.

.
.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Ροβίθια!


- Σαν εγυρίσανε απέ το ταξίδι το γαμήλιο, γίνηκε το μέλι φαρμάκι...

Στη Σμύρνη πήγαν οι νεόνυμφοι για είκοσι μέρες και ο Θανάσης  σαν γλεντζές άνθρωπος απολάμβανε τις χαρές της ζωής. Στο στόμα την τάιζε, τα όργανα καλούσε να παίζουν στο τραπέζι τους, πολλά δώρα της αγόρασε, έκανε τα πάντα για να την ευχαριστήσει.  Η γυναίκα του έλαμπε μέσα στα ωραία μεταξωτά φορέματα, στολισμένη με βαριά χρυσαφικά, κυρία όπως του άξιζε.  Έκανε γάμο πολύ καλό και σκεφτόταν κάποιες που έλεγαν πίσω από την πλάτη της ότι θα έμενε γεροντοκόρη, πήρε τον καλύτερο και θα σκάνε από τη ζήλια τους οι φαρμακόγλωσσες! Αυτός ο άντρας ήταν δικός της και δε θα της τον έπαιρνε καμιά απ' όσες τον καλοκοίταζαν! 
Εντυπωσιάστηκε η Λαμπρινή από την περίφημη Σμύρνη που μόνο ακουστά την είχε! Το ξενοδοχείο ήταν πολυτελές με πολύ ωραία θέα αλλά πάνω στη βδομάδα άρχισε να μελαγχολεί και η μελαγχολία της μεταφραζόταν σε κατεβασμένα μούτρα και βαριαναστενάγματα. 

- Λαμπρινίτσα μου τι έχεις;
- Τίποτα...
 - Δε σε αρέσει το φαΐ και θες να παραγγείλουμε άλλο γιαβρί μου; 
- Μπα, καλό είναι, χόρτασα. 
- Να πάμε σε άλλο μαγαζί μετά να πιούμε τα σερμπέτια μας και το ξημέρωμα πια στο κρεβάτι μας. 
- Με πονάει κομμάτι το κεφάλι μου και να πλαγιάσω θέλω... 
Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσουν πίσω στην Πόλη κι είχε αρχίσει να κάνει τα δικά της. 
- Πεθύμησες λες τους δικούς σου που τους αποχωρίστηκες αλλά έτσι είναι Λαμπρινίτσα μου, είσαι παντρεμένη πια και είμαι ο πιο δικός σου εγώ, ο άντρας σου.
- Ναι, δε λέω...
- Να διεις τι ωραία πράματα που θα τους λες ότι είδες και θα σε ρωτάνε να τα μάθουν ούλα! Θα σε διούνε και με τα καινούργια τα ρούχα και θα τους πας και δώρα... 
Κατάφερε να τη χαλαρώσει λιγάκι, σαν πιο ζεστή την ένιωθε. Χόρτασε εικόνες, ιστορίες, καλούδια και πέρασαν οι μέρες... 

Ξημερώματα επέστρεψαν κι έπεσαν εξαντλημένοι στο κρεβάτι. Οι γονείς της είχαν καλέσει και τους συμπεθέρους στο σπίτι τους να υποδεχθούν το ζευγάρι και να φάνε όλοι μαζί. 
Αγκαλιές, φιλιά, ευχές, δώρα, πέρασαν την υπόλοιπη μέρα τρώγοντας και πίνοντας κι αργά πια έφυγαν για το σπίτι τους. Ο Θανάσης είχε δυο μέρες ακόμα ελεύθερες πριν στρωθεί ξανά στη δουλειά και ήθελε να τις χαρεί  γλεντώντας. 
- Λαμπρινή μου αύριο που θα βγούμε με τους φίλους μας, να φορέσεις κάτι απέ τα καινούργια σου να σε καμαρώνω, να ανοίξεις και κείνο το ωραίο άρωμα που ακόμα κλειστό το 'χεις για! Πες με τι αρέσκεσαι, που θες να πάμε;  
- Πάλι να πάμε και να πάμε, τόσον καιρό όλο πάμε απέ δω κι απέ κει, ούλη τη Σμύρνη πια γυρίσαμε! Το σπίτι μας πότε θα μας διει για; 
- Το σπίτι μας δε φεύγει κι έχει όλο τον καιρό να μας διει και να μας βαρεθεί. Όλοι οι νιόπαντροι το γλεντούνε.  Αύριο να το κάψουμε με τα παιδιά που ήρταμε, την άλλη μέρα μόνοι μας να σε χορτάσω και να με χορτάσεις πριν αρχινίσω δουλειά. Τον καιρό μπροστά μας τον έχουμε Λαμπρινίτσα μου για τις χαρές του γάμου μας, θα περνάμε καλά μαζί τζιέρι μου, θα διεις!
Κούνησε το κεφάλι ειρωνικά η Λαμπρινή και κατάπιε τα λόγια της γιατί ήταν έτοιμη να καβγαδίσουν.  
Μέρα είναι η αυριανή, πού θα πάει, θα περάσει...Άντε και να ξεκινήσει τη δουλειά ο άντρας της να λείπει τις περισσότερες ώρες μη τον έχει μέσα στα πόδια της και να ησυχάσει το κεφάλι της... 
Έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν, αλληλοπειράχτηκαν, τον κόσμο σήκωσαν στο πόδι από τα γέλια κι αργά πια μαζεύτηκαν στα σπίτια τους χαρούμενοι. 
Ο Θανάσης ξάπλωσε ευχαριστημένος. Θα έπαιρνε τη γυναίκα του αγκαλιά και θα χουζούρευαν μέχρι αργά για ακόμα μια μέρα χωρίς το άγχος του πρωινού ξυπνήματος. Το μεσημέρι θα έτρωγαν στους γονείς του, έτσι συνηθιζόταν.  
Το επόμενο βράδυ ενώ περίμενε να  πάει στο κρεβάτι η Λαμπρινή, άκουσε ένα περίεργο ήχο από την κουζίνα, σα να έπεφταν κάπου πετραδάκια και μετά νερό. 
- Τι θόρυβος ήτουνε αυτός Λαμπρινίτσα μου που άκουσα απέ την κουζίνα, πες με; 
- Γνοιάστηκα για το αυριανό φαΐ κι έβαλα στο νερό...
- Τι καλό θα πρωτοφάω απέ τα χεράκια σου στο σπιτάκι μας; 
- Ροβίθια!

