.

.
.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Το στοίχημα



Η νύχτα πέρασε γλυκιά και ήσυχη.
Τα νυχτολούλουδα σκορπούσαν τη μεθυστική τους μυρωδιά κι ο Βλάσης έπαιρνε βαθιές ανάσες γεμίζοντας τα πνευμόνια του με το άρωμά τους. Η Αστερόπη με το παιδί κοιμόντουσαν κι εκείνος μπήκε στην κάμαρα προσεκτικά για να μη την ξυπνήσει. Πόσο λάτρευε τις ώρες που η γυναίκα του παραδινόταν στην αγκαλιά του Μορφέα! Ήταν τυχερός που βρέθηκε στη στράτα του μια τόσο καλή, τίμια κι ευγενική κοπέλα και τους ένωσε η τόσο δυνατή αγάπη, από την πρώτη στιγμή που αντάμωσαν τα βλέμματά τους.
Θυμήθηκε τα λόγια των γονιών του, όταν μάθαιναν τις ερωτοδουλειές του που δεν ήταν και λίγες. 
<<Ταξιδιάρης είσαι γιε μου και πρόσεχε καλά ποια γυναίκα θα πάρεις! Να στέκεται καλά όσο θα λείπεις, μην είναι καμιά γυρίστρα και σε κουβεντιάζουνε! Λίγες μπάζουνε τους φίλους άμα λείπουν οι άντρες τους; Τόσα ακούμε!>> 
Κορώνα στο κεφάλι της τον είχε η Αστερόπη. Μετρημένη σε όλα, νοικοκυρά, αγάπησε κι εκτίμησε τους δικούς του όσο και το δικό της σόι. Οι γονείς του νερό έπιναν στο όνομά της κι όλοι οι συγγενείς που τους καλοδεχόταν με το γέλιο στο στόμα.
<<Την ευχή μας να έχεις κόρη μου!>> 
Με τη δούλεψή του κατάφερε να φτιάξει το παλιό σπιτάκι που της έδωσαν οι γονείς της.
Έφυγε ο τσίγκος που σκέπαζε τις κάμαρες, αλλάχτηκε το φαγωμένο από τα χρόνια μωσαϊκό και μπήκε καινούργιος, μεγάλος μαρμάρινος νεροχύτης στην κουζίνα. Το σουρωτό πανάκι που έκρυβε τον κουβά από κάτω, έγινε παρελθόν. Ο υδραυλικός πήρε κάμποσα λεφτά και πέρασε σωλήνες, έφτιαξε σιφόνι κι ανανέωσαν τα κιούγκια. Πέταξαν τα παλιά ντουλάπια και τη θέση τους πήραν νέα που έκλειναν καλά, με όμορφα πόμολα γεμάτα ανθάκια. Μέρες τα έβαφε ο Βλάσης με το βεραμάν χρώμα που διάλεξε η γυναίκα του. 
Η χρυσοχέρα πεθερά του που της είχε πλέξει πολλά προικιά με σχέδια ζηλευτά, ξεκίνησε με το βελονάκι καινούργιες δαντέλες για τα ράφια και κουρτινάκι για το παράθυρο. Η Αστερόπη πάλι αγαπούσε το κέντημα και καμάρωνε τους πίνακες στους τοίχους με τις φαρδιές κορνίζες. Οι δυο κάμαρες γέμισαν ωραία μπιμπελό που έφερνε από τα ταξίδια του κι η γυναίκα του τα ταίριαξε με γούστο στο τραπέζι και το μπουφέ. Το κρεβάτι τους είχε απέναντι μια στενόμακρη καφετί τάβλα στερεωμένη στον τοίχο, ντυμένη κι αυτή με πλεχτό της μάνας της που φιλοξενούσε τις κολόνιες και τις χτένες. Δυο σκαλιστά βαζάκια δεξιά κι αριστερά με πολύχρωμα βελούδινα λουλούδια που είχε φέρει από την Περσία, έφτιαχναν τη μέρα τους όταν ξυπνούσαν νωρίς το πρωί και τ' αντίκριζαν. Περσικά ήταν και τα τρία μεταξωτά χαλάκια που έστρωνε στις γιορτές και τους υποχρέωνε πατέρα και γιο να μπαίνουν με τις κάλτσες για να μη τα λερώσουν. 
- Βλάση μου τι όμορφα που είναι! Λυπάσαι να τα πατήσεις! Για να κρατήσουνε τη γυαλάδα τους, μήτε παπούτσι, μήτε παντόφλα δεν πρέπει να τ' ακουμπάει! 
Γέλασε στη σκέψη της. Η Αστερόπη είχε τον τρόπο να τον κάνει να προσέχει, χωρίς να νιώθει ότι τον καταπιέζει.
- Υπάρχει καλύτερο πράμα από το καθαρό σπίτι; Και σκουπίζω και σφουγγαρίζω και ξεσκονίζω, να κάθεσαι και να το χαίρεσαι άντρα μου! Αλλά κι όταν λείπεις πάλι τα ίδια κάνω, σα να είσαι εδώ! 
Όταν ο γιος τους έκανε καμιά ζημιά ή λέρωνε με τα βρόμικα από το χώμα χέρια του, σήκωνε το χέρι απειλητικά κι έτρεχε να κρυφτεί κάτω απ' το τραπέζι της κουζίνας. Ζωηρός πολύ ήταν, όπως κι εκείνος στα μικράτα του. 
- Πότε θα του κάνουμε αδερφάκι βρε γυναίκα;
- Να μεγαλώσει λίγο, να φρονιμέψει μια στάλα! Το μωρό θα βυζαίνω ή θα τον κυνηγάω που δεν στέκεται λεπτό σε μια μεριά; Δε θυμάσαι τις προάλλες που κόντεψε να καεί το θηρίο με το νερό που έβραζα για τα μακαρόνια; Μέχρι να τα πιάσω απ' το ντουλάπι, το έκανε το θαύμα του!Κι εκείνη η μάνα μου πόσο μπορεί να μείνει μαζί μου, που έχει πίσω τον πατέρα και τη γιαγιά μου; Η δικιά σου εύκολο είναι να έρθει που έχουνε τα ζώα και τόσες δουλειές στο νησί; Με την ψυχή στο στόμα δεν ήρθανε τότε στη βάφτιση που άκουσε ο μπαμπάς σου τ' όνομά του; Δύσκολα είναι για μένα που δε σ' έχω κοντά μου... Οι άλλες μάνες που είναι στεριανοί οι άντρες τους κι έρχονται κάθε μέρα από τη δουλειά στο σπίτι, άμα δούνε τα ζόρικα με τα παιδιά τους, μια φωνή τους βάζουν ότι θα τα τα πω στον πατέρα σου άμα έρθει και τα πάει ναααα! Εγώ τι να πω στο δικό μας που κάνει πάνω από χρόνο να σε δει... Ξέρει ότι άμα ετοιμάζουμε τις βαλίτσες σου μένει μόνος του μαζί μου! Για να δούμε τώρα που θα πάει στο σχολείο μπας και με τα μαλώματα της δασκάλας που τους ρίχνει στα χέρια με το χάρακα τις ξυλιές φοβηθεί λιγάκι και στρώσει...
Ο Βλάσης καταλάβαινε και δεν την αδικούσε. 


- Ε, νοικοκυράδες! Είσαστε μέσα; 
Ευρύκλεια και Θοδωρούλα βγήκαν στην αυλή στο άκουσμα της φωνής της. Η Σουλτάνα χώθηκε πρώτη στην αγκαλιά τους κι ακολούθησε η κομψότατη Μαρίκα. 
- Μπρε καλώς τες! Τι χαρά μας ηδώκατε! Ελάτε, κοκόνες μου!
Κάθισαν στην αυλή να ξαποστάσουν κι η Θοδωρούλα έφερε κρύα βυσσινάδα να δροσιστούν. 
- Τι είναι ούλες αυτές οι τσάντες καλέ σεις; 
- Για το σπίτι λίγα πράματα Ευρυκλάκι μου και μη μας παραξηγάς, θα σε πω πώς τα πήραμε! 
Γλυκά, ξηροί καρποί και φρούτα σε διάφανα πλαστικά κουτιά, σαλάμια, παστουρμάδες, δυο κεφάλια τυρί, λουκάνικα, σουτζούκια, όλα με σφραγίδες τούρκικες. 
- Θα λωλαθώ! Ποιος υπήγε στα μέρη μας και τα ήφερε; 
- Τον γιο μου τα φέρανε που τόνε έχουνε πολύ μεγάλη υποχρέωση κι ήρτανε εδώ για να διούνε και της Ελλάδος τα ακίνητα! Παραλήδες αθρώποι που έχουνε κάτι σεράγια και μνήσκουνε! Πάρα πολλά πράματα ητανάνε, ούλοι μας πήραμε! Αμά και πόσα να φάμε για; Είπαμε το λοιπόν, τώρα που είναι ακόμα φρέσκα, ευκαιρία να έρτουμε να σας διούμε, να φέρουμε και σε σας! 
- Σουλτάνα μου! Μαρίκα μου! Πόσα ευχαριστώ να σας ειπούμε; 
- Τίποτις καλέ! Τσάμπα είναι για! 
Οι συμπεθέρες χαμογελώντας κοιτάχτηκαν συνωμοτικά. Τα καλούδια είχαν αγοραστεί από τον πατριώτη τους που είχε το φημισμένο μαγαζί με τις ανατολίτικες νοστιμιές και ψώνιζαν τακτικά οι μερακλούδες νοικοκυρές που είχαν μάθει τις πικάντικες γεύσεις και δεν σκόπευαν να τις στερηθούν στη νέα τους πατρίδα βέβαια. Όταν αποφάσισαν λοιπόν να τις επισκεφτούν, ξέροντας από εκείνη την τυχαία συνάντηση ότι έχασε η Ευρύκλεια τον άντρα της, αν και αξιοπρεπέστατες δεν άφησαν κανένα υπονοούμενο ότι ζορίζονταν, συμφώνησαν να  μην πάνε τυπικά με κουλουράκια ή κάνα γλυκό. 
Η Μαρίκα σκεφτόταν από μέρες πώς θα τους τα πρόσφεραν για να μην αισθανθούν άσχημα. Η Σουλτάνα όμως που το μυαλό της δεν ησύχαζε ποτέ κι όλο κατέβαζε τις καλύτερες ιδέες για το όποιο θέμα, είχε βρει κιόλας τη δικαιολογία.
- Πεσκέσι τον Ιάκωβο τα φέρανε! Τόσα κι άλλα τόσα! 
- Δίκιο έχεις συμπεθέρα μου! Αυτό θα τσ' ειπούμε!  
Έτσι γέμισαν οι τσάντες αφού μοιράστηκαν το τελικό ποσό, συν τα λεφτά που τους έδωσε ο Ιάκωβος όταν το συζήτησαν. Θυμόταν πάντα με αγάπη την κυρά-Ευρύκλεια που ήταν η προσωποποίηση της ηρεμίας και της υπομονής και τη μικρή κόρη της που λες και γεννήθηκε με τη σκούπα στο χέρι κι όλο καθάριζε το σπιτάκι τους.
- Πάρτε αυτά κι από μένα και μη βγάλετε άχνα, έτσι θέλω να κάνω κι εγώ! Καλά το σκέφτηκες μαμά να πείτε για το πεσκέσι! Α! και είπε η Αγλαΐα, ότι αυτά σας τα στέλνει για να τους πάρετε κάνα δωράκι, ξέρετε εσείς λέει! Γι αυτό τα έβαλα χώρια! Τη ρώτησα κι όταν άρχισε το λακριντί για μπλούζες, μαγαζιά και δε συμμαζεύεται, πήρα δρόμο γιατί δε θα τέλειωνε ούτε αύριο! Ίδια η μάνα της κι η πεθερά της είναι με τα λούσα για την τύχη μου! Α, πα πα πα! Βρε πού έχω μπλέξει!
Οι δυο γυναίκες που είχαν κατασυγκινηθεί από την προσφορά τους, ξέσπασαν σε δυνατά γέλια. Η Σουλτάνα άρχισε να του κολλάει για να πει περισσότερα ο χωρατατζής κανακάρης της.
- Μπρε συ, άσκημα σε πέφτει η Αγλαΐτσα που είναι γκιουζελίμ κοπέλα; 
- Ε, όχι, δεν είπα τέτοιο πράμα! 
- Αυτό σ' έλειπε!  
- Με τη μαμά της μπροστά κακό θα έλεγα;
- Να ειπείς ούλες τσι αλήθειες κι ας είμαι μπροστά! Χα χα χα!
- Τσ' ηλέγω Μαρικάκι μου! Καλή κόρη ήκαμες, δεν έχω παράπονο! 
- Διες χάλι, να λέγει την πεθερά του Μαρικάκι! Ντροπή σου μπρε, μαμά έπρεπε να τη λέγεις, όπως κι η γυναίκα σου εμένα! 
- Δεν πα να σε λέει και συννυφάδα; Βρείτε τα μόνες σας! Εμένα δε με λένε Αγλαΐα και τη μαμά της θα τη λέω όπως θέλω
- Ορίστε παιδί που έκαμα! Μήτε μέσες, μήτε άκρες βρίσκω μαζί του! Φύε απε δω μπρε να μη σε βλέπω!
Η Μαρίκα γελούσε με την καρδιά της. Δεν είχε καλύτερο από τα αστεία μαλώματα γαμπρού και συμπεθέρας. 
Έχεις παράπονο από μένα πεθερούλα μου; 
- Όσκε παιδάκι μου, κανένα! Κι ηξεύρεις που σ' αγαπώ πάρα πολύ!
- Ορίστε κυρά-Σουλτάνα, άρπα τη! Άντε, πάω τώρα γιατί έχω το ραντεβού με την Ευταλού να δει το διαμέρισμα! Την ψυχή θα μου βγάλει πάλι που "εν έσιει πολλά παράες" αλλά την κόφτει να "εν τζιαι μιάλο!" Από τα σμυρνέικα θα πέσω στα κυπριακά πάλι ο φουκαράς και θα μπερδεύω τη γλώσσα μου στο τέλος!
- Χα χα χα! Πολλούς χαιρετισμούς να τη δώκεις και να την πεις να έρτει να πιούμε καφεδάκι! 


Μάνα και κόρη ενθουσιάστηκαν και με τις μπλούζες που τους έφεραν. 
- Πολύ μας υποχρεώσατε, πάρα πολύ!
- Σους μπρε, τι υποχρέωση μας λέγετε; Μιας που ητανάνε στο δρόμο μας το μαγαζί και παραγγείλαμε για μας σε άλλα χρώματα απέ αυτά που είχε, επήραμε από μια και για σας! Αλλά σας έχομε και κάτι ακόμα που να τα ταιριάσετε ωραία και καλά! 
Όμορφες χτένες με λουλούδια και χρυσαφί φουρκέτες για τα μαλλιά που άστραψαν και μια ακόμα μεγάλη ασημένια για τη μάνα. Τρελάθηκαν απ' τη χαρά τους ευχαριστώντας τες χίλιες φορές.
- Πάει πολύ με τη μπλούζα Ευρύκλεια! Έτσι σταχτερή που είναι με τις ασημοκλωστές, ε; Χάρμα θα σε είναι! 
- Τσι χαρές του κοριτσιού να τα βάλεις, άμα έρτει ο γαμπρός να την ηζητήξει με το καλό!
Η Θοδωρούλα χαμήλωσε το κεφάλι και μπήκε στο κουζινάκι για τους καφέδες. Η μάνα ευχαρίστησε για την ευχή και στέναξε.
- Τι έχεις τζάνουμ; 
- Αχ! Απέ πού να ηπιάσω τα βάσανα... 
- Ούλα να μας τα ειπείς! Θα τα μιλήσομε και θα ιδούμε! 
- Να υπάγομε πιο καλά μέσα, μη μας ηκούσουνε κι οι γειτόνοι... 
Η Θοδωρούλα κρατώντας το δίσκο συμφώνησε.
-  Δεν τσ' είδατε που έχουνε ούλοι τα μάτια τως στυλωμένα εδώ; 
Μπήκαν στη σάλα, χαλώντας τη θέα των κουτσομπόληδων. Μεγαλύτερη εντύπωση τους έκανε η λυγερόκορμη και φινετσάτη Μαρίκα με τη δαντελένια μπλούζα και τα ψηλά τακούνια. 
Το πηγαδάκι δεν άργησε να στηθεί.
- Τι ωραία κυρία που είναι! Και τι λούσο είναι αυτό! 
- Πολύ πλούσια, φαίνεται!
- Η άλλη η χοντρούλα, με πόσα χρυσά στολισμένη, ε; 
- Και πλακατζού, όλο γελάει! 
- Φορτωμένες τσάντες με του κόσμου τα πράματα! 
- Τι είχανε μέσα;
- Δε μπορούσα να δω καλά, είχανε τις πλάτες τους... 
- Ποιες να είναι; 
- Τι να σου πω, δεν ξέρω... 
Όσο οι γειτόνισσες σχολίαζαν, οι τέσσερις γυναίκες συζητούσαν χαμηλόφωνα τα δικά τους. 
Με λίγα λόγια εξήγησαν τα προβλήματα που είχαν, αλλά για μεγάλη τους έκπληξη είδαν ότι τις άκουγαν ήρεμες. 
- Κι εμείς κάτι τέτοια τα είχαμε κοκόνα μου! Τουρκόσποροι μας λέγανε άμα ήρταμε εδώ και μάθανε απέ πού κρατάει η σκούφια μας και με μισό μάτι μας κοιτάζανε οι αδικιορισμένοι! Ε... Γιαβάς γιαβάς μας συνήθισαν κι αυτοί, τοις συνηθίσαμε κι εμείς... 
- Η συμπεθέρα μου έχει δίκιο... Άμα τσι κουσελεύανε που ήτο αφ' την Πόλη, ήβαλε με το νου σου τι μας ήσουρναν άμα τσ' ηλέγαμε εμείς αφ' τη Σμύρνη... Ξένοι μας είχανε μάτια μου...
- Ηξεύρω, καταλαβαίνω... Όμως δεν είχατε τσι κόρες ανύπαντρες, μήτε κι είχατε τα χάλια μας εδώ... 
Έφτασε η κουβέντα και στα τριαντάφυλλα. Στο καπάκι κι ο στημένος Λάκης που περίμενε την όμορφη και ζηλευτή Σμυρνιά.  
- Πάλι καλά που έχετε αυτή την Αστερόπη και σας ήβγαλε αφ' τη δύσκολη θέση... Πώς να υπήγαινες Ευρύκλεια έτσι στα τυφλά χωρίς να ξεύρετε ποιος είναι και τι να τον ήλεγες;  
Η Σουλτάνα συμφώνησε. Ο νους της ήταν πώς θα αποκατασταθεί η κοπέλα με τόσα θηλυκά τριγύρω που την έτρωγαν. Είχε να κάνει και με τις μανάδες τους που ουσιαστικά εκείνες έβγαζαν το καλό ή το κακό όνομα. Έτσι γινόταν παντού. 
- Κι είπε που λέτε, να παραμονεύει ο Βλάσης τσι νύχτες... Και πόσο θα κάθεται χωρίς να πλαγιάσει ο χριστιανός; 
- Έτσι είναι! Ε, συμπεθέρα; 
- Η Αστερόπη είναι ξύπνια και μπράβο της! Δεν τη φωνάζεις μια μπρε γιαβρί μου, να κάμουμε τη γνωριμία και να τα βάλουμε κάτω ούλες μαζί; Ευκαιρία είναι! 
