.

.
.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Τα... μάγια της Σουλτάνας



Η Σουλτάνα έβγαλε τη βεντάλια από τη μεγάλη καλοκαιρινή της τσάντα. Λιγοστό αεράκι έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο κι η υγρασία ήταν ανυπόφορη. 
Είχε καιρό να συναντήσει την Ανθούλα, την αδερφή της και θα έμενε αρκετές ώρες στο σπίτι της. Ντυμένη πάντα όσο κομψά της επέτρεπαν τα πολλά παραπανίσια της κιλά, φορούσε γαλάζια φαρδιά μπλούζα με πολύχρωμα λουλούδια και μπλε φούστα.
Τα απαραίτητα χρυσαφικά και τα άσπρα πέδιλα με τα λουράκια που έσφιγγαν τα πόδια της συμπλήρωναν την απογευματινή της εμφάνιση.
- Έλα, πιε μια λεμοναδίτσα να δροσιστείς κομμάτι και ψήνω μετά τον καφέ!
- Να 'σαι καλά μπρε Άνθω μου, στην υγειά σου! 
- Υγεία να 'χεις!
- Δώσε με παντουφλίτσες να βάλω, τα ποδάρια μου τούμπανα γινήκανε πάλι... Ο καιρός να φταίει, η ζέστη, τι να πω κι εγώ...
Πάρε μια και τη Σοφούλα να τη μιλήσω, κρίμας που δεν είναι εδώ να τοις έβλεπα κομμάτι... 
Ο γνώριμος ήχος από τα λεπτά βραχιόλια της που κουδούνιζαν μελωδικά όσο κουνούσε τη βεντάλια μιλώντας στο τηλέφωνο, την έκανε να χαμογελάσει. Κοκέτα η αδερφή της μια ζωή...
- Ένα τέταρτο απέ τη χοντρή ζάχαρη, την κρυσταλλική που λένε και λαδάκι καλό ίσια με να γένει πάστα. Ανακάτωσε τα καλά και κάμε εντριβή στο σώμα, μετά ξεπλύσου καλά με νεράκι χλιαρό και σαπουνίσου αλαφρά. Πρέπει να μείκει απάνω σου και μια ιδέα απέ το λάδι κι ύστερις να διεις ωραίο δερματάκι που θα σε κάμει! Κι έχε το νου σου, μη και βγεις όξω χωρίς κρέμα για τον ήλιο, ναι; Να τ' ακούει εδώ κι η μαμά σου που ούλο την ξεχνάει! Άιντε γιαβρί μου, καλά τελειώματα να έχετε με το σπίτι και να πάτε στην εξοχή μετά να ξεκουραστείτε! 
- Εντάξει, τα είπατε με την ανιψιά σου; Χα χα χα!
- Ναι, ναι, άκουσε κι εσύ που σε λέω μη σε κάψει ο ήλιος το πρόσωπό σου και μαραζώσει μπρε! Αγγουράκια μπόλικα και κολοκυθάκια να τρως που δίνουνε πολλή υγρασία στο δέρμα! 
- Προχτές έκαμα κολοκυθάκια με το κρέας!
- Σκέτα βραστά σε λέω καλέ! Ξεύρεις πόσο νεράκι έχουνε μέσα τους; Πάρα πολύ!
Σιγά μην τα έτρωγε έτσι η Ανθούλα... Της είπε ένα ξερό <καλά> για να την ξεφορτωθεί... 
Ψήθηκαν τα καφεδάκια, βγήκε και το γλυκό κερασάκι με το κρύο νερό δίπλα.
- Πολύ σε πέτυχε, μπράβο! Τα έμαθες με της κουμπάρας μου την κόρη; Στα χωρίσματα είναι, σκοτώνεται το αντρόγυνο! Μια πολύ μεγάλη του στην ηλικία, ίσια με τριάντα χρόνια που την είχε από παλιά, πριν παντρευτεί, τους έκαμε μεγάλες φασαρίες...
- Α! Τι με λες μπρε Σουλτάνα;
- Μάλιστα, αυτό που ακούς! Μεγάλη στεναχώρια πέρασα απέ τα προχτές που με τα είπανε με τα κλάματα μάνα και κόρη... 
- Καλά, πως γίνηκε τέτοιο πράμα; Πού την είχε, πως την είχε, ποια είναι αυτή;
- Αυτή είναι κατάρα σκέτη! Τον έμπλεξε μια σταλιά παλικαράκι και τον τρώει τη ζωή του ίσα με τώρα... Φωτιά θα έβαζε λέει να τοις έκαιγε ούλοι στο σπίτι, που να την κάψει και να μείκει η στάχτη της την αδικιορισμένη! Έπαιρνε αυτή τελέφωνα τρία χρόνια που είναι παντρεμένοι και γινούτανε της τρελής στο σπίτι τους, θα σε τα πω να φρίξεις... 

