.

.
.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Περιέργεια και υποψίες


Η Αγλαΐα έδενε τη μαρμελάδα κι άκουγε την αντροπαρέα που χαχάνιζε στο σαλόνι. 
Είχε φιλέψει τον άντρα της ένας πελάτης με πολλά κιλά φρούτα. Έχτιζε το εξοχικό του σπίτι μέσα σ' ένα μεγάλο περιβόλι που είχε αμέτρητα δέντρα.
<<Ώρα που βρήκανε να έρθουν κι αυτοί, θα με αρπάξει το πορτοκάλι έτσι και τ' αφήκω μια στιγμή... Αχ! Αυτός ο άντρας μου φταίει που δε με ρώτησε, να τον ήλεγα σε καμιά ώρα να μαζευτούνε... Να χάνω τέτοια πλάκα;>>
Ο Ιάκωβος μπήκε για λίγο στην κουζίνα και της έσκασε ένα ζωηρό φιλί στο μάγουλο.
- Πού έβαλες τις οδοντογλυφίδες κορίτσι μου, άλλαξες θέση;
- Δε σου λέω!
- Και θα μας αφήσεις με τους χουρμάδες και το τυρί στα δόντια;
- Ναι, για να μάθεις! Του κεφαλιού σου έκαμες κι εσείς τα λέτε και γελάτε μόνοι σας, εγώ εδώ, να μην ημπορώ να το κουνήσω και ν' ακούω μισές κουβέντες! Περιμένουμε και την αδερφή σου, άργησαν κομμάτι...
- Μα θα στα πω όλα μετά Αγλαΐτσα μου, θα έρθουν κι η Δόμνα με το γαμπρό μας! Δεν υπολόγισα σωστά, μα πού να ήξερα ότι θες τόση ώρα για τη μαρμελάδα, ε;
- Να την τρως όμως ξέρεις! 
- Ο,τι φτιάχνεις δεν το τρώω;
- Μη με τσιμπάς, άσε με τώρα!
Συνέχισε τα πειράγματα ο άντρας της.
- Μη με γαργαλάς Ιάκωβε, δεν είναι ώρα! Θα καώ σε λέγω!
Πάνω στην ώρα χτύπησε το κουδούνι.
- Βρε καλώς τους!
Συστάσεις δεν χρειάζονταν, όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Πέρασαν στην κουζίνα για φιλιά κι αγκαλιές με την Αγλαΐα. 
- Σ' έψησα κι ένα μπακλαβά και πρέπει να με πέτυχε πολύ!
- Άνοιξε το ταψάκι να μυρίσω! Αχ! Γεια στα χεράκια σου, πολύ σ' ευχαριστώ! Και τι δεν πετυχαίνεις Δομνίτσα μου, άξια σε ούλα είσαι!
- Ενώ εσύ πας πίσω, ε; Πετύχανε οι άντρες μας, χαρά την τύχη τους! Χα χα χα!
 Η Δόμνα κάθισε μαζί της στην κουζίνα. Πρόθυμη, χωρίς να πει τίποτα η νύφη της, σαπούνισε καλά τα χέρια της, πήρε πετσέτες καθαρές και μια τσιμπίδα για να βγάλει τα βάζα που έβραζαν σε σιγανή φωτιά. 
- Κάτσε κάτω καλέ, ακόμα δεν ήρτες κι έπιασες δουλειά!
 - Σιγά την αγγαρεία, χαρά μου είναι για! 
- Τι κουνιάδα έχω εγώ, σαν την αδερφή μου!
- Κι εγώ τι νύφη έχω, σαν την αδερφή που δεν έκαμε η μάνα μου!
 - Τα χάχανα του αδερφού μου πάντως, μέχρι το δρόμο ακούγονται! Θα με πεις κι οι άλλοι δεν πάνε πίσω!
 
