαν θαυμάσια μ' ένα ποτήρι κονιάκ. Απαλλαγμένα από κουκούτσια και κοτσάνια, είχαν γεμιστεί μ' ένα μείγμα ζάχαρης, κανέλας, σταφίδας και τριμμένων ξηρών καρπών. Ποικιλία από μικρές σοκολάτες, φρούτα ξηρά κι έτσι τέλειωσε το Κυριακάτικο γεύμα τους. 
Η Άννα έφερνε πίσω το σταχτοδοχείο που είχε αδειάσει, τη στιγμή που ο Ανδρέας ετοιμαζόταν να φύγει. Έριξε με τρόπο τον αναπτήρα του στο πάτωμα κι έσκυψαν ταυτόχρονα να τον πιάσουν, ενώ το ανδρόγυνο γελούσε δυνατά όσο η Γιωργίτσα έτριβε ένα λεκέ στο πουκάμισο του Λεωνίδα.
- Αύριο θα σε περιμένω πίσω από το άγαλμα, στην πλατεία. Το βράδυ θα περάσω να σε δω πριν κοιμηθώ... 

Ώρες στεκόταν η Άννα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, ενώ η Ευθυμία την περίμενε κουκουλωμένη στο κρεβάτι της και γκρίνιαζε.
- Ακόμα να 'ρθει; Τα λαιμά σου με είπες πριν ότι σε πονάνε, μη κι έχεις αρρωστήσει; Κλείσε το τζάμι που σε λέω!
Η Άννα, σχεδόν δεν άκουγε τη φωνή της αδερφής της. Με ξαναμμένο πρόσωπο είχε στυλώσει τα μάτια της στο δρόμο. Κάποια στιγμή, σήκωσε δειλά το χέρι σα να χαιρετούσε κι έπιασε μετά την καρδιά της.
- Ήρθε Ευθυμία, ήρθε! Αύριο λέμε ότι πάμε στα μαγαζιά και θα τον συναντήσω! 
Δυνατός βήχας έπνιξε τα λόγια της.
- Καλά, συνάντησέ τον, κλείσε όμως το παράθυρο και ξεπαγιάσαμε! Έτσι που βήχεις, λέξη δε θα μπορέσεις να τον πεις! 




Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Το κοτόπουλο της Γιωργίτσας



- Τι γέλια κι αυτά που κάναμε σήμερα! Να φεύγω σε λίγο, σειρά σου να έρθεις και θα σου φτιάξω σουφλέ που σ' αρέσει!
- Κάτσε μπρε, η ώρα επτά δεν είναι ακόμα για! Αχ αυτό το σουφλέ, καλύτερο δε θα μπορούσες να με πεις που θα με φκιάξεις, τρελαίνουμαι για! Και δε μπορώ να το πετύχω έτσι μπρε παιδάκι μου, ωραίο με γένεται αμά το δικό σου είναι άφταστο! Κάτσε κομματάκι ακόμα, παρεούλα θέλω κι εγώ, μας έκοψε η Πόπη, πάνω που θα σ' έλεγα για τη Γιωργίτσα, είδες;
Αύριο, λέω το φαγάκι της το ωραίο να ψήσω, με την κοτούλα, να διεις νοστιμιά, τι να σε λέω! Όλα της τα φαγιά ητανάνε ωραία, αμά αυτά με την όρνιθα, άλλο πράμα! Και τη λεμονάτη με τις πατάτες στο φούρνο και τη σούπα της κι αυτή με τα διάφορα που θα κάμω! Ακόμα κι αυτοί που δεν την αγαπούσανε την όρνιθα, απέ τα χέρια της την κάμανε να! 
Την έψηνε έτσι ολόκληρη, αμά αποβραδίς τήνε ετοίμαζε. Έβανε σ' ένα πιάτο μουστάρδα, αλάτι και πιπέρι, ρίγανη, κομματάκι κουρκουρμά και λεμονάκι έσφιγγε. Τα ανακάτωνε καλά και πασάλειβε την όρνιθα μέσα κι όξω.
Την άλλη μέρα που θα τήνε έψηνε, έκοβε δυο τρεις σκελίδες σκόρδο και τυρί κίτρινο. Τα ανακάτωνε πάλι με μουστάρδα και ρίγανη μόνο και γιόμιζε την κοιλιά της όρνιθας. Έκοβε κι ένα λεμονάκι σε φετούλες και το έριχνε μέσα κι αυτό και γινούτανε μια νοστιμιά! Τέτοιο ωραίο ψήσιμο, τι να σε πω! Κι οι πατατούλες πολύ ωραίες, με τα ίδια μυρωδικά τις έβανε γύρω γύρω κι ητανάνε λουκούμι!
Έκαμνε και μια πάστα για το ψωμάκι, σκόρδο, αλατοπίπερο, ρίγανη και βουτυράκι. Άλειφε τις φετούλες και τις έβανε κομματάκι στο φούρνο, δεν το χόρταινες για!
Κάτσε να πάω μια να την βγάλω απέ την κατάψυξη, μη το ξεχάσω και θα με μείκει η χαρά μόνο. Πολύ το πεθύμησα να σε πω! Ζαρζαβάτια έχω, να ψήσω και δυο μπριζόλες τον Αλέκο το μεσημέρι, το βράδυ σουγλάκια θα τον κάμει ο μπαμπάς του. Τέτοιο ωραίο φαγάκι και να μη το τρώει επειδής λέει πάχυνε κομμάτι και θέλει ψητά σκέτα της δίαιτας, τι να τόνε κάμω για;

Έβαλε το κοτόπουλο στη συντήρηση του ψυγείου κι επέστρεψε με μια πιατέλα φρούτα.
- Για πες μου πως το έφτιαχνε η Γιωργίτσα το περίφημο κοτοπουλάκι με τα διάφορα!
- Η όρνιθα, κομματιασμένη να είναι, στα τέσσερα. Πατατούλες, μελιτζάνες, πιπεριές, ντοματίτσες και σαλτσούλα θέλει, αλατάκι, πιπεράκι και λαδάκι. Εγώ, να σε πω, βάνω και κομματάκι βουτυράκι!
- Όχι που δε θα έβαζες!
- Χα χα χα! Πάντα, πάντα! Βάνεις την κοτούλα στο φούρνο, σε μεγαλούτσικο ταψί, με λαδάκι και ίσιαμε μισό ποτήρι νεράκι για να μη πιτσιλάει, ωσότου να πάρει χρωματάκι, όχι πολύ, κομματάκι, ίσα να μην είναι ωμή.
Αναμεταξύ, κόβεις τα ζαρζαβάτια σε φέτες, όσα θέλεις, για να φτουράει το φαγάκι!
Βγάνεις το ταψί και βάνεις πρώτα γύρω γύρω πατατούλες, μετά τις μελιτζάνες και τις πιπεριές.
Απέ πάνου, βάνεις τις ντοματίτσες, όλα στρογγυλά κομμένα, ίσιαμε ένα δάχτυλο πάχος και πιο λίγο, μη λιώσουνε πολύ και γένουνε σαν πουρές!
Τρίβεις ντοματίτσες, ή βάνεις απέ την έτοιμη στο κουτί και τα περεχύνεις απέ πάνου.
Ρίχνεις ακόμα κάμποσο λάδι, που το χρειάζουνται τα ζαρζαβάτια, εγώ και δυο κουταλιές γιομάτες βουτυράκι ρίχνω, για την ουσία.  Η Γιωργίτσα, με το λαδάκι μοναχά το έψηνε.
Μπόλικο μαύρο πιπέρι τραβάει να ξέρεις και μη ξεχάσεις  μια μεγάλη κουταλιά ζάχαρη, μη ξινίζει η ντομάτα.
Τα ψήνεις κι αυτό μείσκει με τη σαλτσούλα του και γένεται ένα φαγάκι, τι να σε πω! Άμα το κάμεις, θα με θυμηθείς!

Πόσο δίκιο είχε! Πεντανόστιμο το κοτόπουλο, καλοψημένο και μαλακό, με τα λαχανικά να του δίνουν υπέροχη γεύση κι η μυρωδιά της πιπεριάς να φτάνει ως τα κοκαλάκια του!


Η Γιωργίτσα, ήταν μια αξιαγάπητη γυναίκα. Λεπτή και μικροκαμωμένη, χαμηλών τόνων, άξια σε όλα,  καλονοικοκυρά, με περισσή καλοσύνη κι ευγένεια.

Παντρεμένη από τα είκοσι χρόνια της με το Λεωνίδα, έζησε ευτυχισμένη και ήρεμη κοντά του. Απέκτησαν δυο κόρες, την Άννα και την Ευθυμία. Ο άντρας της, εκτός από καλός, ήταν και οικονομικά ανεξάρτητος. Από μικρό παιδάκι δούλευε στο σιδεράδικο του θείου του κι αργότερα άνοιξε μαγαζί δικό του. Νοικοκύρης και μετρημένος, καλός χριστιανός με καρδιά χρυσή, είχε πάντα το καθαρό του βλέμμα στραμμένο στους αδύναμους κι αναξιοπαθούντες. Θεοσεβούμενος, πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία κι ευχαριστούσε το Μεγαλοδύναμο που του χάρισε υγεία, ευημερία και μια όμορφη οικογένεια. 

- Απέ το Θεό, δεν πρέπει όλο να ζητούμε αυτά που θέλουμε, αμά να τον ευχαριστούμε γι' αυτά που έχουμε! Δοξασμένο τ' Όνομά Του! 

Τις μεγάλες εορτές, αφού πρώτα εξομολογούταν για να μεταλάβει, συμμετείχε στους ψαλμούς με τα μισόκλειστα μάτια βουρκωμένα και τη βαθιά, μπάσα φωνή του που έκανε τους πιστούς να εκστασιάζονται.
Φρόντιζε να μάθει διακριτικά τις ανάγκες των ενοριτών και προσέφερε όπου υπήρχε ανάγκη. Κρυφά κι από τη γυναίκα του, απάλυνε τον πόνο τους, χωρίς να τους προσβάλει.
Αξημέρωτα άφηνε καλάθια με τα τρόφιμα της εβδομάδας στην πόρτα τους, λιχουδιές για τα παιδάκια, φάρμακα για τους αρρώστους. Χώριζε τα ποσά σε φακέλους, ανάλογα με τις ανάγκες που υπήρχαν. Ποτέ δεν έμαθε ο γιατρός ποιος πλήρωνε προκαταβολικά τις επισκέψεις στους φτωχομαχαλάδες, ούτε ο γαλατάς τα μπουκάλια που άφηνε κάθε μέρα στο κεφαλόσκαλο πολλών οικογενειών. 

