.

.
.

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Ήθελές τα κι έπαθές τα!


- Ακούς να με πει να βάλω τις παράδες εκεί που με πρέπει και να με χτυπήσει την πόρτα στα μούτρα και να εξαφανιστεί! Τι τον έκαμα, τι τον είπα για;
Έβγαλε το μαντίλι, σκούπισε το μέτωπό της κι έκανε αέρα.
- Στη δουλειά δεν είναι που ρώτησα, στης μάνας του δεν είναι, πού είναι; Πάνου που θα έστρωνα να φάμε και με είπε για την εκδρομή και είπα θα διούμε αν θα πάμε και να με φερθεί έτσι για; Τι να πω μ' αυτόνε τον άθρωπο δεν ξέρω που ούλο καβγάδες είναι. Θα πρέπει να τον λέω ναι σε ούλα και να πετάμε τα φαγιά μας και να τρώμε εδώ κι εκεί; Γένεται; Δεν γένεται! Θα πάω στης μαμάς να μείκω* κάμποσο να αλλάξω κομμάτι αέρα, να ηρεμήσω που όλο κεφαλόπονο έχω με τα βάσανά μου... Αχ!

Έφτιαχναν ο Γιώργος με τη Σουλτάνα τη βιτρίνα και πηγαινοερχόταν ανοίγοντας κουτιά κι η αδερφή του στην καρέκλα έλεγε, έλεγε... 
Δεν άντεξε κάποια στιγμή και της όρμησε. 
- Ποιον αέρα σου να αλλάξεις βρε τρελή που σε παρακαλάει ο άντρας σου να βγείτε κι εσύ δε θες;
- Ε, όχι κι έτσι...
- Θαρρείς που δεν τα ξέρουμε τι γένεται κει πέρα που τον έχεις φάει το χριστιανό με την αναποδιά σου; Τι δουλειά έχεις να τρέχεις όλη την ώρα στη μάνα μας και να τον απαρατάς μονάχο του εδώ; Θα σε φύγει και καλά θα σε κάνει και θα τον πω και μπράβο που τον έχεις όλο γκιρ γκιρ και μόνο τον εαυτό σου κοιτάς. Διες τα μούτρα σου πρώτα που 'χεις και παράπονα! Πού ακούστηκε να λέει η γυναίκα στον άντρα της δεν έρχουμαι κι άιντε μόνος σου; Ας πάει μόνος του όπου θέλει και τράβα στη μαμά σου εσύ να διούμε σε λίγο τα χαμπέρια σου!  Ήθελές τα κι έπαθές τα!
Η Σουλτάνα δεν είχε μιλήσει αν κι έβραζε μέσα της, όμως βλέποντας τον άντρα της κατακόκκινο να φωνάζει του έβαλε ένα ποτήρι νερό και του είπε ήρεμα να καθίσει. 
- Μπρε Λαμπρινή, στο Θεό που πιστεύεις, δεν τα περίμενες αυτά να γένουνε;
- Όχι!
- Πόσες φορές σε μίλησα σα να μιλούσα στις αδερφές μου μπας και καταλάβεις δυο πράματα; Σε έλεγα σιάξου κομματάκι που 'σαι νέα γυναίκα κι έχεις άντρα λεβέντη και μικρό, πάνε να φας ένα μεζέ, να πιεις ένα τσιγάρο. Κάνε παρέα όπως όλοι, τη ζωή ο άντρας με τη γυναίκα του πρέπει να τήνε χαίρεται. Θαρρείς πως εγώ πάντα κέφι έχω για το έξω; Όχι πάντα, μα ποτέ δεν είπα όχι στον αδερφό σου μη τόνε χαλάσω την καρδιά. Ό,τι και να έχεις άμα βγεις κι αλλάζεις αέρα σε περνάει και γυρνάς σπίτι με σιαγμένο κέφι, έτσι είναι!
- Ε, ανάλογα...
- Κείνα τα ωραία τα ρούχα και τα στολίδια και τα μαλάματα που μ' έδειχνες τα παράχωσες να τα βλέπει η ντουλάπα! Σε είπα, μπρε συ Λαμπρινή μου, ποτέ δε σε είδα να τα φοράς, τι τα φυλάς να τα κάμεις, κι απάντηση δε με έδωκες... Απέ παράδες ο δικός σου άντρας κρατιέται πιο καλά απ' όλους, αυτά που σ' έχει πάρει καμία γυναίκα άλλη δεν τα 'χει για! Με τα πιο φτηνά ούλες ντυνούμαστε...
Κι εκείνο το κρεβάτι σας που το έχεις σαν και του νοσοκομείου με τη σκούρα μπατανία* τι σε λέει; Ούλα σου τα προικιά τα έκανες φαΐ για τις σκόροι και μόνο να τα δείχνεις ξεύρεις, ποιος θα τα χαρεί για; Κι αυτό που συνέχεια τον απαρατάς και πας στη μάνα σου τι σκέδιο πάλι; Δουλειά σου είναι να κάθεσαι κοντά στον άντρα σου και να τόνε κανακεύεις κι αυτός χαλί θα γενούντανε για σένανε ούλη σας τη ζωή!
Φαγάκι της προκοπής πότε τον έκαμες το χριστιανό που τον έχεις στη νηστεία ούλο το χρόνο; Κρατιέται άντρας έτσι παραμελημένος; Αμ δεν κρατιέται και θα τόνε χάσεις και θα χτυπάς την κεφάλα σου στον τοίχο μετά! Θα λέγεις, τι είχα και τι έχασα! 
Φούντωσε η Σουλτάνα που την είχε άχτι και με το δίκιο της. Έδωσε τέλος στη συζήτηση, έκανε νόημα και στον άντρα της κι ετοιμάστηκαν να κλείσουν το μαγαζί. 
Η Λαμπρινή συνέχιζε να λέει τα δικά της αλλά σημασία δεν της έδιναν, άκρη δεν επρόκειτο να βγάλουν...



