.

.
.

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Η φυγή...





Δυο ώρες έμειναν οι τρεις γυναίκες στην καφετέρια μιλώντας ασταμάτητα για το θέμα που τις βασάνιζε. Οι αδερφές συνεννοήθηκαν με τα μάτια και της άνοιξαν την καρδιά τους. Ο φόβος ότι δεν θα ησύχαζαν ποτέ ξανά τις είχε φέρει σε απελπισία.
 Η πανέξυπνη Ηλέκτρα σκέφτηκε ότι η τυχαία συνάντησή τους ίσως τις βοηθούσε να μάθουν σχετικά με τη διαμονή της Υπαπαντής στην Αθήνα. 
- Εγώ τα έχω ήδη ξεχάσει... Εσύ έχεις δυο κόρες κι η αδερφή σου ένα γιο, αυτό είναι στο μυαλό μου!
- Ναι Σεμέλη μου, όμως φοβάμαι πολύ την άλλη... Αν έβλεπα εσένα τότε, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα, είσαι κυρία εσύ! Πρέπει να μάθουμε πού μένει, να ξέρουμε! Λίγο μεγαλύτερη από μένα είναι, μπορεί θα έχει συνταξιοδοτηθεί, μπορεί και όχι όμως! Σκέφτηκα ότι εσύ σαν σύζυγος γιατρού, ίσως θα μπορούσες μέσω γνωστών σου να μάθεις... Κάποιος να ψάξει στα βιβλία, να δει τι γίνεται και ίσως μάθουμε... Αν εμείς τηλεφωνήσουμε στα νοσοκομεία και στις κλινικές να ρωτήσουμε θα το καταλάβει! Πες ότι εργάζεται ακόμα ή όχι που είναι το πιο πιθανό. Και πες ότι ρωτώντας την ανακαλύπτουμε. Ή θα έρθει στο τηλέφωνο αν τη ζητήσουμε ή θα της πουν ότι κάποια την ψάχνει, το σούσουρο θα γίνει! Γι αυτό είμαστε με τα χέρια δεμένα! 
- Δίκιο έχεις σ' αυτό, μεταξύ τους τα λένε... Κοίτα, δεν χρειάζεται να δείξετε πανικό, μεθοδικά πρέπει να γίνει ο,τι γίνει... Πολλές κοπέλες από τον Έβρο εργάζονταν σαν νοσοκόμες εδώ και η συγκεκριμένη έχει και όνομα εντελώς ασυνήθιστο! 
- Ναι, το Υπαπαντή είναι σπάνιο...
- Θα προσπαθήσω να κάνω ο,τι μπορώ... Αν ζούσε ο άντρας μου θα ήταν πολύ εύκολο βέβαια... 
- Εσύ δεν έχεις επαφές με φίλους συναδέλφους του; Από γιατρό πρέπει να γίνει η δουλειά με απόλυτη εχεμύθεια! 
Αντάλλαξαν τηλέφωνα και προφασιζόμενες κάποια δουλειά δεν πήγαν μαζί της με το ταξί. 
- Ήταν ανάγκη να έρθει να μείνει κοντά στη Στάσα; Κοίτα μπερδέματα που μας βρήκαν στα καλά καθούμενα! Όλα τα κακά μαζεμένα! Δε θέλω να ξέρει της Μυρτώς η μάνα ότι γνωριζόμαστε βρε Ματίνα! Θα πρέπει να φύγουμε από δω, δε θέλω κανέναν κοντά μου! Τόσα χρόνια είχα την ησυχία μου και κοίτα τώρα... 

Η Μυρτώ κοιτούσε περίεργα την Ηλέκτρα. Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια δεν την καλοδέχτηκε στο σπίτι της όταν την κάλεσε η Γιούλα. 
Ένα ψυχρό <Γεια σου> και της γύρισε την πλάτη.
- Έχει κάτι η μαμά σου μαζί μου;
- Τι να έχει; Απλά δεν είναι στα κέφια της... 
Την ίδια συμπεριφορά είχε και τις επόμενες δυο φορές. Ένιωθε ανεπιθύμητη και δεν ήθελε να πάει ξανά. Κι η Στάσα είχε νευριάσει μαζί της.
- Δίκιο έχεις, να μη ξαναπατήσεις! Τόσα χρόνια πάτε κι ερχόσαστε με τη Γιούλα και την Τέτα, καφέ οι δυο μας πίναμε, τι έπαθε στα καλά καθούμενα, ποιος την πείραξε; Και σε μένα που της τηλεφώνησα να δω τι κάνει, δυο λόγια μου είπε και το έκλεισε, σα να μην ήθελε! 
- Εντελώς αψυχολόγητη συμπεριφορά... 
- Τα κορίτσια ας έρχονται όποτε θέλουν στο σπίτι μας, εγώ πάντα τα καλοδέχομαι! 
'Οταν μίλησε με τη Σεμέλη, τα κατάλαβε όλα. 
- Δεν έχει τίποτα μαζί μας! Μούρη με μούρη πέσανε με την κυρία Σεμέλη κι έμαθε ότι είμαστε γειτόνισσες, γι αυτό της έστριψαν τ' άντερα! Δεν της είπε βέβαια ότι έχουμε πιο στενή γνωριμία, αλλά της ήρθε ταμπλάς, δεν καταλαβαίνεις; 
- Κι εμείς τι φταίμε, ε; Ούτε που ξέρει ο,τι ξέρουμε, ούτε που θα το μάθει ποτέ! 
- Δεν φταίμε παιδάκι μου... Κι ανάποδα να μας κρεμάσουν τέτοιο μυστικό από το στόμα μας δεν βγαίνει... Αν ήταν καμιά άλλη και της φερόταν έτσι, βούκινο θα την είχε κάνει κι ούτε την καθώς πρέπει κυρία Σεμέλη δεν θα υπολόγιζε! Είδες όμως πόσο κακό χαρακτήρα έχει; Αντί να φερθεί ακόμα πιο καλά τώρα που λέει ο λόγος, μας κάνει πέρα!
- Γι αυτό δεν την χώνεψε ποτέ κανείς! Η συμπεριφορά της ανέκαθεν απομάκρυνε τις φίλες των κοριτσιών, μόνο εγώ πήγαινα σπίτι τους κι η Σίσυ... 
- Να σου πω... Και στη Σεμέλη που είχε κάνει τόσα και που πάλι την έβαλε να βρει τη νοσοκόμα, με ύφος και τουπέ της μιλούσε! Στεναχωρήθηκε και μου είχε τηλεφωνήσει να πάω στο σπίτι της να μιλήσουμε...
- Σα δε ντρέπεται! 
- Ήθελε μια γνώμη κι αυτή η γυναίκα, πολύ προβληματισμένη είναι... Σου λέει θα πρέπει να υποχρεωθώ, να βρω και μια δικαιολογία που ψάχνω μια νοσοκόμα από το Σουφλί...
- Δίκιο έχει... Δε θα τη ρωτήσουν από πού κι ως πού; Και τι θα κάνει τελικά; 
- Δεν ξέρει ακόμα... Εν τω μεταξύ η άλλη σπάει τα τηλέφωνα! Είδες για να κάνει τη δουλειά της; 
Η Στάσα τελικά ήταν αυτή που βοήθησε! Και δεν το έκανε φυσικά για την Ηλέκτρα αλλά για τη Σεμέλη. 
Η γυναικολογική επέμβαση που έκανε μια ανιψιά της σε κρατική μαιευτική κλινική, ήταν η αφορμή για να ρωτήσει με τρόπο τις νοσηλεύτριες. Εκεί δεν την ήξερε κανείς, οπότε απορρίφθηκε. Με τις επισκέψεις της σε κοντινά νοσοκομεία τάχα για να δει μια λεχώνα και παίρνοντας λόγια από το προσωπικό, απέρριψε και τα άλλα. Η Σεμέλη με τον τηλεφωνικό κατάλογο στο τραπέζι σημείωνε όσες ιδιωτικές κλινικές ήταν στην Αθήνα. Όταν μπήκε σε γνωστό ιδιωτικό μαιευτήριο να ρωτήσει τάχα ποιος ήταν ο καλύτερος γιατρός για να γεννήσει η νύφη της κι άκουσε τη βαριά προφορά κάποιας μαίας, αναθάρρησε! 
- Και είναι τόσο καλός όπως λένε;
- Πολύ καλός!
- Μακάρι! Μας τον σύστησαν αλλά, καταλαβαίνετε... Ήθελα να έχω κι άλλη γνώμη... 
Έβγαλε από την τσάντα το κουτί με τα σιροπιαστά που της είχε δώσει η Σεμέλη σκόπιμα.
- Πάρε γλυκάκι να δεις πόσο νόστιμο είναι! Φώναξε και τα άλλα κορίτσια να φάνε! Εσένα πως σε λένε χαρά μου; 
- Κρυσταλλία! Αλλά Κρυστάλλω με φωνάζουνε!
- Κρυσταλλία! Ωραίο όνομα! Μπράβο, να ζήσεις! Είχαμε κι εμείς παλιά μια πολύ καλή γειτόνισσα που είχε τ' όνομά σου, από τον Έβρο ήτανε! Μεγάλη γυναίκα, δε ζει πια... Είχε και μια ξαδέρφη, Υπαπαντή την έλεγαν... Έχετε λίγο παράξενα ονόματα εκεί, ε; Εδώ δεν ακούγονται... 
Οι νεαρές κοπέλες με γέλια και χαρές έπαιρναν και δεύτερο και τρίτο γλυκό, γλείφοντας τα δάχτυλά τους. Μπήκαν στη συζήτηση για τα ονόματα.
- Ναι, ναι, τα βγάζουμε εμείς πάνω! Υπαπαντή είχαμε και μια προϊσταμένη...
- Α! Και γιατί λες ότι την είχατε, έφυγε κι ήρθε άλλη; Εδώ δεν είναι το γραφείο της;
- Ναι για, εδώ!  Το κουρτσούδι τς είναι μαζί μας, νοσηλεύτρια κι αυτή σαν τη μάνα της έγινε! Όπου να 'ναι θα έρθει κι αυτή... 
- Α! Κρίμα να μην είναι μαζί μαμά και κόρη... 
- Βγήκε στη σύνταξη για! 
Από δω το πήγε, από κει το έφερε, έμαθε το επίθετο της κόρης. Με το πατρικό της Υπαπαντής δεν είχαν βρει τίποτα οι αδερφές. Η τύχη ήταν με το μέρος τους, γιατί ο αριθμός τηλεφώνου ήταν ευτυχώς στο δικό της όνομα. Η Σεμέλη έδωσε τις πληροφορίες στην Ηλέκτρα. 