- Κυρ Λεωνίδα, πόσα κιλά ψωμί τρώτε κάθε μέρα για; 

- Ε! Τα παιδιά που με δουλεύουνε στο μαγαζί, φαγανά είναι! Για να αποδώνουνε, πρέπει τα στομάχια τως να ΄ναι γιομάτα κυρά Διαμαντούλα μου! 
- Και τρώγουνε τόσο ψωμί; Μέσα θα σε βάλουνε κυρ Λεωνίδα μου, πιότερη η χασούρα σου θα είναι παρά τα κέρδη! Χα χα χα χα! 

- Χαλάλι τους, δουλευτάδες είναι! 
Από τέσσερις φούρνους αγόραζε τα πρώτα φρεσκοψημένα μεγάλα καρβέλια, για να μη δίνει δικαίωμα. Ξεκινούσε από το σπίτι πριν το πρώτο φως της μέρας, λέγοντας ότι πρέπει να βρίσκεται πολύ νωρίς στο μαγαζί. Τις γιορτές, τα καλάθια ήταν διπλά φορτωμένα. Και τα κρυφά και τα φανερά. Μαζί με το δώρο που έδινε στους υπαλλήλους του, είχε και το στολισμένο με κορδέλες καλάθι και το κρέας.

Αλλαντικά, τυριά, γλυκά, δυο μεγάλα μπουκάλια καλό κρασί, μπούτι χοιρινό τα Χριστούγεννα κι αρνί το Πάσχα. Το χέρι του φιλούσαν μ' ευγνωμοσύνη και οι τρεις μεροκαματιάρηδες που είχε στη δούλεψή του.
Κακό λόγο δεν άκουσε ποτέ κανείς από το στόμα του. Ακόμα και τους πιο ιδιότροπους πελάτες, αντιμετώπιζε με ηρεμία και χαμόγελο. 
- Άλλαξες γνώμη για το σκέδιο καλή μου κυρία; Πες με πως το θες και να σε πω κι εγώ τη γνώμη μου, να διεις τέτοια ομορφιά, που ούλοι τα δικά σου τα παραθύρια θα κοιτούν και θα ζουλεύουνε! Για τις παράδες μη γνοιάζεσαι, θα τα βρούμε. Είναι κομματάκι πιο ακριβούτσικα έτσι που τα ζητάς, σκαλιστό άμα είναι, θέλει μέρες δουλειά και κάμποσα μεροκάματα παραπανίσια. Αμά, μη σεκλετίζεσαι, λίγα λίγα θα με τα δίνεις, όποτε έχεις. Νοικοκερά γυναίκα είσαι, όχι καμιά μπαταχτσού, ό,τι και να κάνεις σε αξίζουνε και με το παραπάνω! Να σε τρατάρω κι ένα κουλουράκι απέ της γυναικός μου τα χεράκια! 



Η Γεωργία, έπινε το τσαγάκι της χουχουλιάζοντας δίπλα στη μεγάλη σόμπα. Χάζευε τα ξύλα που καίγονταν κι έριξε ένα μεγάλο μάτσο θυμάρι, να μοσχομυρίσει η κάμαρη. 
Στην κουζίνα, έβραζε η παχιά κότα στο μεγάλο τέντζερη, με μπόλικα καρότα, σέλινο, πιπέρι και φλούδες λεμονιού. Πάντα τις χρησιμοποιούσε, για να μην έχει η σούπα τη χαρακτηριστική μυρωδιά της κότας, που έκανε τις θυγατέρες της να διαμαρτύρονται όταν ήταν μικρές. Έβηχε όλο το βράδυ η Άννα και ένα πιάτο ζεστή, αυγοκομμένη κοτόσουπα, ήταν ό,τι έπρεπε για το κρύωμα. 
Αφού ήπιε το τσάι, έσφιξε την εσάρπα της και σηκώθηκε από την αγαπημένη της θέση, για να καθαρίσει το ρυζάκι. Έβγαλε το τουλπάνι με τις λεμονόφλουδες που είχαν αφήσει όλο το άρωμά τους και με τη σουρωτή κουτάλα, σήκωσε την κότα και την έβαλε σε μια πιατέλα. Έριξε το ρύζι, λίγη πιπερόριζα, αλάτι μια γεμάτη κουταλιά κι άρχισε να ετοιμάζει το αβγολέμονο. Ο ζωμός ήταν τόσο παχύς, που δεν χρειαζόταν ίχνος άλλης λιπαρής ουσίας. Τρωγόταν καυτή η σούπα κι όταν κρύωνε έπηζε τόσο, που την έκοβες με το μαχαίρι. 
- Να κρατήσω κομμάτι απέ το ζωμό της, να κάμω μια ωραία πηχτή για το ουζάκι του Λεωνίδα που τον αρέσει. Ωραία είναι με το γουρουνίσιο το ζελέ, αμά και της όρνιθας έχει άλλη χάρη! Ψαχνά να βάλω, και σκορδάκι, πιπέρι μπόλικο, καροτάκι, σέλινο, μαϊντανό, και κομμάτι λαρδί. Άμα έρτει κι ο κουμπάρος αύριο, θα φχαριστηθούνε το μεζέ. Κομμάτι τουρσί, κάνα κιοφτέ, πιτούλες με τον παστουρμά, τυράκι, ελίτσες, έχω και χοιρομέρι, κάνα αυγουλάκι να βράσω με το λαδόξιδο... Να διω τι άλλο έχω...το σαλάμι μη ξεχάσω! Μπρε, δεν κάμω και μια τυροσαλάτα μάνι μάνι να την έχωμε; 

Έλιωσε με το πιρούνι το άσπρο, μαλακό τυρί κι έριχνε σιγά σιγά το γάλα. Έτριψε μπαχάρι και πιπέρι και συνέχισε ν' ανακατεύει ελαφρά, μέχρι που έγινε σαν κρέμα σφιχτή. Έβαλε το μεγάλο μπολ σκεπασμένο στο ψυγείο. Ψιλόκοψε μια καυτερή κόκκινη πιπεριά, σε μπολάκι με νερό, για να τη βάλει στη μισή τυροσαλάτα, να γίνει πικάντικη. 
- Επέρασε η ώρα, όπου να 'ναι θα 'ρτουνε. Να την ψήσω την Άννα μετά κι ένα τσαγάκι με κανέλα και μέλι, να μαλακώσει κομμάτι ο βήχας και τα μέσα της. Να την κάμω και μια εντριβή με το σπίρτο,* μπρος πίσω, και να πέσει στα ζεστά. Πολύ κρύο πήρε το βλογημένο, άμα δεν την περάσει να πιει κάνα γιατρικό...

Ο δυνατός βήχας της Άννας, ακούστηκε πριν βάλει το κλειδί στην πόρτα. Το ανεμοβρόχι μούσκεψε την είσοδο, όσο περίμενε να μπει κι ο πατέρας στο σπίτι.
- Πα πα πα! Μέσα γλήγορα εσύ, μη σε γυρίσει καμιά πλεμονία! Γδύσου και βάλε τη ρόμπα σου τη ζεστή, η αδερφή σου ακόμα να 'ρτει! Λεωνίδα, δε φάνηκε η μικρή απέ το μαγαζί; Νύχτωσε για, που είναι τέτοιαν ώρα;
- Θα 'ρτει όπου να 'ναι μπρε γυναίκα, στης Τασούλας επήε να την δείξει τι ψουνίσανε με τη μεγάλη. Την είπα να έρτουνε μαζί, μπα και χρειαστεί η Άννα καμιά βεντούζα, θέρμη έχει!
- Θέρμη; Αχ το άμυαλο! Και την είπα, μη βγαίνεις όξω που 'χεις πάρει και κρύο, δε μ' άκουσε! Καιρός είναι αυτός για ψούνια, με χιονόνερο; Για να διω, άμα την κάμει ο γιατρός ενέσα, τι θα πει; Να τόνε φωνάξουμε να τη διει κομμάτι μπρε άντρα μου, πολύ τα φοβούμαι τα κρυώματα στο στήθος, πάρα πολύ σε λέω!

Με σαράντα πυρετό και τα μάτια της να γυαλίζουν κατακόκκινα, έτρεμε η Άννα κάτω από το βαρύ πάπλωμα. Τα ρίγη, έκαναν το σαγόνι της να τρέμει και το σώμα της να πονάει αφόρητα. Η Ευθυμία, βουτούσε την πετσετούλα στο ξιδόνερο και την ακουμπούσε στο ζεστό της μέτωπο για να την ανακουφίσει.
- Αυτός φταίει Άννα! Αφού τον είπες που έχεις κρύο, τι σε σεργιανούσε στις δρόμοι; Τώρα που ψήνεσαι, ας κάτσει να περιμένει στη γωνία να σε ξαναδεί!
- Ευθυμία μου, πρέπει να πας να τον πεις τι συμβαίνει. Πες που τελικά μετάνιωσα για τη μπλούζα και την θέλω σε άλλο χρώμα και σε στέλνω να την αλλάξεις. Θα τρελαθεί απ' την αγωνία αν δε με δει...
- Καλά, θα πάω. Μ' εσένα να δούμε τώρα τι θα γίνει που δε λέει να πέσει ο πυρετός! Ο μπαμπάς λέει, να σε κόψει βεντούζες η θεία Τασούλα, να σε πάρουνε το κρύο...
- Όχι! Δε θέλω τον είπα! Φέρε το δαφνόλαδο να με τρίψεις αδελφούλα μου, πονάω παντού, μέχρι τις φτέρνες...
- Να σε τρίψω! Αυτό είναι το καλύτερο γιατρικό για τις πόνοι στο σώμα, δίκιο έχει η θεία!

Η Τασούλα, αδερφή της Γεωργίας, έλιωνε μια μεγάλη κουταλιά μέλι στο καυτό τσάι που το μεγάλο ξύλο κανέλας είχε ήδη αρωματίσει έντονα. Έστιψε και μπόλικο λεμόνι, ό,τι έπρεπε για τον ερεθισμένο λαιμό της ανιψιάς της. Θα τον μαλάκωνε και θα υποχωρούσε ο βήχας.


- Μπρε Γιωργίτσα, καλά που ρούφηξε κομματάκι ζουμάκι να λέμε, αμά την όρνιθα ούτε που τήνε άγγιξε! Νηστικό το παιδί δεν κάμει να μείσκει, είναι βαριά τα γιατρικά και θα τήνε πονέσει το στομάχι της για! Αμά, θέλει και κάτι που να 'ναι στέρεο, με τα υγρά μόνο δε γένεται! Να την κάμω ένα πουρεδάκι μπα και το φάει έτσι, σαν κρεμούλα; Η πατάτα με το βουτυράκι και το γάλα είναι δυναμωτικιά...
- Τι να σε πω μπρε αδερφή, να καταπιεί δε μπορεί, σάμπως και την κατεβαίνουνε καρφιά στα λαιμά της λέει... Μα τι μυαλά κι αυτή, λες και θα κλείνανε τα μαγαζιά να κάμει; Αμ κι η άλλη η μικρή, αφορμή ήθελε, τη σκούφια της πετάει για περίπατο! Την είπε στην αρχή να μη βγούνε και μετά πρώτη στην οξώπορτα, μήτε να τήνε εμποδίσει! Η θέρμη πιο πολύ με στεναχωράει, φοβούμαι μη και τήνε στείλει στο νοσοκομείο ο γιατρός... Λες να την αφήκει ευαιστησία και με το πρώτο αγεράκι ν' αρπάζει τα κρυώματα στο στήθος;
- Σους μπρε, ησύχασε που σε λέω, μη φέρνεις την καταστροφή! Θα γιάνει το κορίτσι γλήγορα, θα διεις! 

Η Άννα, κατάπιε με δυσκολία λίγες κουταλιές από το τσάι. Η εντριβή με το δαφνέλαιο, ανακούφισε λίγο το πονεμένο σώμα της. 
- Ευθυμία, σε πόσες ώρες θα τον δεις;
- Ποιον θα διει η αδερφή σου μπρε κόρη μου;
- Κανέναν μαμά δε θα δω, ποιον να δω; Από τον πυρετό παραμιλάει κι ούτε ξέρει τι λέει!

Που να φανταστεί η Γιωργίτσα, ότι σε λίγο καιρό και χωρίς πυρετό θα παραμιλούσαν οικογενειακώς...




Σπίρτο - Οινόπνευμα





Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Η Ποδηλάτισσα βραβεύει!



Η αγαπημένη Ποδηλάτισσα, μου χάρισε ένα πολύ γλυκό κι έξυπνο βραβείο, με την προϋπόθεση να τηρήσω όπως όλοι τους εξής όρους: 

1) Αναρτούμε το βραβείο στο ιστολόγιό μας
2) Ευχαριστούμε το πρόσωπο που μας το χάρισε
3) Αναφέρουμε 7 τυχαία πράγματα σχετικά με τον εαυτό μας
4) Αναφέρουμε τους κανόνες
5) Χαρίζουμε το Βραβείο σε ακόμα 7 ιστολόγια της επιλογής μας
6) Ενημερώνουμε τα ιστολόγια με ένα σχόλιο για να περάσουν να το παραλάβουν 

Αφού την ευχαριστήσω ξανά, 7 πράγματα λοιπόν για μένα: 

Είμαι πολύ, μα πάρα πολύ μουσικόφιλη
Χωρίς φαγητό μπορώ, όχι όμως χωρίς καφέ
Δένομαι πολύ με διάφορα πράγματα, κυρίως όταν είναι από χέρι αγαπημένο και δεν τα πετάω ακόμα κι αν φθαρούν, όλο και κάπου τα κρύβω...
Με την τεχνολογία τα πάμε σαν το σκύλο με τη γάτα
Λατρεύω τα κεριά, τις δαντέλες, τις χάντρες και το μαραμπού και φτιάχνω διάφορα πραγματάκια, κυρίως σε ροζ χρώμα
Έχω μεγάλη λόξα με τα μικρόβια κι αμέτρητα μπουκάλια αντισηπτικών στο σπίτι και στις τσάντες μου για κάθε χρήση (Κατακουζίνα με φωνάζουν οι περισσότεροι)
Μεγάλη μου αγάπη είναι τα αιθέρια έλαια, που χρησιμοποιώ καθημερινά, απαραίτητο πάντα το τριαντάφυλλο που με τρελαίνει 

Θα το χαρίσω με τη σειρά μου σε ακόμα 7 ιστολόγια, που επιλέγω τυχαία βέβαια, δεν είμαι όμως σίγουρη αν το έχουν ήδη πάρει. Συγχωρήστε με, αλλά είμαι ακόμα... κουτάβι... 









Έχετε όλοι την αγάπη μου!   






Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Γιαβάσικο ποτάμι είναι!









- Κυρά Ανθούλα! Η Πόπη είμαι, βγες μια στιγμή που σε θέλω!

- Καλώς την Πόπη! Τι έπαθες μπρε παιδάκι μου; Έλα, πέρασε μέσα, έχω και μια φίλη μας εδώ.
- Όχι κυρά Ανθούλα μου, δεν είμαι για να κάτσω, φουρτούνες έχω πάλι!
- Τι είναι καλέ; Τι έπαθες; 
- Με τον αχαΐρευτο τον άντρα μου πάλι συγχύστηκα! Μου είπε ότι πάει μέχρι το καφενείο να δει τους φίλους του και λείπει απ' το πρωί. Με πήρε κι ο κουνιάδος μου απ' το χωριό και είπε πως η μάνα τους έσπασε το χέρι της και μάλλον θα τη χειρουργήσουν! Έστειλα το γιο μου να δει, αλλά άφαντος ο κύριος! Για καμιά ωρίτσα πέρασε λέει κι έφυγε μετά μαζί μ' έναν άλλο, που τον ξέρω τι κουμάσι είναι κι αυτός! Τσάρκες, καφενείο και γκόμενες! Πάλι τα ίδια κάνει!  Η γυναίκα του μου τα 'λεγε προχθές η καημένη, που αν δεν είχε τα παιδιά θα τον είχε διώξει!
Είπα, μπας και τον είδε πουθενά στο δρόμο ο κύριος Γιάννης, που να τον βρω να τον ειδοποιήσω; 
- Όχι κοκόνα μου, ακόμα δεν έχει έρτει ο Γιάννης...

Μιλούσε κι έκλαιγε η Πόπη, που πέρασε τη μισή ζωή της μετρώντας τα κέρατα που της φορούσε ο άντρας της. Η Ανθούλα προσπάθησε να την ηρεμήσει, μάταια βέβαια.
- Σώπα Ποπίτσα μου, μη κάνεις έτσι και σ' έρτει τίποτα, σκέψου τα παιδάκια σου τζιέρι μου! Που θα πάει, θα γυρίσει σπίτι και θα τον πεις και για τη μαμά του και να τόνε αγριέψεις!
Πέστονα, άμα δεν κόψεις αυτά τα πράματα, την πόρτα κλειστή θα τήνε βρεις! Και να σε πω, τον χρειάζεται! Πρέπει να γένει τσαρές* με δαύτονα! Τόσα χρόνια τα ίδια για!
- Τη ζωή μου έχει φάει ο καταραμένος! Μωρέ θα του είχα δώσει το πανί του, αλλά μου άλλαξε γνώμη η αδερφή σου κι είδα ότι έχει δίκιο! Το μεδούλι του ρουφάνε του ηλίθιου, δε θα μείνουμε στο δρόμο εμείς!
Τι μου λείπει εμένα δηλαδή, ε; Που έτσι και κουνήσω το δαχτυλάκι μου, χίλιοι από πίσω μου θα τρέξουνε! Αμ! Δε με ξέρει καλά, θα δει τι θα του κάνω!

Έφυγε η Πόπη, σκουπίζοντας τα μάτια της. Από το παράθυρο την είδε η Μυρτώ που περπατούσε βιαστικά, με το κεφάλι ψηλά. Εμφανίσιμη κυρία, κομψή, με καστανά μαλλιά και ξανθές ανταύγειες. Φορούσε φούστα εμπριμέ και πράσινη μπλούζα με φαρδιά μανίκια. Ήταν πολύ εντυπωσιακή.
- Μπρε την καημένη την Ποπίτσα! Που έπεσε η κοπέλα, τι χάλι είναι με δαύτονα!
- Ωραία κυρία! 
- Ωραία είναι και νοικοκερά είναι κι απέ καλή οικογένεια! Προξενιό της τον κάμανε και την άρεσε αυτός πολύ, αμά κι εκείνη τον άρεσε, ομορφάντρας είναι!
Είχε έρτει απέ το χωριό του με μπόλικοι παράδες, έχουνε πολλά χτήματα εκεί, μεγάλη περιουσία να πούμε. Ανοίξανε μ' έναν αξάδερφό της μαγαζί, πουλούνε για τα αυτοκίνητα διάφορα, αμά πολύ μεγάλο είναι σε λέει και με πελατεία που δεν τις προφταίνουνε. Είχε πάει ο Αλέκος, κάτι που ήθελε να βάλει στο αμάξι και με τα είπε που χάνεσαι κει πέρα!
Αφού που λες κάμανε τη δουλειά μαζί, γενήκανε εγκαίνια και πήγε κι η Πόπη με τις γονιοί της και τ' αδέρφια της. 
Καλομαθημένη εκείνη, μοναχοκόρη, ράφτρα καλή η μαμά της, έβγαινε όξω κι όλοι τήνε κοιτούσανε απέ τα ωραία που φόραγε.
Αυτός που λες, μόλις τήνε είδε ξετρελάθηκε! Τον είπε τον αξάδερφο που πολύ τον άρεσε και να κάνει κάτι, να τη μιλήσει να πούμε κι έτσι γένηκε. Μίλησε και με τις θείοι του, τις γονιοί της, τα αδέρφια της, την τάξανε λαγοί με πετραχήλια που λένε. Τι λούσα, τι ταξίδια, τι ζωή καλή, την καλάρεσε κι εκείνηνα και τόνε πήρε.
- Μικρή θα ήταν, ε;
- Δεκαοχτώ ητανάνε, στα δεκαεννιά παντρεύτηκε, στα εικοσιένα, εικοσιδύο έκαμε το πρώτο της παιδάκι. Στην αρχή, πολύ ωραία περνούσε μαζί του, όλο βγαίνανε κι ένα σωρό πράματα την έκανε. Τι διακοπές ένα μήνα, όπου ήθελε εκείνη, παγαίνανε και στο χωριό και γυρίζανε φορτωμένοι. Κέντρα, ταβέρνες, χοροί, πλούσια ζωή να πούμε. Αμά, στα πέντε χρόνια απάνου, αρχινίσανε τα προβλήματα...
Αυτός, ητανάνε πολύ του καφενείου να πούμε, μαζευούντουσανε οι φίλοι του εκεί και καθούντουσανε με τις ώρες. Αναμεταξύ αυτός, δεν πάγαινε να κάτσει όλη μέρα στο μαγαζί, περνούσε λίγες ώρες και δρόμο μετά. Ητανάνε ο αξάδερφος και τρεις υπάλληλοι και έβγαινε η δουλειά. Η Πόπη, που να 'ξερε άμα εκείνος δεν ήτουνε στο μαγαζί και γύριζε με τις φίλοι του; Έμεικε έγκυος και στο δεύτερο, είχε και το άλλο μικρό να πούμε και δεν πονηρεύτηκε. Μετά, πήρε χαμπάρι που όλο όξω έβγαινε και την έλεγε που μαζώχνουνται όλοι εκεί σε μια λέσχη. Δεν έδωκε και πολύ σημασία, μέχρι που παράγινε το πράμα!
- Λογικό ήταν, απ' την αρχή έπρεπε να τα ξεκαθαρίσει. 
- Ναι για! Αμά δυστυχώς, φτάσανε στο απροχώρητο μετά τα πράματα... 


Οι τρεις ώρες έγιναν τέσσερις και πέντε και δέκα. Το σπίτι τον έβλεπε αργά τη νύχτα, που  έκανε μπάνιο και κοιμόταν. Η Πόπη, έστησε καβγά γερό και τους άκουσε όλη η πολυκατοικία.
- Ένα απόγεμα, φεύγει για το καφενείο και τι ώρα γύρισε στο σπίτι λες; Η ώρα τρεις της νυχτός! Τον κάμει εκείνη πέντε παράδες και την είπε που ήρτανε κάτι πατριώτες του απέ το μαγαζί και βγήκανε μετά για τσίπουρα. 
Αμά, πίσω στο γιακά του σακακιού του, είχε μαδημένα γαρούφαλα! Χα χα χα χα! Του τα βουτάει απέ το σβέρκο και τα πετάει στα μούτρα του και γένεται μεγάλο πατιρντί! 
- Στα μπουζούκια πήγε τα πατριωτάκια, ε; 
- Χα χα χα! Άστα, τι να σε λέω! Πάει, πιάνει τον αξάδερφό της, χαμπάρι αυτός δεν είχε βέβαια. Τον ρίχνει ένα βρισίδι, που λύσσιαξες να με τον δώκεις και να τώρα τι τραβάω, τον μποίξε τον δείξε... Τελικά αυτός, είχε μπλέξει με μια που τόνε σπίτωνε κι εκεί πάγαινε! Τρελός και παλαβός μαζί της ητανάνε και χάλια αυτή, σε λέει μια που σιχαινόσουνε και να τήνε φτύσεις! 
- Έτσι γίνεται τις περισσότερες φορές, στις χειρότερες πέφτουν...
- Βέβαια, έχει ξαναγένει τέτοιο πράμα, που να λες μπρε τι τήνε ζήλεψε, που 'χει μια χαρά γυναίκα; Ετοιμαζούτανε και να βαφτίσει το παιδάκι, αυτός όμως το τραβούσε δυο τρεις μέρες με τα κείνηνα στο σπίτι της. Κι εκεί που την είχε έρτει απελπισία, άμα το διαζύγιο να βάλει μπρος, για τα βαφτίσια, τη μίλησε η Σουλτάνα, που ητανάνε εδώ κι έτυχε να έρτει και η Πόπη.

Πανέξυπνη και προνοητική η Σουλτάνα, την άκουσε προσεκτικά κι αφού του έσουρε ένα σωρό βρισιές και κατάρες, έπιασε τις ορμήνιες!
- Τα δίκια σου βουνό Πόπη μου, μαύρη η ώρα που τόνε πήρες! Αμά, θα σε πω το σωστό πιο είναι και θα διεις που έτσι πρέπει να κάμεις. Πρώτα απ' όλα, μη σηκωθείς και φύγεις απέ το σπίτι σου και πας πάλι στη μαμά σου, θα πει που τον εγκατέλειψες και δε σε συμφέρει! Άμα τόνε πιάσει ο πόνος και γυρίσει να διει τα παιδιά και λείπετε απέ το σπίτι, πιο γλήγορα θα τρέξει πάλι σε κείνηνα, μη τόνε σπρώξεις!
Ούτε διαζύγιο να τον δώκεις, ακούς τι σε λέω; Τόσοι παράδες έχει και περιουσία, η άλλη θα του τα φάει μπρε; Αμά έτσι που είναι ξελογιασμένος με δαύτηνα την αρσίζα, την ξετσίπωτη, στραβωμάρα έχει για! Θαρρείς που θα τον αφήκει φράγκο στην τσέπη, αφού τόνε τρέχει κάθε βράδυ στα μπουζούκια; Χάρη θα τους κάμεις μπρε, άμα φύγετε απέ τη μέση κι εσύ και τα παιδιά, δεν το καταλαβαίνεις; Τα κόπια των πεθερικών σου και τα δικά του τόσα χρόνια, έτσι θα τα αφήκεις; Κρίμας είναι για! Θα πεις το φίλο του, αυτόνε που τα κάμανε μαζί, ότι θα βαφτίσεις το κορίτσι σας την τάδε ώρα, στην τάδε εκκλησία και πρέπει να είναι εκεί σαν πατέρας κι ότι σε χρειάζουνται βέβαια παράδες.
Πες και που θα βγάλεις της μάνας του το όνομα, όπως και να 'χει θα έρτει στο φιλότιμο ο αδικιωρισμένος. Κοίτα εκεί στα βαφτίσια, να τόνε ξεγελάσεις με καλοπιάσματα και μίλα και την πεθερά σου με τρόπο, να γραφτούνε τα χτήματα στων παιδιών τα ονόματα, διε και το μερτικό του, το μισό μαγαζί, να πάει στο αγόρι, ακούς τι σε λέω; Μετά, να τον μαζώξεις στο σπίτι σας, κάνε του και τίποτις τσαλίμια έτσι που θα είναι φέσι απέ το κρασί. Κλείσε τα μάτια σου άμα δε θες να σε ακουμπήσει που λες και τόνε σιχαίνεσαι και κοίτα να τόνε ξελογιάσεις! Στο κρεβάτι η γυναίκα, παίρνει πάντα αυτό που θέλει, αρκεί να είναι ξύπνια!
Χώσου κομμάτι και στο μαγαζί, έτσι που είναι τα πράματα, να 'χεις κι απέ κει να λαβαίνεις!
- Μα τι λέτε τώρα κυρία Σουλτάνα μου, πως θα τα κάνω αυτά; Δεν γίνεται, αποκλείεται!
- Σους μπρε, αμέσως αποκλείεται! Αν ήταν έτσι όλες οι γυναίκες, στις δρόμοι θα μείσκανε με τις γκομενοδουλειές των αντρών τους! Πες με που σ' έχει συνέταιρο στις παράδες του, να σε πω δώστονα κλωτσιά τώρα! Υπομονή θα κάμεις, μέχρι να εξασφαλιστείτε, αμάξι μπρε να τόνε κόψει, μήτε τη σύνταξη δε θα πάρεις άμα έχετε χωρίσει! Καλύτερα δε θα είναι να μείκεις αρχοντοχήρα και να 'βρεις άλλονα μετά; 
- Χα χα χα! Βρε τη Σουλτάνα! Και τι απέγινε;
- Ό,τι την είπε έκαμε!

Αυτό έκανε η Πόπη. Βαφτίστηκε η μπέμπα παρουσία και του πατέρα, που πήγε στην εκκλησία από το σπίτι της άλλης, έκαναν και τραπέζι για να χαρεί η γιαγιά το όνομα.
Το επόμενο πρωί, τον βρήκε στην αγκαλιά της γυναίκας του, που ήταν πιο θερμή απ' όλες τις φορές. Κουβέντα για το φλέγον ζήτημα δεν του έκανε, μόνο σχολίαζε τη χαρά της γιαγιάς και τα ταξίματα που έκανε στα εγγόνια της. Η μικρή, θα προικιζόταν λίγο παραπάνω, επειδή ήταν κορίτσι και το αγόρι θα είχε το μεγάλο κτήμα και το μαγαζί!
- Έτσι είπε η μητέρα σου, θέλει να τα δει να περνάνε στα ονόματά τους, πριν κλείσει τα μάτια της... Κι εγώ, χρειάζεται να ηρεμήσω λιγάκι, πολύ κουράστηκα με τα παιδιά...Να, έλεγα, κλεισμένη εδώ συνέχεια και να με τρώνε μαύρες σκέψεις, καλύτερα να πηγαίνω στο μαγαζί, να ξεδίνω λιγάκι με τον κόσμο, στο ταμείο και στο τηλέφωνο, μια χαρά θα είμαι...
Ζαλισμένος από το πολύ ποτό και τη φλογερή νύχτα που πέρασε μαζί της, δεν είχε και πολλά περιθώρια να φέρει αντίρρηση στο θέλημα της μητέρας του. Το επόμενο πρωί, επισκέφτηκαν το συμβολαιογράφο και στις τρεις μέρες πήγε μέχρι το καφενείο και γύρισε μετά από έξι ώρες... 
- Συχύστηκε η Πόπη... Σε λέει, πάνου που έδειξε να έβαλε κομματάκι μυαλό, να τόνε βλέπουνε και τα παιδιά, να νιώθουνε τον πατέρα, ξανά μανά τα ίδια;
- Κρίμα... Δεν αλλάζει ο άνθρωπος, τι να λέμε... 

Η Ανθούλα, έβαλε λίγο ακόμα λικεράκι και πήρε ύφος πονηρό... 
- Να σε πω, σιγά μη καθούτανε να σκάσει κιόλας, αφού τακτοποίησε τα σχετικά κι έδεσε το γάιδαρό της...Χα χα χα χα!
- Τι γελάς καλέ, τι έκανε; 
- Φίλο έχει, αμά δεν το λέει πουθενά! Την τσάκωσε ο Γιάννης, ητανάνε στο λεωφορείο και τήνε είδε που έβγαινε μ' ένανε απέ ένα ξενοδοχείο! Χα χα χα! Γιαβάσικο* ποτάμι είναι για! 
- Μωρέ, μπράβο στην Ποπίτσα! Τώρα είναι ίσοι! 



Τσαρές - Λύση

Γιαβάσικο - Σιγανό

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Κοινωνικά σχόλια με την Ανθούλα

- Απέ μια μεριά να ήσουνε μόνο, να 'βλεπες τι γενούτανε, τι να σε λέω! Χα χα χα χα!

Η Ανθούλα μετά το καφεδάκι, έτριβε τα ασημένια κουταλάκια της, καθισμένη στην πολυθρονίτσα. Άφηνε συνέχεια το πανάκι με το υγρό καθαρισμού και διηγόταν παραστατικά για πολλοστή φορά στη Μυρτώ τα ευτράπελα που έγιναν στο σπίτι του ανιψιού της. Ήξερε την ιστορία της Αμέρσας με το Μεμά και τη μετέπειτα ζωή της, αλλά αυτό με το νέο άντρα, θα άφηνε εποχή.
Γελούσαν τόσο πολύ κι οι δυο, που έτρεχαν δάκρυα απ' τα μάτια τους και τα σκούπιζαν συνέχεια.
- Αμά κι αυτός ο ανιψιός μου, τι να σε πω, το Θεό του δεν έχει! Χωρατατζού πολύ είναι κι η αδερφή μου, αυτός όμως ταίρι δεν έχει! Και διε, σοβαρά και κουρού κουρού τα λέει, που άμα δεν τόνε ξέρει κανείς, τόνε πιστεύει! Ητανάνε που ητανάνε τρελή η Αμέρσα, την απόκαμε αυτός! Χα χα χα χα χα!
Ίσιαμε που φύαμε, αυτά την έλεγε, βουρ στον Πολυχρόνη κυρά Αμερσούλα μου, που 'σαι γκιουζέλα και βάνεις κάτου τις σαραντάρες! Κι αυτή η χαϊβάνω τόνε πίστευε για! Τυχερά είναι αυτά Γιακωβάκι μου, τον έλεγε. Κι εκείνος, δως του να τήνε τσιγκλίζει και να την λέει που την τύχη της πρέπει να τήνε σπρώξει! 
Αναμεταξύ, αυτή είναι λιγόφαγη σχετικά και την γιόμιζε το πιάτο και την έλεε φάε μπρε, να βάλεις κομματάκι κρέας πάνω σου, να 'χεις πιασίματα, τσι κοκάλες θα ηπιάνει ο γαμπρός; Κόκκινη σαν το παντζάρι γένηκε αυτή και τον λέει τι πιασίματα με λες κι εντροπής πράματα; Και την απαντάει εκείνος αμέσως, στη νηστεία θα τόνε έχεις κοτζάμ άντρα, ούλο το χρόνο Σαρακοστή θα 'χει;

Η Μυρτώ, σκούπιζε τα μάγουλά της από τα δάκρυα, που είχαν παρασύρει ρουζ, σκιά, μάσκαρα και μολύβι...
- Σε καλό να μου βγει τόσο γέλιο, το στομάχι μου πόνεσε! Αλλά περισσότερο γελάω με τον ανιψιό σου, αστέρι έβγαλε η Σουλτάνα! Τη Λαμπρινή, πως την κουμαντάρατε
- Α! Μπρε να μη σκάει τ' αχείλι της, όλοι κακανίζαμε κι αυτή παιδί μου εκεί, με τη μουτράκλα χάμου! Μόνο που όταν μας είπε η Αμέρσα για τον Πολυχρόνη και είπε η Μαρίκα τα σχετικά, που είναι νέος κι αυτά, έβαλε μια φωνή κι έκαμε το σταυρό της! Τι είναι αυτά τα πράματα την λέει, άντρα θες στην ηλικία σου και μάλιστα τόσο μικρό; Αυτό μονάχα είπε κι όλο το βράδυ μουρμούραγε τα δικά της. Έχει να σούρει τη Σουλτάνα λόγια, πα πα πα! Και τον Ιάκωβο που τόνε αγριοκοίταζε συνέχεια...χα χα χα! Η Σουλτάνα, την είπε όταν φεύγανε, άμε στο καλό και η ώρα η καλή μ' ένανε της σειράς σου! Κι άμα δεν τόνε βρεις, θα σε πάω κάπου εγώ που ΄χει μάτσο τις άντριδοι, να διαλέξεις όποιονε θέλεις! 
- Που θα την πάει καλέ; 
- Στο γηροκομείο είπε! Χα χα χα χα! Της τρελής γένηκε σε λέω και σ' όλο το δρόμο να με τα λέει ο ανιψιός μου πως θα την βρει άντρα και δε μας έμεικε άντερο απέ τα γέλια! Χα χα χα χα! 

Με είπε κι η Μαρίκα ένα πράμα που δεν το ΄ξερα. Η Αμέρσα, είχε μείκει έγκυος λίγο μετά που παντρεύτηκε. Την είπε ο γιατρός κομμάτι στο κρεβάτι να ξαπλώσει, επειδής είχε διει λίγο αιματάκι, αμά πού αυτή η λωλή να κάτσει κάτου! Μεγάλο το 'χασε το μωρό, κοριτσάκι ητανάνε. Κρίμας, είχε κι άντρα καλό, βρε την παλαβή που χάλασε έτσι δα τη ζωή της! Και να σε πω, άντρα άλλονε δεν εγνώρισε, εδώ που τα λέμε, αμά η φαντασία της τρέχει κι όλο που αρέσει και τέτοια. Η ψυχή της, σαν του μωρού είναι, να συντρέξει, να βοηθήσει, αμά τόσο τρελή μπρε παιδάκι μου! Ίσιαμε τα εξήντα βάλε, στα τραπέζια απάνου, ποιος να τήνε έπαιρνε στα σοβαρά για; Τι να πεις... Να ΄ναι καλά που μας έκανε και γελάσαμε τόσο κι αυτή κι ο Ιάκωβος! Τώρα να διούμε με την άλλη τη ζαβή τι θα γένει;

- Τη ζαβή; 
- Ναι για, την Αγγέλα που σ' έλεγα, τη χήρα, με το συνταξιούχο...
- Ναι καλέ, τι γίνεται με το αίσθημα, είχε η αδερφή σου κάνα νέο;
- Η Αγγέλα την τελεφώνησε κάμποσες φορές. Την είπε που βγήκε μετά κείνονα δυο τρεις φορές, βέβαια! Χα χα χα! Και στην Κηφισιά την πήε για να φάνε, καθίσανε μετά και για γλυκό και για ουζάκι στη Χαλκίδα έφτασε η χάρη τους και τήνε γύριζε όλη μέρα στα απέ κει μέρη να πούμε, αμά το πρόβλημα είναι αλλού για! Το μυαλό της όλο στις σκύλοι ητανάνε, επειδής λέει τα δυο δεν είχανε καλοφάει και τα είχε πολύ έννοια, αυτή να πούμε να τρώει κι εκείνα να μείσκουν νηστικά, δίχως όρεξη. Τύψεις που είχε τον είπε, διε ζαβομάρα που τήνε δέρνει απέ τη μια, αμά είναι και το άλλο! Αυτή η αξαδέρφη της, που ήτουνε μαζί στην εκδρομή, βούκινο την έκαμε, μάλιστα! Τα σόγια της, είχανε στο νου τους να τήνε κληρονομήσουνε που παιδιά δεν έχει και μόλις μάθανε που γνώρισε έναν άθρωπο να πούμε και βγαίνει, το πήρανε πολύ στραβά!
- Τι λες; Τόσο πολύ την αγαπάνε οι συγγενείς της;
- Εμ! Σε λένε αυτοί, περνούνε τα χρόνια, θα πέσει στην ανάγκη να τήνε κοιτάξει κάποιος, θα τήνε κληρονομήσει κιόλας. Εμείς είμαστε δω! Άμα βγαίνει με άντρα και κάνει και ράνει, εμάς θα μας κάμει πέρα. Χώρια που είχε πάει για ψούνια και την γλωσσοτρώγανε που ξοδεύει τις παράδες της αφού έχει του κόσμου τα λούσα.
- Καλά έκανε! Τόσα κι άλλα τόσα να έχει, δικαίωμά της είναι! Άκου την γλωσσοτρώγανε, με ποιο δικαίωμα της κάνουν κουμάντο; Κλωτσιά να τους ρίξει, εγώ αυτό θα έκανα στη θέση της!
- Έτσι την είπε κι η Σουλτάνα! Να κοιτάξεις τη ζωή σου που 'σαι νέα γυναίκα ακόμα κι ο Χαρίλαος είναι μια χαρά άθρωπος! Ευγενικός πολύ είναι την λέει, λουλούδια την έστειλε και σοκολατάκια καλά, τήνε σέβεται πολύ να πούμε, μια χαρά ταιριάζουνε σε όλα τους. Πολύ την άρεσα* αυτή τη γυναίκα απέ τη αρχή, που είναι και πολύ κυρία και αριστοκρατική! Και το Χαρίλαο τον άρεσα, κοτσονάτος και εμφανίσιμος, πολύ τζέντλεμαν σε λέω, πολύ! Κι εκείνη πάντως, τόνε έχει τον τρόπο της, δυο συντάξες παίρνει και φυσικά καλοπερνάει και ντύνεται και στολίζεται, τι ανάγκη έχει;



Καμία ανάγκη δεν είχε η Αγγέλα. Όλη μέρα ασχολιόταν με τα σκυλιά της κι απολάμβανε τους κόπους τους δικούς της και του συζύγου της. Εργαζόταν από τα δεκαοχτώ της και σε λίγα χρόνια γνώρισε τον άντρα της, ενώ ταυτόχρονα κέρδισε με το σπαθί της τη θέση της προϊσταμένης στο μεγάλο εμπορικό κατάστημα. Προμηθευτής ο συχωρεμένος, είχαν επαφές και η συμπάθεια που ένιωθαν έγινε έρωτας που κατέληξε σε γάμο. Τριάντα χρόνια δουλειάς, της εξασφάλισαν μια καλή σύνταξη, που μαζί με του συζύγου, τους έκαναν να ζουν άνετα.
Όταν τον έχασε, ευτυχώς που δεν είχε ν' αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα, κάτι που ενθάρρυνε ακόμα πιο πολύ  και τα δυο σόγια. Ήδη τους προσέγγιζαν, όταν ακόμα εργάζονταν και ζήλευαν την άνετη ζωή τους. Πολλά δανεικά κι αγύριστα, κλαψουρίσματα, προβλήματα οικονομικά πάσης φύσεως, τους έκαναν κάποια στιγμή να δουν το μέλλον τους με άλλα μάτια.
- Πρόσεξε Αγγέλα μου, την έλεγε από το κρεβάτι του πόνου ο άμοιρος ο άντρας της, ζωντανή θα πέσουνε να σε φάνε τα κοράκια! Εγώ θα φύω, αμά να θυμάσαι πάντα ό,τι σε έχω πει, μη γένεσαι θύμα αυτονώνε! Να σε τα λέει η Σουλτάνα, όπως της τα ΄πε και να σε σφίγγει η ψυχή σου...
- Καταλαβαίνω... Αλλά κι εκείνη τους άφησε περιθώριο να επεμβαίνουν, πολύ κακώς βέβαια.
- Λυπησιάρα είναι για! Αμά την λέει η Σουλτάνα, με τα μυαλά που ΄χεις, βλέπω να μείσκεις αγκαλιά με τις σκύλοι σου κι έτσι δα να πάει η υπόλοιπη ζωή σου! Κρίμας είναι για! Και καλά η Αγγέλα πες, έκαμε ένα καλό γάμο και μείκανε μαζί ίσιαμε που τους χώρισε ο Θεός. Να διούμε τώρα τι θα γένει με την άλλη την παράξενη!
- Την παράξενη; 
- Ναι για, την Άννα, της Γιωργίτσας την κόρη που λύσσιαξε η Λαμπρινή, τις προάλλες και τήνε έβριζε στα καλά καθούμενα τέτοια χρυσή γυναίκα! 
- Ναι, ναι, κατάλαβα! Πως θα γίνει η συνάντηση, τι σκέφτηκε η Σουλτάνα;

- Είναι να τα μιλήσουνε η αδερφή μου με τη Γιωργίτσα, για κείνονα το λογιστή που σε είπα, στην εκδρομή. Μακάρι να γένει κάτι, να πάρει μια χαρά κι αυτή η χριστιανή απέ τη μεγάλη της, που 'χει καημό να τήνε παντρέψει... Αμά την κόρη της, κουβέντα δε θα πούνε, δε θα θέλει να πάει! Τήνε φάγανε οι έρωτες με τις λάθος αθρώποι κι έμεικε κοτζάμ γυναίκα έτσι...
- Δε θέλει ν' ακούσει για προξενιό, ε;

- Άπαπαπαπα! Και να πεις που δεν τη ζητήσανε, καν και καν γαμπροί! Με τις δουλειές τους τις καλές, απέ οικογένειες καθώς πρέπει, τι να σε πω! Αυτή η κοπέλα, ητανάνε μονόχνοτη απέ μικρούλα να πούμε. Εμφανίσιμη, αφρατούλα, όχι παχιά, αμά με τα κιλάκια της κομματάκι παραπάνω, μόρφωση έχει, παράδες έχει, όλα τα 'χει! Λέγαμε τι συμβαίνει και είναι τόσο κλεισμένη, μήτε κουβέντες πολλές, μήτε να μπει και να βγει σαν κοπέλα! Μετά εμάθαμε τι την συνέβηκε κι ήτουνε έτσι το καημένο το κορίτσι...