Τρέχοντας η Θοδωρούλα πήγε απέναντι. Σε λίγα λεπτά έγιναν οι συστάσεις και ψήθηκε ακόμα ένας καφές.
- Ψυχή ζώσα δεν πέρασε το βράδυ απ' την πόρτα σας!
Τα έπιασαν πάλι απ' την αρχή κι οι συμπεθέρες κατάλαβαν όσα υποψιαζόταν το ζευγάρι. Η Σουλτάνα ήθελε να ξεκαθαρίσει η κατάσταση το συντομότερο, γιατί η εμπειρία της με παρόμοιες περιπτώσεις τη δίδαξε ότι ήταν χρονοβόρα.
- Δε με βγάζετε απέ το μυαλό ότι είναι δυο οι λεβέντες! Πέταξε κι ήρτε στη στιγμή αυτός ο Λάκης μπρε σεις;
- Τι λέγεις τώρα; Αφού ήτονε αυτός εκεί στο σκολειό που ήγραφε στο χαρτάκι! Πώς ηγίνηκαν δυο; 
- Κι ησφύριζε άλλος; Ήπεσαν κι οι δυο την ίδια ώρα; 
- Ναι μπρε! 
Η Αστερόπη άνοιξε τα χαρτιά της. Τους είπε για την απουσία του Λάκη τότε και όσα συζήτησε με τον άντρα της. Εκεί πια έγινε το έλα να δεις! Μάνα και κόρη έκλεισαν το παράθυρο και προσπαθούσαν να πνίξουν τις φωνές τους. Είχαν χίλια δίκια.
- Θα λωλαθούμε! Γιατί δε μας τα είπες χτες Αστερόπη, ε;
- Το βράδυ τα σκέφτηκα καλέ σεις, εκεί που μιλούσαμε με το Βλάση!
Η Σουλτάνα χτυπούσε τα χέρια της με γέλια και χαρές, σα ν' άκουσε τα καλύτερα νέα.
- Τι με κοιτάτε έτσι μπρε; Που μετρώ σε πόσοι αρέσει το κορίτσι και πιαστήκανε στα χέρια για τα ωραία της μάτια; Να διείτε που ο άλλος την έριχνε τα τριαντάφυλλα κι ο χαζοβιόλης ο Λάκης ή τα είδε, ζούλεψε κι είπε να κάμει τα ίδια, ή καθούτανε ο χαλβάς και τη σφύριζε!
Τώρα μπερδεύτηκαν όλες περισσότερο. 

- Καλώς τη! Τι θα θέλατε;
- Καλό να έχεις πάντα! Ένα πακέτο τσιγάρα θέλω, αμά τη μάρκα δε θυμούμαι μπρε παιδάκι μου... 
- Το χρώμα το θυμόσαστε; 
- Να σε πω, μόνο άμα τα διω θα τα γνωρίσω! Να τα ψάξω κομμάτι, για δεν κάμει τζάνουμ; 
- Βεβαίως μαντάμ, με την ησυχία σας! 
Ο Μίλτος χάζεψε τη γελαστή παχουλή κυρία, που ήταν φορτωμένη χρυσαφικά και κουδούνιζαν τα βραχιόλια σε κάθε της κίνηση. Χαρακτηριστικό της Σουλτάνας ήταν αυτός ο λεπτός ήχος κι οι χαλκάδες που ξεπρόβαλαν κάτω από τις μπούκλες της. 
- Τούτα είναι! Μπρε τι έπαθα η απτάλα, ούλο τα ξεχνάω! 
- Δεν πειράζει, τα βρήκατε! Να σας ρωτήσω, από πού είσαστε; Αθηναία πάντως όχι, ε;
- Απέ την Πόλη είμαι αγόρι μου! Πάνε λίγα χρόνια που ήρταμε εδώ...
- Α! Πολύ ωραία λένε ότι είναι εκεί! 
- Μόνο ωραία; Να μην είχα τον πόνο στη μέση μου και θα σ' έλεγα πράματα και θάματα! Κουράστηκα σήμερα γιατί έκαμα τόσο δρόμο να διω μια φιληνάδα μου και βρήκα το σπίτι κλειστό, λείπουνε ούλοι... Δε βλέπω την ώρα να κάτσω ν' αλαφρώσω κομμάτι... Να πάρω και κάνα δροσιστικό που στέγνωσε ο στόμας μου, να πίνω ίσα με να φτάσω στη στάση... Αχ! Τι σουβλιά μ' έδωκε τώρα! Καταγής θα πέσω! 
Ο νέος έσπευσε να της δώσει την καρέκλα του να ξαποστάσει μόλις είδε το μορφασμό πόνου που έκανε και της άνοιξε μια παγωμένη πορτοκαλάδα. Πήρε ένα σκαμνάκι και κάθισε απέναντί της. 
- Την ευχή μου να έχεις παιδάκι μου! Άμα έχεις οικογένεια, να τοις χαίρεσαι ούλοι! 
- Ελεύθερος είμαι... 
- Αφού είσαι λεύτερος, καλή τύχη να βρεις μπροστά σου! Μια κοπέλα καλή, όμορφη, να σιάξετε σπίτι νοικοκυρεμένο!
- Ευχαριστώ πολύ, να ' σαι καλά! 
- Στα μέρη μας, οι νέοι παντρεύονται νωρίς... Και τα κορίτσια, απέ μικρά μαθαίνουνε μαγείρεμα και δουλειές, να είναι έτοιμες άμα έρτει η ώρα τους... Και να οι καντάδες, οι ματιές, τα γελάκια... Όμορφο πράμα ο έρως!  Μια ζωή έτσι τα θυμούμαι... Αχ κι αν έβλεπες πώς με κοίταζε ο σχωρεμένος ο Γιωργάκης, ο άντρας μου, που είχε το παπουτσάδικο απέναντι απέ το κομμωτήριο που εργαζούμουνα! Πτωχή κοπέλα εγώ, αμά δεν τόνε ένοιαζε τίποτις! Και πεθερικά πολύ καλά είχα, βασίλισσα με είχανε ούλοι! Μόνο η μια μου κουνιάδα η γρουσούζα που ούλο τρώγεται ακόμα και με τ' άντερά της μας έκαμε διάφορα αμά δεν τη δίναμε σημασία... Αριβάρισε κι αυτή εδώ, προίκα μου την πήρα για! 
Ο Μίλτος έκανε πολύ κέφι τη Σουλτάνα κι όλο ρωτούσε για την εκεί ζωή της. Τον άρχισε με τις ατέλειωτες ιστορίες για τα γλέντια, τους χορούς, την καλοπέραση κι όταν είδε ότι ρουφούσε κάθε της λέξη του δώρισε με το έτσι θέλω το μπουκάλι με το λικέρ που θα πήγαινε στης "φίλης της" για να μη το γυρίσει πίσω. Δυνατό, με μπόλικα μπαχάρια, ιδανικό για εξομολογήσεις! 
- Έχω σιάξει πολύ σε λέγω για! Πιες να με πεις άμα σ' αρέσει! 
Γλυκάθηκε ο Μίλτος κι όσο το κατέβαζε χαιρόταν η καπάτσα!
- Έκαμα που λες δυο παιδιά, γιο και κόρη, πολύ καλές τύχες είχανε κι αυτά... Ο Ιάκωβος μου είναι πολύ σπουδαγμένος. σκεδιάζει σπίτια μέσα κι όξω! Ο αφεντικός του είδε που ητανάνε πολύ καλός στη δουλειά του και δυο χρόνια αφού χάσαμε το μπαμπά του με ξεσήκωσε απέ την Πόλη με το έτσι θέλω! Μπρε φώναζα, μπρε τσίριζα, αδύνατο πράμα! Απέ τον τόπο μου έφυα... 
- Πού πήγατε, σε άλλο μέρος; 
- Στη Σμύρνη! 
- Α!
- Σε καλό μας εβγήκε όμως! Παράδες πολλοί έβγαλε, δουλειές με φούντες είχε! Τα τι σπίτια έσιαξε, μήτε που βάζει ο νους σου! Βρήκε και κοπέλα πρώτης τάξεως! Γινήκανε οι αρρεβώνες κι εδώ πια εκάμαμε το γάμο! Να φας απέ τα χεράκια της και να σε τρέχουνε τα σάλια! Να διεις το τι περιποίηση τον άντρα της, τι πάστρα, ούλο με φρέσκα ρούχα τον περιμένει! Κι εκείνη όμως! Στολισμένη τόνε δέχεται, λουσμένη, ούλα κατά πως πρέπει! Γιατί έχουμε τοις άντριδοι κορώνα στο κεφάλι μας! Χαρά σε κείνονε που παίρνει τέτοια γυναίκα! Όχι που θα το πω έτσι επειδής είναι η νύφη μου, αμά είναι η καλύτερη απ' ούλες! Σκέψου κι ότι μας κοιτάζανε στραβά άμα ήρταμε εδώ και σε λίγο καιρό κάθε πρωί δεν προλαβαίναμε τις καλημέρες! 
- Είναι που λένε πολλά για τις Σμυρνιές και γι αυτό... 
- Τον κακό τους τον καιρό να πεις! Τις μοιάζουμε πολύ κι εμείς! Εγώ, μεγάλη γυναίκα και χήρα κι οι αδερφάδες μου με τις οικογένειές τους, θαρρείς που δεν βλέπαμε να κοιτάνε και να λένε; Έχομε μάθει στα καθαρά και τα λουσάτα, μα πτωχοί μα πλούσιοι, όσο μπορεί καθένας! Τούρκα να σε λέγουν και να κοιτάνε την πλύση σου; Η Σμυρνιά γυναίκα όμως είναι αλλιώτικη και ξεύρεις γιατί; Θα σε τα πω! Ήρτανε τότες με την καταστροφή και φέρανε τις συνήθειές τους παιδάκι μου! Με το συμπάθιο κιόλας, αλλά εδώ ο κόσμος δεν τα είχε καλά με την πάστρα και μήτε πλενόντουσαν όπως εμείς που είχαμε μάθει και στα χαμάμ απέ μικρά να παγαίνουμε! Είδανε οι άντριδοι τη διαφορά και πέσανε με τα μούτρα! Ίσα με τότες, αυτά τα βρίσκανε μοναχά στις γυναίκες που δουλεύανε στα "σπίτια τα μεγάλα" ξεύρεις τι σε λέγω...
- Πώς δεν ξέρω! 
- Μοσκοβολιστές και μπανιαρισμένες, με τα εσώρουχα καθαρά και να οι μπουγάδες κάθε μέρα! Γι αυτό τις λένε και παστρικιές, πράμα που καμαρώνουμε εμείς γιατί πάει να πει καθαρή, νοικοκυρά! Εδώ τη μεγάλη πάστρα στο σώμα την έχουνε για τις πρόστυχες! Πού να το βάλει ο νους μας! Άμα η φωτιά κι ούλα αυτά τα κακά που πάθανε γινόντουσαν στο δικό μας τόπο κι ερχούμασταν έτσι, θα λέγανε για την Πολίτισσα γυναίκα, κατάλαβες; 
Ο Μίλτος συμφώνησε σκεπτικός. 
- Πολύ σε συμπάθησα μπρε πασά μου! Δε με λες, τώρα που γινήκαμε και φίλοι, έχεις βάλει καμιά στο μάτι, ή να σε βρω εγώ κοπέλα δικιά μας να σε ζουλεύουν ούλοι; Χα χα χα!
- Ε... Κάτι υπάρχει αλλά... Άστα κυρία Σουλτάνα μου, μεγάλη ιστορία... 
Το μπουκάλι κόντευε να φτάσει στη μέση κι η γλώσσα του λυνόταν.  
- Γιατί σεκλετίστηκες παιδάκι μου; Μια χαρά παλικάρι είσαι, με το μαγαζάκι σου εδώ, ποια είναι αυτή που δε σε θέλει;
- Δεν είναι δικό μου! Του ξαδέρφου μου είναι κι άμα έχει τίποτα δουλειές έξω να κάνει τον εξυπηρετώ. Εγώ είμαι υδραυλικός.
- Μπράβο λεβέντη μου! Καλά κατάλαβα που είσαι καλής καρδιάς παιδί! Η δουλίτσα σου πάει καλά, βγαίνει το μεροκάματο;
- Δόξα τω Θεώ! Μάζεψα και κάτι ν' ανοίξω δικό μου μαγαζάκι.
- Μπράβο, με το καλό λεβέντη μου! Και ποια είναι αυτή που δε θέλει τέτοια τύχη; Έτσι γαμπροί δε βρίσκονται για! 
- Άμα σου πω ότι δεν το ξέρει... Είναι σοβαρή, μετρημένη κι όλοι έχουνε τρελαθεί μαζί της... Ήθελα να την πιάσω και να της μιλήσω τίμια σαν άντρας, αλλά το ίδιο ήθελε κι ένας φίλος μου... Κι αυτός από μικρός αγαπούσε μια κοπέλα κι έλεγε ότι θα την πάρει, όμως γυρίσανε τα μυαλά του και γίναμε εχθροί... Πιαστήκαμε στα χέρια λόγο το λόγο...
- Πω, πω, πω! Τι με λέγεις μπρε παιδάκι μου;
- Υπάρχει και χειρότερο κυρά-Σουλτάνα... Όλες στη γειτονιά δεν έχουνε να πούνε ένα καλό λόγο, το ίδιο κι η μάνα μου βέβαια... Με μισό μάτι την κοιτάνε και φτύνουνε τον κόρφο τους... 
- Γιατί γιόκα μου, αφού με λέγεις που είναι τίμια κοπέλα;
Ο Μίλτος άναψε κι άλλο τσιγάρο, φυσώντας τον καπνό στο ταβάνι. Ήπιε ακόμα μια μεγάλη γουλιά από το λικέρ.
- Σμυρνιά είναι, γι αυτό! 
- Α! Τι με λέγεις τώρα;
- Άστα να πάνε σου λέω... Εγώ όμως ξέρω ότι είναι η καλύτερη κοπέλα στον κόσμο! 
- Κι αυτός ο φίλος σου που μαλώσατε, θέλει να τη γλεντήσει ή έχει καλό σκοπό, τι λέγει;
- Τι να σου πω, δεν ξέρω τελικά... Στην αρχή έλεγε ότι εκείνον θέλει και του έκανε τα γλυκά μάτια... Μου κόλλαγε άγρια όπου μ' έβρισκε... Μ'ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι αρπαχτήκαμε... 
- Κι εσύ τι έκαμες μπρε Μίλτο μου; Λεύτερη κοπέλα είναι, δε θέλουνε και πολύ αυτά, γιατί να μη προλάβεις να τη μιλήσεις και να διεις άμα θέλει εσένα ή τον άλλονε; 
Με το μπουκάλι αγκαλιά, τον είχε πια στο χέρι. 
- Είχα καβγάδες με τη μάνα μου, της το προλάβανε... Χώρια που κάτι πήγε να γίνει παλιά με μια κοπέλα που έκαναν σαν τρελοί οι γονείς μου γιατί είχε και μεγάλη προίκα. Εγώ αυτά δεν τα κοιτάζω, μου άρεσε τότε κι ούτε ήξερα, ούτε μ' ένοιαζε τι έχει και τι δεν έχει... 
- Δουλευταράς είσαι, θα ζούσατε καλά! Και τι έκαμες με τούτη, έτσι τ' άφηκες το πράμα;
- Ε, δεν έκατσα με τα χέρια σταυρωμένα, ήθελα να δω...
- Πώς δηλαδή, τι έκαμες, καντάδα να πούμε; 
Τα λόγια του έβγαιναν μπερδεμένα πια και με δυσκολία. 
- Για... να σηκώσω... τη γειτονιά... στο πόδι; 
- Σωστό και τούτο... Ε, πες με μπρε τι έκαμες, μ' έσκασες! 
- Της έριξα λου...λού...δια...
- Μπράβο, καλά έκαμες! Πολλά ητανάνε;
- Ννναι, πολ...λά... τριαντάφ...υλλα... 
<<Πουλάκι μου! Σε τσάκωσα!>>
- Κι ο άλλος το έμαθε; Μπας και την έκαμε τα ίδια;
- Με...είδε πριν...δυο μέρες...και...
- Και; Ξύπνα μπρε που κοιμάσαι όρθιος, μη με πέσεις καταγής και δεν προλάβεις να με τα πεις ούλα!
- Ε;
- Τι έκαμε όταν σε είδε ο άλλος; 
- Το ήξερα... Μου...είπε άμα της...σφυρίξει θα βγει έξω και...  
- Και δε βγήκε βέβαια!
- Όχι... Το...ήξερα ότι...δεν...
Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να μάθει τα πάντα! 
Το ίδιο βράδυ που σφύριζε ο Λάκης πίσω απ' το σπίτι, ο Μίλτος πέταξε βιαστικά τα δυο τριαντάφυλλα με το ραβασάκι, παρακαλώντας να μην πήγαινε στο ραντεβού η Θοδωρούλα. Αν και δεν είχε καμία αμφιβολία για το ήθος της, ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο φίλος του απλά και μόνο κοκορευόταν. Μέχρι να βγει η Ευρύκλεια έτρεξε ως την πίσω μεριά κι όταν τον είδε του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Προσέχοντας κι οι δυο να μην ακουστούν στη γειτονιά, λογομάχησαν πιο μακριά.
- Τι είναι αυτά που κάνεις ρε; Γιατί να δίνεις δικαιώματα; 
- Κι εσύ τι δουλειά είχες να κόβεις βόλτες έξω απ' το σπίτι της; Για να σε δει και να μη βγει;
- Ούτε με είδε, ούτε θα έβγαινε! Για καμιά σαν την κόρη της Μαρουλίας την πέρασες που κολλάει σε όλους;
- Κι εσύ πώς το ξέρεις, ε; Άμα της έκλεινα ραντεβού θα ερχότανε ρε βλάκα, ε βλάκα!
- Εμένα είπες βλάκα ρε ηλίθιε; Αν θες να ξέρεις, της έγραψα να με συναντήσει αύριο στις πέντε έξω απ' το σχολείο για να δω τι θα κάνει! Πάμε στοίχημα ένα κατοστάρικο ότι δε θα έρθει; 
- Πάμε! Θα έρθει γιατί θα νομίζει ότι την περιμένω εγώ! 
- Άντε από δω ρε μάπα! Τράβα να στηθείς εσύ κι εγώ θα κοιτάω απ' τη γωνία κρυφά να δω τι θα γίνει, γιατί τέτοιος ψεύτης που είσαι σ' έχω ικανό να πεις ότι τη φίλησες κιόλας! 
Ο Λάκης συμφώνησε και δεν έβρισκε μέρος να κρυφτεί όταν φυσικά διαψεύστηκε. Μόλις απομακρύνθηκαν η Αστερόπη με το μικρό, έφαγε μια δυνατή φάπα κι ένα γερό βρισίδι από τον έξαλλο Μίλτο κι έσκασε το κατοστάρικο που του έτριψε τελικά στα μούτρα! 
- Στο ζήτησα για να σε ξεφτιλίσω κι άλλο ρε! 
