.

.
.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Ο στενός κορσές

- Καλώς σας βρήκαμε! 
- Καλώς ήρθατε! Κυρία Σουλτάνα, πολύ χαίρομαι που σας βλέπω!
- Κι εγώ Ευρυδίκη μου! Φτου σου γιαβρί μου, όμορφη πολύ είσαι!
Μαρίκα, Αγλαΐα και Σουλτάνα, μπήκαν στο σπίτι. Οι γονείς της τις υποδέχτηκαν κι εκείνοι θερμά και σε λίγο έπιναν καφέ στο άνετο και πολύ ωραία επιπλωμένο σαλόνι.
Παιδικές φίλες ήταν οι δυο κοπέλες. Μαζί στα παιχνίδια, μαζί στο σχολείο, μαζί στους περιπάτους. Είχαν να ειδωθούν πάνω από δυο χρόνια αφού είχαν φύγει νωρίτερα κι όταν η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα η Αγλαΐα με τους γονείς της ήταν από τους πρώτους που αντάμωσαν. Οι φίλες δεν χωρίστηκαν ποτέ ξανά.
Αριστοκρατική φαμίλια, με παράδες και μόρφωση μεγάλη οι γονείς, φρόντισαν να μη λείψει τίποτα απ' τα παιδιά τους. Ένα γιο και μια κόρη είχαν, που σπούδασαν στα καλύτερα σχολεία και μιλούσαν άπταιστα δυο ξένες γλώσσες. 
Πολύφερνη νύφη η Ευρυδίκη, έκανε πολλούς νέους της σειράς τους να τη θέλουν. Οι κατώτεροι τη χάζευαν από μακριά και δεν τολμούσαν να σηκώσουν τα μάτια τους στην κομψή, εμφανίσιμη κοπέλα που ανήκε σε ανώτερη τάξη. Η μάνα στεκόταν σχεδόν πάντα δίπλα της, δεν κατάφερε όμως να σταματήσει τους τρελούς χτύπους της καρδιάς της όταν ερωτεύτηκε ένα παρακατιανό.
Εκείνος ντυνόταν ωραία και κυκλοφορούσε στα καλά και ακριβά στέκια. Γόης της εποχής, είχε ξετρελάνει πολλά κορίτσια, όμως είχε στόχους και κοιτούσε πάντα ψηλά. Ενθουσιάστηκε η Ευρυδίκη με το στυλ και την ευγένειά του κι έκανε όνειρα, που γκρεμίστηκαν όταν μαθεύτηκε η αλήθεια.
- Μη τολμήσεις να τον ξαναδείς!
- Μαμά...
- Σε γέλασε ο παλιάνθρωπος! Θαρρείς πως δε θα ρωτούσα για λόγου του; Πόσο αφελής είσαι πια;
- Μ' αγαπάει...
- Την προίκα σου αγαπάει, όχι εσένα! Αυτήν έβαλε στο μάτι!
Ο πλούσιος θείος που ζούσε στην Πόλη και θα τον κληρονομούσε, ήταν ένα ακόμα παραμύθι του. Όταν ξέμενε από παράδες κλεινόταν στο σπίτι κι έλεγε ότι θα πάει να τον δει. Περνούσαν έτσι και δέκα μέρες, μέχρι να μαζέψει τα μεροκάματα ο πατέρας του και να τα εξανεμίσει. Μαύρες μέρες περνούσαν οι γονείς του κι οι καβγάδες τους σήκωναν το σοκάκι στο πόδι. Όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και περιορίστηκε σ' ένα πενιχρό χαρτζιλίκι, άρχισε να ζητάει δανεικά από συγγενείς και φίλους, που δε μπορούσε φυσικά να επιστρέψει. Οι γονείς του ήταν απελπισμένοι.
- Να πιάσεις δουλειά και να δώκεις τοις παράδες που χρωστάς! Σε λίγο ούτε ψωμί δε θα έχουμε να φάμε! Ηντράπηκα τσι θείες σου και τσ' είπα που θα τα δώκουμε άμα πλερωθεί ο μπαμπάς σου, αμά ως εδώ ήταν! Τα χρέγια σου δεν τελειώνουνε, κόψε το λαμό σου!
Έγινε κολλητός με τους πιο δημοφιλείς κομπιναδόρους της περιοχής. Οι παράδες που έδινε στα χέρια της μάνας του, ήταν υποτίθεται από την καλή δουλειά που είχε βρει κι η καημένη τον πίστεψε.
- Ήβαλε μυαλό άντρα μου! Να τσ' ηξεκόψει όμως αυτοί τσι φίλοι που κάμει παρέα, καθόλου δε μ' αρέσουνε... 
