.

.
.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Τα ροζ τριαντάφυλλα



- Και του χρόνου να είμαστε καλά ούλοι, πολύ ωραία κι εφέτος περάσαμε τσι καλές ημέρες!
- Αμήν! Η ώρα η καλή τση Λίτσα μας, γλήγορα και στο Δεσποινάκι μας με τύχη χρυσή! 
- Και τσι χαρές τση Θοδωρούλας μας! 
- Πολύ σ' ευχαριστώ που ηκράτησες την κόρη μου τόσες ημέρες Νικούλα μου! Κι εσένα και τον Ασημάκη!
- Τι μας ηφχαριστάς μπρε Ευρύκλεια; Ξένοι είμαστε; 
- Όχι κοκόνα μου... Κομματάκι ησύχασα που ήξευρα ότι περνά καλά κοντά σας κι είχε τα κορίτσια σου ν' αλλάξουνε και δυο κουβέντες... 
- Χαρά ζουγραφιστή είναι η Θοδωρούλα μας! Πιο νοικοκιουρά και ξύπνια αφ' τσι δικές μου είναι που κάμουνε το κορόιδο με τσι δουγειές πολλές φορές κι ηπιάνουνε το λακιρντί! Γλήγορη σε ούλα, ποτές δεν τσ' ηφώναξα για κάτι κι ηρχούτανε από μόνη τση! Άμε στην αυλή με τσι ξαδερφάδες σου τσ' ήλεγα, τίποτις εκείνη! Ούλο να βοηθήσω θεία και τι να σ' ηκάμω θεία ήτονε! 
- Κι έτσι ήπρεπε!  
- Και σ' είπα που την ηκαμάρωσε ούλος ο κόσμος αφ' την ημέρα που την ηφέραμε! Στην Ανάσταση αφ' τσι πιο ωραίες, κούκλα ζωντανή!
Να σου ζήσει η ανεψούλα σου και καλή τύχη κι ούλο τέτοια, δεν τα ήκουσες; Και να σ' ειπώ, μερικές έχουνε και γιοι καλοί, ποτές δεν ηξεύρεις το τυχερό τση! 
- Αφ' τον στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί Νικούλα μου!
Αγκαλιάστηκαν συγκινημένες. 
- Άμα σ' ειπώ που δεν ηβλέπω την τύχη τση ν' ανοίγει στη γειτονιά μας... Παιδιά καλά έχομε και τσ' αρέσει η κόρη μου, οι μανάδες τως όμως, ηξεύρεις...
- Μμμμμ... Θα τσ' ηκαθούντανε άσκημα τέτοια κοπέλα! Είναι κακός ο κόσμος, πολύ κακός... Εδώ είμαστε πολύ καλά γιατί έχομε τόσοι δικοί μας που ηξεύρουν κι εχτιμάνε. Δεν είναι ούλοι σαν κι εμάς βέβαια, καλοί και κακοί παντού υπάρχουνε Ευρύκλεια!
Είχε δίκιο η Νικούλα. Καλό δε σου χρωστάει κανείς τελικά. 

Οι γειτόνισσες τρώγονταν από τη μέρα που είδαν τη Θοδωρούλα να φεύγει με τα μπογαλάκια της. Ήξεραν τη μάνα, τον πατέρα, τα κορίτσια και τη στενή τους συγγένεια, αλλά τους κάθισε στραβά το φευγιό της. Δεν την έβλεπαν να μπαίνει και να βγαίνει και χωρίς φρέσκα κουτσομπολιά οι μέρες κυλούσαν ανιαρές μεταξύ λάτρας, κουλουριών κι εκκλησίας. 
- Δυο μεγάλες τσάντες κουβάλησε μαζί της! 
- Για να φοράει κάθε μέρα κι άλλα ντε! 
- Η μια ξαδέρφη αρραβωνιάζεται σίγουρα, άκουσα που το λέγανε και χαχανίζανε κι οι τρεις! 
- Και τούτη γιατί πήγε μαζί τους, να κρατάει το φανάρι;
- Ποιος ξέρει...  
- Από των Βαγιών έφυγε και γύρευε πότε θα γυρίσει στη μάνα της...
- Λέτε να τυλίξει κανέναν από κει πάνω;
- Μακάρι, να ησυχάσουμε! Να δούνε και τα κορίτσια άσπρη μέρα που τα μάτια όλων είναι πάνω της! Άκου να έρθουν στα χέρια ο Λάκης με το Μίλτο που είναι φίλοι από μωρά! Ο νους μου δεν το χωράει!
- Ποιος το περίμενε να σκοτώνονται για τη Σμυρνιά; Α, πα, πα!
- Ντροπής πράματα!
- Να τα μεγαλώνεις, να περιμένεις τις χαρές τους και να βλέπεις τέτοιες προκοπές; Βάσανα που σε βρίσκουν στα καλά καθούμενα... 
- Η κόρη μου δεν είναι για πέταμα και δε σκάσαμε δα για το Λάκη! Αυτός έχασε τέτοια τύχη, κακό του κεφαλιού του!
Συναντήθηκαν με τη μάνα στο μπακάλη, τον κυρ Φανούρη.
- Πού είναι η κόρη σου κοντά μια βδομάδα που λείπει Ευρύκλεια;
- Τση κουνιάδας μου Μαρουλία μου!
- Σάμπως και λείπει πολλές μέρες, ε; 
- Θα υπάγω κι εγώ τη Μεγάλη Πέμπη...
- Πώς κι έφυγε που έχετε τόσες δουλειές; Λαμπρή έρχεται!
- Τσι κάμαμε ούλες πριχού τη Βαγιανή!
- Και τα γλυκά μόνη σου θα τα φτιάξεις;
- Τα πολλά τζυμώματα τση Νικούλας τα κάμουμε. Κάτι λίγα θα ψήσω να τα στείλω στο γιο μου για το καλό, που λείπει το γιαβρί μου μέρες που είναι... 
- Καλά θα κάνεις! Τόσα πράματα σας έστειλε απ' έξω, είδαμε τις κούτες που σας φέρανε!
- Ναι, ναι το παλικάρι μου! Και για το Πάσχα να βάλουμε καινούργια ρούχα κι ένα σωρό πράματα για την προίκα τσ' αδερφής του!
Υφάσματα, στολίδια, φορέματα, παπούτσια, σεντόνια, πετσέτες, μοσχοσάπουνα, κολόνιες κι ένα προσεκτικά τυλιγμένο ωραίο σερβίτσιο, δώρο για τους αρραβώνες της ξαδέρφης του.

Την Τρίτη του Πάσχα επέστρεψαν μάνα και κόρη.
Το πρώτο πράγμα που είδαν όταν άνοιξαν την αυλόπορτα, ήταν σκόρπια δεξιά κι αριστερά ροζ ολόφρεσκα τριαντάφυλλα που μοσχοβολούσαν. Αποσβολώθηκαν κι οι δυο. 
- Τι δουγειά έχουνε αυτά εδώ; Ποιος τα ήβαλε;
- Πού να ξεύρω καλέ μαμά;
- Δεν είμαστε καλά...
- Μπρε κόρη μου, μπας κι έχεις αλλάξει τίποτις κουβέντες με κάνα παλικάρι; Γιατί τούτα εδώ, για μένα δεν είναι!
- Τι με λέγεις τώρα, άμα κάτι ήτονε δε θα στο ήλεγα;
Κοίταξε η μάνα με τρόπο να δει αν τις έβλεπε καμιά γειτόνισσα. Δεν φαινόταν καμία αλλά τις πρόδιδαν οι σκιές πίσω από τα κλειστά παντζούρια χωρίς οι ίδιες να το υποψιάζονται. 
- Άκου τι θα κάμουμε! Πάμε μέσα και θα φέρω τον τενεκέ να τα ρίξουμε στα σκουπίδια. Αυτό θα φανεί σε ούλες! 
- Αμαρτία να τα πετάξουμε μαμά...
- Τον τενεκέ μέσα θα έχομε και θα τον ηγιομίσεις με τα χρυσόχαρτα αφ' τα γλυκά που φέραμε. Και θα τα βάλουμε κάτω να ιδούμε ποιος απ' ούλους θα τα ήριξε εδώ! 