- Στην Κυψέλη μένει αυτή Ματίνα! Από την άκρη της Ελλάδας εδώ βρήκε να μετακομίσει! 
- Πάλι καλά να λες που δεν είναι εδώ κοντά σου... 
- Βούκινο θα μας έκανε! Κι η Σεμέλη γειτόνισσα με τη Μυρτώ... Καμιά τους δεν θέλω να βλέπω!
Ένιωθε παγιδευμένη. Η Ματίνα επέστρεψε στην Αίγυπτο, είχε ήδη μείνει αρκετά στην Αθήνα. Σε οχτώ μήνες κι αφού ο Αποστόλης είχε ξεμπαρκάρει, πήγε κι εκείνη με τις κόρες της για το γάμο του "ανιψιού" της. Ένα μήνα ήσυχο από τις έννοιες της πέρασε η Ηλέκτρα. Κρατώντας αγκαζέ τον άντρα της, απολάμβανε τις βόλτες και τις ομορφιές της πατρίδας της. Η μόνη περιοχή που απέφευγε ήταν εκεί που ζούσε ο πρώτος της έρωτας και φυσικός πατέρας του παιδιού της. Ηρέμησε όταν πριν πολλά χρόνια έμαθε ότι οι γονείς του είχαν πεθάνει και το σπίτι είχε πουληθεί. Εκείνος είχε παντρευτεί κι έμενε στο αρχοντικό της καλοπροικισμένης γυναίκας του. Οι αναμνήσεις όμως ήταν αυτές που δεν ήθελε να ζωντανέψουν μέσα της ξανά...
- Χρόνια έχουν να τον δούνε οι γείτονες, φρόντισα κι έμαθα με τρόπο... Όποτε θέλεις έλα αδερφή, μη νοιάζεσαι για τίποτα!
Η Τέτα παρακάλεσε το μπαμπά της να την αφήσει να μείνει με τη θεία λίγο καιρό ακόμα. Ήθελε να αποφύγει το προξενιό αλλά και να ξεχαστεί από τη μεγάλη της στεναχώρια. Ο Μάκης ήταν πλέον ζευγάρι με τη Σίσυ κι έλιωνε σ' αυτή τη σκέψη. Η Ηλέκτρα συμφώνησε, προκειμένου να ηρεμήσει η κόρη της και να μη μαλώνουν για τον εκβιασμό που της έκανε. Ο Αλέκος καθόταν στα καρφιά όσο η Γιούλα έλειπε αλλά δεν την περίμενε έτσι μόνος. Η επόμενη κοπέλα που είχε γνωρίσει τον συντρόφευε μέχρι την επιστροφή της... 


 