Δεκαοχτώ χρονών ήταν ο Παναγιώτης όταν συναντήθηκε με τους συνομήλικους φίλους του. Είχε έρθει από το χωριό για να σπουδάσει στην Αθήνα και τον φιλοξενούσε ο μεγαλύτερός του  ξάδερφος, φοιτητής κι αυτός.
Ο κολλητός του ήξερε ένα υπόγειο κουτουκάκι σε μια λαϊκή συνοικία με ωραία μεζεδάκια και μουσική. 
- Το αφεντικό παίζει κιθάρα και τραγουδάει, θα περάσουμε καλά! 
Κατέβηκαν τα σκαλιά με κέφι κι ανάμεσα στην τσίκνα και τους καπνούς είδαν μια γυναίκα να σερβίρει τους λιγοστούς πελάτες.
Μικροκαμωμένη, με μια ποδιά που έσταζε λέρα, κάθισε σ' ένα τραπέζι και τσούγκρισε το γεμάτο με κρασί ποτήρι της μ' ένα μουστακαλή κοιλαρά που φαινόταν πιωμένος από νωρίς και γελούσε δυνατά κάνοντας χειρονομίες. 
Της έκανε νόημα βλέποντας τα τρία αγόρια κι εκείνη σηκώθηκε σβέλτα, φτιάχνοντας κάπως τη φούστα της.
- Καλώς τα παιδιά!
Ο Παναγιώτης ένιωσε τους φίλους του να προσπαθούν με κόπο να συγκρατήσουν τα γέλια τους καθώς εκείνη τον έτρωγε με τα μάτια της. Λεβέντης με τα όλα του, δυο μέτρα μπόι, μελαχροινός και γεροδεμένος με μπράτσα σαν ατσάλι από τις αγροτικές δουλειές, έκανε σχεδόν πάντα εντύπωση. 
Το μαγαζί άρχιζε να γεμίζει κι ένας κύριος προχωρημένης κάπως ηλικίας βγήκε από την κουζίνα. Έπιασε την κιθάρα και σε λίγο όλοι τραγουδούσαν μαζί του. 
- Τα τυροπιτάκια και το κρασί είναι κέρασμα!
Ευχαρίστησαν τη μεσόκοπη γυναίκα κι εξακολούθησαν ν' αστειεύονται μεταξύ τους.
- Σταματήστε την πλάκα βρε, αυτή είναι πιο μεγάλη κι απ' τη μάνα μου! Μας κέρασε για να  ξανάρθουμε, δεν το καταλαβαίνετε; 
Πήγαν ξανά πολλές φορές. Ο Παναγιώτης είχε βρει ένα στέκι για να τρώει καλομαγειρεμένο φαγητό, αφού σπάνια πια το γευόταν. Δυο άντρες μόνοι σ' ένα σπίτι, την έβγαζαν κυρίως με σκέτα μακαρόνια, αυγά και πατάτες τηγανητές όταν δεν έπαιρναν σουβλάκια. 
Τον καλούσε η ταβερνιάρισσα καθημερινά, πάντα νωρίς, την ώρα που μαγείρευε, φορτώνοντάς τον με αρκετή ποσότητα για το σπίτι. Και μουσακά και μπριάμι και κοκκινιστό και γιουβέτσι. Καλότρωγαν οι εξάδελφοι σπιτικό φρέσκο φαγάκι καθημερινά και τζάμπα, η καλύτερή τους! 
Με τους φίλους βρίσκονταν εκεί κάθε δεύτερο Σάββατο κι απολάμβαναν περιποιήσεις από την κυρά-Λία. 
- Αφού παίρνεις και μερίδες για το σπίτι, μίλησες με την τύχη σου, τρώει κι ο ξάδερφος! 
Η προθυμία της τον είχε υποχρεώσει. Ακολούθησαν τα ρούχα που πήγαινε σε σκούρες σακούλες και τα έπαιρνε πίσω πεντακάθαρα πλυμένα και σιδερωμένα. Στην αρχή δεν κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνο η συμπάθεια που έλεγε ότι είχε στους φοιτητές, αλλά κάπου αποσκοπούσε. Τις μέρες που ήρθε η μάνα με τη θεία του από το χωριό για να δουν τα παιδιά τους χάθηκε από το μαγαζί κι η Λία τρωγόταν. Σε μια βδομάδα τον είδε γελαστό να κατεβαίνει τα σκαλιά με φίλεμα μπόλικα φρέσκα αυγά, δυο κοτόπουλα και τυρί <για την τόσο καλή κυρία που τον έχει σαν γιο της> όπως είπε η αθώα γυναίκα. Να φάει αυτή, ο άντρας της και τα τρία τους παιδιά κι όποτε θέλουν να πάνε στο χωριό να τους περιποιηθούν.
Η Λία ήθελε να τον ξεμοναχιάσει αλλά δεν έβρισκε τον τρόπο. Φρόντισε λοιπόν την ώρα που ο ξάδερφος έλειπε να περάσει δήθεν τυχαία από το σπίτι τους με τα σιδερωμένα ρούχα κι ένα ταψί παστίτσιο. Ο Παναγιώτης την καλοδέχτηκε και σε λίγο έπιναν μαζί καφέ στο κουζινάκι.
- Αφού τελειώνει σε δυο μήνες και θα φύγει, να βρεις άλλο σπίτι να μείνεις! Θα σε φέρω κοντά στο μαγαζί να σε νοιάζομαι περισσότερο!
Έτσι κι έγινε. Η γκαρσονιέρα ήταν μόλις δυο τετράγωνα μακριά της κι ανασκουμπώθηκε με πανιά κι απορρυπαντικά για να υποδεχθεί το νέο ενοικιαστή πεντακάθαρη...
- Σύρε κι έλα ούλη την ώρα, απέ δω τον είχε απέ κει τον είχε, τον έριξε τον ασίκη!
- Α πα πα πα! Τι με λέγεις μπρε Σουλτάνα;
- Είδες πράματα; Έδωκε πήρε, σε μια γειτονιά τόνε σπίτωσε, κάτου απέ τη μύτη του αντρός και των παιδιών της!
- Κι αυτός ντιπ χαϊβάνι ητανάνε και δεν επήρε χαμπάρι;
- Αυτός ήτονε κομμάτι μεγάλος, έπινε κιόλας, εκείνη έκαμνε το κουμάντο σε ούλα. Έμπαινε, έβγαινε, ούλο δουλειές για το μαγαζί τον έλεγε που έχει κι η δουλειά της γινούτανε μια χαρά! Αναμεταξύ, ήτουνε βλέπεις και τυχερή η αρσίζα επειδής είχανε τόσο πολύ μεγάλη διαφορά, μάνα με γιο, έμνησκε και κοντά, δεν κακόβαλε κανένας, ποιος θα πονηριαζούτανε; Άσε που με τον καιρό αρρεβώνιασε την κόρη της και τοις έκαμε κολλητοί γαμπρό και φίλο κι επάγαινε τακτικά και στο σπίτι τους!
- Α! Την άτιμη τη γυναίκα τέτοιο θράσος! Τόσο εντεψίζικα πράματα, το μυαλό θα με φύγει
- Ναι, ναι... Αυτό, μικρό παλικαράκι, έκαμνε και κόρτε με τις κοπέλες της ηλικίας του στα κρυφά βέβαια... Κι άμα ερωτεύτηκε κι έκαμε δεσμό, μήτε πού μνήσκει δεν τις έλεγε ακριβώς
επειδής εφοβούτανε βλέπεις... Γιατί αυτή τόνε ήθελε ούλο δικό της, σάμπως και δε θα έριχνε τα μάτια του στα μικρά κορίτσια, τόσο μυαλό είχε τρομάρα της! Μια δυο, τα πήρε χαμπάρι κι επήγε κι έκαμε μεγάλο πατιρντί, απ' τα μαλλιά έπιασε την κοπέλα!
Είδε κι έπαθε ο Παναγιώτης μέχρι να ξεφύγει απέ τα νύχια της! Ήταν η πρώτη σοβαρή αφορμή για να καταλάβει ότι είχε μπλέξει πάρα πολύ άσχημα. Πέρασαν κι άλλες κοπέλες απ' τη ζωή του μέχρι να παντρευτεί, πάντα όμως έβρισκε τη Λία μπροστά του... 

Η Ανθούλα γέμισε ξανά τα ποτηράκια με λικέρ μονολογώντας.
- Και πως παντρεύτηκε μπρε Σουλτάνα μου; Πες με και να πάω να ετοιμάζω το μεζέ μας!
- Αχ... Σε δυο μεριές ήτουνε... Απέ τη μια η Λία να τρέχει για τον κάμει μαγικά, του κόσμου τοις παράδες έδωκε για να τόνε δέσει κι απ' την άλλη εκείνος έβγαινε κανονικά με την αρρεβωνιάρα του και καθούτανε στα αναμμένα κάρβουνα... Φασαρίες, κακό, τι να σε λέω... Τσίριζε η σκρόφα και μαδιούτανε για να μη γένει ο γάμος, κατάρες, φωνές, κακό... Τα μάθαμε απέ μια φιληνάδα της, που είναι ίδια κι αυτή! Την έβαλε παρακαλώ να πάει να μιλήσει τη γυναίκα και την πεθερά του, ακούς; Με μήνυσε η κουμπάρα μου να πάω απέ κει, μαύρη ώρα, πολύ συχύστηκα! Ήρτε που λες αυτή η σιχαμένη και τις είπε που ο Παναγιώτης ανήκει αλλού κι άμα αυτή είναι καλή κοπέλα να τον αφήκει να γυρίσει σε δαύτη! 
- Πα πα πα! Και τελικά τι θα γένει, πού θα πάει αυτό το πράμα;
- Δεν ξεύρω να σε πω... Απέ δω και χρόνια με είπε η κουμπάρα που κάποιος έβαζε κάτι σα λάδια στην οξώπορτα κι επήρε μια γλίστρα η καημένη κι ευτυχώς που δεν είχε σπάσει το πόδι της... Μουντζούρες τοις τοίχοι και τα παντζούρια, ένα σωρό πράματα έβλεπε και νόμιζε η ζάβαλη ότι κάμνουνε σκανταλιές τα παιδιά της γειτονιάς... Πού να σκεφτεί το αγαθό μυαλό της ότι ήτουνε αυτά δουλειά γυναικός; Και το κορίτσι της είπε που κάμποσες φορές είχε διει μια μαυριδερή σαν κατσιβέλα να κάμνει σινιάλα τον Παναγιώτη κι αυτός επάγαινε και τη μιλούσε... Άμα βέβαια τον αρώταγε ποια είναι αυτή η γυναίκα και γιατί μαλώνατε, την έλεγε η μάνα του φίλου μου που κάμναμε κολλητή παρέα κι αυτός έχει μπλέξει άσκημα και μ' αρωτάει να την πω. Την απαντάω που δεν ξεύρω τι κάμνει κι αυτή με βάζει πόστα ότι τόνε καλύπτω... Αθώο το κορίτσι, πού να πάει το μυαλό σε τέτοιο πράμα; 
- Βέβαια, μεγάλη γυναίκα κιόλας... 
- Άσε πια το κακό με τα τελέφωνα! Έβραζε το κινητό απέ τα ντριν και ντρουν, αυτός να μη το σηκώνει στο σπίτι και να το κλείνει, η γυναίκα του να τον αρωτάει τι συμβαίνει και να μαλώματα... 
Ήπιε ακόμα μια γουλιά λικέρ κι αναστέναξε.
- Το ζήτημα είναι να γλυτώσει το παλικάρι απέ δαύτη και να μη χαλάσει το σπίτι τους...
- Ναι για! Πού να βρούνε παρηγοριά κι αυτές οι έρμες... Κι εκείνο το καημένο το παιδάκι τους, πολύ το σκέπτουμαι να βλέπει τέτοια πράματα με τοις γονιοί του...
- Αυτό είναι Άνθω! Τον είχε πει βλέπεις αυτή που άμα τολμήσει και την κάμει παιδί θα το σκοτώσει και τόνε είχε στο χέρι! Πολύ σοβαρά είναι τα πράματα σε λέω... Και να σε πω, σκέφτηκα να τη μηνύσουνε που θα τα πούνε ούλα στον άντρα και τα παιδιά της, αμά υπάρχει κι άλλο πάλι σοβαρό πράμα... Άθρωπος μεγάλος είναι αυτός, μαθημένος στα παλιά, άμα τόνε πιάσει τίποτις και σκοτώσει τον Παναγιώτη που ατίμασε τη γυναίκα του και καλά;
- Α! Μη με λέγεις τέτοιο πράμα και πολύ ταράζουμαι! Τίποτις να μη μάθει! 
- Μπρος να πάω σκιάζουμαι, πίσω να πάω φοβούμαι, κατάλαβες; Πρέπει να βρω μια λύση, αμαρτία είναι να χαλάσει έτσι ένα σπίτι για μια πρόστυχια... Σα δε ντρέπεται η ελεεινή! 




