Η ώρα είχε περάσει κι ο Αράπης άρχισε να τρίβει το μεγάλο στομάχι του που γουργούρισε.
- Έλα άντρα μου να φάμε παρέα, μαζί με το κορίτσι.
Η Σερπετή αρνήθηκε ευγενικά από ντροπή αλλά η γυναίκα του που τη συμπαθούσε πολύ επέμεινε.
- Μη με προσβάλλεις κουτσούκα μου, έβαλα και για σένα, μαζί μας δε δουλεύεις τόσες ώρες για;
Της έβαλε μια καλή μερίδα ροδοψημένο κοτόπουλο με σαλάτα πολύχρωμη λεπτοκομμένη.
- Κι εμείς έτσι τη φτιάχνουμε!
Πεντανόστιμη πάντα η πολίτικη σαλάτα!
Ψιλοκομμένο άσπρο και κόκκινο λάχανο με μπόλικο σέλινο.
Καρότο τριμμένο, αγγούρι, πιπεριές, κρεμμύδι, αλάτι και ελάχιστο πιπέρι.
Περιχυμένη με λαδόξιδο αναπαυόταν σκεπασμένη για τουλάχιστον δύο ώρες αφού είχε ανακατευτεί υπομονετικά.
- Την πάει και η τουρσί πιπεριά, ε;
- Πολύ την πάει! Και το κοτόπουλο όμως πολύ το πετύχατε, γεια στα χέρια σας!
- Ευχαριστώ, να 'σαι καλά, ούλο να το φας!
Χορτασμένοι κι οι τρεις συνέχισαν τη δουλειά στο μαγαζί. Χάρη στη σβελτάδα της μικρής τέλειωσαν νωρίτερα.
- Άιντε μπρε γυναίκα, πάνε κι εσύ να ξεκουραστείς, κάτι λογαριασμοί έχω να κάνω και θα έρτω κι εγώ...
- Να σε περιμένω, να φύουμε μαζί...
- Μπα, όχι, θα τελέψω και θα περάσω μια απ' το δερματά το μπουνταλά που τα μπέρδεψε πάλι και δεν ξεύρει τι έβαλε και τι έβγαλε! Θα είναι μάλλον κι ο αξάδερφος εκεί τρομάρα του, μη και χάσει και δε μάθει τι κονόμησε σήμερις! Μπα και θες να έρτεις μαζί μου και να γυρίσουμε μαζί πιο αργά;
- Να με λείπει!
Ήξερε ότι η γυναίκα του δεν ήθελε να έχουν καμία επαφή. Δεύτερος ξάδερφος του, ύπουλος και συμφεροντολόγος, όταν κατάλαβε ότι θα έμεναν άκληροι τους έπιασαν από κοντά με τη γυναίκα και τις δυο κόρες τους προκειμένου να κληρονομήσουν την περιουσία τους, κινητά κι ακίνητα. Οι βίζιτες και τα τραπεζώματα ήταν τακτικότατα.
Στην αρχή δεν το κατάλαβε η αθώα, καλόκαρδη γυναίκα. Όταν όμως άρχισαν οι σπόντες κάτι άρχισε να σπάει μέσα της, μέχρι που της το είπαν ξεκάθαρα.
- Παιδιά δεν έχετε, πού θα μείκουν ούλα αυτά;
- Θα διούμε, καλά να είμαστε...
- Ε... Εμείς μια οικογένεια είμαστε μπρε ξαδέρφη, έχουμε και τις κόρες να παντρέψουμε...
- Καλή τύχη να έχουνε τα κορίτσια κι ούλα τα άλλα γένουνται!
- Αυτό λέμε κι εμείς βέβαια, αμά να έχουνε κατιτίς παραπάνω για! Κι εσείς να έχετε ένα ποτήρι νερό στα γεράματά σας απέ τα χέρια των συγγενών, αυτό δεν το σκέφτεσαι:
- Ούλα τα σκέφτομαι, κάποιος θα γνοιαστεί και για μας...
- Γι΄αυτό σε λέμε, άμα τους τα γράψετε θα σας γεροκομήσουνε. Κι άμα κάμουνε παιδιά θα ακούσετε και τα ονόματά σας, εγγονάκια σας θα είναι μπρε!
- Πέρασε η ώρα κι έχω μια δουλειά, πρέπει να φύω.
Ήταν η τελευταία φορά που πήγε στο σπίτι τους. Έκτοτε αν τύχαινε να συναντηθούν στο δρόμο, μια καλημέρα και τάχυνε το βήμα της. Στον άντρα της ξεκαθάρισε ότι η πόρτα τους είχε κλείσει οριστικά. Ο Αράπης συμφώνησε γιατί και σε εκείνον είχε κακοφανεί η συμπεριφορά τους. Να τον παινεύουν και να τον έχουν πώς και πώς μόνο και μόνο για το συμφέρον τους και όχι γιατί τους άρεσε η παρέα του; Τους έβριζε νυχθημερόν...
Η Σερπετή ανεβασμένη στη σκάλα ίσιωσε τα τόπια με τα χοντρά υφάσματα.
Το μαγαζί είχε και μια χαμηλή πόρτα πίσω που οδηγούσε σε μια μικρή αυλή. Εκεί ήταν το αποχωρητήριο και μια ευρύχωρη αποθήκη φορτωμένη εμπόρευμα. Ανάμεσά τους η βρύση με τη γούρνα και το μοσχοσάπουνο, είδος πολυτελείας για τους περισσότερους που χρησιμοποιούσαν απλό σαπούνι του λαδιού για να πλένουν τα χέρια και το κεφάλι τους. Στο μαγαζί αυτό όμως ήταν όλα καλά και πλουσιοπάροχα τόσο για τα αφεντικά όσο και για την εκλεκτή πελατεία. Από τα χαμηλά περβάζια πηδούσαν πού και πού με μεγάλη προσοχή για να μη τους δουν μικροί και μεγάλοι για να απολαύσουν την υπέροχη μυρωδιά της σαπουνάδας στα χέρια τους και κάποιες τολμηρές κοπέλες το έξυναν μανιωδώς κι έβαζαν το τρίμμα σ' ένα μαντήλι. Έβαζαν ελάχιστο στη βρεγμένη χούφτα τους και με απαλές κινήσεις έπλεναν το πρόσωπό τους. Οι πιο κοκέτες μανάδες πλήρωναν σπάνια για ένα και μοναδικό που χρησιμοποιούσαν με φειδώ όταν πήγαιναν σε γάμους και βαφτίσια. Το άφηναν να στεγνώσει καλά και το φύλαγαν στο συρτάρι με τα ρούχα τους. Το άνοιγαν τακτικά κι έπαιρναν βαθιές ανάσες ευδαιμονίας. Οι κόρες παρακαλούσαν κάθε φορά τις μαμάδες τους.
- Άσε με να πλυθώ κι εγώ κομμάτι και θα σε κάμω ούλες τις δουλειές που με λες!
- Μια ίσα που να κάμει τον αφρό γιατί σώνεται γλήγορα!
Σαν κέρβεροι στέκονταν από πάνω τους.
Όταν βρίσκονταν με τις άλλες γειτονοπούλες πρότειναν τα μάγουλα.
- Μύρισε με!
Οι κοριτσίστικες μυτούλες ανάσαιναν με ευχαρίστηση και ζήλια.
Ο Αράπης έπιασε ένα μικρό σκούρο βελούδινο κουτί από τη μυστική κρυψώνα της αποθήκης, εκεί που έκρυβε τα μασούρια με τις λίρες. Το άνοιξε ξανά μ' ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Το πολύτιμο πετράδι άστραψε στο λιγοστό φως. Το έκλεισε και το έβαλε στην τσέπη του.
-Τέλεψα αφεντικό! είπε η Σερπετή κατεβαίνοντας από τη σκάλα.
- Μπρε τι καλά που τα έσιαξες, τι προκομμένο κορίτσι που είσαι! Χαρά σ' αυτόνε που θα σ' έχει γιαβρί μου! Κι επειδής έμεικες παραπάνω και μ' έκαμες καλή δουλειά, έχω να σε δώκω ένα ωραίο δωράκι που θα σε παγαίνει πολύ!
- Φχαριστώ, αμά δεν είναι ανάγκη, απάντησε ντροπαλά.
- Πώς δεν είναι για! Διες εδώ τι έχω για σένα, αμά θα το ξεύρουμε μοναχά εσύ κι εγώ.
Έβγαλε το κουτάκι από την τσέπη του και το άνοιξε μπρος στα έκπληκτα μάτια της κοπέλας.
- Όχι, δε μπορώ να το πάρω, μη...
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και τα χέρια του την αγκάλιασαν σφιχτά.
- Αφήστε με, τι κάνετε, δεν...
Το πεινασμένο του στόμα σφράγισε τα ροδαλά χειλάκια της κι όταν προσπάθησε να τον αποφύγει εκείνος την κόλλησε στα ράφια. Την κρατούσε σφιχτά με το ένα χέρι και με το άλλο σήκωσε τη φούστα της. Το κορίτσι δε μπορούσε να φωνάξει για βοήθεια και συνειδητοποίησε ότι τα ρολά ήταν κατεβασμένα κι ο δρόμος σίγουρα θα ερήμωνε αφού η ώρα είχε περάσει και τα μαγαζιά θα έκλειναν. Πώς θα γλίτωνε από το κακό που τη βρήκε:
Όταν αυτός κάπως χαλάρωσε για να πάρει κανονική ανάσα, τον δάγκωσε με όλη της τη δύναμη μέχρι που ένιωσε τη μεταλλική γεύση από αίμα να την πλημμυρίζει. Ο Αράπης πόνεσε φρικτά και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι ρίχνοντάς την κάτω. Έπεσε πάνω της βρίζοντας και δεν πρόσεξε ότι το ένα της χέρι ήταν ελεύθερο. Απελπισμένη εκείνη το άπλωσε κι άγγιξε το μεγάλο πήχη που μετρούσαν τα χοντρά υφάσματα. Κατάφερε να τον πιάσει και την ύστατη στιγμή τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι. Όταν τα χέρια του αναγκαστικά την άφησαν για μια στιγμή κι έπεσε στο πλάι τον χτύπησε ξανά και ξανά μέχρι που το βαρύ σώμα του έμεινε άψυχο...