Ξεκαρδίστηκαν οι αδερφές και η Μυρτώ με την παλαβή τη Λαμπρινή.
Νιόπαντρη και ρεβίθια ήταν το πρώτο φαγητό που θα ετοίμαζε στον άντρα της, μη χειρότερα! 
- Αντίς να ψήσει ένα φαγάκι της προκοπής κρεατερό, να ετοιμάσει και μια ωραία ποικιλία με τυράκια και σαλάμια, κάνα σουτζούκι με αβγουλάκια για ένα πρώτο ουζάκι να πούμε, να τόνε περιποιηθεί, ροβίθια έκαμε η τρελή... Χα χα χα! Και να λείπει κιόλας!

Με βαριά καρδιά ο Θανάσης γύρισε σπίτι εκείνη τη μέρα. Αλλιώς περίμενε το πρώτο τους τραπέζι από τα χεράκια της γυναίκας του. 
Άνοιξε την πόρτα, τη φώναξε, πουθενά η Λαμπρινή. Στους γονείς της είχε πάει αφού ξένοιασε από φαγητό κι έγινε εκεί καβγάς μεγάλος με τη μάνα της που τα 'χασε όταν την είδε. 
 Αγρίεψε πολύ η κυρία Δόμνα με τη νιόνυφη που αντί να μείνει στο σπίτι να περιμένει τον άντρα της έφυγε και πήγε στο πατρικό της. Όταν δε τη ρώτησε τι μαγείρεψε κι άκουσε ρεβίθια έγινε χαμός!
- Τρελάθηκε εντελώς η κόρη σου Γιάκωβε, τι ντροπές είναι αυτές, μούτρα δεν έχω να διω το γαμπρό μας! Να τον πετάξει στη μούρη ροβίθια και να κουβαληθεί εδώ; Πού ακούστηκε τέτοιο πράμα για;
Κι όταν την είπα που δεν επιτρέπεται πρώτη μέρα να γυρίσει ο χριστιανός κι αντί να τη βρει συγυρισμένη και γελαστή να τόνε καλωσορίσει μ' ένα τραπέζι φορτωμένο με όλα τα καλά με έκαμε τέτοια ταραχή, τι να σε λέω! Μεγάλο πατιρντί γίνηκε και με είπε ότι τήνε παντρέψαμε για να τήνε ξεφορτωθούμε και δεν τη θέλουμε στο σπίτι και τήνε ξεγράψαμε και τέτοια πράματα! Ποιος τήνε ξέγραψε μπρε Γιάκωβε την τρελή; Την είπα δεν στέκεται αυτό το πράμα για νιόνυφη γυναίκα, αντίς να κάτσει σπίτι να περιμένει τον άντρα της να φύει και να πάει στη μάνα της! Αχ Παναγία μου φοβούμαι, βάλε το χέρι σου και φώτισε τη να μην έχομε φασαρίες... Ταμπλάς θα μ' έρτει άντρα μου και να το ξεύρεις! 