Έψησε καφέ και κάθισε σκεπτική. Πριν λίγο είχε μιλήσει με την κουμπάρα της κι όσο άκουγε την κόρη της να κλαίει σπαρακτικά η καρδιά της σχιζόταν στα δυο....
Ζήτησε να της μιλήσει, μήπως την ηρεμήσει λίγο, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη... 
- Για πράμα που γίνηκε παλιά μη κάμνεις έτσι μπρε τζιέρι μου! Παλικαράκι ήτονε, μακριά απ' τοις δικοί του, τόνε τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί αυτή που λιμπίστηκε τα νιάτα και την ομορφιά του. Συνήθειο το είχε πάρει να παγαίνει μαζί της, αφού μες στα πόδια του τήνε είχε ούλη τη μέρα... Κακός χρόνος και μαύρος να τη βρει την αδικορισμένη που δε λογάριασε τίποτις και ρίχτηκε στο παιδί της! Αυτός πες που έκαμνε το κέφι του τότενες, άντρας είναι! Καλά δε σε στέκεται τόσα χρόνια, στα μάτια δε σε κοιτάει;
- Δεν τον θέλω πια! Αυτή είπε ότι βρισκόντουσαν μέχρι το γάμο, αρραβωνιασμένοι ήμασταν και πήγαινε μαζί της!
- Ψέματα τα λέει μπρε παιδάκι μου, να σας ανακατώσει θέλει και να σας χωρίσει για να τόνε πάρει αυτή! Και σιγά μη γυρίσει τώρα να τήνε κοιτάξει  που έχει εσένα γκιουζελίμ κοπέλα! Άκουε που σε λέω... Μην αφήκεις να την περάσει, αμαρτία μεγάλη είναι για! 
- Δεν είδες που ήθελε να μας κάνει κακό; Πόσα πράγματα δεν είδαμε στην πόρτα μας!
Αυτό ήταν! Αφού αυτή πίστευε στα μάγια, την είχαν στο χέρι! Να η λύση που μέρες έψαχνε η Σουλτάνα!
- Πάρε τη μαμά σου κι ελάτε εδώ να τα μιλήσουμε από κοντά! 


