.

.
.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Το ξέρω που μετράτε τη βούκα μου!




- Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω! 
- Κι εγώ κοπέλα μου, μεγάλη χαρά μ' έδωκε η γνωριμία μας! Η Σουλτάνα μας έχει πει τα καλύτερα λόγια για σένα και πολύ ήθελε να σε διει ξανά. Ήταν ευκαιρία να σε γνωρίσουμε κι εμείς για! Καλά έκανε που είπε την Άνθω να σε τελεφωνήσει για να 'ρτεις να σε διούμε!

Η Σουλτάνα έσκυψε στο αυτί της Μυρτώς, τάχα να της φτιάξει μια μπούκλα. 
- Σιγά που θα 'χανες το νούμερο τη Λαμπρινή! Είδες διαφορά με τη Ζωίτσα; Μια ξερή καλησπέρα σε είπε και σε τρώει με τα μάτια της, διε πως σε κοιτάει! Φτου, φτου, σκόρδα!
Περιεργαζόταν χωρίς ίχνος διακριτικότητας. Ήταν ακριβώς όπως την είχαν περιγράψει, με τα μαλλιά τραβηγμένα σε αυστηρό κότσο, τα χείλη σφιγμένα και τα μάτια μοχθηρά. 
Η Μυρτώ, προσπάθησε να την πλησιάσει ευγενικά, κάνοντας ότι δεν καταλαβαίνει.
- Κυρία Λαμπρινή, τι ωραίο σώμα που έχετε, όπως μου τα είχαν πει, είστε πολύ κομψή! Κάνετε δίαιτα ή είστε έτσι εκ φύσεως; 
- Λεπτή πάντοτε ήμουνα, είναι το σκαρί μου έτσι. Αμά, προσέχω κιόλας από παιδάκι τι τρώω, δεν είμαι φαγάνα όπως άλλες που όλη μέρα δε σταματάει να μασουλάει ο στόμας τους! Φρούτα πολλά τρώγω και όσπρια που με αρέσουνε. Τα πολλά φαγιά, φέρνουνε και τα πάχυτα και τις αρρώστιες. Λες και μόνο τα κρέατα είναι, δεν υπάρχουνε άλλα πράματα να ψήσεις. Και την αδερφή μου τα λέω και τη νύφη μου τα λέω, που όλο βλαβερά τρώνε, να που δε μπορούνε τώρα! Εξετάσες πάνε και κάμνουνε κι όλο χοληστερίνες και τέτοια είναι. Αμά, όταν μιλώ, κακιά γίνουμαι, ας πίνουνε χάπια τώρα και να τρέχουνε συνέχεια στις γιατροί!
Ζωίτσα και Σουλτάνα, κοιτάχτηκαν γελώντας. 
- Λαμπρινή, τότε γιατί τα τρως όποτε έρχεσαι στα σπίτια μας, ε; Για ν' αρρωστήσεις κι εσύ; Ό,τι και να σε βγάλουμε, κάμεις στην αρχή τη δύσκολη και στο τέλος τα κάνεις να!
- Το ξέρω που μετράτε τη βούκα μου! Αμά, άλλη φορά δεν ξανατρώγω τίποτες στα σπίτια σας! Ακούς εκεί πράματα! Να μην έρχουμαι καλύτερα, αυτή είναι η ουσία!
- Ποιος μετρά τη βούκα σου και ποιος σε διώχνει μπρε συ; Με τα μπουρίνια σου είσαι πάλι, που είπαμε να 'ρτουμε μια, να διούμε την Άνθω; Αμάν πια! Τα τζιέρια μας έπρηξες, όλο παραξήγηση είσαι μπρε χριστιανή μου!

Σουλτάνα, Ανθούλα και Μυρτώ, χαχάνιζαν στην κουζίνα με τα καμώματα της τζαναμπέτας. 
- Έτσι τα κάνει η τρελή, μια ζωή. Παραξηγιέται, κρατεί μούτρα και δεν έρχεται, μετά την περνάει και χτυπά την πόρτα. Αυτό το ζούμε όλοι με δαύτηνα!
- Κυρία Σουλτάνα, δεν παρακαλάς να κρατήσει η τσατίλα της κάμποσες μέρες; Ας έρθει να σου χτυπήσει όταν θα είσαι στην εκδρομή. Όταν με το καλό γυρίσεις, θα έχεις τη δικαιολογία, ότι είχε θυμώσει και δεν ερχόταν, αλλιώς θα της το έλεγες! Δεν είναι καλή ιδέα;
- Μπρε τζιέρι μου, χίλια χρόνια να ζήσεις, δίκιο έχεις για! Απέ το μυαλό μου δεν επέρασε αυτό το πράμα! Έτσι θα γένει, σε μένα και την αδερφή της δε θα πατήσει, άλλοι θα την λουστούνε! Χα χα χα χα! Τι καλά που θύμωσε! Πρώτη φορά χαίρουμαι τόσο πολύ που την έπιασε η αναποδιά της! Άνθω, καλά που ήρτε το κορίτσι, γούρι μ' έφερε!

Έλαμψε το πρόσωπό της από χαρά και η Λαμπρινή όσο την έβλεπε φούντωνε. Οι πιατέλες ζεστές, στρώθηκαν στο τραπέζι κι εκείνη κοιτούσε τους μεζέδες περιφρονητικά. 
Η Ανθούλα, της γέμισε το ποτήρι με κρύα μπύρα, αφού εκείνη χέρι δεν άπλωνε. Κάρφωσε ένα μπουρεκάκι με το πιρούνι και της το πρόσφερε. 
- Πάρε, Λαμπρινίτσα, τώρα που είναι ζεστά. Έλα μπρε, μη ντρέπεσαι, ξένη είμαι εγώ για;
- Δε θέλω σε είπα! 
- Πάρε κάτι μπρε, πες με τι σε αρέσει; Να σε δώκω λουκάνικο ή μπα και θες συκωτάκι; Τσίμπα το με δυο πατατούλες, έλα! 
Πείσμα η Λαμπρινή! Έπινε με μικρές γουλιές τη μπύρα και παρακολουθούσε τις άλλες τέσσερις που είχαν πάρει τα πιρούνια τους φωτιά. Η Σουλτάνα, μπουκωμένη ταυτόχρονα με συκώτι, τυρί και πατάτες, σχολίαζε μέσα απ' τα δόντια της.
- Μετά λέει που εμείς μετρούμε τη βούκα της. Στο λαιμό θα μας κάτσουνε, διε πως μας κοιτάει! 
- Πάρε κομματάκι τυράκι τουλάχιστον μπρε Λαμπρινή, με ντομάτα κι αγγούρι θα πίνεις τη μπύρα για; Μη με στεναχωράς, έλα και κομμάτι συκωτάκι, τώρα το τηγάνισα, ζεστούτσικο είναι! Δε σε αρέσουνε τα τζιέρια;

Έλιωνε στο στόμα το λεπτοκομμένο συκωτάκι. Από το προηγούμενο βράδυ, αφού το είχε πλύνει κι είχε βγάλει τη μεμβράνη του, το στέγνωσε και το έβαλε σε μπολ με ξίδι στο ψυγείο.
Μια ώρα πριν το τηγανίσει, το ξέπλενε καλά και το έβαζε στο τρυπητό να στραγγίξουν τα υγρά του. Μετά το σκούπιζε, το αλεύρωνε ελαφρά και το τηγάνιζε στο καυτό βούτυρο. Το πασπάλιζε με αλατοπίπερο, ρίγανη, λεμόνι. Το έκοβες και ήταν καλοψημένο, νόστιμο, χωρίς τη χαρακτηριστική μυρωδιά. Για την περίσταση, η Ανθούλα το σέρβιρε σε μέγεθος μπουκιάς.
Η Ζωίτσα, έτρωγε το τρίτο κομμάτι. 
- Άνθω, θα σε πω πως το έφτιαχνε πολλές φορές η σχωρεμένη η πεθερά μου, για μεζέ! Μέσα στους κιοφτέδες το έκλεινε, με κομματάκι κεφαλοτύρι και τις τηγάνιζε. Άμα το δοκιμάσεις, θα με πεις!
Η κουβέντα συνεχίστηκε γύρω από τα φαγητά. Αρνάκι με πατάτες έψησε η Ζωίτσα, γιουβέτσι η Σουλτάνα, τα Κυριακάτικα φαγάκια ήταν πάντα με κρέας. Η Λαμπρινή δε μίλησε. 
- Εσύ, τι καλό έψησες σήμερα Λαμπρινή;
- Φασολάκια, που βρήκα φρέσκα και ωραία στη λαϊκή! Όλο κρέατα, τα βαρέθηκα πια, τα λαδερά πιο πολύ τα νοστιμεύομαι!
Η Σουλτάνα κρατούσε τα γέλια της. Και πότε έψησε κρέας στο σπίτι της, για να ψήσει και σήμερα; Πήγαινε στη λαϊκή αργά, την ώρα που οι αγρότες τα μάζευαν, για να τα πάρει πιο φτηνά. Την έλιωνε η ζέστη κατακαλόκαιρο, αλλά αν δεν απογευμάτιαζε σχεδόν, το σπίτι δεν την έβλεπε. Η κουβέντα έφτασε στη Ζαφείρα.
- Τους έλεγα για τη σχωρεμένη, τι καλή γυναίκα που ήτουνε. Η Χαρίκλεια πάλι, πολύ τυραγνίστηκε η καημένη... Μπρε Λαμπρινή, πε για τα ενθύμια που σε άφηκε! 
- Καλές ήτουνε... Αμά, όλοι οι καλοί φεύγουνε, τι να πεις; Μείσκουνε οι παλιαθρώποι να βασανίζουνε τον κόσμο, έτσι είναι η ζωή... Ρουχισμό και μπακίρια, της αξίας πράματα με δώκανε για να τις θυμούμαι.
Η Ζαφείρα, ιδιότροπη και κουραστική ώρες ώρες, μ' έσκαζε, ήτουνε πολύ παράξενη με τα φαγιά. Απέ το μανάβη πρωί πρωί ήπρεπε να αγοραστούνε τα ζαρζαβάτια και τα φρούτα, πριν βγάλει όξω τα καφάσια, μη και τα εύρη ο ήλιος και τα μαραζώσει. Μη κι έβλεπε τίποτις κιτρινισμένο σε χόρτο ή μαρούλι, πα πα πα! Αμά, την φταίγανε κι οι χασάπηδοι άμα δεν την άρεζε το κρέας ή ο κιμάς. Να τα βάλει στον στόμα της αδύνατον! Και μ' έλεγε που με δώκανε τις κατιμάδες και να τα δώκω στις σκύλοι και τις γάτες, διέτε πράματα! Την έλεγα τρελάθηκες μπρε, τι έχει το κρέας και θα το ρίξω στα χαϊβάνια; Φάτο εσύ τότες, η απάντηση... Γιόμιζε η κατάψυξή μου με του κόσμου τα κρέατα, παγάκια δεν  ηχωρούσανε μέσα! Όλα τα χασαπιά είχα γυρίσει, αμά πουθενά δεν την άρεζε!
Σαν τις Πολίτες τις χασάπηδοι, δεν έχει εδώ, φώναζε. Ο κιμάς ψιλά κομμένος πρέπει να είναι, η όρνιθα με τα τζιέρια της μέσα, όχι αδειανή κοιλιά! Το αρνί με τη μπόλια του, όχι έτσι ξεπετσωμένο που το δίνουνε!

Μαλλιά κουβάρια είχε γίνει με το γειτονικό κρεοπώλη η Ζαφείρα. Αποφάσισε μια μέρα να του τα σούρει η ίδια και πήγε σιγά σιγά με τη Λαμπρινή αγκαζέ.
- Άκου, εμείς είμαστε απέ την Κωνσταντινόπολη και μαθημένοι στα κρέατα απέ τα γεννοφάσκια μας, όταν στην Ελλάδα τρώγατε τραχανά! Σε πλερώνω του κόσμου τις παράδες, για να με δίνεις τα καλύτερα, αμά εσύ εντάξει δεν είσαι! Που είναι τα τζιέρια και η μπόλια του αρνιού, για πες με; Την κρατάς για να την πουλήσεις στις Κύπριοι να τυλίζουνε τις σεφταλιές και μη με πεις όχι! Αρνί πλερωμένο χωρίς την μπόλια του, που το 'δες γραμμένο, ε; Εμείς τήνε βάνουμε στις κρεατόπιτες και στις γιομίσεις με τον κιμά που κάμνουμε και άμα ψήσουμε τζιγεροσαρμάδες*, την κρατούμε επίτηδες άμα είναι παχύ το αρνί και δεν τήνε χρειάζεται! Άμα είναι μωρό, χρονιάρικο, πάχυτα πολλά δεν έχει και το σκεπάζει να το τρυφερέψει για!
- Μα, κυρία Ζαφείρα, εδώ ξέρετε... 
- Τι εδώ με λες μπρε άθρωπε; Σάματις η όρνιθα έχει τα δικά της τα τζιέρια, ε; Αδειανή είναι για! Τα βαστάς για να τα πουλήσεις χώρια, μη με λες ξέρετε κι εδώ κι εκεί! Και τον κιμά, σε λένε δυο φορές απέ τη μηχανή να τον περνάς, όχι όμως να τήνε έχεις στουμπώσει στα λίπη και να βγαίνει άσπρος! Άμα ήτουνε έτσι, θα παίρναμε λάπα που είναι όλες οι πατσές του κει στην κοιλιά! Κι άμα σε λέμε να κόψεις και αρνίσιο, απέ τα ψαχνά του πρέπει, όχι απέ τις πέτσες του! Ποια άλλη πες με σε αφήνει τόσοι παράδες, να μας προσέξεις εσύ δεν πρέπει;



Που να τολμήσει να της φέρει αντίρρηση! Είχε μείνει με το μπαλτά στο χέρι κι απορούσε πως η αρχοντοκυρά με το γούνινο παλτό και τα χρυσαφικά τον κόλλησε στον τοίχο! Δεν τον συνέφερε φυσικά να χάσει μια από τις καλύτερες πελάτισσές του, που άφηνε γερό λογαριασμό στο μαγαζί. Σπάνια οικογένειες έτρωγαν κρέας σχεδόν καθημερινά. Η ποικιλία του κιμά από μοσχάρι, χοιρινό και αρνί, όλα από ένα κιλό πάντα, τα συγκεκριμένα κομμάτια κρέατος, τα φιλέτα, τα κοτόπουλα, του έκαναν μεγάλη εντύπωση από την πρώτη φορά. Η Λαμπρινή, δεν του γέμιζε και τόσο το μάτι λόγω της εμφάνισής της, έτσι που ήταν σαν κακομοίρα κι είχε μεγάλη περιέργεια να μάθει που πήγαιναν τόσες ποσότητες. Με τον καιρό, έμαθε ότι εργαζόταν στης κυρίας Ζαφείρας, που όμως δεν την είχε δει ποτέ. Ήξερε βέβαια, όπως όλοι στη γειτονιά, ότι είχαν έρθει από την Πόλη.
- Καλά μπρε συ, δυο ψυχές μείσκατε στο σπίτι, τόσο κρέας πότε το τρώγατε για; 
- Μα όταν μαγειρεύαμε, βάναμε τα μεγάλα τεντζερέδια και τα ταψά, τελεφωνούσε στις νυφάδες της να έρτουνε να πάρουνε φαγιά, για να τις φχαριστήσει κι αυτές και τις γιοί της. Να, οι σαρμάδες, να, οι μουσακάδες, τα μπουρέκια, τα τζιέρια σαβόρι με το δεντρολίβανο και το ξίδι, να, τα ατζέμ...
Την έλεγα, τι τα θες μπρε χριστιανή μου όλη την ώρα τόσα ψησίματα, σάματις οι νυφάδες σου νηστικοί τις αφήνουνε τις αντράδες τως;
Σώπα μ' έλεγε, δεν πειράζει, ξέρω που αγαπούνε κάποια φαγιά και θέλω να τις ευχαριστήσω όλοι. Και γλυκά πολλά εψήναμε κι ένα σωρό, κουραζούμουνα στα ανακατέματα, κείνη δεν έβλεπε καλά και με έλεγε τις δόσεις τι να βάνω στο καθετίς. Την εβδομάδα δυο φορές, ειδοποιούσε και την εκκλησία, κει που τάιζανε τις πτωχοί και φεύγανε απέ το σπίτι φορτωμένοι. Κι άμα μάθαινε για καμιά οικογένεια άπορη, δως του ρούχα και παιχνίδια στα παιδιά, χώρια το συσσίτιο κι εκεί! Η γυναίκα που ερχούτανε για τη λάτρα, μισή μέρα στο νεροχύτη ήτουνε για! Χώρια που τήνε φόρτωνε κι αυτήνανε με του κόσμου τα φαγώσιμα, τα ίδια έκαμνε και στην Πόλη για! Ήτουνε η αλήθεια πάρα πολύ της ελεημοσύνης και πάντα κρυφά, στην ψυχή της θα τα βρει...
Ενηστεύανε και τις Σαρακοστές όλες και οι δυο αδερφάδες. Χριστούγεννα, Πάσχα, Αγίων Αποστόλων, Δεκαπενταύγουστο. Και τις Τετάρτες και τις Παρασκευές ήτουνε τα όσπρια, όλο το χρόνο. Για να μεταλάβουνε, τρεις μέρες λάδι δεν έτρωγαν, αμά και διαβάζανε ένα βιβλίο που το λένε "Η Θεία Μετάληψη". Η Ζαφείρα που δεν έβλεπε, με έβανε να το διαβάζω εγώ βέβαια, θυμιάτιζα πριν κι άναβα κεριά. Ήτουνε πολύ της εκκλησίας, δεν έχανε λειτουργίες, τίποτις δεν την ξέφευγε. Τήνε πήγαινα και μια φορά εμαλώσαμε στις Χαιρετισμοί. Έπινε φάρμακα και λάδι δεν έτρωε και την ήρτε κομμάτι σαν ζάλη, άμα έπεφτε κι έσπαγε τίποτις, τι θα γινούτανε;
- Την κόρη της δεν τήνε μελέταγε καθόλου; 
- Τον πρώτο καιρό που μείσκαμε στην Πόλη, ούτε που ήξευρα για κόρη, κιχ ποτές δεν είπε. Και οι γιοί της που ερχούντουσανε, δεν την λέγανε τίποτις, μετά έμαθα που τους είχε απαγορέψει να μιλούνε για κείνηνα. Αμά, είχε ωραίο καλό πιάνο με ουρά και την λέω μια μέρα παίξε με κάτι να σε ακούσω. Με λέει κομμάτι απότομα, πιάνο εγώ δεν παίζω και πήε να ξαπλώσει. Τήνε άκουγα που στέναζε κι έκλαιγε, μιλιά όμως εγώ, τι να την έλεγα για; Δεν έβαλε ο μυαλός μου τέτοιο πράμα, λέω θα είναι που δεν καλοβλέπει και τυραγνίζεται. Μια μέρα που την διάβαζα ένα βιβλίο αισθηματικό, με είπε που άμα το κορίτσι δεν έχει τα μυαλά του, δυστυχάει στη ζωή του. Λόγο το λόγο, με είπε για τη Χαρίκλεια πρώτα και μετά με το ξεφούρνισε για τη Βούλα. Τα έχασα εγώ, δεν περίμενα τέτοιο πράμα να συμβαίνει και να έχει αδερφή και κόρη ξεγραμμένες! Βλαστήμαγε πολύ το γαμπρό και δεν ήθελε μήτε να σκέφτεται που είχε πάρει τη Βούλα. Αυτό το πράμα τήνε αρρώστησε και δεν γελάσανε τα χείλια της αμά και τα βράδια δεν ησύχαζε ποτές... Μέγας παλιάθρωπος, με τα είπε όλα που γένηκαν, με μίλησε και η Χαρίκλεια στα κρυφά βέβαια. Το τι τράβηξε, μια να τρέχει στη Θεσσαλονίκη, μια στην Αθήνα για να μάθει, μια να τόνε κυνηγάει απέ δω κι απέ κει... Κλάμα και στεναχώρια, έτσι πήε η ζωή της κι αυτηνής με τη σερσέμα την ανιψιά της!

Μιλούσε με πρόσωπο ανέκφραστο και δεν κουνούσε καθόλου τα χέρια της, τα είχε σταυρωμένα εκτός από τα μικρά διαλείμματα που έπιανε το ποτήρι με τη μπύρα. Όπως λύθηκε η γλώσσα της για τα οικογενειακά της Ζαφείρας, λύθηκε αργότερα και για τον τέως σύζυγό της στη Μυρτώ. Ότι τα έλεγε όπως ήθελε εκείνη, ήταν άλλο θέμα βέβαια!
- Ο άντρας μου, με έκανε πολλά πράματα! Όλο δώρα ητανάναι, αμά πολλά μείκανε στην Πόλη. Τα βάστηξε η πεθερά μου, η ζουλιάρα. Είχα πολύ καλό άντρα και πολύ τον στεναχώρεσε που ακολούθησα την αδερφή μου και τη νύφη μου και ήρταμε στην Ελλάδα. Τι να τον κάνω, ας ερχούτανε κι εκείνος εδώ, που όλο τη μάνα του άκουγε! Φοβούτανε πάντα μη και τον χάσει, μόλις εφύγαμε κοίταξε να μας χωρίσει η κακιά γυναίκα... Βασανίστηκε μέχρι να βγει η ψυχή της, σίγουρα.
Η Σουλτάνα μούγκρισε, η Ζωίτσα αναστέναξε και η Ανθούλα γελούσε σα χαζή. 
- Μα, παντρεύτηκε ξανά μπρε συ, έκανε κι ένα παιδάκι... 
- Άνθω, ποιος τα λέει αυτά τα πράματα, δεν ξεύρω εγώ που είμαι γυναίκα του, ε; Τόνε έριξε η μάνα του μια χήρα απέ δίπλα, που θα έσουρνε και το νόθο της, για να ξεχάσει εμένα, τη γυναίκα του! Τέτοια παλιογυναίκα ητανάνε πάντα της! Αμά, έμεικε κομμάτι μαζί της, έτσι, σαν φίλοι, για να μη τόνε γρινιάζει η μάνα του, δεν έμεισκαν μαζί, λόγια είναι αυτά του κόσμου...
- Καλέ τι λόγια με λες; Η Ειρήνη έμεικε μαζί του ίσια με τα τώρα, στο γάμο τους τρεις μέρες το γλεντούσανε! Τις προάλλες, είχε έρτει η Γιωργίτσα να με διει και πίναμε καφέ και μ' έλεγε διάφορα απέ την Πόλη. Κει απάνου στην κουβέντα με είπε και για το Θανάση που...
- Αυτά κάνεις Άνθω, ε; Μαζεύεις εδώ τη μια και την άλληνα και κουσελεύετε εμένανε και τον άντρα μου; Να χαθεί η αδικιωρισμένη, καλά τήνε είχα καταλάβει τι κακός άθρωπος είναι! Να τήνε χαίρεσαι τέτοια φιληνάδα!
- Τι λες μπρε Λαμπρινή; Έτυχε σε λέω και το έφερε η κουβέντα, τι σε φταίει η Γιωργίτσα και τήνε βρίζεις; Σαράντα χρόνια τήνε ξέρουμε, πολύ καλή γυναίκα είναι για! Στην Πόλη που μείσκαμε κοντά, πολύ μας στεκούτανε σε ό,τι πρόβλημα και να 'χαμε. Ο άντρας της ένας χρυσός άθρωπος, πες και γέλα, με το λόγο τον καλό πάντα ήτουνε. Και μεροκάματα έδινε το Γιάννη, ψωμάκι εφάγαμε απέ το χριστιανό, ρουχισμό και παιχνιδάκια στα παιδιά έπαιρνε τις μέρες τις καλές, αρνί το Πάσχα δώρο, καλής καρδιάς αθρώποι για! Όταν τόνε πήρε ο Θεός, πολύ τόνε κλάψαμε, καλύτερος κι απέ συγγενής μας στάθηκε κι η Γιωργίτσα πάντα απέ δίπλα. Επήε μετά τόσα χρόνια στην Πόλη και μ' έλεγε τα νέα απέ τότες. Κάτι θυμάται, κάτι ξεχνάει, τα λέμε και θυμούμαστε τα παλιά, να περνά η ώρα μας. Κουσέλι είναι για;

'Αφριζε η Λαμπρινή που επέμενε και δεν παραδεχόταν τίποτα. Η Μυρτώ αμήχανη, κάρφωσε τα μάτια στο φωτιστικό. Η Ανθούλα συγχύστηκε και πήγε μουρμουρίζοντας δυο πιάτα στην κουζίνα, περισσότερο για να ηρεμήσει τα τεντωμένα νεύρα της. Η καημένη η Ζωίτσα ντράπηκε πολύ, απελπισμένη έπιασε το κεφάλι της κι αναψοκοκκίνισε. Η Σουλτάνα την αγριοκοίταξε και κάτι της έσουρε στα τούρκικα μέσα απ' τα δόντια της.
Όποιος είναι υποτασικός, λίγο να καθίσει κοντά της και του ανεβάζει την πίεση στο λεπτό η  ανάποδη!





Τζιγεροσαρμάδες - Μεζές με βρασμένη συκωταριά, κομμένη σε μικρά κομμάτια, που ψήνεται με άνιθο, δυόσμο, κρεμμυδάκια και ρύζι, τυλιγμένη σε μπόλια.

Ένα παιχνιδιάρικο πιγκουινάκι!

Το αγαπημένο μας Μαράκι, η Σοκακτσού, έχει ένα πολύ καλό, πανέξυπνο και παιχνιδιάρικο φιλαράκι, που είναι πιγκουίνος! 
Της έστειλε λοιπόν τη φωτογραφία του, ζητώντας να δηλώσει 4  πράγματα από το παρελθόν που θα άλλαζε και 4 από το μέλλον, που θα ήθελε να της συμβούν. 
 

Δεν υπήρχε περίπτωση να του χαλάσει το χατήρι, έτσι αφού ικανοποίησε την περιέργειά του, αποφάσισε να προωθήσει το παιχνίδι, επιλέγοντας τέσσερις φίλες για να μάθει περισσότερα γι αυτές, έτσι για να 'χουν κάτι να λένε μεταξύ τους τις κρύες νύχτες του χειμώνα. 

Πάμε αυθόρμητα λοιπόν!



Παρελθόν 

1) Να μη φοβόμουν τόσο πολύ τους γιατρούς...

2) Να μην έλεγα πάντα ναι σε ό,τι μου ζητούσαν και να ήμουν λιγότερο ελαστική με κάποιους ανθρώπους

3) Να μην ήμουν υπερευαίσθητη

4) Να έπινα νερό για να μην έχω φουσκώματα και να μη με λένε αερόψυκτη (σας βλέπω που χαχανίζετε)


Μέλλον 

1) Να έχουμε όλοι καλή υγεία και φώτιση

2)  Να δω μια καλύτερη Ελλάδα 

3) Να έχω λιγότερες φοβίες και να μη με πιάνει πανικός

4)  Να πίνω νερό και να χάσω τα κιλά που φορτώθηκα για να μπω ξανά στα ωραία μου ρουχαλάκια που με κοιτάζουν παραπονεμένα απ' τη ντουλάπα... 


Ας βάλω στο παιχνίδι κι εγώ άλλες τέσσερις καλές φίλες! ( Πενιχρές οι ιντερνετικές μου γνώσεις, μη με παρεξηγήσετε)

1) Μαιρούλα - Τζίντζερ - Φωτογραφίες Ζωής

2) Γιαγιά Αντιγόνη 

3) Elenag - Ονείρου Οδός.

4) Ρουλάκι - Wild rose  

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Θέλει η Σουλτάνα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει!



- Μπρε καλώς τες, μπρε μπρε μπρε!
Τι χαρά με δώκατε που ήρτατε! Ζωίτσα, το σκαλάκι πρόσεχε κοκόνα μου! 

Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά κι ένα ξαφνικό δροσερό βοριαδάκι έκανε το απομεσήμερο της Κυριακής κάπως υποφερτό. 
Η Σουλτάνα με τις κουνιάδες της, αποφάσισαν να πάνε επίσκεψη στην Ανθούλα. Μήνες την έτρωγε η τζαναμπέτα η Λαμπρινή που είχε χάσει την αρμένικη βίζιτα Άνθως, Μαρίκας και της νεαρής οικογενειακής φίλης. Μα να το μάθει την ώρα που ο Ιάκωβος έφευγε για να πάρει τη μάνα του και μάλιστα από την Αγλαΐα; Την ψυχή της νύφης της είχε βγάλει!

- Κρυφό με το κράταγες Σουλτάνα, ε; Τι φοβήθηκες, μη σας χαλάσω την παρέα; Εκτός κι αν δε θέλατε να ακούσω τα κουσέλια σας! 
- Λαμπρινή, έλα στα συγκαλά σου! Με χτύπησες την πόρτα και δε σε άνοιξα; Από πότε θα πρέπει να σε ειδοποιώ άμα έχω μουσαφίρηδες, για; Σε είπα, θα πάμε!
- Και η συμπεθέρα σου που βρέθηκε στο σπίτι σου; Αμά βέβαια, η Σμυρνιά μπα και την ξεφύγει τίποτις, μέσα σ' όλα πρέπει να 'ναι... 
- Έτυχε μπρε σε είπα, να τελεφωνήσει κείνη την ώρα που είχε πάει κάτι να ψουνίσει...
- Με το κουτσό ποδάρι στο τσαρσί* βγήκε; Τι με λες τώρα κι εσύ και θες να σε πιστέψω; Τέλος πάντων, έτσι σε τα είπα, να μη με περνάς για χαϊβάνι! 
- Σε είπα, με πήρε για να πω το γιο μου ή τον άλλο γαμπρό της, να πάνε να τήνε πάρουνε και την λέω μπες σ' ένα ταξί κι έλα να ξαποστάσεις κομμάτι. Χαϊβάνι ποιος σε είπε;
- Ναι, ναι. Ξαπόστασε ίσιαμε τα μεσάνυχτα, η ώρα δώδεκα της νυχτός μαζώχτηκε σπίτι! Και οι άλλες για να κάτσουνε ίσιαμε τότες, θα το 'χατε στήσει για τα καλά! Κι αυτή η Μυρτώ πάλι, ποια είναι; Απέ που ξεφύτρωσε και την είπες το ορίστε, ξένοι για να μπάζεις σπίτι σου, πρώτη είσαι! Δυο μέρες θα έψηνες, γι' αυτό την άλλη μέρα με είπες που δεν έβαλες τέντζερη στη φωτιά που είχες χτεσινό φαΐ...
- Αμάν μπρε Λαμπρινή, τα τζιέρια μ΄ έφαες πάλι! Μια ζωή ίδια είσαι για! Σταμάτα μπρε αυτή τη γρίνια που όλα σε φταίνε! Γεράσαμε πια κι εσύ τρώγεσαι συνέχεια, δεν αντέχω κι εγώ, αμά δεν ξέρω τι να σε κάνω, με όλο τον κόσμο μαλώνεις κι όλα σε φταίνε για!  Ησύχασε κομμάτι να πιούμε ένα καφέ, έλα, πάρε κουλουράκια της βανίλιας.

Καμία σχέση δεν είχε με την αδερφή της τη Ζωίτσα. Μια κυρία ευγενική, γλυκιά, χαμογελαστή και καλόβολη. Κλεισμένη όλο σχεδόν το χειμώνα στο σπίτι με τα προβλήματα που της δημιουργούσε η σοβαρή ρευματοπάθεια, είπε αμέσως ναι στην πρόταση της νύφης της να πάνε για καφεδάκι στης αδερφής της.
Τα παιδιά τους έλειπαν για διακοπές και η μουρμούρα της αδερφής της στο ταξί έκανε τη διαδρομή ανυπόφορη. 

- Διε πράματα! Τόσο καιρό που την έλεγα τη νύφη μας, όλο θα πάμε μ' έλεγε και να τώρα, να τραβιούμαστε με τα ταξιά! Τη Μαρίκα, την πάνε και την φέρνουνε σαν κυρία που όλο αχ και βαχ είναι! Θαρρείς που κι εγώ δεν πονάω; Ξημερώθηκα απέ τη μέση μου, αλλά που να τα πω; Δε μιλώ, για να μη λένε που κάνω εκβιασμό. Αμά τελικά, όποιος μιλάει βγαίνει κερδισμένος! Είδες η Σμυρνιά; Όλοι στα ποδάρια της τις έχει, καλά τα λένε για δαύτες που είναι καταφερτζούδες! Άτιμα θηλυκά, πφφφφ! Να τα τώρα, για μια βίζιτα, η ψυχή θα με βγει! Κι άντε τώρα πάμε, μετά πως θα γυρίσουμε, πάλι με τα ταξιά; Απα πα πα! Άντε και να μας πάει πουθενά ο οδηγός και να μας πετσοκόψει μες στα σκοτάδια! Φοβούμαι, πολύ φοβούμαι, δεν έπρεπε να έρτω μαζί σας! Περίμενες να σφίξουνε οι ζέστες για να έρτεις κι εσύ, αμά δεν την είχες πει εσύ που θες να πας στην Άνθω, εγώ την έλεγα.
Αμά, ποιος μ' ακούει εμένανε; Κανείς! Όλοι σας βολεμένοι είσαστε κι εγώ σαν το κούτσουρο μονάχη μου! Η ψυχή θα με βγαίνει κι ένα ποτήρι νερό δε θα με δώκει κανείς! Εμ, δεν είμαι Μαρίκα εγώ!

Η Ζωίτσα που καθόταν πίσω μαζί της, της έκανε νοήματα να σταματήσει κι η Σουλτάνα μπροστά χασκογελούσε με τον οδηγό που άκουγε απορημένος και κουνούσε το κεφάλι. Ήταν πολύ χαρούμενη και δεν ήθελε να της χαλάσει τη διάθεση η ανάποδη κουνιάδα της.

Τα καφεδάκια με το γλυκό συκαλάκι και το κρύο νερό πήραν θέση στο τραπέζι. Η Σουλτάνα, έβγαλε τα τσιγάρα και πρόσφερε όπως πάντα σε όλες.
Με τις ανοιχτόχρωμες φούστες και τις κοντομάνικες μπλούζες τους, έκαναν τη Λαμπρινή να δείχνει σαν τη μύγα μες στο γάλα. Φορούσε σκούρο μπλε πουκάμισο κλειστό ως το λαιμό, με μακριά μανίκια, φούστα στενή ως τον αστράγαλο κι αντί για πέδιλα, μαύρα μοκασίνια με κάλτσες. Η Ανθούλα μετά από λίγη ώρα, τη ρώτησα πως και δε ζεσταίνεται.
- Αφού κάνει ζέστη, φυσικά και ζεσταίνουμαι κι εγώ, κομματάκι όμως δρόσισε σήμερα. Αμά, όπως και να 'ναι, δεν το 'ξερα να τα πετάξω όλα όξω! Αυτές που φορούνε συνεχώς  τα πέδιλα, το κάμνουν για να δείχνουνε τα νύχια τους που τα 'χουνε βαμμένα. Και τα κοντά μανίκια για να διούνε όλοι τα βραχιόλια που φορούνε και δεν τις νοιάζει που βγάνουνε όξω τα μπράτσα τους μεγάλες γυναίκες!
- Μπρε Λαμπρινή, ζέστες έχει, τα μαλάματα έχουνε όρεξες να δείχνουνε; Εγώ φορώ βραχιόλια που δεν έχει το φουστάνι μου μανίκια για; 
- Βραχιόλια δε φορείς γιατί δεν έχεις, αμά τα σκουλαρίκια και το δαχτυλίδι δε σε λείπουνε! Στις χοροί και στις γιορτάδες παγαίνετε συνέχεια; Τι πράμα κι αυτό...
Νευρικό γέλιο έπιασε τη γυναικοπαρέα κι η Ανθούλα τρατάριζε χαχανίζοντας, προσπαθώντας να κρύψει τη σφοδρή επιθυμία να της φέρει το συκαλάκι καπέλο.
- Πάρε γλυκάκι, έλα!
- Δε θέλω! Ήπια τον καφέ και με φτάνει! Κι αυτός είναι ωραίος τσιγάρος, μοσκομυριστός! Άμα έρχομαι σπίτι σου Σουλτάνα, όλο απέ τα άλλα τα άνοστα έχεις που είναι σαν τα άχυρα. Αυτά εδώ, πρώτη φορά τα ήπια. Θαρρώ που  κρυμμένα τα 'χεις, έτσι με φαίνεται...
- Τι κρυμμένα τα 'χω καλέ, γιατί να τα κρύψω; Απέ το αχτάρικο* παραδίπλα μου τα πήρα, με είπε ο χριστιανός να τα πάρω να τα δοκιμάσουμε. Το κουτί τους μ' έκανε εντύπωση έτσι δα που είναι χτυπητό κιρμιζί* και τα πήρα. Θα πάω αύριο να πάρω ακόμα ένα να σε το δώκω!
- Να το κάνω τι; Θαρρείς που γένηκα απέ αυτές που πίνουνε τσιγάρους όλη μέρα; 
- Όχι μπρε, είπα έτσι να σε τα πάρω που σε αρέσανε να τα έχεις, μπορεί να σε γουστάρει καμιά μέρα με τον καφέ σου να πιεις κανένα!
- Στο δικό μου το σπίτι, δε μαζεύουνται η μια κι η άλλη για καφέδες! Κράτα τα εσύ που όλο μουσαφιρλίκια είσαι! Πάντως, να σε πω, απέ τα χτες που σε είδα, όλο πας κι έρχεσαι στο σπίτι και μες στα χάχα χούχα είσαι, μήτε ο καύσωνας σε πειράζει, μήτε τίποτις! Τι ανάγκη έχεις εσύ...
- Αμάν πια! Στο κρύο δε σε βρίσκω, στη ζέστη δε σε βρίσκω, να διούμε πότε θα σε πω καμιά βαριά κουβέντα και θα γένουμε απέ δυο χωριά!

Η Ζωίτσα προσπαθούσε μάταια να τη συνετίσει, αλλά ως συνήθως ήταν άδικος κόπος. Έφαγε το γλυκάκι με μεγάλη ευχαρίστηση, ήπιε δροσερό νερό και χαμογελούσε συνέχεια.
Μια μεγάλη τούρτα παγωτό είχε πάει και η Σουλτάνα ένα ταψάκι σιροπιαστά γλυκά, σε μέγεθος μπουκιάς. Μοσχοβολούσαν φρέσκο βούτυρο και καβουρδισμένους ξηρούς καρπούς, όταν ανοίχτηκε το κουτί. Η Λαμπρινή τους γκρίνιαζε, πως γίνεται και για μια απλή επίσκεψη έδιναν τόσους παράδες στο ζαχαροπλάστη. Γιορτή δεν είναι, για να πιεις ένα καφέ σε σπίτι θα τον πλερώσεις χρυσό; Που ακούστηκαν αυτά τα πράγματα;
Τα τίμησε βέβαια όλα και με το παραπάνω αν και σνομπάρισε το συκαλάκι της Ανθούλας αρχικά. Ούτε αρνήθηκε φυσικά, όταν της έδωσε ένα βάζο για φίλεμα, να πάρει μαζί της. 

- Ζωίτσα, θα πας πουθενά να παραθερίσεις; 
- Τι να σε πω Άνθω μου, τα παιδιά με φωνάζουνε συνέχεια, έλα κι έλα μαμά! Αμά, δυσκολεύουμαι κομμάτι, που να μπω στο καράβι, τόσες ώρες ταξίδι; Τα χέρια μου, η ράχη μου, δε θα πάρω και μερικές αλλαξιές για; Πως να τα σηκώνω με τα χάλια που 'χω; Απέ τα πριν φύγουνε με λέγανε να πάω μαζί τους, όμως δεν το κάνω. Και στα ποδάρια τους να είμαι δε θέλω και να 'χουνε την έγνοια μου, αμά και στο σπίτι μου να σε πω, είμαι καλύτερα! Ωραία είναι βέβαια εκεί στις Σπέτσες με λένε, τι να σε πω, θα διούμε τι θα γένει τελικά.

Η Λαμπρινή, την κοιτούσε με μισό μάτι. Να πήγαινε η αδερφή της και να την έπαιρνε κι εκείνη μαζί, ξένη ήταν; Η Ζωίτσα, ήξερε τις προθέσεις της και δεν είχε καμία διάθεση να τη φορτώσει στα παιδιά της. Μέχρι πριν λίγο καιρό, τους κρατούσε μούτρα, επειδή ως συνήθως κάτι της έκατσε στραβά.
- Άμα δε μποράει ο άθρωπος, θέλει βοήθεια. Μη την ακούτε που λέει θα είναι στα ποδάρια τους, το σπίτι που έχουνε νοικιάσει εκεί είναι μεγάλο. Δικό της δωμάτιο θα έχει, όποια ώρα θέλει θα πέφτει και θα  σηκώνεται. Τι έγνοια θα την έχουνε για; Ας πάρει και κάποιον άλλονε μαζί να τήνε προσέχει, ένα συγγενή που λέει ο λόγος!
- Τι λες μπρε Λαμπρινή, ποιόνε θα βάλω μέσα στα παιδιά μου; Εγώ σα μάνα και το σκέπτουμαι να πάω, θα κουβαλίσω και μουσαφίρη; Αυτό το πράμα, δε γένεται! 
- Καλά, είδα και τη Σουλτάνα! Παιδιά έχετε και φοβούσαστε να πάτε το χρόνο μια φορά μαζί τους, να ξεσκάσετε κομμάτι! Μπρε, τι καλά που είμαι μόνη μου κι έχω την ησυχία μου!

Η Ανθούλα, είχε ετοιμάσει δυο μεγάλες πιατέλες μεζεδάκια κι έκανε νόημα στην αδερφή της να την ακολουθήσει στην κουζίνα. Θα τηγάνιζε λίγες πατατούλες, να συνοδέψουν τα μπουρεκάκια, τα λουκάνικα, τα κεφτεδάκια και το λεπτοκομμένο συκώτι, που κρατούσε ζεστά ο θερμοθάλαμος.
- Αμάν πια τη γρουσούζα! Έτσι μ' έρχεται να τη φέρω κάνα πιάτο στην κεφάλα της! Εσύ τι απόκαμες με την εκδρομή για; 
- Όλα εντάξει! Και τα εισιτήρια μ' έβγαλε ο εγγονός μου, τον είχα δώκει τις παράδες εδώ και μια βδομάδα και πήγε και με τα έφερε, σε καλή θέση στο πούλμαν θα είμαστε, έτσι με είπε! Μεγάλη χαρά έχω μπρε Άνθω, ευκαιρία είναι να διω και τις συγγενείς μας που κοντεύουμε πια να ξεχάσουμε τα μούτρα μας τόσα χρόνια για! Θα μείκουμε στην Έδεσσα μια βραδιά, οπόταν θα βρεθούμε! Πρέπει να πάω να τους ψουνίσω και κάτι, μη πάω με τα χέρια άδεια μετά τόσα χρόνια! Λέω και να πάρω μια μπλούζα που είδα στη βιτρίνα και πολύ με άρεσε! Διε, είναι άσπρη, με σικλαμέν μοτίφια, έχει μανίκια φουσκωτά και κάμει σούρες μπροστά. Λες να με παχαίνει; Θα την κάμω πρόβα και θα διω...Το θέμα είναι να μη πάρει χαμπάρι η Λαμπρινή κι έχω τη γλωσσοφαγιά της στο ταξίδι!
- Κι άμα μια, δυο, σε χτυπήσει την πόρτα και δεν είσαι, τι θα την πεις; 
- Αυτό σκέπτουμαι... Μπα που κακό χρόνο να 'χει, δε μονιάζει με άθρωπο! Κι όλο τρώεται με τα ρούχα της, τήνε βλέπεις! Βάλθηκε να με κόψει τη χαρά στη μέση, όλο τι έχεις και τι σε είπανε και γελάς με λέει συνέχεια!  Η Θεοφανώ, είναι πολύ καλή γυναίκα, τη θυμάσαι, ε; Με λέει που έχει μεγάλη χαρά, είδε κι έπαθε να με καταφέρει εδώ που τα λέμε, δυσκολευούμουνα να πω το ναι. Γιατί μπρε να μην έρτεις κι εσύ, που σε παρακαλάω; Άστους εδώ, τι ανάγκη έχουνε, μωρά είναι πατέρας και γιος; Για τις παράδες μη σε νοιάζει, εγώ θα σε κάνω τα εισιτήρια για! Θέσεις έχει δυο τρεις ακόμα, να κρατήσουμε μια για σένανε! Θα διεις τι ωραία που θα περάσουμε! 