Σκεπτικός φαινόταν ο Θανάσης κι αυτό δεν περνούσε απαρατήρητο. 
Μπορεί να έκανε τα αστεία του και να ξεχνιόταν λίγο με τη δουλειά αλλά όσοι τον ήξεραν καλά καταλάβαιναν ότι κάτι συμβαίνει. Είχε αρχίσει και να χάνεται από τις παρέες του κι απέφευγε τις πολλές εξόδους αφού με το ζόρι ξεκουνιόταν από το σπίτι η Λαμπρινή. Φοβόταν ότι θα κυλούσε έτσι η ζωή του και θα έφευγαν τα χρόνια μίζερα σ' ένα μουντό σπίτι σα νεκροταφείο με τα έπιπλα σκεπασμένα, μέσα στη γκρίνια και τα ξινισμένα μούτρα της γυναίκας του. 
Άδικα πήγαιναν τα λόγια και οι συμβουλές της μητέρας της. Δεν εννοούσε να καταλάβει τίποτα η Λαμπρινή που μάζευε τα μαλλιά στον αυχένα με φουρκέτες και δεν είχε ίχνος θηλυκότητας πάνω της. Τα μεταξωτά και δαντελένια κρύφτηκαν στον πάτο της ντουλάπας, ακόμα και τα σατέν καλύμματα του κρεβατιού, μόλις δυο χρόνια παντρεμένη. Το σαλόνι όλο σκεπασμένο με άσπρα σεντόνια για να μη σκονίζεται κι άνθρωπο δεν ήθελε να μπει στο σπίτι μη της το λερώσει.
Αυτός ήταν κι ένας λόγος που δεν ήθελε να βγαίνει με τις παρέες του Θανάση για να μην αναγκάζεται να ανταποδίδει τις επισκέψεις. Μόνο οι γονείς της, τα αδέρφια της και με το ζόρι τα πεθερικά και τους  κουνιάδους της δεχόταν σπάνια, για να ξεντροπιαστεί ο άντρας της. 
Δύο καλοκαίρια μέχρι τότε την πήγε ταξίδια, τη γύρισε, πιο πολύ όμως για να ξεσκάσει εκείνος αφού καλό λόγο από το στόμα της δεν άκουγε. Λαχταρούσε η καρδιά του όταν έβλεπε τα άλλα ζευγάρια και ζήλευε την τύχη των φίλων και συγγενών που άνοιγαν τα σπίτια τους κι έβγαιναν τα Σαββατόβραδα στις ταβέρνες και τις Κυριακές βολτάριζαν χαρούμενοι και γελαστοί. Η Λαμπρινή καλό λόγο για κανένα δεν είχε να πει, όλο ελαττώματα έβρισκε στους ανθρώπους. Γκρίνιαζε μόνιμα ότι η γυναίκα του τάδε τον γλυκοκοίταξε μπροστά στα μάτια της και γι' αυτό ήθελε συνέχεια να βγαίνουν, η αρραβωνιαστικιά του άλλου τσίτωνε το φόρεμα στο μπούστο για να φανεί το στήθος της και και και.... 

Ο Γιώργος ήταν δεκαεννέα χρονών όταν πέθανε ο πατέρας τους από ανακοπή ένα βράδυ στον ύπνο του, λίγους μήνες μετά το γάμο της Ζωίτσας. Τραγικό για όλους...
Ανέλαβε το μαγαζί δυο μήνες σχεδόν μετά το θάνατό του, δεν άντεχε να πάρει νωρίτερα τη θέση του πατέρα του και η μητέρα τους πέρασε μεγάλη περιπέτεια υγείας μετά το χαμό του συζύγου της. Ο Ιάκωβος νοικοκύρης και οικονόμος όπως ήταν είχε καλοπροικίσει τα κορίτσια του με σπίτια και ο Γιώργος είχε πάρει το εξοχικό, το σπίτι που έμεναν στην πόλη του το άφησε ο παππούς που είχε πάρει και το όνομά του. 
Όταν είχαν παντρέψει τη Λαμπρινή νοίκιασαν το δικό της αφού προτίμησε να μείνει στου Θανάση το σπίτι και τα χρήματα του ενοικίου της τα κατέθεταν στην τράπεζα στο όνομά της. Αυτό το λογαριασμό τον φούσκωσε με τα χρόνια αφού σπάνια άνοιγε το πορτοφόλι της και δεν ξόδευε πολλά λεφτά για το σπίτι. Ο Θανάσης της τα έφερνε μπόλικα και κουμάντο δεν της έκανε ποτέ.  
Η κυρία Δόμνα είχε παρηγοριά το παλικάρι της στο σπίτι αλλά μέχρι να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας της με τη χαρά των αρραβώνων του ήρθε η συμφορά του χαμού της μνηστής του. Νύχτα μέρα δεν ησύχαζε. Έκλαιγε μια τον άντρα της, μια τη νύφη της, έβλεπε και το γιο της έτσι μαραζωμένο και με ασφυκτικά μεγάλη πίεση αποφάσισε να μείνει στης Ζωίτσας αφού την παρακαλούσαν για μήνες. Επειδή ήταν διακριτικός άνθρωπος και δεν ήθελε να μένει μαζί με το ζευγάρι έφτιαξαν τρία ξεχωριστά δωμάτια στο πλάι του σπιτιού, δεξιά το αντρόγυνο κι αριστερά η μάνα με ξεχωριστή είσοδο. 

-  Θιός σχωρέστηνα την πεθερά μου, ένας άγγελος ήντουνε αλλά αυτή η σκύλα η μαύρη κι αγαρηνή την έφαε τη ζωή με τη τζαναμπετιά της...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου