.

.
.

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Η Σεφταλιά



- Ε! Καλημέρα! Κουπέπια* θα σάσεις Ευταλού; 
- Ναι Χρόνα!
Άφησε στην άκρη το ρύζι που καθάριζε κι έπιασε το μπρίκι να ψήσει τον τρίτο καφέ της ημέρας.
- Θα έρθουνε η Βενέτω με τη Σουλτάνα και την Άνθω το απόγεμα.
- Καλό! Αρφές* της είναι;
- Όι, δυο αρφών παιδιά, γαίμα* της! Η Σουλτάνα έχει χάζι!* Χηράτη, έχει γιο και κορούα...
Η ανιψιά της η Δοξούλα, μπήκε φουριόζα κρατώντας μια μεγάλη τσάντα. Κιμάς δυο ειδών και μπόλια για τους ντολμάδες και τις περίφημες σεφταλιές που έφτιαχνε η Ευταλού και συκωτάκια κοτόπουλου για το ιδιαίτερο παστίτσιο της.
Παχιά γυναίκα αλλά ευκίνητη, έπλυνε το ρύζι, ψιλόκοψε κρεμμύδια και ντομάτα και ρίχνοντας μπόλικο λάδι κι αλατοπίπερο άφησε τη γέμιση στην άκρη του τραπεζιού. Τα αμπελόφυλλα ήταν ήδη ζεματισμένα. 
- Την πάννα* να πλύνω!
- Άσε θκειά, εγώ θα σε βοηθήσω!
Η Δοξούλα γέμισε τη μεγάλη λεκάνη με νερό και ξίδι κι έβαλε τη μπόλια να μαλακώσει. Την καθάρισε προσεκτικά από τις τρίχες και την έκανε ακόμα ένα χλιαρό μπανάκι πριν τη στραγγίσει. Η Χρόνα, καλή φίλη και γειτόνισσα, έτριβε τα κρεμμύδια για τις σεφταλιές και το παστίτσιο και σκούπιζε τα μάτια της από τα δάκρυα. 
Ο χοιρινός κιμάς εμπλουτίστηκε με λίγο αρνίσιο λίπος, για να είναι ζουμερές και να μη στεγνώσουν στο ψήσιμο εσωτερικά. Μπόλικος μαϊντανός, ένα μάτσο, αλατοπίπερο και μια μικρή τσιμπιά κανέλα, χωρίς ψωμί αλλά με τρία μεγάλα κρεμμύδια, έκαναν ένα μείγμα απαλό κι αφράτο. 
Η Ευταλού έπλασε μακρουλά μπιφτέκια κι έκοψε τη μπόλια σε λίγο μεγαλύτερο μέγεθος. Τα τύλιγε επιδέξια, όπως τους ντολμάδες και τα σκέπασε. Θα ψήνονταν λίγο πριν στρωθεί το τραπέζι και θα συνοδεύονταν με πιτούλες και γιαούρτι. Στη γειτονιά απλώθηκε γαργαλιστική μυρωδιά όταν τσιγάρισε το κρεμμύδι και τηγάνισε τα συκωτάκια. Έβαλε κάμποσα στο πιάτο κι έριξε αλατοπίπερο, ρίγανη και λεμόνι.
- Φάτε τώρα που εν ζεστά! 
Η Χρόνα τα κοίταξε λαίμαργα.
- Έναν βούκο ψωμί Ευταλού, έπεσε τ' αρφάλι μου!*
Έβρασε τα χοντρά μακαρόνια, τα βουτύρωσε καλά, έριξε μπόλικο τυρί και τα υπόλοιπα συκωτάκια. κι ετοίμασε την παχιά κρέμα που θα τα σκέπαζε. Χτύπησε πέντε μεγάλα αυγά για τη μπεσαμέλ της κι έριξε επιπλέον λιωμένο βούτυρο πριν πάει η Δοξούλα το ταψί στο φούρνο της γειτονιάς. Πρωτότυπο το παστίτσιο της, είχε ξενίσει ακόμα και τη φουρνάρισσα που δεν της ξέφευγε τίποτα από τα ψησίματα των νοικοκυράδων της γειτονιάς. 
- Συκώτια αντί για κιμά; Και είναι νόστιμο;
Ξετρελάθηκε όταν τη φίλεψε δυο μεγάλα κομμάτια η Ευταλού. Και πάντα όταν το έφτιαχνε κρατούσε τη μερίδα της.
Χρόνα και Δοξούλα τύλιγαν τα κουπέπια όσο η Ευταλού ετοίμαζε τη σαλάτα. Τα τυριά ήταν έτοιμα, κομμένα. 
- Ο χαρτωμένος* σου κόρη μου;
- Καλά είναι θκειά! Το βράδυ είπε μου θα πάμε στο θέατρο, έχει κόψει και τα εισιτήρια!
- Στην εκκλησά πότε θα σε πάει, ε; 
- Τον άλλο χρόνο! 
- Κάθε φορά το ίδιο λαλείς! 
- Λεφτά θέλει να μαζέψει είπα σου!
- Με το κουτσοδούλι* ήντα παράες που να έσιει στην πούγκα του, ε;
- Ταράζεις με πολλά θκειά... 
- Το καλόν σου εν που θέλω!
- Άφηέ με τώρα, στεναχωρκάς με...
- Προστατέφκω σε κόρη μου, εν ακούεις; 
Η Χρόνα που τις άκουγε αμίλητη, χαμογέλασε ειρωνικά και σκούπισε τα χέρια της μ' ένα πατσαβουράκι. Η Ευταλού την κοίταξε με νόημα φουρκισμένη. Σαν τρελός έκανε ο γιος της για τη Δοξούλα, αν του έλεγε το ναι θα την παντρευόταν την άλλη Κυριακή. Εκείνη όμως προτίμησε τον Αθηναίο που ανέβαλλε το γάμο τρία χρόνια... 
- Σα με θωρεί αλλάζει την στράτα του!
Απέφευγε να τη συναντήσει, γιατί κάθε φορά τον κοιτούσε στα μάτια αγριεμένη κι ήξερε ότι η θεία της δεν αστειευόταν. Στα κυπριακά του έσερνε ένα σωρό λόγια που δεν καταλάβαινε κι Δοξούλα το αρνιόταν. 
Η καλοσύνη της περιοριζόταν μόνο στους ανθρώπους που δεν έδιναν δικαιώματα κι ήταν σωστοί οικογενειάρχες. Κορώνα στο κεφάλι της είχε τους γαμπρούς, που πήραν με παπά και κουμπάρο τις κόρες της λίγους μήνες μετά τη γνωριμία τους.

Η Βενέτω με τις ξαδέρφες της έφτασαν το απόγευμα. Η Σουλτάνα εκτός από τα γλυκά, πήγε τυλιγμένα σε βρεγμένα πανιά και δυο βαζάκια με κρέμες για το πρόσωπο και το σώμα που είχε φτιάξει πριν λίγες μέρες.
- Στο ψυγείο θα τις βάλεις κυρία Ευταλού μου, μη σε χαλάσουνε απ' τη ζέστη! Έχουνε γιαούρτι και ζαρζαβάτια περασμένα απ' το τουλπάνι, που κάμουνε πολύ καλό στο δέρμα! Με το ροζ κορδελάκι είναι του προσώπου να ξεύρεις! Έχει και λεμονάκι τρίμμα και μαϊντανό για να μη σε κάμει ο ήλιος λεκέδες! Η άλλη θα σε σιάξει χεράκια σαν τα κρίνα και πόδια απαλά!
Η Ευταλού τις μύρισε κι έλαμψε το πρόσωπό της. 
- Ευχαριστώ σε πολλά για ούλα! Και για τα γλυκά και για τις κρεμούες! 
Η Ανθούλα  δε συμμετείχε και πολύ στη συζήτηση. Μέσες άκρες καταλάβαινε κι απορούσε πως η αδερφή της έστω και με το ζόρι μπορούσε να συνεννοηθεί. Οι άγνωστες λέξεις ήταν πολλές κι η λαλίστατη Ευταλού ήταν χείμαρρος.
Χρόνα και Δοξούλα κατάλαβαν κι άρχισαν να την πειράζουν.
- Καλέ θεία, μίλα καλά ελληνικά να σε καταλαβαίνουν οι γυναίκες! Και πού να δείτε όταν μιλάει βαριά τα κυπριακά τι γίνεται! Μια φορά μίλησε λίγο άγρια σε μια γειτόνισσα που έμπαινε η γάτα της στην κουζίνα κι εκείνη νόμιζε ότι τη βρίζει κι ήθελε να φέρει το χωροφύλακα!
- Α! Θαρκούμαι εν η πελλή του χωρκού!
- Νομίζει πως είναι η τρελή του χωριού είπε! Βαστά από κάπου στα Γρεβενά θαρρώ κι όλο μαλώνει άμα έρχεται το σόι της! Έτσι κάμνει και με τη γειτονιά, καλόν όνομα εν έχει... 
Η Σουλτάνα ακολούθησε το βλέμμα της Δοξούλας. Μια γυναίκα μεσόκοπη, με τσεμπέρι στο κεφάλι και τη σκούπα στα χέρια, έκανε τάχα ότι μάζευε τα πεσμένα φύλλα απ' τις γλάστρες αλλά κοιτούσε αδιάκριτα προς το σπίτι.

Μετά τον καφέ τη βοήθησαν στην κουζίνα. Η Ευταλού έψησε τις σεφταλιές στη σχάρα κι έδιωξε το γάτο της γειτόνισσας που λίγο ακόμα και θα έχωνε τη μουσούδα του στην πιατέλα. Το τραπέζι στρώθηκε κι οι Πολίτισσες γλύφονταν από τις νοστιμιές που δοκίμασαν.
- Σουλτάνα, η κυρά- Σεφταλού πώς είπε που το λένε αυτό που τρώμε;
- Ευταλού τη λένε μπρε Άνθω τη γυναίκα! Σεφταλιά είναι τούτο για!
Από μικρή μπερδευόταν η Ανθούλα κι άλλαζε τα ονόματα άθελά της. Σεφταλού της έκατσε, Σεφταλού την έλεγε! Με τον καιρό, της το άλλαξε εντελώς ο χωρατατζής γιος της Σουλτάνας, ο Ιάκωβος, που πείραζε συνέχεια τη θεία του και την αποκαλούσε Σεφταλιά, κάνοντας τη Βενέτω και τη Σουλτάνα να χαχανίζουν όταν το ξεστόμιζε.
Η Δοξούλα έφυγε νωρίς, για να προλάβει να ετοιμαστεί αφού θα συναντούσε τον αρραβωνιαστικό της. Η Χρόνα είχε καθίσει μαζί τους χωρίς ιδιαίτερη πρόσκληση. Δεν υπήρχε περίπτωση να έχει κόσμο κάποιο συγγενικό ή φιλικό σπίτι και να λείπει. 
- Ωραία κοπέλα είναι η ανιψιά σου Ευταλού μου! Κάθε που τη βλέπω, πιο όμορφη είναι!
- Ναι Βενέτω μου! Είναι και πολλά καλό πλάσμα, με καρκιάν σαν του μωρού λέω σου! 
- Πότε θα παντρευτούνε για;
- Τον άλλο χρόνο λαλεί... 
Η Σουλτάνα είδε τη Χρόνα που έκανε μια ειρωνική γκριμάτσα. 
- Ετοιμάζουνται δηλαδή... Καλόπεσε;
- Ε... Αρέσκειν της κι ούλα καλά θωρεί τα... Εγιώ Σουλτάνα μου έχω τη σαν παιδί μου κι ήθελα να καλοτυχηστεί... Προξένια πολλά την επέψανε με γαμπροί που θα ζουλεύκαν ούλες οι κοπελούες! Πλάσματα καλά, με σπίτια και παράες κι ούλο όι κι όι ελάλε...  Στεναχωρκούμαι κι ίντα μπου να κάμω... Θωρώ την κακομάζαλη που μηνήσκει με τα σιέρκα σταυρωμένα κι ο καιρός περνά...  