 Περασμένα μεσάνυχτα έφυγαν, χορτάτοι από ποτά, μεζεδάκια της μπουκιάς αλμυρά και τον υπέροχο μπακλαβά με το καβουρδισμένο αμύγδαλο και το φρέσκο βούτυρο που μοσχοβολούσε. Πήραν βεβαίως κι από ένα βαζάκι μαρμελάδα τυλιγμένο προσεκτικά, ευχαριστώντας ξανά την  Αγλαΐα.
- Να την τρώτε το πρωί πάνω στο ψωμί ή καμιά φρυγανιά, όχι ξερό καφέ και τσιγάρα! 
- Ε, δεν έχουμε έτσι καλή γυναίκα να μας προσέχει! χα χα χα!
- Μωρά είσαστε να σας βάζουν τη βούκα στο στόμα; Άιντε, στο καλό να πάτε!
Ο Ιάκωβος με μια χοντρή φέτα ψωμί καθάριζε το σκεύος από τη χλιαρή ακόμα μαρμελάδα. 
- Πού είσαι μπρε αδερφέ μου τόση ώρα, τι κάμεις στην κουζίνα;
Βγήκε χαρωπός γλείφοντας τα χείλη του.
- Ήρθα! Βρε συ Δόμνα, γιατί έριξες νερό στην τσουκάλα;
- Για να ευκολύνω την πλύση της, έτσι δεν κάμουμε μια ζωή άμα ψήνουμε μαρμελάδες;
- Κακώς! Να με φωνάζετε να τις καθαρίζω εγώ, λαμπίκο την έκανα! Έχυσα το παλιό νερό κι έβαλα άλλο, τίποτα δε φαίνεται και μια χαρά θα πλυθεί! Δυο μεγάλα βάζα που γέμισες είναι για σας, θα πάρετε και μπόλικα φρούτα! Βάρυνε το αμάξι με τόσο φόρτωμα, να είναι καλά ο άνθρωπος! Κι όποτε φτιάξεις κι εσύ μαρμελάδα, ξέρεις,  θα με φωνάξεις, ε; 
Αφού τέλειωσαν με τα αστεία και τα πειράγματα, η Αγλαΐα πήρε ύφος σοβαρό.
- Τελικά τι θα γίνει; Σαν πολλά είπατε που δεν άκουσα, είχανε καμιά πιο καλή ιδέα;
- Ε, λες και δεν τους ξέρεις κι εσύ! Το μακρύ και το κοντό τους λέγανε! Χα χα χα! Θα ξαμολυθούν οι γαμπροί και θα σηκωθεί στο πόδι η γειτονιά που θα κοιτάνε να μαζέψουν τις κόρες τους και θα ξεχάσουνε τη Θοδωρούλα! 
Η Δόμνα ξεροκατάπιε φοβισμένη.
- Τι έπαθες εσύ βρε;
- Να, φοβάμαι μη γίνει τίποτα και... αμαρτία είναι...
- Σώπα μωρέ, τι βάζει το μυαλό σου; Είπαμε, όχι κι έτσι όμως! Λίγο κοίταγμα, λίγο κόρτε, άντε και σε κάνα ραντεβού ένα φιλάκι στο μάγουλο, ίσα να γίνει σαματάς...
- Ούλα από λίγο Δομνίτσα μου! Χα χα χα! Μπρε συ, είναι καλά παιδιά, δεν κάμνουνε έτσι πράματα που φαντάζεσαι, άμα ήτονε αλλιώς δε θα ανακατευότανε ο αδερφός σου κι η μαμά σας δε θα συμφωνούσε! Κακό δε θέλουμε να πάθει μήτε η χειρότερη του κόσμου, αλίμονο!

Η Ευρύκλεια με την κόρη της πάστρευαν την αυλή. 
Καθάρισαν τις γλάστρες από τα ξερά φύλλα, έβγαλαν τα κιτρινισμένα και κορφολόγησαν τα αρωματικά βότανα. Κόντευε μεσημέρι όταν τελειώνοντας το σκούπισμα η Παρασκευούλα κοντοστάθηκε στην πόρτα τους. Η Θοδωρούλα ετοιμαζόταν να ρίξει νερό και την πέτυχε με τον κουβά στο χέρι.
- Τι κάνετε, δουλίτσες, ε;
- Ναι...
- Ε... Σηκώθηκε αέρας και γεμίσαμε χώμα...
- Ναι...
- Μουσαφίρηδες πάλι θα έχετε; 
- Όχι... 
- Α! Είδα που πιάσατε τη λάτρα από νωρίς και λέω...
- Τη λάτρα την κάνουμε πάντα, όχι όποτε θα έρτει κόσμος στο σπίτι μας! Μη χειρότερα!
- Ε, ναι, βέβαια, ξέρουμε όλοι πόσο νοικοκυρές είσαστε! Τι καλό θα μαγειρέψετε σήμερα; 
- Έχουμε ετοιμάσει από νωρίς! 
Άρχισε να γέρνει τον κουβά ξεκινώντας απ' την πόρτα της κουζίνας τους. Με κινήσεις επιδέξιες καθάριζε ως που έφτασε η σαπουνάδα σχεδόν στα πόδια της γειτόνισσας. Η Παρασκευούλα αφηρημένη, ίσα που πρόλαβε να πισωπατήσει πριν νιώσει τις παντόφλες της να μουσκεύουν. Την έτρωγε να δει την Ευρύκλεια, να πάρει λόγια, να μάθει όσα της τριβέλιζαν το μυαλό. Η Θοδωρούλα από χρόνια συμπεριφερόταν ανάλογα, την αδικούσε όμως για πολλοστή φορά.
<<Μμμμ... Ψωριάρα, δεν καταδέχεται να μιλήσει... Σήκωσε μύτη η παστρικιά που γέμισε πάλι σαπούνια τον τόπο... Μέσα στο σπίτι, κανείς δε μπορεί να τους πει τίποτα, αν τα ρίχνανε στο δρόμο, δε θα γλίτωναν το χωροφύλακα!>>
- Άντε, πάω κι εγώ, χαιρετισμούς στη μαμά σου πες!
- Θα πω... 
Τσαντισμένη που δεν κατάφερε τίποτα, μπήκε στο σπίτι της και στήθηκε κλασικά πίσω απ' την κουρτίνα μέχρι που η κοπέλα τελείωσε τις δουλειές της. 


