.

.
.

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Της Σουλτάνας το κάγκελο

 



Η Μαρίκα είχε ταραχτεί πολύ με την ιστορία της Σερπετής.

Περισσότερο βέβαια επειδή συμμετείχαν ενεργά η συμπεθέρα και η αδερφή της. Πώς και πού βρήκαν το κουράγιο και τη δύναμη να συγκαλύψουν ένα έγκλημα, να πάρουν τέτοιο ρίσκο και να τους παραπλανήσουν όλους. 
- Ακόμα να συνέλθεις συμπεθέρα μου και με το δίκιο σου...
- Δεν το χωράει ο νους μου... 
- Εμάς να διεις... Τόσοι χρόνοι έχουνε περάσει και μήτε στο μυαλό μας δε θέλουμε να το βάνουμε... 
- Τι γίνηκε τελικώς:
- Μαθευτήκανε πολλά πράματα για δαύτονε! Εκείνος παιδιά δεν έκαμε, αυτός ήτονε ο λόγος που έλεγε τη γυναίκα του ούλο δεν πειράζει και μη σε μέλει. Με τόσες να πούμε που πήαινε, καμιά δεν έμεικε έγκυος τόσα χρόνια! Αναμεταξύ κάμποσες κοπέλες είπανε μετά που από όταν ήτουνε μικρά κοριτσάκια τους έλεγε κουβέντες πονηρές και τέτοια... Ούλο γλυκάκια να τα δίνει και λόγια ωραία ο παλιάθρωπος! Αυτά μικρά ητανάνε αμά ευτυχώς που δεν τα ξεμονάχιασε να λες... 
- Η Σερπετή τι ήκαμε;
- Α! Την έδωκε παράδες η γυναίκα του όπως την ορμήνεψε ο δικαιόρος, ένεκα που πέρασε ούλα αυτά για να μη γυρίσουνε σε κείνη! Πάει να πει ότι η κοπέλα θα τήνε τράβαε στις αστυνομίες που την κατηγόρησε άδικα, έτσι την είπε ο άντρας μου που δεν ήξευρε και τίποτις βέβαια. Γιατί κείνο το δόλιο μήτε που ήθελε ν' ακούσει, έτρεμε η καρδούλα του μαζί με τη δική μας συμπεθέρα μου!
- Πω πω πω...  Κι εσείς πώς τα μάθατε για κείνονε, ποιος σας τα είπε;
- Οι κουτσούκες του μαχαλά που ερχούσαντε μια την άλλη και τη βγάζανε στο κάγκελο! 
Η Μαρίκα σκούπισε ξανά το μέτωπό της με το φίνο μαντήλι της, που από τη στεναχώρια και την έξαψη ίδρωσε κι ας είχε χιονιά εκείνες τις μέρες. Το σπίτι βέβαια ήταν αρκετά ζεστό. 
- Τώρα θα σε τα πούμε!

Το σπίτι τους ήταν το αγαπημένο όλων στην Πόλη.
Είχε μπροστά μια χαμηλή, σιδερένια πόρτα, που οδηγούσε στην κυρίως είσοδο αφού ανέβαιναν λίγα σκαλάκια. Δεξιά μια βεράντα με κάγκελο που απολάμβαναν τη δροσιά το καλοκαίρι κι από κάτω φυτεμένα στο χώμα λουλούδια.  Ήταν σε τέτοιο σημείο που έβλεπε μέχρι τους πέρα μαχαλάδες κι όλες τρελαίνονταν να μαζεύονται εκεί για καφεδάκι, θέα και κουβέντα.  Σ' αυτό το κάγκελο στηριζόταν η Σουλτάνα όταν περνούσαν οι γειτόνισσες κι έπιαναν την κουβέντα, σ' αυτό κι όσες έκαναν τάχα πως χαζεύουν τα λουλούδια της αλλά τις έτρωγε η περιέργεια για το ποιος περνά και πού πηγαίνει. Εκεί ανέβαζε κι ο Γιωργάκης της τα πόδια του να τα ξεκουράσει από την ορθοστασία του μαγαζιού, όταν έπινε τον καφέ του και διάβαζε την εφημερίδα με τα νέα κάθε μέρας. 
- Πολύ το άρεσα το σπίτι μας συμπεθέρα μου! Το μπαλκονάκι μου ητανάνε ούλο γλάστρες κι αυτό, τα μυριστικά μου τα έλουζε ο ήλιος! Θερία ίσαμε κει πάνου τα έβλεπες και τα χαιρόσουνα! Κι άμα ερχούτανε το απόγεμα, μαζευούντανε ούλες εκεί και μαλώνανε ποια θα πάρει τη θέση στο κάγκελο για να στηρίζει το μπράτσο της και να κάμει χάζι ως πέρα! Θυμάσαι που σε τα έλεγα;
- Πώς δεν ενθυμούμαι! Έτσι ήτονε και των γονιών μου που σ' ήλεγα κι εγώ. Ωραία χρόνια! 
- Ναι, ναι! Κι άμα που λες ξεπετάχτηκε ο Ιάκωβος, φόβο είχα κάθε στιγμή γιατί έπαιζε κει και τόνε βρήκα να κρέμεται μια μέρα, το κεφάλι του θα έσπαζε για!
- Σάματις κι ο δικός μου πίσω πήγαινε; Άμα μπλέκανε τα ξαδέρφια, τι να σε πω... γέλασε η Ανθούλα.
- Έτσι που λες το γλένταγα το σπίτι μου... Δεν προλάβαινα τις καλημέρες και τις χαιρετούρες με ούλους τους μαχαλάδες. Γιατί ίσα πάνου, έβγαζε στα μαγαζιά που παγαίναμε κάθε μέρα να ψουνίσουμε. Απέ τη μια ο φούρνος, απέ την άλλη ο μπακάλης, ο χασάπης, πιο πέρα το μανάβικο...  Άμα βαριόμουνα, μια φωνή έβαζα και τα μικρά που παίζανε τα έστελνα να με πάρουνε κάτι, όπως ούλες μας. 
Η Ανθούλα αναπολούσε. 
- Έτσι σπίτι άλλη καμιά δεν είχε! Ωραία, μεγάλη η σάλα, οι κάμαρες, η κουζίνα... Το αποχωρητήριο στο βάθος, με λουτρό μέσα! Λίγα σπίτια είχανε έτσι πολυτέλεια και τη ζουλεύανε ούλοι! Κι εγώ να σε πω πλενόμουνα πολλές φορές εκεί.
Χαμογέλασε στοργικά η Μαρίκα που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε σπιταρόνα με όλα τα καλά μέσα. Ποτέ δεν αναφερόταν σ' αυτά από διακριτικότητα και σεβασμό σε όσους δεν είχαν τη δική της τύχη. Ήξερε από φτωχόσπιτα, ήξερε από ανέχεια, γιατί πάντα προσέφερε χωρίς να δίνει σε κανένα λογαριασμό. Από μικρό κοριτσάκι έβλεπε τη μαμά της να ξεπορτίζει αχάραγα μ' ένα μεγάλο μαντήλι που κάλυπτε σχεδόν το μισό της πρόσωπο και τα χέρια φορτωμένα καλάθια και κουτιά, να φεύγει με το κεφάλι σκυφτό και πάλι πολύ προσεκτικά να επιστρέφει και να μπαίνει στο σπίτι νυχοπατώντας. 
Ένας έντονος πόνος στην κοιλιά την είχε ξυπνήσει, σηκώθηκε από το κρεβάτι και την είδε από τη μεγάλη τζαμαρία του δωματίου της.
- Μαμά μου πού πήγες;
- Πουθενά παιδάκι μου, εδώ ήμουνα...
- Σε είδα μαμά που φόραγες ένα μαντήλι που δεν το έχω ξαναδεί κι έφυγες με κάτι πράματα! Η κοιλίτσα μου με πόναε πολύ και ξύπνησα, μη με λες εδώ ήσουνα!
- Α! Για λίγο που πετάχτηκα στη γειτόνισσα λες, πολύ βήχα είχε η καημένη και τση πήα βοτάνια να βράσει μπας και τσ' ηπεράσει...
- Τόσα πολλά; 
- Ε... Να τα έχει να πορευτεί...
Κοιμήθηκε το Μαρικάκι αφού της έκανε ένα ζεστό γάλα η μαμά και ηρέμησε ο πόνος της. Κάτι όμως στα λεγόμενα της, δεν την έπεισε.
Πέρασαν λίγες μέρες κι ο αδερφός της καιγόταν στον πυρετό. Οι αμυγδαλές του ήταν πρησμένες και γεμάτες πύον είπε ο γιατρός, θα αργούσε να συνέλθει. Οι γονείς ξενυχτούσαν στο προσκεφάλι του και του έδιναν σιρόπια και ζεστά ροφήματα. Έπεσε λίγο ο πυρετός κι ο πατέρας πήγε να κοιμηθεί, σε λίγες ώρες θα ξυπνούσε να πάει στην τράπεζα που εργαζόταν. Μετά από απανωτά ξενύχτια χρειαζόταν λίγη ξεκούραση και ύπνο για να μην καταρρεύσει. Η μάνα έμεινε ακόμα μια ώρα κοντά του κι αφού του άλλαξε εσώρουχα και πιτζάμες έφυγε κι εκείνη να ησυχάσει λίγο. Η Μαρίκα φοβισμένη από την αρρώστια του αδερφού της και την αναστάτωση στο σπίτι, δε μπορούσε να κλείσει μάτι. Ένιωσε έντονη δίψα και φώναξε πολλές φορές τη μαμά, αλλά δεν πήρε απάντηση. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών και είδε μόνο το μπαμπά να κοιμάται βαθιά και να ροχαλίζει. Την έπιασε πανικός, φοβήθηκε για τον αδερφό της και πήγε τρέμοντας στην άλλη κάμαρα. Κοιμόταν κι αυτός ήρεμα, μόνος του. Μπήκε στην κουζίνα κατεβαίνοντας με τρεμάμενα ποδαράκια, ούτε εκεί ήταν η μάνα. Ξέχασε και τη δίψα της και τα λαιμά του αδερφού της και κάθισε στην καρέκλα με ματάκια κλαμένα. Σε λίγα λεπτά την τράνταξαν λυγμοί κι απελπισία ώσπου είδε το πόμολο της πόρτας να κινείται και τη μαμά με το μαντήλι ακόμα κουκουλωμένη και τα χέρια με άδεια καλάθια να μπαίνει φουριόζα. Τα 'χασε η γυναίκα και δεν ήξερε πώς να ηρεμήσει το κοριτσάκι της και πώς να δικαιολογηθεί. 
Αναγκάστηκε να της υποσχεθεί ότι θα της μιλήσει, μόνο αφού σταματήσει να κλαίει και πάνε στο δωμάτιό της. Πριν έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε το νυχτικό με τη μεταξωτή ρόμπα, για να μη τη δουν ντυμένη σύζυγος και γιος. Αγκάλιασε ξανά σφιχτά το Μαρικάκι και της εξομολογήθηκε πού πήγαινε και γιατί έπρεπε να μη το ξέρει κανείς. Αυτό θα ήταν το μυστικό τους.
Σε κάνα χρόνο την ακολουθούσε κι εκείνη κάποιες φορές, βλέποντας από κάποια απόσταση τη δυστυχισμένη πλευρά της ζωής. Έκλεισε τα ματάκια της όταν είδε απλωμένα τα κουρελιασμένα παιδικά ρούχα, γνώρισε και κάποια του αδερφού της και δικά της που ξεχώριζαν κι ορκίστηκε ότι μεγαλώνοντας θα έκανε τα ίδια κι ακόμα περισσότερα χωρίς να λέει τίποτα σε κανέναν. 