Δύσκολες ώρες... Το πανέξυπνο μυαλό της όμως, της έδωσε θάρρος κι ένιωσε την καρδιά της να πετάει...
- Δε με λέτε, αυτή δυο εγγόνια δεν έχει απ' τα παιδιά της που τ' αγαπάει πολύ; Διέτε τι θα γένει! Θα τήνε πλερώσουμε με το ίδιο νόμισμα! Ρίχτε μέσα κι όξω μπόλικο αγίασμα και φέρτε τον παπά να σας διαβάσει ευχές, αμά την ώρα που λείπει στη δουλειά ο Παναγιώτης! Τίποτες να μη φοβούσαστε, δε θα σας κάμει κακό! Θα τη συγυρίσω εγώ την παλιογυναίκα!
Στις έξι το απόγευμα της επόμενης μέρας, κατέβηκε τα σκαλιά της ταβέρνας. Η Αγλαΐτσα η νύφη της που την είχε πάει με το αυτοκίνητο περίμενε στο πίσω στενό.
Η Λία με τη βρόμικη ποδιά, το τσιγάρο στο στόμα και μια ωμή πατάτα στο χέρι, την κοίταξε παράξενα και άγρια. 
Η Σουλτάνα απορημένη την κοίταξε από πάνω ως κάτω.
< Μωρέ, τι πράμα είναι τούτο; Φτου στα μούτρα σου που 'σαι σαν το σφουγγαρόπανο!>
- Τι θέλετε;
- Η Λία είσαι του λόγου σου;
- Ναι, εσείς ποια είστε και τι θέλετε; 
- Δυο λόγια θα σε πω κυρά μου μόνο... Δε θα ακούσεις τίποτις απ' αυτά που νομίζεις, μήτε για την ατιμία που έκαμες τόσα χρόνια και κορόϊδευες άντρα και παιδιά, μήτε για το ζουμερό νεαρούδι που ορέχτηκες να περάσει ούλη τη ζωή του με σένανε!
Σήκωσε το τσουλούφι από τα μάτια της και πέταξε την πατάτα στο τραπέζι που κύλησε στο πάτωμα, έτοιμη να της ορμήσει. Η Σουλτάνα ψύχραιμη, έβγαλε ένα μπόγο από την τσάντα της και τον άνοιξε, δείχνοντάς της διάφορα αλλόκοτα πράγματα. Κεριά, καρφίτσες, σπόροι, καρβουνάκια, βρόμικα κομποδεμένα πανιά, ένα μπουκαλάκι διάφανο με κάτι σαν σκούρο λάδι, ένα ματσάκι απήγανο που έτριψε και σκόρπισε την ανυπόφορη μυρωδιά του.
- Τι είναι αυτά;
- Η απάντηση σε ούλα αυτά που έχεις κάμει! Μελετημένα στο όνομά σου κι όχι μόνο, αμά και των παιδιών, των εγγονών σου και της φιληνάδας σου! Για τον έρμο τον άντρα σου που είναι μισοκατάκοιτος ξεύρω που δε σε νοιάζει ο,τι και να πάθει, για τοις άλλοι όμως σε κόφτει, έτσι δεν είναι; Άκου! Άμα διεις τη φαμίλια σου να αρρωσταίνει και τα μικρά να πεθαίνουνε θα σε αρέσει; Πες με! Άμα μπήξω τις καρφίτσες, μήτε που θα προλάβεις να τοις μιλήσεις ξανά! 
Η Λία ένιωσε τα πόδια της να παραλύουν και σωριάστηκε στην καρέκλα τρομοκρατημένη. 
- Και γιατί να μου τα κάνεις όλα αυτά, με ξέρεις; Σου έχω κάνει κανένα κακό; Ποια είσαι εσύ;
-  Το πιο μεγάλο κακό έκαμες που πήες όχι μόνο να χωρίσεις το αντρόγυνο, αμά και να τοις ξεκάμεις με μαγικά! Θαρρείς που έτσι θα σε αφήνανε μωρή γλιτσού; Στο χέρι σ' έχομε και θα σε βρούνε ούλες οι συμφορές του κόσμου! Παιδιά κι εγγόνια θα θάψεις κι άμα τρέχεις κει στα μνήματα ούλη τη μέρα θα σε πω εγώ άμα τραβάει μετά η όρεξή σου το λεβέντη! Και δε θα έχεις μήτε την άλλη να σε παρηγορεί, κει μέσα θα σε τη χώσουμε κι αυτή! Αφού όμως τα περάσεις πρώτα ούλα αυτά, θα έρτει μετά κι η δικιά σου η σειρά! Απέ τα απόψε θα διεις τι έχει να γένει...
Έντρομη η Λία έπεσε στα πόδια της!
- Όχι, μη κάνεις κακό στα παιδιά μου! Άσε να ξεχαστεί, δεν θα ενοχλήσω ξανά κανένα! Τον αγάπησα πολύ και δέθηκα μαζί του, δε μπορούσα να ζήσω χωρίς να τον βλέπω και...
- Τον κακό σου τον καιρό! Και που σε βλέπω σιχαίνουμαι!
Μάζεψε το μπογαλάκι κι έφυγε θριαμβευτικά... 