- Μη μου κάνεις σκηνές Αλέκο! Ένας απλός φίλος είναι και τίποτα άλλο! 
- Από τότε που γυρίσατε σε βλέπω αλλιώτικη! Δεν βγήκες μαζί μου για να συναντήσεις  αυτόν! 
- Είχαμε καιρό να τα πούμε και δε μπορούσα να του αρνηθώ... 
Η σχέση τους είχε αρχίσει να φθίνει. Η Γιούλα ωραιοπαθής πάντα, αφού είδε ότι ο Στράτος δεν ήταν διατεθειμένος να συνάψει ερωτική σχέση μαζί της κι έβγαινε με διάφορες κοπέλες, αποφάσισε να κάνει τα ίδια. Κάθε μέρα όλο και κάπου πήγαινε λέγοντας διάφορες δικαιολογίες στη μητέρα της.
Η Ηλέκτρα είχε εκνευρισθεί που δεν έγινε κάτι με το γιο της Αργυρώς και χάθηκε ο καλός γαμπρός. Η Τέτα κάτι είχε στα σκαριά εκεί μακριά, όμως δεν σκόπευε να μείνει στην Αίγυπτο κι αυτό ήταν το πρόβλημα με το νεαρό που εργαζόταν εκεί. Γύρισε σε λίγους μήνες κι ακολούθησε πιστά την αδερφή της... 
Η γειτονιά βούιζε με τις νυχτερινές κοπάνες που έκαναν εναλλάξ. Η Αργυρώ έκανε το σταυρό της ευχαριστημένη που δεν κατάφεραν να τυλίξουν το γιο της μάνα και κόρη. Με διάφορες προφάσεις τον καλούσαν στο σπίτι, βρίσκοντας πάντα δικαιολογία πότε τα καλώδια, πότε τα φώτα... 
- Χέρι το χάλασε αυτό κυρία Ηλέκτρα και δεν ξέρω γιατί! Δείτε κι εσείς, κομμένο είναι! 
Η Σίσυ με το Μάκη πέρασαν βέρες κι η σχέση τους επισημοποιήθηκε. Η μητέρα της ήταν πολύ ευχαριστημένη που η κόρη της έπεσε σε καλά χέρια. Εξαιρετικό παιδί ο γαμπρός, μεγαλωμένος στο σπίτι τους, η οικογένειά του καλή, αγαπούσαν την κόρη της και την είχαν στα όπα όπα. Η Τέτα πήγαινε από σχέση σε σχέση χωρίς να στεριώνει με κανέναν. 
Η Γιούλα ενώ έβγαινε ακόμα με τον Αλέκο, διατηρούσε παράλληλα κι άλλες σχέσεις. Με τη Μυρτώ είχε αραιώσει τις επαφές της, ήταν φίλη του και δεν ήθελε να δίνει αναφορά για ευνόητους λόγους. Εκείνη βέβαια  μάθαινε τα καμώματά της, αλλά δεν έβγαζε μιλιά. Σίγουρα είχε βάλει το χεράκι της και η Ηλέκτρα, που δεν τηλεφωνούσε στη Στάσα εδώ κι ένα χρόνο. 
- Μωρέ μπράβο! Και πού να 'ξερε ότι σε μένα χρωστάει όσα έμαθε για την Υπαπαντή! Έλιωσαν τα πόδια μου από τα μπες βγες σ' όλα τα νοσοκομεία, απ' έξω τα έμαθα πια! Αλλά και στη Σεμέλη ούτε ένα τηλεφώνημα δεν έχει κάνει! Όταν είχε την καΐλα της, τρεις φορές τη βδομάδα την έπαιρνε! Έκανε τη δουλειά της η κυρία και τώρα που δεν την έχει ανάγκη την ξέγραψε!
Ένα βράδυ της τηλεφώνησε φανερά απελπισμένη ρωτώντας το όνομα του γυναικολόγου που πήγαινε η μητέρα της.
- Δεν θυμάμαι βρε Γιούλα πως τον λένε και δε μπορώ να τη ρωτήσω, καταλαβαίνεις... Σου συμβαίνει κάτι;
- Όχι Μυρτώ, όλα καλά είναι! Δε μπορείς να την ψαρέψεις; 
- Όχι βέβαια! Στα καλά καθούμενα να τη ρωτήσω για το γυναικολόγο; Θα μου πει ποια έχει πρόβλημα και τον χρειάζεται; Κι εγώ τι να της πω; 
- Καλά... Στου Αλέκου το σπίτι πηγαίνεις; 
- Ναι, τακτικά όπως πάντα! Είσαστε καλά μαζί; 
- Όχι και τόσο... Μη πεις τίποτα, ε; 
- Ξέρεις ότι δε μιλάω ποτέ Γιούλα!
Από μια κοινή τους φίλη επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες της. Με πρόφαση μια κοντινή εκδρομούλα για μπάνιο, οι δυο αδερφές πέρασαν την πόρτα μιας ιδιωτικής μαιευτικής κλινικής. Η Γιούλα ήταν έγκυος, όχι από τον Αλέκο φυσικά που σε λίγο καιρό η σχέση τους διαλύθηκε οριστικά... 

- Η ιδιοκτήτρια είναι έξω φρενών! 
Η Στάσα είχε γυρίσει φορτωμένη λαχανικά και κρέας κι έλεγε στην κόρη της τα νέα που έμαθε. Κάθισε στην καρέκλα σκουπίζοντας τον ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπό της.
- Παραπονιόταν ότι είχε το σπίτι υγρασία στους τοίχους και ήθελε να φύγει. Όλο για το πατάρι έλεγε ότι πλημμύριζε κι ότι έφταιγε εκείνη. Υδραυλικό πρόβλημα επέμενε ότι έχει! Έλα όμως που το σπίτι της γυναίκας δεν είχε τίποτα! Μούσκεμα το πατάρι όλη την ώρα και τα νερά τρέχανε... Έψαχνε ο υδραυλικός, τίποτα δεν έβρισκε! Και τελικά τι διαπίστωσε λες; Η Ηλέκτρα έριχνε τα νερά πάνω! Ακούς; Ακούω να λες! Σκαρφάλωνε μάλλον λέει και τα έχυνε με το κανάτι! Τρέλα της ήρθε της χριστιανής! Το άφησε ανοιχτό, τέντωσε και τα παράθυρα να στεγνώσει ο τόπος και μετά θα βάλει ενοικιαστήριο. Άτιμη γυναίκα, μεγάλο μούτρο!  Εμ! Δεν τη χωρούσε ο τόπος βλέπεις με τούτα και μ' εκείνα κι έπρεπε να έχει γερή δικαιολογία για να φύγουν από κει!
Πού πήγανε, ένας Θεός το ξέρει!

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Το Ψυχοσσάβατο...




- Μήπως σου είπε και κάτι άλλο και δεν το θυμάσαι Μυρτώ;
- Όλα στα είπα βρε Γιούλα, εκατό φορές μ'  έχεις ρωτήσει πια! Θα μπορούσες τουλάχιστον να με είχες ενημερώσει, να ξέρω κι εγώ τα ψέματα που του ξεφούρνισες! Άκου σε... κυνηγάει ο Στράτος και σε... διεκδικεί! Ήρθα σε πολύ δύσκολη θέση, δεν ήξερα τι να πω και με τρέλαινε στις ερωτήσεις...
- Ε... Δεν πρόλαβα! Έτσι αυθόρμητα του το είπα για να ζηλέψει και να τρέχει πίσω μου, όχι ότι μέχρι τώρα δεν το έκανε δηλαδή... 
- Κι όταν γύρισες χθες το απόγευμα σπίτι γιατί δε μου τηλεφώνησες; Στο είχα πει ότι θα πήγαινα στης κυρά- Ανθούλας... Μπήκε ο Αλέκος βγάζοντας καπνούς από παντού και με στρίμωξε άγρια! Ποιος είναι και πού μένει και τι σκέφτεται για σένα και τι σκέφτεσαι εσύ...
- Δε μπορούσα να σε πάρω... Βρήκα ένα πανικό, μάλωναν η αδερφή μου με τη μάνα μου κι η θεία προσπαθούσε να τις χωρίσει! Σκέψου ότι για πρώτη φορά δε μου φώναξε και δε μου έκανε ανάκριση που άργησα! Μέχρι τα μεσάνυχτα σκοτωμός γινόταν σου λέω... 
- Γιατί όλο αυτό; Επειδή η Τέτα δε θέλει ούτε να δει το γαμπρό; 
- Από κει μάλλον ξεκίνησε το πράγμα... Η μάνα μου της έριξε χαστούκια κι η αδερφή μου φώναζε κι απειλούσε ότι θα τα πει όλα στο μπαμπά...
- Τα ποια θα πει, για τις σφαλιάρες; 
- Δεν ξέρω... Υπάρχουν κάτι μπερδέματα εκεί με τη θεία μου και... 
Η Μυρτώ ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Καταλάβαινε τι ακριβώς είχε συμβεί... 
- Τελικά πού κατέληξαν; Μόνιασαν οι δυο τους;
- Μπα, όχι... Σήμερα θα μου τα πει αναλυτικά η αδερφή μου, χθες ήταν σε έξαλλη κατάσταση... Πρέπει να έκλαιγε και η θεία μας, χάλια την είδα...
- Στεναχωρήθηκε κι αυτή, λογικό είναι... 