Έχωσε στο στόμα δυο κεφτέδες, άρπαξε κι ένα κομμάτι λουκάνικο με τυρί και ψωμί και συνέχισε να μιλάει μπουκωμένη...
- Μοιράσαμε με τη Θεοφανώ κι αυτά που θα πάρουμε για το δρόμο, έτσι για τη λιγούρα να έχουμε κάτι να κολατσίσουμε, γιατί κανονικά φαγιά θα τρώμε στις ταβέρνες μεσημέρι βράδυ. Αμά, τόσες ώρες στις δρόμοι, νηστικές θα μείσκουμε για; Ζάλη θα μας έρτει, τα ταξίδια ανοίγουνε την όρεξη. Εκείνη θα σιάξει σάντουιτς με είπε, με τυράκι και σαλάμι, φρουτάκια, θα φέρει και μπισκότα πολλών λογιών, πατατάκια, γκοφρέτες και κρουασάν με σικολάτα. Θα βάλει και καφεδάκο στο μεγάλο το θερμός με είπε, και θα τόνε πιούμε στο πούλμαν σε ποτηράκια πλαστικά. Εκεί λέει να την πω και τον καφέ στο δρόμο, να περνάει η ώρα! Χα χα χα χα! Καφέ να τον διαβάζεις στο πλαστικό, που ξανακούστηκε για; Και μέσα στο αυτοκίνητο, σε ταξίδι, με τόσοι νοματαίοι; Χα χα χα!  


Ξαναμπουκώθηκε δυο τρεις πατατούλες, που μόλις είχαν βγει απ' το τηγάνι...
-Εγώ την είπα, θα ψήσω τυροπιτάκια, μπουρεκάκια κομματάκι πιο μεγάλα απέ τα δικά σου για να στυλωθούμε, κιοφτέδες γιομιστούς με το κασέρι, μια βούκα είναι αυτοί βέβαια, έτσι για να ξεγελιόμαστε! Λέω να βάλω στη σούβλα κι ένα κοτόπουλο, να το κόψω σε κομμάτια, που δε θα έχει ζουμιά, στεγνά όλα πρέπει να είναι. Κομματάκι παστουρμά, σουτζούκι, φετούλα, ψωμάκι φρέσκο και ζεστό πρωί πρωί απέ το φούρνο, ε... Θα ψήσω και κουλουράκια κι ένα κέικ να το κόψω φέτες, λίγοι ξηροί καρποί θα πάρω, λιμονίτες και πορτοκαλάδες στα κουτάκια να πίνουμε με το καλαμάκι, αυτά σκέφτηκα. Δε θα μας φτάσουνε λες;

Αλίμονο... Δεν είναι για φαγητό, κολατσιό για τη λιγούρα είναι...




Τσαρσί - Αγορά 

Αχτάρικο - Ψιλικατζίδικο 

Κιρμιζί - Κόκκινο

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Ζωντανή σε κλαίω...




- Ένα φάκελο βρήκε η Χαρίκλεια, την έγραψε γράμμα η Βούλα. Την είπε που είναι μαζί του ευτυχισμένη, ήθελε και να τη διει, αμά τη μαμά της ούτε να τήνε ακούσει! 
Την έδωκε ραντεβού κι έτρεξε η καημένη η θεία της αμέσως! Αυτός βέβαια, δεν ήτουνε μαζί της, ήθελε το τέρας να καλοπιάσει η ανιψιά τη θεία, για να έχει όφελος!
- Τέρας! Έτσι όπως τα λες ητανάνε! Μικρή κοπέλα αυτή, τήνε έκαμε ό,τι ήθελε και τόνε άκουγε! 

Μίλησαν θεία κι ανιψιά. Δεν παραδέχτηκε τίποτα η Βούλα, ισχυρίστηκε ότι ήταν σκευωρίες της μητέρας της όλα, απλά ατύχησε τελευταία ο καλός της στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Καλά δασκαλεμένη, είχε έτοιμες απαντήσεις σε ό,τι αρνητικό για εκείνον έθετε η Χαρίκλεια. Κι αν έμεναν μαζί πλέον, ήταν κι αυτό φταίξιμο της μάνας της, πάνω στον πανικό δεν σκέφτηκε που αλλού θα μπορούσε να πάει.
Η Χαρίκλεια, διαπίστωσε ότι δε μπορούσε να γίνει τίποτα πλέον. Οι σχέσεις με τη Ζαφείρα ήταν τραγικές, το κορίτσι ήταν σχεδόν απροστάτευτο αφού δε μπορούσε να το κρατήσει στο σπίτι της πια. Κάθε φορά που άκουγε χτύπημα στην πόρτα ταραζόταν, πιστεύοντας ότι είναι η αδερφή της που πήγε για νέο καβγά. Άλλη λύση δεν υπήρχε, έπρεπε να παντρευτούν για να μη γίνονται χειρότερα τα πράγματα. Καμία γυναίκα στην οικογένειά τους και στον κύκλο τους δεν έζησε αστεφάνωτη, δε θα έδινε η Βούλα την αφορμή να τη συζητούν σα να ήταν πορνίδιο. Γιατί μόνο οι ανήθικες γυναίκες ζούσαν έτσι και η Βούλα ανήθικη δεν ήταν. Ερωτεύτηκε, αγάπησε με πάθος το λάθος άνθρωπο.

- Ό,τι γένηκε, γένηκε, την είπε. Καλώς κακώς, πρέπει να σε στεφανώσει. Κι άμα δεν έχει παράδες, θα τον δώκω εγώ. Αρκεί να γένεις κυρία και να περπατείς με το κεφάλι ψηλά. Άμα κάτι στραβώσει, κουβέντα κανείς δε θα μπορεί να σε πει. Θα είσαι από γάμο με δόξα και τιμή. Να κοιτάξει απέ τα τώρα, τι θα κάνει για να σε ζήσει, να βρει δουλειά. Τη Θεσσαλονίκη να την ξεχάσεις βέβαια! Εμπιστοσύνη καμία δεν έχω, πως θα σε πάρει στην Ελλάδα με τέτοιο ιστορικό πίσω του, ε; Και με το παιδί τι θα γένει; Μπα κι έχει πίσω του αφήκει καμιά γυναίκα, δεν ξέρω τι να πω. Δεν έχεις να πας πουθενά! Και να ξέρεις, που για όλο τον κόσμο εσύ μείσκεις στης θείας Κούλας κι εκεί έρχομαι και σε βλέπω. Μακάρι να έμεισκες εκεί Βούλα, τα πράματα θα ήτουν πολύ καλύτερα κι εσύ θα σκεπτούσουν καλύτερα παιδί μου. Αυτός ο άνθρωπος που σε έκανε δική του, δεν αξίζει και θα το διεις με τον καιρό. Να σε πω και κάτι; Ζωντανή σε κλαίω...

Ο Σωκράτης, παραμόνευε λίγο πιο μακριά και χαμογελούσε ικανοποιημένος. Η Βούλα ήταν δική του και η θεία της θα έκανε τα πάντα προκειμένου να αποφύγει το σκάνδαλο. 
Γυρίζοντας στο σπίτι, τους περίμενε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Η Ευδοκία, είχε βγάλει όλα του τα πράγματα στο δρόμο και είχε διπλομανταλώσει την πόρτα. Σ' ένα χαρτί του έγραφε ότι το σπίτι της ήταν τίμιο κι αυτός δεν είχε θέση εκεί μέσα. Οι γείτονες, άλλοι στις πόρτες κι άλλοι στα παράθυρα, πετούσαν κουβέντες απρεπείς, που έκαναν τη Βούλα να βάλει τα κλάματα και να θέλει ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί. Με κοπέλα ανήλικη μαζί του, δεν είχε περιθώριο να πάει πουθενά.

- Για να μείκεις σε ξενοδοχείο,, έπρεπε να δείξεις ταυτότητες, να διουν που το ζεύγος είναι παντρεμένο. Αλλιώς δε γινούτανε για! Όχι όπως εδώ που ήρταμε και είδαμε που πάνε και βγάνουνε τα μάτια τους με τη σάκα του σκολείου στο χέρι, μικρές κοπέλες! Στην Πόλη, ήτουνε πολύ αυστηρά τα πράματα! Την πήρε αυτός και που τήνε πήγε λέτε; Στης Φωφώς! Μάλιστα!

Με τα δεύτερα κλειδιά που είχε, μπήκε με τη Βούλα στο "μαγεμένο" σπίτι. Συγγενείς το έχουν της είπε κι εκείνη δεν είχε λόγο να μη τον πιστέψει. Όμως δε θα έπρεπε να μάθουν ότι ήταν εκεί με κοπέλα ανήλικη, γιατί κινδύνευαν να έχουν προβλήματα με το νόμο. Θα έφευγε συχνά, να τους βλέπει στην πόλη, για να μη καταλάβουν τίποτα.
Έτσι, πέρασαν λίγες μέρες. Η Φωφώ τον ακολουθούσε πότε στη θάλασσα και πότε στο βουνό, για να μη δίνουν αφορμές. Κάποιοι είδαν της είπε και κατάλαβαν, του πέταξαν σπόντες, αλίμονο αν έφταναν στ' αυτιά του συζύγου και του γιου τους. Εκείνη φοβήθηκε κι ούτε της πέρασε από το μυαλό η σκέψη του εξοχικού πλέον. Έτσι ο πονηρός Σωκράτης, είχε τυφλώσει και τις δυο γυναίκες κι έκανε τη δουλειά του μια χαρά.

Η Κούλα προσπαθούσε να φάει κάτι με δυσκολία. Αγαπούσε τις ανιψιές της και περνούσε μεγάλη στεναχώρια με τα βάσανα που τις βρήκαν. Μαζεμένοι όλοι στο οικογενειακό, Κυριακάτικο τραπέζι, προσπαθούσαν να βρουν κάποια λύση στα προβλήματά τους. Ακόμα και μετά τη μεγάλη φασαρία, οι ευθύνες έπεφταν πάλι στη Χαρίκλεια. Πως να άφηνε τη Βούλα στο έλεός του; Έστω και για τα μάτια του κόσμου, ο γάμος έπρεπε να γίνει. Κι αφού η μητέρα της δεν υπήρχε περίπτωση να υπογράψει, η θεία της θα αναλάμβανε σαν κηδεμόνας της. Στη Ζαφείρα, κανείς δεν τολμούσε να πάει.
- Είδατε μπρε παιδιά μου, τι την βρήκε; Άντρα δεν έχει, παιδιά δεν έχει, μήτε ευθύνες, μήτε έγνοιες, τίποτις να πεις! Και τις παράδες της και την περιουσία της και τη δουλειά της την καλή, αμά διέτε βάσανα στα καλά καθούμενα!
Καλά τα λέει η παροιμία, όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια! Τι θα γένει τώρα; Αυτός, θα τους τα φάει όλα για! Και καλά η μάνα της, πες την αποκληρώνει, που αυτό θα κάμει, το Χαρικλάκι όμως; Τίμια κοπέλα είναι κι αυτή, παρά να πάρουνε χαμπάρι τις ντροπές της μικρής, ό,τι την πει αυτός θα κάμει και θα πει κι ευχαριστώ! Μπρε τι πάθανε! Θα τις χορέψει για τα καλά ο αδικιωρισμένος! Κρίμας την κοπέλα, κρίμας τη Χαρίκλεια, για τη Ζαφείρα πια τι να πω...

Ο γάμος έγινε πολιτικός, όπως όριζε ο νόμος. Όλες οι ορθόδοξες οικογένειες, έπρεπε να παντρευτούν στην εκκλησία μετά τη νόμιμη διαδικασία που τους εξασφάλιζε τα συζυγικά δικαιώματα. Ο θρησκευτικός γάμος, δεν αναγνωριζόταν στην Κωνσταντινούπολη. Η Ανθούλα, θυμήθηκε τα δικά της.
- Άμα κάναμε τον πολιτικό με το Γιάννη, στην πόρτα με πιάσανε απέ το χέρι οι αδερφάδες μου και με τραβήξανε μαζί τους! Κείνος, επειδής τον λέγανε που δε θα σε τη δώκουμε την αδερφή μας, καμάρωνε που με πήρε, αμά τον είπανε: Για τις Τούρκοι, είστε παντρεμένοι, για μας όμως είσαστε αστεφάνωτοι, αυτά που ξέρεις, μετά την εκκλησία! Θυμάσαι Σουλτάνα;
- Αμ! Πως δεν τα θυμούμαι για! Όλες το ίδιο εκάναμε οι χριστιανές! Με τον πολιτικό, χέρι πάνω μας δεν άπλωσε άντρας για! Άλλο με το νόμο κι άλλο με το Θεό, έτσι δεν είναι; Κι εδώ πέρα που πάνε και παντρεύουνται σαν τις αλλοδαποί στα δημαρχεία, σωστό είναι; Άμα δεν αλλαχτούνε τα στέφανα με παπά και με κουμπάρο, γάμος δεν είναι, απλώς συζείς με το νόμο για! Εμείς έτσι τα ξέρουμε, αν είσαι σε άλλη χώρα να πούμε, θα κάμεις τον πολιτικό και γλήγορα τα στέφανα, δυο γάμοι! Τα βάνεις στη στεφανοθήκη στα εικονίσματα με δόξα και τιμή, πριν πλαγιάσεις με τον άντρα σου. Τώρα, τα πάνου κάτου ήρτανε, άστα!

Με τη Βούλα ως νόμιμη σύζυγο, έφυγαν από της Φωφώς και πήγαν σε ξενοδοχείο. Η Ευδοκία όμως, που ποτέ δε μπόρεσε να χωνέψει τα καμώματα και τα ρεζιλίκια του νοικάρη της, του επιφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη!
- Πήγε και βρήκε τη Φωφώ και την είπε τα πάντα! Για το γάμο βέβαια δεν ήξερε, αμά για τη μικρή που είχε σπιτώσει και μετά τους έδιωξε και για τα κουσέλια της γειτονιάς που έμαθε που την είχε κρύψει στο σπίτι της κι άλλα τόσα! Κι εκεί η Φωφώ άφρισε κι έψαξε να τον βρει. Τους ανακάλυψε στο ξενοδοχείο και γένηκε της τρελής! Έμαθε και για τη Βούλα ποια είναι και τα σχετικά και πήε στης μάνας της το σπίτι. Η Ζαφείρα την είπε που ήτουνε και οι δυο τους θύματα αυτουνού κι ότι δεν έφταιγε σ' αυτό η κόρη της, άμα τήνε κορόιδευε. Μετά πήε και στης Χαρίκλειας, άλλες φασαρίες κι εκεί. Το αποτέλεσμα, φύανε για την Ελλάδα άρον άρον, με της Βούλας τις παράδες που την είχε δώκει η Χαρίκλεια. Στην Κρήτη επήγανε, μη και βρούνε τα ίχνη του!
- Και το παιδί τι απέγινε; 
- Το παιδάκι το πήρε απέ το σκολείο και είπε που το άφηκε σε άλλοι συγγενείς εκεί. Τι γένηκε μετά, κανείς δεν ήξερε, τα τελευταία χρόνια βρήκε τα ίχνη του η Χαρίκλεια, εδώ στην Αθήνα πια. Μεγάλος και τρανός γένηκε, πρώτο όνομα και με περιουσία! Άμα τα χρόνια περνούνε, δύσκολα σκαλίζεις τα παλιά, κακά τα ψέματα... Η αμφιβολία πάντα υπήρχε βέβαια, αμά δεν υπήρχε και απόδειξη που να τον πούνε είναι ο γιος σου. Και η Νανά ήτουνε άφαντη πια, ο Χρήστος είχε πεθάνει από χρόνια. Η Χαρίκλεια, επειδής φοβούτανε για τη Βούλα, έφυε κι αυτή στους δυο τρεις μήνες για την Ελλάδα. Και έμαθε πολλές λεπτομέρειες να πούμε, λυτοί και δεμένοι έβαλε, μέχρι και στη νουνά την καλογριά πήγε, αμά η καημένη ήτουνε πολύ μεγάλη και άρρωστη, κομμάτι το μυαλό της δεν επήαινε καλά. Αμά και που την έβγαινε η ψυχή της, όλο γι' αυτά την έλεγε και να μη μάθει τίποτις το παιδί, αυτό την είχε μείκει. Πάντως, εγώ πιστεύω που ήξερε για το μικρό την αλήθεια, αμά δεν το έλεγε. Εδώ χώθηκε στου βοδιού το κέρατο που λένε, βρήκε άκρες στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, την αδερφή αυτουνού, φίλοι, γνωστοί, αμά και στη μονή για να πάει, κάτι ήξευρε για!

Οι δύο αδερφές, δε μίλησαν ποτέ ξανά. Η Ζαφείρα είχε ξεγράψει την κόρη της κι όταν με τον καιρό άρχιζε να ξεθωριάζει το σκάνδαλο, διέδωσε ότι στην Ελλάδα παντρεύτηκε ένα πολύ καλό άνθρωπο και ζούσαν στην Αμερική.
Με σημείωμα ενημερώθηκε για το τι θα λέει η Χαρίκλεια, για να μη ντρέπονται τα αγόρια που είχαν γίνει πλέον ολόκληροι άντρες. Κρυφά από τη μητέρα τους συναντούσαν τη θεία τους, όσο καιρό έμενε στην Πόλη. Ο τόπος εκεί δεν τη χωρούσε, ήθελε να είναι κοντά στη Βούλα. Έδωσε χρήματα κι άνοιξαν ένα μαγαζί στην Κρήτη, στο όνομα εκείνης και της ανιψιάς της. Ο Σωκράτης δε θα φαινόταν πουθενά στα χαρτιά, αυτός ήταν όρος απαράβατος.
Η Βούλα είχε τις αντιρρήσεις της, η γκρίνια του ήταν αφόρητη και περνούσαν άσχημα, η Χαρίκλεια όμως ήταν ανένδοτη. Το σπίτι στην Πόλη πουλήθηκε, όταν αποφασίστηκε η μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και τα χρήματα μπήκαν σε κοινό λογαριασμό σε θεία κι ανιψιά. Ασημικά και όλα τα ακριβά πράγματα, κλειδώθηκαν στο σπίτι της, που ο άσωτος γαμπρός δεν υπήρχε περίπτωση να πατήσει το πόδι του ποτέ.
Ο Σωκράτης, εξακολουθούσε να ζει με τα πάθη του τζόγου και του ποτού. Όταν ξεπούλησε και το τελευταίο από τα βασικά νοικοκυριά του σπιτιού τους κι άρχισε να ξενυχτά σε άλλες αγκαλιές, πληρωμένος, για να καλύπτει τα χρέη του, Βούλα και Χαρίκλεια ήταν ήδη έτοιμες. Το μαγαζί γρήγορα πουλήθηκε σε πολύ καλή τιμή κι όταν πήραν τα λεφτά στο χέρι, έφυγαν για Αθήνα με όσα πολύτιμα είχε φέρει η θεία μαζί της. Τα έπιπλα που είχαν μείνει στην Πόλη, τα έστειλαν τα ανίψια της από το μικρό σπίτι που κληρονόμησαν και τα είχαν αποθηκευμένα εκεί. Όταν άδειασε, το πούλησαν και ήρθαν με τη μητέρα τους και τη Λαμπρινή που την πρόσεχε, στην Αθήνα κι αυτοί.
Θεία κι ανιψιά, έμειναν σ' ένα όμορφο διαμέρισμα που αγόρασε η Χαρίκλεια, με τα μισά λεφτά της αξίας του μεγάλου σπιτιού της Πόλης. 

- Το καλό ήτουνε, που αυτός δεν την έκανε κάνα παιδί, να 'χει να τραβιέται! Λύσσιαξε που δεν επήρε όλοι τις παράδες στα χέρια του απέ τη Χαρίκλεια και που η Ζαφείρα δεν έκαμε πίσω, να την φάει κάμποσα κι εκείνης! Διαζύγιο δεν ήθελε και απειλούσε που θα καταθέσει ότι η Βούλα τόνε εγκατέλειψε. Είδανε που μυαλά δεν άλλαζε και τον στείλανε παράδες μέσω του δικηγόρου να πούμε, να τα πάρει με την υπογραφή. Αμά αυτός, τις έγδαρε, τη Χαρίκλεια δηλαδή, χρυσό το πλέρωσε το διαζύγιο! Η Ζαφείρα δεν είχε καμιά επαφή, τίποτις! Το πατρικό της Βούλας, πουλήθηκε βέβαια, που ήρτανε εδώ, αμά με τις παράδες αυτούς δε θυμούμαι τι γένηκε. Όταν χώρισε και την είπανε τα παιδιά της να τα βρούνε πια μάνα και κόρη, εκείνη είπε κόρη εγώ δεν έχω!
Ξαναπαντρεύτηκε η Βούλα, μετά δυο χρόνια που πέθανε η μαμά της. Καλόν άντρα επήρε, απέ το Βόλο είναι κι έχει και τον τρόπο του. Και σπίτια και περιουσία και δουλειά καλή που τον αφήνει πολλοί παράδες. Στην αρχή η μάνα του δεν την ήθελε που ήτουνε απέ χαλασμένο γάμο, αμά ο γιος της ήτουνε αποφασισμένος να τήνε πάρει και τι να έκαμε, τη δέχτηκε. Είδε και που ήτουνε πολύ καλής και μορφωμένης οικογενείας, τη θεία που ήτουνε αριστοκρατική και με σπίτι καλό, τα αδέρφια της, την καλάρεσε που ήτουνε και καλοπροικισμένη και γενήκανε φιλιά κλειδιά στο τέλος νύφη και πεθερά. Εκεί στην πολυκατοικία που είχανε το διαμέρισμα, πουλιότανε ένα μικρό απέ κάτου και το πήρανε για να μείσκει η Χαρίκλεια. Δυάρι πολύ ευρύχωρο, μεγάλο σαλόνι, πολύ ωραία το είχε στολισμένο κι αυτό. Η αλήθεια, πολύ την κοίταξε τη θεία της, χαλάλι της όλα την είπε την κουνιάδα μου, η Βουλίτσα μου σαν τα μάτια της μ' έχει. Την έδωκε όλα της τα μαλαματικά και τα μαργαριτάρια και τα πάντα, αφού σιγουρεύτηκε που ο γαμπρός ήτουνε τίμιος άθρωπος. Απέ μια ίωση στα πλεμόνια έφυε πριν κάμποσοι μήνες η καημένη, Θιός σχωρέστηνα...

- Πόδι εκεί στη Βούλα, δεν έπιασε ακόμα η ανάποδη για; Πως το ΄παθε;

- Σιγά μη και δεν έπιανε! Με τα πάνε κι έλα στη Χαρίκλεια όλη την ώρα, η Βούλα θα την γλύτωνε; Αμά, θύμωσε και με τα κείνη, που την χτύπησε την πόρτα ένα απόγεμα και την είδε ντυμένη με την τσάντα να βγαίνει για όξω. Και τι με λέει η τρελή; Αφού επήγα εγώ, να καθούτανε μέσα κι ας έβγαινε την άλλη μέρα!
Ακούς; Ακούω να λες! Χα χα χα! 

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Μίλα, που άδικη ώρα να σ' έρτει!




Ο Σωκράτης, αγκάλιασε σφιχτά τη Βούλα που έτρεμε κι έκλαιγε ασταμάτητα. 
Με φόρεμα και παπούτσια δανεικά από τη φίλη της, που προσπαθούσε να τη σταματήσει πανικοβλημένη, έτρεξε να τον συναντήσει.
Μετά από λίγα λεπτά, αποφάσισε ότι έπρεπε να την πάρει στο σπίτι του, στην κατάσταση που ήταν η μητέρα και η θεία της, δε μπορούσε να γυρίσει πίσω. Φοβόταν ότι κινδύνευε και δε θα την έβλεπε ποτέ ξανά. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, δεύτερο ρούχο ν' αλλάξει δεν είχε και τα χρήματά του ήταν ελάχιστα.

- Μη φοβάσαι τίποτα αγαπημένη μου, είσαι μαζί μου τώρα πια. Θα γίνεις γυναίκα μου και θα το πάρουν απόφαση η μητέρα σου και η θεία σου.
Την καημένη, δάρθηκε κι εκείνη από το μένος της αδερφής της... Τόση κακία η μητέρα σου λοιπόν! Σε λίγο καιρό, δε θα θυμάσαι τίποτα, θα σε κάνω εγώ να τα ξεχάσεις!

Την ξάπλωσε στο κρεβάτι και τη σκέπασε, λέγοντάς της ότι θα έβγαινε να φέρει φαγητό. Ένα ποτήρι κονιάκ που της επέβαλλε να πιει, τη χαλάρωσε κι ο ύπνος έκλεισε τα βλέφαρά της. Βγαίνοντας, συνάντησε την κυρά Ευδοκία που του γύρισε περιφρονητικά την πλάτη. Ευτυχώς που δεν είδε τη Βούλα να μπαίνει στο σπίτι, θα είχε άσχημα μπλεξίματα...
Στο αγαπημένο του στέκι, τη λέσχη, συνάντησε ένα γνωστό του και τον κατάφερε να του δανείσει κάποια λεφτά για να παίξει. Γυρίζοντας στο σπίτι, άφησε στο τραπέζι ένα κεμπάπ κι ένα σημείωμα, που έγραφε ότι θα επέστρεφε σε λίγο. Ό,τι ώρα και να ξυπνούσε η Βούλα, θα νόμιζε ότι είχε φύγει πριν λίγο, έτσι τουλάχιστον θα της έλεγε.

- Μια και δυο, πήρε το δρόμο για της Φωφώς το σπίτι! Αυτή, ήτουνε εκεί και τόνε περίμενε, έτσι και δεν επήγαινε θα τον έκανε μεγάλο σαματά! Χώρια που φοβούτανε μη και πάει στο σπίτι που έμεισκε, ικανή για όλα ήτουνε αυτή! Αφού την είπε δικιολογίες που άργησε και τούτα και κείνα, μείκανε κάμποσες ώρες μαζί.
- Και η Βούλα δεν ηπήρε χαμπάρι που αυτός δεν ήτουνε κει πέρα; 
- Πριν φέξει πήε, τη Φωφώ την είπε που θα πήαινε να φέρει το παιδί απέ το σκολείο. Αμά, το κορίτσι δεν είχε ξυπνήσει ακόμα, ταραγμένο ήτουνε και στον ύπνο του, παραμιλούσε.

Ένα νυχτικό, εσώρουχα, κάλτσες ψιλές και πασουμάκια που είχε πάρει κρυφά από το σπίτι της Φωφώς, ήταν τα πρώτα πράγματα που αντίκρισε δίπλα της η Βούλα, ξυπνώντας από τον ταραγμένο της ύπνο. Ο Σωκράτης, της ετοίμαζε πρωινό στην κουζίνα και η μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ την οδήγησε προς τα εκεί.
Την τάισε ψωμί με βούτυρο και μέλι, την ενημέρωσε και για την Ευδοκία που ήταν καχύποπτη σαν άνθρωπος. Δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να καταλάβει ότι έμενε κοπέλα εκεί. Ήταν ανήλικη και οι νόμοι ήταν πολύ αυστηροί. Αν μάθαινε κάποιος ότι έμενε μαζί του, την είχαν πολύ άσχημα και οι δύο, περισσότερο εκείνος.

Πέρασαν δυο μέρες μαρτυρικές τα τρία σπίτια. Της Ζαφείρας, της Χαρίκλειας και της κυρίας  Αναγνωστοπούλου. 
Την τρίτη μέρα, το γράμμα που πήγε ένα αγοράκι από τον πέρα μαχαλά με λίγους παράδες για τον κόπο του, ενημέρωνε τη Χαρίκλεια ότι η Βούλα ήταν μαζί του και θα έφευγαν για την Ελλάδα σύντομα. Εκεί θα παντρεύονταν. Η Χαρίκλεια, λιποθύμησε ακόμα μια φορά κι έκανε τη γειτόνισσα που την πρόσεχε να βγει φωνάζοντας στους δρόμους...

- Η Ζαφείρα, την είδε το απόγεμα, που πήαινε στην κυρία Αναγνωστοπούλου να τήνε ρωτήξει για την κόρη της, πίστευε που μείσκει εκεί. Την λέει η γυναίκα, το και το γένηκε, έφυε κι ούτε ξέρουμε που επήε κι η μάνα σαν την τρελή έτρεχε και παραμίλαε στις δρόμοι. Εκεί, σ΄ένα στενό, πέφτει πάνου στην αδερφή της!

Αυτό είναι το κακό συναπάντημα! Μέχρι να προλάβει η Χαρίκλεια ν' αλλάξει δρόμο, η Ζαφείρα την είχε πιάσει από τους ώμους και την ταρακουνούσε φωνάζοντας.
- Πες με, μαζί του είναι; Μ' αυτό τον αλήτη; Γιατί δεν απαντάς; Μίλα, εσύ που την έκανες πλάτες ξέρεις, όλα τα ξέρεις! Μίλα, που άδικη ώρα να σ' έρτει! 
Κατέβασε με δυσκολία η Χαρίκλεια το κεφάλι κι έκλαιγε μ' αναφιλητά...
- Καταραμένη! Μ' έκαψες, φίδι στον κόρφο μου είχα! Παλιογυναίκα, ελεεινή! Εσύ φταις για όλα, εσύ κατέστρεψες το παιδί μου! Δε ντράπηκες να με κοροϊδεύεις κι εσύ και να την αφήνεις να τόνε βλέπει; Διε τώρα τα αποτελέσματα! Που πήγε κι έμπλεξε Θεέ μου! Με το χειρότερο υποκείμενο, άλλος κανείς στο χάλι του και την παλιανθρωπιά του! Καμαρώνεις τώρα εσύ που 'λεγες χρυσή τύχη να ΄χει; Εσύ τήνε έριξες μέσα στο βούρκο, με ίδια σου τα χέρια! Τήνε πήρε μαζί του, γυναίκα του την έκανε για να μας εκβιάσει και να μας βάλει στο χέρι! Την κόρη μου! Που να το πω; Την κόρη μου!
Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, σκύλα μαύρη κι αγαρηνή, φωτιά θα σε βάλω να σε κάψω να μη σ' εύρη άλλη μέρα! 