Η πάντα αφελής Ανθούλα ταράχτηκε και πρόλαβε το ακουστικό πριν της πέσει από το χέρι.
- Α! Και πού επήες και τα βρήκες αυτά τα πράματα; Φοβούμαι, πολύ φοβούμαι...
Χαχάνιζε η αδερφή της με τις αντιδράσεις της.
- Ντιπ ζεβζέκα είσαι μπρε Άνθω μου! Μια ζωή πιστεύεις ο,τι σε λένε! Πού θα πάγαινα μπρε συ, καμιά χαϊβάνω είμαι; Επήρα μια πατσαβούρα βρεμένη κι έτριψα το κάγκελο στο μπαλκόνι, μέσα στη βρόμα που ήτουνε κι άμα στέγνωσε την έκοψα σε κάμποσα κομματάκια και τα έκαμα κόμποι! Ζέστανα και κάτι κεριά κι άμα λιώσανε τα έκαμα σκέδια διάφορα. Απέ τις μελιτζάνες που τηγάνισα για τις φάω με τη σαλτσούλα, έριξα στο λάδι τους κομμάτι κανελίτσα και γίνηκε έτσι ένα σκούρο πράμα και το σούρωσα στο μπουκάλι! Πήρα κι απήγανο που τον έχω για το κακό το μάτι και να τα μαγικά! Άσε μπρε που είχα ξεχάσει τις καρφίτσες και με γύρισε πίσω η νύφη μου! Και κάρδαμο επήρα σπόροι και καρβουνάκια! Χα χα χα!
- Μπα που άδικη ώρα να μη σ' έρτει μπρε σατανά! Και σε πίστεψε με δαύτα ούλα, ε; 
- Βέβαια! Γυναίκα που τρέχει εδώ κι εκεί και πλερώνει για δέσει έναν άντρα, πάει να πει που πολύ πιστεύει σ' αυτά τα πράματα! Έπρεπε να τη διεις την καρακάξα πως έκαμνε άμα την είπα που θα ξεκάνουμε ούλη της τη φαμίλια! Άμα τολμάει, ας σκεφτεί ξανά τον ασίκη τρομάρα της!
- Το αντρόγυνο έσμιξε τελικά;
- Να σε πω, εκείνη τον κάμνει νούμερα βέβαια, αυτός όμως είναι τρελαμένος με ούλα αυτά και την έχει στα όπα όπα... Τη λέει που φοβούτανε μη και κάμει κακό στο παιδάκι τους, αλλιώς θα την έκαμνε μαύρη στο ξύλο! Πολύ τόνε καταλαβαίνω σ' αυτό το πράμα η αλήθεια... Σε λέει, πες που μα η γυναίκα μου, μα η πεθερά μου, βγάλουνε το παιδί ίσια με το πάρκο για περίπατο κι αυτή παραμονέψει και καταστρέψει το μωρό...
- Α πα πα πα! Δίκιο είχενε εδώ που τα λέμε... Ας είναι, τέλος καλό, ούλα καλά... Το έκαμες πάλι το θάμα σου άτιμη!
- Χα χα χα! Εδώ συμμάζωξα το δικό σου το χαϊρσίζη που δεν άφηνε μήτε θηλυκιά γάτα ο γυναικάς, αυτό το παλιόπραμα δε θα έκαμνα καλά;
Η Ανθούλα έκλεισε το τηλέφωνο και μπήκε στην κουζίνα κουνώντας το κεφάλι.
< Με το γιο μου κι αυτή την παλαβιάρα που με κουβάλησε εδώ πάλι να διω τι θα γένει... Μακάρι μπρε να έκαμνες κι εκεί το θάμα σου, αλλά πού...>

12 σχόλια:

  1. περασα να ευχηθω καλημερα και καλη εβδομαδα!
    φιλακια πολλα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλή εβδομάδα γλυκιά μου, σ' ευχαριστώ πολύ!

      Φιλάκια και την αγάπη μου σου στέλνω!

      Διαγραφή
  2. Νομίζω η προηγούμενη ανάρτησή σου, ήταν καλύτερη από την σημερινή!
    Ειδικά εκεί που αναφέρεσαι πόσο χαρισματική είμαι .... το καλύτερο σημείο!!
    Χα χα χαααααααα!! Αστειεύομαι Μαιρουλίνι μου, η γραφή σου είναι πάντα τόσο συναρπαστική, για άλλη μια φορά διάβασα μονορούφι το κείμενό σου!
    Φιλάκια πολλά, πολλά, πολλά, καλή βδομάδα φιλεναδίτσα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. τα καλα και συμφαίροντα .. Ελενα μου ..έ;;χιχ.χιχ. φιλακιαααααα!!!!

      Διαγραφή
    2. Ζουζουνάκι μου,χαρισματικό μου πλάσμα, νεράιδα μου, συμφωνώ μαζί σου!!! Κάνε εσύ τις τσαχπινιές σου στην κουζίνα και εκτός κι έννοια σου καραμελένια σου...

      Να είσαι πάντα καλά αγάπη μου, σ' ευχαριστώ πολύ!
      Καλή εβδομάδα, φιλάκια σβουριχτά!!!

      Διαγραφή
    3. Ρουλίτσα μου ξέρει τι λέει, δε μπορείς να φανταστείς πόσο πειραχτήρι είναι! χα χα χα!!!

      Διαγραφή
  3. Αααααα Μαιρούλα μου.. τι ωραια παλι μας βαζεις στις ιστορίες με το μοναδικό σου τρόπο.. καλέ;; τι έξυπνη κίνηση εκανε αυτή η Σουλτανα με την γλίτσού;;..χι.χι... καλα να παθει να μαθει αλλη φορα να μην μπλεκει με τεκνά.χι.χι. θα περιμενουμε με αγωνια τι απέγινε μπρε Μαιρούλα μου ..παραπέρα... τον αφησε έτσι εύκολα η αρσίζα;χι.χιχ. φιλακιααααααα να έχεις μια όμορφη και χαρούμενη εβδομαδα... !!!!!!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η Σουλτάνα ήταν το κάτι άλλο, πανέξυπνη, καταφερτζού, απίστευτη! Έβρισκε πάντα σχεδόν λύσεις και ειδικά σε τέτοια θέματα έμπαινε μπροστά και δεν καταλάβαινε τίποτα! Της την έφερε με τέτοιο τρόπο που φοβήθηκε πολύ και το πήρε απόφαση ότι τελείωσε οριστικά αφού πλέον ήταν...προστατευμένος και κυρίως κινδύνευε όλη της η οικογένεια!
      Έτσι Ρουλίτσα μου ξέκοψε, μετά από δεκαπέντε χρόνια που τον ακολουθούσε σε κάθε βήμα με πληρωμένο αδρά τον οδηγό ενός ταξί...
      Να σου πω κι ένα μυστικό; Επειδή η αδερφή της η Ανθούλα έσκαγε από περιέργεια, περάσαμε έξω από το μαγαζί οι δυο μας και την είδαμε...
      Ακόμα γελάω όσο τη θυμάμαι...χα χα χα!

      Καλή και χαρούμενη εβδομάδα αγαπημένη μου, σε φιλώ!!!

      Διαγραφή
  4. Βρε την Σουλτάνα!! Πολύ καπάτσα!!
    Μια χαρά της την έφερε της παλιογυναίκας με τα ψεύτικα 'μάγια'!!!!
    Φοβερή ιστορία, Μαιρούλα!!
    Φιλάκια πολλά και καλό Σαββατοκύριακο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πολύ καπάτσα και πανέξυπνη Μαριαννάκι μου!
      Έβρισκε τη λύση για κάθε πρόβλημα μελετώντας καλά πρώτα τον εχθρό και χτυπούσε ανάλογα!
      Βοήθησε πολλά ζευγάρια που αντιμετώπιζαν διάφορα θέματα απιστίας κυρίως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έκανε τη Λία να χάσει τον ύπνο της από το φόβο κι ησύχασαν μια και καλή... χα χα χα!

      Καλά να περάσεις κι εσύ το Σαββατοκύριακο γλυκιά μου, σε φιλώ και σου στέλνω την αγάπη μου!

      Διαγραφή
  5. ΠΑΝΤΆ ΒΟΗΘΟΥΣΕ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΖΗΤΑΕΙ ΤΙΠΟΤΑ! ΓΙ' ΑΥΤΟ ΤΗΣ ΕΔΩΣΕ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΜΥΑΛΟ Ο ΘΕΟΣ ΓΙΑΤΙ ΗΤΑΝ ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗΣ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ήταν όντως ψυχούλα!
      Πανέξυπνη και καπάτσα, βοηθούσε πάντα όπου μπορούσε κι όσα καλά έκανε τα έβρισκε μπροστά της.

      Διαγραφή