Η Σουλτάνα στο σπίτι της μαζί με την Ανθούλα που είχε πάει βίζιτα έπιναν λικέρ βύσσινο αμέριμνες όταν άκουσαν χτυπήματα στην πόρτα της κουζίνας.
- Ανοίγοντας συμπεθέρα μου τι να διώ... Την κοπέλα άσπρη σαν το γάλα με το ένα μάγουλο κόκκινο της φωτιάς, τον στόμα της μες στα αίματα και το ρουχαλάκι της ξηλωμένο και μες στις ζάρες. Δεν επρόλαβα να τη ρωτήσω και πέφτει πάνω μου μπήγοντας τα κλάματα. Σαν το ψάρι έτρεμε το καημένο και με δείχνει την πόρτα για να τήνε κλείσω. Ητανάνε αυτή που έβγαζε πίσω στο μπαχτσεδάκι. Τη μπάσαμε μέσα και δε μποράγαμε να καταλάβουμε τι γίνηκε, μισές οι κουβέντες της... Έτρεξε η Άνθω να τη φέρει νερό και κονιάκ να πιει κομμάτι μπας και ηρεμήσει. Δυνάμωσα και τα τραγούδια στο ραδιόφωνο για να μην ακουστεί τίποτις όξω
- Ποια φόνισσα, τι με λέγεις τζιέρι μου, εσύ είσαι ένας άγγελος! Μη φοβάσαι και πε μας να καταλάβουμε!
Μέσες άκρες ανάμεσα σε αναφιλητά διαπίστωσαν με τρόμο τι συνέβη...
- Τι λέγεις μπρε, θα παλαβώσω! Πώς θα σε σώσουμε τώρα;
- Παναγιά μου και τι θα κάνουμε!
Δε μπορεί να συνέβαινε αυτό, ζούσαν έναν εφιάλτη δίχως τέλος.
- Καλά που σε έκοψε και ήρτες απέ κει, μη σε διούνε.
- Κι εκεί από την πίσω πόρτα έφυα κι εδώ το ίδιο έκαμα. Δε μπορώ, θέλω να πεθάνω, θα πάω να πέσω να πνιγώ!
Της έκλεισε το στόμα με το χέρι της για να την αναγκάσει να χαμηλώσει τη φωνή της.
- Σταμάτα μπρε να λέγεις τέτοια! Άκου θες να πεθάνεις, επειδής βρέθηκε ο παλιάνθρωπος και πήε να σε κάμει έτσι κακό! Να σε πω και κάτι, καλά τον έκαμες, μπας και γλιτώσει κάνα άλλο καλό κορίτσι σαν ελόγου σου. Γιατί να είσαι σίγουρη ότι θα το έκαμε ξανά και ξανά! Άνθω, πε τη κι εσύ, καλά δεν τα λέγω;
- Σκότωμα ήθελε για!
Η Σουλτάνα βγήκε στην εξώπορτα και φώναξε ένα αγόρι που έπαιζε μπάλα. Του έδωσε ένα γλυκό και του είπε να πάει στο σπίτι της κοπέλας και να τους πει να μην ανησυχούν γιατί την χρειάζεται για βοήθεια και θα την κρατήσει ως αργά.
Η Μαρίκα σοκαρισμένη τις κοιτούσε με αγωνία. Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.
- Και τι γίνηκε, τη βάλανε στη φυλακή, τη σκοτώσανε, τι;
- Από αυτό τη γλιτώσαμε συμπεθέρα μου και πώς τη γλιτώσαμε...
Οι δύο αδερφές την έγδυσαν και την έπλυναν προσεκτικά. Την τύλιξαν σε παχύ αφράτο μπουρνούζι και της έβαλαν πάγο στο μάγουλο για να φύγει το κοκκίνισμα από το χαστούκι. Το κορμάκι της είχε μελανιές κι έφεραν μολυβόνερο για να υποχωρήσουν. Έραψαν το φουστανάκι της επιδέξια και το σιδέρωσαν. Το κονιάκ έκανε το τρέμουλο να υποχωρήσει κάπως και ο Γιωργάκης, ο άντρας της Σουλτάνας δεν κατάλαβε τίποτα όταν επέστρεψε στο σπίτι τους. Ευτυχώς που η αδερφή του τον είχε χασομερίσει στο μαγαζί με την πάρλα της. Του είπαν ότι στο μέσα δωμάτιο είχαν τη Σερπετή κι έκαναν μπωτέ, έπρεπε όμως να οργανώσουν σχέδιο.
Αφού έφαγε και ξάπλωσε ο Γιώργος με την εφημερίδα, άρχισαν μετά από ώρα να βαραίνουν τα βλέφαρά του όταν η Σουλτάνα του είπε ότι θα πήγαιναν μέχρι τη γειτόνισσα στον πίσω μαχαλά να της δώσει μια πομάδα και να μην ανησυχήσει.
- Δε θέλω να πάω εκεί σας είπα. φοβούμαι πολύ,,,
- Σους μπρε, σταμάτα να κλαις μη μας ακούσει ο άντρας μου! Αυτό που σε είπαμε θα γένει, κάμε κουράγιο μη μας πάρουνε χαμπάρι και μας φυλακώσουνε και τις τρεις! Καλό ήτανε να μη γενεί τέτοιο κακό αμά κι εσύ αμαρτία είναι να χάσεις τη ζωή σου έτσι! Και τις γονιοί και τη γιαγιά σου και τον αδερφό σου, ούλους να τις σκεφτείς! Έλα τζιέρι μου, κάμε υπομονή να διούμε...
Βγήκαν στο νυχτερινό σεργιάνι κορδωτές γελώντας ψεύτικα, καλησπερίζοντας τους γείτονες και φώναξαν από το δρόμο τη μαμά του κοριτσιού.
- Σε την κράτησα από νωρίς την κόρη σου και με βοήθησε με τη ντουλάπα, μετά πιάσαμε τις πομάδες. Έδωκα και μερικά ρούχα την αδερφή μου, θα σε στείλω κι εσένα μια ζακέτα που δε με κάμνει πια, πάλι κιλά πήρα. χα χα χα! Πάμε τώρα να φάμε ένα ωραίο παγωτό να δροσιστούμε κομμάτι.
Ευχές πολλές της έδωσε η ταλαιπωρημένη μάνα, τις σταύρωσε και τις καμάρωνε μέχρι που χάθηκαν απ' τα μάτια της.
Με την ψυχή στο στόμα τάχυναν το βήμα τους όταν έφτασαν κοντά στο μαγαζί, αφού πριν κάθισαν σ' ένα ζαχαροπλαστείο για τα μάτια του κόσμου. Η Σουλτάνα χτυπούσε συνεχώς τη γάμπα της κοπέλας για να της φύγει η ταραχή και να κρύψει τα τρεμάμενα χέρια της κάτω από το τραπέζι. Έφαγε καμπόσες κι η Ανθούλα που ξεροκατάπινε και σκούπιζε τα δακρυσμένα μάτια της.
- Αυτό είναι που λένε κλαίω από τα γέλια! Σιγά μπρε και θα σε πέσει η πάστα πάνω στη μπλούζα σου! Χα χα χα, έτσι που τα λέτε γινήκανε με τη ζαβή τη μοδίστρα!
Έπαιζε το ρόλο της με απίστευτο κόπο αλλά η ανάγκη την έκανε...
Στην πίσω αυλή η Σερπετή αρπάχτηκε από το μπράτσο της.
- Δε μπορώ να μπω, θα πέσω καταγής σε είπα.
- Θα μπορέσεις, αλλιώς χαθήκαμε!
Την έσπρωξε κι εκείνη πήδηξε και της έφερε ένα σκαμνάκι. Ανέβηκε η Σουλτάνα με τη βοήθεια της αδερφής της και σε λίγο μπήκε στο μαγαζί. Άναψε το κερί που είχε φέρει από το σπίτι για να βλέπει και αντίκρυσε το πτώμα. Δάγκωσε το μαντήλι της για να πνίξει τον αυθόρμητο λυγμό της κι άνοιξε το γεμάτο παράδες ταμείο. Το άδειασε γρήγορα κι έβαλε τα λεφτά στην τσάντα της. Φεύγοντας θυμήθηκε το δαχτυλίδι.
<<Πώς να πάω κοντά του... Πού να είναι, μη το βρούνε και δε μας βλέπω καθόλου καλά...>>
Λίγο πιο δεξιά από το σπασμένο κεφάλι του Αράπη το βρήκε, μες στα αίματα. Το έπιασε με ένα κομμάτι ύφασμα από δείγμα που βρήκε για να μη λερωθεί και να μη το αγγίξει. Βγήκε σβήνοντας το κερί και αφού βρέθηκε εκτός αυλής, πήγε πάλι η κοπέλα το σκαμνάκι στη θέση του χωρίς να στρέψει τα μάτια της προς το σημείο του φονικού. Η Ανθούλα καθόταν ανακούρκουδα με το κεφάλι ν' αγγίζει σχεδόν το χώμα. Ένα τρεμάμενο κουβάρι έγινε και η Σουλτάνα όταν απομακρύνθηκαν αρκετά κι αφού πέταξαν το δαχτυλίδι στη θάλασσα, Το κουτάκι θα το έθαβαν για να μη βρεθεί ποτέ και να σβηστεί κάθε ίχνος αίματος.
- Τώρα τι θα κάμουμε; Φοβούμαι μη μας πιάσουνε...
- Σταμάτα, μη με μιλάς, το κεφάλι θα με φύγει! Πάμε να φύγουμε από δω, να συνέρθω κομμάτι γιατί με έρχεται λιγοθυμιά...
Η γυναίκα του Αράπη είχε κοιμηθεί ήρεμα.
<<Έμπλεξε κει πέρα και ποιος ξεύρει τι ώρα θα μαζευτεί, θα τα πίνουνε πάλι... >>
Όταν ξύπνησε το πρωί και διαπίστωσε ότι ο άντρας της δεν είχε γυρίσει πανικοβλήθηκε. Φώναξε το όνομά του πολλές φορές, τίποτα. Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε στο δρόμο, λαχανιασμένη έφτασε στο μαγαζί και το βρήκε φυσικά κλειστό. Μπήκε στο καφενείο να ρωτήσει αλλά ο αγουροξυπνημένος καφετζής δεν ήξερε κάτι. Άφησε το πατσαβούρι που καθάριζε τα τραπέζια και τις καρέκλες και βγήκε έξω μαζί της.
- Ο άντρας μου τι έπαθε, με λες; Άμε να διεις το δερματά και πες τον να έρτει εδώ μια, δε με βαστούν τα πόδια μου να πάω ίσαμε κει...
Σε λίγο έφτασαν κι οι δύο. Το σπίτι του δερματέμπορου ήταν απέναντι από την επιχείρησή του.
- Χαμπάρι δεν έχω κυρία μου! Μήτε που τόνε μήνυσα, μήτε που ήρτε από μένανε, μήτε που τον είδα, μήτε τίποτις!
- Θα με φύγει το μυαλό! φώναζε κλαίγοντας η γυναίκα.
Άρχισαν να έρχονται κι οι άλλοι έμποροι να ανοίξουν τα μαγαζιά τους. Ο σαράφης τη ρώτησε αν μπήκε στο μαγαζί. Δεν υπήρχε λόγος, ήταν κλειστό και ο άντρας της είχε φύγει χθες το βράδυ.
- Κανένας μας δεν τόνε είδε όπως βλέπεις, αθρώποι είμαστε όμως, μπα κι έπαθε τίποτις...
Άνοιξε την τσάντα της και του έδωσε την αρμαθιά με τα κλειδιά. Την είχαν βάλει να καθίσει μέχρι να μάθουν τι συνέβη. Ο σαράφης ακολουθούμενος από άλλους δύο σήκωσε τα ρολά κι άνοιξε την πόρτα. Ακολούθησαν φωνές και ουρλιαχτά που σκέπασαν την Πόλη με το πρωινό δροσερό αεράκι.
Η Ανθούλα είχε διανυκτερεύσει στης αδερφής της κι η Σερπετή είχε πάει στο σπίτι της πολύ αργά. Καμία απ' τις τρεις δεν έκλεισε μάτι φυσικά, περίμεναν να ξημερώσει και να ξεκινήσει η ακόμα πιο δύσκολη μέρα τους. Είχαν προβάρει πολλές φορές τις απαντήσεις που θα έδιναν σε όλους.
- Σουλτάνα, το κορίτσι τώρα θα ετοιμάζεται να πάει, ε;
- Ναι, αμά κανονικά θα την προλάβουνε το κακό μαντάτο. Πλύνε εσύ τα φλιτζανάκια να φέρω την πούντρα μη και φανεί στα μούτρα μας ότι έχουμε έτσι χάλι.
Βάφτηκαν με τρεμάμενα χέρια όπως όπως και την ώρα που έβαζαν κραγιόν ακούστηκαν οι φωνές. Πήραν βαθιές ανάσες και βγήκαν έξω τάχα να μάθουν τι συμβαίνει και σηκώθηκε στο πόδι όλη η γειτονιά. Η πρώτη που αντίκρυσαν ήταν η μητέρα της κοπέλας, ακολουθούσε η γιαγιά που έδινε πληροφορίες.
- Τι πάθατε καλέ, τι γίνηκε;
- Ο Αράπης, τον ηύρανε σκοτωμένο, τον αδειάσανε το μπεζαχτά! Ήρτανε ζαπτιέδες και πήρανε το παιδί μου!
- Τι λες μπρέ! Πού, πότε;
- Στο μαγαζί του, το κεφάλι τόνε ανοίξανε οι κλέφτες!
- Τι μας λέγεις μπρε! Στάσου μια στιγμή να πάρω την τσάντα μου κι ερχούμαστε!
Με τα πόδια έτοιμα να λυγίσουν, ήπιαν από μια γερή γουλιά κονιάκ και βγήκαν στην τρεχάλα. Η γιαγιά έμεινε στο σπίτι για να προσέχει το γαμπρό της που έτρεμαν μην πάθει ξανά τα ίδια τώρα που είχε αρχίσει να συνέρχεται.
Επικρατούσε πανικός όπως γίνεται πάντα σε κάθε κακό. Λιποθυμίες, στριγκλιές από τη γυναίκα του και κατάρες. Πολλές κατάρες απ' όλους που δεν καταλάβαινες σε ποιον ακριβώς τις έριχναν. Οι τρεις γυναίκες με την υπόλοιπη γειτονιά που τις ακολουθούσε είδαν τη Σερπετή να τραβάει τα μαλλιά της και να τσιρίζει. Της είχε βγει η ένταση, ο φόβος, όλα. Ευτυχώς που οι υπόλοιποι το αντιλαμβάνονταν διαφορετικά, έτσι όπως θα έπρεπε. Το κορίτσι χάθηκε στις ανοιχτές αγκαλιές τους που προσπαθούσαν να το παρηγορήσουν. Η Σουλτάνα αφού έσφιξε παρηγορητικά τον ώμο της γυναίκας του στάθηκε μπροστά στους αστυφύλακες.
- Μη το τυραννάτε άλλο το κορίτσι, δε βλέπετε που κοντεύει να την έρτει ταμπλάς μη κακό της; Τι να ξεύρει να σας πει άλλο, σκόλασε κανονικά και τη φώναξα στο σπίτι μου να σιάξουμε ρούχα.
Η χήρα πλέον, όρμησε στη Σερπετή κι άρχισε να την ταρακουνάει.
- Εσύ ξεύρεις! Έφυα χτες και σ' άφηκα πίσω με τον άντρα μου, πες τα ούλα, δε μπορεί να μην ξεύρεις!
Το κορίτσι χειροτέρεψε και ούρλιαζε.
- Άστη κοκόνα μου μπα και ηρεμήσει κομμάτι το ταλαίπωρο, δεν το λυπάσαι; Δεν έμεικε πολύ, έφυε και πριν να μπει στο σπίτι της τη φώναξα σε λέγω. Με είπε που έφερες την όρνιθα με τη σαλάτα και φάγατε, μετά από σένανε δεν κάθισε πολύ.
Η φωνή του καφετζή τους πάγωσε το αίμα.
- Εγώ δεν την είδα να φεύγει, το είπα και στη μαντάμ!
Ευτυχώς που δεν προδόθηκε καμία τους. Η Σουλτάνα στάθηκε μπροστά του με περίσσιο θάρρος.
- Τήνε παραμονεύεις κάθε μέρα που σκολάει εσύ; Τα μάτια σου απάνου στο κοριτσάκι τα έχεις; Σα δε ντρέπεσαι στην ηλικία σου!
Κατάφερε να τον κομπλάρει για να κερδίσουν χρόνο. Πάλι καλά που είχαν συζητήσει εκτενώς το πώς έφυγε η μικρή.
- Ανάμεσα στο σούσουρο που ακολούθησε τα λόγια της, βρέθηκαν κι άλλοι που υποστήριξαν το ίδιο. Δεν την είχαν δει να φεύγει, όχι εκ του πονηρού αλλά επειδή ήταν στον ίδιο δρόμο κι άθελά τους έβλεπαν τις κινήσεις όλων.
Η Σερπετή όταν κατάλαβε ότι κινδυνεύει από τα χέρια της γυναίκας του που την άρπαξε από τα μαλλιά και των χωροφυλάκων που ήταν έτοιμοι να τη μπαγλαρώσουν, βρήκε τη δύναμη να μιλήσει κάπως πιο ήρεμα και καθαρά.
- Δίκιο έχουνε κυρία Σουλτάνα που λένε δε με είδανε! Αφού έφυα από την πίσω πόρτα πώς να με διούνε;
Καινούργιο σούσουρο που δεν διακόπηκε ακόμα κι όταν τα περιπολικά τις παρέλαβαν.
- Από την πίσω πόρτα λέει ότι έφυε αλλά γιατί να το κάμει δεν καταλαβαίνω.
- Προς νερού μου πήα κι έπλυνα τα χέρια μου μετά. Ο άντρας σας είχε κλείσει και μέτραε τις παράδες του, τόνε χαιρέτησα και πήδηξα όξω, έδιωξα και κάτι παιδιά μη μπούνε μέσα.
- Ναι, κείνη την ώρα σε ήρτε να πας!
- Με το συμπάθιο αμά τα κράταγα πολλές ώρες κι άλλο δε γινούτανε.
Ο δικαστής όρισε την ώρα δύο μέρες μετά την κηδεία. Η γυναίκα του δε μπορούσε να χωνέψει πώς έγινε αυτό. Της άνοιξαν την αγκαλιά τους, της φέρθηκαν στοργικά, τη βοήθησαν και τους το πλήρωνε έτσι μετά; Το μυαλό της είχε θολώσει, την κατηγορούσε και δεν ήξερε ακριβώς το πώς μια σταλιά κοπέλα κατάφερε να σκοτώσει κοτζάμ άντρα γεροδεμένο, να κλέψει και το ταμείο μετά. Γιατί αυτό ήταν που την τρέλαινε περισσότερο. Η έρευνα στο σπίτι τους δεν απέδειξε κάτι, μόνο λίγα λεφτουδάκια σ' ένα συρτάρι. Η Σουλτάνα σχεδόν τους κάλεσε στο σπίτι της να ψάξουν κι εκεί αν και ως σύζυγος εμπόρου παπουτσιών είχε σίγουρα κάποιο σεβαστό ποσό κρυμμένο. Είχε ενημερώσει φυσικά και τον άντρα της που έσπευσε να συμπαρασταθεί και να καταθέσει ότι η μικρή ήταν στο σπίτι τους από νωρίς.