Ο Θανάσης  ακολούθησε το χιλιοειπωμένο "άιντε μόνος σου" της γυναίκας του κι εκείνη έσκαγε που τον έβλεπε να βγαίνει τακτικά κουστουμαρισμένος και φρεσκοξυρισμένος σα γαμπρός και να αργεί να γυρίσει. Φαγητό στο σπίτι του δεν άγγιξε ξανά, ένα καφέ το πρωί πριν τη δουλειά κι αυτόν μισό τον έπινε. Η Λαμπρινή σηκώθηκε μια Κυριακή πρωί και είδε ότι δεν είχε γυρίσει από το προηγούμενο βράδυ. Την έπιασε πανικός. Δεν γύρισε ούτε το μεσημέρι, ούτε τη νύχτα. Ξημερώματα τον άκουσε να βάζει το κλειδί στην πόρτα κι έτρεξε πανικοβλημένη να δει αν είναι καλά. Κατάλαβε ότι τον έχανε αλλά ήταν αργά πλέον... Άρχισε τη γκρίνια και τις απειλές και εισέπραξε μια απρεπή χειρονομία! 
Στον αδερφό της δεν ξαναπάτησε, τους κρατούσε μούτρα από εκείνη τη μέρα και την πλήρωνε η καημένη η μάνα της. Η Ζωίτσα είχε καλό σύζυγο αλλά της είχε πει να μην ανακατευτούν με την "τρελή" γιατί δεν ήθελε φασαρίες στο σπίτι του, αλλά δε μπορούσε να προστατεύσει την πεθερά του, κόρη της ήταν. 
Όταν τους κάλεσαν στο γάμο της Αθηνάς πίστεψε ότι ίσως δεν χάθηκαν όλα αφού τη συνόδευσε ο άντρας της, όμως δεν αντάλλαξε ούτε κουβέντα μαζί της. 
Μιλούσε, γελούσε, ευχόταν, έπινε, χόρευε, όμως ούτε μια στιγμή δεν γύρισε το βλέμμα να την κοιτάξει. Πολλές γυναίκες είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω του κι η Λαμπρινή έβγαζε αφρούς που τις σήκωνε όλες για χορό. Μιλούσε και παραπονιόταν στη μάνα και την αδερφή της κι εκείνες χαμογελούσαν δεξιά κι αριστερά για να μη δίνουν δικαίωμα. Τι βραδιά κι εκείνη...

Ήταν πλέον ζήτημα χρόνου ο χωρισμός τους. 
Την επόμενη φορά που του είπε πάω λίγες μέρες να δω τη μάνα μου είδε άλλο Θανάση, πολύ αγριεμένο κι έτοιμο να την κατασπαράξει. 
- Στη μάνα σου πάλι πας να ξεχρονίσεις, έτσι; Ε! λοιπόν να πας και στη μάνα σου, να πας και στο διάολο και να μη ξαναγυρίσεις! 
'Αμα τολμήσεις να πατήσεις ξανά το ποδάρι σου εδώ θα σε σαπίσω στο ξύλο στρίγκλα, γρουσούζα! 




Μείκω - Μείνω 

Μπατανία - Κουβέρτα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου