.

.
.

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Εσύ σαν πατέρας και σύζυγος τι κάνεις, ε;


- Πως και πως σε περιμέναμε Μιχάλη μου! Αυτή η κόρη μου πια, όλο κρατούσε την κοιλιά της κι έλεγε στο παιδί πως θα έρθει ο μπαμπάκας και θα έχουμε χαρές! Στην υγειά σου αγόρι μου, καλωσόρισες, με το καλό να δεις το γιο σου. Γιατί γιος θα είναι, αγορομάνα η Βιβή!

Ο Μιχάλης καμάρωνε τρισευτυχισμένος για το διάδοχο που περίμενε. Τώρα ήταν η ευκαιρία να τον στριμώξουν μάνα και κόρη. 

- Που λες Βιβή, πολύ ωραίο το σπίτι της Χρυσάνθης. Μεγάλο, διαμπερές, αν πεις πια το δωμάτιο του μωρού, το κάτι άλλο! Μεγάλο καλό για το ζευγάρι να κάνει ποδαρικό το βρέφος όταν με το καλό γεννηθεί! Βασίλισσα την έχει, κορώνα στο κεφάλι του. Σε τρεις μήνες ελευθερώνεται με το καλό, από την κλινική και στο καινούργιο σπίτι, καλορίζικο να είναι! 
- Πολύ χαίρομαι μαμά για τη Χρυσάνθη, έκανε καλό γάμο. Νοικοκύρης και προκομμένος ο άντρας της, όλες ζηλεύουν την τύχη της. Τώρα και με το καινούργιο σπίτι πια, μάτι κακό μη τους πιάσει! Σπουδαία υπόθεση ο καλός γάμος, λαχείο είναι. Με ρωτούσε και η θεία από τη Χίο που τηλεφώνησε προχθές, να της τα πεις να χαρεί κι αυτή. 
- Βέβαια, θα της τα πω. Όσο μαθαίνει τα καλά του, τόσο φωνάζει στην κόρη της ένα τέτοιο να βρει να πάρει, δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει κι αυτή να κάνει το κομμάτι της;

Σα να ενοχλήθηκε ο Μιχάλης με τα λεγόμενά τους. Ο άντρας αυτής της Χρυσάνθης τι παραπάνω είχε για να τον παινεύουν τόσο πολύ; Και γιατί η θεία δεν παραδειγμάτιζε εκείνον στην κόρη της; Καλύτερος γαμπρός ήταν ο άλλος; 

- Να τακτοποιήσεις και το θέμα του σπιτιού, κόρη μου, μετά που θα βαρύνεις δε θα μπορείς τα πολλά τρεχάματα. Στα παιδιά πότε θα το πεις; 
- Ποιο θέμα; Τι τρέχει με το σπίτι; 
 - Ε! Αυτό το σπίτι που πήρε η γυναίκα σου, στα παιδιά της δε θα το γράψει; Πρέπει, το συντομότερο, αν γεννήσει και μετά θα είναι δύσκολα τα πράγματα. Να έρχονται τα πουλάκια μου να τα βλέπουμε, λογαριάζει να τα φέρει η γιαγιά τους η Πόπη, να περάσουν λίγες μέρες με τη μαμά. Ακόμα δεν τους έχει πει ότι θα τους κάνει αδερφάκι, μην αρχίσουν τις ζήλιες και τη γκρίνια. 
- Εδώ θα μείνουν δηλαδή με την άλλη τους γιαγιά, τη μάνα του πρώην γαμπρού σου; 
- Εδώ βέβαια, στο σπίτι τους, που αλλού θα πάνε; 
<<Στο σπίτι τους! Στο σπίτι που τους πήρε η μάνα τους! Κι εγώ τι ρόλο παίζω εδώ;>> Πολύ απότομα του ήρθε του Μιχάλη αυτό, ασυνήθιστο, πρωτάκουστο. Η πρώην πεθερά της γυναίκας του με τα παιδιά, θα έρχονται να μένουν όποτε θέλουν. <<Τα παιδάκια είναι ακόμα μικρά, ασυνόδευτα θα ταξιδέψουν Κέρκυρα - Αθήνα; Κι άντε να λείπω εγώ, κάπως βολεύεται το θέμα, όλοι μαζί όμως γίνεται;>> 
Να πάρει η πεθερά του τη θεία στη Χίο και να παινεύουν το γαμπρό που αγόρασε σπίτι. Κι αν ρωτήσει τα νέα της Βιβής και των παιδιών, να της πει ότι θα έρθουν. Άντε μετά να κλείσεις τα στόματα... 
Η Ερασμία έκλεισε το μάτι στην κόρη της και χαμογέλασαν κι οι δυο ευχαριστημένες. 
- Τι έπαθες λεβέντη μου έτσι ξαφνικά, τι σκέφτεσαι; Είπαμε κάτι και σου κακοφάνηκε αγόρι μου; 
Μεγάλη θεατρίνα η Ερασμία! Ο Μιχάλης προσπάθησε με τρόπο να τους εξηγήσει τις σκέψεις του. Με τα παιδιά δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα, η πρώην πεθερά όμως; 
-Ε! Τι να κάνουμε γιε μου, καταδικό σας σπίτι αφού δεν έχετε, πως αλλιώς να γίνει; Βέβαια η Βιβή θα κρατήσει την επικαρπία, όμως των παιδιών είναι. Όταν με το καλό κάνει και τον τρίτο γιο, θα το έχετε στην κάμαρά σας το βρέφος δυο τρεις φορές το χρόνο που θα έρχονται και θα βολεύονται στο παιδικό τα μικρά και η Ποπίτσα στο σαλόνι. 
Όλα τα μελέτησε η γυναίκα σου, καλή μάνα είναι, τα παιδιά να τα έχει από μικρά αποκαταστημένα. Μεγαλώνοντας μπορεί ν' αποφασίσουν να έρθουν εδώ για το Γυμνάσιο, στους συγγενείς θα μένουν τόσα χρόνια; 
- Και η Βιβή είναι καλή μάνα κι ο πατέρας τους καλός. Κι εγώ δηλαδή δεν είμαι, έτσι θα το αφήσω το παιδί μας; Στη Χίο έχω κάτι στρέμματα, δικά του θα είναι! 
- Μιχάλη μου, το παιδί μας στη Χίο θα μείνει; Η ζωή μας είναι εδώ, όταν ξεπεταχτεί θα έρχεται η μάνα μου να το κρατάει κι εγώ στο καράβι μαζί σου. Και που ξέρω εγώ με τη μάνα και τις αδερφές σου εκεί τι γίνεται; Αν το κοιτάζουν με μισό μάτι; Δικό σου παιδί είναι βέβαια και αίμα τους αλλά μ' εμένα το έκανες. Της Χρυσάνθης που λέγαμε πριν, πήρε ο άντρας της το σπίτι αλλά μακριά από τους δικούς του, να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. 
- Ο άντρας της μπορεί να μην έχει άλλες υποχρεώσεις, δεν είναι όλοι το ίδιο. Κι εγώ το σκέφτομαι για σπίτι σε λίγα χρόνια αλλά ακόμα δε μπορούμε. 
- Γιατί δε μπορούμε; Τι υποχρεώσεις έχεις Μιχάλη εκτός από την οικογένειά σου; Πάντρεψες τις αδερφές σου και τις καλοπροίκισες, η μάνα σου μια χαρά είναι στο σπίτι της, καιρός να δεις και τη δική σου ζωή. Δόξα τω Θεώ, λεφτά πολλά παίρνεις και τα μαζεύεις, αντί να τα χαρείς μετράς και τη δραχμούλα. 
Το τηλέφωνο που χτύπησε εκείνη τη στιγμή, τον έσωσε από την απάντηση που έπρεπε να δώσει. Μάνα κι αδερφές του μίλησαν με τη σειρά κι η Ερασμία έστησε αυτί πίσω από την πόρτα όταν χαμήλωσε εκείνος τη φωνή του. Το πρωί θα τους έστελνε τα χρήματα και τα υπόλοιπα σε δεκαπέντε μέρες. Άφρισαν μάνα και κόρη...