Η κηδεία έγινε με τον κόσμο μαζεμένο και τους συμφεροντολόγους συγγενείς του συγχωρεμένου να συμπαρίστανται στη χήρα του.
Τέτοιες στιγμές ξεχνάς ό,τι προηγούμενο είχες και δέχεσαι την όποια βοήθεια με ευγνωμοσύνη. Η οικογένεια της κοπέλας δεν παρευρέθηκε, αφού είχαν στοχοποιήσει το παιδί τους. Η Ανθούλα είχε διανυκτερεύσει πάλι στης αδερφής της και οργάνωναν τις λεπτομέρειες της δίκης.
- Ο δικαιόρος την είπε που πήγανε από την πίσω πόρτα οι κλέφτιδοι. Την είπε ακόμα ότι η μικρή δεν έχει σχέση να πούμε με το κακό. Πήε αυτός, έψαξε, αρώτηξε, έμαθε. Καλά που με έκοψε και πήαμε για το γλυκό να λες! Βάλε και τις γειτόνοι που μας είδανε σαν την καλή χαρά, έδεσε το πράμα κάπως.
Ο Γιωργάκης τους τα είπε με το νι και με το σίγμα. Φρόντισε να μάθει τα πάντα μέσω των γνωριμιών του, έπιασε κι ο ίδιος προσωπικά το δικηγόρο και του μίλησε, όλα σε μια μέρα. Χρυσός και πονόψυχος ήταν, ο καλύτερος σύζυγος του κόσμου.
- Τους παράδες τι τους ήκαμες συμπεθέρα μου;
- Στην αρχή είπα να τις κάψω, αμά μετά σκέφτηκα ότι ητανάνε αμαρτία με τόσοι φτωχοί που υπάρχουνε. Επήαμε με την Άνθω σε μια εκκλησία και τις έκρυψα κει που κάθεται ο Δεσπότης, στο θρόνο που λέμε. Απέ κάτου απ' το κάθισμα έχει κάτι ξύλα φαρδιά, τα μοίρασα, τα τύλιξα σε χαρτί και τα έχωσα. Και να τα βρίσκανε που λέει ο λόγος, δε θα πάγαινε το μυαλό τους ότι ητανάνε από το μπεζαχτά του σκοτωμένου. Ανάψαμε κεριά και μείκαμε πολλή ώρα, παρακαλούσαμε για συχώριο ένεκα που κάμαμε έτσι πράμα, αμά ήτονε μεγαλύτερη η αμαρτία να πλερώσει το κορίτσι για τις παλιανθρωπιές του. Γιατί μάθαμε που δεν τα έκαμε μόνο τη Σερπετή αλλά είχε καταστρέψει κι άλλες κοπέλες. Είχε βλέπεις αδυναμία στις μικρούλες ο αρσίζης, ο πρόστυχος!
Η αίθουσα ήταν γεμάτη. Πολύς ο κόσμος που υποστήριζε τη χήρα κι ακόμα περισσότερος αυτός που υποστήριζε την κοπέλα. Η υπόθεση βάσει λογικής δεν έδειχνε να μπάζει από πουθενά. Ο Γιωργάκης είχε πάρει και το δικό του δικηγόρο που είχε για τα επαγγελματικά του, με σκοπό να την υπερασπιστεί και για παράδες να μην είχαν έννοια αφού το είχε τακτοποιήσει. Είχε βοηθήσει και τον πατέρα της να παρευρεθεί, ο οποίος παραδόξως ήταν πολύ ψύχραιμος. Από μικρός στη βιοπάλη είχε δει πολλά να συμβαίνουν.
Ξεκίνησαν οι καταθέσεις από τους γύρω εμπόρους. Μίλησαν για τις δουλειές και το χαρακτήρα του, το κιμπαριλίκι και τις αξιοσύνες του καθώς και για την ενάρετη γυναίκα του. Απάντησαν αυθόρμητα σε όλες τις ερωτήσεις, ακόμα και σ' αυτές που αφορούσαν τη νεαρή υπάλληλο. Χαριτωμένη, ευγενική, πρόθυμη, με το γέλιο στο στόμα, ήταν σχεδόν αδύνατο να σκεφτούν ότι έγινε φόνισσα. Ακόμα και κάποιες από τις καλύτερες πελάτισσες ήταν εκεί, που συμπαθούσαν το κορίτσι που τις εξυπηρετούσε με μεγάλη καλοσύνη. Μία απ' αυτές, η μεγαλύτερη κουτσομπόλα, τους ψιθύρισε μετά την κηδεία για πολλές γυναικοδουλειές του. Πώς στην ευχή είχε μάθει για το δαχτυλίδι που είχε αγοράσει από την άλλη άκρη της πόλης, καμία δεν έμαθε. Γιατί ο εκεί χρυσοχόος τον είχε τακτικό πελάτη για τα κρυφά δώρα που αγόραζε χωρίς παζάρια. Τα φανερά που κόμπαζε, τα έπαιρνε από δίπλα και τα προσέφερε στη γυναίκα του.