Τήνε ξεγέλασε ένας παλιάθρωπος και την έταξε γάμο κι αυτή καθούτανε και τόνε περίμενε. Τα καλύτερά της χρόνια, έτσι σκλαβωμένη μαζί του έμεικε! Μετά αυτός, γένηκε καπνός και μάθανε που ητανάνε παντρεμένος το τέρας! Και σα να μην έφτανε αυτό, πήε η γυναίκα του και τους έκαμε μεγάλο πατιρντί! Του θανατά πέσανε όλοι με τέτοιο πράμα που γένηκε, χωρίς να φταίει το κορίτσι τους...
Αυτός ο αδικιωρισμένος, είχε μιλήσει και με τις γονιοί της, λογοδοσμένοι ητανάνε για!
- Χριστός και Παναγία! Πως το έκανε αυτό και γιατί να το κάνει; 

- Παράδες ήθελε να τους φάει για! Απέ την εκκλησία που 'χανε πάει των Ταξιαρχώνε μια χρονιά, τήνε έβαλε στο μάτι! Μπήκε ν' ανάψει ένα κερί και είδε την κοπέλα που ητανάνε με τη μαμά και την αδερφή της, ο μπαμπάς της έψελνε με τις άλλοι. Η Σουλτάνα μ' έλεγε, που δεν εμπήκε τυχαία να πούμε, τήνε είχε βάλει στο μάτι από καιρό και βρήκε αφορμή αυτός να την μιλήσει ένεκα του εορτασμού! 
Κάτσε να βάλω λικεράκι και όλα θα σε τα πω να φρίξεις



Την / τον άρεσα - Μου άρεσε


Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Σάλα σάλα με την απτάλα!


  - Αμάν πια αυτή υγρασία, τα κόκαλά μου με τρυπάει! Τα μαλλιά θα με χαλάσει, διε χάλια!
Κι αυτά τα ρούχα, απέ η ώρα οχτώ το πρωί τα άπλωσα κι ακόμα βρεμένα είναι για!
Περίμενε η Ανθούλα τον Ιάκωβο να περάσει να την πάρει, να πάνε σπίτι του. Με την Αγλαΐα, τη γυναίκα του, είχαν καλέσει τις θείες για φαγητό και η Ανθούλα είχε χαρεί πολύ για την πρόσκληση. Ο Γιάννης δεν ήθελε να πάει, για να μη βλέπει τη Σουλτάνα.
Πάντα περνούσε καλά στο σπίτι τους και ήταν ευκαιρία να δει όλα τα ανίψια της μαζεμένα εκεί.  Έφτιαξε ένα γλυκό, σαν το μωσαϊκό, αλλά είχε την όψη τούρτας.

Τέσσερα πακέτα μπισκότα, δύο κεσεδάκια βούτυρο, ένα κουτί κακάο, αμυγδαλόψιχα, φουντούκια, ένα ποτήρι γάλα, μισή κούπα ζάχαρη άχνη κι ένα γεμάτο ποτηράκι κονιάκ, ήταν η βάση. 
Με τον πλάστη θρυμμάτισε τα μπισκότα σε μικρά κομματάκια.
Έλιωσε το βούτυρο, πρόσθεσε το γάλα, την άχνη, το κακάο και τα ζύμωσε ελαφρά.

Οι ξηροί καρποί και το κονιάκ στο τέλος, αφού είχε πριν ομογενοποιηθεί καλά το μείγμα.
Το άπλωσε σε ταψάκι στρογγυλό, ντυμένο με λαδόκολλα πολύ πιο πάνω από την επιφάνειά του, το σκέπασε με αλουμινόχαρτο και το έβαλε στην κατάψυξη. 

Μέχρι να παγώσει και να σφίξει καλά, ετοίμασε την κρέμα.
Δύο αυγά, μια κούπα νισεστέ, ένα μεγάλο μπουκάλι γάλα, μισό ποτήρι νερό, δυο κουταλιές βούτυρο, μισή κούπα ζάχαρη και βανίλια. 
Έβαλε το γάλα να βράσει σε χαμηλή φωτιά με τη ζάχαρη
Διέλυσε το νισεστέ στο νερό και χτύπησε ελαφρά τα αυγά σε βαθύ πιάτο
Μόλις το γάλα έβρασε, έριξε το νισεστέ, ανακατεύοντας συνέχεια και πρόσθεσε το βούτυρο
Λίγο πριν πήξει εντελώς η κρέμα, έριξε σιγά σιγά τα αυγά και δυο τσιμπιές βανίλια και συνέχισε το ανακάτεμα μέχρι να σταθεί η κρέμα στο κουτάλι και να μη πέφτει ρευστή
Όταν κρύωσε καλά, έβγαλε τη βάση από την κατάψυξη και πρόσθεσε την πηχτή κρέμα, που σταθεροποιήθηκε στο ψυγείο. 

Σε λίγες ώρες, το σήκωσε προσεχτικά με τη λαδόκολλα και το έβαλε σε πιατέλα. Την έβγαλε εύκολα και στόλισε το γλυκό με τριμμένο μπισκότο, αμύγδαλο και κερασάκια από το τελευταίο κρυμμένο βάζο, που γλύτωσε από τον αδηφάγο άντρα της. 
- Τέλειωσε το κεράσι μπρε γυναίκα;
- Όλο το φάγαμε Γιάννη μου! Είχαμε και μουσαφιρλίκια πολλά και τρατάριζα... 
- Δε με λες, τι σκάλιζες στο απάνου ντουλάπι κρυφά κρυφά;
- Το συκαλάκι είδα μια, μπα κι είχε μερμηγκάκια τριγύρω. Κάτσε να σε βάλω δυο να φας!

Στο σπίτι του Ιάκωβου και της Αγλαΐας, αντηχούσαν τα γέλια της Μαρίκας και της Σουλτάνας. Οι δυο συμπεθέρες, είχαν πάει από νωρίς, ήπιαν τα καφεδάκια τους, τύλιξαν κι αυγόκοψαν μετά τα σαρμαδάκια, βοήθησαν στις πίτες κι αφού άλλο δεν χρειάζονταν στην κουζίνα, πέταξαν τις ποδιές και βολεύτηκαν στον καναπέ με λικεράκι κουσελεύοντας. 
- Μπα που κακό χρόνο να μην έχει η απτάλα!* Μυαλό δεν έβαλε, δεν την έφτασε που τήνε χώρισε ο άντρας της, το χαβά της έχει! 
- Μα στα καλά τση είναι; Που ηκούστηκανε αυτά που ήκαμε η λωλή; Καλή ήτουνε, νοικοκερά, γλεντζού όμως τόσο πολύ; Τι ρεντίκολο ήκαμε στον καημένο το Μεμά και τι μπερντάχι* την ήδωκε... Καλός άθρωπος κι ήμπλεξε με την αλαφρόμυαλη, αχ...
- Μεγάλη γυναίκα και ν' ανεβαίνει απάνου στα τραπέζια να κουνιέται; Χα χα χα χα! Ποιος έχασε τα μυαλά του, να τα 'βρει αυτή μπρε συμπεθέρα μου;

- Θυμήθηκα, πάνε πολλά χρόνια βέβαια, που ήτουνε στα τρυφερά τση με το Μεμά. Στσι βόλτες που την ήκαμε, τα μυαλά τση ούλο στο νταχτιρντί τα είχενε! Ούλα τα ζευγάρια ηπήγαιναν το θέρος στσι γιαλοί* κι ηρομαντζάρανε κι η Αμέρσα δεν ηφχαριστιότανε με τίποτις! Άμα την ήλεγε να πάνε στσι ταβέρνες με τα όργανα, τη σκούφια τση ηπετούσε! Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, ηχορτασμό δεν είχε αυτή μάτια μου! 

Τσαχπίνα η Αμέρσα! Μικροκαμωμένη, ομορφούλα, με δαχτυλιδένια μέση και λεπτά πόδια που στηρίζονταν πάντα σε ψηλά τακούνια, περπατούσε με το κεφάλι ψηλά κι αέρα ντίβας και σκορπούσε παντού χαμόγελα.
Ζούσε μόνη, σ' ένα σπιτάκι με δυο δωμάτια κι ένα μικρό κουζινάκι. Τη μητέρα της την είχε χάσει πριν λίγα χρόνια και με τα λίγα χρήματα που τους είχε αφήσει ο πατέρας πριν πεθάνει, και την τέχνη της στο κέντημα, τα έφερνε βόλτα. Κεντούσε βαπτιστικά, νυφικά, ασπρόρουχα, έβγαζε καλό μεροκάματο.
Η γλυκιά, κελαρυστή φωνή της όταν τραγουδούσε κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού, έκαναν τον κόσμο να κοντοστέκεται για να την ακούει. Έτσι τη γνώρισε ο Μεμάς και την ερωτεύθηκε με την πρώτη ματιά. 
Με το εμπριμέ ρομπάκι της και τη φαρδιά κορδέλα στα μαλλιά, είχε ανέβει σε μια καρέκλα για να καθαρίσει το παράθυρο. Ο νεαρός ψαράς, περνούσε με μια σακούλα μύδια, παραγγελία της κόνας* Μαυροπούλου του ξυλέμπορου, που ήθελε να τα μαγειρέψει με το ρύζι.
- Τι σε μέλλει εσένανεεεεε κι όλο με ρωτάς, από πιο χωριό ειμ' εγώ αφού δε μ' αγαπάς.... Τραγουδούσε η Αμέρσα καθαρίζοντας και κουνούσε τους γοφούς της λάγνα. Όσο ψηλότερα τέντωνε το κορμί της για να φτάσει, τόσο ανέβαινε και το ρομπάκι, θολώνοντας τα μάτια του Μεμά. Από τη μέρα εκείνη, περνούσε δυο και τρεις φορές από το μαχαλά κι έστηνε αυτί έξω από την πόρτα της.
- Έτσι δα ηρωτευτήκανε Άνθω μου! Τη φωνή τση ήκουσε κι ύστερις τήνε είδε κι ηρχίνησε το αίσθημα! Λίγοι μήνες οι αρρεβώνες ηκρατήσανε κι ήρτανε τα στεφανώματα. Αυτή η λωλή, άλλο πουθενά το νου τση δεν τον είχε, μονάχα στα τραγούδια και στσι χοροί. Ούλη μέρα γλώσσα μέσα δεν ήβαζε, μετρημένες κουβέντες ήλεγε με τον άντρα τση κι ούλο λα λα και λα λα λα ήτουνε! Ο καημένος ο Μεμάς, ήφευγε απέ τσι μαύρες νύχτες για να πάρει τα ψάρια κι ηκοιμούτανε νωρίς. Απάνου απ' το κεφάλι του αυτή, ήπιανε τα μανέδια! Γαδουρινή υπομονή ήκαμε ο χριστιανός! Πρωί πρωί ήνοιγε το μαγαζί κι από πελατεία άλλο τίποτις. Και σπιτάκι δικό του είχενε και παράδες στη μπάνκα και καλά περνούσανε! 




Όμορφα στολισμένο το σπιτικό τους, χάρη στα χρυσά χέρια της Αμέρσας. Κεντήματα παντού,   και στα σεντόνια και στα μαξιλάρια, ακόμα και στα πετσετάκια της κουζίνας. Ανάγκη να εργάζεται δεν είχε πλέον, της είπε ο Μεμάς και την έβαλε στο σπίτι κυρά κι αρχόντισσα. Νοίκιασε το πατρικό της κι είχε ένα εισόδημα, που το έβαζε στην τράπεζα. Ευτυχώς, γιατί μετά το χωρισμό τους θα έμενε με την ανάμνηση και μόνο του χρώματος της λίρας...
Την εβδομάδα δυο φορές έβγαιναν για φαγητό και διασκέδαση. Εκείνη καμάρωνε στο πλευρό του λεβέντη συζύγου της, γιατί ήταν κι ομορφόπαιδο ο Μεμάς. Ψηλός, μελαχροινός, με περιποιημένο το λεπτό του μουστακάκι, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν όλοι. Η Αμέρσα, έπινε τα ποτηράκια της κι ερχόταν στο κέφι. Τραγουδούσε και το κρασί έρεε άφθονο, τα κεράσματα έδιναν κι έπαιρναν. Καλά ως εκεί. 
- Τήνε ηκαμάρωνε ο άντρας τση που είχε τέτοιο αηδόνι δικό του. Αυτή όμως, ηρχίνησε κι  ησηκωνούτανε κι ηχόρευε σαν τη σαντέζα! Στα τραπέζια πάνου ηκουνιότανε, όχι στο δικό τους μοναχά μα και στων αλλονώνε! Χώρια που την ηδίνανε κι ήπινε κι απέ τα ποτήρια τως!
Συχύστηκε ο καημένος, ταμπλάς θα τον ηρχούτανε, τίποτις αυτή! Στο σπίτι τους το ξημέρωμα, ο μαχαλάς τσι ήκουσε, την ήδωκε και δυο στα μούτρα! Την επόμενη φορά, πάλι τα ίδια ήκαμε!
Την είπε, κάτσε κάτου, τι πράματα είναι αυτά, σοβαρή σε είπα να είσαι! Θα γλεντάς όπως ούλες οι γυναίκες οι νοικυράδες στο χορό, με μέτρο. Τίποτες αυτή, το χαβά τση! Ηρχινήσανε και την ηκουσελεύανε βέβαια κι άμα ήμπαινε στο μαγαζί το ζεύγος, ήκουγες ξαφνικά σαματά και να τα  παλαμάκια κι οι φωνές! 
- Η Αμέρσα ήρθε! Τι θα μας χορέψεις σήμερα; 
- Πω πω πω! Κερνάω ούλο το μαγαζί! Μεμά, κοπιάστε δω, στο τραπέζι μας! 
Γελούσαν και χαίρονταν όλοι, καμάρωνε η απτάλα κι ο Μεμάς ανέβαζε πίεση. Από τη φούστα την τραβούσε για να μη φέρει γύρα όλο το μαγαζί και τους γείτονες που σύχναζαν εκεί.
- Θυμούμαι συμπεθέρα που μ' έλεγες, που ο γιος του Σώζου του μπαρμπέρη, ετράβηξε το τραπεζομάντιλο κι έπεσαν κάτου όλα, για ν' ανεβεί η παλαβή να χορέψει...
- Ναι, βέβαια! Και δεν ήτουνε ο μόνος που το ήκαμε αυτό! Όποτε περνούσε η Αμέρσα απ' το μπαρμπέρικο, ήβγαινε στην πόρτα αυτός με τα ξουράφια και την ηφώναζε: Αχ! Για τη χάρη σου, τσι φλέβες μου κόβω τώρα, τα μάτια σου μου ήκαψαν τα σωθικά! Δεν είσαι εσύ για τα μικρά, για μεγαλεία είσαι, η πρώτη σ' ούλο το ντουνιά! Αχ! Μεμά τι έχεις και σε στολίζει το σπίτι και το μαγαζί! Τυχερέ Μεμά! Ιδέτε ένα ψαρά που ήπιασε μια γοργόνα!
Κι εκείνος ο Μεμάς, που ήφτασαν στ' αυτιά του οι κουβέντες, ηπιάστηκε μαζί του στα χέρια και πάλι την ήκαμε μεγάλο πατιρντί! Αλλά αυτή, μυαλό δεν ήβαζε, μέχρι και στσι μαχαλάδες τραγουδιστά ηπορπατούσε! Κι ένα βράδυ, ηρχίνισε να ετοιμάζεται για όξω, αμά την είπε ο άντρας τση, ως εδώ, κομμένοι! Άμα τον αγέρα σου θες να πάρεις, τράβα στην αυλή ή να με πεις να σ΄ ηβολτετζάρω στο πάρκο! Ρεζιλίκια άλλα, δε θα ηκάμεις, πάει και τέλειωσε! Κατάλαβες; Κείνη ήμπηξε τσι τσιρίδες τση η λωλή κι ηγινήκανε μύλος! Πάλι το ήφαε το μπερντάχι τση κι ούλο με ζουλεύεις τον ηφώναζε!
- Xα χα χα! Κρίμας ήτουνε, να χαλάσει ο γάμος τους έτσι μπρε συμπεθέρα μου. Την τελευταία φορά, την είπε λέει που θα την φέρει την ψαροκασέλα στην κεφάλα της! Χα χα χα! Και είναι καλής καρδιάς γυναίκα, να συντρέξει, να βοηθήσει, χίλια κομμάτια γένεται! Όταν τήνε είδανε τα παιδιά στο δρόμο, πολύ χαρά τα έκανε, για όλοι αρώτηξε να διει τι κάμουμε! Κι αφού θα ερχούτανε κι η Άνθω, ευκαιρία ήτουνε να μας διει και τήνε καλέσανε. Ντρεπούτανε βέβαια αλλά την επιμείνανε, τώρα θα αριβάρουνε με τη Λαμπρινή, σκέπτουμαι τα γέλια που θα κάνουμε! 

Ο Ιάκωβος πήγε μια βόλτα ακόμα και τις πήρε απ' τα σπίτια τους. Χαρούμενη και καλοντυμένη η Αμέρσα, κελαηδούσε στο πίσω κάθισμα κι η Λαμπρινή δίπλα στον ανιψιό της, ένιωθε να στρίβουν τα έντερά της. Ρεσιτάλ γκρίνιας είχε δώσει πάλι!
- Τι δουλειά είχατε να τήνε κουβαλήσετε αυτήνανε στο σπίτι σας, με λες; Ήρτες και να με πεις μόλις μπήκα που θα πάμε στης Αμέρσας να τήνε πάρουμε; Τι πράματα είναι αυτά για;
- Έλα τώρα καλέ θεία, τι θα μας κάνει; Χάρηκαν κι η μάνα μου κι η πεθερά μου άμα τους το είπαμε. Καλή γυναίκα είναι! Κρίμα που η θεία Ζωίτσα θα λείπει, στο κρεβάτι είναι λέει από τους πόνους, με θερμοφόρες...
- Όχι που δε θα χαιρούτανε η μαμά σου! Δως την κουβέντα με τις ζουρλές και πάρε την ψυχή της. Μωρέ, είναι αυτή μια Σμυρνιά, Θεός να σε φυλάει!
- Και η γυναίκα μου Σμυρνιά είναι θεία! Κι απ' αυτή ο Θεός να σε φυλάει; Άμα δε θέλεις να έρθεις και δε σ' αρέσει η παρέα, να σε πάω πίσω, στο σπίτι σου!
- Τώρα ετοιμάστηκα, στο δρόμο είμαστε, άιντε πάμε. Τη Ζωίτσα θα πάω αύριο να τη διω.

Σιγά μην έχανε τη βεγγέρα η Λαμπρινή! Συναντήθηκαν στην πόρτα με τη Δομνίτσα, την κόρη της Σουλτάνας, με τον άντρα, την πεθερά και τη μικρή της κόρη, την Τάνια, που είχε το όνομα της γιαγιάς της. Μια κούκλα μελαχρινή, που σπούδαζε στην Πάντειο.
Από την είσοδο μοσχοβολούσε η κολοκυθόπιτα. Απαραίτητη τους φθινοπωρινούς μήνες η κολοκύθα, τριβόταν κι ανακατευόταν με καστανή ζάχαρη, καλά κοπανισμένο στραγάλι, κανέλα, μπαχάρι και λίγο γαρίφαλο.
Στυμμένη καλά, να φύγουν τα υγρά της, απλωνόταν στο φύλλο που περίμενε βουτυρωμένο ελαφρά στο ταψί. Σκεπαζόταν με το άλλο φύλλο, βρεχόταν με χλιαρό βουτυράκι και χαραζόταν σε κομμάτια, πριν μπει στο φούρνο.  Τα ζαχαρωμένα υγρά της όταν την έστιβαν, τα κρατούσαν  και σιρόπιαζαν άλλο γλυκό, σαν κέικ,  με πρωταγωνίστρια πάντα τη βασίλισσα του φθινοπώρου. 
Φορτωμένο φαγητά το τραπέζι τους στη σάλα, με το άσπρο, κοφτό τραπεζομάντιλο, περίμενε Σμυρνιές και Πολίτισσες, ν΄απολαύσουν τις νοστιμιές της Αγλαΐας με γέλια και χαρές όπως πάντα. Ψητά και βραστά, με μπόλικα μπαχαρικά και σκορδάκι, τραβούσαν καλό κρασί παγωμένο και κεφάτη παρέα.
Την Αμέρσα την καλωσόρισαν με αγκαλιές, φιλιά κι επιφωνήματα θαυμασμού για το δώρο της. Έξι υπέροχα σεμεδάκια σε διάφορα μεγέθη, που είχε κεντήσει με τα χρυσά της χέρια κι ένα ταψί σιροπιαστά γλυκά, από το γνωστό, αγαπημένο τους ζαχαροπλαστείο. Η Λαμπρινή όπως πάντα, τα κοιτούσε με μισό μάτι... 
- Πω πω πω! Τέτοια ωραία πράματα, απ' τη σχωρεμένη τη Φωτεινούλα μας είχαμε να διούμε, που ήτουνε η καλύτερη κεντήστρα στην Πόλη! Γεια στα χέρια σου Αμερσούλα! 



Έφαγαν, ήπιαν, έβαλε κι ο Ιάκωβος μουσική και ήρθαν στο κέφι. Τραγούδησε η Αμέρσα, τη συνόδευσαν κι οι άλλοι και με το πες πες τη σήκωσαν να χορέψει το "Σάλα σάλα". 
- Μάνα, σάλα σάλα μες στη σάλα, με την Αμέρσα την απτάλα!
- Σους μπρε Ιάκωβε, μη σ' ακούσει, ντροπής είναι για! Χα χα χα! Κακό χρόνο να μην έχεις μπρε, πως σε ήρτε και με το 'πες; Χα χα χα χα! Άνθω, άκου τον ανιψιό σου τι λέει!
- Καλά, θα διείτε και τα παρακάτω, που ζητάει παντρολογήματα!
- Τι λες μπρε συ; Ποια ζητάει παντρειά, η Αμέρσα; 
- Ναι για! Να ηφέρω και το πιεσόμετρο για τη θεία Λαμπρινή, που άμα τήνε ηκούσει θα την ανέβει πρώτα η πίεση και ποιος ημαζεύει τον στόμα τση μετά!
Πειραχτήρι από τα λίγα ο Ιάκωβος, μιμούνταν πολλές φορές την προφορά της μητέρας του και της πεθεράς του, με μεγάλη επιτυχία! 
- Δεν είμαστε καλά! 
- Εμείς καλά είμαστε κοκόνα μου, αμά η άλλη είναι πολύ θερμή, όχι σαν ελόγου σου που έμεικες δίχως άντρα τόσα χρόνια! Τα γυαλιά σ' έβαλε η Αμερσούδα μάνα! Θα με βρεις κι εμένανε ένα μπαμπά, να μην είμαι ορφανό εκ πατρός; Έναν εσύ κι έναν η πεθερά μου να βρείτε, ναι;
- Χα χα χα χα! Μπρε τρελέ, τι θα σε κάμω; Χα χα χα χα! Συμπεθέρα, έλα να σε πω τι με λέει ο γαμπρός σου, μας παντρεύει το παλιόπαιδο! 
Την ώρα που έπιναν το καφεδάκι τους, ήρθε η κουβέντα στα παλιά. 
- Λαμπρινή μου, ίδια μοίρα είχαμε κι οι δυο μας, μοναχές μας μείναμε... Προκόψαμε με τσι άντρες μας, η μοναξιά όμως δεν παλεύεται...

- Μια χαρά είμαι μόνη μου εγώ, ανάγκη τίποτις δεν έχω και κανέναν πάνου απέ το κεφάλι μου!
- Μπα...μη το λες... Εγώ μια φορά, δεν ημπορώ έτσι δα σαν το κούτσουρο, μια συντροφίτσα τήνε θέλω. Θα με πεις, μεγάλη γυναίκα είσαι, αμά και τι μ' αυτό; Εδώ ζευγαρώνουνε καν και καν, εμένα τι με λείπει;

Έστρωσε τα μαλλιά της διακριτικά.
- Βέβαια, να ειπώ και την αλήθεια, κάτι υπάρχει, αμά το σκέπτουμαι ακόμα... Ο πρώτος αξάδερφος τση Ποπίτσας είναι, ηξεύρετε ποια σας λέγω. Είναι αυτή που 'χει το μαγαζί με τα κουμπιά και τσι νταντέλες, τση Συρμούλας η κόρη. Πολύ κύριος είναι, θεωρητικός, έμπορας, τον έχει τον τρόπο του. 
- Που σε είδε Αμερσούλα ο έμπορας, στο μαγαζί;
- Ναι, πού αλλού; Ήψαχνα κλωστές χρυσές κι ημιλούσαμε με την Ποπίτσα, οπόταν ήρτε αυτός να την ειπεί μια καλημέρα. Ήκαμε τις συστάσες εκείνη αμά πελάτισσες μπήκανε κι ημείναμε να μιλούμε οι δυο μας. 

Έστρωσε τη μπούκλα της αυτή τη φορά.
- Ωραίος κύριος, ευγενικός, όλο με χαμογελούσε. Τον είπα πως και δεν έχετε παντρευτεί ακόμα και είπε που είχε πέσει με τις δουλειές και δεν ησήκωνε κεφάλι, αμά ποτές δεν είναι αργά. Ομορφιές πολλές δεν κοιτάζει, καλή και νοικοκερά γυναίκα τη θέλει, ν΄ανοίξει σπίτι...
Η Σουλτάνα, ενώ έδειχνε σοβαρή, συγκρατούσε με κόπο τα γέλια της. Ωραίος και πλούσιος, την Αμέρσα έβαλε στο μάτι; Κομματάκι περίεργο ακουγόταν...

- Και μετά τι γένηκε, σε είπε να βγείτε ραντεβού;
- Όχι, μάλλον ηντράπηκε, αμά πολύ θα το ήθελε, φάνηκε το πράμα. Τον είπα κι εγώ τα δικά μου, που ατύχησα να πούμε και που με ζούλευε ο άντρας μου πολύ κι ηκαταστεναχωρέθηκε μ' εμένανε... Υπήγα ξανά στση Ποπίτσας, αμά κουβέντα δε με είπε εκείνη, εγώ την ηρώτηξα τι κάμει κείνος ο αξάδερφός σου και με είπε καλά που είναι. Να το προχωρήσει αν είναι τυχερό, αμά ποιος να την ειπεί, ηντάπηκα εγώ...
Η Μαρίκα την παρακολουθούσε, ενώ ταυτόχρονα το μυαλό της έπαιρνε στροφές.
- Τση Ποπίτσας ο αξάδερφος... Την ηξεύρω την οικογένεια και ούλο τση το σόι, όσοι είναι στη ζωή πια. Τριγύρω τση είναι ούλοι σχεδόν, πέντε μαχαλάδες πάνου, πέντε κάτου... Ποιον αξάδερφο και μάλιστα πρώτο έχει εδώ, που 'ναι ανύπαντρος, έμπορας και μεγάλος στα χρόνια; Η Ποπίτσα είναι η πιο μικρή κι ακόμα μικρότερος ο γιος τση θειας τση, που τον ήκαμε μεγάλη, τα πενήντα ηκόντευε... Έχει γούστο... Πως τόνε λένε; 
- Πολυχρόνη!
- Ηβοί! Να τα! Τι λες μπρε Αμέρσα; Ο Πολυχρόνης, μήτε τα πενήντα δεν ηπάτησε ακόμα! Άντρακλας ίσια με κει απάνου, λεβέντης! Γιος σου είναι στα χρόνια!
- Ε... Όχι και γιος μου, τι είμαι δα, καμιά γριά;
Η Σουλτάνα φούντωσε! Ήπιε δυο γουλιές λικέρ και της όρμησε! 
- Μπρε συ! Έλα στα συγκαλά σου, που 'βαλες στο μάτι το παλικάρι! Σαν τον Ιάκωβό μου είναι για! Σαν να λέμε που θα σ' έκανα εγώ νύφη! Τι μυαλά κουμαντάρεις μπρε, απτάλα είσαι για; Τι να σε λιμπιστεί μπρε, που εικοσιπέντε χρόνια και παραπάνω τον ρίχνεις, καλά σε λέει η συμπεθέρα μου που είναι γιος σου στα χρόνια! Είπα κι εγώ, που θα ήτουνε κάνας συνταξιούχος, κοντά στην ηλικία σου, λογικά πράματα! Αμά το νέο άθρωπο να διεις μ' άλλο μάτι; 
- Όχι και νέος Σουλτάνα μου, μπασμένος στα χρόνια είναι... 
- Μπασμένος για μια εικοσπεντάρα και τριαντάρα είναι μπρε, για τη δικιά μας την ηλικία λεβεντόπαιδο είναι! Σε λέω, σαν τον Ιάκωβο, παιδί μας! 

Ο Ιάκωβος παρακολουθούσε τη συνομιλία τους με το γαμπρό του και κρατούσαν τις κοιλιές τους από τα γέλια! Χωρατατζής, όπως τον έλεγαν όλοι, μπήκε στην κουβέντα με ύφος σοβαρό. 
- Ε! Για καθίστε καλά όλες, που πέσατε να τη φάτε ζωντανή! Μια χαρά είναι η κυρά Αμερσούδα, μέχρι και τραγούδι την κάνανε που τρία βρακιά φορεί! Αλλά ακόμα έχει πολλά χρόνια μπροστά της για να κατουρεί τα δυο, ε; Δείτε τσαχπινιά, μεσούλα λυγερή, ήταν να μη τη βάλει στο μάτι ο Πολυχρόνης; Καλύτερες είναι οι μικρότερες; Κυρία Αμέρσα μου, άστες να λένε, πιάσε αγκαζέ τον Πολυχρόνη ή κάποιον άλλο της ηλικίας μας κι αμέ τε στα μπουζούκια! Ανέβα και στην πίστα να πιάσεις τα μανέδια και να στείλεις όλες τις φίρμες στα χωριά τους! 
- Χα χα χα! Τι την λες μπρε γιόκα μου, είσαι στα καλά σου; Να την βρούμε ένανε της ηλικίας της αφού ντε και καλά θέλει άντρα για!
- Μάνα, σους εσύ! Αμά δεν ήμουνα παντρεμένος κι εγώ θα την κυκλοφορούσα την Αμέρσα! 
Τον κοίταξε η Σουλτάνα για μια στιγμή, από το κεφάλι ως τα πόδια, ενώ ετοίμαζε ν' ανοίξει τις παλάμες της. Η Αμέρσα, είχε χαμηλώσει το κεφάλι κι έστρωνε την πιέτα στη φούστα της.
- Εσύ θα την κυκλοφορούσες και θα τήνε έβαζες και στεφάνι άμα λάχει; Με τόση διαφορά στην ηλικία, νύφη θα με την έφερνες μπρε;

 - Φυσικά! 
- Ε! Πάρ' τα να μη στα χρωστάω μπρε ζεβζέκη που θα μ΄έστελνες πριν την ώρα μου, για να 'μεισκες κι από μάνα ορφανός!







Απτάλα - Βλαμμένη 

Μπερντάχι - Ξύλο

Γιαλοί - Ακρογιαλιές

Κόνα - Κυρία