Οι τσέπες του ήταν φορτωμένες κι η Ευρυδίκη αμέριμνη ζούσε τον έρωτά της. Μέχρι και το επίθετό του ψεύτικο ήταν και παρέπεμπε σε γνωστή, πλούσια οικογένεια. Χάρηκε κι η μητέρα της στην αρχή, πιστεύοντας ότι βρέθηκε γαμπρός άξιος, εύπορος και μορφωμένος, αλλά οι πολυπληθείς της γνωριμίες φρόντισαν να της προλάβουν τα κακά μαντάτα. Και μόνο που κυκλοφορούσε η κόρη της μαζί του, ήταν μεγάλη ντροπή. Την έκλεισε στο σπίτι και της απαγόρευσε να ξαναβγεί χωρίς να συνοδεύεται από τους γονείς ή τον αδερφό της.
- Μίλησέ της κι εσύ Αγλαΐτσα μου! Είδες το κακό που μας βρήκε... 
- Θα της περάσει, μην ανησυχείτε... Τώρα με τον κόσμο που άλλο δεν κάνει παρά να κουσελεύει, γρήγορα θα βρει άλλο θέμα να βάλει στο στόμα του! Κακώς δεν την αφήνετε να βγει γιατί τους δίνετε δικαίωμα έτσι... Να βγαίνει και με σας βέβαια, αλλά μη την ξεκόβετε κι από τις φίλες της. Θα την παίρνουμε μαζί μας με το μνηστήρα μου και να δείτε που θ' αλλάξουν όλα!
Ένα μήνα σχεδόν προσπαθούσε η Αγλαΐα να τη συνεφέρει. Κλάμα κι απελπισία είχαν ποτίσει οι τοίχοι του δωματίου της. Όταν έπιασαν το λεβέντη με τα κλεμμένα μεγάλης αξίας  κοσμήματα στα χέρια και τον φυλάκισαν, σαν κάτι να άλλαξε στη ζωή τους. 
Η Μαρίκα έπιασε το χέρι της φίλης της στοργικά και της χαμογέλασε με κατανόηση. 
- Ησυχάσατε τώρα! Φόβο δεν έχεις μη τση αλλάξει πάλι τα μυαλά!
- Ντρέπομαι τον κόσμο, τους φίλους μας, τους συγγενείς, τους γείτονες... Εκείνη που ήταν από τις καλύτερες κοπέλες να ξεπέσει έτσι;
- Να βγαίνεις με το κεφάλι ψηλά κι ανάγκη δεν έχετε! Ούλοι δα ηξεύρουν τη φαμίλια σας και πόσο καλή κόρη έχεις! Θα λες ότι εκείνος την κυνηγούσε και δεν την άφηνε να κάμει βήμα, όχι πως το ήθελε κι εκείνη! Την ξεγέλασε, μήτε η πρώτη μήτε η τελευταία είναι!
- Μα να πέσει στα σκουπίδια; Τόσοι την ήθελαν και δε γύριζε τα μάτια της, αυτόν βρήκε ν' αγαπήσει;
- Ο,τι γίνηκε, γίνηκε! Στο θέατρο θα πάνε με την Αγλαΐα και τον Ιάκωβο, θα είναι ούλος ο καλός κόσμος εκεί! Ε, απ' αυτό που ήπαθε, θα έχει το νου τση πια και θα πάρει τον καλύτερο!
- Για να δούμε... 
Κανένας άλλος δεν κατάφερε να τη συγκινήσει. Οι περισσότεροι νέοι του κύκλου τους είχαν αρχίσει ν' απομακρύνονται, αφού οι γονείς τους την κοιτούσαν πλέον με άλλα μάτια.
- Γυναίκα που το όνομά της ακούστηκε, δεν έχει θέση δίπλα σου! 
Οι γονείς της μαράζωναν βλέποντας την κατάσταση. Όσοι είχαν γιους της παντρειάς και τους γυρόφερναν, σταμάτησαν τις επισκέψεις και τα καλέσματα. Η φυγή τους στην Ελλάδα τους ανακούφισε κι έκλαψαν πικρά για όσα άφηναν πίσω τους... 

Η ζωή τους ξεκίνησε απ' την αρχή, αφήνοντας στους κοσμικούς κύκλους της Σμύρνης ο,τι τους είχε στερήσει το ειδύλλιο της ντροπής. Αγόρασαν ωραίο σπίτι, το επίπλωσαν με γούστο κι ακριβά πράγματα και γρήγορα γνωρίστηκαν με ανθρώπους της τάξης τους.
Τα προξενιά δεν άργησαν να έρθουν.
- Άνθρωποι καθώς πρέπει, με όνομα καλό, με παράδες, κανένας δε σε αρέσει; Κι αυτός που λέει η μαμά σου, ο τελευταίος που σε ζήτηξε, ωραίος δεν είναι; Γκιουζελίμ κοπέλα είσαι, μοσχαναθρεμμένη, ένας λεβέντης σε αξίζει! Γιατί μπρε γιαβρί μου ούλο όχι κι όχι είσαι; Πες με τώρα που δε μας ακούει η μαμά σου και μη γνοιάζεσαι, τίποτις δε θα την πω! Κει που πρέπει, ραμμένο έχω τον στόμα μου! 
- Το ξέρω κυρία Σουλτάνα, μου τα έχει πει η Αγλαΐα! Είσαστε πολύ καλός άνθρωπος!