Όλα τα ονόματα των ελεύθερων παλικαριών μελετήθηκαν όσο τα χάζευαν στο γεμάτο με νερό ανθοδοχείο κι όπως ήταν φυσικό άκρη δεν έβγαλαν. Ίσως αυτός, ίσως εκείνος, ίσως κι ο άλλος... 
- Όποιος είναι, κάτι θα κάμει, θα φανεί...
- Κι εγώ μαμά τι θα...
- Εσύ γιαβρί μου ο,τι γίνει, με μένανε θα τα ειπείς! Άμα είναι κάνα παλικάρι καλό και σ' αρέσει, θα έρτει τίμια στη μάνα σου να τσ' ημιλήσει. Θα γράψομε τ' αδερφού σου και θα τα ειπούνε με λόγο σαν άντρηδες κατά πως πρέπει! 
Για να μη μαραθούν τα τριαντάφυλλα και πάνε χαμένα, θα έφτιαχναν μια ωραία πάστα για τριβή στο πρόσωπο και το σώμα.
Τα μάδησαν και τα έβαλαν σε βάζο, σκεπασμένα με σόδα και χοντρό αλάτι σε σειρές.
Το έκλεισαν σε ντουλάπι που θα έμενε για κάνα μήνα και μετά θα είχαν ένα μυρωδάτο μείγμα που με λίγο νερό στο τάσι θα καθάριζε το δέρμα και θα το έκανε απαλό.
Απόσωσαν τις δουλειές της αυλής και τις μπουγάδες κι έφυγαν πάλι την Παρασκευή για της θείας, που τις ήθελε σώνει και καλά στο λογοδόσιμο παρούσες.
- Μήτε που να το συζητάς Ευρύκλεια! Τσι δικοί μας αθρώποι εδώ τσ' ηθέλουμε! Να μην ειπείς κι εσύ μια γνώμη; Άμα δεν είχανε φύγει στο χωριό τση θείας του που πάνε κάθε χρόνο, θα τσ' είχαμε ανήμερα τη Λαμπρή εδώ! 
- Καλά ήκαμαν οι αθρώποι! Του χρόνου θα είναι διπλός! Χα χα χα!
Με το πρωινό γλυκό καφεδάκι του Σαββάτου, συζήτησαν για τους αρραβώνες της Λίτσας. 
- Αύριο που θα έρτουνε με το καλό να τη ζητήσουνε, θα τσ' ηβάλουνε το μαλαματικό του καπάρου... Ήπρεπε να γνοιαστούμε κι εμείς για το γαμπρό τίποτις;
- Όσκε! Κείνοι ασημώνουνε τη νύφη στο λογοδόσιμο, τα δικά σας πρέποντα είναι τσι αρρεβώνες! Ήβαλες μπρος για τα κουγιουμτζίδικα, να έχεις μιαν ιδέα; Σταυρό, ρολόγι, δαχτυλίδι, ταυτότητα ή καδένα του χεριού... Αυτά πάνε τσι γαμπροί, λίγα και καλά. 
- Ε, ναι, ούλοι θα τον ηχρυσώσουμε! Να περάσει με το καλό η ημέρα και θα πάρω τσι δρόμοι...
- Πολύ ωραίο το φουστανάκι τση Λίτσας μας για αύριο! Συ τι θα φοράς;
- Την άσπρη φούστα με τη βυσσινιά υποκαμίσα. Να ετοιμάσω και του Ασημάκη ρούχα παστρικά για μετά, μην ημυρίζει τσίκνες αφ' το ψήσιμο! Χα χα χα!
- Με τσι μπεζέδες που σ' ήφερα θα τσ' ηγλυκάνεις πρώτα αφού θα τα μιλήσετε, που είναι για τσι αρρεβώνες και τσι γάμοι! Τα άλλα μετά!
- Ναίσκε, ηξεύρω!
Η Νικούλα με την Ευρύκλεια και τις κόρες τους, είχαν ετοιμάσει ένα σωρό ωραία φαγητά για την επόμενη μέρα, να περιποιηθούν τους συμπέθερους το γαμπρό και τη θεία του, όσο καλύτερα γινόταν.
