Η καυτή πλάκα του σίδερου ακουμπούσε στα άσπρα μικρά πανάκια αρκετή ώρα για να τα αποστειρώσει.
Είχαν πλυθεί με ζεστό νερό και οινόπνευμα, στέγνωσαν στον ήλιο και θα έπαιρναν θέση στο μικρό συρτάρι του μπουφέ, μέσα σε μαξιλαροθήκη για να προστατεύονται, δίπλα στα σαπούνια και τις πετσέτες που ήταν αποκλειστικά για το πρόσωπο.
- Έκαμα χτες που μ' έφερε ο Γιάννης ωραία ζαρζαβάτια μια μάσκα του προσώπου θρεφτικιά... Με τσίτωνε πολύ το μούτρο μου τρεις μέρες τώρα... Να σε πω την αλήθεια δεν ήπια πολύ νερό τελευταία και με είπε η Σουλτάνα που είναι απ' αυτό...
- Τι μάσκα έκανες κυρία Ανθούλα;
- Επήρα απ' το φαρμακείο ένα μπουκαλάκι αμυγδαλόλαδο κι έριξα ένα κουταλάκι στο μπολ.
Μετά έλιωσα ένα καροτάκι και μισή πατατούλα που τα είχα βράσει. Πήρα και κομματάκι καρδούλα απέ το μαρουλάκι και την έβαλα στο μύλο κι ούλα μαζί τα ανακάτωσα. Έτριψα και λίγο αγγουράκι, μια στάλα βουτυράκι καλό και γίνηκε ωραία πάστα!
Την έβαλα να πούμε σε ούλο το πρόσωπο και το λαιμό και την άφηκα κάμποση ώρα για να πάρει ούλες τις ουσίες το δέρμα.
Μετά ξεβγάλθηκα κι έκαμα μια με το πανάκι και το ροδόνερο καλά κι έβαλα την κρεμούλα μου!
- Α! Γι αυτό βγήκαν τα πανάκια απ' το μπουφέ!
- Ναι για! Η αδερφή μου λέει που πρέπει να είναι πολύ καθαρά, να μην έχουνε μικρόβια και μείσκουνε στο δέρμα γιατί δεν κάμει...
- Και χρειάστηκες τόσα πανάκια που έπλυνες και σιδέρωσες;
- Να σε πω, δεν τα μεταχειρίστηκα ούλα για το πρόσωπο, κάμω μια στο τόσο και τα γυναικολογικά μου... Πλύσεις με σόδα και νερό, μετά χαμόμηλο κι είμαι μια χαρά, μήτε ενοχλήσεις έχω, μήτε τίποτις!
- Μπράβο!
- Έχω να σε πω και νέα... Άλλη γιαβουκλού με κουβάλησε ο Αλέκος πάλι, καιρό είχε!
- Χα χα χα! Την ξέρω;
- Μπα, όχι με είπε... Μια γδυτή με τις κοιλιές και τα στήθια όξω, ένα ξώπλατο κοντό ίσια με δω πάνω στην κιλότα της... Να διεις το μούτρο της μέσα στα κοκκινάδια μάγουλα και στόμα!
Τα μάτια της μπλε βαμμένα ίσια με τα φρύδια, που τα είχε ζουγραφίσει μαύρα με το μολύβι!
- Ωχ...
- Χώρια που μιλάει σαν το μάγκα! Πού στην ευχή τήνε πέτυχε δεν ξεύρω να σε πω...
- Μα τόσο χάλια είναι;
- Και λίγα σε λέω... Φόραε και κάτι μεγάλοι κόκκινοι κρίκοι και κάμποσες χάντρες με ούλα τα χρώματα στο λαιμό και τα χέρια, σαν τον καρνάβαλο ητανάνε... Θα πάνε κι εκδρομή άκουσα που λέγανε... Τήνε είδε κι ο Γιάννης μια και με είπε που αυτή είναι του σκοινιού και του παλουκιού...
- Ουφ... Καλά, θα δούμε, δε νομίζω να μείνει και πολύ μαζί της...
- Μακάρι παιδάκι μου να έχεις δίκιο... Μόνο να τη διεις και θα με πεις... Σαν το κλόουν είναι!
- Καταλαβαίνω... Πού θα πάει, θα στρώσει, κάποια καλή θα βρει...