Η γλώσσα της Σουλτάνας είχε λυθεί από τα απανωτά λικέρ που έπινε για να ηρεμήσει λέγοντας την τόσο δυσάρεστη παλιά ιστορία και τώρα γελούσε με το παραμικρό. 


- Τίμιες κοπέλες ούλες, η αλήθεια. Δυο ητανάνε κομματάκι πεταχτούλες, αμά όχι να αφήκουνε σερνικό να τες αγγίσει, όχι τέτοια πράματα! Λίγο με τα μάτια παίζανε να πούμε, κάνα γελάκι, ξεύρεις τώρα... Πρώτες πιάνανε πόστο στο κάγκελο και δεν υπήρχε άθρωπος που να μη μάθουνε τι καπνό φουμάρει! Όποιος νέος πέρναγε απ' τους γύρω μαχαλάδες, αρωτάγανε με τρόπο βέβαια, πρώτα αν είναι λεύτερος φυσικά και μετά ούλα τα άλλα. Για καμπόσοι αρώταγα κι εγώ τάχα αθώα, άμα έβγαινα για τα ψούνια. Οι μαμάδες που είχανε κορίτσια της παντρειάς τα ξεύρανε απέ πρώτο χέρι, όμως κι οι άλλες μαθαίνανε, έτσι για να περνάει η ώρα. 
Η Ανθούλα μασουλούσε αμύγδαλα χουζουρεύοντας στην πολυθρόνα, δίπλα στο καλοριφέρ και συμπλήρωνε. 
- Καλέ, από πίσω άμα τες έπαιρνε κάποιος, ίσια στης αδερφής μου παγαίνανε για να μην αποκόψουνε και τες χάσουνε! Άμα δεν τον αρέσανε, στα σπίτια τους αμέσως! Μια μέρα, Αύγουστος μήνας ητανάνε, έκαμε τόση ζέστη, τι να σε πω, καιγούτανε ο τόπος! Επήαμε με τα παιδιά στη θάλασσα, να δροσιστούμε κομμάτι κι εμείς, και κατά η ώρα δύο γυρίσαμε στο σπίτι. Η Σουλτάνα θυμούμαι είχε φτιάξει μύδια με το ρύζι και σπανακόπιτα, με είπε να πάμε ούλοι μαζί να φάμε.  Φτάσαμε και τι να διούμε; Είχανε στρωθεί κει όξω μες στον ήλιο στα σκαλάκια και χα χα χα και χου χου χου πίνανε λεμονάδα και είχανε γένει κατακόκκινες! 
- Ναι μπρε Άνθω, για θυμήσου που τάχα πιάσανε το κουσέλι και σταθήκανε από συνήθειο στο σπίτι μου και μετά γίνηκε σκοτωμός! 
Η Μαρίκα κοιτούσε και περίμενε τη συνέχεια γελώντας κι εκείνη. Οι ιστορίες με τη συμπεθέρα της ήταν πάντα ενδιαφέρουσες. 
- Ητανάνε ένα παλικάρι ξεχωριστό η αλήθεια. Λεβέντης, στητός, ντυμένος ωραία, σοβαρός. Μήτε που γύρναγε τα μάτια του δεξιά κι αριστερά, ίσια στο δρόμο του πάγαινε. Άξαφνα είχε φανεί στο μαχαλά, δεν τον είχαμε ξαναδιεί, λίγο πολύ ούλους τους ξεύραμε πια. Οι κοπέλες τρελαθήκανε, ξεροσταλιάζανε και οι πέντε μπας και περάσει να τον διούνε. Οι δυο οι πιο θαρρετές, αρχέψανε την κόντρα, ποια θα τον αρέσει. Μόλις πέρναγε η μια, την έβλεπε κρυφά η άλλη για να βάλει πιο καλό φουστάνι και να σιάξει τα μαλλιά της αλλιώτικα, να είναι πιο όμορφη.
Γκουρ γκουρ, ερχούσαντε στα λόγια κι από φιληνάδες αγαπημένες γινήκανε μαλλιά κουβάρια. Είπα να κοιτάξω να μάθω πρώτα για το νέο και τες παρακάλαγα να μονιάσουνε, αμαρτία να έχουνε τέτοια έχθρητα μεγαλωμένες από μωρά στον ίδιο μαχαλά. 
- Πολύ σωστά ήκαμες συμπεθέρα μου, το ίδιο κι εγώ θα τσ' ήλεγα.
- Ναι για! Βγαίνω κι εγώ νωρίς το πρωί στη γύρα να ψουνίσω πριν με πιάσει η κάψα κι άρχεψα τις καλημέρες με τις γειτόνισσες. Λίγο κοντοστάθηκα στη μια πόρτα, λίγο στην άλλη, δεν κάμανε κουβέντα. Μπαίνω στο μανάβη, πάω στο μπακάλη, καμιά μέσα δεν είδα. Στο φούρνο πια, τρεις μαζωμένες λέγανε για μια γνωστή μεγαλοκοπέλα ανιψιά του ψαρά που καλοπαντρεύτηκε κι ούτε οι λεύτερες τέτοια τύχη. Στάθηκα κι εγώ με το δίχτυ φορτωμένο ζαρζαβάτια στο ένα χέρι και το καρβέλι στο άλλο γιατί η κουβέντα είχε ζουμί. 
- Άφεριμ!* Καλή κοπέλα, την άξιζε να πάρει τέτοιο γαμπρό!
- Ε, ναι, Σουλτάνα μου, δε λέω, αμά να διούμε και με τις δικές μας τι θα γένει...
- Τι θα γένει μπρε; Τόσοι νέοι έχουμε, θα βρούνε την τύχη τους. 
- Νέοι έχουμε πολλοί, καλοί γαμπροί δε βρίσκεις εύκολα! Ο ένας δεν έχει μια τέχνη στα χέρια του και κάμνει μεροκάματα όπου βρει κι άμα βρει, ο άλλος έχει δυο αδερφάδες να παντρέψει πρώτα, ο παράλλος τρέχει όπου διεί φουστάνι...
- Έτσι είναι, κάθε μάνα κάμει μεγάλο αγώνα για να παντρέψει τα παιδιά της...  Άσε κιόλας, εδώ που τα λέμε, ούλο και κάνας πιο φρέσκος μπορεί να φανεί, έχουνε καιρό μπροστά τους... 
- Ο φρέσκος φάνηκε Σουλτάνα μου και μη με πεις που δεν επήρες κι εσύ  χαμπάρι!  
- Πού καλέ, ποιος είναι;
- Ε! Ο ασίκης που περνάει και λυσσάξανε ούλες για! Θαρρείς που δεν τις βλέπουμε ούλη την ώρα που κρεμάζουνται απ' το κάγκελο στο μπαχτσεδάκι σου στολισμένες και πότε τσιμπούνε τα μάγουλα και πότε δαγκάνουνε τα χείλια τους για να κοκκινίσουνε; Σώπα τώρα που δεν ξεύρεις...
- Μπρε συ, τι με λέγεις τώρα; Παντρεμένη γυναίκα είμαι με παιδιά μικρά, την έννοια των γαμπρών έχω; Οι κοπέλες ξεύρεις που έρχουνται στο σπίτι μου και τες βάζω πομάδες, για τους σιάχνω κομμάτι τα νύχια και τέτοια πράματα, κάμποσες φορές κι η δικιά σου δεν έρχεται; Αναμεταξύ τους τι λένε, πού θες να ξεύρω, εσύ μαθαίνεις τα τι λέει η κόρη σου με τες φιληνάδες της;
- Ε, καλά, δε λέω...
- Ούλο δε λες και με νευριάζεις, άιντε τώρα... Για πέτε με μπρε, ποιος είναι, τι ξεύρετε;
Πετάχτηκε η άλλη με τη μπουκιά στο στόμα, που είχε καταβροχθίσει τουλάχιστον το μισό ψωμί.
- Καλέ, για τον ανεψιό του γαμπρού λέμε! Κείνο το σπαθάτο, τον όμορφο, με τη χωρίστρα στο πλάι που τον πέφτει έτσι ωραία λίγο μαλλάκι στο κούτελο, που πέρασε κάνα δυο φορές τη μια με το μπλε παντελόνι και το άσπρο πουκάμισο... Και την άλλη με το καφέ παντελόνι και το μπεζ πουκάμισο...  
- Ποιανού γαμπρού μπρε; 
- Του ψαρά μπρε Σουλτάνα μου, που πάντρεψε την ανεψιά του, αμάν κι εσύ!
- Α! Έτσι πες με να καταλάβω... Η αλήθεια δεν εκοιμήθηκα καλά με τη ζέστα και νυστάζω κομμάτι... Και δε με λες, πώς βρέθηκε εδώ αυτός;
- Ήρτε για βίζιτα το θείο του και την καινούργια του θεία, ένεκα που δεν ήτονε στις γάμοι. Το βαπόρι του είχε άργητα μια βδομάδα επειδής κάτι έπαθε στις μηχανές του κι έτσι έμεικε πίσω...  Καπετάνιος είναι, αυτός το οδηγάει!
- Άξιος να 'ναι πάντα! Και για πες με, πού μηνήσκει το ζεύγος, στης νύφης, έχει σπίτι;
- Όχι, έχει εκείνος ωραίο μεγάλο, δίπατο περικαλώ! Η νύφη έχει ένα σπιτάκι βέβαια που είναι οι γονιοί της κι οι δυο γιοί, τα αδέρφια της που 'ναι πιο μικρά. Επειδής ο ανεψιός ξέρει πολλά γράμματα, τον είπε ο ψαράς να διεί κάτι χαρτιά που τον στείλανε και δε βγάνει άκρη. Έτσι ήρτε ξανά για να τόνε πει τι να κάμει. 
<<Μωρέ τι κελεπούρι είναι τούτος>> σκέφτηκε αυθόρμητα. 

Η γυναικοπαρέα σκόρπισε και σε λίγο οι μυρωδιές από τις κουζίνες απλώθηκαν στις αυλές και τα σοκάκια.
Η Σουλτάνα ευχαριστημένη από τα νέα που κατάφερε να μάθει, έψησε το δεύτερο καφέ της. Τον πρώτο πρωινό όπως πάντα τον έπινε με το Γιωργάκη της πριν εκείνος φύγει για το μαγαζί. Βγήκε ξανά στο μπαλκονάκι της λίγο πριν το πιάσει ο καυτός ήλιος και τον απόλαυσε με το τσιγάρο της σκεπτική. 
<<Καπετάνιος, παραλής βέβαια κι όμορφος... Θέλει γυναίκα τίμια και σοβαρή να τον στέκεται κερί αναμμένο όσο θα λείπει στις θάλασσες... Σάματις θα μένει για πολύ στη στεριά; Έτσι είναι οι ταξιδιάρηδες, γυναίκα μονάχη πίσω να νταντεύει τα παιδιά και να μην έχει τον άντρα της να παρασταθεί σαν πατέρας... Να έχει και την πεθερά ούλη μέρα μες στα ποδάρια της να την κάμει και κουμάντα. Πρέπει να μηνήσκει με τη μαμά της κοντά όποια τόνε πάρει, να μη την πιάσουν στη γλώσσα τους οι κουσελιάρες. Θέλει πολλή σκέψη το πράμα...>> 




Άφεριμ - Μπράβο, ωραία

Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

Φόνισσα

 


Η ώρα είχε περάσει κι ο Αράπης άρχισε να τρίβει το μεγάλο στομάχι του που γουργούρισε. 
- Έλα άντρα μου να φάμε παρέα, μαζί με το κορίτσι.
Η Σερπετή αρνήθηκε ευγενικά από ντροπή αλλά η γυναίκα του που τη συμπαθούσε πολύ επέμεινε.
- Μη με προσβάλλεις κουτσούκα μου, έβαλα και για σένα, μαζί μας δε δουλεύεις τόσες ώρες για; 
Της έβαλε μια καλή μερίδα ροδοψημένο κοτόπουλο με σαλάτα πολύχρωμη λεπτοκομμένη. 
- Κι εμείς έτσι τη φτιάχνουμε! 
Πεντανόστιμη πάντα η πολίτικη σαλάτα!
Ψιλοκομμένο άσπρο και κόκκινο λάχανο με μπόλικο σέλινο.
Καρότο τριμμένο, αγγούρι, πιπεριές, κρεμμύδι, αλάτι και ελάχιστο πιπέρι. 
Περιχυμένη με λαδόξιδο αναπαυόταν σκεπασμένη για τουλάχιστον δύο ώρες αφού είχε ανακατευτεί υπομονετικά.
- Την πάει και η τουρσί πιπεριά, ε; 
- Πολύ την πάει! Και το κοτόπουλο όμως πολύ το πετύχατε, γεια στα χέρια σας!
- Ευχαριστώ, να 'σαι καλά, ούλο να το φας! 
Χορτασμένοι κι οι τρεις συνέχισαν τη δουλειά στο μαγαζί. Χάρη στη σβελτάδα της μικρής τέλειωσαν νωρίτερα.
- Άιντε μπρε γυναίκα, πάνε κι εσύ να ξεκουραστείς, κάτι λογαριασμοί έχω να κάνω και θα έρτω κι εγώ... 
- Να σε περιμένω, να φύουμε μαζί...
- Μπα, όχι, θα τελέψω και θα περάσω μια απ' το δερματά το μπουνταλά που τα μπέρδεψε πάλι και δεν ξεύρει τι έβαλε και τι έβγαλε! Θα είναι μάλλον κι ο αξάδερφος εκεί τρομάρα του, μη και χάσει και δε μάθει τι κονόμησε σήμερις! Μπα και θες να έρτεις μαζί μου και να γυρίσουμε μαζί πιο αργά; 
- Να με λείπει! 
Ήξερε ότι η γυναίκα του δεν ήθελε να έχουν καμία επαφή. Δεύτερος ξάδερφος του, ύπουλος και συμφεροντολόγος, όταν κατάλαβε ότι θα έμεναν άκληροι τους έπιασαν από κοντά με τη γυναίκα και τις δυο κόρες τους προκειμένου να κληρονομήσουν την περιουσία τους, κινητά κι ακίνητα. Οι βίζιτες και τα τραπεζώματα ήταν τακτικότατα. 
Στην αρχή δεν το κατάλαβε η αθώα, καλόκαρδη γυναίκα. Όταν όμως άρχισαν οι σπόντες κάτι άρχισε να σπάει μέσα της, μέχρι που της το είπαν ξεκάθαρα.
- Παιδιά δεν έχετε, πού θα μείκουν ούλα αυτά; 
- Θα διούμε, καλά να είμαστε...
- Ε... Εμείς μια οικογένεια είμαστε μπρε ξαδέρφη, έχουμε και τις κόρες να παντρέψουμε... 
- Καλή τύχη να έχουνε τα κορίτσια κι ούλα τα άλλα γένουνται!
- Αυτό λέμε κι εμείς βέβαια, αμά να έχουνε κατιτίς παραπάνω για! Κι εσείς να έχετε ένα ποτήρι νερό στα γεράματά σας απέ τα χέρια των συγγενών, αυτό δεν το σκέφτεσαι: 
- Ούλα τα σκέφτομαι, κάποιος θα γνοιαστεί και για μας...
- Γι΄αυτό σε λέμε, άμα τους τα γράψετε θα σας γεροκομήσουνε. Κι άμα κάμουνε παιδιά θα ακούσετε και τα ονόματά σας, εγγονάκια σας θα είναι μπρε!
- Πέρασε η ώρα κι έχω μια δουλειά, πρέπει να φύω.
Ήταν η τελευταία φορά που πήγε στο σπίτι τους. Έκτοτε αν τύχαινε να συναντηθούν στο δρόμο, μια καλημέρα και τάχυνε το βήμα της. Στον άντρα της ξεκαθάρισε ότι η πόρτα τους είχε κλείσει οριστικά. Ο Αράπης συμφώνησε γιατί και σε εκείνον είχε κακοφανεί η συμπεριφορά τους. Να τον παινεύουν και να τον έχουν πώς και πώς μόνο και μόνο για το συμφέρον τους και όχι γιατί τους άρεσε η παρέα του; Τους έβριζε νυχθημερόν...  

Η Σερπετή ανεβασμένη στη σκάλα ίσιωσε τα τόπια με τα χοντρά υφάσματα. 
Το μαγαζί είχε και μια χαμηλή πόρτα πίσω που οδηγούσε σε μια μικρή αυλή. Εκεί ήταν το αποχωρητήριο και μια ευρύχωρη αποθήκη φορτωμένη εμπόρευμα. Ανάμεσά τους η βρύση με τη γούρνα και το μοσχοσάπουνο, είδος πολυτελείας για τους περισσότερους που χρησιμοποιούσαν απλό σαπούνι του λαδιού για να πλένουν τα χέρια και το κεφάλι τους. Στο μαγαζί αυτό όμως ήταν όλα καλά και πλουσιοπάροχα τόσο για τα αφεντικά όσο και για την εκλεκτή πελατεία. Από τα χαμηλά περβάζια πηδούσαν πού και πού με μεγάλη προσοχή για να μη τους δουν μικροί και μεγάλοι για να απολαύσουν την υπέροχη μυρωδιά της σαπουνάδας στα χέρια τους και κάποιες τολμηρές κοπέλες το έξυναν μανιωδώς κι έβαζαν το τρίμμα σ' ένα μαντήλι. Έβαζαν ελάχιστο στη βρεγμένη χούφτα τους και με απαλές κινήσεις έπλεναν το πρόσωπό τους. Οι πιο κοκέτες  μανάδες  πλήρωναν σπάνια για ένα και μοναδικό που χρησιμοποιούσαν με φειδώ όταν πήγαιναν σε γάμους και βαφτίσια. Το άφηναν να στεγνώσει καλά και το φύλαγαν στο συρτάρι με τα ρούχα τους. Το άνοιγαν τακτικά κι έπαιρναν βαθιές ανάσες ευδαιμονίας. Οι κόρες παρακαλούσαν κάθε φορά τις μαμάδες τους. 
- Άσε με να πλυθώ κι εγώ κομμάτι και θα σε κάμω ούλες τις δουλειές που με λες!  
- Μια ίσα που να κάμει τον αφρό γιατί σώνεται γλήγορα! 
Σαν κέρβεροι στέκονταν από πάνω τους.
 Όταν βρίσκονταν με τις άλλες γειτονοπούλες πρότειναν τα μάγουλα.
- Μύρισε με! 
Οι κοριτσίστικες μυτούλες ανάσαιναν με ευχαρίστηση και ζήλια.  
Ο Αράπης έπιασε ένα μικρό σκούρο βελούδινο κουτί από τη μυστική κρυψώνα της αποθήκης, εκεί που έκρυβε τα μασούρια με τις λίρες. Το άνοιξε ξανά μ' ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Το πολύτιμο πετράδι άστραψε στο λιγοστό φως. Το έκλεισε και το έβαλε στην τσέπη του.
-Τέλεψα αφεντικό! είπε η Σερπετή κατεβαίνοντας από τη σκάλα.
- Μπρε τι καλά που τα έσιαξες, τι προκομμένο κορίτσι που είσαι! Χαρά σ' αυτόνε που θα σ' έχει γιαβρί μου! Κι επειδής έμεικες παραπάνω και μ' έκαμες καλή δουλειά, έχω να σε δώκω ένα ωραίο δωράκι που θα σε παγαίνει πολύ!
- Φχαριστώ, αμά δεν είναι ανάγκη, απάντησε ντροπαλά. 
- Πώς δεν είναι για! Διες εδώ τι έχω για σένα, αμά θα το ξεύρουμε μοναχά εσύ κι εγώ. 
Έβγαλε το κουτάκι από την τσέπη του και το άνοιξε μπρος στα έκπληκτα μάτια της κοπέλας.
- Όχι, δε μπορώ να το πάρω, μη...
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και τα χέρια του την αγκάλιασαν σφιχτά. 
- Αφήστε με, τι κάνετε, δεν...
Το πεινασμένο του στόμα σφράγισε τα ροδαλά χειλάκια της κι όταν προσπάθησε να τον αποφύγει εκείνος την κόλλησε στα ράφια. Την κρατούσε σφιχτά με το ένα χέρι και με το άλλο σήκωσε τη φούστα της. Το κορίτσι δε μπορούσε να φωνάξει για βοήθεια και συνειδητοποίησε ότι τα ρολά ήταν κατεβασμένα κι ο δρόμος σίγουρα θα ερήμωνε αφού η ώρα είχε περάσει και τα μαγαζιά θα έκλειναν. Πώς θα γλίτωνε από το κακό που τη βρήκε: 
Όταν αυτός κάπως χαλάρωσε για να πάρει κανονική ανάσα, τον δάγκωσε με όλη της τη δύναμη μέχρι που ένιωσε τη μεταλλική γεύση από αίμα να την πλημμυρίζει. Ο Αράπης πόνεσε φρικτά και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι ρίχνοντάς την κάτω. Έπεσε πάνω της βρίζοντας και δεν πρόσεξε ότι το ένα της χέρι ήταν ελεύθερο. Απελπισμένη εκείνη το άπλωσε κι άγγιξε το μεγάλο πήχη που μετρούσαν τα χοντρά υφάσματα. Κατάφερε να τον πιάσει και την ύστατη στιγμή τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι. Όταν τα χέρια του αναγκαστικά την άφησαν για μια στιγμή κι έπεσε στο πλάι τον χτύπησε ξανά και ξανά μέχρι που το βαρύ σώμα του έμεινε άψυχο...

                                                            

Η Σουλτάνα στο σπίτι της μαζί με την Ανθούλα που είχε πάει βίζιτα έπιναν λικέρ βύσσινο αμέριμνες όταν άκουσαν χτυπήματα στην πόρτα της κουζίνας.

- Ανοίγοντας συμπεθέρα μου τι να διώ... Την κοπέλα άσπρη σαν το γάλα με το ένα μάγουλο κόκκινο της φωτιάς, τον στόμα της μες στα αίματα και το ρουχαλάκι της ξηλωμένο και μες στις ζάρες. Δεν επρόλαβα να τη ρωτήσω και πέφτει πάνω μου μπήγοντας τα κλάματα. Σαν το ψάρι έτρεμε το καημένο και με δείχνει την πόρτα για να τήνε κλείσω. Ητανάνε αυτή που έβγαζε πίσω στο μπαχτσεδάκι. Τη μπάσαμε μέσα και δε μποράγαμε να καταλάβουμε τι γίνηκε, μισές οι κουβέντες της... Έτρεξε η Άνθω να τη φέρει νερό και κονιάκ να πιει κομμάτι μπας και  ηρεμήσει. Δυνάμωσα και τα τραγούδια στο ραδιόφωνο για να μην ακουστεί τίποτις όξω

- Ποια φόνισσα, τι με λέγεις τζιέρι μου, εσύ είσαι ένας άγγελος! Μη φοβάσαι και πε μας να καταλάβουμε!

Μέσες άκρες ανάμεσα σε αναφιλητά διαπίστωσαν με τρόμο τι συνέβη... 
- Τι λέγεις μπρε, θα παλαβώσω! Πώς θα σε σώσουμε τώρα; 
- Παναγιά μου και τι θα κάνουμε! 
Δε μπορεί να συνέβαινε αυτό, ζούσαν έναν εφιάλτη δίχως τέλος.
- Καλά που σε έκοψε και ήρτες απέ κει, μη σε διούνε. 
- Κι εκεί από την πίσω πόρτα έφυα κι εδώ το ίδιο έκαμα. Δε μπορώ, θέλω να πεθάνω, θα πάω να πέσω να πνιγώ!
Της έκλεισε το στόμα με το χέρι της για να την αναγκάσει να χαμηλώσει τη φωνή της.
- Σταμάτα μπρε να λέγεις τέτοια! Άκου θες να πεθάνεις, επειδής βρέθηκε ο παλιάνθρωπος και πήε να σε κάμει έτσι κακό! Να σε πω και κάτι, καλά τον έκαμες, μπας και γλιτώσει κάνα άλλο καλό κορίτσι σαν ελόγου σου. Γιατί να είσαι σίγουρη ότι θα το έκαμε ξανά και ξανά!  Άνθω, πε τη κι εσύ, καλά δεν τα λέγω; 
- Σκότωμα ήθελε για!
Η Σουλτάνα βγήκε στην εξώπορτα και φώναξε ένα αγόρι που έπαιζε μπάλα. Του έδωσε ένα γλυκό και του είπε να πάει στο σπίτι της κοπέλας και να τους πει να μην ανησυχούν γιατί την χρειάζεται για βοήθεια και θα την κρατήσει ως αργά. 
Η Μαρίκα σοκαρισμένη τις κοιτούσε με αγωνία. Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. 
- Και τι γίνηκε, τη βάλανε στη φυλακή, τη σκοτώσανε, τι; 
- Από αυτό τη γλιτώσαμε συμπεθέρα μου και πώς τη γλιτώσαμε... 
Οι δύο αδερφές την έγδυσαν και την έπλυναν προσεκτικά. Την τύλιξαν σε παχύ αφράτο μπουρνούζι και της έβαλαν πάγο στο μάγουλο για να φύγει το κοκκίνισμα από το χαστούκι. Το κορμάκι της είχε μελανιές κι έφεραν μολυβόνερο για να υποχωρήσουν. Έραψαν το φουστανάκι της επιδέξια και το σιδέρωσαν. Το κονιάκ έκανε το τρέμουλο να υποχωρήσει κάπως και ο Γιωργάκης, ο άντρας της Σουλτάνας δεν κατάλαβε τίποτα όταν επέστρεψε στο σπίτι τους. Ευτυχώς που η αδερφή του τον είχε χασομερίσει στο μαγαζί με την πάρλα της. Του είπαν ότι στο μέσα δωμάτιο είχαν τη Σερπετή κι έκαναν μπωτέ, έπρεπε όμως να οργανώσουν σχέδιο. 
Αφού έφαγε και ξάπλωσε ο Γιώργος με την εφημερίδα, άρχισαν μετά από ώρα να βαραίνουν τα βλέφαρά του όταν η Σουλτάνα του είπε ότι θα πήγαιναν μέχρι τη γειτόνισσα στον πίσω μαχαλά να της δώσει μια πομάδα και να μην ανησυχήσει. 
- Δε θέλω να πάω εκεί σας είπα. φοβούμαι πολύ,,,
- Σους μπρε, σταμάτα να κλαις μη μας ακούσει ο άντρας μου! Αυτό που σε είπαμε θα γένει, κάμε κουράγιο μη μας πάρουνε χαμπάρι και μας φυλακώσουνε και τις τρεις! Καλό ήτανε να μη γενεί τέτοιο κακό αμά κι εσύ αμαρτία είναι να χάσεις τη ζωή σου έτσι! Και τις γονιοί και τη γιαγιά σου και τον αδερφό σου, ούλους να τις σκεφτείς! Έλα τζιέρι μου, κάμε υπομονή να διούμε... 
Βγήκαν στο νυχτερινό σεργιάνι κορδωτές γελώντας ψεύτικα, καλησπερίζοντας τους γείτονες και φώναξαν από το δρόμο τη μαμά του κοριτσιού. 
- Σε την κράτησα από νωρίς την κόρη σου και με βοήθησε με τη ντουλάπα, μετά πιάσαμε τις πομάδες. Έδωκα και μερικά ρούχα την αδερφή μου, θα σε στείλω κι εσένα μια ζακέτα που δε με κάμνει πια, πάλι κιλά πήρα. χα χα χα! Πάμε τώρα να φάμε ένα ωραίο παγωτό να δροσιστούμε κομμάτι.
Ευχές πολλές της έδωσε η ταλαιπωρημένη μάνα, τις σταύρωσε και τις καμάρωνε μέχρι που χάθηκαν απ' τα μάτια της. 
Με την ψυχή στο στόμα τάχυναν το βήμα τους όταν έφτασαν κοντά στο μαγαζί, αφού πριν κάθισαν σ' ένα ζαχαροπλαστείο για τα μάτια του κόσμου. Η Σουλτάνα χτυπούσε συνεχώς τη γάμπα της κοπέλας για να της φύγει η ταραχή και να κρύψει τα τρεμάμενα  χέρια της κάτω από το τραπέζι. Έφαγε καμπόσες κι η Ανθούλα που ξεροκατάπινε και σκούπιζε τα δακρυσμένα μάτια της.
- Αυτό είναι που λένε κλαίω από τα γέλια! Σιγά μπρε και θα σε πέσει η πάστα πάνω στη μπλούζα σου! Χα χα χα, έτσι που τα λέτε γινήκανε με τη ζαβή τη μοδίστρα!
Έπαιζε το ρόλο της με απίστευτο κόπο αλλά η ανάγκη την έκανε... 
Στην πίσω αυλή η Σερπετή αρπάχτηκε από το μπράτσο της.
- Δε μπορώ να μπω, θα πέσω καταγής σε είπα. 
- Θα μπορέσεις, αλλιώς χαθήκαμε!
Την έσπρωξε κι εκείνη πήδηξε και της έφερε ένα σκαμνάκι. Ανέβηκε η Σουλτάνα με τη βοήθεια της αδερφής της και σε λίγο μπήκε στο μαγαζί. Άναψε το κερί που είχε φέρει από το σπίτι για να βλέπει και αντίκρυσε το πτώμα. Δάγκωσε το μαντήλι της για να πνίξει τον αυθόρμητο λυγμό της κι άνοιξε το γεμάτο παράδες ταμείο.  Το άδειασε γρήγορα κι έβαλε τα λεφτά στην τσάντα της. Φεύγοντας θυμήθηκε το δαχτυλίδι.
<<Πώς να πάω κοντά του... Πού να είναι, μη το βρούνε και δε μας βλέπω καθόλου καλά...>> 
Λίγο πιο δεξιά από το σπασμένο κεφάλι του Αράπη το βρήκε, μες στα αίματα. Το έπιασε με ένα κομμάτι ύφασμα από δείγμα που βρήκε για να μη λερωθεί και να μη το αγγίξει. Βγήκε σβήνοντας το κερί και αφού βρέθηκε εκτός αυλής, πήγε πάλι η κοπέλα το σκαμνάκι στη θέση του χωρίς να στρέψει τα μάτια της προς το σημείο του φονικού. Η Ανθούλα καθόταν ανακούρκουδα με το κεφάλι ν' αγγίζει σχεδόν το χώμα. Ένα τρεμάμενο κουβάρι έγινε και η Σουλτάνα όταν απομακρύνθηκαν αρκετά κι αφού πέταξαν το δαχτυλίδι στη θάλασσα, Το κουτάκι θα το έθαβαν για να μη βρεθεί ποτέ και να σβηστεί κάθε ίχνος αίματος. 
- Τώρα τι θα κάμουμε; Φοβούμαι μη μας πιάσουνε...  
- Σταμάτα, μη με μιλάς, το κεφάλι θα με φύγει! Πάμε να φύγουμε από δω, να συνέρθω κομμάτι γιατί με έρχεται λιγοθυμιά... 

Η γυναίκα του Αράπη είχε κοιμηθεί ήρεμα.
<<Έμπλεξε κει πέρα και ποιος ξεύρει τι ώρα θα μαζευτεί, θα τα πίνουνε πάλι... >>
Όταν ξύπνησε το πρωί και διαπίστωσε ότι ο άντρας της δεν είχε γυρίσει πανικοβλήθηκε. Φώναξε το όνομά του πολλές φορές, τίποτα. Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε στο δρόμο, λαχανιασμένη έφτασε στο μαγαζί και το βρήκε φυσικά κλειστό. Μπήκε στο καφενείο να ρωτήσει αλλά ο αγουροξυπνημένος καφετζής δεν ήξερε κάτι. Άφησε το πατσαβούρι που καθάριζε τα τραπέζια και τις καρέκλες  και βγήκε έξω μαζί της.
- Ο άντρας μου τι έπαθε, με λες; Άμε να διεις το δερματά και πες τον να έρτει εδώ μια, δε με βαστούν τα πόδια μου να πάω ίσαμε κει... 
Σε λίγο έφτασαν κι οι δύο. Το σπίτι του δερματέμπορου ήταν απέναντι από την επιχείρησή του.
- Χαμπάρι δεν έχω κυρία μου! Μήτε που τόνε μήνυσα, μήτε που ήρτε από μένανε, μήτε που τον είδα, μήτε τίποτις! 
- Θα με φύγει το μυαλό! φώναζε κλαίγοντας η γυναίκα.
Άρχισαν να έρχονται κι οι άλλοι έμποροι να ανοίξουν τα μαγαζιά τους. Ο σαράφης τη ρώτησε αν μπήκε στο μαγαζί. Δεν υπήρχε λόγος, ήταν κλειστό και ο άντρας της είχε φύγει χθες το βράδυ. 
- Κανένας μας δεν τόνε είδε όπως βλέπεις, αθρώποι είμαστε όμως, μπα κι έπαθε τίποτις... 
Άνοιξε την τσάντα της και του έδωσε την αρμαθιά με τα κλειδιά. Την είχαν βάλει να καθίσει μέχρι να μάθουν τι συνέβη. Ο σαράφης ακολουθούμενος από άλλους δύο σήκωσε τα ρολά κι άνοιξε την πόρτα. Ακολούθησαν φωνές και ουρλιαχτά που σκέπασαν την Πόλη με το πρωινό δροσερό αεράκι.
Η Ανθούλα είχε διανυκτερεύσει στης αδερφής της κι η Σερπετή είχε πάει στο σπίτι της πολύ αργά. Καμία απ' τις τρεις δεν έκλεισε μάτι φυσικά, περίμεναν να ξημερώσει και να ξεκινήσει η ακόμα πιο δύσκολη μέρα τους. Είχαν προβάρει πολλές φορές τις απαντήσεις που θα έδιναν σε όλους.
- Σουλτάνα, το κορίτσι τώρα θα ετοιμάζεται να πάει, ε;  
- Ναι, αμά κανονικά θα την προλάβουνε το κακό μαντάτο. Πλύνε εσύ τα φλιτζανάκια να φέρω την πούντρα μη και φανεί στα μούτρα μας ότι έχουμε έτσι χάλι.
Βάφτηκαν με τρεμάμενα χέρια όπως όπως και την ώρα που έβαζαν κραγιόν ακούστηκαν οι φωνές. Πήραν βαθιές ανάσες και βγήκαν έξω τάχα να μάθουν τι συμβαίνει και σηκώθηκε στο πόδι όλη η γειτονιά. Η πρώτη που αντίκρυσαν ήταν η μητέρα της κοπέλας, ακολουθούσε η γιαγιά που έδινε πληροφορίες.
- Τι πάθατε καλέ, τι γίνηκε;
- Ο Αράπης, τον ηύρανε σκοτωμένο, τον αδειάσανε το μπεζαχτά! Ήρτανε ζαπτιέδες και πήρανε το παιδί μου!
- Τι λες μπρέ! Πού, πότε;
- Στο μαγαζί του, το κεφάλι τόνε ανοίξανε οι κλέφτες!
- Τι μας λέγεις μπρε! Στάσου μια στιγμή να πάρω την τσάντα μου κι ερχούμαστε! 
Με τα πόδια έτοιμα να λυγίσουν, ήπιαν από μια γερή γουλιά κονιάκ και βγήκαν στην τρεχάλα. Η γιαγιά έμεινε στο σπίτι για να προσέχει το γαμπρό της που έτρεμαν μην πάθει ξανά τα ίδια τώρα που είχε αρχίσει να συνέρχεται.
Επικρατούσε πανικός όπως γίνεται πάντα σε κάθε κακό. Λιποθυμίες, στριγκλιές από τη γυναίκα του και κατάρες. Πολλές κατάρες  απ' όλους που δεν καταλάβαινες σε ποιον ακριβώς τις έριχναν. Οι τρεις γυναίκες με την υπόλοιπη γειτονιά που τις ακολουθούσε είδαν τη Σερπετή να τραβάει τα μαλλιά της και να τσιρίζει. Της είχε βγει η ένταση, ο φόβος, όλα. Ευτυχώς που οι υπόλοιποι το αντιλαμβάνονταν διαφορετικά, έτσι όπως θα έπρεπε. Το κορίτσι χάθηκε στις ανοιχτές αγκαλιές τους που προσπαθούσαν να το παρηγορήσουν. Η Σουλτάνα αφού έσφιξε παρηγορητικά τον ώμο της γυναίκας του στάθηκε μπροστά στους αστυφύλακες. 
- Μη το τυραννάτε άλλο το κορίτσι, δε βλέπετε που κοντεύει να την έρτει ταμπλάς μη κακό της; Τι να ξεύρει να σας πει άλλο, σκόλασε κανονικά και τη φώναξα στο σπίτι μου να σιάξουμε ρούχα. 
Η χήρα πλέον, όρμησε στη Σερπετή κι άρχισε να την ταρακουνάει. 
- Εσύ ξεύρεις! Έφυα χτες και σ' άφηκα πίσω με τον άντρα μου, πες τα ούλα, δε μπορεί να μην ξεύρεις!
Το κορίτσι χειροτέρεψε και ούρλιαζε. 
- Άστη κοκόνα μου μπα και ηρεμήσει κομμάτι το ταλαίπωρο, δεν το λυπάσαι; Δεν έμεικε πολύ, έφυε και πριν να μπει στο σπίτι της τη φώναξα σε λέγω. Με είπε που έφερες την όρνιθα με τη σαλάτα και φάγατε, μετά από σένανε δεν κάθισε πολύ.
Η φωνή του καφετζή τους πάγωσε το αίμα.
- Εγώ δεν την είδα να φεύγει, το είπα και στη μαντάμ!
Ευτυχώς που δεν προδόθηκε καμία τους. Η Σουλτάνα στάθηκε μπροστά του με περίσσιο θάρρος.
- Τήνε παραμονεύεις κάθε μέρα που σκολάει εσύ; Τα μάτια σου απάνου στο κοριτσάκι τα έχεις; Σα δε ντρέπεσαι στην ηλικία σου!
Κατάφερε να τον κομπλάρει για να κερδίσουν χρόνο. Πάλι καλά που είχαν συζητήσει εκτενώς το πώς έφυγε η μικρή. 
- Ανάμεσα στο σούσουρο που ακολούθησε τα λόγια της, βρέθηκαν κι άλλοι που υποστήριξαν το ίδιο. Δεν την είχαν δει να φεύγει, όχι εκ του πονηρού αλλά επειδή ήταν στον ίδιο δρόμο κι άθελά τους έβλεπαν τις κινήσεις όλων.
Η Σερπετή όταν κατάλαβε ότι κινδυνεύει από τα χέρια της γυναίκας του που την άρπαξε από τα μαλλιά και των χωροφυλάκων που ήταν έτοιμοι να τη μπαγλαρώσουν, βρήκε τη δύναμη να μιλήσει κάπως πιο ήρεμα και καθαρά.
- Δίκιο έχουνε κυρία Σουλτάνα που λένε δε με είδανε! Αφού έφυα από την πίσω πόρτα πώς να με διούνε; 
Καινούργιο σούσουρο που δεν διακόπηκε ακόμα κι όταν τα περιπολικά τις παρέλαβαν. 
- Από την πίσω πόρτα λέει ότι έφυε αλλά γιατί να το κάμει δεν καταλαβαίνω.
- Προς νερού μου πήα κι έπλυνα τα χέρια μου μετά. Ο άντρας σας είχε κλείσει και μέτραε τις παράδες του, τόνε χαιρέτησα και πήδηξα όξω, έδιωξα και κάτι παιδιά μη μπούνε μέσα. 
- Ναι, κείνη την ώρα σε ήρτε να πας!
- Με το συμπάθιο αμά τα κράταγα πολλές ώρες κι άλλο δε γινούτανε. 
Ο δικαστής όρισε την ώρα δύο μέρες μετά την κηδεία. Η γυναίκα του δε μπορούσε να χωνέψει πώς έγινε αυτό. Της άνοιξαν την αγκαλιά τους, της φέρθηκαν στοργικά, τη βοήθησαν και τους το πλήρωνε έτσι μετά; Το μυαλό της είχε θολώσει, την κατηγορούσε και δεν ήξερε ακριβώς το πώς μια σταλιά κοπέλα κατάφερε να σκοτώσει κοτζάμ άντρα γεροδεμένο, να κλέψει και το ταμείο μετά. Γιατί αυτό ήταν που την τρέλαινε περισσότερο. Η έρευνα στο σπίτι τους δεν απέδειξε κάτι, μόνο λίγα λεφτουδάκια σ' ένα συρτάρι. Η Σουλτάνα σχεδόν τους κάλεσε στο σπίτι της να ψάξουν κι εκεί αν και ως σύζυγος εμπόρου παπουτσιών είχε σίγουρα κάποιο σεβαστό ποσό κρυμμένο. Είχε ενημερώσει φυσικά και τον άντρα της που έσπευσε να συμπαρασταθεί και να καταθέσει ότι η μικρή ήταν στο σπίτι τους από νωρίς. 
                                                     

                                                                                  
Η κηδεία έγινε με τον κόσμο μαζεμένο και τους συμφεροντολόγους συγγενείς του συγχωρεμένου να συμπαρίστανται στη χήρα του.
Τέτοιες στιγμές ξεχνάς ό,τι προηγούμενο είχες και δέχεσαι την όποια βοήθεια με ευγνωμοσύνη. Η οικογένεια της κοπέλας δεν παρευρέθηκε, αφού είχαν στοχοποιήσει το παιδί τους. Η Ανθούλα είχε διανυκτερεύσει πάλι στης αδερφής της και οργάνωναν τις λεπτομέρειες της δίκης. 
- Ο δικαιόρος την είπε που πήγανε από την πίσω πόρτα οι κλέφτιδοι. Την είπε ακόμα ότι η μικρή δεν έχει σχέση να πούμε με το κακό. Πήε αυτός, έψαξε, αρώτηξε, έμαθε. Καλά που με έκοψε και πήαμε για το γλυκό να λες! Βάλε και τις γειτόνοι που μας είδανε σαν την καλή χαρά, έδεσε το πράμα κάπως. 
Ο Γιωργάκης τους τα είπε με το νι και με το σίγμα. Φρόντισε να μάθει τα πάντα μέσω των γνωριμιών του, έπιασε κι ο ίδιος προσωπικά το δικηγόρο και του μίλησε, όλα σε μια μέρα. Χρυσός και πονόψυχος ήταν, ο καλύτερος σύζυγος του κόσμου. 
- Τους παράδες τι τους ήκαμες συμπεθέρα μου;
- Στην αρχή είπα να τις κάψω, αμά μετά σκέφτηκα ότι ητανάνε αμαρτία με τόσοι φτωχοί που υπάρχουνε. Επήαμε με την Άνθω σε μια εκκλησία και τις έκρυψα κει που κάθεται ο Δεσπότης, στο θρόνο που λέμε. Απέ κάτου απ' το κάθισμα έχει κάτι ξύλα φαρδιά, τα μοίρασα, τα τύλιξα σε χαρτί και τα έχωσα. Και να τα βρίσκανε που λέει ο λόγος, δε θα πάγαινε το μυαλό τους ότι ητανάνε από το μπεζαχτά του σκοτωμένου. Ανάψαμε κεριά και μείκαμε πολλή ώρα, παρακαλούσαμε για συχώριο ένεκα που κάμαμε έτσι πράμα, αμά ήτονε μεγαλύτερη η αμαρτία να πλερώσει το κορίτσι για τις παλιανθρωπιές του. Γιατί μάθαμε που δεν τα έκαμε μόνο τη Σερπετή αλλά είχε καταστρέψει κι άλλες κοπέλες. Είχε βλέπεις αδυναμία στις μικρούλες ο αρσίζης, ο πρόστυχος! 

Η αίθουσα ήταν γεμάτη. Πολύς ο κόσμος που υποστήριζε τη χήρα κι ακόμα περισσότερος αυτός που υποστήριζε την κοπέλα. Η υπόθεση βάσει λογικής δεν έδειχνε να μπάζει από πουθενά. Ο Γιωργάκης είχε πάρει και το δικό του δικηγόρο που είχε για τα επαγγελματικά του, με σκοπό να την υπερασπιστεί και για παράδες να μην είχαν έννοια αφού το είχε τακτοποιήσει. Είχε βοηθήσει και τον πατέρα της να παρευρεθεί, ο οποίος παραδόξως ήταν πολύ ψύχραιμος. Από μικρός στη βιοπάλη είχε δει πολλά να συμβαίνουν.
Ξεκίνησαν οι καταθέσεις από τους γύρω εμπόρους. Μίλησαν για τις δουλειές και το χαρακτήρα του, το κιμπαριλίκι και τις αξιοσύνες του καθώς και για την ενάρετη γυναίκα του. Απάντησαν αυθόρμητα σε όλες τις ερωτήσεις, ακόμα και σ' αυτές που αφορούσαν τη νεαρή υπάλληλο. Χαριτωμένη, ευγενική, πρόθυμη, με το γέλιο στο στόμα, ήταν σχεδόν αδύνατο να σκεφτούν ότι έγινε φόνισσα. Ακόμα και κάποιες από τις καλύτερες πελάτισσες ήταν εκεί, που συμπαθούσαν το κορίτσι που τις εξυπηρετούσε με μεγάλη καλοσύνη. Μία απ' αυτές, η μεγαλύτερη κουτσομπόλα, τους ψιθύρισε μετά την κηδεία για πολλές γυναικοδουλειές του. Πώς στην ευχή είχε μάθει για το δαχτυλίδι που είχε αγοράσει από την άλλη άκρη της πόλης, καμία δεν έμαθε. Γιατί ο εκεί χρυσοχόος τον είχε τακτικό πελάτη για τα κρυφά δώρα που αγόραζε χωρίς παζάρια. Τα φανερά που κόμπαζε, τα έπαιρνε από δίπλα και τα προσέφερε στη γυναίκα του. 
Σουλτάνα και Ανθούλα έβαλαν η μία μετά την άλλη το χέρι στο Ευαγγέλιο και νόμιζαν ότι θα καούν οι παλάμες τους. Κατέθεσαν ότι ήταν μαζί στο σπίτι, και μετά πήγαν για παγωτά και γλυκά στο συγκεκριμένο μαγαζί. Ο ιδιοκτήτης κατέθεσε κι εκείνος με την καρδιά ελαφριά και το κεφάλι ψηλά ότι έφτασαν εκείνο το βραδάκι γελώντας και κάθισαν πάνω από μια ώρα. Το ίδιο κι ο Γιωργάκης, που τις είχε πιστέψει φυσικά.
- Εκεί τη βρήκα, είχε πάει από νωρίς στο σπίτι μας. Την ώρα που λένε ότι γίνηκε το φονικό, ήταν μαζί με τη γυναίκα και την κουνιάδα μου. Μετά θα πήγαιναν σε μια γειτόνισσα αμά μετάνιωσαν και κατεβήκανε για περίπατο και για παγωτό. Τόσοι γειτόνοι τις είδανε, αμά κι έτσι να μην ήτονε, το κορίτσι δε φταίει, είναι δικό μας παιδί, το ξεύρουμε ούλοι! Εδώ είναι κι ο μπαμπάς της, να τόνε διείτε και να σας μιλήσει άμα θέλετε. Περάσανε μεγάλη δυσκολία με την αρρώστια του και σταθήκανε βράχοι, τώρα που πάνε καλύτερα τα πράματα να τοις βρει τέτοιο πράμα, αμαρτία είναι μεγάλη!
Στο διάλειμμα της δίκης ο δικηγόρος μίλαγε αδιάκοπα στη χήρα. Έπιασε το αυτί του σκόρπια λόγια που αφορούσαν την ηθική του συγχωρεμένου, φοβήθηκε εκείνη το σκάνδαλο και δεν ήξερε τι να κάνει. Γυναικάς ο άντρας της;
- Ξεκάθαρα τον σκότωσε κάποιος για να τον κλέψει. Μπορεί να ήταν δύο, μπορεί τρεις, πώς θα έκαναν ζάφτι τον άντρα σας αλλιώς... Μπήκαν από την πίσω πόρτα αφού είδαν ότι ήταν ανοιχτή κι έγινε. Θα τους όρμησε και τον χτύπησαν. Άρπαξαν τα λεφτά από το ταμείο κι έφυγαν πάλι σαν κύριοι. 
Η μέρα πέρασε αργά, βασανιστικά. Η Σερπετή βομβαρδίστηκε με απανωτές ερωτήσεις που επαναλαμβάνονταν μέχρι τη στιγμή που ο δικηγόρος του Γιωργάκη επενέβη ξανά, παρακαλώντας να σταματήσουν το μαρτύριό της. Μέχρι και αποζημίωση ζήτησε από τη χήρα για τον εξευτελισμό και την ψυχική της πλέον ισορροπία. 
- Στους γιατρούς θα το τρέχουν το παιδί τους οι γονείς, βλέπετε ότι σπαράζει. Είναι υπόδειγμα τιμιότητας και αξιοπρέπειας όπως όλη της η οικογένεια. Οι μαρτυρίες των κυρίων που την είχαν στο σπίτι τους είναι αδιάψευστες, καθώς επίσης και των γειτόνων, του καταστηματάρχη που πέρασαν για γλυκό και συμπεριφέρονταν ως συνήθως. Στα δικαστικά χρονικά έχουμε δει δολοφονίες όπου ο ένοχος κρύβεται για να μη τον πιάσουν, το γνωρίζουμε όλοι. Ο αποθανών ήταν ψηλός και σωματώδης, θα μπορούσε να τον χτυπήσει έτσι ένα παιδί: Δεν είχε και κανένα λόγο να το κάνει. Βοήθησε το γεγονός ότι ο δρόμος ήταν άδειος και τα φώτα του μαγαζιού σίγουρα τα έκλεισε για να φύγει κι εκείνος. Είδαν τη νεαρά υπάλληλο να φεύγει κι ευτυχώς γιατί ίσως να τη χτυπούσαν κι εκείνη με κίνδυνο να χάσει τη ζωή της, μπήκαν, τον αιφνιδίασαν και πάλεψε μαζί τους. Ο ένας από αυτούς τον χτύπησε και πέφτοντας δάγκωσε δυνατά τη γλώσσα του που βρέθηκε τραυματισμένη, αιμορραγούσε και από το στόμα όπως ξέρουμε. 

Την πανηγυρική της αθώωση ακολούθησε η λιποθυμία της Ανθούλας που δεν άντεξε άλλο και σωριάστηκε με γδούπο στο πάτωμα.