-  Στενοχωρέθηκα πολύ μπρε συμπεθέρα μου, τέτοιο κακό που ηπάθανε! Ποιόνε να πρωτολυπηθείς για; Βάι βάι!
- Έκαμε απόπειρα αυτοκτονίας η Χαρίκλεια, επήε να πέσει να πνιγεί! Τήνε ακολούθησε μια κουτσομπόλα της γειτονιάς, που την είδε να βγαίνει με τα νυχτικά ξημερώματα και να παίρνει τις δρόμοι. Αυτή, έκαμνε ενέσες και τήνε είχε φωνάξει η φουρνάρισσα επειδής ο άντρας της ήτουνε πολύ άρρωστος και πονούσε, είχε θέρμη* και μεγάλο κρύο είχε πάρει, όλο του το σώμα επόναγε και ξενύχτισε η γυναίκα του. Έμεικε κι η άλλη κάμποσο να διει άμα συνέλθει με την ενέσα και να παρηγορήσει και τη γυναίκα του κομμάτι, αμά αυτά ήτουνε τα ψεύτικα, το κουσέλι έπιασε αφού το κάμανε ολονύχτιο, ένεκα του αρρώστου.
Αφού έπεσε ο πολύς πυρετός κι είχε μάθει όλα τα νέα του μαχαλά, είπε πια να φύγει κι ευτυχώς που την είδε βγαίνοντας! Σαν την τρελή επήαινε απέ τη μια μεριά του δρόμου στην άλλη, ωσότου να φτάσει στις βράχοι τις ψηλοί. Τήνε φώναζε αυτή που πας, αφήστε με να πεθάνω η Χαρίκλεια, τήνε βουτάει με την ψυχή στο στόμα και την ταρακουνούσε μπα και τήνε συνεφέρει, είδε κι έπαθε, άστα!
- Ηβοί!


Η Βούλα, ξύπνησε αργά το πρωί, νιώθοντας ακόμα τη ζεστασιά των χεριών του Σωκράτη στο κορμί της. Η Άνοιξη είχε μπει για τα καλά κι από την αυλή ακούγονταν τα κελαηδήματα των πουλιών που καλωσόριζαν τη νέα μέρα.
Δεν ήξερε αν η ευτυχία που ένιωθε θα την έκανε να ξεχάσει με τον καιρό όλα όσα έζησε. Τα σημάδια στο πρόσωπο θα έφευγαν, τα σημάδια όμως που χάραξαν τόσο βαθιά την ψυχή της φοβόταν ότι θα έμεναν για πάντα.
Η Χαρίκλεια, έφυγε απελπισμένη και πήγε για λίγες μέρες στης θείας Κούλας. Δεν είχε κουράγιο να βλέπει  ρημαγμένο το σπίτι της, δεν άντεχε να μείνει εκεί. Η θεία, έστειλε τις κόρες της, χωρίς να της πει τίποτα. Άλλαξαν τη διαρρύθμιση, τις κουρτίνες, τα κάδρα, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μη μοιάζει κανένα δωμάτιο όπως πριν. Κάποια καλά πορσελάνινα κομμάτια που δεν είχαν θρυμματιστεί, κατάφεραν να τα κολλήσουν και τα έβαλαν σε κούτες στην αποθηκούλα. Τα συρτάρια του μικρού μπουφέ με τα κεντίδια άνοιξαν και βγήκαν άλλα τραπεζομάντιλα, τσεβρέδες, δαντέλες. Ο μεγάλος μπουφές είχε τα κρύσταλλα και τα καλά σερβίτσια. Περάστηκε με λούστρο κι αλλάχτηκε ο καθρέφτης που είχε σπάσει από την ασημένια τσαγιέρα που εκσφενδόνισε η Ζαφείρα. Η μία κόρη της Κούλας που ήταν άφθαστη στη μοδιστρική, γάζωσε τις κουρτίνες από τα βελούδινα τόπια που είχε η Χαρίκλεια στο μπαούλο, έφτιαξε και ασορτί μαξιλαράκια για τους καναπέδες. Σε τρεις μέρες και με τη βοήθεια των χαμάληδων που έστειλε η κυρία Αναγνωστοπούλου για να μεταφέρουν τα βαριά έπιπλα σε άλλη θέση, το σπίτι ήταν αγνώριστο.

- Καλά που το σκέφτηκε η θεία! Όσο και να προσπάθησε η καημένη η Χαρίκλεια να τα φέρει σε λογαριασμό, τίποτις δεν είχε καταφέρει. Ζημιές πολλές, η υγεία της πολύ άσκημα, γειτόνισσες δεν ήθελε να μπάσει για να μη δίνει λαβή για νέα κουσέλια, δράμα ήτουνε η κατάσταση. Σε λέει, καθούτανε απέ πάνου, τα έπιανε μια και δως του κλάμα και μοιρολόι... Αμά, απέ της Βούλας που ήτουνε τα προικιά, τίποτις δεν πειράξανε οι ξαδερφάδες της!
Η Ζαφείρα, ήτουνε κλεισμένη στις τέσσερις τοίχοι, μες στη ντροπή! Μια για το πατιρντί που γένηκε στης αδερφής της και σηκώθηκαν οι μαχαλάδες στο πόδι και μια για την κόρη της που κλέφτηκε με τα κείνονα! Όσο σκεπτούτανε που μείσκανε μαζί σαν αντρόγυνο, να πεθάνει ήθελε! Και που να ρώταγε για να μάθει που βρίσκουνται; Και ποιος να ήξερε να την πει; Να έτρεχε να τήνε μαζώξει και να τον χώσει στα σίδερα αυτόνανε, δια απαγωγήν ανήλικης!  
Κι εκείνα τα αγοράκια της, μια να ρωτούνε για την αδερφή τους και μια για τη θεία τους, μήτε να παίξουνε δεν είχανε διάθεση. Και τι να τα έλεγε για; Μαύρο Πάσχα εκάμανε κι αυτά κι εκείνη... 

Η Χαρίκλεια μπήκε στο σπίτι ακολουθώντας τη θεία Κούλα που κρατούσε τα κλειδιά. 'Ανοιξε τα μάτια διάπλατα βλέποντας τις αλλαγές.  Η μυρωδιά από μαχλέπι, βανίλια και μαστίχα, τα κόκκινα αυγά στη μεγάλη πιατέλα, τα τσουρέκια, τα κουλουράκια, την έκαναν να τα χάσει κυριολεκτικά. Ποια ήρθε, ποια συγύρισε και τα άλλαξε όλα σχεδόν, ποια έψησε;
- Έκλαιγε κι ευχαριστούσε τη θεία της και τις ξαδερφάδες της για το καλό που την έκαναν! Η Κούλα, έμεικε μαζί της καμιά δεκαριά μέρες, ήρτανε πάλι και οι κόρες της και μείκανε ένα βράδυ και φύανε όλες μαζί. Αφήκανε τις φαμίλιες τους πίσω, μια να σενιάρουνε το σπίτι, μια πάλι να πάνε να την ψήσουνε και να τη βάλουνε δυο πράματα στα ντουλάπια της, μια ακόμα να πάρουνε τη μάνα της. Καλές κόρες και πονόψυχες, με έλεγε η Λαμπρινή.

Ο Σωκράτης με τη Βούλα, είχαν άλλα προβλήματα. Σιγά μη δεν έπαιρνε χαμπάρι η κυρία Ευδοκία! 



Θέρμη - Πυρετός


Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Στα βράχια και στα χώματα;




- Ο έρωτας καλά κρατούσε! Πήαινε η Χαρίκλεια στα μαθήματα, δρόμο αυτή να πάει σε κείνονα! Μετά, πάγαινε κι απέ τις φίλες της κάμποση ωρίτσα κι ήτουνε καλυμμένη!
Έλα όμως που κρυφό δε μείσκει τίποτις! Μια, δυο, τρεις, τους πήρανε μάτι! 

Η συνάντηση μάνας και κόρης, θα γινόταν την Καθαρά Δευτέρα στο εξοχικό της κυρίας Αναγνωστοπούλου. Τα κορίτσια τους έκαναν παρέα από παιδιά κι εξακολουθούσαν να βγαίνουν σαν δεσποινίδες πλέον. Η Βούλα, δεν είχε πει σε κανένα ότι ήταν μαλωμένη με τη μητέρα της, τι δικαιολογία να έβρισκε άλλωστε; Στης θείας της έμενε από παλιά πολλές φορές για μέρες και πηγαινοερχόταν στο πατρικό της. Έτσι πίστευαν και τόσο καιρό ότι έκανε. Η μοναχική θεία που τη λατρεύει, έχει ανάγκη τη συντροφιά της και κοιμάται κάποια βράδια εκεί. Τις μέρες που δεν πήγαιναν τα κορίτσια στο σπίτι της Χαρίκλειας και συναντιόντουσαν έξω, η Βούλα υποτίθεται ότι πήγαινε από το πατρικό της.

- Κυρία Ζαφείρα, πως είστε; Μέρες έχω να σας διω, είστε καλά; 
- Πολύ καλά, ευχαριστώ, εσείς τι κάνετε κυρία Σωτηρία; 
- Καλά κι εμείς! Θα έχετε φούριες υποθέτω, την κορούλα σας λογοδόσατε κι ετοιμάζεστε για τα επίσημα, ε;  Άντε, με το καλό να τήνε καμαρώσετε νυφούλα!
- Τι λέτε, ποιος σας είπε ότι τη λογόδοσα; Στης αδερφής μου μείσκει τον περισσότερο καιρό, επειδή την ράβει κάτι φορέματα. Δεν είμαστε καλά! Πως βγήκανε τέτοια λόγια; 
- Α! Δεν ξέρω κυρία Ζαφείρα μου, έτσι ακούστηκε για!
- Κακώς ακούστηκε! Καλημέρα σας! 

Μαύρα φίδια τη ζώσανε. Ακούστηκε ότι είναι λογοδοσμένη η Βούλα; Καπνός χωρίς φωτιά δεν γίνεται, σίγουρα κάτι συμβαίνει, αλλά τι; Έριξε τα μούτρα της και γυρίζοντας το κεφάλι φώναξε τη γειτόνισσα που δεν είχε προλάβει ν' απομακρυνθεί.
- Με συγχωρείτε κυρία Σωτηρία, αμά δε μπορώ να καταλάβω αυτό που με είπατε. Απέ που το ακούσατε αυτό; Μάνα είστε κι εσείς και με καταλαβαίνεται, μη κόψουνε την τύχη του ελεύθερου κοριτσιού μου στα καλά καθούμενα, έτσι δεν είναι;

Με τα πολλά, έμαθε ότι η φήμη βγήκε από το στόμα της γυναίκας του τσαγκάρη. Γύρισε στο σπίτι και πήρε ένα σχεδόν καινούργιο ζευγάρι παπούτσια της κόρης της, ίδρωσε να βγάλει τα δερματάκια από τα τακούνια και πήγε ταραγμένη στο υπόγειο μαγαζάκι.
- Διε κυρ Αναστάση, την έφυγαν κι είναι καινούργια ακόμα, ζήτημα να τα 'βαλε δυο φορές. 
- Σε πέντε λεφτά έτοιμα θα 'ναι κυρά μου. Έλα και κάτσε δω, μη στέκεις, καθαρά είναι!
Η γυναίκα του, σκυμμένη πίσω από ένα πάγκο, άφησε τη δουλειά και σκούπισε τα χέρια της σ' ένα πατσαβούρι, που είχε πάνω του όλα τα χρώματα από τις βαφές. 
- Μπρε! Καλώς τη, καλώς τη! Πως κι απέ δω κυρία Ζαφείρα; Πρώτη φορά μας κάνεις την τιμή να έρτεις! Αφού έλεγα που εσείς τα πετάτε τα παπούτσια σας αφού σε τσαγκαράδικο δεν πατάτε!
- Να, τα τακουνάκια απέ τα παπούτσια της Βούλας έφυγαν κι επειδή θέλει να τα φορέσει... 
- Ε! Έτσι είναι, τι να σε κάνουνε και τα παπούτσια με τόσοι δρόμοι για; Μια στα βράχια, μια στα χώματα, χαλνάνε, πόσο ν' αντέξουνε;
- Στα βράχια και στα χώματα; Τι με λες τώρα κυρά Λισσάβω; Δεν είμαστε καλά! 
- Πα πα πα! Τι σε είπα για, κακό πράμα σε είπα; Έτσι δεν κάμνουνε οι ερωτευμένοι, ε; Ωραίο παλικάρι, θα είναι βεβαίως της σειράς σας. Απέ την καρδιά μου σας εύχουμαι, με το καλό τα στέφανα και γλήγορα! Ε, μη μείσκουνε τόσο καιρό έτσι για!

Η Ζαφείρα σηκώθηκε αργά και με ύφος ανέκφραστο βγήκε από το μαγαζί. Μάταια τη φώναζε ο τσαγκάρης να πάρει τα παπούτσια, που ήταν ήδη έτοιμα. 
- Αμάν μπρε γυναίκα, τον στόμα σου κλειστό δεν κρατάς κι εσύ! Κατά μια που ήρτε, έφυε συγχυσμένη η γυναίκα!
- Τι την είπα που να την συγχύσω μπρε Αναστάση; Την ώρα την καλή την ευχήθηκα για την κόρη της, κακό ήτουνε; 
- Και που ξέρεις μπρε Λισσάβω ότι είναι αρρεβωνιασμένη η κοπέλα; Επειδής την είδες μ' ένα παλικάρι να βολτετζάρουνε, πα να πει που είναι κι ο γαμπρός;
- Δεν τήνε είδα μονάχα εγώ κι η Καλλιόπη τήνε είδε αλλού, στο πάρκο με είπε και μες στα μέλια ήτουνε κι δυο τους! Η κουνιάδα της τον είδε που την πήρε παγωτό και το έτρωε μαζί της, αγκαλιά στα βραχάκια. Ε! Είπαμε που είναι μάλλον με το λόγο, βεγγέρα αρρεβώνα δεν ακούστηκε στης Ζαφείρας για! Κι αν όπως λες, δεν είναι γαμπρός, ας έχουνε τα μυαλά τους κι η μάνα κι η θεια της να τήνε μαζώξουνε! Άμα γλυκαίνουνται με τις τζιλβέδες, θα την βρει και κάνα ξαφνικό κι άντε μετά να πάει στην εκκλησία με την κοιλιά φουσκωμένη. Απαπαπα, εντροπής πράματα!
Κι άλλη φορά τήνε είχε διει η Καλλιόπη με είπε. Πάνε πολλοί μήνες, εκεί πιο κάτω απέ την ανηφόρα που είναι κοντά στο σπίτι τους. Κει κάτου, δεν πατάει άθρωπος, το σκυλί της είχε βγάλει με τον εγγονό της και το κυνηγούσε το παιδάκι να το πιάσει κι αυτό πήρε τον κατήφορο μες στις θάμνοι. Φοβήθηκε η γιαγιά μη χτυπήσει ο μικρός και τον φώναζε κι εκεί είδε δυο να φεύγουνε γλήγορα μπα και τους πάρει κάνα μάτι. Φως φανάρι τα πράματα σε λέω! Τη Βούλα με σηκωμένη τη φούστα για να μη την σκιστεί να τρέχει και ξοπίσω ο ασίκης, αυτός ήτουνε! Και δε με λες, γιατί λένε που εδώ και τόσο καιρό, μείσκει στη Χαρίκλεια, ε; Απέ κει μπαίνει τη νύχτα, απέ κει βγαίνει το πρωί. Οι φιληνάδες της, όλες εκεί πάνε και τρώνε και πίνουνε, λες και σπίτι με μάνα δεν έχει! Απέ κει στολίζεται και βγαίνει στα πονηρά της η δεσποινίς, άμα είναι ακόμα δηλαδή, γιατί πολύ αμφιβάλλω κει στις ερημιές που γυρνάει μ' αυτόνε. Αρσίζικα πράματα, Αναστάση! Αμά, η μάνα της καθώς πρέπει κυρία είναι, της εκκλησίας και σοβαρή γυναίκα. Κρίμας είναι να την εύρη κάνα κακό με την κόρη για! Επέθανε κι ο πατέρας κι έμεικε χωρίς προστάτη το σπίτι, άντε τώρα να μαζωχτεί αυτή.
Σε το λέω και να το θυμάσαι, η γεροντοκόρη την κάνει πλάτες κι η μάνα χαμπάρι δεν έχει! 

