.

.
.

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Φθινοπωρινοί περίπατοι


Με το εμπριμέ φόρεμα που έδενε σφιχτά στη μέση, το λεπτό  άσπρο ζακετάκι και τις νάυλον κάλτσες που φόρεσε για πρώτη φορά η Θοδωρούλα, με φόβο μη τις σκίσει, καμάρωνε στο σεργιάνι όμορφη και φρέσκια. Ο Χαρίσης  κάθε λίγο κοντοστεκόταν και χαιρετούσε γνωστούς και γείτονες.
Όλοι  σχεδόν, εκτός απ' τις φαρμακόγλωσσες βέβαια που πίστευαν ότι η Θοδωρούλα δεν άξιζε ούτε δεκάρα, αγαπούσαν το νέο παλικάρι που προτίμησε να ξενιτευτεί για να βοηθήσει τη μάνα και την αδερφή του, όταν οι συνομήλικοί του έπαιρναν το χαρτζιλίκι από τους γονείς και τριγύριζαν άσκοπα. 
- Καλωσόρισες! Θα κάτσεις καιρό εδώ; 
- Μπα, όχι πολύ... Όσο βρίσκω μπάρκο θα φεύγω! 
- Μικρός είσαι ακόμα για τέτοια δουλειά...
- Καλός είμαι! Χα χα χα! Έχω αδερφή να παντρέψω κι η μάνα μου πώς να τα βγάλει πέρα;
- Λεβέντης και δουλευταράς! Μπράβο παλικάρι μου!
Η πλατεία είχε κόσμο αρκετό με παιδάκια που έπαιζαν ανέμελα και φώναζαν όσο οι γονείς τους έτρωγαν ζεστό πασατέμπο στο χωνάκι. Η Αστερόπη άφησε το μικρό να κάνει τσουλήθρα και να κυλιστεί μαζί τους στο χώμα με τη μπάλα. 
- Κρίμας να μην έρθει κι ο Βλάσης μαζί μας...
- Άντε καλέ! Σιγά μην έχανε το τάβλι με τον ξάδερφό του! Θα έρθει στη μάνα σας για ούζο και μεζέ μετά!
Γέλασαν τ' αδέρφια μαζί της και κάθισαν αναπαυτικά στο απέναντι ζαχαροπλαστείο για πάστα. Ο μικρός της την έφαγε λαίμαργα και γύρισε στο παιχνίδι.
Τα μάτια όλων ήταν καρφωμένα πάνω τους. Η Αστερόπη όμορφα ντυμένη κι εκείνη, φορούσε γαλάζια φούστα και μπλούζα με ρίγες λευκές και μπλε ζακέτα. Η έξοδος σε ζαχαροπλαστείο ήταν επίσημη, αντίθετα με το παγκάκι. 
Πόσο ωραία ήταν αυτά τα χρόνια! Χαιρόταν ο κόσμος τα ρούχα του, ανάλογα με το πού είχε να πάει. Ο κινηματογράφος, οι επισκέψεις στις ονομαστικές γιορτές, οι γάμοι, τα βαφτίσια, οι ταβέρνες... Αν κάποιοι τυχεροί είχαν τη δυνατότητα να πάνε στο θέατρο, συνήθως οι πιο ευκατάστατοι, ντύνονταν και στολίζονταν στην πένα. Κομμωτήριο οι κυρίες, καλό παλτό, λουστρίνι τριζάτο με τακούνι, κολιέ και μενταγιόν, κοστούμι οι σύζυγοι, φρέσκοι από τον κουρέα που πρόσεχε την παραμικρή λεπτομέρεια από σβέρκο μέχρι μάγουλο. Και την επόμενη μέρα μαζεύονταν οι άλλες να μάθουν για την υπόθεση, αρχή, μέση και τέλος, κυρίως όμως πώς ήταν οι ηθοποιοί από κοντά. 
Η Αστερόπη με το Βλάση είχαν πάει τον πρώτο καιρό του γάμου τους, πριν γεννηθεί το παιδί τους. Μα κι η Θοδωρούλα θα πήγαινε με την ξαδέρφη της τη Δέσποινα και το μνηστήρα της, έτσι της είχαν υποσχεθεί. Αχ και πώς το περίμενε! 
Πέρασαν δυο ευχάριστες γλυκαμένες ώρες κι άρχισε η μάχη με το μικρό που δεν ήθελε να φύγει. 
- Πάμε βρε και να δεις η θεία Ευρύκλεια τι ωραία φαγάκια θα μας έχει! Και χαλβά με πολύ αμύγδαλο που σ' αρέσει! Άμα πάλι δε θες, κάτσε εδώ να το φάνε άλλοι και να κλαις μετά... Έλα, χεράκια θα πλύνεις μόνο και θα κάτσουμε μέχρι αργά.
Με κλαψούρισμα και μύξες που του σκούπιζε συνέχεια, έφυγαν για το σπίτι. Ολόκληρο θα τον έπλενε η μάνα του κι ας έλεγε μόνο τα χέρια. 

Όμορφα πέρασε το βράδυ. Με μπόλικο ουζάκι, μεζέδες, γέλια και τραγούδια απ' το Βλάση που ήταν γλεντζές κι έξω καρδιά. 
Περασμένα μεσάνυχτα έφυγαν με το μικρό κοιμισμένο πια στην αγκαλιά του πατέρα του.
- Αύριο να μηνύσουμε τους θείους και τα ξαδέρφια σου που ήρτες παιδάκι μου! 
- Ναι μάνα! Τσ' ήφερα κι εκείνο το δώρο που πολύ χαρά θα κάμουνε!
- Τσι ευκές μου να έχεις γιόκα μου, που ούλα τα μετράς καλά και σωστά! Τσι ευκές μου! 
- Δεν τσοι κάμουμε καλύτερα έκπληξη; Να μπείτε πρώτα εσείς κι εγώ θα κρυφτώ στο πλάι να μ' ιδούνε άξαφνα; 
- Ναίσκε γιε μου! Τση τρελής θα γίνει αφ' τσι χαρές! 
- Ο θείος Ασημάκης άμα ιδεί τα τσιγάρα... Θα κάθεται να τα πίνει με το γαμπρό του... Αμερικάνικα βλέπεις, ωραίος καπνός! Με τσι κούτες τα παίρνουνε μάνα και κάμουνε αμάν ούλοι για δαύτα! Λέγω να δώκω και τον κυρ-Φανούρη κάνα δυο πακέτα, που πολύ εχτίμηση τον έχω.
- Μα κι εκείνος μας αγαπά και μας εχτιμά Χαρίση μου κι ούλο την έγνοια σου έχει! Πολύ καλός και πονετικός! Και πόσες φορές μας ήβανε παραπάνω πράμα χωρίς να μας ειπεί τίποτις... Και καλά το ζύγιαζε στα δράμια του αμά σωστό δεν ήτονε, ήβλεπες το κομμάτι πιο μεγάλο... Χρυσός άθρωπος! 
- Είδες μάνα; Κι άλλοι κάμουνε το ανάποδο κι ηκλέβουνε τον κοσμάκη. Παλιαθρώποι!
- Τα ζήσαμε και με το μπαμπά σου το σχωρεμένο και μετά που μας άφηκε... Τι να ειπείς... 
- Α! Να πείτε και τη μαντάμ Μαρίκα και τη συμπεθέρα τη Σουλτάνα να έρτουνε, να τσ' ιδώ κι εγώ, ε;
- Βέβαια! Να ιδούμε και τι θα γίνει με την αδερφή σου παιδάκι μου, πολύ τσι έχω εμπιστοσύνη...
- Μη σεκλετίζεσαι κι ούλα θα γίνουν κατά πώς πρέπει. Αλλά να ξεύρεις ένα πράμα: Από δω δεν θα φύγω, άμα δεν τσ' ηβάλω στη θέση τους ούλους που ήβγαλαν τα κακά τα λόγια!
Τρέμουλο έπιασε τη μάνα. Αυτό που φοβόταν, δε μπορούσε μάλλον να το αποφύγει.
- Ησύχασε παιδάκι μου μη κι ηγίνει κάνα κακό. Ταραχές και φασαρίες, πάντα έχουνε άσκημο τέλος... Μη σε μουτζουρώσουνε τα χαρτιά σου και μετά δε θα σ' ηθέλει κανένας μήτε στη δούλεψή του, μήτε καλό θα ιδείς ποτές στη ζωή σου! Τι θα κάμουμε; 
- Μη κλαις και μη φοβάσαι μανούλα μου! Κάτι κακό δε θα κάμω...
- Ναίσκε λεβέντη μου, σάματις δεν ηξεύρω το παιδί μου; Αλλά να, λόγο στο λόγο... 
- Σώπασε είπαααα!
Κουτούλαγε από τη νύστα ο Χαρίσης. Το ταξίδι της επιστροφής, το κρασί το μεσημέρι και το άφθονο ουζάκι με την παρέα το βράδυ, τον μισοκοίμισαν στην καρέκλα. Η Θοδωρούλα του είχε στρώσει καθαρά σεντόνια και μια λεπτή κουβέρτα και τον βοήθησε να ξαπλώσει. Ήταν τόσο χαρούμενη κι ευτυχισμένη εκείνη τη μέρα! 
Έβγαλε με τα γάντια τις κάλτσες για να μη φύγει κάνας πόντος και τις άπλωσε στην καρέκλα. Οι ζαρτιέρες που τις συγκρατούσαν ήταν της μαμάς της, που τις είχε στο κάτω συρτάρι με τα καλά εσώρουχα και μοσχοβολούσαν λεβάντα. Μάζευαν τα άνθη και τα ξέραιναν στον ήλιο, μετά τα έτριβαν κι η μυρωδάτη σκόνη έμπαινε σε τριπλά τούλια από μπομπονιέρες που ποτέ δεν πέταγαν. Έτσι αρωμάτιζαν τη ντουλάπα και το μπαούλο με τα ρούχα. 
Η σκέψη της ταξίδεψε ξαφνικά. Φαντάστηκε πως ήταν σ' ένα σπίτι άλλο, που δεν είχε υγρασία και σημάδια στους τοίχους, ούτε παλιά ντουλάπια ετοιμόρροπα στην κουζίνα. Καμάρωνε το νοικοκυριό της με τα καινούργια γυαλιστερά έπιπλα κι ασπρόρουχα που ήταν στολισμένα με δαντέλες. Κι εκείνα τα φαγητά στο τραπέζι όμορφα στολισμένα στις πιατέλες και την κανάτα με το κρασί στη μέση, δεν τέλειωναν ποτέ. Μπαινόβγαινε κρατώντας δίσκους με αχνιστές νοστιμιές και σερβίριζε κόσμο πολύ, γιορτή θα ήταν. Δεν είχε άγχος ότι δε θα φτάσουν και τα λιγοστά λεφτά της δεν επέτρεπαν παραπάνω έξοδα. Ήταν όμορφη, ήρεμη κι ευτυχισμένη. Έκανε τη βραδινή προσευχή της και κοιμήθηκε χαμένη στο όνειρο... 


Ο Χαρίσης ήπιε το πρωινό του καφεδάκι απ' τα χεράκια της μάνας.
- Δεν είναι καλά η Αστερόπη σήμερις γιε μου... Το στομάχι της χάλια αφ' το ξημέρωμα είπε ο Βλάσης...  
- Καλέ μάνα, σάματις κι εγώ την είδα κομμάτι χλωμή λίγο πριν φύγουνε τη νύχτα... Στον περίπατο μια χαρά ήτονε πάντως!
- Τι να την ηπείραξε την κοπέλα; Μπα κι έχει πάρει κάνα κρύο τον είπα, να την ηδώκει λίγο χαμόμηλο, να κάμει και κάνα τρίψιμο με το σπίρτο να ζεσταθεί...
- Ζακέτα φόραγε πάντως χτες. 
- Θα πεταχτώ μια να την ιδώ άμα δε συνέρθει.
- Να πας μάνα, να πας.
Ξεκούραστος και φρέσκος, πήρε τα τσιγάρα και βγήκε για το μπακάλικο με το χαμόγελο ως τα αυτιά.
- Βρε, βρε, βρε! Καλώς τον μου, καλώς ήρθες αγόρι μου!
- Καλώς σε βρήκα κυρ-Φανούρη μου; Τι κάμετε, καλά;
Του έδωσε ένα σκαμνάκι να καθίσει και λουκούμι να τον γλυκάνει. Άνοιξε το πακέτο με χαρά παιδιού, έβγαλε τσιγάρο και το άναψε απολαμβάνοντας το μυρωδάτο καπνό. 
- Να ΄σαι καλά παλικάρι μου! Πολύ συγκινήθηκα που με θυμήθηκες!
- Σε ξεχνάω και ποτέ μου νομίζεις; Κι εγώ συγκινήθηκα με το λουκούμι που με τράταρες όπως τότες που ήμουνα μικρός και μ' έσερνε για η μάνα για η αδερφή μου και χτύπαγα τα ποδάρια μου με κλάματα και φωνές που μάλωνα με τσ' άλλοι στο δρόμο. Με το που το ήτρωγα γλύκαινε το μέσα μου...
- Και τώρα μικρός είσαι κι όποτε θες θα έρχεσαι να σε γλυκαίνω! 
- Οι στεναχώριες δε λείπουνε κυρ-Φανούρη μου ποτές... Μεγάλωσα πριν την ώρα μου επειδής έτσι ήπρεπε, μα δε βαρυκομώ. Τυραννισμένη πολύ είναι η μάνα μου, τα ξεύρεις δα... Και ξέρω πώς έχεις φερθεί τόσα χρόνια για ο,τι χρειαζούμαστε... Είδες τι παθαίνω τώρα; Μισά λόγια σαν τη μάνα μου και την αδερφή μου και μισά σαν ούλους εσάς μιλάω! Χα χα χα! Για να νιώθουνε τη γλώσσα τση πατρίδας μας, αμά μπερδεύομαι! Χα χα χα! 
- Πλάκα έχεις βρε! Χα χα! Να μη νιώθεις υποχρέωση και να μην τα λες αυτά! Νοικοκυρά γυναίκα η Ευρύκλεια και πιο καλή απ' όλες εδώ στη γειτονιά! Αίμα έφτυσε που λέει ο λόγος για να σας αναστήσει... Κι αυτή η αδερφούλα σου, στο ένα πόδι στέκεται το πουλάκι μου, πρώτη και καλύτερη σε όλα! Χαρά σ' αυτόν που θα την πάρει! 
Πριν προλάβει ν' απαντήσει ο Χαρίσης, η μια φαρμακόγλωσσα που είχε κρυφτεί πίσω απ' τα κοφίνια στην πόρτα του μαγαζιού, τάχα πως στρώνει την κάλτσα της, εμφανίστηκε με μάτια που πετούσαν φωτιές.
- Ε! Δε θ' αργήσει κατά πώς φαίνεται... Καλημέρα κυρ-Φανούρη!
- Τι φαίνεται που δεν το βλέπω δηλαδή;  
- Εεεε... Καλωσόρισες, καλωσόρισες!
- Τι εεεε, κυρά-Μαρουλία, δεν κατάλαβα;
- Δεν κατάλαβες! Λέω, μικρή είναι, πεταχτή είναι, όλο και κάποιον θα βρει να τυλίξει!
- Και τι είναι η αδερφή μου, μηχανή του τσιγάρου για να τυλίξει άντρα αντί για καπνό; Και πεταχτή που τη λες, μόνο στις δουλειές και τα θελήματα είναι! Όχι σαν μερικές που τη στήνουνε στις πόρτες μπας και χάσουνε κάναν άντρα απ' τα μάτια τους!
- Α! Δεν ξέρω τι κάνει καθεμιά  κι ούτε που με νοιάζει δηλαδή... 
- Μωρέ ξέρεις και παραξέρεις! Και καλά θα κάνεις να κοιτάζεις την κόρη σου κι όχι τη Θοδωρούλα!
Θηρίο ανήμερο έγινε η Μαρουλία! 
- Τι είπες βρε για την κόρη μου; Είσαι εσύ άξιος να την πιάσεις στο στόμα σου;
- Γιατί, είσαι εσύ άξια να πιάσεις την αδερφή μου στο δικό σου στόμα;
- Τι σου είπα βρε; Πεταχτή την είπα κι άλλο τίποτα δε βγήκε απ' το στόμα μου γιατί είμαι καλή γυναίκα εγώ! Μπας και θες να μάθεις τα τι σούρνει η γειτονιά κι ο κόσμος όλος για δαύτη; 
- Ναι, θέλω! Αλλά όχι απ' το δικό σου στόμα, εδώ είμαι κι όποιος θέλει ας έρθει να μου πει! Και να δεις τι έχω να πω κι εγώ για τις δικές τους!
Η Παρασκευούλα εμφανίστηκε φουριόζα. κρατώντας ένα κουνουπίδι. Από ώρα ήταν στο πλάι της πόρτας κι άκουγε με τα αυτιά τεντωμένα.
- Ορίστε μας! Ήρθε κι ο Χαρίσης απ' την άλλη άκρη, να κατηγορήσει τα κορίτσια μας!
- Εσείς τρωγόσαστε με την αδερφή μου! 
- Μμμμμ... Άλλη δουλειά δεν έχουμε...
- Αυτό λέω κι εγώ, δεν έχετε;
Ο κυρ-Φανούρης επενέβη για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.
- Άφησέ τες  βρε παιδάκι μου κι ησύχασε! Αμαρτία να συγχύζεσαι ακόμα δεν έπιασες στεριά!
- Μα να της κάνουνε πόλεμο κι εγώ να μην έχω χαμπάρι; Μήτε τη μάνα μου δε σεβαστήκανε που τσ' έχει κάμει του κόσμου τα καλά; Φεύγω, θα πάμε στης θείας μου πιο μετά κι έχουμε δρόμο... Χαιρετώ!
- Στο καλό παιδί μου και σ' ευχαριστώ πολύ, πάρα πολύ!
- Τίποτις δεν κάμει κυρ-Φανούρη μου, να 'σαι καλά! 
Οι συγχυσμένες κουτσομπόλες αφού παίνεσαν τις κόρες τους για την τιμή και την προκοπή τους, έτσι για να φύγουν οι υποψίες, έπρεπε να μάθουν τι έδωσε του μπακάλη και τον ευχαριστούσε με τόση χαρά. Εκείνος κράτησε κλειστό το στόμα του, έτσι για να σκάσουν! 

Ωραία πέρασαν στης θείας το σπίτι. Νικούλα, Ασημάκης και ξαδέρφια, δάκρυσαν και ξεφώνιζαν από χαρά όταν τον είδαν!
Ο γαμπρός της Δέσποινας τους πήγε ένα μεγάλο περίπατο με το ταξί και γνώρισαν άλλες περιοχές. Έφτασαν σε βουνά γεμάτα δέντρα κι ανάσαναν τη φρεσκάδα του καθαρού αέρα. Οι νέοι γύρισαν αργά με τα μάγουλα ροδοκόκκινα και τις αγκαλιές γεμάτες λουλούδια.
Η Νικούλα έκλεισε συνωμοτικά το μάτι στην Ευρύκλεια.
- Δεν τσι αφήνω να πάρουνε μονάχοι τα βουνά, την ητρώγουμαι την ανιψιά σου, φοβούμαι...
- Χα χα χα! Και καλά κάμεις! Τα ξεμοναχιάσματα μετά τα στέφανα! 
- Ναίσκε νύφη μου! Καλά που ήρτατε κι υπήγαν ούλοι μαζί και τσι πρόσεχε ο γιος σου!
- Κι ηγιομίσανε αγέρα τα πλεμόνια τους που έχομε χειμώνα μπροστά για τσι πούντες! Χα χα χα!
Ο γαμπρός αφού ανανέωσε το ραντεβού τους, άφησε την οικογένεια στο σπίτι. Επέμενε πολύ να τους πάει πάλι, ήταν εξαιρετικά ευγενικό και φιλότιμο παιδί. Αυτή τη φορά δεν έμεινε για γλυκό ή μεζεδάκι στης Ευρύκλειας, έφυγε του σκοτωμού για το μεροκάματο. Είχε χάσει λίγες ώρες με τον περίπατο αλλά χαλάλι τους! Η μαυριδερή κόρη της Παρασκευούλας έδωσε μια με τον αγκώνα στην κόρη της Μαρουλίας. Μασούσαν τσίχλα αδιάκριτα, σαν κατσίκες, ξεροσταλιάζοντας στο παράθυρο. Οι μάνες βγήκαν τρέχοντας όταν άκουσαν το αυτοκίνητο.
- Είδες τύχη η ανιψιά; Ωραίος είναι, ε;
- Αμ δεν είδα; Σμυρνιές παιδί μου, τους καλύτερους βουτάνε! 
- Μωρέ καλά τα λένε...
- Εσείς να τα βλέπετε, είναι ξύπνιες! Τα μάτια σας ανοιχτά να τα έχετε, μετρημένα τα καλά παιδιά είναι και θα μας τα πάρουνε μέσα από τα χέρια μας!
Κατά βάθος υπήρχε βέβαια ανταγωνισμός. Καθεμιά ήθελε να πάρει ανώτερο η δική της κόρη, για να μπει στο μάτι της άλλης κι ας κρατούσαν τα προσχήματα όταν συζητούσαν. Μόνες στα σπίτια τους μαμάδες και κόρες, κατηγορούσαν τις άλλες και τις υποβίβαζαν. Κλασικά πράγματα. 


Η Μαρίκα ζήτησε από τη Σουλτάνα να της κουμπώσει το κολιέ για να μη χαλάσει τα φρεσκοβαμμένα νύχια της.
- Σε δυο λεφτά ηφύαμε συμπεθέρα μου!
- Ναι για! Ίσα που να προλάβει ο γιος μου με την Αγλαΐτσα να μας πάει, καλύτερα θα είναι!
- Για τη δουγειά που θέλομε, βέβαια! Καλύτερα να μας ιδούνε πολλοί μαζί! Χα χα χα!
- Ωραίο μπούγιο κάνομε όμως, ε; Φτου σκόρδα, μάτι μη σε πιάσει συμπεθέρα μου!
Τι όμορφα που είχε ντυθεί κι εκείνη τη μέρα η Μαρίκα!
Με τη στενή βυσσινί μακριά της φούστα που άνοιγε προς τους αστραγάλους με χάρη, το μαύρο πουκάμισο με τις δαντέλες και την επίσης βυσσινί ζακέτα με τις μαύρες μανσέτες και τα χρυσά κουμπάκια, στεκόταν στητή στις γόβες της. Όλα της τα ρούχα ήταν προσεγμένα και ταιριαστά.Ο,τι αγόραζε, είχε πάντα συμπλήρωμα. Λίγο ύφασμα για το λαιμό, τα μανίκια, έφτιαχναν σύνολα ασορτί.  Τα χρυσά της χέρια κρατούσαν συχνά ένα τόσο δα μικρό βελονάκι που βύθιζε στη λεπτή κλωστή κι έφτιαχνε αριστουργήματα που στόλιζαν τα ρούχα της. Κολλάριζε τις όμορφες δαντέλες, άλλες με άκρες μυτερές, άλλες με στρογγυλεμένες και τις έραβε με μεγάλη προσοχή, κάνοντας μοναδική τη γκαρνταρόμπα της. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη σχετικά με την εμφάνισή της. Είχε όμως πάντα κι ένα καλό λόγο για όλους. 
- Σκόρδα και σ' εσένανε, κούκλα είσαι! Πολύ σε πάει το φουστάνι, έχεις κι έμορφα τα μαλλάκια σου, ηχτυπάει και το φλουρί κι ο σταυρός απάνω, στράκες κάμνεις! 
Η αλήθεια ήταν ότι αγκομαχούσε το φόρεμα στο παχουλό σώμα της Σουλτάνας. Την τραβούσε μπροστά στο στήθος, στα μπράτσα και στην περιφέρεια, αφού τα κιλά της είχαν πάρει πάλι τον ανήφορο επικίνδυνα. Μπρος στην απόλαυση του καλού φαγητού όμως, ήταν λεπτομέρεια. Χαλάλι μπρε, μια ζωή την έχουμε!
- Του Γιωργάκη μου το καπάρο μαζί με το δαχτυλίδι... Πάνε τόσα χρόνια που δεν τα έχω βγάλει απέ πάνω μου συμπεθέρα... Έτσι με είχε πει κι έτσι έκαμα! Όταν τον έχασα το είχα από μέσα μου σαν φυλαχτό ένα πράμα... Και το σταυρό της συχωρεμένης της πεθεράς μου που με τόνε πέρασε στην αρρεβώνα με το βραχιόλι μου το καλό και τα μεγάλα σκουλαρίκια με τις ίδιες πέτρες... 
- Κι αυτά που ήβαλες πολύ ωραία και καλά είναι όμως!
- Ε! Είπα να βάλω παραπάνω μαλαματικά για να τους μπούμε στο μάτι, να κάμουμε τις πολύ πλούσιες και να σκάσουνε απ' το κακό τους οι άλλες! Χα χα χα! 
Ήταν γενικά φορτωμένη με χρυσαφικά η Σουλτάνα όπως όλες οι Κωνσταντινουπολίτισσες. Όταν επρόκειτο να πάει κάπου, έβαζε και κάτι επιπλέον, έτσι για να της φανεί η έξοδος. 
Η Αγλαΐα κομψή και καλοντυμένη κι εκείνη, βγήκε από το αυτοκίνητο του Ιάκωβου. Γλώσσα μέσα δεν είχε βάλει ο άντρας της κι έβγαλε το άσπρο μαντιλάκι της να σκουπίσει με την άκρη του τα μάτια της.
Η Σουλτάνα την κοίταξε ανήσυχη.
- Τι έπαθες παιδάκι μου, κλαις; 
- Από τα γέλια καλέ μαμά! Αυτός ο γιος σου με τρέλανε και φοβούμαι μη με φύγει το ρίμελ κι ηγίνουνε τα μάτια μου μουτζούρες!
- Χα χα χα! Τι λέει πάλι ο στόμας σου μπρε τζουτζέ; 
- Ωραία μάνα έχω, να με λέει έτσι! Δε φτάνει που κάνουμε τα μυαλά σου και μας τρέχεις πάλι, άντε! Πρόσεχε καλά καημένη μου, μη κάνεις πάλι καμιά παλαβομάρα γιατί δε σε κουβαλάω ποτέ πια! Και για να 'χουμε καλό ρώτημα, λογαριάζεις μήπως να κατουρηθείς σε κάνα μαγαζί; Αν είναι έτσι, ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις, τελεία και παύλα! 
Συμπεθέρα και νύφη έσκασαν στα γέλια. Έψαξε κι η Μαρίκα το μαντίλι της για να προλάβει το μακιγιάζ της.
- Σους μπρε! Γίνηκε ένα πράμα μια φορά και θα με το κοπανάς συνέχεια; Για καλό τα κάμουμε τζάνουμ, μεγάλη αμαρτία το κορίτσι! Ήρτε κι ο αδερφός της απ' τα καράβια το γιαβρί μου...
- Κανόνισε να τον κάνεις να φύγει με το επόμενο για να γλυτώσει, ε;
Έτσι, με γέλια κι αστεία έφτασαν στο σπιτάκι της Ευρύκλειας.
Μάνα, κόρη και γιος, βγήκαν χαρούμενοι να τους υποδεχτούν. Ανάσα ανακούφισης κι ελπίδας ήταν για εκείνες η επίσκεψή τους. Ο Ιάκωβος βγήκε πρώτος κι άνοιξε τις πίσω πόρτες για τις μητέρες. Ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους ήταν αρχή όλων τους. Ακολούθησε η μπροστινή για τη γυναίκα του. Το πρώτο που αντίκρισαν οι γειτόνισσες μετά τον ψηλό, λεβέντη άντρα, ήταν η κομψή γάμπα της Αγλαΐας ντυμένη με φίνα κάλτσα και γόβα δίχρωμη με λουράκι που αγκάλιαζε το λεπτό της αστράγαλο. 
- Μπα! Ποιοι είναι πάλι τούτοι; 
- Α! Να τες πάλι αυτές! Το ζευγάρι τι να τους είναι; Πλούσιοι φαίνονται κι αυτοί!
- Κοίτα αέρα που έχει η κοπέλα! Και τι ρούχα, τι παπούτσια!
- Χμμμ... Σάμπως να μοιάζει με την ψηλή την αδύνατη, κόρη της να είναι άραγε;
Η μυρωδιά του φαγητού που καιγόταν έκανε τη Μαρουλία να βάλει τη φωνή στην κόρη της κι η Παρασκευούλα πήρε τη σκούπα και βγήκε στο δρόμο, μη της ξεφύγει τίποτα. Οι υπόλοιπες κοντοστέκονταν στις πόρτες ψάχνοντας παρέα για κουτσομπολιό.
Αυτό το απόγευμα είχε μεγάλο ενδιαφέρον...