Η Σεμέλη φόρεσε τη μακριά καφέ φούστα με τη ζιβάγκο μπεζ  μπλούζα και το ασορτί χοντρό σακάκι. Το μικρό κρεμ καπελάκι ταίριαζε με το ωραίο της σύνολο. 
Μέτρησε τα χρήματα στο πορτοφόλι της και διαβάζοντας ακόμα μια φορά το μικρό χαρτί βεβαιώθηκε ότι δεν είχε ξεχάσει κανέναν από όσους θα μνημόνευε ο ιερέας. Το πρόσφορο που είχε ζυμώσει προσευχόμενη και θα συμβόλιζε το σώμα Του, ήταν τυλιγμένο σε κάτασπρη κεντημένη λινή πετσέτα, που έβαλε προσεκτικά σε μια σκούρα τσάντα, μαζί με ένα μπουκάλι γλυκό κρασί που θα μετουσιωνόταν στο αίμα του Χριστού. 
Χτύπησε διακριτικά την πόρτα της Στάσας.
- Καλώς τη, καλημέρα σας! Έτοιμη είμαι, μια στιγμή να βάλω το παλτό μου και να πάρω το στάρι! 
Μοιράστηκαν τα πρέποντα για τους κεκοιμημένους εκείνο το πρώτο Ψυχοσάββατο που τις βρήκε φίλες και τόσο καλές γειτόνισσες.
Πιασμένες αγκαζέ ξεκίνησαν για την εκκλησία. Το κρύο ήταν τσουχτερό και πάγωνε τα πρόσωπά τους. Στις επτά το πρωί η κοκέτα Σεμέλη έκανε τα βλέμματα των λιγοστών ανθρώπων που κυκλοφορούσαν να στέκονται πάνω της. Η κομψότητα και η αρχοντιά προσωποποιημένη! 
- Σας πέτυχε το πρόσφορο κυρία Σεμέλη μου! Όταν μου τηλεφωνήσατε χθες και ήρθα να το δω, πολύ χάρηκα! Η σφραγίδα τυπώθηκε καλά που είναι και το πιο σημαντικό! Από τη μητέρα μου την έχω, πόσα χρόνια...
- Ναι, σας ευχαριστώ πολύ που με βοηθήσατε! Πού να έβρισκα προζύμι, πού να ήξερα... Δεν είχα φτιάξει ποτέ, έτοιμο πάντα το έπαιρνα... 
- Με το έτοιμο από το φούρνο, ο παπάς δεν προσκομίζει! Για να καταλάβετε, μπορεί να το μοιράσει σαν αντίδωρο, αλλά δεν γίνεται Αγία Κοινωνία! Το ζύμωμα και το ψήσιμο δεν αρκεί, θέλει θυμιάτισμα και προσευχή, χέρια καθαρά από αμαρτίες... Δε μπορεί ας πούμε να κλέβει κάποιος και μετά να ζυμώσει πρόσφορο! Ή και να κάνει άλλα πράγματα που δεν είναι θρησκευτικά...
- Α! Πως είναι δυνατόν!
Χαμογέλασε η Στάσα φέρνοντας στο μυαλό της τη Βιβή. Όταν της το είπε, η Σεμέλη έκλεισε στόμα με το χέρι της και το σώμα της τραντάχτηκε από πνιχτά γέλια.
- Ακούς εκεί να κάνει τραπεζάκια και να καλεί πνεύματα! Ευχέλαιο έκανα όταν έφυγε η τρελή! 
- Θυμάμαι που τα έλεγε στο καράβι τότε, σε μια κρουαζιέρα... Πλησιάζοντας στην Τουρκία, φόρεσε ένα καφτάνι μαύρο με χρυσά κι άρχισε να λέει... Μα ήταν τόσο κωμική, άλλο να σας λέω... Εγώ ανέκαθεν φοβόμουν αυτά τα πράγματα κι όλο με πείραζε ότι θα καλέσει τους γονείς μου... 
- Και σε μένα τα ίδια έλεγε κι όσο τη σταύρωνα τόσο μου κόλλαγε η άτιμη! Αυτό το καφτάνι που λέτε, στην κόρη μου το χάρισε που της άρεσε, το φορούσε μέχρι που έλιωσε! Καλή της ώρα... Την αγαπάω πολύ! 
Ησύχασε η ψυχή της με τα λόγια της Σεμέλης. Από τη Βιβή με τα πνεύματα και τη μαντική τράπουλα με τις περίεργες τρομακτικές εικόνες και την Ηλέκτρα με το χέρι της Φατιμά και όλα όσα της έλεγε που εναντιώνονταν στα θρησκευτικά της πιστεύω, είχε φοβηθεί ότι όλες οι εξ Αιγύπτου κυρίες μπορεί και να μην είχαν τόσο "καθαρά χέρια". Ευτυχώς που εκείνη ήταν διαφορετική και γλύτωσε την αμαρτία που θα είχε κάνει... Γι αυτό έφερε τη συζήτηση γύρω απ' αυτό, αν και ήξερε ότι δεν επιτρέπονταν τέτοιες κουβέντες πριν να εκκλησιαστούν. 
- Χαίρομαι πάντως που τα κάναμε όλα μαζί! Και στο σταράκι βάλατε το ρόδι και τους ξηρούς καρπούς εσείς κι εγώ στο πρόσφορο έφερα το χωριάτικο αλεύρι και το προζύμι! Πιάνονται ξέρετε... Αυτά είναι το χρέος μας καλή μου, να τους μνημονεύουμε όπως πρέπει... 
- Έχω ελαφριά την καρδιά μου σήμερα που το έφτιαξα με τα χέρια μου... Τώρα πια θα το θυμάμαι όσο ζω, δυο ειδών αλεύρι, προζύμι, λίγο αλάτι και νερό.
Η Στάσα έβγαλε το κόλλυβο που μοσχοβολούσε καβουρδισμένο σουσάμι και ξηρούς καρπούς.
 Από το απόγευμα το είχε στο νερό και σηκώθηκε αξημέρωτα για να το ετοιμάσει. Το έβρασε καλά κι αφού το σούρωσε το άπλωσε σε καθαρή μεγάλη πετσέτα να στεγνώσει. Ζέστανε το τηγάνι κι έφερε κάμποσες βόλτες μέσα με ξύλινη κουτάλα το ξανθό σουσαμάκι με προσοχή για να μην αρπάξει και πικρίσει. 
Ακολούθησαν μια κουταλιά αλεύρι, αμύγδαλα, καρύδια και φουντούκια κι έκλεισε το μάτι της κουζίνας. Σε βαθύ μπολ έριξε το στάρι κι αρκετή ζάχαρη, πρόσθεσε τους ζεστούς ακόμα ξηρούς καρπούς και το σουσάμι με το αλεύρι, σπόρους ροδιού, σταφίδες, πέντε ψιλοκομμένα φυλλαράκια μαϊντανό κι ελάχιστο κανελογαρίφαλο. 
Το άφησε έτσι σκεπασμένο για μισή ώρα κι ύστερα τα έβαλε στη μεγάλη, βαθιά πιατέλα. Με δυο κουτάλια από την ανάποδη πλευρά το έστρωσε, έριξε μπόλικη ζάχαρη άχνη κι έκανε το σχήμα του Σταυρού με τα ειδικά ζαχαρωτά και κάμποσα φουντούκια. Έτσι στόλισε και την πιατέλα ολόγυρα.
Ποτηράκια και κουτάλια μιας χρήσης, χαρτοπετσέτες κι ήταν έτοιμα όταν διαβαστούν να μοιραστούν στον κόσμο.  