- Μπρε κορίτσι μου, μια δυο κοπέλες ητανάνε της προκοπής απ' όσες έχω διει, ούλες τις τρελές μαζώχνει πια, τι να πω... Η αλήθεια, πολύ εχαλάσανε οι γυναίκες πια... Τώρα θα με πεις που υπήρχανε πάντα οι καλές κοπέλες και οι άλλες οι πρόστυχες, άιντε αλλιώς να μη τις πω και λερώνει ο στόμας μου, αμά τότενες ητανάνε λίγες κι αυτές τις δείχνανε με το δάχτυλο! Οι σημερινές που βλέπω, πάρα πολύ ξεσκολισμένες είναι απέ μικρά κορίτσια για! Πού τώρα πια τα ηθικά και τα τίμια, με το κερί τις ψάχνεις... Και να σε πω, στα μέρη μας πολλοί πλούσιοι είχανε πάρει πτωχές κοπέλες, μόνο και μόνο επειδής τις εκτιμούσανε...
- Ναι, αρκετοί τέτοιοι γάμοι έχουν γίνει...
- Ναι, αρκετοί τέτοιοι γάμοι έχουν γίνει...
- Βγαίναν οι μαμάδες με τα κορίτσια τους κι είχανε το κεφάλι ψηλά, καμαρώνανε... Αλλά άμα σε τύχαινε καμιά πεταχτή, ο Θεός μοναχά σε γλίτωνε... Με ήρτε στο μυαλό και μια ιστορία... Σε είπα τι είχε γένει τότες πάλι και με μια φιληνάδα που είχε η Αλεξάνδρα, τη Ραμπελία, ε;
- Κάτι σα να θυμάμαι... Είναι εκείνη που είχε μια φίλη και πήγε να ριχτεί στον άντρα σου;
- Ναι για! Χα χα χα! Αυτήνε σε λέγω!
Από το κλάμα στο γέλιο και τούμπαλιν η Ανθούλα! Πάλι καλά...
Η Αλεξάνδρα ήταν μια από τις καλύτερες παιδικές φίλες των αδερφών. Ομορφογυναίκα, μορφωμένη, με καλούς τρόπους και καλοπαντρεμένη μ' έναν αξιωματικό.
Η οικογένειά της είχε περιουσία και παράδες πολλούς. Απλοί άνθρωποι που τα λεφτά δεν τους είχαν πάρει τα μυαλά κι ανέκαθεν έκαναν παρέα και με πλούσιους και με φτωχούς. Το σπίτι τους ήταν πάντα ανοιχτό στους φίλους των παιδιών τους, που έπαιζαν καθημερινά στη μεγάλη αυλή με την κούνια και τα δυο σκυλάκια τους κι έφευγαν φορτωμένα με του κόσμου τις λιχουδιές. Οι τσεπούλες τους φούσκωναν από τις χρωματιστές καραμέλες και στα χέρια κρατούσαν τυλιγμένα γλυκά και σοκολατάκια με σχέδια.
Τις καλύτερες αναμνήσεις είχαν! Κι ήταν απερίγραπτη η χαρά τους όταν συναντούσαν τη γλυκόστομη κομψή κοπέλα.
Η Σουλτάνα φορούσε την αμάνικη μακριά της ρόμπα κι έβαφε τα νύχια της κόκκινα, καθισμένη στο μπαλκονάκι με τις γλάστρες.
Τα λεπτά τακουνάκια που ακούστηκαν στο σοκάκι την έκαναν να σηκώσει το κεφάλι.
- Μπρε καλώς την Αλεξάνδρα μου! Έλα κοκόνα μου, πέρνα μέσα να πιούμε καφεδάκι!
Αν και ήταν η ώρα δέκα το πρωί και είχε βγει για ψώνια, ήταν τόσο φινετσάτη κι αριστοκρατική με το ωραία ρούχα, τα γάντια και το κομψό της καπελάκι! Χαιρόσουν πάντα να τη βλέπεις, είχε χάρη και αέρα ακόμα και στην παραμικρή της κίνηση. Η φούστα της μπλε στενή και η λουλουδάτη μπλούζα σε γαλάζια απόχρωση, ταίριαζαν με το χρυσό μενταγιόν και το λεπτό μαργαριταρένιο κολιέ. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε τη σκαλιστή πίπα για να καπνίσει. Η Σουλτάνα την έκανε χάζι.