Αξημέρωτα σηκώθηκε ο Μιχάλης πατώντας στα νύχια για να μη ξυπνήσει τη Βιβή. Πιο έξυπνη εκείνη, μάτι δεν είχε κλείσει όλη νύχτα για να τον προλάβει. Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε σαν τη γάτα κι ο άντρας της έσπευσε να την ξανακοιμήσει. 
- Που πας Μιχάλη μου και ντύθηκες πρωί πρωί; 
- Στην εταιρία πρέπει να πάω, μέχρι να κατέβω στον Πειραιά και να γυρίσω θα έχεις ξυπνήσει. 
- Περίμενε λίγο, έρχομαι κι εγώ, να σου κάνω παρέα. 
- Που να έρθεις Βιβή μου, ύπνο χρειάζεσαι στην κατάστασή σου, πάω κι έρχομαι σε δυο ωρίτσες, κοιμήσου εσύ. 
- Δε νυστάζω, έρχομαι για βόλτα. 
Πανικός τον έπιασε. Τι θα έκανε με τη γυναίκα του από δίπλα; Με ταχύτητα αστραπής η Βιβή ετοιμάστηκε, φώναξε στη μάνα της να ετοιμάσει πρωινό, αλλά δε μπορούσε ούτε μια γουλιά καφέ να πιει. 
- Της λέω να κάτσει σπίτι, μη τραβιέται πρωί πρωί, μα δεν ακούει. Κρίμα είναι  να ταλαιπωρηθεί. 
- Καλό θα της κάνει να βγει λιγάκι αγόρι μου, όσο έλειπες κλεισμένη σπίτι ήταν. Άντε, να πάτε στην ευχή του Θεού, θα βάλω το τηγάνι για τις μελιτζάνες, μουσακά θα ψήσω που σ' αρέσει λεβέντη μου! 
Με κρύα καρδιά κι αμήχανος ο Μιχάλης, πήρε το δρόμο με τη Βιβή αγκαζέ. Σκεφτόταν πως θα το 'σκαγε για να στείλει τα λεφτά που περίμεναν. Κάθισαν σ' ένα ζαχαροπλαστείο μέχρι ν' ανοίξουν τα γραφεία και η Βιβή άνετη πίνοντας την πορτοκαλάδα της, τον ρωτούσε για το επόμενο ταξίδι του. Η ώρα είχε περάσει κι εκείνος καθόταν στα καρφιά. 
- Τον ρώτησα, τι έχεις σήμερα, ακόμα δεν ήρθες κι έχεις αυτά τα μούτρα; Σα να μην ήθελες που ήρθα μαζί σου, μήπως βρήκες καμιά άλλη κι είχες ραντεβού; Τρελάθηκε αυτός, τι είναι αυτά που λες και τέτοια. 
- Βρε Βιβή, ήσουν ήρεμη, δεν είχες φουντώσει;
- Από μέσα μου έβραζα. Είπα ότι πάω τουαλέτα και πήρα κρυφά τηλέφωνο από το μαγαζί στη μάνα μου. Δυο ώρες με είχε εκεί, θα είχε κάνει τη δουλειά του και θα γύριζε σπίτι λογικά. Άρα, οι άλλες οι σκρόφες θα είχαν λυσσάξει, είχα δίκιο, είχαν τηλεφωνήσει σπίτι. 
- Και τι είπε η μάνα σου; 
- Ότι ο Μιχάλης έχει βγει βόλτα με τη γυναίκα του! Και ρωτάει η μεγάλη, σας είπε που πάνε συμπεθέρα; Δεν ανακατεύομαι στο ζευγάρι και δε θέλω να μου δίνουν αναφορά, αλλά άκουσα ότι πάνε παρέα στην εταιρεία, κάτι τέτοιο νομίζω. Καλά, γεια σας, είπε νευριασμένη. Χα χα χα χα! Βγαίνω έξω και μου λέει περίμενε λίγο, πετάγομαι να τηλεφωνήσω στη μάνα μου κι έρχομαι. Να πας, σαν λίγο κουρασμένη νιώθω, άντε και μετά πάμε στην εταιρεία να τελειώνουμε. 