- Και για σένα η νύφη μου τα καλύτερα μ' έχει πει! 
Από δω την είχε, από κει την έφερε, της άνοιξε την καρδιά της όσο ήταν οι τρεις τους στο δωμάτιο κι έδειχνε της Αγλαΐας κάτι καινούργια φορέματα που είχε ράψει. Κι η Σουλτάνα που όταν τη φώναξε η νύφη της τάχα να δει ένα σχέδιο, βρήκε αφορμή να της μιλήσει.
- Δε θέλω να παντρευτώ από προξενιό, ν' αγαπήσω θέλω...
- Α! Ωραίο πράμα η αγάπη! Αμά ν' αξίζει κι αυτός που θα δώκεις την καρδιά σου κοκόνα μου!
Άρχισε να της λέει για τον αποτυχημένο γάμο της Ανθούλας. Και πόσο πέτυχε η Ζωίτσα, η κουνιάδα της, που της γνώρισαν κάποιες θειάδες τον άντρα της και τον λάτρεψε.
- Οι πιο καλοί γάμοι, είναι αυτοί που ξεύρεις απέ πού κρατάει η σκούφια του γαμπρού! Κι εσύ μάτια μου που πέρασες πολλά με κείνον που σε γέλασε, πιο πολύ με καταλαβαίνεις... Ο άθρωπος αγαπιέται με τις χάρες του και μισιέται με τα χούγια του! Θα κάμεις να πούμε μια γνωριμία, δε θα τόνε στεφανωθείς την άλλη μέρα! Θα μπείτε, θα βγείτε, θα διείς άμα σε αρέσει και σε ταιριάζει και θα πεις το ναι! Φτωχό να μη κοιτάξεις γιατί αφού σεις έχετε τον τρόπο σας, μια ζωή θα τρώγεσαι μη και σε ήθελε για την προίκα σου! Κι είναι μεγάλο χτικιό αυτό, πολύ μεγάλο... Γι αυτό πρέπει καθένας να κοιτάζει αθρώποι της σειράς του που μιλούνε την ίδια γλώσσα! Σκέβου την Αγλαΐα μου που είναι μορφωμένη κοπέλα άμα έπεφτε σε κάνα μεροκαματιάρη που δε θα ήξευρε μήτε το όνομά του να γράψει που λέει ο λόγος, καλή ζωή θα έκαμναν; Όχι βέβαια! Την άρεσε ο γιος μου, που και σπουδαγμένος πολύ είναι, έχει και την περιουσία του και κάμανε χωριό! Και ταιριαστοί είναι σε ούλα τους αν τους διείς! Καλά δε τα λέγω μπρε νύφη μου;
- Ναι μαμά! 
- Άιντε καλά... Πάω μέσα και πείτε τα εσείς οι κοπέλες τώρα! 
Έκλεισε το μάτι στην Αγλαΐα και βγήκε χαμογελαστή.
- Ούλα θα σιάξουνε, μη σεκλετίζεσαι τζάνουμ! 
- Λες Σουλτάνα μου;
- Λέγω, λέγω! Σαν κορίτσι κι αυτό, τον έρωτα να τη χτυπήσει την πόρτα περίμενε όπως ούλες μας! Στάθηκε άτυχη με τον παλιάθρωπο που την έτυχε, πάει και τελείωσε αυτό! Μήτε την πείραξε, μήτε τίποτις, θα τα ξεχάσει με τον καιρό ούλα! Ο γιος μου έχει πολλοί φίλοι εδώ, η δουλειά του είναι που γνωρίζει κόσμο, θα μπούνε, θα βγούνε, κάτι θα βρεθεί!  


Λίγο πριν το γάμο των παιδιών, εμφανίστηκε ο κατάλληλος γαμπρός.
- Ιάκωβε, είναι έτσι όπως με τα λέγεις;
- Ναι σου είπα βρε μαμά! Γιατί να σου πω ψέματα, εσένα θέλω να παντρέψω;
- Γιατί μπρε, άμα ήθελα εγώ παντρειά το χειρότερο θα μ' έδινες και θα μ' έλεγες που είναι καλός; Χμμμμ... Πάει να πει που θα ήθελες να με ξεφορτωθείς, ε γιόκα μου; 
- Α πα πα! Για την Ευρυδίκη ξεκινήσαμε, σε σένα φτάσαμε! Μπας και σου γυάλισε κάνας Αθηναίος κυρία Σουλτάνα και το πήρες προσωπικά; Να σε δω νυφούλα κι άλλο τίποτα δε θέλω! 
- Μπα που άδικη ώρα να μη σ' έρτει! Νυφούλα τη μαμά σου; Χα χα χα! Τέτοια είμαι εγώ μπρε, που άλλονε δε γνώρισα απ' το μπαμπά σου; Αυτός ητανάνε για μένα κι άλλος τη θέση του δε θα πάρει!
- Καλά ντε, δε σε είπα να παντρευτείς με το ζόρι!
- Αυτό σ' έλειπε! Χα χα χα! 