- Την αδερφή σου είδα πριν καμιά ώρα στη μοδίστρα. Δυο τόσο μεγάλες τσάντες την έδωκε για κεντήματα, μαζί κι ένα δικό μου φουστάνι. Ροζαλί είναι, μεσάτο, με άσπρο μεγάλο γιακά που θα του βάλει χάντρες και ίδια ζώνη...
- Α! Πολύ ωραίο με ακούγεται και πάρα πολύ θα σε πηγαίνει! Για πες με, καμιά βεγγέρα πάλι έχετε;
- Για τη γιορτή του Παντελή, του Αρμάνογλου. Η γυναίκα του όπως κάθε χρόνο θα κάμει τραπέζι και γλέντι μεγάλο!
- Κι έτσι πρέπει να τον κάμει! Στα μάτια τήνε κοιτάζει, χατίρι δε τη χαλνάει ο άθρωπος! Τις προάλλες επήε στο μαγαζί μας και πήρε τρία ζεύγη καλά παπούτσια με είπε ο Γιωργάκης μου! Ητανάνε και φορτωμένη τσάντες κι ο θεληματάς την επήε ως το σπίτι, να τα σηκώσει αυτή δεν εμπόραγε! Τούμπες να διεις που έκαμνε με το γερό μπαχτσίσι που τον έδωκε! Δε με λες μπρε Αλεξάνδρα μου, τον στέκεται καλά; Πολλά χρόνια πιο μικρή του είναι και να σε πω, κομματάκι ζωηρή με τοις άντριδοι με φαίνεται, σάμπως να παίζει το μάτι της άμα διει σερνικό...
Η Αλεξάνδρα χαμογέλασε γυρίζοντας το κουπάκι της.
- Να σε πω Σουλτάνα μου, δίκιο έχεις... Θυμούμαι την πρώτη φορά που είδε τον άντρα μου με τη στολή, τα μάτια της γυαλίσανε! Τον εκοίταζε αρσίζικα απέ πάνω ως κάτω... Και πως σας πάει και πόσο με αρέσει να βλέπω τοις αξιωματικοί και τέτοια...
- Μπα που κακός της χρόνος! Κι εσύ γιατί δεν της τα έβγαλες να μείκει γκαβή η εντεψίζα;
- Χα χα χα! Δεν είχα πιρούνι!
- Έχεις νύχια όμως!
- Λες και δε με ξεύρεις κι εσύ! Τέτοια πράματα δεν τα κάμνω... Αλλά το θέμα είναι ο άντρας μου που δεν την έδωκε σημασία. Με έπιασε απέ τη μέση και τη λέει που η γυναίκα μου με χαίρεται και με τη στολή μου και με την πυτζάμα μου!
- Ωραία απάντηση, μπράβο του! Αμά εδώ που τα λέμε, την πιο όμορφη γυναίκα έχει πάρει που τη ζουλεύουνε ούλες!
- Σώπα τώρα... Εσύ πίσω πας; Κάθε μια έχει τον τύπο της...
- Ναι μπρε κοκόνα μου, αλλά τις δικές σου χάρες καμία δεν έχει! Βγαίνεις στοις δρόμοι και σε κάμνουνε χάζι ούλοι για! Πτου και σκόρδα στα μάτια τους, τοις τρόποι και τον αγέρα σου δε βλέπεις εύκολα! Κι εδώ που τα λέμε, ούλοι οι άντριδοι σε λιγουρεύουνται!
- Με τη λιγούρα θα μείκουνε! Χα χα χα!
Το παχύ κατακάθι στο φλιτζάνι δεν είχε στεγνώσει ακόμα κι η Σουλτάνα της έβγαλε ακόμα ένα κομμάτι κέικ.
- Όχι, δε θα πάρω άλλο! Σα να έβαλα λίγο βάρος και δε θα με στρώνει το φόρεμα...
- Σους μπρε Αλεξάνδρα μου, πού το πήρες το βάρος, στις φτέρνες; Μια χαρά είσαι, λεπτή μια ζωή σε ξεύρω! Η πιο όμορφη εσύ θα είσαι στου Αρμάνογλου κι ούλες θα σκάσουνε απέ τη ζούλια! Δε με λες, τα όργανα θα φέρουνε πάλι στη γιορτή;
- Βέβαια, όπως πάντα! Τα έχει κλείσει ήδη!
- Είδες τύχη η Ραμπελιώ; Μήτε στον ύπνο της τέτοια μεγαλεία!
Φτωχή η οικογένειά της. Μάνα που ξενοδούλευε κι ένας αδερφός μικρότερος που πήγαινε για μεροκάματο όπου έβρισκε.
Ο πατέρας με τη μέση σακατεμένη από ατύχημα στον ταρσανά, έφτιαχνε καλάθια και τα πουλούσε.
Η Ραμπελία βοηθούσε τη μητέρα της στις μπουγάδες και το σιδέρωμα. Χαριτωμένη κοπέλα, με μάτια πανέξυπνα που παρατηρούσαν τα πάντα στα πλουσιόσπιτα. Ζούσαν κοντά τους τις περισσότερες ώρες της ημέρας και το απόγευμα σαν έβγαιναν στο κατώφλι για δροσιά και κουβεντούλα οι γυναίκες του μαχαλά, κρέμονταν όλες από τα χείλη της. Και ποια δεν ήθελε να μάθει πως περνούσαν οι πασίγνωστες μεγαλοκυράδες;
Τι έκαναν, τι έτρωγαν, τι έπιναν, τι φορούσαν, πού πήγαιναν, αν στέκονταν τίμιες στους άντρες τους, αν μάλωναν και γιατί, ποιοι μπαινόβγαιναν, τι έλεγαν μεταξύ τους...
- Απέ δυο οκάδες σαλάμια, τυριά, βουτύρατα κι ένα αρνί μήνυσε να τη φέρουνε η κυρία Χατζή!
- Πω, πω! Τραπεζώματα έχει;
- Ναι, θα έρτουνε η αδερφή με τον άντρα της και τα παιδιά τους και θα μείκουνε λίγες μέρες...
- Α! Φούριες μεγάλες, ε;
- Να διείτε που ξεσήκωσε προχτές ούλο το σπίτι! Άνοιξε εκείνα τα μπαούλα κι έβγαλε τα καλά στρωσίδια, τα ασημένια σερβίτσια...
- Πως είναι Ραμπελιώ, έχει ωραία πράματα;
- Πολύ ωραία, μες τη νταντέλα είναι ούλα της και πολύ ακριβά! Κουβέρτες, μακάτια, τραπεζομάντιλα... Αν διείτε εκείνα τα μαξιλάρια που θα κοιμούνται, σαν του λούσου είναι!
Τα σεντόνια της άσπρα με θαλασσί, έχουνε τα ίδια σκέδια, με ανθάκι κεντητά!
- Α! Να λυπάσαι να πλαγιάσεις για!
- Εφώναξε και τον Οβριό κι επεράσανε με το λούστρο ούλα τα έπιπλα, τήνε σιδέρωσα και τις κουρτίνες που κρεμάζει τις καλές μέρες! Αύριο πάλι θα πάω...
- Μπρε Ραμπελίτσα, πες με κάτι! Γιατί επήγε η ώρα δέκα το βράδυ η κυρία Καμανταρίδη στης κυρίας Φερτζίρογλου, τι γίνηκε;
- Άκουσα το πρωί που μάζωχνα τα σεντόνια απέ την κάμαρα, που ο άντρας της δεν εγύρισε στο σπίτι το απόγεμα απέ το μαγαζί και την είπε που περίμενε κάτι έμποροι να έρτουνε... Άμα η ώρα πολύ επέρασε κι επειδής αυτή ανησύχησε, έστειλε το γιο της να πάει να διει και το βρήκε κλειστό! Αρώτηξε δίπλα στον καφενέ τι ώρα έφυε ο μπαμπάς του και τον είπαν η ώρα πέντε. Φωτιά και μη νερό γίνηκε η κυρία Καμανταρίδη κι ήθελε να τη μιλήσει την κυρία Φερτζίρογλου, να την πει κι αυτή την ιδέα της. Τα έλεγε με τον άντρα της το πρωί που πίνανε τον καφέ τους κι άκουσα άθελά μου, που εγώ τη δουλειά μου έκαμνα...
- Πα! Και τι άκουσες μπρε;
- Πα! Και τι άκουσες μπρε;
- Ο κύριος Φερτζίρογλου την είπε που έχει πολύ μεγάλο μπλέξιμο με μια σαντέζα και τον τρώει τοις παράδες και πολύ φοβάται που θα μείκει με το μπεζαχτά άδειο στο τέλος!
- Πα πα πα! Να πράματα ο Καμανταρίδης που δεν τόνε πιάνει το μάτι σου!
- Γιαβάσικο ποτάμι, αυτοί να φοβάσαι!
- Κρίμας πολύ τη γυναίκα και τα παιδιά του, στοις πέντε δρόμοι θα μείκουνε με δαύτη που έμπλεξε!
- Ξεύρεις τι σου είναι αυτές οι σαντέζες; Πόσα σπίτια δεν έχουνε χαλάσει οι άτιμες...
Η Ραμπελία καμάρωνε που ήταν πληροφοριοδότης κι άναβε το κουσέλι, ενώ η μητέρα της τη μάλωνε συνέχεια.
- Σ' έχω πει τόσες φορές, αυτά τα πράματα να μη τα λέγεις! Άμα φτάσουνε στ' αυτιά τους θα μας διώξουνε απ' τα σπίτια τους!
- Από που θα φτάσουνε καλέ μαμά; Έχουνε κουβέντες με τοις πλούσιοι και δεν το ήξευρα;
- Ποτές δεν ξεύρεις πως έρχουνται τα πράματα, να προσέχεις!
- Ωχ κι εσύ! Να μη τα κάμνανε, να μη τα έλεγα!
Η αέρινη μακριά εμπριμέ φούστα και το άσπρο πουκάμισο με τους φραμπαλάδες στα μανίκια, ταίριαζε πολύ στη Ραμπελία.
Ευτυχώς που είχε τα τυχερά της και ντυνόταν με ωραία ρούχα και παπούτσια. Κάθε λίγο έπαιρναν κι από μια μεγάλη τσάντα με πράγματα της κομψής κυρίας Χατζή, που άλλαζε τακτικά τη γκαρνταρόμπα της. Μαζεύονταν οι γειτόνισσες στην αυλή και θαύμαζαν τα σχέδια, την καλή ποιότητα και το ωραίο γούστο της μεγαλοκυρίας.
- Πω πω πω! Φίνο πράμα και καλό που είναι! Μπράβο, με γεια σου μπρε Ραμπελίτσα, πολύ σε πάνε!
- Δείξε και τις νυχτικιές και τις ρόμπες!
Η Ραμπελία μπήκε στο καμαράκι και βγήκε κρατώντας τα σατινέ ακριβά κομμάτια.
- Είδατε δώρα που μας κάμνει; Αύριο θα είναι στα μέσα και στα έξω η κόρη μου που θα έχουνε το μουσαφιρλίκι! Πολύ την έχει εμπιστοσύνη σε ούλα η αλήθεια κι άμα κάμνει τη δουλειά που τη λέει ξενοιάζει η κυρία Χατζή!
- Πα πα πα! Εδώ διέτε νταντέλες πόσα μέτρα! Πολύ ωραία!
- Για τα νυφικά της την είπα να τα κρύψει... Τέτοια πράματα δεν αγοράζουνται εύκολα, πολλοί παράδες θες! Και τα μεσοφόρια να διείτε και δυο ωραία λουσάτα κουβερτάκια που είχανε στην κάμαρη για τοις ξένοι! Σε λέει αφού έρχουνται μια στο χρόνο, με τα ίδια σκεπάσματα να μη βλέπουνε το κρεβάτι... Της ώρας είναι, καινούργια! Να τα φέρει κι αυτά, να τα διείτε!
- Άιντε μπρε Ραμπελίτσα, στις χαρές σου να διεις πόσα καλά θα στρώσεις! Να σε φανερωθεί ένα παλικάρι καλό, να χαρούνε οι γονιοί σου που σ' έχουνε μονάκριβη! Και του γιου η χαρά είναι μεγάλη βέβαια, αμά της κόρης είναι άλλο πράμα!
- Δε με κάμνει βιάση η παντρειά εμένανε! Σιγά μη πω το ναι σ' όποιον ασίκη θέλει να με στεφανωθεί επειδής τόνε αρέσω! Να μετράμε τοις παράδες ούλη μέρα και να μη φτάνουνε, να με τρώει κι η ξένη λάτρα! Άμα είναι να παντρευτώ, καλύτερα να πάρω ένα πλούσιο κι ας με ρίχνει κάμποσα χρόνια, στα όπα όπα να μ' έχει!
Οι γυναίκες μισογελώντας κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
- Μακάρι κοκόνα μου να σε ανοίξει το τυχερό σου όπως θέλεις...
Η ώρα είχε περάσει κι έφυγαν καληνυχτίζοντας. Λίγο πιο κάτω άρχισαν τα χάχανα.