Αναστέναξε ο τσαγκάρης, κοιτάζοντας τα ακριβά παπούτσια.Τι κι αν έχουν τον τρόπο τους κάποιοι άνθρωποι, τα βάσανα της ζωής είναι ίδια για όλους κι οι παράδες δεν σώζουν πάντα τον κοσμάκη...

 Η Ζαφείρα έτρεμε σαν το φύλλο στο βοριά. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και πήρε βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να μην ουρλιάξει στη μέση του δρόμου. 
- Χαρίκλεια, Χαρίκλειααααα! Άνοιξε, πανάθεμά σε!
Σαν ταύρος μαινόμενος μπήκε στο σπίτι, σπάζοντας με δύναμη ό,τι υπήρχε στα τραπέζια. Η Βούλα που μόλις είχε λούσει τα μαλλιά της, βγήκε έντρομη με τη χτένα στο χέρι. 

- Τήνε βουτάει η μάνα της απέ το μαλλί και τήνε φέρνει σβούρες, τα μούτρα την κατέβασε με τα νύχια της. Η Χαρίκλεια προσπαθούσε να τήνε γλυτώσει, έφαε κι αυτή καμπόσες και σηκώθηκε ο μαχαλάς στο ποδάρι απέ το κακό που γένηκε εκεί! Τα τι λόγια τις έσουρε, τι να σας λέω, απέ τη Λαμπρινή να τα ακούσετε που τα ξέρει λεπτομερώς, όλα.
Την ρήμαξε το σπίτι τη Χαρίκλεια, ρουφιάνα τήνε φώναζε, βρομοθήλυκο την κόρη της, μεγάλο ρεζιλίκι! Το κορίτσι εφώναζε βοήθεια, η μάνα τσίριζε που δε θα βγεις ζωντανή απέ τα χέρια μου, μπαίνουνε οι γειτόνοι να τις χωρίσουνε και το σκάει η Βούλα αναμαλλιασμένη και με τα νυχτικά!
- Ηβοί! Τι λες τώρα, τέτοια σοβαρά πράματα ηγίνηκαν; Τ' ακούς Ιάκωβε, παιδί μου; 
- Τ' ακούω, αν και τα θυμάμαι λίγο από τη θεία Λαμπρινή που τα 'λεγε στη μαμά μου.
- Και που επήε η κοπέλα μπρε Σουλτάνα; 
- Στης Αναγνωστοπούλου! Τρελάθηκε η γυναίκα όταν τήνε είδε με τις νυχιές και τις μελανιές και φώναξε γιατρό. Πιο πολύ βέβαια, επειδής το κορίτσι είχε πάθει νευρικό κλονισμό να πούμε και φώναζε κι έκλαιγε και τραβούσε τα μαλλιά της σαν την τρελή! Την έβαλε ο γιατρός μια ενέσα*και κοιμήθηκε κομμάτι, η γυναίκα όμως είπε να πάει ως στης Χαρίκλειας να διει τι συμβαίνει. Δεν επρόλαβε να στρίψει το στενό της, ακούει κι εκεί μεγάλο πατιρντί, χαλασμός κόσμου γενούτανε! Ρωτάει μια γειτόνισσα, την λέει που η Ζαφείρα την έστριψε και σκότωσε στο ξύλο αδερφή και κόρη και τα 'σπασε όλα μέσα στο σπίτι. Σε λίγο πλακώσανε κι οι ζαπτιέδες*κι όπου φύγει φύγει η χριστιανή, μη τήνε βρει κάνας μπελάς κι εκείνηνα! Είδανε και πάθανε να τις χωρίσουνε κι εκεί απάνου η Χαρίκλεια φώναξε: Το παιδί, που είναι το παιδί; Βούλαααααα μου! Κι εκεί λιγοθύμησε...

Τα νέα έφτασαν στο τσαγκαράδικο και η Λισσάβω πέταξε την ποδιά κι έτρεξε μη και χάσει το θέαμα. 
- Και να πεις που δεν τη μίλησα; Διε τώρα τι κακό γένεται κει πέρα για να μη το κλείνει το ρημάδι της! Αχ! Τι έκαμες μωρή Λισσάβω!

Η κυρία Αναγνωστοπούλου, επέστρεψε σε κακό χάλι στο σπίτι της. Η Ζαφείρα τρελάθηκε; Μήπως γι' αυτό η κόρη της έμενε τακτικά στης θείας της τόσο καιρό; 
<<Δυστυχισμένο μου παιδί, τι κακό σε βρήκε...>> 
Έβρασε γάλα ζεστό με μέλι και προσπάθησε να της το δώσει με το κουταλάκι. Στάθηκε αδύνατο, η Βούλα κρατούσε τα χείλη κλειστά και τα δόντια της που χτυπούσαν ακούγονταν έντονα.
Η κόρη της, τρέμοντας κι αυτή, τη βοήθησε να της βάλει βαλσαμόλαδο στα σημάδια και να τρίψει το σώμα της με ζεστές πετσέτες. 
- Θα πρέπει να ειδοποιήσω τη θεία της που είναι το κορίτσι εδώ. Κικίτσα μου, το νου σου παιδάκι μου, δε θ' αργήσω.

Χτύπησε διστακτικά την πόρτα της Χαρίκλειας, ενώ οι γειτόνισσες, μαζί και η Λισσάβω, είχαν καθίσει στις πόρτες τους περιμένοντας τα νέα από το γιατρό που εξέταζε την άμοιρη θεία.
Της άνοιξε η κυρά Ασημούλα, η νοσοκόμα, που ήταν το δεξί χέρι του γιατρού. 
- Έμεινε πόση ώρα λιγόθυμη, η καημένη. Μας ειδοποίησαν και τρέξαμε αμέσως, συνέρχεται κομμάτι και ζητάει την ανιψιά της.
- Στο σπίτι μου είναι Ασημούλα η κοπέλα. Ήρτε σε κακή κατάσταση, ο γιατρός την είδε και την έκαμε ενέσα ηρεμιστικιά. Δε σε το είπε; 
- Όχι! Γι' αυτό έλεγε στη δεσποινίς Χαρίκλεια που είναι καλά η ανιψιά της και να μη στεναχωρεύεται, ε; Γιατί το 'χει μυστικό κι αυτός; Δεν είμαστε καλά!
- Γιατρός είναι και δεν κάνει να μαρτυράει βρε Ασημούλα! Ήθελες να με βρούνε μπελάδες κι εμένανε στα καλά καθούμενα και να συνεχιστεί στο σπίτι μου ο σκοτωμός; Εδώ γένηκαν πράματα και θάματα για, να παλαβώσω είμαι!
Η Ζαφείρα η καημένη, δεν είναι στα καλά της, ε; Με είπανε που μπήκε εδώ και γένηκε της τρελής, δαρμένη η Βούλα ήρτε σε μένανε! Είπα να έρτω μια, να διω τι γένεται κι έπεσα σε μεγάλη φασαρία, ως κι οι ζαπτιέδες μαζωχτήκανε! Φοβήθηκα η αλήθεια, ξύλο και βρισιές και κακό που γινούτανε! Η Ζαφείρα στο νοσοκομείο είναι; Νευρολόγος τήνε πήρε την κακομοίρα;
- Τι νευρολόγος με λες χριστιανή μου; Θαρρείς που είναι τρελή και τήνε έπιασε κρίση; Η τιμή της κόρης της εθίχτηκε και βρήκε κι αδερφή της μπελά μεγάλωνε! 

Η κυρία Αναγνωστοπούλου τα είχε χαμένα! Η τιμή της Βούλας θίχτηκε; Ποιος; Που; Πότε; 
- Τι με λες μπρε Ασημούλα; Με την κόρη μου και τα άλλα τα κορίτσια κάμνουνε παρέα, σπίτι μας έρχεται, εδώ οι άλλες έρχονται, περίπατο μαζί όλες πάνε, που τήνε βρήκε και την έθιξε την τιμή της; Τα κακά τα στόματα του κόσμου να μη τα πιστεύεις. Έπαθε τα νεύρα της η μάνα της και τις όρμηξε κι αμέσως την ευθύνη στην κοπέλα να ρίξουνε! Ντροπής πράματα είναι αυτά, τόσο τίμιο και καλό κορίτσι, αμαρτία είναι για! Μεθαύριο που είναι η Καθαρά Δευτέρα, οικογενειακώς τις κάλεσα να περάσουμε τη μέρα και με είπε η Χαρίκλεια που θα φέρει πιταράκια με το μήλο κι η αδερφή της παστέλι με το αμύγδαλο. Τώρα εσύ, τι κουσέλια κάθεσαι και με λες;
- Και δε με λες κυρά μου, τις τζιλβέδες με τις φιληνάδες της τις έκανε; Πόσα μάτια τήνε είδανε με δαύτονα κι εσύ με λες που είναι κουσέλια; Για η κόρη σου τήνε έπαιρνε απέ πίσω για να ξεύρη που πήαινε μετά; Ε;

Τη συζήτηση διέκοψε ο γιατρός, που βγήκε από την κάμαρα της Χαρίκλειας, παραμερίζοντας με τα πόδια του τα σπασμένα γυαλιά. Ούτε μια πιθαμή πάτωμα δεν έβλεπες, που να μην είχε θρύψαλα και κομμάτια από φαγιάντσες, τσεβρέδες και κεντίδια, μουσκεμένα από τα λικέρ που μέχρι πριν λίγες ώρες γέμιζαν τις ωραίες καράφες στο μπουφέ. Τα χέρια της Ζαφείρας, δεν είχαν αφήσει τίποτα όρθιο, ούτε καν τα κάδρα στους τοίχους.
- Πως είναι, γιατρέ; 
- Άσχημα, έχει υποστεί νευρικό κλονισμό. Δεν πρέπει να μείνει μόνη της ούτε λεπτό, μη σας πω ότι το καλύτερο θα ήταν να μη βρίσκεται εδώ, στο σπίτι.
Έδειξε ένα γύρω το διαλυμένο σαλόνι και την εξώπορτα. Οι γειτόνισσες είχαν στήσει μάτι και αυτί, ακριβώς απ' έξω. 
- Γιατρέ, να τη μεταφέρουμε στο σπίτι μου, λέτε;
- Το ιδανικότερο, κυρία Αναγνωστοπούλου. Θα την ωφελήσει, σίγουρα. 

Κρατώντας την η Ασημούλα από το μπράτσο, μπήκε περπατώντας με κόπο, λαχταρώντας να δει τη Βούλα και να παρηγορηθούν αγκαλιασμένες θεία κι ανιψιά.

- Μαμά, η Βούλα έφυγε, ήταν αδύνατο να την κρατήσω κι ούτε μου είπε που πάει...



Ενέσα - Ένεση 

Ζαπτιέδες - Χωροφύλακες

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Τι καζίκι μας βρήκε!


Η Βούλα εκτός εαυτού, έτρεμε σύγκορμη, ουρλιάζοντας και απειλώντας τη μητέρα της, που είχε βάλει μουσική στη διαπασών για να μη την ακούνε οι γείτονες.
- Ψέματα λες! Δε μπορεί να είναι αλήθεια όλα αυτά! Εσύ τα έγραψες, επειδή δεν τον χώνεψες από την αρχή! Δε σε πιστεύω, δεν είσαι μάνα εσύ! 
- Παιδί μου, άκουσέ με σε παρακαλώ...
- Δε θέλω να σ' ακούσω, δε θέλω να μείνω άλλο εδώ μαζί σου, φεύγω! Θα πάω στη θεία που μ' αγαπάει και με καταλαβαίνει, εδώ δεν ξαναπατάω! 
- Ευσεβία, σύνελθε! Το γράμμα το έδωσα στη θεία σου το μεσημέρι και το διάβασε, τρελάθηκε κι αυτή σε λέω μ' όλα αυτά! Και πρόσεξε καλά, μη με κάνεις κάνα χουνέρι που είναι ακόμα εδώ κι η θεία Κούλα, μαύρη σου μοίρα καημένη μου! Ποιος δε θέλει το καλό σου βρε απόλωλη, ε; Η ίδια σου η μάνα; Και η θεία σου ακόμα που σε υποστήριζε στην αρχή με δαύτονε, αγωνία είχε να μάθει τι γένεται κι αν είναι όπως σε τα είπε ο παλιάνθρωπος! Η Χαρίκλεια που σε λατρεύει, θαρρείς που θέλει να κακοπέσεις μωρ' συ;
Μακάρι να ήτουνε καλά τα πράματα κι ας τόνε έπαιρνες κι αύριο που λέει ο λόγος! Σε απαγόρεψε κανείς να αγαπήσεις; Κι εγώ τον πατέρα σου απ' αγάπη τόνε πήρα και μπρος του δεν έβαλα ποτέ κανένανε, αμά ήτουνε και τίμιος άνθρωπος! Αυτός ο απατεώνας, του κόσμου τα ψέματα σε γιόμισε και την προίκα σου θέλει να αρπάξει, που άδικη ώρα να τον έρτει!
Τι καζίκι* μας βρήκε! Θεούλη μου, δώστην φώτιση! 

Η Βούλα κλείστηκε στο δωμάτιό της κι έπεσε με λυγμούς στο κρεβάτι. Το μυαλό της ήταν τόσο θολωμένο με μπερδεμένες σκέψεις και το μόνο που ήθελε ήταν να δει τη θεία της.
Μόνο σ' εκείνη είχε εμπιστοσύνη, που τη στήριζε κρυφά, έπρεπε να την καλύψει για να δει το Σωκράτη, να μάθει αν ήταν αλήθεια αυτά τα φριχτά πράγματα. Δε μπορεί να ήταν έτσι, σίγουρα δουλειά της μητέρας της ήταν, για να δικαιωθεί απέναντι στην κόρη και την αδερφή της, επειδή ήταν αρνητική απ' την αρχή.

Οι τρεις μέρες που έμεινε η Κούλα στης Χαρίκλειας, πέρασαν αργά και βασανιστικά. Κρατώντας τα προσχήματα, πήγαν παρέα επίσκεψη σε συγγενείς και συζητούσαν τάχα ανέμελα για διάφορα θέματα. Το τελευταίο βράδυ, μίλησαν για τη Βούλα. Με δάκρυα η Χαρίκλεια είπε στη θεία της ότι ο γαμπρός ήταν ρεμάλι, χωρίς να αναφερθεί σε λεπτομέρειες. Η Κούλα, έδειξε κατανόηση και την κάλεσε στο σπίτι της, να μείνει όσο καιρό θέλει, μακριά από όλα αυτά.
- Θεία μου σ' ευχαριστώ, αλλά δε μπορώ να φύγω τώρα που με χρειάζονται και οι δυο. Η Βουλίτσα μου, πολύ παραπάνω, έχει αρρωστήσει το πουλάκι μου με τα κακά χαμπέρια και τις φασαρίες με τη Ζαφείρα.Αν δε μπω στη μέση να κρατήσω τις ισορροπίες, μεγάλο κακό θα μας εύρη!

Φόρτωσαν την Κούλα με καλούδια, τη συνόδευσαν και την αποχαιρέτισαν με αγκαλιές και χαιρετίσματα οι αδερφές στο σταθμό. Όταν το τρένο ξεκίνησε, η Ζαφείρα κρατήθηκε στο μπράτσο της αδερφής της, έτοιμη να καταρρεύσει. Η παράσταση, ευτυχώς τελείωσε.
- Χαρίκλεια, τι κακό μας βρήκε! Μια ώρα ήσυχη δεν περνάει στο σπίτι μου, πάμε να τη μιλήσεις, εσένα θα σ΄ακούσει. Ανάθεμά τονε, φωτιά που μας άναψε ο παλιάνθρωπος! 

Ούτε η ίδια ήξερε πόσες ώρες πέρασε στο δωμάτιο της Βούλας, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Νύχτα πια, κατέβηκε στο μισοσκότεινο σαλόνι απογοητευμένη. Η Ζαφείρα καθόταν στην καρέκλα, δίπλα στο παράθυρο, κοιτώντας αφηρημένη το δρόμο. Το σαγόνι της ήταν σφιγμένο κι έτρεμε και το πρόσωπό της ωχρό.
- Ζαφείρα, έλα να τα βάλουμε κάτω, να διούμε τι θα γένει εδώ. Και οι δυο έχετε τα δίκια σας, σε το 'χω ξαναπεί, αμά τώρα τα πράματα είναι χειροπιαστά και πρέπει να μπει ένα τέλος σ' αυτή την ιστορία.
Κοπέλα είναι, ερωτεύτηκε, ποια δε θέλει τον πρίγκιπα των ονείρων της; Βγήκε σκάρτος, ο χειρότερος, πρέπει να τον βγάλει απ' το μυαλό της. Αμά, δε γίνουνται αυτά μπρε αδερφή απέ τη μια στιγμή στην άλλη, χρόνος χρειάζεται για! Με το να μαλώνετε, πιο πολύ θυμώνει και χειρότερα γίνουνται τα πράματα, χώρια που θα πάρει χαμπάρι όλος ο μαχαλάς. Νομίζει που είναι δικά σου καμώματα κι ο άλλος καλός σαν αγγελούδι. Η καρδιά της, δε μπορεί να φέρει βόλτα το νου της και δεν την αφήνει να πιστέψει την αλήθεια. Χίλιες φορές την είπα που δυστυχώς αποδείχτηκε όχι απλά ψεύτης, αμά απατεώνας, δεν ακούει τίποτα και δε θέλει μήτε να σε βλέπει. Η γνώμη μου είναι να την πάρω σπίτι μου για λίγο καιρό, ίσιαμε να χωνέψει αυτά τα πράματα και να μαλακώσει κομμάτι η ψυχή της. Σε ορκίζουμαι, θα την μιλάω συνέχεια για τα δίκια σου και θα διεις που με τον καιρό θα ξεχαστεί το θέμα...


Η Χαρίκλεια κράτησε το λόγο που έδωσε στην αδερφή της. Ήρεμα, χωρίς κόντρες και φωνές, μιλούσε στην ανιψιά της για τους κινδύνους που έκρυβε αυτή η σχέση. 
- Τυχερή στάθηκες παιδάκι μου, που μάθαμε ποιος είναι στ' αλήθεια. Εδώ, εξαπάτησε εμένα, τόσων χρονών γυναίκα, εσένα δε θα κορόιδευε; 
- Αν δεν τα ακούσω από το στόμα του, δεν πιστεύω τίποτα! Δε μπορεί να είναι έτσι ο Σωκράτης, κάτι άλλο συμβαίνει και θα το μάθω! Τη Δευτέρα, θα είμαι εκεί να εξηγηθούμε!
- Τρελάθηκες κορίτσι μου; Δεν έχεις να πας πουθενά, ο άνθρωπος αυτός είναι επικίνδυνος, δε θα τον ξαναδείς ποτέ, πάει και τέλειωσε! 
- Θα τον δω θεία μου, για τελευταία φορά. Κι αν χρειαστεί, θα τον φτύσω πριν φύγω!
Μάταιες οι προσπάθειες της, να συγκρατήσει τη Βούλα. Ήταν αποφασισμένη ν' ακούσει τις αλήθειες από το στόμα του. 

Ο Σωκράτης κατάλαβε ότι κάτι κακό είχε συμβεί, βλέποντάς την να πλησιάζει εκνευρισμένη. Όσο εκείνη φώναζε, έβριζε, και τον απειλούσε, το μυαλό του έπαιρνε χιλιάδες στροφές.
- Βούλα μου, άκουσέ με σε παρακαλώ! Πες μου αυτή τη στιγμή ποιος διέδωσε τέτοια πράγματα για μένα; Θα πάμε μαζί στην Αθήνα και θα τον κλείσω στη φυλακή για το κακό που μου έκανε, αυτά ξεπερνούν μια απλή συκοφαντία!  Η αλήθεια είναι, ότι πριν λίγες μέρες με ενημέρωσαν για την κατάσχεση της περιουσίας μου, είχα μπλέξει με απατεώνα συνεταίρο δυστυχώς. Αν ήμουν στη Θεσσαλονίκη, τίποτα δε θα είχε συμβεί, ήξερα πως να τα διευθετήσω, όμως δε μπορούσα να φύγω μακριά σου αγαπημένη μου. Για σένα έμεινα εδώ, να είμαι κοντά σου, πίστεψέ με! Χαλάλι σου που έχασα τα πάντα, θα τα φτιάξω απ' την αρχή!
Έπειτα είναι και η μητέρα σου, που με πήρε με κακό μάτι από την πρώτη στιγμή που με είδε και σε τιμωρούσε για να μη με βλέπεις. Ήξερε τότε, ότι θα λάβαινε το γράμμα που θα με κατηγορούσαν και ήθελε να σε απομακρύνει από μένα; Είμαι σίγουρος ότι το έστειλε ζητώντας από τον άλλον απλά να το αντιγράψει και να το λάβει μετά εξ Αθηνών, για να γίνει πιστευτό και να σας ρίξει στάχτη στα μάτια. Είναι πανούργα!
Δυστυχώς, έβαλε στο παιχνίδι και τη θεία σου, έτσι δεν έχεις κανένα με το μέρος σου τώρα πια! Θα συναντιόμαστε κρυφά κι απ' τη Χαρίκλεια, τέλος οι Δευτέρες! Την επόμενη Πέμπτη να είσαι εδώ και θα ορίζουμε ποια μέρα θα συναντηθούμε ξανά. Κάθε βδομάδα κι άλλη μέρα κι άλλη ώρα.

- Με το πες πες κι έτσι που τα έθεσε τα πράματα, τήνε έψησε τελικά! Τήνε ορμήνεψε για τα καλά, να πει την θεία της που δεν ήθελε να τόνε ξαναδιεί. Εγύρισε στο σπίτι απέ τον άλλο δρόμο επίτηδες και την είπε που μετάνιωσε την τελευταία στιγμή και δεν πήε στο ραντεβού, αμά έκαμε μια βολτίτσα να πάρει κομματάκι αγέρα μπας κι ηρεμήσει. Το 'χαψε η Χαρίκλεια η καημένη, γάλα ζεστό την έβαλε, την ξάπλωσε στο κρεβάτι και την χάιδευε τα μαλλιά να τήνε παρηγορήσει. Η Βούλα την είπε, που από την επομένη θα πήαινε να βρει τις φίλες της για περίπατο και κουβεντούλα, να ξεχνιέται κομμάτι σα να μην είχε γένει τίποτες!
- Βάι βάι! Τι πράμα κι αυτό! Να τα και τα ψέμματα στη θεία τση!
- Την παρήγγειλε μάλιστα να ψήσει κι ένα γλυκό, να τρατάρει τα κορίτσια που θα καθούντουσανε στο σπίτι της!

Θύμα του Σωκράτη κι η Χαρίκλεια, έπεσε στην παγίδα. Οι Δευτέρες της ανιψιάς, περνούσαν στην παραλία με τις φίλες της, που την επισκέπτονταν στο σπίτι δυο και τρεις φορές την εβδομάδα. Η Βούλα, ανταπέδιδε την επίσκεψη μόνο μια φορά και καθόταν αρκετά. Την παρακολούθησε η θεία της, που στο βάθος δε μπορούσε να πιστέψει ότι τον ξεπέρασε τόσο εύκολα. Ούτε ξενύχτια, ούτε κλάματα, μια παράξενη ηρεμία υπήρχε στο σπίτι.
Την είδε με τις άλλες κοπέλες στη βόλτα τους, στο ζαχαροπλαστείο, στα μαγαζιά να χαζεύουν τις βιτρίνες. 
- Είδες που σε τα 'λεγα Ζαφείρα; Άλλος άνθρωπος γένηκε το κορίτσι! Μπρος αυτή κι εγώ από πίσω της σε λέω, Τώρα τις αποκριές, θα την ράψω στολή για το χορό που θα κάνει η Κικίτσα, εκεί θα μαζωχτούνε να γλεντήσουνε. Και με είπε η μαμά της, ένα βράδυ που ήρτε να πάρει την κόρη της επειδή άργησε, να πάω κι εγώ στο χορό!
- Μακάρι μπρε Χαρίκλεια, μακάρι να ξεμπερδέψαμε και τι στον κόσμο! Να την πεις να μαζωχτεί και στο σπίτι της, πράμα είναι αυτό να με το βαστάει ακόμα για; Αφού κατάλαβε τα δίκια μου, προς τι τόση κακία;
- Θα γένει κι αυτό, μη σεκλετίζεσαι... Τώρα μπήκε σε μια σειρά, που είδαμε και πάθαμε, για! Να συνέρθει πρώτα καλά, να γιάνουν οι πληγές της, λίγα τράβηξε κι αυτό που κομματιάστηκε η καρδούλα της; Έννοια σου μπρε!  Έχουμε ολάκερη Σαρακοστή μπροστά μας, θα διεις τι ωραία που θα περάσουμε το Μεγαλοβδόμαδο! Μαζί θα ζυμώσουμε όπως πάντα τα κουλούρια μας, τα τσουρέκια, τα κόκκινα τ' αβγά...
Η Βουλίτσα δε θα πλησιάζει μη τη βάψει η μπογιά τα χεράκια της κι εγώ όπως κάθε χρόνο θα την κυνηγώ, τάχα να τη λερώσω! Και το Πάσχα, όλοι μαζεμένοι θα ψήσουμε το αρνί, θα βουτάνε τα αγοράκια μας την πετσούλα και θα σπάζουνε κάμποσα αβγά στο τσούγκρισμα. Επειδή όπως πάντα δεν τα τρώνε όλα, θα τα κάνουμε γιομιστά με τη μαγιονέζα. Στην Ανάσταση, θα μεταλάβουμε τη νύχτα, σε το λέω απέ τα τώρα. Θα πάρω ρουχαλάκια ανοιξιάτικα στα παιδιά, παπουτσάκια οι νουνοί τους όπως κάθε χρόνο και θα είναι εντάξει. Τη Βουλίτσα που δεν την παίρνει επειδή μεγάλωσε, πάλι θα την πάρω εγώ, άσπρα γοβάκια με τσαντούλα. Σαν την κουκλίτσα θα είναι στην εκκλησία το τζιέρι μου, η πιο όμορφη απ' όλες! Aχ! Πως περνούνε τα χρόνια, σαν χθες την κρατούσα αγκαλιά και τώρα αν μ' αξιώσει ο Θεός, θα πιάσω το παιδί της...
- Αμήν! Αμά, μπρε Χαρίκλεια, δε σε φαίνεται κομματάκι ύποπτη αυτή η αλλαγή της; Μέχρι που να τήνε πάρεις σπίτι σου, ήτουνε έτοιμη τα μάτια να με βγάλει, σε μένανε τα 'ριχνε όλα και δε σήκωνε κουβέντα για δαύτονε. Πες με,  πως κι έτσι ήρτανε τα πράματα για; Άξαφνα δε θέλει να ακούσει γι' αυτόνανε, βρήκε τις φιληνάδες της και βολτετζάρουνε σα να μη τρέχει τίποτα, αμά το πείσμα της για λόγου μου ακόμα βαστάει;
Μπρε συ, μπας και σκαρώνει τίποτις με αυτό το ρεμάλι και μας εύρη καμιά συμφορά; 

Η Χαρίκλεια ταράχτηκε. Η αδερφή της δεν είχε άδικο σχετικά με την τεράστια στροφή που έκανε η Βούλα και τ' άφησε έτσι ξαφνικά όλα πίσω.
- Σώπα καλέ, μη τα βάζει ο νους σου τέτοια πράματα! Που θα τόνε διει να τα σκαρώσουνε, στο σπίτι μου που κάθεται με τα κορίτσια για στις βόλτες τους; Αφού σε είπα, για να 'μαστε σίγουρες, επήγα πολλές φορές να βεβαιωθώ.
- Μακάρι να είναι έτσι, αμά κάτι με τρώει αδερφή. Κι άμα με τρώει, ξέρεις που πάντα έχω δίκιο, είδες και με τον αλήτη που δε με κάθισε καλά απέ την αρχή που τόνε είδα. 
Αναστέναξε η Χαρίκλεια, ευχόμενη να έχει άδικο η αδερφή της. Είχε τσεκάρει με τρόπο τα ραντεβού τους για τις βόλτες και τις μέρες που πήγαινε στα σπίτια των κοριτσιών, ρωτώντας πότε αν τους άρεσε το γλυκό που έστειλε, ή το καινούργιο φόρεμα που της έραψε.  Δεν της είχε πει ούτε ένα ψέμα, όπου της έλεγε ότι πηγαίνει, εκεί ήταν.  Περισσότερο φοβόταν, ότι η Βούλα τα μάζευε μέσα της και θα ξεσπούσε κάποια στιγμή, πολύ άσχημα.
Με βήματα βαριά έφτασε στο σπίτι της. Η Ζαφείρα, της είχε κόψει τη χαρά για τα καλά μαντάτα με τις υποψίες της. Μελέτησε λίγο για τα μαθήματα της επόμενης μέρας και σε μισή ώρα ήρθε κι η Βούλα χαρούμενη.
- Καλώς το μου! Πως περάσατε, που πήγατε σήμερα; 
- Για γλυκό θεία, ήπια και μια πορτοκαλάδα! 
- Και η πορτοκαλάδα σ' έφερε στο κέφι γκιουζέλα μου; Σάμπως και κάτι γένηκε και σ' έδωκε χαρά μεγάλη! Πες με κι εμένα να χαρώ, για!
- Τίποτα καλέ θεία, να, λέγαμε αστεία και γελούσαμε! 
- Καλά παιδάκι μου, πάντα να γελάς σ' εύχομαι. Αμά να ξέρεις, είμαι πάντα δίπλα σου, μη το ξεχνάς ποτέ αυτό.
Στάθηκε αμίλητη για μια στιγμή, κοιτώντας την βαθιά στα μάτια, κόβοντας την ανάσα της Χαρίκλειας.
- Δεν το ξεχνάω θεία μου...






Καζίκι - Παλούκι. Χρησιμοποιείται η λέξη κι όταν περιγράφουν δύσκολες καταστάσεις, σαν ζόρι.