- Πόσο καιρό την έχει με την αρρεβώνα;
- Πάνε στα τρία χρόνια ξαδέρφη...
- Βενέτω μου, πολύ ετραβήξανε για...
- Αυτό λέει κι η Ευταλού μπρε Άνθω μου! 
- Λαλώ τα, ακούει με κανείς;
Η Χρόνα τις κοίταξε με μάτια που άστραφταν.
- Ο γιος μου, καλοθωρεί την από μιτσιά...Νούσιμο* πλάσμα, με δουλειά καλήν που θα την είχεν τζυρά κι αρκόντισσα, έπεφτε την λίος! Ας κάτσει έσω* της άλλο τόσον τζαιρό να περιμένει την ώρα την καλήν! Όι μάμα, γιαγιούα να την λαλούν τα κοπελούθκια* της!
- Ούσου* κόρη! Στεναχωρκάς τα πλάσματα τζιαί εν κάμνει! Αύριο να συντύχω* με τη μάνα της... 
Ανθούλα και Σουλτάνα κοίταξαν τη Βενέτω. Εκείνη τους μετέφρασε όσα δεν κατάλαβαν. 

- Ωραία περάσαμε στης Ευταλούς! Καλή γυναίκα είναι, φαγιά δικά τους μας έψησε, θυσία γίνηκε η αλήθεια... Κείνες οι σεφταλιές, τι νοστιμιά είχανε! Τις σκέπτουμαι και με τρέχουνε τα σάλια...Την είπα να έρτει και σε μένα όποτε θέλει!
- Και πώς μιλούσε μαμά, κανονικά ελληνικά;
- Ναι μπρε Ιάκωβε, αμά έλεγε και πολλά δικά τους στην κουβέντα πάνω... Άμα νευρίαζε με την ανιψιά της, ουουου!
- Ήθελα να είμαι από μια μεριά να σας βλέπω με την αδερφή σου και να κάνω καινούργιο συκώτι! Εκείνη να μιλάει κι η Ανθούλα να κοιτάει σα χαζή και να κουνάει το κεφάλι! Άκου να τη λέει Σεφταλού! Όσο το σκέφτομαι γελάω μόνος μου! Χα χα χα!
- Κάμποσες φορές έτσι την είπε, αμά παρεξήγηση δεν είχε, μισιακά και ζαβά τα λέει, αμά την αγαπάνε ούλοι! Κι εσύ μπρε ζεβζέκη που τη λες Σεφταλιά, καλύτερος είσαι για;
- Είμαι, ναι! 
- Μπρε συ, άμα ξεχαστεί καμιά φορά η απτάλα η Άνθω και τήνε πει έτσι, ρεζίλι θα γενούμε! Θα πει που την κοροϊδεύουμε τη γυναίκα κι είναι ντροπής πράματα τούτα! 
- Μια χαρά βολεύτηκε η θεία μου με τη Σεφταλιά! Κι άμα θέλεις της βγάζω και χαϊδευτικό, τη λέμε και Σέφη!
- Χα χα χα! Μπα που άδικη ώρα να μη σ' έρτει μπρε τζουτζέ! 

Η ¨Σεφταλιά¨επισκέφτηκε τη Σουλτάνα δέκα μέρες μετά. Παρούσα ήταν κι η Βενέτω κι η Ανθούλα, πήγε λίγο  αργότερα κι η Μαρίκα να τη γνωρίσει. Ο Ιάκωβος πέρασε από το σπίτι τάχα να πει κάτι στην πεθερά του, σκοπός του όμως ήταν να πειράξει τη μητέρα και τη θεία του.
- Συμπεθέρα, σε είπα να μη τον αφήκετε να έρτει! Διες τον που κοιτάει την Άνθω και γελάει!
- Δεν ηβαστιέται σε τέτοια πράματα... Να ιδείς που κάτι σκαρώνει πάλι!
Σε δέκα λεπτά Ιάκωβος και... Σεφταλιά, μιλούσαν για τα σπίτια στο κέντρο της Αθήνας. 
- Καλέ, διες πράματα! Διαμέρισμα πάει να την πουλήσει!
- Γρουσές λίρες εν έχω γιε μου... Δυο κορούες επάντρεψα, μιαν φάουσα ριάλια τον μήνα η καθεμιά... Δίχα προίκα αφήεις τες μια μάνα; Καλόν είναι να χτίζουσι σπιτούθκια, να βάλουν μέσα την κελέν τους κι εγιώ πάλι ο,τι μπορώ κάμνω... Ο τζύρης τους άφηκέ μας χρόνους κι έμεινα γυναίκα μονασά μου να δουλέφκω ούλην τη μέρα... Τ΄αέρκια* μου εν πολλά καλά κι εσταθήκανε... 
- Φάε κι άλλο ένα μπισκοτούι κυρία Ευταλού μου, να πάνε οι πίκρες κάτω! Τι στο καλό, μόνον χαπούθκια θα καταπίνεις; Εγώ σου λέω να το σκεφτείς πάντως, ευκαιρία είναι!
- Πολλά παράες έχουσι Γιακωβάκι μου... 
- Δεν είναι πολλοί για τέτοιο σπίτι...
Η Βενέτω ξεμονάχιασε τη Σουλτάνα στην κουζίνα. 
- Μπρε συ, ξεύρεις πόσοι παράδες είχε η Ευταλού; Τα σπίτια των κοριτσιών της να διεις που τα καπάρωσε! Έλυνε κι έδενε με τοις μαστόροι αυτή που βλέπεις! Μοναχοκόρη, προικίστηκε καλά, είχε κι ο άντρας της του κόσμου τις λίρες! Και τη Δοξούλα να διεις που θα κοιτάξει, γι αυτό η Χρόνα ήθελε αυτό το γάμο! Πιο πολύ στο συμπεθεριό στάθηκε, γιατί είχε να λάβει ο γιος της!
- Και χαραμίζεται με δαύτον που δε λέει να τη στεφανωθεί; 
- Θα σε πω κάτι ξαδέρφη... Η γειτόνισσά της, αυτή που μαλώνει και τη λέει πελλή, επέταξε μια κουβέντα που καθόλου δε με άρεσε... Είπε που οι φρόνιμες και καλές κοπέλες δεν έχουνε καλές τύχες, επειδής λέει οι άντριδοι κολνάνε με τις άλλες, τις ξύπνιες...
- Μπα! Κι αυτό το είπε λες για τον αρρεβωνιάρη της Δοξούλας;
- Ναι σε λέω! Ξεύρει και ποια είναι και πότε πάει και τη βλέπει αυτός! Γι αυτό η Ευταλού δεν κρατιότανε κι ήθελε να έρτουμε για να τα μιλήσετε!
- Κατάλαβα... Να πάει ο γιος μου στο καλό κι έχουμε βεγγέρα απόψε! 
Περασμένα μεσάνυχτα έφυγε από το σπίτι η Ευταλού. Η Βενέτω κοιμήθηκε στης ξαδέρφης της κι η Μαρίκα υποσχέθηκε να πάει πάλι το πρωί για να πιουν καφέ και να μιλήσουν. Έπρεπε να βοηθήσουν τη ¨Σεφταλιά¨ που απειλούσε να κάψει το σπίτι του...















Κουπέπια - Ντολμάδες με αμπελόφυλλα
Αρφές - Αδερφές
Γαίμα - Αίμα 
Πάννα - Μπόλια - Σκέπη του αρνιού
Κρεμούες - Κρεμούλες 
Έχει χάζι - Έχει πλάκα
Έπεσε τ' αρφάλι (αφαλός) μου - Πείνασα
Χαρτωμένος - Αρραβωνιαστικός 
Καρκιά - Καρδιά
Πλάσμα - Άνθρωπος
Κουτσοδούλι - Ψιλοδουλειά 
Έσω - Στο σπίτι
Κοπελούθκια - Παιδιά 
Νούσιμο - Μυαλωμένο - Σωστό
Ούσου - Σώπα 
Συντύχω - Κουβεντιάσω 
Τζύρης - Κύρης, πατέρας
Αέρκια - Αδέρφια