Σουλτάνα και Ανθούλα έβαλαν η μία μετά την άλλη το χέρι στο Ευαγγέλιο και νόμιζαν ότι θα καούν οι παλάμες τους. Κατέθεσαν ότι ήταν μαζί στο σπίτι, και μετά πήγαν για παγωτά και γλυκά στο συγκεκριμένο μαγαζί. Ο ιδιοκτήτης κατέθεσε κι εκείνος με την καρδιά ελαφριά και το κεφάλι ψηλά ότι έφτασαν εκείνο το βραδάκι γελώντας και κάθισαν πάνω από μια ώρα. Το ίδιο κι ο Γιωργάκης, που τις είχε πιστέψει φυσικά.
- Εκεί τη βρήκα, είχε πάει από νωρίς στο σπίτι μας. Την ώρα που λένε ότι γίνηκε το φονικό, ήταν μαζί με τη γυναίκα και την κουνιάδα μου. Μετά θα πήγαιναν σε μια γειτόνισσα αμά μετάνιωσαν και κατεβήκανε για περίπατο και για παγωτό. Τόσοι γειτόνοι τις είδανε, αμά κι έτσι να μην ήτονε, το κορίτσι δε φταίει, είναι δικό μας παιδί, το ξεύρουμε ούλοι! Εδώ είναι κι ο μπαμπάς της, να τόνε διείτε και να σας μιλήσει άμα θέλετε. Περάσανε μεγάλη δυσκολία με την αρρώστια του και σταθήκανε βράχοι, τώρα που πάνε καλύτερα τα πράματα να τοις βρει τέτοιο πράμα, αμαρτία είναι μεγάλη!
Στο διάλειμμα της δίκης ο δικηγόρος μίλαγε αδιάκοπα στη χήρα. Έπιασε το αυτί του σκόρπια λόγια που αφορούσαν την ηθική του συγχωρεμένου, φοβήθηκε εκείνη το σκάνδαλο και δεν ήξερε τι να κάνει. Γυναικάς ο άντρας της;
- Ξεκάθαρα τον σκότωσε κάποιος για να τον κλέψει. Μπορεί να ήταν δύο, μπορεί τρεις, πώς θα έκαναν ζάφτι τον άντρα σας αλλιώς... Μπήκαν από την πίσω πόρτα αφού είδαν ότι ήταν ανοιχτή κι έγινε. Θα τους όρμησε και τον χτύπησαν. Άρπαξαν τα λεφτά από το ταμείο κι έφυγαν πάλι σαν κύριοι.
Η μέρα πέρασε αργά, βασανιστικά. Η Σερπετή βομβαρδίστηκε με απανωτές ερωτήσεις που επαναλαμβάνονταν μέχρι τη στιγμή που ο δικηγόρος του Γιωργάκη επενέβη ξανά, παρακαλώντας να σταματήσουν το μαρτύριό της. Μέχρι και αποζημίωση ζήτησε από τη χήρα για τον εξευτελισμό και την ψυχική της πλέον ισορροπία.
- Στους γιατρούς θα το τρέχουν το παιδί τους οι γονείς, βλέπετε ότι σπαράζει. Είναι υπόδειγμα τιμιότητας και αξιοπρέπειας όπως όλη της η οικογένεια. Οι μαρτυρίες των κυρίων που την είχαν στο σπίτι τους είναι αδιάψευστες, καθώς επίσης και των γειτόνων, του καταστηματάρχη που πέρασαν για γλυκό και συμπεριφέρονταν ως συνήθως. Στα δικαστικά χρονικά έχουμε δει δολοφονίες όπου ο ένοχος κρύβεται για να μη τον πιάσουν, το γνωρίζουμε όλοι. Ο αποθανών ήταν ψηλός και σωματώδης, θα μπορούσε να τον χτυπήσει έτσι ένα παιδί: Δεν είχε και κανένα λόγο να το κάνει. Βοήθησε το γεγονός ότι ο δρόμος ήταν άδειος και τα φώτα του μαγαζιού σίγουρα τα έκλεισε για να φύγει κι εκείνος. Είδαν τη νεαρά υπάλληλο να φεύγει κι ευτυχώς γιατί ίσως να τη χτυπούσαν κι εκείνη με κίνδυνο να χάσει τη ζωή της, μπήκαν, τον αιφνιδίασαν και πάλεψε μαζί τους. Ο ένας από αυτούς τον χτύπησε και πέφτοντας δάγκωσε δυνατά τη γλώσσα του που βρέθηκε τραυματισμένη, αιμορραγούσε και από το στόμα όπως ξέρουμε.
Την πανηγυρική της αθώωση ακολούθησε η λιποθυμία της Ανθούλας που δεν άντεξε άλλο και σωριάστηκε με γδούπο στο πάτωμα.