Σαν το σίφουνα έφυγε, μπρος αυτός και πίσω του η Βιβή. Για κακή της τύχη τη φώναξε ο σερβιτόρος, είχε αφήσει ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι, δε θα περίμενε τον άντρα της να γυρίσει και να πληρώσει φυσικά. Με το δυνατό <<κυρία τα ρέστα σας!>> γύρισε ο Μιχάλης και την είδε. 
- Πω πω πω! Και τι έγινε; 
- Της τρελής, καβγάς μεγάλος! Τον είπα ψεύτη, κουτοπόνηρο, τσιγκούναρο, βλάκα που τον μασάνε μάνα κι αδερφές κι ότι τα ξέρω όλα! Έριξα και μια ζαλάδα της γκαστριάς, αχ κι ένας πόνος χαμηλά, με έβαλε σ' ένα ταξί και πήγαμε σπίτι. Κλείστηκα στο δωμάτιό μου, η μάνα μου έκανε την ανήσυχη και την ξαφνιασμένη, αυτός με φώναζε απ' έξω... 
- Βιβή μου, έτσι το έχουμε στην οικογένειά μας, μη νομίζεις ότι μου είναι ευχάριστο. Κανένας αδερφός δεν ησυχάζει ποτέ, όταν έχει κορίτσια η μάνα. Ό,τι τους φτιάχνει είναι τιμή για την οικογένεια. Τις παντρεύει, τις προικίζει, δεν ησυχάζει όμως ποτέ, είναι υποχρεωμένος να παραστέκεται σε ό,τι χρειάζονται. Κανείς μας δεν παντρεύτηκε μικρός, κανείς δεν κάνει σχέση σοβαρή, μέλλον δεν έχει με ανύπαντρες αδερφάδες. Θαλασσοδερνόμαστε για δαύτες και πάνω που λες τέλειωσα, αρχίζει η γκρίνια. Η τάδε έχει μεγαλύτερο σπίτι, ο αδερφός της είδες τι της έφτιαξε; Δε μπορεί να με κοροϊδεύουν ότι ο δικός μου δε με κοίταξε. Και δως του πάλι από την αρχή, δε μπορώ να κάμω αλλιώς. 
- Μάλιστα! Και θα είμαι εγώ υποχρεωμένη να στερούμαι μια ζωή, για να τις κοιτάς, ε; Δεν γίνεται αυτό, θα πω στη μάνα μου να φύγουμε μαζί στην Αλεξάνδρεια, κάτσε εσύ να τις φυλάς μη και τους λείψει τίποτα κι άσε εμένα και το παιδί μου στους δικούς μου! 
- Τι είναι αυτά που λες;
- Την αλήθεια! Τι είναι αυτά που εσύ λες για τα στρέμματα στη Χίο! Ωραία, να κοιτάμε τους άλλους κι εμείς τίποτα.  Και τα παιδιά μου έχουν μεγάλη περιουσία από τον πατέρα τους στην Κέρκυρα, ζουν κι εκεί, όμως θεώρησα σωστό να τους αφήσω κάτι και στην Αθήνα. Εσύ σαν πατέρας και σύζυγος τι κάνεις, ε;
- Βιβή μου, μη νομίζεις ότι δε θα καμαρώσεις κι εσύ για σπίτι δικό μας. Δυο τρία μπάρκα ακόμα και θα δεις! 
- Τι λες Μιχάλη; Θα φτάσει το παιδί τριών χρονών να το ξεσπιτώσουμε και να χάσει τη βολή του; Κι αφού θα είμαι μαζί σου στο καράβι, θα γυρίσουμε και θα κάνουμε μετακόμιση σε σπίτι που δεν καλοείδαμε; Δεν το συζητώ καθόλου! Αυτά τα πράγματα θέλουν ησυχία και μήνες ψάξιμο, έτσι θα δώσουμε τα λεφτά μας; Αν σκοπεύεις να κάνεις κάτι, θα γίνει το γρηγορότερο, το μωρό θα μας φέρει γούρι! Θα βρούμε σπίτι όπως το θέλουμε, θα τρέξει και η μάνα μου, μετά δε θα προλαβαίνει με το γάμο του αδερφού μου. Και τα ψυχικά στις άλλες κομμένα, τέλος!

Μπήκε στη μέση και η Ερασμία, τον έφεραν από δω, τον έφεραν από κει, τον έπεισαν. Σε δυο μέρες γύριζαν ψάχνοντας το κατάλληλο. Οι πονηρές, προτίμησαν τα ημιτελή σε νεόχτιστες οικοδομές, να το κλείσουν στο όνομα της Βιβής, όταν ο Μιχάλης θα λείπει. Βρέθηκε ένα ρετιρέ στους Αμπελοκήπους, που θα ήταν έτοιμο σε επτά μήνες περίπου. Είδαν τα σχέδια, επέμεινε η Βιβή, το αποφάσισε κι ο Μιχάλης εν μέσω ζαλάδας και λιγούρας της "εγκυμονούσας" συζύγου του. 
- Του έκανα κάτι νούμερα! Χα χα χα! Έλα Μιχάλη μου και ζαλίζομαι, αχ το στομάχι μου, φέρε μου μια καρέκλα να καθίσω και μια πορτοκαλάδα! Καρέκλα στην οικοδομή που θα έβρισκε; Πορτοκαλάδα αν έτρεχε να φέρει, στο όρθιο θα την έπινα η μισολιπόθυμη; 

Η Στάσα ρουφούσε κάθε της λέξη και τη διέκοπτε στολίζοντάς την. << Μούτρο, μαφία, μπα που να μη σου πω παλαβή...>>





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου