- Χήρα μου με τα μαύρα σου και με την τσαχπινιά σου!
Η Σουλτάνα σιγοτραγουδούσε όσο σερβίριζε το τσάι στα ποτηράκια. Μια πιατέλα με τυροπιτάκια, λεπτές φέτες ψωμιού που ζέστανε στο φούρνο αλειμμένες με φρέσκο βούτυρο κι αρκετά κομμάτια κίτρινο τυρί το συνόδευαν.
- Μπρε συμπεθέρα, τη θυμάμαι σαν τώρα που έχασε τον άντρα της...
Δεν ήταν ούτε τριάντα χρονών η Λιωλιώ όταν της έφεραν τα μαύρα μαντάτα. Ο άντρας της ξεψύχησε στη μέση του δρόμου καθώς επέστρεφε στο σπίτι από τη δουλειά. Η μεγάλη σακούλα που κρατούσε άνοιξε και ξεχύθηκαν οι λιχουδιές που πήγαινε για τη γυναίκα του και το παιδί τους.
- Απέ την καρδιά του έφυγε ο καημένος... Έτσι την είπανε οι γιατροί...
- Ενθυμούμαι που μ΄ήλεγες, την έραβε η μοδίστρα τα μαύρα βδομάδες ολόκληρες...
- Ναι, ναι... Ητανάνε πολύ λουσάτη, κοκέτα! Η μαμά της επήγε και την ψούνισε φόρεμα για την κηδεία και κάμποσες μπλούζες και σε λίγες μέρες εμπήκε η ράφτρα στο σπίτι, για να μη βγαίνει όξω και την κουσελεύουνε... Πού να την έβλεπες στο μνημόσυνο του μακαρίτη! Φορούσε ταγέρ και καπελίνα με βέλο, ψηλά τακούνια και γάντια, λες κι ητανάνε να πούμε πολύ πλούσια!
- Για θυμήσου που ητράβαε η ψυχή τση κινηματόγραφο!
- Χα χα χα! Τα τρίμηνα εκάμανε το πρωί κι οι γειτόνισσες που επήγανε μετά και στο σπίτι τη λέγανε για το έργο που θα παγαίνανε να διούνε! Είχε πάει η μια και τις έλεγε την υπόθεση, πολύ ωραίο ητανάνε! Άκουε η Λιωλιώ, καλομαθημένη απέ τον άντρα της στα θέατρα και στοις κινηματόγραφοι ούλη την ώρα κι αρώταγε συνέχεια τι γένηκε μετά... Και τις έλεγε μπράβο, να πάτε, πολύ καλό με ακούγεται! Μέσα της βέβαια, σκεφτούτανε που θα ήθελε να πάει κι εκείνη, τις ζούλεψε...
Η μητέρα της κακοχαρακτήρισε τις γειτόνισσες που αντί να συχωράνε με τον καφέ συνεχώς το μακαρίτη έπιασαν κουβέντα για ηθοποιούς και ταινίες στον κινηματογράφο.
- Ντροπής πράματα! Για το συχώριο ήρθανε αυτές; Γλώσσα μέσα δεν εβάλανε! Κι εσύ μπας και χάσεις και δεν τα μάθεις ούλα!
- Άσε με καλέ μαμά κι εσύ! Καλά κάμανε, ξέφυγε κι εμένα κομμάτι ο νους μου! Τόσο καιρό κοντεύω να τρελαθώ η έρμη με το κακό που γένεται συνέχεια... Δε με φτάνει αυτό που με βρήκε;
- Το ξεύρω μπρε παιδάκι μου, αμά τι να κάμουμε;
- Κι αυτή η πεθερά μου ησυχία δεν έχει! Πάει κι έρχεται κάθε μέρα κι ούλο τραβάει τα μαλλιά της και τσιρίζει! Τον πρώτο καιρό κι εγώ έτσι ήμουνα κι είχε κι αυτή τα δίκια της σα μάνα, αμά το έχει παρακάνει τρεις μήνες τώρα! Σε λίγο θα τη διούμε πάλι να έρχεται, δεν την έφτανε τόση τσιρίδα το πρωί στην εκκλησία...
- Τσίπα δεν έχεις πάνω σου μπρε Λιωλιώ και σε φταίει η χαροκαμένη και δύστυχη μάνα;
- Ούλα με φταίνε κι άσε με!
Ο καιρός περνούσε κι οι καβγάδες στο σπίτι ήταν καθημερινοί.
- Έλα κόρη μου να πάμε στα μνήματα...
- Να πάμε μαμά! Αμά όχι την ώρα που θα είναι κι η πεθερά μου εκεί...
- Δε ντρέπεσα μπρε Λιωλιώ;
- Όχι!
Μετά τον καβγά μεταξύ νύφης και συμπεθέρων, η μάνα κατέφυγε στην αδερφή της.
- Δεν την ήθελε που ερχούτανε η χριστιανή, επειδής κλαίει συνέχεια το παιδί της... Η αλήθεια, άμα φτάνει στο μαχαλά, ούλος ο ντουνιάς την ακούει απέ το κάτω σοκάκι... Φωνάζει, τραβάει τα μαλλιά της... Με το που μπήκε μέσα, πιο χειρότερα γένηκε, ρούχο άσκιστο δεν άφηκε πάλι απάνω της! Η κόρη μου την έλεγε να ηρεμήσει κομμάτι, αμά πιο χειρότερα γενούτανε εκείνη. Την έσουρε η προκομμένη η ανιψιά σου ένα σωρό λόγια και μπήκε στην κάμαρή της. Την έκλεισε και την πόρτα δυνατά, που έφυε το κλειδί και πήγε στην άλλη άκρη... Θύμωσε η συμπεθέρα και γένηκε της τρελής! Μέχρι και μαζί μου τα έβαλε, λες και δεν την ήθελα μήτε κι εγώ... Ντροπής πράματα και πού να τα πω...
Η επόμενη φασαρία έγινε όταν η κόρη τους δήλωσε ότι μετά το χρόνο θα έφευγε για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Η αδερφή κι ο γαμπρός της ήταν οι πρώτοι που το αποφάσισαν κι όταν οι γονείς είδαν ότι θα έμεναν πίσω ολομόναχοι, αναγκάστηκαν να τους ακολουθήσουν.
- Ενθυμούμαι που συναντήσαμε τσι αδερφάδες συμπεθέρα!
- Και μας έκαμαν χαρά μεγάλη! Δεν αξιωθήκαμε να πάμε στο σπίτι της που μας κάλεσε...
- Η θεία τση μου ήλεγε ότι δεν τη βρίσκεις κι εύκολα, δεν ηκάμαμε κι εμείς απόφαση...
Με την καρδιά να πεταρίζει από την πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας, η Λιωλιώ απολάμβανε όλα όσα είχε στερηθεί τον τελευταίο χρόνο στην Πόλη. Αρχικά, ο μικρός της γιος ήταν η αφορμή να χάνεται στις βόλτες και στις εκδρομές, έκανε έτσι αρκετές γνωριμίες. Σύντομα άρχισαν οι προσκλήσεις σε διάφορες εκδηλώσεις, που πήγαινε ντυμένη πάντα σαν φιγουρίνι. Στενές φούστες με φαρδιές ζώνες που τόνιζαν τη λεπτή της μέση και μπλούζες κολλητές που διέγραφαν το μπούστο, έκαναν τους αρσενικούς να σφυρίζουν στο πέρασμά της.
Οι γονείς κι η αδερφή της έκαναν προσπάθειες να τη συγκρατήσουν, αλλά εκείνη δεν άκουγε.
- Μπρε κόρη μου, ούλο δικοί μας αθρώποι έχουμε τριγύρω, του κόσμου οι συγγενείς! Κάτσε κομματάκι μέσα να σε διει το σπίτι και το παιδί σου! Κι η αδερφή σου κι ο γαμπρός μας είπανε να βγαίνετε μαζί στοις περιπάτοι για...
- Κι εδώ τα ίδια θα με κάμετε;
Με τα ωραία της ρούχα, φορτωμένη χρυσαφικά και μαλλιά πάντα φροντισμένα από την κομμώτρια που επισκεπτόταν κάθε εβδομάδα, περπατούσε κι έτριζαν τα πεζοδρόμια.
Οι γυναίκες κι εδώ την κουτσομπόλευαν κι έτρεμαν βλέποντας τους άντρες να στενάζουν στο πέρασμά της.
- Είδατε χτένισμα η χήρα;
- Ντροπή της!
- Και τόσα χρυσά πάνω της!
- Έτσι τιμάει τον άντρα της;
- Απ' το πρωί βγαίνει ντυμένη και στολισμένη!
- Κι είναι φρέσκο ακόμα το πράμα! Το χρόνο του κάνανε και δρόμο, ήρθανε εδώ! Έμεινε πίσω η μάνα και τ' αδέρφια του... Κρίμας τη γυναίκα να μη ξαναδεί τον εγγονό της που είναι ίδιος ο πατέρας του, ο γιος της... Σκεφτείτε τον καημό...
- Αυτοί θα του ανάβουν το καντήλι στο μνήμα κι η χήρα του στο σουλάτσο! Τς τς τς...
- Έχει στο σπίτι τη φωτογραφία του απάνω στο μπουφέ και δίπλα το καντήλι ανάβει συνέχεια. Μου τα είπε η διπλανή της που πίνουνε καφέ!
- Μμμμ... Για τα μάτια του κόσμου...
- Πολύ νοικοκυρές είναι λέει, αστράφτουν!
Το σπίτι τους ήταν πάντα ανοιχτό κι οι γηραιότερες γειτόνισσες έβρισκαν αφορμή για πηγαινέλα. Οι νεότερες την κοιτούσαν με μισό μάτι κι έφτυναν τον κόρφο τους.
- Εμ, φοβούντουσαν τοις αντράδες τους! Κοπέλα πράμα με ούλα της τα καλά και χηρευάμενη... Η αλήθεια, δεν εγύριζε τα μάτια της σε κανένα, δεν ήτουνε τέτοια κοπέλα. Το όνομα όμως άμα είναι να σε βγει...
- Η χήρα μέσα κάθεται κι έξω την κουβεντιάζουνε!
- Καλά την κάμουνε! Να κοιτάνε τα σπίτια τους και να μη τους νοιάζει!
- Καλά σε λέει η μαμά σου μπρε ξαδέρφη! Πρόσεχε κομμάτι...
- Ο,τι θέλω θα κάμω και λογαριασμό δεν έχω να δώσω σε κανέναν!
- Είναι πολύ νωρίς ακόμα μπρε κόρη μου, τρελάθηκες πια;
- Και τι θες να κάμω μαμά; Να μνήσκω πάλι μέσα στο σπίτι όπως στην Πόλη και να βγαίνω μόνο για να πάω στα μνήματα; Τέτοια ζωή δεν τη θέλω! Αφού ητανάνε αυτό το τυχερό μου, να χάσω τον άντρα μου νέο κι εγώ ακόμα πιο νέα απέ το συχωρεμένο, τι να κάμω για; Να πέσω κι εγώ στο λάκκο να με θάψουνε μαζί του έπρεπε, για να μη με κουσελεύει ο κόσμος; Αυτό θέλατε ούλοι σας;
- Κανένας δε σε είπε τέτοιο πράμα! Και νέα είσαι και παιδί μικρό έχεις κι άμα περάσουνε τα χρόνια να ξαναπαντρευτείς!
- Πότε; Άμα γεράσω και γίνει η μούρη μου σαν το σφουγγαρόπανο; Ποιος θα γυρίσει να με κοιτάξει τότε μαμά; Κάνας γέρος που θα με πάρει για να τον κάμω τη νοσοκόμα; Κι ύστερις ποιος σε είπε που βγαίνω και ψάχνω για άντρα, ε; Να βγω κομματάκι απέ τοις τέσσερις τοίχοι που είμαι ένα χρόνο κλεισμένη θέλω, να πάρω κομμάτι αέρα και να μην ακούω άλλα κλάματα και μοιρολόγια! Ε, άμα είναι να με βρεθεί κι ένας καλός άθρωπος που να ταιριάξουμε, να έχει και το παιδί μου ένα μπαμπά, απτάλα είμαι να μη πω το ναι;
Η ξαδέρφη της που είχε περάσει τα τριανταπέντε και δεν είχε γυρίσει μάτι αρσενικό να την κοιτάξει λόγω της ιδιοτροπίας και της ξινίλας που ήταν ολοφάνερη στο πρόσωπό της, τη ζήλευε από παλιά.
-<<Και ποιος να σε πάρει χήρα γυναίκα; Φρέσκο είναι ακόμα το πράμα, γρουσουζιά θα ήτονε να σε στεφανώσει κάνας άνθρωπος...>>
Τα λόγια αυτά προσπάθησε να μη τα ξεστομίσει, το βλέμμα της όμως έλεγε άλλα τόσα.
Τα τραπέζια στο ζαχαροπλαστείο του Νότη ήταν φορτωμένα με πολύχρωμα γλυκά και παγωμένα ροφήματα. Στις αναπαυτικές καρέκλες κάθονταν κομψές κυρίες που συζητούσαν ξέγνοιαστες και χαμογελαστές. Οι περισσότερες συνοδεύονταν από καλοντυμένους κυρίους, με κοστούμι και γραβάτα. Οι σερβιτόροι με τις κάτασπρες ποδιές, δεν προλάβαιναν να παίρνουν παραγγελίες.
Η φήμη των γλυκών και των παγωτών του τον είχαν κάνει διάσημο και δεν έβρισκες εύκολα χώρο να καθίσεις. Όλη σχεδόν η κοσμική Αθήνα περνούσε από κει τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα για να τα γευτεί και γέμιζε ο τόπος χάρη κι ομορφιά.
Γεννημένος και μεγαλωμένος ως τα έξι του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε με τους γονείς και τ' αδέρφια του στην Αθήνα. Ο θείος του είχε ανοίξει το ζαχαροπλαστείο, όταν ήρθε στην Ελλάδα ακολουθώντας τη γυναίκα που αγάπησε.
Από οικογένεια ευκατάστατη εκείνη, καλομαθημένη, με πατέρα τυρέμπορο, είχε επισκεφθεί την Πόλη για τουρισμό με τη μητέρα της και κάποιους στενούς συγγενείς. Συναντήθηκαν στο μαλεμπιτζίδικό του όταν κάθισαν για φρέσκο καϊμάκι και γλυκό κουταλιού κι ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Πέρασαν τρεις μήνες με καθημερινή σχεδόν αλληλογραφία κι όταν ο νέος κατάλαβε ότι η αγαπημένη του δεν σκόπευε ν' αποχωριστεί το σπίτι και την οικογένειά της, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πατρίδα του.
Το μαγαζί πέρασε ολοκληρωτικά στα χέρια του πατέρα του Νότη, που μέχρι τότε βοηθούσε σαν υπάλληλος το μεγαλύτερο αδερφό του, έχοντας κι ένα μικρό μερίδιο στην επιχείρηση. Ήταν ακόμα μικρός κι ελεύθερος, έξυπνος και δουλευταράς.
Το ζαχαροπλαστείο και στην Αθήνα έκανε χρυσές δουλειές. Υλικά ολόφρεσκα και μυρωδιές που ξεσήκωναν τους περαστικούς, βιτρίνα ολόφωτη ζηλευτή και κομμάτια μεγάλα που πάντα τα συνόδευε με λαχταριστά δροσιστικά, ήταν τα μυστικά του.
Η χήρα μάνα του που τον ακολούθησε θέλοντας να προσφέρει τη βοήθειά της στο νέο ξεκίνημα του παιδιού της, έστυβε τα φρέσκα φρούτα και γέμιζε τις κανάτες. Κάθε καλοκαίρι, πολλά κιλά βύσσινο περνούσε από τα χέρια της κι είχαν όλο σχεδόν το χρόνο εκτός από το γλυκό και υπέροχη βυσσινάδα. Κανένας άλλος ζαχαροπλάστης δεν τα κερνούσε κι ούτε συνόδευε τον καφέ και τη ζεστή σοκολάτα με μπόλικα μπισκότα και κουλουράκια. Μάνα και γιος ήταν πανέξυπνοι!
Όταν έγινε ο γάμος και τακτοποιήθηκε το ζευγάρι γύρισε στην Πόλη, στον άλλο της γιο. Μια ευτραφής κυρία από τα μέρη τους ανέλαβε τη δουλειά των αναψυκτικών, των γλυκών κουταλιού και ταψιού. Όλα τα άλλα τα έφτιαχνε ο γιος της με τη βοήθεια αρκετών υπαλλήλων.
Δύο παιδιά απέκτησαν αλλά δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν. Πέθαναν από μια βαριά κολλητική αρρώστια που θέριζε πολύ κόσμο εκείνη την εποχή. Μ' αυτό τον καημό έφυγε η μάνα μετά από λίγα χρόνια κι όταν πέρασε αρκετός καιρός από το χαμό της αποφάσισε κι ο άλλος αδερφός να έρθει στην Ελλάδα. Ο,τι είχε και δεν είχε ο μεγάλος, έμενε σ' αυτόν και τα παιδιά του.
Είχε πια κουραστεί και σκόπευε ν' αποσυρθεί.
Ο Νότης τις ώρες που δεν πήγαινε σχολείο, δεν έβγαινε στο δρόμο να παίξει με τ' άλλα παιδιά, αντίθετα από τα αδέρφια του που τη νύχτα μαζεύονταν στο σπίτι. Χωμένος πίσω από το μαγαζί, δίπλα στα τεράστια τσουκάλια που σιγόβραζαν οι μυρωδάτες κρέμες και τα σιρόπια, παρακολουθούσε μόνιμα πασαλειμμένος με σοκολάτα τους γονείς του που μεγαλουργούσαν. Πρόθυμος πάντα να βοηθήσει, ανακάτευε με τις κουτάλες, έσπαγε τ' αυγά, έτριβε τις φλούδες των εσπεριδοειδών κι έβγαζε με πολλή προσοχή τα κουκούτσια απ' τους χυμούς τους. Ο,τι περίσσευε στις λεκάνες το μάζευε σ' ένα μεγάλο πιάτο και το απολάμβανε πριν έρθουν τα ιδρωμένα αδέρφια του με τα γειτονόπουλα και του το πάρουν.
Οι καβγάδες τους ήταν καθημερινοί.
- Μόνο να τρώτε ξεύρετε και να παίζετε όξω, άλλο τίποτα!
- Καλά κάμουμε!
- Ναι, αμά εγώ που βοηθάω θα τρώω τα πιο πολλά!
Οι καρπαζιές κι οι κλοτσιές έδιναν κι έπαιρναν. Μάταια οι γονείς προσπαθούσαν να τους χωρίσουν...
Με αυτό το σκεπτικό μεγάλωσε ο Νότης και δεν άργησε το συμφεροντολογικό μυαλό του να κατεβάσει χίλιες δυο ιδέες προκειμένου να τους διώξει από την επιχείρηση. Ακόμα και το θείο τους δεν έπαυε να πλευρίζει για να πάρει τα περισσότερα.
Έτσι κι έγινε.
Τα δυο αγόρια πήραν τους παράδες από την πώληση του σπιτιού και του μαγαζιού τους στην Πόλη κι από το θείο ελάχιστα χρήματα κι ένα οικόπεδο στην εξοχή. Ο Νότης που "τον εκτιμούσε και πολύ σεβόταν τους κόπους του, λάτρευε το ζαχαροπλαστείο όπου πέρασε κοντά του όλα σχεδόν τα παιδικά του χρόνια" δίκαια βεβαίως θα ήταν ο κύριος κληρονόμος του.
- Ούλα τα μυστικά της δουλειάς τα ξεύρω θείε μου! Ακόμα κι όταν ερχούμασταν εδώ στο σπίτι σου να διούμε κι εσένα και τη θεία, οι άλλοι έπαιζαν όξω με τις γάτες και τοις σκύλοι κι εγώ καθόμουν στα γόνατά σου, τα θυμάσαι! Όπως τα έσιαχνες κι εσύ κι ο μπαμπάς μου, ίδια θα τα κάμω κι εγώ! Άμα μπούνε αυτοί στη δουλειά, άλλα πράματα θα κάμουν και θα χάσει το καλό όνομα που έχει! Κάτι γαλλικά κι εγγλέζικα άκουα που λέγανε, κάτι ανοστιές που έχουνε κει στα μέρη που είναι λίγο πιο μακριά από δω... Μήτε μαλεμπί δε θα σερβίρουνε, τίποτις! Τα μυαλά τους πάνω απ' το κεφάλι τους σε λέω! Αμαρτία, μεγάλη αμαρτία δεν είναι για;
Τεταρταίος έπιανε το θείο και μόνο που το σκεφτόταν. Με το πες πες όμως τον κατάφερε!
Τα χρόνια περνούσαν και το μαγαζί μεγάλωσε. Με τα λεφτά που είχε, αγόρασε το διπλανό σπίτι κι έτσι το επέκτεινε. Ξαναγύρισαν τρίδιπλα και παραφούσκωσε ο λογαριασμός του στην τράπεζα. Παντρεύτηκε μια άξια γυναίκα που βαστιόταν κι εκείνη καλά από παράδες και του χάρισε τρία παιδιά. Ένα γιο και δυο κόρες που τις καλοπάντρεψε, τις προίκισε και ξένοιασε.
Ο κανακάρης τους ήταν η μεγάλη του αδυναμία.
- Κοίτα μπρε μη σε τυλίξει καμιά καπάτσα! Να είσαι ξύπνιος σαν κι εμένα, την καλύτερη να πάρεις!
- Δε σε είπα μπαμπά που είμαι μικρός ακόμα;
- Τα τριάντα επάτησες, καλός είσαι για! Με τη μια και με την άλλη που γυρίζεις, καλά κάμεις κοτζάμ άντρας, αμά να προσέχεις γιατί γαμπροί τέτοιοι δεν βρίσκουντε εύκολα κι είναι πολλές που σε καλοβλέπουνε! Γι αυτό σε τα λέω μπρε μπουνταλά!
- Μη φοβάσαι, δεν παντρεύουμαι εγώ!
Τα προξενιά έφταναν το ένα μετά το άλλο. Κόρες καλών οικογενειών, όμορφες και παραλούδες, που του ταίριαζαν γάντι, όμως ο νέος ήταν ανένδοτος κι οι γονείς δυσανασχετούσαν.
- Τόσες κοπέλες και καμιά δε σε αρέσει;
- Καμιά!
- Μα ούλες με κουσούρια είναι μπρε γιε μου;
- Ωχ! Άσε με μπαμπά!
Πού να φανταζόταν ότι η καρδιά του θα χτυπούσε για την όμορφη και ζουμερή Λιωλιώ που επισκέφτηκαν με τη μητέρα και την αδερφή της το "στέκι" των πατριωτών τους!!