- Είδατε το Ραμπελιώ; Μπρε σεις, πού να βρούμε ένα πασά να τη δώκουμε; Χα χα χα!
- Επήρανε τα μυαλά της αέρα εκεί στα πλούσια που δουλεύουνε και θέλει μεγαλεία!
- Λέτε να τοις κουβαλήσει κάνα γέρο για γαμπρό;
- Πανιά πολλά να τη ράψει η μάνα της για να τον μαζώχνει τα σάλια! Χα χα χα!
- Να τη δώκουμε λες τη σύσταση να πάει στο γεροκομειό;
- Ούλο και κάποιονε θα πετύχει κει πέρα!
- Χα χα χα! Άιντε μπρε, καλά να ξημερώσουμε, εσκάσαμε απέ τα πολλά τα γέλια!
Τους κόπηκαν απότομα όταν την είδαν σε λίγο καιρό με τον Παντελή στο πλάι της.
Λεβεντάνθρωπος, γύρω στα σαράντα, με καλούς τρόπους και παράδες μπόλικους!
ΧΑΧΑ! Οσες φορές και διαβαστεί το κάθε κείμενο, όλο και κάτι βρίσκω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτή η μαεστρία σου να μας βάζεις μέσα στις κάμαρες... στις δημιουργίες.. στις σκέψεις αυτών των γυναικών!!!!
Μη ξεχάσω να φτιάξω και την πομάδα! Με τραβά το πρόσωπο σε λέγω!!!!
Φιλιά στην αγαπημένη συγγραφέα!!!!
Πού θα πάει θα σε πείσουμε!!!!!!
Μαεστρία, συγγραφέας και θα με πείσετε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑντιγονάκι μου, φτιάξε την πομάδα και μη κάθεσαι πολύ στον ήλιο αγάπη μου γιατί εκτός από το ωραίο και τρυφερό σου προσωπάκι που τραβάει θα μου δώσεις και Νόμπελ Λογοτεχνίας σε λίγο... χα χα χα!
Φιλάκια πολλά, σ' ευχαριστώ!
Να περάσεις καλό Σαββατοκύριακο καρδούλα μου!
γεια και χαρά Μαίρη.. καλά να περνάς..με δημιουργίες πολλές!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά Λαμπρινάκι μου, σ' ευχαριστώ!
ΔιαγραφήΧαρούμενη εβδομάδα να έχεις γλυκιά μου!
Φιλιά πολλά
Η ώρα μία.... αφησα τις σκοτούρες τις μερας.. και χαλαρα.. λιγο πριν πεσω για υπνο.. εκανα την περασά μου να γελασω.. και να μορφωθώ η άσχετη με τις πομάδες ... που να τα ξερουμε εμεις αυτά..χι.χι. μορούφι την διάβασα την ιστορία μεχρι τωρα Μαιρούλα μου... και απο ότι καταλαβα.. γελαει καλά οποιος γελαει τελευταίος έ;....η Ραμπελιώ... ητανε πανέξυπνη ... δεν ήτανε σερσέμα.. έ;;χι.χι. θα περιμενουμε οπως παντα την συνεχεια.. Μαιρούλα μου να έχεις μια όμορφη και χαρούμενη εβδομαδα... φιλακιαααααααα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠανεύκολες είναι οι συνταγές για τις πομάδες Ρουλίτσα μου! Αυτό που θα προσέχεις είναι να μη βγαίνεις ΠΟΤΕ με οποιοδήποτε λαδάκι δέρματος στον ήλιο γιατί θα κάνεις πανάδες, είναι νόμος!
ΔιαγραφήΗ Ραμπελιώ ήταν όχι μόνο πανέξυπνη αλλά και μούτρο απ' τα λίγα! Σερσέμες ήταν τελικά οι γειτόνισσες που την κορόιδευαν, στο τέλος έκαναν πολλά μεροκάματα στο σπίτι της!
Καλή εβδομάδα γλυκιά μου, με χαρές και πολλά γέλια, φιλάκια πολλά!!!
Νάσαι καλά Μαιρούλα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο απόλαυσα πραγματικά και περιμένω τη συνέχεια εναγωνίως
Φιλάκιααααααααααα
Καλώς τη γιαγιά Κασσιανή!
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ για τα γλυκά σου λόγια, να είσαι πάντα καλά κι εσύ!
Πολλά φιλάκια στέλνω σε σένα και το Σοφάκι μας, την ωραία και πανέξυπνη εγγονή σου καλέ!!!!!