Ο ψηλός λεβέντης νέος κάθισε στην καρέκλα του καφενείου και παράγγειλε καφέ βαρύ με λίγη ζάχαρη. Άνοιξε την εφημερίδα του κι έδειχνε απορροφημένος διαβάζοντας τα νέα της ημέρας. 
- Ορίστε το καφεδάκι σου παλικάρι μου! 
- Ευχαριστώ! Από τη μυρωδιά και το καϊμάκι φαίνεται καλοψημένος!
- Ε! Όσο γι αυτό, έχουνε να το λένε όλοι! Εσύ δεν είσαι από δω πάντως, δε σ' έχω ξαναδεί...
- Σωστά! Σε μια γειτονιά όλοι γνωρίζονται! Μένω στα Πατήσια. 
- Α! Ωραία είναι από κει... Και πώς βρέθηκες στα μέρη μας αν επιτρέπεται;
- Βοήθησα μια θεία μου που μένει λίγο πιο μακριά από δω σε κάτι χαρτιά κι είπα να κάνω καμιά βόλτα μετά να ξεμουδιάσω. Άμα κοιτάς συνέχεια αριθμούς και κάνεις λογαριασμούς από το πρωί ως το βράδυ ζαλάδα σε πιάνει! 
- Πάει να πει είσαι γραμματιζούμενος, ε; 
- Λογιστής είμαι. 
Κορδώθηκε ο καφετζής που του έτυχε τέτοιος πελάτης. Τόσα χρόνια σύχναζαν ταλαιπωρημένοι μεροκαματιάρηδες και κανείς μορφωμένος με ακριβό κοστούμι και γραβάτα δεν είχε περάσει το κατώφλι του. Και πού να βρεθεί στη φτωχογειτονιά τέτοιος άνθρωπος; Κάνα δυο συνταξιούχοι που έπαιζαν τάβλι, τον κοιτούσαν κι αυτοί με τρόπο. Σα να έλαμψε το μαγαζί από την παρουσία και τ' αστραφτερά παπούτσια του. 
Όταν ήρθε η ώρα να πληρώσει και να φύγει, τρελάθηκε από το πουρμπουάρ που του άφησε!
- Μα να σας δώσω τα ρέστα σας, γιατί δεν τα παίρνετε;
- Γιατί ευχαριστήθηκα τον καφέ σου! Κι επειδή έχω αρκετή δουλειά ακόμα στης θείας μου, θα έρχομαι τακτικά να τον πίνω! Κι αύριο εδώ θα είμαι και μεθαύριο! Θα κάνω και μια γύρα να δω τη γειτονιά εδώ, καλό είναι να μαθαίνουμε όλη την Αθήνα, ε;
- Βέβαια, να πας παλικάρι μου! Έχουμε και ωραία πλατεία με δέντρα, θα σε περιμένω να έρχεσαι όποτε θέλεις!   
Τα μάτια της Μαρουλίας που είχαν καρφωθεί πάνω του, έκαναν τον κυρ Φανούρη να γελάσει πίσω απ' την πλάτη της. Κρατούσε το δίχτυ με το κουνουπίδι, τα κρεμμύδια κι ένα κουτί ντομάτα πελτέ, γιαχνί θα το έκανε. Στο φούρνο θα πήγαινε για ψωμί αλλά η περιέργεια δεν την είχε αφήσει. Πάντα κοιτούσε στα γύρω μαγαζιά ποιες έμπαιναν, τι ψώνιζαν, ποιοι κάθονταν στο καφενείο. Συνηθισμένες έκαναν το ίδιο κι οι όμοιες της κουτσομπόλες. Όταν ο νέος βγήκε και περπατούσε αργά χαζεύοντας το δικό τους δρόμο,  τον πήρε το κατόπι.  
Ούτε από τα μάτια της Παρασκευούλας ξέφυγε, ούτε από των άλλων γυναικών της γειτονιάς. Οποιοσδήποτε ξένος προκαλούσε την περιέργειά τους. Ποιος να είναι, πού πάει, πώς βρέθηκε εκεί, τι θέλει, όλα αυτά που απασχολούν μάνες και κόρες. Γιατί κι οι κόρες ήταν ίδιες, φτυστές! 
- Την είδες την άτιμη; Από πίσω τον πήρε μέχρι που έστριψε πέρα στου μπογιατζή! 
- Βρε μαμά, δεν την ξέρεις κι εσύ; Κουτσομπόλα και περίεργη είναι.
- Αμ δεν την ξέρω μια ζωή λες;
Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα...

Την επόμενη μέρα ο καφετζής είχε τη χαρά να ψήνει δυο καφέδες βάζοντας όλη του τη μαεστρία. 
- Έφερα και το φίλο μου να τους πιούμε παρέα, αφού τον φόρτωσα κάμποση δουλειά!
Η ευεργετική, μεσημεριάτικη λιακάδα μέσα στο καταχείμωνο έβγαλε λίγα τραπέζια έξω, στο πεζοδρόμιο. Ο καφετζής φρεσκάρισε γρήγορα τις καρέκλες μην έχουν κάνα κόκκο σκόνης και λερωθούν τα κουστούμια τους. 
Η κουβέντα τους είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον! Συζητούσαν χαμηλόφωνα, τόσο όσο ν΄ακούγονται στο διπλανό τραπέζι.
Για τις δουλειές τους, για την πλούσια θεία που θα κληρονομούσε ο ένας, για την επιχείρηση του πατέρα του ο άλλος, για επενδύσεις, για καταθέσεις, για ταξίδια. 
Παρήγγειλαν ούζο με μεζέ κι ο καφετζής μη θέλοντας να προσφέρει μόνο το κλασικό πιατάκι με τα ελάχιστα που συνήθιζε, ειδοποίησε τη γυναίκα του κι ετοίμασε ο,τι καλύτερο μπορούσε. Φουριόζα έτρεξε στο μπακάλη για επιπλέον αλλαντικά και τυριά, έριξε στο τηγάνι αυγά με λουκάνικα και φέτα, ακολούθησε ένα μεγάλο κομμάτι κασέρι που ροδοκοκκίνισε κι έτσι ζεστά και λαχταριστά σερβιρίστηκαν στους εκλεκτούς πελάτες. 
Η ώρα πέρασε κι έφυγαν αφήνοντας καλά λεφτά κι ακόμα καλύτερες εντυπώσεις.
Δυο στενά πιο κάτω, η κόρη της Μαρουλίας έτρωγε τον έναν με τα μάτια. Ήταν αυτός, ο πρώτος που παρακολούθησε η μάνα της.

Η Παρασκευούλα ίσιωσε καλά το καινούργιο φόρεμα της κόρης της.
- Ωραία είσαι! Άντε τώρα στο εμπορικάκι κι έχε το νου σου! 
Βγήκε με τα λεφτά στο χέρι καμαρωτή και πριν στρίψει στη γωνία έπεσε πάνω στη Μαρουλία. 
- Πού πας έτσι με το καλό σου φουστάνι; Σε κάνα χορό σε καλέσανε και στολίστηκες από τώρα; 
- Για καλό έχω άλλο! Τρέχω για ψώνια!
- Και κραγιόν κι αρώματα για να πας εδώ γύρω; 
- Γιατί, με τη νυχτικιά θα έβγαινα; 
Πριν προλάβει η Μαρουλία ν' απαντήσει, έγινε καπνός!
<<Μωρέ, κοίτα γλώσσα! Σα να μη τη βλέπω καλά τούτη εδώ...>> 
Ποιος να της το έλεγε ότι πριν τελειώσει η εβδομάδα καμιά τους δε θα ήταν καλά στη γειτονιά...