- Αλλά θα είχε πλάκα να σε δω στην εκκλησία νύφη! Για παρανυφάκι ποια λες να βάλουμε, τη σερσέμα τη Βιθυνία; Σκέψου να βάλει φωτιά στο νυφικό σου ή να κάψει το κουστούμι του γαμπρού! Ε ρε γλέντια!
Ξεκαρδίστηκε η Σουλτάνα με το γιο της. Χωρατατζής από τους λίγους, ήταν η ψυχή της παρέας όπου βρισκόταν. Διακωμωδούσε τους πάντες χωρίς ποτέ να προσβάλει και τα πήγαινε καλά ακόμα και με τον πιο δύσκολο άνθρωπο.
- Ίδιος η μάνα μου είμαι, σου έμοιασα!
Τον καμάρωνε που ήταν έξω καρδιά. Αξιαγάπητος όπως κι εκείνη, μόνο που δεν είχε νεύρα.
- Σ' αυτό έμοιασα στο μπαμπά μου! Ε, να έχω κάτι κι απ' αυτόν! 
Καλή, χρυσή η Σουλτάνα, αλλά στο δίκιο της χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι κι έβαζε τις φωνές. Κοκκίνιζε, ίδρωνε το πρόσωπό της, κουδούνιζαν και τα βραχιόλια όπως έκανε αέρα και μόνο αν της έβαζες κάνα καλό μεζέ ή γλυκό στο στόμα ηρεμούσε προσωρινά. Κατάπινε, ξαναφώναζε, μπουκωνόταν, γελούσε ο Ιάκωβος που είχε έτοιμο το πιάτο, της έδινε να πιει και λίγο ουζάκι για να ηρεμήσει. Το γλυκάκι συνοδευόταν από λικέρ. 
- Δώσε με να πιω έναν τσιγάρο και πες με στα σοβαρά για το γαμπρό τώρα! Άιντε μπρε! 
- Καλός είναι μαμά, ο,τι πρέπει για την Ευρυδίκη! Έχει δική του εταιρεία, συνεργαζόμαστε, αναλαμβάνει μεγάλες οικοδομές κι έχει πολλά λεφτά. Βρήκε τη δουλειά στρωμένη από τον πατέρα του και δε χρειάστηκε να κοπιάσει και πολύ. 
- Είναι κι ο μπαμπάς του στη δουλειά; Αδέρφια έχει;
- Βγαίνει στη σύνταξη ο άνθρωπος αλλά θα πηγαίνει να στέκεται στο γραφείο. Κι αδερφό έχει, αλλά κάνει άλλη δουλειά και δεν έχει σχέση με την εταιρεία. Και μια αδερφή παντρεμένη με δικηγόρο.
- Άρα οι παράδες που βγάζει σ' αυτόνε μόνο πάνε, ε;
- Ναι!
- Κι η Ευρυδίκη τον αρέσει σε είπε;
- Ε, δε μου το είπε αλλά φαίνεται το πράγμα!
- Πώς δηλαδή;
- Με ρωτάει πότε θα βγούμε πάλι κι αν θα έρθει μαζί μας και τέτοια...
- Μπράβο! Κι εκείνη;
- Τη δύσκολη κάνει, λες και δεν την ξέρεις κι εσύ... Αλλά νομίζω πως της αρέσει!
- Αυτό είναι! Να πεις την Αγλαΐα από κοντά να την έχει!
- Αφού μαζί τρέχουν για το γάμο, πιο κοντά δε γίνεται!
Του έδωσε ένα χαϊδευτικό χτύπημα στο χέρι και σηκώθηκε γρήγορα να ετοιμαστεί για το σεργιάνι στα μαγαζιά. Η Μαρίκα την περίμενε για τις τελευταίες αγορές πριν το γάμο. 
- Πάμε συμπεθέρα μου, μπας και προλάβουμε να περάσουμε μια κι από την Ευρυδίκη! Θα δώκουμε την πρόσκληση, θα μάθουμε και τα υπόλοιπα! Να διείς που θα φάμε γλήγορα κι εκείνης τα κουφέτα, σάμπως και την πόνεσε το δοντάκι μ' αυτόν! 

Η Σουλτάνα βγήκε συγκινημένη από το αυτοκίνητο με τον Ιάκωβο, που κρατούσε τη γαμήλια ανθοδέσμη στα χέρια. Ανάσα δε μπορούσε να πάρει με το στενό, ολόσωμο κορσέ που είχε ζωστεί για να της κουμπώσει το μακρύ φόρεμα που είχε ράψει.
- Πάλι πήρες κιλά; Πόσες φορές θα το ξηλώσω και θα το ξαναράψω;
- Κουνουπίδι έφαγα και με φούσκωσε μπρε, δεν πάχυνα!
Κακοχρόνιζε από μέσα της τη μοδίστρα αν και ήξερε ότι είχε δίκιο. Είδε κι έπαθε να το κουμπώσει κι ένιωθε τις ραφές να τσιτώνουν αλλά καμάρωσε τον εαυτό της στον καθρέφτη και χάιδεψε το μεταξωτό, φερμένο απ' τη Σμύρνη ύφασμα.
Η Ευρυδίκη έφτασε στην εκκλησία συνοδευόμενη από τους γονείς και τον αδερφό της. Οι ματιές που έριξε στο νέο που στεκόταν κοντά στο γαμπρό, έκαναν τον Ιάκωβο να χαμογελάσει πονηρά στη μητέρα του.
- Καλά πάμε!
- Ναι γιόκα μου!
Η Αγλαΐα βγήκε απαστράπτουσα μέσα στο κατάλευκο νυφικό που στόλιζαν γυαλιστερά λουλούδια και δαντέλα. Η Μαρίκα με τη γαλάζια μακριά της τουαλέτα και τα χρυσά αξεσουάρ, βούρκωσε όταν την παρέδωσε ο άντρας της στο γαμπρό. 
Η Σουλτάνα που έκλαιγε από μέρες για το χαμό του Γιωργάκη της, πήρε βαθιές ανάσες.
<< Γιατί να μη σ' έχω δίπλα μου, να καμάρωνες κι εσύ το γιο μας...>> 
Μετά το μυστήριο ακολούθησε γλέντι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Τα τραπέζια ήταν φορτωμένα μεζέδες μερακλίδικους, με μπόλικο σκόρδο και πιπέρι.
- Φάτε απ' ούλα τώρα που είναι ζεστά! Εγώ είπα τοις μάγειροι πώς να τα σιάξουνε, αλλιώς νηστικοί θα μνήσκαμε για! Ψητά με πατατούλες, πίτες, τυριά και τζατζίκι ξεύρανε μόνο οι αδικιορισμένοι, αυτά λέει ζητάνε! Μπρε, άμα δεν έχει το τραπέζι τον παστουρμά του και τα σουτζούκια του...
Γελούσαν οι συμπέθεροι και το ζευγάρι. Ο Ιάκωβος έκλεισε το μάτι στον κουμπάρο του και την υπέρκομψη σύζυγό του που έτρωγε φιλέτο με σαλάτα. Ειδική παραγγελία για να μη χαλάσει την αιώνια δίαιτά της. Η Μαρίκα έκανε χάζι τη Σουλτάνα που την κοιτούσε με μισό μάτι. 
- Νηστικιά θα μείκει αυτή καλέ; Μια στάλα λάδι δεν έχει το μαρούλι της, κατσίκα είναι;
- Έτσι είναι μαθημένη, τρώει λίγο για να μη παχύνει.
- Μμμμ... Σαν το χτικιό είναι για! Κάτσε να διεις τι θα την κάμω!
Πήγε ακριβώς πίσω της και την αγκάλιασε με το ένα χέρι ενώ με το άλλο κρατούσε το ποτήρι.
- Στην υγειά σας κουμπάρα, να μας ζήσουνε τα παιδιά! Καλέ, κρασάκι δεν πίνεις εσύ; Τι είναι εδώ μέσα;
- Σόδα.
- Τι έφαες καλέ και πίνεις σόδα για να χωνέψεις; 
- Δεν πίνω τίποτα άλλο...
- Α! Κρασάκι θα πιεις κι όχι μη με λέγεις! Κι αυτό το ξερό πράμα πώς το καταπίνεις κοκόνα μου; Φάε κομμάτι να σε πιάσει, να κάμει χαρά κι ο στόμας σου με τόσες νοστιμιές! Κάτσε να διεις εγώ τι θα σε δώκω!
- Όχι, ευχαριστώ, δεν...
Η μεγάλη πιρουνιά με το καλοψημένο κοκορέτσι χώθηκε στο στόμα της πριν προλάβει να μιλήσει. 
- Ωραίο, ε; Έλα και κρασάκι να σε πάει κάτω πιο καλά!
Θέλοντας και μη κατάπινε, αφού η Σουλτάνα δεν την άφηνε να πάρει ανάσα σχεδόν. Σε λίγο τσιμπολογούσε μόνη της τις πρωτόγνωρες γι αυτήν γεύσεις. 
- Έλα και παστουρμαδάκι, φερμένο απέ τα δικά μας τα μέρη είναι! Και το σουτζούκι και το λουκάνικο! Να τα ψήσεις με τ' αυγά στο τηγάνι με βουτυράκι και να διεις χαρά που θα σε κάμει ο άντρας σου! Να τόνε βγάλεις κι ένα ουζάκι κι έλα μετά να με πεις! Είδες που τρώγει απ' ούλα και το χαίρεται; 
Από τραπέζι σε τραπέζι γύριζε με το ποτήρι και μπουκωνόταν. Κάποια στιγμή ένιωσε δυσφορία και νόμιζε ότι θα σωριαστεί. Έκανε νόημα στην κόρη της και πήγαν στην τουαλέτα του μαγαζιού.
- Λιγοθυμιά μ' έρχεται μπρε Δόμνα μου... Άνοιξέ με κομμάτι τον κορσέ να πάρω ανάσα...
Τον χαλάρωσε λίγο κι ένιωσε καλύτερα.
- Σημάδια σε άφησε καλέ μαμά! Όλο σφίξε και σφίξε μ' έλεγες και κόντεψες να σκάσεις! Άντε να δω τώρα πώς θα σε ανεβάσω το φερμουάρ...
- Αυτή η απτάλα η μοδίστρα, δεν άφηκε τράτο καθόλου! 
- Ναι, η μοδίστρα σε φταίει τώρα! Κομματάκι να κρατηθείς δεν ήξερες...
- Σους μπρε κι εσύ! Νηστικιά άμα ήμουν θα έπεφτα κάτω από τη ζάλη!
- Τώρα ρουφήξου να σε κουμπώσω μην ανησυχήσει ο αδερφός μου που χαθήκαμε, άντε!
Με τα χίλια ζόρια ανέβασε το φερμουάρ και καταλάβαινε ότι η μητέρα της δε μπορούσε ν' ανασάνει καλά. 
- Πρόσεχε μαμά, τσίμα τσίμα είναι!
Η ορχήστρα έπιασε τα μερακλίδικα κι η Σουλτάνα λικνιζόταν και τραγουδούσε, όταν ένιωσε κάτι να συμβαίνει στην πλάτη της. Η Δόμνα έντρομη είδε το φόρεμα ν' ανοίγει και ν' αφήνει τον κορσέ σε κοινή θέα. Την κάθισε στην καρέκλα κι έφυγαν με τον άντρα της βιαστικά.
Ο Ιάκωβος με τη γραβάτα λυμένη την αγκάλιασε.
- Σήκω καλέ μαμά να χορέψουμε!
- Σε λίγο...
- Τώρα που ζήτησα να παίξουν το αγαπημένο σου τραγούδι, σήκω!
- Και ποιος σε είπε να το ζητήξεις τώρα μπρε μπουνταλά; 
- Σήκω καλέ και μ' έσκασες! 
- Δε μπορώ σε είπα!
Οι καλεσμένοι χτυπούσαν τα πιρούνια στα πιάτα και την καλούσαν.
- Σου-λτά-να! Σου-λτά-να! 
Το αίμα είχε ανέβει στο κεφάλι της κι ο ιδρώτας την έλουζε. Ευτυχώς που επενέβη η Μαρίκα κι έσωσε την κατάσταση.
- Κράμπα έχει, σε λίγο!
Ο Ιάκωβος έσκυψε να της τρίψει το πόδι.
- Σήκω πάνω μπρε ζεβζέκη κι εσύ! Το φουστάνι με σκίστηκε και πάει η αδερφή σου να με φέρει μια εσάρπα γιατί βγήκανε οι πλάτες μου όξω! Κάμε το κορόιδο τώρα και πάρε τη γυναίκα σου να χορέψετε! Ταγκό πες να παίξουνε και μετά που θα συγυριστώ τα άλλα!
Ξέσπασε σε δυνατά γέλια ο γαμπρός κι άρχισε να λέει αστεία για να ξεχάσουν τη μαμά του και τα τσιφτετέλια της.

Όταν η Ευρυδίκη έδωσε το χέρι της στο νέο για να χορέψουν, πλησίασε η Σουλτάνα τους γονείς της.
- Με το καλό και στης κορούλας σας! Διείτε ένα λεβέντη που θα κάμετε γαμπρό! Γιατί άμα δεν έχουμε τους γάμους τους του χρόνου, να μη με λένε Σουλτάνα! Και με είπε ο γιος μου που είναι τόσο καλός και παραλής, θα περάσει ζωή χαρισάμενη η Ευρυδίκη μαζί του! 
Οι αρραβώνες τους έγιναν σε λίγους μήνες κι ακολούθησε ο γάμος στη Μητρόπολη με εκατοντάδες καλεσμένους να βγαίνουν από πανάκριβα αυτοκίνητα. Η δεξίωση έγινε στην αίθουσα πολυτελούς ξενοδοχείου με ορχήστρα που έπαιζε μελωδικούς σκοπούς. 
Ζωσμένη ξανά με τον ολόσωμο κορσέ η Σουλτάνα, κοιτούσε το πιάτο της με μισό μάτι. Μια λεπτή φέτα μοσχάρι με ρύζι, αρακά και καρότο ήταν φαγητό νοσοκομείου. Νωρίτερα τους είχαν σερβίρει ποικιλία από τυριά και ζαμπόν άπαχο. 
<< Τι ανοστιά είναι τούτη; Του κόσμου τοις παράδες δώκανε για δαύτα; Πα πα πα... >>
Η Αγλαΐα στις αρχές της πρώτης εγκυμοσύνης της είχε στεφανώσει το ζευγάρι. Βλέποντας την πεθερά της ανόρεχτη, κατάλαβε ότι δεν της άρεσε τίποτα.
- Γιατί δεν τρως μαμά;
- Τρώω κόρη μου... Κομματάκι στεγνό είναι όμως, σαν κι αυτό που τρώνε οι άρρωστοι... 
- Χα χα χα! Έτσι είναι τα φαγητά εδώ, χωρίς σάλτσες και μπαχάρια... 
- Μμμμ... Να τα χαίρουνται... Κι εκείνα τα τζιέρια από τις πάπιες και τις χήνες που τα λιώσανε, πώς τα τρώγανε για; Μια αηδία ητανάνε! 
Η Μαρίκα που καθόταν δίπλα της την αγκάλιασε γελώντας. 
- Ο κορσές σου είναι εντάξει; 
- Να σε πω, σάμπως να με σφίγγει πάλι...
- Τι ήφαες σήμερα;
- Ε... Τι έφαγα, τίποτις δεν έφαγα... Κομματάκι μπουρέκι που με περίσσεψε απ' τα χτες, δυο βούκες ητανάνε ούλο κι ούλο... Έψησα λίγες πατατούλες με τ' αυγά στο τηγάνι, έριξα και λίγο τυράκι να με νοστιμίσουνε και βούτηξα ψωμάκι να στυλωθώ... Είχα και τρεις πιρουνιές γίγανες και για να μη τοις πετάξω τσίμπησα ωσότου να τελέψει το τηγάνι... 
Οι δυο μπουκιές κι οι τρεις πιρουνιές που έλεγε η Σουλτάνα, ήταν τουλάχιστον μερίδα εστιατορίου. 
- Πεινάω μπρε συμπεθέρα μου, αμά τούτο το πράμα δε με αρέσει... Μόνο που κολάτσισα πριν...
Την πιατέλα με τα τυριά και τα ψωμάκια με το βούτυρο τα είχε τιμήσει δεόντως αλλά τα είχε ήδη ξεχάσει. Φαγητό βέβαια δεν ήταν, κολατσιό το λογάριαζε αλλά η ποσότητα που είχε φάει ήταν αρκετή. Με το ζόρι έβαζε στο στόμα μικρές μπουκιές από το κρέας που είχε το πιάτο της και το φούσκωμα άρχισε να την ενοχλεί.
- Μαμά, είσαι καλά; Κόκκινη έγινες!
- Στεναχωρεύομαι κομμάτι, σάμπως να μην έχει αγέρα εδώ μέσα... Δεν ανοίγουνε κάνα παράθυρο για;
Η Αγλαΐα κοίταξε με νόημα τη μητέρα της και μίλησε με τρόπο στη Δόμνα, την κουνιάδα της.
- Να ιδείς που θα έχομε τα ίδια με τη μαμά! Ανάσα πάλι δε μπορεί να πάρει, ζορίζεται! 
- Άιντε πάλι! Και την είπα να μη φάει πολύ, δε με άκουσε!
Μάνα και κόρη στην τουαλέτα έπιασαν τον καβγά.
- Σους μπρε σε λέγω, του κόσμου τα λόγια μ' έσουρες! Νηστικιά ήθελες να μείκω; Τρώγουνται τούτα δω τα πράματα;
- Αφού σε είπα να προσέχεις κι ο κορσές πια δε σε κάμει, πιο μεγάλο νούμερο θέλεις!
- Λύσε με μπρε και γένηκα μούσκεμα!
- Αφού σε σφίγγει τόσο πολύ δε θα σ' έκοβε ιδρώτας για; 
Το ταγέρ ήταν εφαρμοστό με τα παραπανίσια κιλά που είχε πάρει.
- Κάτσε να σε ανοίξω και τη φούστα τώρα και να διούμε πώς θα τα κουμπώσουμε!
- Διες την τσάντα μου, έχω παραμάνες μέσα!
- Μμμμμ.... 
- Μαμούνια μπρε! Θα πέσει η ζακέτα από πάνου και τίποτις δε θα φαίνεται!
- Αυτά θα τραβάω κάθε φορά που έχομε γάμο; 
- Σους!
Η φούστα τακτοποιήθηκε αλλά η ζακέτα ήθελε δυο δάχτυλα για να κουμπώσει, το ίδιο και το μεταξωτό της πουκάμισο. Η Αγλαΐα που κατάλαβε ότι έχουν πρόβλημα, έτρεξε με το παλτό στο χέρι.
- Θα βγάλουμε τη γούνα και θα τη βάλεις μπροστά μαμά, σαν το μαντίλι! Έλα μη μπει κόσμος και μας δούνε!
Δεινοπάθησε μέχρι να περάσει η ώρα και να φύγουν. Η ζέστη ήταν αφόρητη κι οι τρίχες την ενοχλούσαν αλλά δεν την έπαιρνε να διαμαρτυρηθεί και πολύ. Έφαγε απ' όλα τα γλυκά κι ένα μεγάλο κομμάτι από την πολυώροφη τούρτα, ενώ η κόρη της την κοιτούσε άγρια.
- Διες χάλια, να μετράει τη βούκα μου... 

Η Αγλαΐα την καλησπέρισε κι αφού αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, της έδωσε ένα πακέτο.
- Τι με φέρατε μάτια μου;
Ο Ιάκωβος έκανε κωμικές γκριμάτσες κι άρχισε να κουνάει τη μέση του άγαρμπα. 
- Τι κάμεις εκεί μπρε ζεβζέκη; 
- Άνοιξέ το καλέ μαμά μη μου μείνει κάνα κουσούρι!
- Χα χα χα! Στολή που φορούνε οι χανούμισσες είναι;
Έλυσε το φιόγκο κι άνοιξε το πολύχρωμο χαρτί.
- Α! Κορσές είναι! Πού σας ήρτε και με τον πήρατε;
- Αφού μας έβγαλες την ψυχή κυρά-Σουλτάνα με τον άλλο! Σου πήρε η νύφη σου ένα λίγο μεγαλύτερο!
Η Αγλαΐα την αγκάλιασε στοργικά.
- Με γεια σου μαμά! Να μην έχεις τη γκρίνια της Δόμνας άλλη φορά, ούτε κι εσύ να στεναχωριέσαι! 
Η Σουλτάνα τον περιεργαζόταν προβληματισμένη.
- Σας ευχαριστώ πολύ, αμά κομμάτι μεγάλος δεν είναι για μένα; 
- Μαμά!!!
- Καλά, καλά γιόκα μου, θα με φάνηκε... 
- Μεθαύριο θα πας στις ξαδέρφες σου μαμά;
- Ναι Αγλαΐτσα μου. Θα πιούμε τον καφέ μας κι έχομε βίζιτα μετά. Εμάθανε οι φιληνάδες τους οι Κύπριες που ήρταμε και θέλουνε πολύ να με γνωρίσουνε! Για πομάδες θα πούμε, συνταγές θα τοις δώκω! Είναι με λένε πολύ καλοί αθρώποι!
Ο Ιάκωβος την κοίταξε προσπαθώντας να πάρει ύφος σοβαρό.
- Στο λέω και πρόσεχε! Μη βάλεις πάλι κάνα φουστάνι στενό και σε μάθουνε κι εκείνες, ε;
- Όχι γιόκα μου, τα καλά μου θα φορέσω; Μια φούστα που έχω με λάστιχο και τη μπλούζα μου...
- Άιντε καλά...
Η μέρα ξημέρωσε κι η Σουλτάνα έβγαλε ένα φόρεμα και ζώστηκε τον καινούργιο της κορσέ.
- Δε με μαζεύει και πολύ... Να βάλω τον άλλο; Μπα... Έτσι και πάθω τα ίδια, ποιος με σώζει για;

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

320 μίλια χαμένης αθωότητας


Με ένα νέο μυθιστόρημα η Καρμέλα-Αντιγόνη Σώρρου έρχεται να φωτίσει την ξεχασμένη από τη λογοτεχνία των τελευταίων ετών ζωή της Τρούμπας. Η συγγραφέας αναβιώνει με φυσικότητα λίγα χρόνια πριν τη χούντα των συνταγματαρχών τη ζωή στην κακόφημη συνοικία του Πειραιά.
Μέσα από τη ζωή της ηρωίδας, μιας Κρητικοπούλας από τα Χανιά, αναγεννιούνται πτυχές του υποκόσμου της δεκαετίας του '60. Εκείνη μολονότι θύμα στην αρχή γρήγορα αποκτά τον έλεγχο της ζωής της μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο που της όρισε η πορνεία. Ο πληρωμένος έρωτας, η αηδία, τα μυστικά και τα ψέματα από τους οικείους αναπαριστάνονται παράλληλα με τον κεντρικό μύθο.

2η Έκδοση

Πόση να είναι άραγε η απόσταση που χωρίζει την άγνοια
από τη γνώση; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με
βεβαιότητα αν δεν ταξιδέψει πρώτα από τη μια άκρη μέχρι
την άλλη. Κι αν η μετάβαση γίνει ακαριαία και βίαια τότε η
απόσταση αυτή μοιάζει ακόμα μεγαλύτερη.
Ένα κορίτσι από την Κρήτη μπλέχτηκε στα δίχτυα της
Τρούμπας. Προσπαθεί να ελέγξει τη ζωή της με την αίσθηση
του κοινωνικού στίγματος… Ο έρωτας γίνεται εμπόρευμα,
ένα αηδιαστικό μέσο βιοπορισμού που την καταδικάζει να ζει
στο ψέμα...
320 μίλια χωρίζουν τη ζωή της αθωότητας από το θέατρο
του αγοραίου έρωτα και τη σκληρότητα του υποκόσμου.
320 μίλια που όμως φέρνουν τόσο δίπλα κοινωνικές
καταστάσεις που σκεπάζει η σιωπή.
Η Τρούμπα της δεκαετίας του ’60 ξαναζωντανεύει σαν
θεατρικό σκηνικό στη ζωή μιας πόρνης. Στο φόντο κινούνται
οι άνθρωποι της κακόφημης συνοικίας και οι προσωπικές
τους τραγωδίες. Αντιήρωες που στοιχηματίζουν τη ζωή
τους.
Η Βιβή όμως καταφέρνει στο τεντωμένο σκοινί να πατάει
σταθερά… 
Τιμή: 12 ευρώ