Άρπαξε στον αέρα το χέρι του άλλου που είχε αφρίσει απ' το κακό του, πριν προλάβει να τον αγγίξει. Τον έσπρωξε δυνατά και τον έστειλε στον αγύριστο ξεμπερδεύοντας μια και καλή μαζί του...


- Τι φταίμε κι εμείς να πληρώνουμε τις παλαβομάρες σου βρε μάνα; 
- Για ιερό σκοπό το έκαμα γιόκα μου...
- Έλα, τι μας λες; Εξαφανίζεσαι ως τα μεσάνυχτα, η γυναίκα μου κοιμάται και δε θέλω να την αναστατώσω, πάω και ρωτάω την πεθερά μου πού είσαι γιατί ήμουν σίγουρος ότι κάτι έπαθες, πετάει η Μαρίκα τα νυχτικά κι έρχεται μαζί μου με τα μπικουτί στο κεφάλι και τα έβγαζε στο αμάξι, με πάει στην Ευρύκλεια, βαράω την πόρτα και βγαίνει με μια σκούπα έτοιμη να μου τη φέρει στο κεφάλι, μπαίνουμε μέσα και μας λένε ότι πήγες στο μαγαζί του ξαδέρφου του Μίλτου λες και τον ξέρω, το οποίο είναι στην άλλη άκρη, παίρνουμε μαζί τη Θοδωρούλα που ήξερε το δρόμο, μπερδεύομαι σε κάτι στενά, το βρίσκω επιτέλους και βλέπω τι; Εσένα γονατιστή να κρατάς το κεφάλι ενός μεθυσμένου που είχε πέσει κατάχαμα και να κοντεύεις να του ξεριζώσεις τα μαλλιά για να σου πει κάτι για ένα Λάκη που πήγε στο σχολείο! Να σε τραβάω που δε μπορούσες να σηκωθείς, να διαμαρτύρεσαι ότι κατουριέσαι και θα σου φύγουνε, δεν πήγες εκεί στην τουαλέτα γιατί δεν ήθελες να τον αφήσεις λεπτό μη τυχόν κοιμηθεί και δε μάθεις γι αυτό το Λάκη που πήγε σχολείο λες κι είσαι κηδεμόνας του και πρέπει να ξέρεις τι βαθμό του έβαλε η δασκάλα, σου φεύγουνε τελικά και βρέχεται ο μεθυσμένος που είπες ότι πρέπει να τον πάω στο σπίτι του επειδή η μάνα του νομίζει ότι πήγε στον κινηματογράφο μετά που έκλεισε το μαγαζί που δεν είναι δικό του αλλά του ξαδέρφου του και θα ανησυχεί η καψερή και να λες κι από πάνω στη Θοδωρούλα να βρει πανί για να σφουγγαρίσει το πάτωμα που κολλούσε παντού από το χυμένο ποτό! 
- Εγώ δε μπόραγα να...
- Το κάτουρο το σφουγγάρισε ο ξαπλωμένος από το τραβολόγημα που του έκανες! Βγάζεις τη φούστα σου που έσταζε και τα πέδιλα, τα βάζεις σε μια από τις δυο σακούλες που πήρες από το μαγαζί αλλά ήταν μικρή και δε σε χώραγε να καθίσεις στο αμάξι, βγάζεις τη μπλούζα και τη βάζεις στο πίσω κάθισμα με τη σακούλα από κάτω γιατί δε μπορούσες να βγάλεις και τον κορσέ και το βρακί σου που ήταν βεβαίως εντελώς μουσκεμένα, μας πάει η Θοδωρούλα στο σπίτι του Μίλτου με το φόβο μη τη δει η μάνα του που δε θέλει ούτε ν' ακούει το όνομά της, αλλά κι η πεθερά μου που δε μπορεί να μιλήσει χωρίς το "τσι" και το "η" πριν από κάθε λέξη και φοβάται επίσης τη μάνα του επειδή δεν γουστάρει τις Σμυρνιές και θα πει ότι πότισαν το γιο της για να τον τυλίξουνε! 
Φορτώνομαι το σουρωμένο που μπλούζα και παντελόνι ήταν βρεγμένα από το κάτουρο, να τον παραδώσω στη μάνα του επειδή δε με ξέρει κι είμαι και άντρας, άρα δεν κινδυνεύει! Και τι να έλεγα στη γυναίκα, έλα πάρε το δέμα σου; Τον ψάχνω, βρίσκω το κλειδί του σπιτιού, ανοίγω όσο πιο σιγά μπορώ και τον ξαπλώνω μέσα, ακούω σε λίγο και τη μάνα του να φωνάζει μόλις είδε το θέαμα! Αν δεν προλάβαινα να φύγω και βγαίνοντας μας τσάκωνε στο αμάξι με τις Σμυρνιές κι εσένα γυμνή φαντάζεσαι τι θα γινόταν; Στις εφημερίδες θα μας βγάζανε! Κι άντε μετά πίσω στην Ευρύκλεια ν' αφήσω την κόρη της και να σου φέρουν να βάλεις κάτι πάνω σου για να μπορέσεις να βγεις απ' το αμάξι και να μη σου χωράει τίποτα! Τρεις γυναίκες να παλεύουν με τις πίσω πόρτες ανοιχτές μπας και σου βγάλουν το φουστάνι που είχες σφηνώσει, γιατί αφού είδες ότι ήταν μικρό σου το τράβαγες να κατέβει κι η ώρα να έχει πάει τρεις το ξημέρωμα! 
Η Σουλτάνα είχε κατεβάσει το κεφάλι και κοιτούσε τα πασούμια της. 
<<Πού επήαν οι δυο χάντρες και τα χαλνάνε το σκέδιο...>> 
- Σου φέρνει η Θοδωρούλα μια ρόμπα φαρδιά κι αφού αφήνω την πεθερά μου και σε πάω στο σπίτι κατουράς πάλι στο πεζοδρόμιο σαν το σκύλο κι όταν σε ανεβάζω πάνω κι επιτέλους πια γυρίζω, βλέπω στην είσοδο την Αγλαΐα έξαλλη που είχε ξυπνήσει και δε με βρήκε να κλαίει απελπισμένη! Είδα κι έπαθα να την ηρεμήσω και μ' αρχίζει λογικά τα πώς και πού και γιατί, ψήνει καφέ και πάω στο γραφείο άυπνος και ταλαίπωρος με τα νεύρα μου τσιτωμένα! 
- Πιες λίγο νεράκι μπρε παιδάκι μου που τα είπες χωρίς ανάσα, δεν κολνάει ο στόμας σου;
- Όχι!!!  
- Σε ζήτησα χίλιες φορές συγνώμη τζιέρι μου... Είχα πιει πορτοκαλάδα που κέρασε ο Μίλτος κι επειδής η ώρα πέρασε ήπια και δυο λεμονάδες να δροσιστώ κομμάτι και με φύγανε τα ούρα... Δεν το ήθελα πασά μου, πόση ώρα τα κράταγα... 
- Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα; Όχι βέβαια, θα μου δώσεις λόγο για όλα! Και τώρα για πες μου αρχικά ποιος είναι αυτός ο Λάκης που τόσο πολύ σε νοιάζει αν πήγε στο σχολείο; Τίνος παιδί είναι μαμά;
- Δεν ξεύρω γιόκα μου...
- Πού τα πουλάς αυτά;
- Δε σε πουλάω τίποτα, την αλήθεια σε λέγω...
- Δηλαδή θες να πιστέψω ότι υπάρχει ένα παιδί που χάλασες τον κόσμο να μάθεις για το σχολείο και δεν ξέρεις ποια είναι η μάνα του! Μήπως την ξέρεις καλά, το έκανε χωρίς να παντρευτεί και το άφησε σε κάνα ίδρυμα κι αυτό το έσκασε; 
- Τι με λέγεις καλέ τώρα; Κοτζάμ άντρας εικοστριώ χρονώ στο ίδρυμα; 
- Α! Ενώ εικοσιτριών χρονών μαντράχαλος πάει στο σχολείο, ε; Ποιον κοροϊδεύεις ρε μάνα; 
- Δεν επήε μέσα στο σκολείο για να μάθει γράμματα μπρε μπουνταλά! Απ' όξω ητανάνε και περίμενε τη Θοδωρούλα που νόμιζε ότι θα πάει να διει το Μίλτο που την είχε δώκει ραντεβού!
- Θα με τρελάνεις εντελώς; Άλλος της έδωσε ραντεβού κι άλλος την περίμενε; Βρε μαμά, μπας και κάτι ήπιες και δεν ξέρεις τι λες;
- Καφεδάκι μόνο ήπια πασά μου και καλά στα λέγω, αμά πρέπει να τα πάρω απ' την αρχή για να καταλάβεις... 
- Άσε, κατάλαβα! Γαμπρός για τη Θοδωρούλα είναι στη μέση κι έβαλες το χέρι σου! Πες τα με τη νύφη και τη συμπεθέρα σου, φεύγω γιατί έχω δουλειά και δε θέλω ν' αργήσω!
- Και θα μείκουμε έτσι, μαλωμένοι; Δε τη λυπάσαι κομμάτι τη μαμά σου που θα κλαίει; 
- Η μαμά μου δε με λυπάται με τόσα που πέρασα;
- Πολύ, πάρα πολύ... Σχώρα με Ιακωβάκι μου... 
Βλέποντάς την έτσι σαν βρεγμένη γάτα και σκεπτόμενος ότι αν άκουγε από άλλον όλα όσα συνέβησαν θα του φαινόταν πολύ αστείο, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και την αγκάλιασε σφιχτά.
- Τι να κάνω που σ' αγαπάω κι ας είσαι παλαβή! Άντε, συχωρεμένη! 
Η Σουλτάνα τον φίλησε κι άφησε επιτέλους κι εκείνη τα γέλια που με τόσο κόπο συγκρατούσε κάνοντας τη στεναχωρημένη από τύψεις κι ενοχές για όσα δημιούργησε. 
- Παλαβός είσαι και φαίνεσαι! Άμε στο καλό και τόση ώρα βαστιέμαι να μη χαχανίσω έτσι που με τα έσουρες! Μεγάλες πλάκες γινήκανε μπρε, καλύτερες δεν έχει! 

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Οι σκέψεις της Αστερόπης



Το ταξί σταμάτησε έξω από το σπίτι κι οι γειτόνισσες λες κι ήταν όλες συνεννοημένες βρέθηκαν με το κεφάλι έξω απ' τα παράθυρα. 
Ο οδηγός άνοιξε την πίσω πόρτα κι έδωσε το χέρι ευγενικά πρώτα στην Ευρύκλεια για να τη βοηθήσει να βγει και μετά στη Θοδωρούλα.
<<Μπα! Αφήσανε τα λεωφορεία και παίρνουνε ταξί μάνα και κόρη; Πού βρήκαν τόσα λεφτά;>>
Άνοιξε την αυλόπορτα η μάνα κι εκείνος μπήκε φορτωμένος τσάντες. Πέρασε μέσα στο σπίτι και σε λίγο ακούστηκαν γέλια και χαρές.
<<Δεν είμαστε καλά!>>
Απ' τα παράθυρα που κοιτούσαν βγήκαν αυτόματα στις πόρτες για να κουτσομπολέψουν άνετα.
- Καλέ, τι 'ναι πάλι τούτο, τα είδες; 
- Αμ δεν τα είδα; Ένα ποτήρι έπλενα κι άκουσα αυτοκίνητο να σταματάει, κάνω μια έτσι και τους βλέπω...
- Τον μπάσανε και μέσα!
- Άκου γέλια και κακό! Ποιος να είναι βρε Μαρουλία;
- Πού να ξέρω Παρασκευούλα μου; Στης κουνιάδας της ήταν πάλι για τα λογοδοσίματα της κόρης της, έτσι δε μας είπε η Ευρύκλεια;
- Ναι! Κι απόρησα πώς και πλερώσανε ταξί να τις φέρει από κει πάνω! Αλλά αντί να του δώσουνε λεφτά για την κούρσα, να μπούνε μέσα και να χασκογελάνε; Τι άλλο θα δούμε...
Η Ευρύκλεια βγήκε φουριόζα με το πορτοφόλι παραμάσχαλα και τα γέλια συνεχίστηκαν με τους δυο νέους μόνους στο σπίτι.
- Πω πω πω! Πλάτες τους κάνει μες στα μούτρα μας; 
- Έτσι μπατσίζει η κόρη της τα χρωστούμενα;
- Κοίτα τη μάνα και δεν της φαινότανε! Βρε, καλά λένε τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι!
- Πού πάει;
- Για να δούμε...
Ο μπακάλης την καλησπέρισε χαρούμενος.
- Καλώς τη! Πώς τα περάσατε κυρά-Ευρύκλεια;
- Πολύ ωραία κυρ-Φανούρη μου! Καλά που σ' ηπρόλαβα ανοιχτό! 
- Ε, όλο και κάτι χρειάζεται η γειτονιά... Πες μου τι θες, το μαγαζί δικό σου όλο καλή μου γειτόνισσα! 
- Φχαριστώ, να 'σαι καλά! Θέλω να μ΄ηκόψεις τυρί αφ' το σκληρό, για το τηγάνι που θα το ψήσω!
- Ο,τι πεις κυρά-Ευρύκλεια! Μεζεδάκι ωραίο γίνεται, ε; 
- Ναι, πολύ νόστιμο είναι! Μας ήφερε ο αρρεβωνιάρης τσ' ανιψιάς μου που 'χει αυτοκίνητο πλερωτικό κι ηθέλω να το ηφχαριστήσω για τον κόπο του το παιδί! 
- Πάντα φιλότιμη και καλή είσαι! Να σας ζήσουνε! Με το καλό και στης Θοδωρούλας σου και στου γιου σου! Πού βρίσκεται ο λεβέντης σου τώρα, είχες γράμμα;
- Είχα και γράμμα πριχού το Πάσχα αφ' τον Κάναδα που είναι! Και σε κάμποσο καιρό θα έρτει το παιδάκι μου με το καλό...
Πλήρωσε, καληνύχτισε ευχαριστώντας και γύρισε σβέλτα στο σπίτι. 
Η Παρασκευούλα θυμήθηκε ξαφνικά πως ξέμεινε από ζυμαρικό για τη σούπα που ήθελε ο άντρας της να φάει, μήπως και στρώσει λίγο το χαλασμένο του στομάχι. Έτσι είπε στο μπακάλη η πανούργα κι έμαθε τα καθέκαστα. 

- Μεγάλη χαρά έχω με τη Λίτσα μας! Δεν είναι μοναχά για το γαμπρό, είναι και για ούλο του το σόι! Σπουδαίο πράμα η φαμεγιά που θα πέσει το παιδί σου! Όσο καλός και να είναι ο άθρωπος που σ' ηθέλει και τόνε θες κι εσύ, άμα οι δικοί του είναι σκάρτοι, ούλο λόγια τον βάνουνε και προβλήματα θα έχεις μια ζωή... Αχ και πόσες ηχάλασαν το γάμο των παιδιώνε τως έτσι...
- Και σε μένα πολύ αρέσανε μαμά! Είδες το μπαμπά του που μόλις ήρτανε κι ηκάμανε τη γνωριμία, αμέσως ήβγαλε σακάκι και γραβάτα για να βοηθήσει το θείο στα ψησίματα; Και τση θείας του ο άντρας το ίδιο ήκαμε, τι καλοί αθρώποι! 
- Κι από πεθερά είχενε τύχη η ξαδέρφη σου! Απλή και καλή γυναίκα κι αυτή κι η αδερφή τση!
- Και τση περάσανε δυο μαλαματικά, ε; 
- Ναίσκε! Ποιος ηπερίμενε τέτοιο πράμα;
-Το δαχτυλίδι και το κωνσταντινάτο! 
- Αφ' τη μεγάλη τως αγάπη και χαρά, σκέβου τσι αρρεβώνες πόσα θα τσ' ηκάμουνε! Κιμπάρηδοι αθρώποι!
- Εμείς τι θα τσι κρεμάσουμε μαμά; Πολλοί παράδες έχουνε αυτά τα πράματα, πώς θα τα πλερώσουμε;
- Ούλα τα έχω σκεφτεί παιδάκι μου... Ηψούνισε η Αστερόπη ένα σταυρό που ήθελε κι ήδωκε λίγα στην αρχή, όσα είχε μαζώξει κι ήκαμε συμφωνία να πλερώνει κάθε μήνα ωσότου τόνε ξεχρεώσει. Έτσι κάμουνε ούλες με τα μαλαματικά άμα τσι τύχει καμιά αρρεβώνα στα παιδιά τως ή θέλουνε κάτι για κείνες. Όπως και με τον πραματευτή που πουλάει τ' ασπρόρουχα κι ήρχεται μια τσι δεκαπέντε με το τεφτέρι. Πού να βρεθούνε παράδες με τη σέσουλα, ούλοι τως με το ημεροκάματο παλεύουνε... Κι οι θείοι σου τα ίδια δεν κάμουνε; Δυο αυτοί και δυο οι κόρες τέσσερις, τόσα μαλαματικά θα θέλουνε. Βάλε και τα δώρα για τσι συμπεθέροι και την αδερφή τση πεθεράς που ήφερε το προξενιό... Ας είναι, ούλα θα τα βολέψουνε!
- Δεν το λες και προξενιό καλέ μαμά...
- Ε... Τον άρεσε και την άρεσε αλλά η θεία του ημίλησε τση Νικούλας για τσι χάρες του γαμπρού! Όξω θα την αφήκουνε; Κι εγώ στη θέση τση το ίδιο θα ήκαμα! 
- Ναι μαμά, έτσι είναι...
Το σφύριγμα που ακούστηκε από την πίσω μεριά του σπιτιού διέκοψε την κουβέντα τους. Αφουγκράστηκαν με την ανάσα κομμένη.
- Ποιος να είναι;
Το παράθυρο της σάλας έβλεπε το δρόμο. Η κάμαρα που κοιμόντουσαν κι η κουζίνα την αυλή. Από πού να δουν; Ο ήχος από κάτι που έπεσε στην αυλόπορτα έβγαλε την Ευρύκλεια έξω με τη σκούπα, να διώξει καμιά γάτα μη και της μαγαρίσει τα μυρωδικά στις γλάστρες που έβαζαν στα φαγητά τους. Δυο δεμένα ροζ τριαντάφυλλα μ' ένα σημείωμα αυτή τη φορά.
<<Μπρε τι πάθαμε!>>
Βγήκε στο πεζοδρόμιο, κοίταξε δεξιά κι αριστερά αλλά δε φαινόταν ψυχή. Από μακριά ακούγονταν δυο άντρες να καβγαδίζουν.
<<Μεθυσμένοι θα είναι...>> σκέφτηκε.
- Τι γράφει καλέ μαμά;
- Αχού! Αντάμωση! 
<<Αύριο στις πέντε σε περιμένω πίσω από το σχολείο.>>
Μάτι δεν έκλεισαν μάνα και κόρη όλη τη νύχτα. Και σαν ξημέρωσε, η Ευρύκλεια βγήκε στην αυλή κι άρχισε την πάστρα, περιμένοντας να περάσει η ώρα και ν' ανοίξει το παράθυρό της η Αστερόπη. 
- Καλημέρα κοκόνα μου! Θα ψήσω καφεδάκι, κόπιασε!
Η Θοδωρούλα εξαντλημένη από την αγρύπνια είχε αποκοιμηθεί όσο η μάνα έκανε τις δουλειές. 
- Αυτός έχει ευγενική ψυχή Ευρύκλεια! Πώς το σκέφτηκε να τα δέσει με το ραβασάκι τυλιγμένο σαν καρούλι και το φιόγκο να τα κρατάει!
- Τι θα κάμουμε Αστερόπη μου; Να υπάγω μπας κι ιδούμε ποιος είναι και να του μιλήσω; Και τι να τον ειπώ; Να μη κάμει τέτοια πράματα κι ηβουίξει ο τόπος; Σκοπό καλό άμα έχει να στείλει προξενιά; Κι άμα με πάρει κάνα μάτι να λέγουν ότι τσ' ηκάμω και πλάτες; Τούτο δα μας ήλειπε! Εδώ τίποτις δεν κάμεις και λένε...
Ρούφηξε μια γουλίτσα καφέ κι έσπρωξε το πιάτο με τα κουλουράκια μπροστά στην αγαπημένη τους γειτόνισσα.
Ομπρός να υπάγω σκιάζουμαι κι οπίσω φοβούμαι...
Η Αστερόπη σκέφτηκε όσο να φάει το κουλούρι και τελικά είχε μια λαμπρή ιδέα.
- Δε θα πας εσύ Ευρύκλεια! Εγώ θα πάω!
- Μα πώς, έτσι στα καλά του καθουμένου θα βγεις στη στράτα; Και πώς να τον μιλήσεις;
- Θα πάρω το μικρό τάχα για σεργιάνι και θα τον περάσω απ' το σχολείο να το δει πάλι και να συνηθίσει την ιδέα που θα πάει του χρόνου. Ε, όποιος είναι κει και περιμένει θα τον δω και θα σας πω να ξέρετε!
Βούτηξε κι άλλο κουλουράκι στον καφέ κι η Ευρύκλεια έβγαλε στεναγμό ανακούφισης. 

- Τι μας λέγεις μπρε Αστερόπη μου;
- Βάι, βάι!
- Ψήσε καφεδάκι που δεν πρόλαβα να πιω αφού ήμουν από τις τέσσερις στους δρόμους και θα σας τα πω όλα!  
Σεργιάνιζαν μαμά και γιος με δυο σακουλάκια στραγάλια από νωρίς, για να μη φανεί ότι πέρασαν από κει σκόπιμα. Έκανε κούνια και τραμπάλα στην πλατεία κι όταν το ρολόι έδειξε πέντε, άρχισε να του μιλάει ξανά για το σχολείο και την αυλή του που θα έπαιζε με τα άλλα παιδάκια. Ο μικρός ξεσηκώθηκε όταν του είπε να περάσουν να το δει κι όταν πλησίασαν έκανε πως άλλαξε γνώμη. Πεισματάρης καθώς ήταν άρχισε να κλαίει και να την τραβάει προς τα κει. Όλη η γειτονιά τον πήρε χαμπάρι με τις τσιρίδες, ο νέος που θα περίμενε τη Θοδωρούλα δε θα τον άκουγε; Έκαναν χάζι το μεγάλο κτίριο κι έφτασαν πίσω στην αυλή. Εκεί είδαν το Λάκη, που είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού την κόρη της Παρασκευούλας, να καπνίζει νευρικά περιμένοντας.
Η Αστερόπη τον χαιρέτισε και προσπάθησε να κατεβάσει το γιο της που είχε σκαρφαλώσει στα κάγκελα.
- Πολύ με σκάει αυτό το παιδί, καθόλου δεν ακούει!
Απάντηση από τον εκνευρισμένο για την αναπάντεχη συνάντησή τους Λάκη δεν πήρε.
- Αυτό το πράμα, δεν το περίμενα!
- Ωχ βρε Θοδωρούλα κι εσύ! Δεν περίμενες ότι κάτι θα έκανε για να σε φέρει βόλτα; Εδώ πιαστήκανε στα χέρια με το Μίλτο και βούιξε ο τόπος! Άλλος είπε το μακρύ του κι άλλος το κοντό του για δαύτους, αλλά ξέρουμε καλά ότι ο καβγάς έγινε για σένα!
Η Ευρύκλεια έπιασε το μέτωπό της σα να είχε πυρετό.
- Και για ποια την ηπέρασε την κόρη μου, ε; Τση σφύριζε και τσ' ήριξε τα ρόδα κι εκείνη θα ήτρεχε να τόνε βρει; 
- Πολλά κάνουν για να μιλήσουν σε μια κοπέλα... Αυτός τουλάχιστον έχει και μια ευγένεια, δε μπορείς να πεις...
- Εγώ δε θα πάγαινα να βρω κανέναν Αστερόπη! Ο Λάκης και να μη τα ήκαμε αυτά και στη μαμά μου να ερχότανε, πάλι όχι θα λέγαμε! Καλά δε λέγω;
- Ναίσκε κόρη μου! Ηξεύρουμε πόσο ήθελε η Παρασκευούλα να τον κάμει γαμπρό κι η κόρη τση σαν τρελή ήκαμε για κείνονε! Κι άμα είναι το τυχερό τση στο τέλος, μακάρι να γένει, καλό παιδί είναι...
Η Αστερόπη συμφώνησε και καμάρωσε για πολλοστή φορά το ήθος τους. Λεβεντόπαιδο ήταν ο Λάκης και πολλές τον είχαν βάλει στο μάτι. Αν ήταν άλλες θα ορμούσαν μη χάσουν το κελεπούρι.
- Να μη τα κάμει αυτά στο σπίτι μας, είναι ντροπή! Νόμιζε πως η μαμά μου κοιμούντανε κι εγώ θα ήβγαινα όξω να πάω από πίσω για να ιδώ ποιος με ήκαμε φιου-φιου τόση ώρα; 
- Σώπα βρε Θοδωρούλα μου, δεν έγινε και τίποτα... 
Η Ευρύκλεια έβγαλε μια μεγάλη κουταλιά γλυκό κεράσι από το βάζο και το σερβίρισε με κρύο νερό. 
Αμ κι εκείνα τα ρόδα... Για πότε ήρτε στην πόρτα και τα ήριξε; Ίσια με να τελέψει τα σφυρίγματα ήκουσα το... 
Κέρωσε ξαφνικά και τις κοίταξε τρομαγμένη.
- Τι έπαθες καλέ συ;
- Ένα πράμα μας ηξέφυγε... Αχού! Θα λωλαθώ!
Η Θοδωρούλα κατάλαβε αμέσως από τη μισοτελειωμένη φράση της μαμάς της. Ταράχτηκε κι εκείνη. Με το νυχτερινό πανικό, τους είχε ξεφύγει κάτι σημαντικό!
- Για να έρτει αφ' την πίσω μεριά που μας χωρίζει η μάντρα, μ' ένα σάλτο δεν ηγίνεται! Πώς ηπρόλαβε ο Λάκης να το κάμει, ε; 
- Δίκιο έχεις μαμά! 
Η Αστερόπη έμεινε με το κουταλάκι μετέωρο. Το σιρόπι έσταξε πάνω της αλλά δεν έδωσε καμία σημασία. Το όλο θέμα είχε αρχίσει να τη μπερδεύει κι εκείνη.
- Είσαστε σίγουρες ότι έγιναν όλα τόσο γρήγορα;
Η Ευρύκλεια σα να συνήλθε κι έβρεξε ένα πανάκι να καθαρίσει το φόρεμά της με χέρια που έτρεμαν. Η κόρη της απάντησε καταφατικά κι άρχισε να τρέμει κι εκείνη.
- Ηρεμήστε βρε, μην κάνετε σάμπως να ήρθε το τέλος του κόσμου! Μπορεί να είπε σε κάνα φίλο του να τα ρίξει, άντρες είναι και τα λένε μεταξύ τους!
- Και γιατί να το κάμει έτσι; Και πότε ηπρόλαβε να φύγει που αμέσως όξω βγήκα με τη σκούπα, μπας κι ήντουνε καμιά γάτα;
- Δίκιο έχει η μαμά μου! Ψυχή πουθενά! Ησυχία! 
- Δυο αντράδες ήκουσα μοναχά που ήπιασαν τον καβγά... Αφ΄το καπηλειό τση αδερφής του κυρ Φανούρη θα βγήκανε, τα ήπιανε και...
- Τι λες τώρα βρε Ευρύκλεια; Μένει ανοιχτή τέτοια ώρα η ταβέρνα, περασμένα μεσάνυχτα, άμα δεν είναι καμιά γιορτή να μαζεύει κόσμο; Νωρίς κλείνουν και πάνε στο σπίτι τους οι άνθρωποι! 
- Ε, καλά, είπα...
- Το λοιπόν, ακούστε τι θα γίνει! Θα πω στον άντρα μου που δεν κοιμάται νωρίς, να παραμονεύει. Μη κάνετε έτσι καλέ, δεν είναι ντροπή! Μέχρι να μπαρκάρει ησυχία δεν έχει τα βράδια, όλο διαβάζει και γράφει, το ξέρετε! Ένα τετράδιο κοντεύει να γεμίσει με τις ιστορίες απ' το νησί που του έλεγε ο πατέρας του! Έχει και το βιβλίο κι ο,τι δεν ξέρει το μαθαίνει κι άμα ανταμώσουνε τον ρωτάει! Χα χα χα! Αντί να κάθεται στην κουζίνα να κάνει αυτή τη δουλειά, ας κάτσει στη σάλα με το παντζούρι κουφωτό να βλέπει κιόλας! Χώρια που σαν άντρας θα μας πει κι αυτός τη γνώμη του. Ξέρετε πόσο σας αγαπάει!  
Έφυγε η Αστερόπη με φίλεμα ένα βάζο μαρμελάδα, αφήνοντάς τες με κρύα καρδιά. Θα μπορούσε να τους πει τις σκέψεις της, αλλά δεν ήθελε να τις ταράξει περισσότερο. 
- Αυτά που λες Βλάση μου! Έχουνε παλαβώσει μάνα και κόρη, με το δίκιο τους βέβαια! Αμαρτία είναι αυτό το κορίτσι να παιδεύεται έτσι, τόσο καλό και φρόνιμο, πρόθυμο, νοικοκυρεμένο... Το τρώνε με τη γλώσσα τους όλες βρε άντρα μου χωρίς να φταίει το καημένο... Εδώ που τα λέμε, η πιο όμορφη απ' όλες είναι κι άμα το σκεφτείς, μέσα στη γειτονιά η καλύτερη!
Ο άντρας της έβαλε λίγο ακόμα ούζο στο ποτήρι και της χαμογέλασε συγκαταβατικά μασώντας την παστή σαρδέλα που τόσο του άρεσε. 
- Αστερόπη μου, ακόμα κι οι μεγάλοι άνθρωποι τη βλέπουν και τη χαίρονται! Τις προάλλες που είχε έρθει η θεία μου, θυμάσαι που είπε ότι αυτή η κοπέλα άξιζε στο γιο της; Γιατί ο ξάδερφος μου μυαλό στο κεφάλι του δεν είχε! Πήγε και μπλέχτηκε με κείνη τη γρουσούζα που κι εγώ δεν ξέρω τι της βρήκε, τον μπάσανε σώγαμπρο αυτή κι η μάνα της και στείλανε στους γονείς του το προσκλητήριο για το γάμο... Μια φορά είδανε το σπίτι τους, ίσα για να ρίξουνε τα λεφτά που στρώσανε το κρεβάτι κι αυτό ήταν όλο...
- Ναι Βλάση μου... Πολύ στεναχωρήθηκα με τη θεία που έκλαιγε... Στο γάμο τους που πήγαμε και τους χαιρετίσαμε, ένα ευχαριστούμε είπε αυτή με μισό στόμα... Καλά τη λες γρουσούζααα! Κι αυτή η μάνα της, α πα πα πα! Βρήκε να μοιάσει!
- Σκέψου το λοιπόν άμα είδε τη Θοδωρούλα που μπαινόβγαινε απ' την κουζίνα στην αυλή με τα κεράσματα και με το γέλιο στο στόμα που είχανε την ξαδέρφη με τον αρραβωνιάρη της και την Ευρύκλεια που μας χαιρέτισε καλόκαρδα και φώναξε να της στείλουμε το παιδί να μου φέρει μεζέ για ούζο, πώς της έκανε εντύπωση; 
- Βέβαια! Σάμπως και τις χάιδευε ολόκληρες με τα μάτια η θεία σου, τις χαιρότανε... Έτσι κι ήτανε ο γιος της λεύτερος, θα έκανε πώς και πώς να την πάρει! Αλλά έτσι κι άνοιγε κάνα στόμα απ΄τις κουτσομπόλες με τόσα που της σούρνουνε, θα σου 'λεγα μετά αν την ήθελε! Κρίμα να της κόβουνε την τύχη της Βλάση μου, δεν το χωράει το μυαλό μου! Εδώ η γειτονιά μας έχει καλά παιδιά, δες τι γίνεται με όλες τις κοπέλες που βγαίνουν στις πόρτες και τα παράθυρα και ξεροσταλιάζουν πότε για τον ένα και πότε για τον άλλο... 
- Τα ξέρω και τα βλέπω και μέχρι εδώ καλά! Πιο πολύ όμως κοιτάνε τη Θοδωρούλα παρά τους γαμπρούς! Όσο ήσουνα απέναντι, άκουσες τον καβγά που έστησε η Μαρουλία στην κόρη της;
- Όχι! Τι πάθανε;
- Έβαλε η τσαπερδόνα νερό να ζεστάνει για να μπανιαριστεί κι η μάνα της έγινε θηρίο! 
<<Το Σάββατο πλύθηκες, καθαρή είσαι! Κοίτα με καλά, τα σχέδια της Σμυρνιάς δε θα μου τα κάνεις εμένα!>> Και πήρε το τσουκάλι με το νερό και το έριξε στη λεκάνη για να βάλει μπουγάδα! Ακούς γυναίκα; Ακούω να λες!
- Χα χα χα! Αυτό τη μάρανε! Άμα τρώει τ' αγόρια με τα μάτια της και κάνει σχέδια πότε στον ένα και πότε στον άλλο, δεν την πειράζει, ε; Ότι τη στόλιζε απ' τα δεκατέσσερα για να τυλίξει όποιον της γυάλιζε για γαμπρός με τα ρούχα και τα τακούνια της, πρόβλημα δεν είχε! Μικρομέγαλη η κόρη της! Για να τα έκανε καμιά άλλη, γλώσσα μέσα δε θα έβαζε! 
- Δεν το ξέρεις ότι η καμήλα δεν κοιτάει την καμπούρα της αλλά των άλλων μόνο; 
- Έτσι είναι! Η Θοδωρούλα όμως που δε σηκώνει τα μάτια της σε κανένα, τους έχει όλους στα πόδια της! Τι λες κι εσύ με τα χθεσινά βρε άντρα μου, μπας κι έχω δίκιο τελικά;
- Εμ! Πώς δεν έχεις! Ο ένας από πίσω σφύριζε τρομάρα του κι άλλος από μπροστά της έριξε τα λουλούδια! Χα χα χα! Κι ο καβγάς που άκουσε η Ευρύκλεια δεν ήταν από μεθυσμένους, αλλά επειδή πήρε χαμπάρι ο ένας τον άλλον! Άμα δεν είχανε ταραχή και στεκότανε στην εξώπορτα λίγο ακόμα, όλο και κάτι θα έπιανε τ' αυτί της! Και με ποιον είχε πιαστεί ο Λάκης; Με το Μίλτο! 
- Ε, ναι... Σφύριζε ο Μίλτος κι ο Λάκης έριξε τα λουλούδια μαζί με το ραβασάκι... Πες τον άκουσε και μαλώσανε πάλι, μέχρι εδώ λογικά τα βλέπω... Αλλά είναι και κάτι άλλο που δεν κολλάει... Θυμάσαι που όταν γυρίσανε την τρίτη μέρα της Λαμπρής, είχανε βρει πάλι ένα σωρό τριαντάφυλλα στην αυλή; 
- Ναι! Άλλο σκάσιμο τότε για το ποιος τα έριξε! Βρε, βρε το Λάκη!
- Μα εδώ είναι το μπέρδεμα Βλάση μου!
- Πού βρε γυναίκα;
- Ότι ο Λάκης δεν ήταν εδώ! Αξημέρωτα τη Δευτέρα δεν έφυγαν όλοι του σκοτωμού για το νοσοκομείο, που πήγανε κακήν κακώς τον αδερφό του πατέρα του που έπαθε γαστρορραγία κι ίσα που τον προλάβανε τον άνθρωπο; Δε μας τα έλεγε η μάνα του, που τους βγήκε ξινό το Πάσχα κι ότι ο γιος της έμεινε εκεί μαζί τους όλο το βράδυ μέχρι την Τρίτη το απόγευμα κι έτρεχε πάνω-κάτω στους γιατρούς; Τι έκανε δηλαδή, έφυγε απ' την άλλη άκρη κι ήρθε γραμμή εδώ για να ρίξει τα τριαντάφυλλα και πήγε πάλι πίσω; 
- Όχι βέβαια... 
- Που και να ήθελε καλά και σώνει, λέμε τώρα, αφού δεν τους άφησε μόνους ούτε λεπτό! Και ειδοποίησε η μάνα του πως δε θα πήγαινε στη δουλειά, τηλεφώνησε στον κυρ-Φανούρη κι έστειλε ο καημένος τον ανιψιό του στο αφεντικό, δε θυμάσαι; Ξερός δε θα έπεσε ο Λάκης άμα γύρισαν στο σπίτι μετά από τόση ταλαιπωρία; Άσε που αυτές οι δουλειές δε γίνονται απόγευμα που σε βλέπουν τόσα μάτια!
Ο Βλάσης έξυσε το κεφάλι του σκεπτικός. 
- Τι να σου πω Αστερόπη... Καλά που έχεις γερό ενθυμητικό και τα βάζεις σε μια σειρά τα πράγματα... Πάνω που είπαμε πως βγάλαμε άκρη, φτου κι απ' την αρχή πάλι! 
- Πώς να βγει άκρη; Όταν είδα το Λάκη, είπα εντάξει, μάθαμε! Όταν άκουσα μάνα και κόρη να λένε ότι δεν προλαβαίνει κανείς να κάνει δυο δουλειές μαζί στο γύρω του σπιτιού, το Μίλτο σκέφτηκα! Και για τον καβγά που άκουσε η Ευρύκλεια, σ' αυτούς τους δυο πήγε το μυαλό μου, δεν είχαν αρπαχτεί και το χειμώνα για τη Θοδωρούλα κι έγινε μεγάλο σούσουρο; Μετά που θυμήθηκα αυτά, μπερδεύτηκα πολύ...
- Θα μάθουμε Αστερόπη μου, κρυφό δε μένει τίποτα. Καλά το σκέφτηκες πάντως αντί να κάθομαι εδώ στην κουζίνα, να πάω στη σάλα και να παραμονεύω! Βρε τι ξύπνια γυναίκα έχω εγώ;
- Ξύπνια είμαι, αλλά να έχεις το νου στο χέρι σου άμα γράφεις! 
- Ε;
- Πρόσεξε καλά μη πάει έξω από το πανί που θα σου στρώσω και μου λερώσεις με τα μελάνια το καλό τραπεζομάντιλο όπως κάνεις εδώ με το μουσαμά, γιατί κάηκες καημένε μου!