Θα σούβλιζαν πάλι στην αυλή αρνί και κοκορέτσι και θ' άναβαν κι άλλη φωτιά για τα μεζεκλίκια. Τζιγεροσαρμάδες, λουκάνικα, σουτζούκια. Εκεί θα ψηνόταν κι η πίτα με το χοντρό φύλλο και την ποικιλία κρεάτων και τυριών κι οι μικρές πατατούλες ολόκληρες με τη φλούδα τους, που είχαν πλυθεί και στεγνώσει καλά. Έτσι ζεστές και μαλακές από τη χόβολη, αλείφονταν με φρέσκο βούτυρο κι ήταν άριστο συνοδευτικό. 
Ο Ασημάκης, ο άντρας της Νικούλας, πήγε να ξαπλώσει νωρίς το βράδυ. Θα σηκωνόταν αξημέρωτα να πιει το καφεδάκι του με ησυχία και μετά να δέσει καλά το αρνί και να ξεκινήσει το ψήσιμο σε φωτιά χαμηλή για να γίνει λιώμα και να ξεροψηθεί η πέτσα του. 
Οι μάνες με τις κόρες συμμάζεψαν κι έπλυναν τα πιάτα.
- Ούλα έτοιμα τα έχομε νύφη μου!
- Τσι σαλάτες μόνο, τα σαλάμια και τα τυριά ίσα με να έρτουνε. 
- Ναίσκε! Πάμε κι εμείς να πλαγιάσομε... 
- Ώρα του είναι...
 - Κι η ώρα εννέα ησηκωνούμαστε. Καλά δεν είναι;
- Πολύ καλά! Μαγερέματα δεν έχομε, άλλοι θα τα ψήσουνε! Χα χα χα!
- Καλά που σ' έχω μπρε Ευρύκλεια, γλήγορα τα ετοιμάσαμε κοκόνα μου να ζήσεις!
- Κι εγώ σας έχω παρηγοριά Νικούλα μου... Πόσα χρόνια ερχούμαστε... Για θυμήσου μπρε με τον αδερφό σου πόσα γλέντια ηγίνηκαν εδώ... 
- Αχ μπρε νύφη μου... Όποτε έχομε τσι γιορτάδες κι ημαζευούμαστε, ο νους μου σ' εκείνονε πάει πάντα... Παλιοζωή, ούλο βάσανα, πίκρες και φαρμάκια είναι, μα ησύχασε.Έχεις εμπρός σου τσι χαρές των παιδιώνε σου, θα ηπιάσεις κι εγγονοί με το καλό! 
- Ο Θεός να δώκει...
- Κι ένα ακόμα πράμα θα σ' ειπώ για αύριο! Χαρά μεγάλη θα έχομε και δεν κάμει να είσαι μες στα μαύρα! Ανοιχτές κάρτσες θα σ' ηδώκω και μια μαντήλα με τσι χρυσοκλωστές να ρίξεις απάνω σου!
Δυσανασχέτησε η Ευρύκλεια που δε μπορούσε να φανταστεί πλέον τον εαυτό της με άλλα χρώματα αλλά η Νικούλα ήταν ανένδοτη.
- Έλα να υπάγομε στα κρεβάτια μας τώρα κι ο,τι σ' είπα θα γίνει!
Τα γέλια των κοριτσιών ακούγονταν από το δωμάτιο, αν και δε μιλούσαν δυνατά. Πειράγματα στη Λίτσα που έχανε την ελευθερία της και στη Δέσποινα που της άρεσε ένας νέος λεβέντης.
Μάτι δεν έκλεισε όλη τη νύχτα η Ευρύκλεια. 
<<Σε λίγοι μήνες θα έρτει ο γιος μου... Θα βρει τσι παλιοί του φίλοι, θα σμίξουνε... Αυτός που ήβαλε τα ρόδα είναι ο πιο ξετρελαμένος! Μην ειπεί κάνα λόγο για την αδερφή του κανείς απ' αυτούς που τση κάμει τα γλυκά μάτια και μπει στη μέση καμιά μάνα, καήκαμε...>>