Η Σεμέλη την κάλεσε στο σπίτι για τον πρωινό καφέ. Άφησε τα κόλλυβα μπροστά στις φωτογραφίες των αγαπημένων της και φόρεσε τη μακριά της ρόμπα.
- Θα ετοιμάσω το φαγητό μου και θα πάω στην αγορά. Κάθε Σάββατο πρωί που βγαίνω για τα ψώνια της εβδομάδας, θυμάμαι τον άντρα μου... Με άφηνε να χουζουρεύω στο κρεβάτι και πήγαινε με τη λίστα στο χέρι... Ποτέ δεν έφερνε μόνο αυτά που είχα σημειώσει, ο,τι έβλεπε φρέσκο και καλό το αγόραζε... Όταν άνοιγε ο καιρός και δεν είχε παγωνιά πηγαίναμε παρέα... Και πάντα καθόμασταν στο ζαχαροπλαστείο για καφεδάκι και ζεστή μπουγάτσα! Χρυσός άνθρωπος ήταν, πολύ καλός σύζυγος και άριστος επιστήμονας! Δεν ξέρω αν μπορέσω ποτέ να ξεπεράσω το χαμό του, δε νομίζω... 
Τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της κι η Στάσα την αγκάλιασε συγκινημένη.
- Όλα διορθώνονται στη ζωή, εκτός από το θάνατο... Αυτό είναι το μόνο που δε μπορούμε να αλλάξουμε... Αφήνει ένας άντρας τη γυναίκα του, μπορεί να γυρίσει πίσω και ν' αγαπήσουν ξανά. Μάλωσαν δυο άνθρωποι, τα βρίσκουν και είναι όλα μια χαρά μετά, φιλιά κλειδιά. Γκρεμίζεται ένα σπίτι; Μπορεί να χτιστεί πάλι, να γίνει και πολυκατοικία. Ο θάνατος μόνο είναι οριστική απώλεια, δε μπορούμε να φέρουμε κανέναν πίσω δυστυχώς... Κι εγώ έχω χάσει τόσους δικούς μου, γονείς, αδέρφια... Έκλαψα, χτυπήθηκα, κλείστηκα στους τέσσερις τοίχους και μοιρολογούσα, πίσω όμως κανένας δεν ήρθε...
 Ηρέμησε καλή μου και μη κλαις, έκανες το χρέος σου και με το παραπάνω! Η ψυχή του και οι ψυχές των γονιών και των παππούδων σου είναι αναπαυμένες... 
Η κουβέντα γύρισε μετά από ώρα στο φαγητό της ημέρας κι η Στάσα αφού την ευχαρίστησε για το καφεδάκι με τα απαραίτητα γλυκάκια βεβαίως, γύρισε στο  σπίτι. Έστειλε τη Μυρτώ που είχε γεμίσει τα υπόλοιπα ποτηράκια με το στάρι να τα μοιράσει σε δυο τρεις συγγενείς για το συχώριο και μπήκε στην κουζίνα. 



Η Σεμέλη φορτωμένη τσάντες με ψώνια, περίμενε υπομονετικά τη σειρά της για να μπει στο επόμενο ταξί που θα περνούσε. 
< Όσα πέρασαν γεμάτα ήταν... Μ' αυτό το κρύο έχουν πολλή δουλειά... Αλλά να στήσουν και καβγά αυτές οι δυο γυναίκες για το ποια θα μπει μέσα; Να που τελικά πήρε τον κύριο κι έφυγε ο άνθρωπος και καλά έκανε κι έμειναν οι άλλες να τρώγονται! Αν ήξεραν πόσο άδικο είναι αυτό... Αγάπη πρέπει να υπάρχει κι όχι μαλώματα και βρισιές για τόσο απλά πράγματα... Τίποτα δεν είμαστε, εμείς φεύγουμε κι όλα εδώ μένουν, με την κακία πάνω απ' όλα...>
Μια ψηλή, λεπτοκαμωμένη γυναίκα, στάθηκε δίπλα της σχεδόν στο περίπτερο και ζήτησε τσιγάρα. Βγάζοντας το πορτοφόλι από την τσάντα της, σήκωσε το κεφάλι ψηλά κι η Σεμέλη την αναγνώρισε αμέσως.
- Ματίνα! Δεν πιστεύω στα μάτια μου! Τι έκπληξη είναι αυτή!
- Σεμέλη!
Όχι απλά δεν έδειξε να χαίρεται, αλλά η δυσαρέσκεια ήταν ολοφάνερη στο πρόσωπό της. 
- Πόσα χρόνια έχω να σε δω! Είσαι καλά; Πως και βρίσκεσαι στην Αθήνα; 
Ο περιπτεράς περίμενε υπομονετικά, μέχρι που πήγε ο επόμενος πελάτης.
- Κυρία, θα τα πάρετε τα τσιγάρα σας;
Του έδωσε ένα χαρτονόμισμα, πήρε τα ρέστα και τα έριξε μηχανικά στην τσάντα της.
- Στην αδερφή μου ήρθα, να τους δω!
- Αχ! Η Ηλέκτρα! Τι κάνει;
Ακολούθησε το βλέμμα της Ματίνας. Η Ηλέκτρα με τη Γιούλα έβγαιναν από ένα κατάστημα καλλυντικών. Την ίδια δυσάρεστη έκπληξη ένιωσε και η άλλη αδερφή όταν την είδε. 
- Εσύ Σεμέλη πως  βρέθηκες εδώ και ψώνισες κιόλας; 
- Μα έχω πιάσει σπίτι εδώ, στο Παγκράτι! Εσείς;
Αλληλοκοιτάχτηκαν οι αδερφές μουδιασμένες. Μέσα σε όλα κι η Σεμέλη γειτόνισσα... 
- Ελάτε σπίτι να πιούμε ένα καφέ και να τα πούμε, ταξί περιμένω!
Η Γιούλα που χάρηκε για τη συνάντηση μαμάς και θείας επειδή ήθελε να βγει βόλτα ελεύθερα, επέμεινε και στις δύο να πάνε. Η Ηλέκτρα είχε χάσει το χρώμα της και της έκανε νοήματα, αλλά η επιμονή της κόρης της τις έφερε τελικά σε δύσκολη θέση.
- Γιατί να μιλάτε εδώ μες στο κρύο; Είναι και η κυρία φορτωμένη! Η Τέτα προσέχει το φαγητό στο φούρνο μαμά! Θέλετε να καθίσετε εκεί στην καφετέρια να τα πείτε, να δω κι εγώ για το παντελόνι που ψάχνω κι έρχομαι να σας βρω; Μετά πάμε σπίτι! 
Μη μπορώντας να κάνουν διαφορετικά Ματίνα και Ηλέκτρα, βλέποντας και τη διάθεση της Σεμέλης που ήθελε να μιλήσουν, συμφώνησαν τελικά. 
Το μαγαζί ήταν ζεστό και η απαλή μουσική χαλάρωνε τους πελάτες, εκτός από τις δυο αδερφές.
- Ωραία κοπέλα η κόρη σου Ηλέκτρα μου!
- Έχω κι άλλη μία... 
- Μπράβο, να σου ζήσουν! Εσένα Ματίνα μου η οικογένεια καλά; Ο άντρας σου, το παιδί σου; 
Κυρία η Σεμέλη! Με τον τρόπο της έκανε τις προβληματισμένες από τη συνάντησή τους αδερφές να ηρεμήσουν κάπως.
- Δόξα τω Θεώ, καλά είναι! Ο Φάνης εργάζεται σε μια εταιρεία, υψηλόβαθμο στέλεχος είναι κι ετοιμάζεται να παντρευτεί σε λίγους μήνες. Έχει βρει μια πολύ καλή κοπέλα, συνάδελφοι από χρόνια είναι... 
- Αυτό είναι θαυμάσιο! Την έχει ζήσει στη δουλειά και ξέρει ότι του ταιριάζει! Η ώρα η καλή να είναι! Ηλέκτρα μου, εύχομαι και στις χαρές των κοριτσιών σου! 
Τα καφεδάκια μας θα τα κεράσω εγώ για τη χαρά της συνάντησής μας! Θα πάρουμε κι από ένα γλυκό, όχι μη λέτε! Μετά από τόσα χρόνια, μόνο γλυκιά θα είναι η κουβεντούλα μας! 
Η Γιούλα μπήκε ζητώντας χρήματα από τη μητέρα της για το "τέλειο παντελόνι" που της εφάρμοζε θαυμάσια. Η θεία της προθυμοποιήθηκε να της το δωρίσει. 
- Μαμά, λέω να μην έρθω πάλι εδώ... Εσείς θα λέτε τα δικά σας... 
- Καλά, πήγαινε σπίτι! 
- Μαμά, αν πάω και κόψω τη σαλάτα, να βγω με τα κορίτσια μια βολτούλα;
- Να πας! Και νωρίς στο σπίτι για φαγητό!
- Χάρηκα που σας γνώρισα κυρία Σεμέλη, να έρθετε και στο σπίτι μας! Πού κοντά μένετε εσείς; 
Όταν άκουσαν την οδό, η μάνα ένιωσε να χάνει το κόσμο κι η κόρη πέταξε από χαρά.
- Μαμά, εκεί που μένει η Μυρτώ! Λίγο πιο κάτω είναι το σπίτι της! Στάσα λένε τη μαμά της, τις ξέρετε; 
Η Σεμέλη απάντησε ήρεμα, βλέποντας ωστόσο τις αντιδράσεις της Ηλέκτρας. 
- Ναι, τις ξέρω... Σαν γειτόνισσες, έχουμε μια καλημέρα... 
- Άντε, πήγαινε Γιούλα κι όπως είπαμε, μην αργήσεις! 
Τρεχάτη έφυγε για το περίπτερο. Τηλεφώνησε στον Αλέκο για να βρεθούν, πήρε και τσιγάρα. Το επόμενο τηλεφώνημα ήταν στο σπίτι, για να την καλύψει η Τέτα. 
- Όταν έρθουν η μαμά με τη θεία, να πεις ότι πριν λίγο έφυγα! Έκοψα σαλάτα, τυρί, καθάρισα και την κουζίνα! Θα σε παίρνω κάθε μισή ώρα να μου λες, εντάξει;

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Φόβοι...




Ο Αποστόλης ήταν ο κατάλληλος σύζυγος. Καλόκαρδος με πάντα αγαθές προθέσεις, πίστεψε ότι η κάθετη τομή στην κοιλιά της ήταν από περιτονίτιδα. 
- Παρά λίγο να τη χάσουμε παιδί μου! Της άνοιξαν όλη την κοιλιά, είχε πάθει ειλεό! Ευτυχώς που όλα πήγαν καλά! 
Όταν έμαθαν από τη σπιούνα τους ότι η Ζαμπέτα η μάνα του που δεν την ήθελε έλεγε ξανά και ξανά στο γιο της ότι δεν ξέρει κανείς "από πού κρατάει η σκούφια τους", ένιωσαν το αίμα τους να παγώνει! Αυτός ήταν ο μεγάλος τους φόβος! 
- Λόγο κακό ποτέ δεν είπε για μας κανείς! Από τη μέρα όμως που φύγαμε σαν κυνηγημένες μας σχολιάζουν όλοι! Δε θα ξεχάσω τα συμπεθεριά που με ρωτούσαν συνέχεια γιατί είμαι μακριά από την κόρη και το εγγόνι μου! Συγγενείς, γείτονες, όλοι το ίδιο λένε... Την κατάρα μου να έχει κι αυτός κι όλο του το σόι για όσα πέρασα! Δούλα κατάντησα στους ξένους τόπους κι έφαγα τα χέρια μου στη σκάφη που καθάριζε όλες τις βρομιές εκτός από τη δική μας! Κι όλες αυτές οι αγωνίες και τα χτυποκάρδια μου πού τα βάζουμε; Η μόνη μέρα που αναστέναξα με λίγη ανακούφιση ήταν όταν έφυγαν με το μωρό... Εσύ χωμένη στα βιβλία σου κι εγώ να τραβάω τόσα... Έτρεμα νύχτα μέρα η έρμη... Μια να τα μπαλώσουμε με την κλινική, μια ο γιατρός, μια οι νοσοκόμες μέσα που γινόταν σούσουρο... Τους μπούκωσα μέχρι σκασμού, σπιταρόνα με όλα τα καλά θα είχαμε πάρει με τόσα λεφτά που τους έδωσα! Μα το μεγαλύτερο βάσανο ήταν με το γαμπρό μας... Πού να φανταστεί ότι ο ερχομός του για να παρασταθεί στη γυναίκα του και να πιάσει πρώτος το παιδί τους κόντεψε να με στείλει στον τάφο! Εκεί είπα πάει, τελείωσες Γιούλα, ως εδώ ήταν τα ψωμιά σου! Εσύ να βγεις άρον άρον με τα ράμματα ακόμα φρέσκα και να τρέμω μην ανοίξουν κι η άλλη με το νυχτικό καμώθηκε τη λεχώνα στο κρεβάτι! Έτρεμε το φυλλοκάρδι μου μην ακουστεί κάτι, στη φυλακή θα μπαίνανε όλοι κι εμείς στον τάφο, θα μας σκότωνε ο Θοδωρής! Του κόσμου τα λεφτά και τα πράγματα σκορπούσα στις άλλες απ' έξω, τάχα για τα καλορίζικα του εγγονού μου... Ας είναι καλά η Υπαπαντή, χωρίς αυτήν τίποτα δεν θα κάναμε... Μας λυπήθηκε ο Θεός, μεγάλο τ' όνομά Του... Ας μας συγχωρέσει που βουτηχτήκαμε στην αμαρτία με τόσα ψέματα... Δεν κάναμε το φονικό κι έγινε μάνα η αδερφή σου που θα περνούσε μαύρη ζωή με τα πεθερικά της. Μια χαρά έφευγε ο άντρας της και πήγαινε να τους δει κι όταν γύριζε ήταν όλο νεύρα και μάλωναν. Τα λόγια καλό πράγμα δεν είναι, χωρίζουν το αντρόγυνο... Εξομολογήθηκα σ' ένα παπά με τη μαντίλα να μου σκεπάζει τα μούτρα... Σούρουπο έφτασα στο μοναστήρι, δυο ώρες δρόμο με το λεωφορείο και παρακάλεσα γονατιστή σαν τη ζητιάνα να μ' ανοίξουν την πόρτα... 
Ο ιερέας την άκουσε ήρεμα ως τη στιγμή που του είπε ότι ξεγέλασαν το γαμπρό της. Εκεί ταράχτηκε.
< Μισθό από το Μεγαλοδύναμο έχετε μάνα και κόρη που δεν γίνατε φόνισσες και κάνατε διπλό καλό αλλά ο πατέρας έστω και τώρα θα πρέπει να μάθει την αλήθεια...> 
- Του είπα ότι θα καταστραφούν δυο οικογένειες. Η δική τους κι η δική μας. Κομμάτια θα μας έκανε ο γαμπρός και το σόι του και θα είχαν και δίκιο. Υιοθεσία δεν ήθελε ν' ακούσει όταν τόλμησε η κόρη μου να του το πει... 
<Αν με τα χρόνια δεν καταφέρω να κάνω παιδί, μπορούμε να...>
<Αυτό να το ξεχάσεις! Το παιδί μας θα έχει το αίμα μας!> 
- Γέρασα πριν την ώρα μου... Διπλά και τρίδιπλα πέρασαν τα χρόνια από πάνω μου...
- Αυτά έγιναν και πέρασαν βρε μάνα! Να προσέχεις τον εαυτό σου και να ετοιμάζεσαι για το εγγόνι που θα νταντέψεις

Λίγους μήνες μετά το γάμο της έμεινε έγκυος. Η Σεμέλη δεν ήξερε αν είχε ενημερωθεί ο γιατρός που την ανέλαβε. Το σίγουρο ήταν ότι μεσολάβησε κάποιος σε οφθαλμίατρο που πιστοποίησε ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα στα μάτια. Αν γεννούσε φυσιολογικά θα έσπαζαν τα αγγεία και θα κινδύνευε η όρασή της. 
- Δουλειά της Υπαπαντής ήταν σίγουρα! Όταν έμεινε ξανά έγκυος σε δυο χρόνια κι αποφάσισε να το κρατήσει, μόνο στα μαύρα που δε ντύθηκε η μάνα... Τρίτη καισαρική;
 Πέντε μέρες σε κώμα ήταν η Ηλέκτρα! Κινδύνευσε η ζωή της κι όσο την έβλεπε διασωληνωμένη μετάνιωσε που δεν έκανε κάτι για να της προκαλέσει αποβολή... Τελικά επέστρεψαν στο σπίτι με τη δεύτερη κόρη που πήρε κι αυτή το όνομα της άλλης γιαγιάς. Η τόσο βασανισμένη Γιούλα έμεινε κοντά τους και τα ανάστησε. Με τα χρόνια χαθήκαμε και κοίτα πως τα φέρνει η ζωή, να είσαστε γνωστές... 
Η Στάσα έφυγε σχεδόν σαν χαμένη και μάταια προσπαθούσε να συνέλθει από την έκπληξη. Στο μυαλό της είχε καρφωθεί η ιδέα ότι ίσως ήταν καλύτερα να μην πει στην Ηλέκτρα για τη γνωριμία της με τη Σεμέλη. Σ' αυτές τις περιπτώσεις κάθε γυναίκα δε θέλει να έχει καμία επαφή με το παρελθόν. 
<Μπράβο τους όμως κουράγιο μάνα και κόρη! Θεός συχωρέστην τη Γιούλα, πόσα πέρασε, αγωνίες και φόβους! Τέτοιο πράγμα να μην αξιώνεται καμία μάνα... Καλά έκαναν κι έδωσαν το παιδί στη Ματίνα! Δεν έκαναν την αμαρτία που μεγαλύτερη δεν υπάρχει από την έκτρωση γιατί είναι φόνος, βοήθησαν και την άλλη την ταλαίπωρη κοπέλα κι όλα μια χαρά...> 
Δεν είπε τίποτα στην κόρη της. Όχι γιατί δεν την εμπιστευόταν, αλλά επειδή η ίδια δε μπορούσε ακόμα να πιστέψει ότι η λαλίστατη και τόσο άνετη Ηλέκτρα  έκρυβε τέτοιο μυστικό. Η Μυρτώ το έμαθε μετά από μια εβδομάδα, όταν η Ματίνα είχε ήδη έρθει στην Αθήνα. 
- Μαμά δε μπορώ να το πιστέψω! Σαν ψέμα ακούγεται!
- Πρόσεχε παιδάκι μου μη σου ξεφύγει τίποτα...
- Πλάκα κάνεις; Λες και δε με ξέρεις! Και πολύ καλά σκέφτηκες να μην πεις για τη Σεμέλη, ταμπλάς θα της έρθει! Τώρα εξηγούνται όλα! Θέλει να παντρέψει γρήγορα τις κόρες της φοβούμενη μην πάθουν τα δικά της... 
- Την καταλαβαίνω... Με τη μεγάλη της τελικά τι γίνεται, προχωράει το προξενιό; 
Πάνω από πέντε κιλά είχε χάσει η Τέτα που εξακολουθούσε να μαλώνει με τη μητέρα της και να μαραζώνει για το Μάκη. 
Η θεία δεν έλεγε τίποτα, μόνο έριχνε κλεφτές ματιές στο χλωμό προσωπάκι και τα πρησμένα από το κλάμα μάτια της. Μουτρωμένη απαντούσε εκνευρισμένα και κλεινόταν στο δωμάτιό της. Η Γιούλα πηγαινοερχόταν στη Σίσυ κι όσο πιο προκλητική γινόταν τόσο φούντωνε η Αργυρώ. Ο Στράτος γελούσε με τα καμώματά της κι όταν εκείνη έφευγε τηλεφωνούσε στο Μάκη και τον καλούσε στο σπίτι. 
Όταν συνάντησε τον Αλέκο που έπινε καφέ με τη Μυρτώ στο σπίτι της, αποφάσισε να τον εκδικηθεί για την αδιαφορία του. 
Γυναικάς από τα γεννοφάσκια του δεν έμεινε ασυγκίνητος από τα τσαλίμια της ο χαϊδεμένος της Ανθούλας...  



- Πρώτη φορά φοβήθηκα τόσο πολύ Ματίνα... Όταν την είδα να μας πλησιάζει είπα πάει, τέσσερις θα με βγάλουν από δω... Πού να φανταστώ ότι μετά από τόσα χρόνια θα την έβλεπα μπροστά μου πάλι και να μην είμαι και μόνη μου; 
- Λες να μας κάνει καμιά ιστορία; Τη γλώσσα της φοβάμαι που μέσα δεν τη βάζει... 
- Δεν ξέρω... Έχω χάσει την ησυχία μου, τον ύπνο μου... Πού στην οργή να μένει άραγε;
- Η Αθήνα είναι μεγάλη, μπορεί το σπίτι της να είναι στην άλλη άκρη... Είναι όμως και μικρή όσον αφορά τις συμπτώσεις! Όπως την είδες στην καφετέρια, έτσι μπορεί να τη δεις και κάπου αλλού κι αν είσαι με τα κορίτσια... 
- Αυτό φοβάμαι... Ήθελε και να πιάσουμε τα πήγαινε έλα, κατάλαβες; Πρώτη φορά παρακαλούσα να φύγει ο άντρας μου πριν την ώρα του... 
- Ευτυχώς που έφυγε και... 
Οι λέξεις πνίγηκαν στο στόμα της Ματίνας όταν είδε την Τέτα να τις κοιτάζει με τα χέρια σταυρωμένα! Η Ηλέκτρα αγρίεψε αλλά το βλέμμα της για πρώτη φορά δεν τη φόβισε. 
- Καφέ θέλετε; 
Οι αδερφές κοιτάχτηκαν έντρομες όσο κράτησε μια στιγμή απίστευτου πανικού... 
- Ορίστε οι καφέδες σας! Θεία, φάε και μπισκότα! 
Η Ματίνα χαμογέλασε δειλά και σηκώνοντας με τρεμάμενο χέρι το φλιτζανάκι ευχήθηκε στην ανιψιά της.
- Του χρόνου να μας τον ψήσεις στο δικό σου σπίτι! 
- Μπα... Νωρίς είναι ακόμα θεία, θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να βρω αυτόν που θα μ' αρέσει και θα παντρευτώ... 
- Ο πατέρας σου έδωσε το λόγο του, το πολύ σε δυο χρόνια θα έχεις τη δική σου οικογένεια! 
- Να τον πάρει πίσω μαμά! 
Η Ηλέκτρα την ακολούθησε στην κουζίνα έξαλλη. 
- Πάλι τα ίδια κάνεις; 
- Εσύ κάνεις χειρότερα! Αν δε σταματήσεις να μου λες για το γαμπρό, θα πω κι εγώ στο μπαμπά ότι έχεις μυστικά κι ήθελες να τον διώξεις για να μη τα μάθει!
- Το χαστούκι που έπεσε δυνατά στο μάγουλό της έκανε τη Ματίνα να τιναχτεί τρομαγμένη... 
Τα χάπια που έπαιρνε η Ηλέκτρα για να κοιμάται μαζί με τα ουισκάκια που έπινε τα βράδια, βόλεψαν μια χαρά τη Γιούλα. Από το παράθυρο έβγαινε μια φορά την εβδομάδα κι έτρεχε να συναντήσει τον Αλέκο στις ντίσκο για χορό. Γύριζε σε δυο ώρες σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Η Τέτα παραμόνευε και μιλούσε μόνη της κάποιες φορές για να ρίξει στάχτη στα μάτια της θείας όταν σηκωνόταν για τουαλέτα. 

- Δεν ξεύρω Μυρτούλα μου τι να σε πω, πού θα πάει αυτό...  Η ώρα τέσσερις μαζώχτηκε προχτές ο Αλέκος, ακούς; Να βρει μια κοπέλα καλή, νοικοκυρεμένη, δε λέω... Έτσι, να μπει κι αυτός σε μια σειρά που γυρίζει με τη μια και με την άλλη... Φοβούμαι μη και μας βρει κάνα κακό, πού παγαίνουνε μέσα στις νύχτες για;
- Ε... Για χορό πάνε κυρία Ανθούλα μου! Μη στεναχωριέσαι, δεν έχει γίνει αυτό που φαντάζεσαι... 
- Άμα όμως αυτή συμμαζωμό δεν έχει, άντρας κι αυτός, θα γένει και το άλλο!  Με την έφερε που λες πάλι εδώ... Και γεια σας και πως είσαστε, ούλο ευγένειες η αλήθεια... Μεσημέρι ητανάνε, είχαμε φάει με το Γιάννη κι έπλενα τα πιάτα. Κριθαράκι απέ το χοντρό με τα κρομμυδάκια είχα, πολύ ωραίο γίνηκε! Τα καβούρντισα καλά με το βουτυράκι, έριξα και τη ντοματούλα και νεράκι ζεστό, έβαλα κι ένα κύβο, δεν το χορταίναμε! Τον Αλέκο που στον στόμα του δεν το βάζει, τον είχαμε ψήσει σουγλάκια στη σκάρα. Την έβγαλε ένα απέ το καλαμάκι, το έκοψε, σαλατούλα την έβαλε, τυρί, στον στόμα βούκα βούκα την ετάϊζε... Απέ την κουζίνα τοις έβλεπα για! Κι εκείνη ούλο νάζια και πράματα τον έκαμνε... Με τα πιρούνια παίζανε, απέ το ποτήρι της έπινε κρασί αφού πρώτα την έδινε να πιει και την έλεγε που θα μάθει τα μυστικά της... 
- Χα χα χα χα! Αυτά της κάνει ο γιόκας σου και πού να ξεκολλήσει η Γιούλα! Τζέντλεμαν ο κανακάρης σου σε όλα του!
- Γελάς, ε; Τον μπαμπά του που μίλησα, έτσι κι αυτός γελούσε! 
- Ε! Βρήκε να μοιάσει ο γιος του και καμαρώνει!
- Ναι για! Δε με λες, η αδερφή της μαμάς της έχει έρθει απέ το Μισίρι με είπε ο γιος μου. Την έχεις διει εσύ;
- Βέβαια! Πολύ ωραία κυρία, με καλούς τρόπους... 
- Άντρα, παιδιά, δεν έχει; Πως και ήρτε μοναχιά της;
- Και άντρα και παιδί έχει! Ο γιος της είναι μεγάλος, ετοιμάζεται νομίζω να παντρευτεί, έτσι μου είπαν τα κορίτσια. Πολύ μορφωμένος, με δουλειά καλή, προαγωγή πήρε... Ο άντρας της είναι μέτοχος σε κάποια εταιρεία, ταξιδεύει συχνά... Πού και πού παίρνει την απόφαση κι έρχεται να δει την αδερφή και τις ανιψιές της. Στέκεται πιο καλά οικονομικά κι είναι πιο εύκολο... 
- Ε ναι... Πολλοί παράδες θέλεις για να κάμεις ταξίδια στο εξωτερικό... Στην Πόλη επήε η φιληνάδα μου η Γεσθημανή και τοις μάζωχνε δυο χρόνια για! Η αλήθεια ψούνισε πολλά πράματα! Πετσέτες χοντρές ωραίες, μακάτια βελούδινα, υφάσματα καλά μεταξωτά, σερβίτσια με χρυσούλι γύρω γύρω... Να σε δείξω και κάτι ωραία πασούμια που μ' έφερε! 
Όση ώρα χάζευε η Μυρτώ τα σχέδια με τις χάντρες, ο Αλέκος μπήκε σαν το σίφουνα στο σπίτι. Τη σήκωσε από τον καναπέ και την τράβηξε στο δωμάτιό του.
- Τι έπαθες βρε παλαβέ; 
- Η Γιούλα μου είπε ότι υπάρχει κάποιος άλλος στη μέση που τη θέλει κι επιμένει! Ξέρεις κάνα Στράτο εσύ;