.

.
.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Οι σκέψεις της Αστερόπης



Το ταξί σταμάτησε έξω από το σπίτι κι οι γειτόνισσες λες κι ήταν όλες συνεννοημένες βρέθηκαν με το κεφάλι έξω απ' τα παράθυρα. 
Ο οδηγός άνοιξε την πίσω πόρτα κι έδωσε το χέρι ευγενικά πρώτα στην Ευρύκλεια για να τη βοηθήσει να βγει και μετά στη Θοδωρούλα.
<<Μπα! Αφήσανε τα λεωφορεία και παίρνουνε ταξί μάνα και κόρη; Πού βρήκαν τόσα λεφτά;>>
Άνοιξε την αυλόπορτα η μάνα κι εκείνος μπήκε φορτωμένος τσάντες. Πέρασε μέσα στο σπίτι και σε λίγο ακούστηκαν γέλια και χαρές.
<<Δεν είμαστε καλά!>>
Απ' τα παράθυρα που κοιτούσαν βγήκαν αυτόματα στις πόρτες για να κουτσομπολέψουν άνετα.
- Καλέ, τι 'ναι πάλι τούτο, τα είδες; 
- Αμ δεν τα είδα; Ένα ποτήρι έπλενα κι άκουσα αυτοκίνητο να σταματάει, κάνω μια έτσι και τους βλέπω...
- Τον μπάσανε και μέσα!
- Άκου γέλια και κακό! Ποιος να είναι βρε Μαρουλία;
- Πού να ξέρω Παρασκευούλα μου; Στης κουνιάδας της ήταν πάλι για τα λογοδοσίματα της κόρης της, έτσι δε μας είπε η Ευρύκλεια;
- Ναι! Κι απόρησα πώς και πλερώσανε ταξί να τις φέρει από κει πάνω! Αλλά αντί να του δώσουνε λεφτά για την κούρσα, να μπούνε μέσα και να χασκογελάνε; Τι άλλο θα δούμε...
Η Ευρύκλεια βγήκε φουριόζα με το πορτοφόλι παραμάσχαλα και τα γέλια συνεχίστηκαν με τους δυο νέους μόνους στο σπίτι.
- Πω πω πω! Πλάτες τους κάνει μες στα μούτρα μας; 
- Έτσι μπατσίζει η κόρη της τα χρωστούμενα;
- Κοίτα τη μάνα και δεν της φαινότανε! Βρε, καλά λένε τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι!
- Πού πάει;
- Για να δούμε...
Ο μπακάλης την καλησπέρισε χαρούμενος.
- Καλώς τη! Πώς τα περάσατε κυρά-Ευρύκλεια;
- Πολύ ωραία κυρ-Φανούρη μου! Καλά που σ' ηπρόλαβα ανοιχτό! 
- Ε, όλο και κάτι χρειάζεται η γειτονιά... Πες μου τι θες, το μαγαζί δικό σου όλο καλή μου γειτόνισσα! 
- Φχαριστώ, να 'σαι καλά! Θέλω να μ΄ηκόψεις τυρί αφ' το σκληρό, για το τηγάνι που θα το ψήσω!
- Ο,τι πεις κυρά-Ευρύκλεια! Μεζεδάκι ωραίο γίνεται, ε; 
- Ναι, πολύ νόστιμο είναι! Μας ήφερε ο αρρεβωνιάρης τσ' ανιψιάς μου που 'χει αυτοκίνητο πλερωτικό κι ηθέλω να το ηφχαριστήσω για τον κόπο του το παιδί! 
- Πάντα φιλότιμη και καλή είσαι! Να σας ζήσουνε! Με το καλό και στης Θοδωρούλας σου και στου γιου σου! Πού βρίσκεται ο λεβέντης σου τώρα, είχες γράμμα;
- Είχα και γράμμα πριχού το Πάσχα αφ' τον Κάναδα που είναι! Και σε κάμποσο καιρό θα έρτει το παιδάκι μου με το καλό...
Πλήρωσε, καληνύχτισε ευχαριστώντας και γύρισε σβέλτα στο σπίτι. 
Η Παρασκευούλα θυμήθηκε ξαφνικά πως ξέμεινε από ζυμαρικό για τη σούπα που ήθελε ο άντρας της να φάει, μήπως και στρώσει λίγο το χαλασμένο του στομάχι. Έτσι είπε στο μπακάλη η πανούργα κι έμαθε τα καθέκαστα. 

- Μεγάλη χαρά έχω με τη Λίτσα μας! Δεν είναι μοναχά για το γαμπρό, είναι και για ούλο του το σόι! Σπουδαίο πράμα η φαμεγιά που θα πέσει το παιδί σου! Όσο καλός και να είναι ο άθρωπος που σ' ηθέλει και τόνε θες κι εσύ, άμα οι δικοί του είναι σκάρτοι, ούλο λόγια τον βάνουνε και προβλήματα θα έχεις μια ζωή... Αχ και πόσες ηχάλασαν το γάμο των παιδιώνε τως έτσι...
- Και σε μένα πολύ αρέσανε μαμά! Είδες το μπαμπά του που μόλις ήρτανε κι ηκάμανε τη γνωριμία, αμέσως ήβγαλε σακάκι και γραβάτα για να βοηθήσει το θείο στα ψησίματα; Και τση θείας του ο άντρας το ίδιο ήκαμε, τι καλοί αθρώποι! 
- Κι από πεθερά είχενε τύχη η ξαδέρφη σου! Απλή και καλή γυναίκα κι αυτή κι η αδερφή τση!
- Και τση περάσανε δυο μαλαματικά, ε; 
- Ναίσκε! Ποιος ηπερίμενε τέτοιο πράμα;
-Το δαχτυλίδι και το κωνσταντινάτο! 
- Αφ' τη μεγάλη τως αγάπη και χαρά, σκέβου τσι αρρεβώνες πόσα θα τσ' ηκάμουνε! Κιμπάρηδοι αθρώποι!
- Εμείς τι θα τσι κρεμάσουμε μαμά; Πολλοί παράδες έχουνε αυτά τα πράματα, πώς θα τα πλερώσουμε;
- Ούλα τα έχω σκεφτεί παιδάκι μου... Ηψούνισε η Αστερόπη ένα σταυρό που ήθελε κι ήδωκε λίγα στην αρχή, όσα είχε μαζώξει κι ήκαμε συμφωνία να πλερώνει κάθε μήνα ωσότου τόνε ξεχρεώσει. Έτσι κάμουνε ούλες με τα μαλαματικά άμα τσι τύχει καμιά αρρεβώνα στα παιδιά τως ή θέλουνε κάτι για κείνες. Όπως και με τον πραματευτή που πουλάει τ' ασπρόρουχα κι ήρχεται μια τσι δεκαπέντε με το τεφτέρι. Πού να βρεθούνε παράδες με τη σέσουλα, ούλοι τως με το ημεροκάματο παλεύουνε... Κι οι θείοι σου τα ίδια δεν κάμουνε; Δυο αυτοί και δυο οι κόρες τέσσερις, τόσα μαλαματικά θα θέλουνε. Βάλε και τα δώρα για τσι συμπεθέροι και την αδερφή τση πεθεράς που ήφερε το προξενιό... Ας είναι, ούλα θα τα βολέψουνε!
- Δεν το λες και προξενιό καλέ μαμά...
- Ε... Τον άρεσε και την άρεσε αλλά η θεία του ημίλησε τση Νικούλας για τσι χάρες του γαμπρού! Όξω θα την αφήκουνε; Κι εγώ στη θέση τση το ίδιο θα ήκαμα! 
- Ναι μαμά, έτσι είναι...
Το σφύριγμα που ακούστηκε από την πίσω μεριά του σπιτιού διέκοψε την κουβέντα τους. Αφουγκράστηκαν με την ανάσα κομμένη.
- Ποιος να είναι;
Το παράθυρο της σάλας έβλεπε το δρόμο. Η κάμαρα που κοιμόντουσαν κι η κουζίνα την αυλή. Από πού να δουν; Ο ήχος από κάτι που έπεσε στην αυλόπορτα έβγαλε την Ευρύκλεια έξω με τη σκούπα, να διώξει καμιά γάτα μη και της μαγαρίσει τα μυρωδικά στις γλάστρες που έβαζαν στα φαγητά τους. Δυο δεμένα ροζ τριαντάφυλλα μ' ένα σημείωμα αυτή τη φορά.
<<Μπρε τι πάθαμε!>>
Βγήκε στο πεζοδρόμιο, κοίταξε δεξιά κι αριστερά αλλά δε φαινόταν ψυχή. Από μακριά ακούγονταν δυο άντρες να καβγαδίζουν.
<<Μεθυσμένοι θα είναι...>> σκέφτηκε.
- Τι γράφει καλέ μαμά;
- Αχού! Αντάμωση! 
<<Αύριο στις πέντε σε περιμένω πίσω από το σχολείο.>>
Μάτι δεν έκλεισαν μάνα και κόρη όλη τη νύχτα. Και σαν ξημέρωσε, η Ευρύκλεια βγήκε στην αυλή κι άρχισε την πάστρα, περιμένοντας να περάσει η ώρα και ν' ανοίξει το παράθυρό της η Αστερόπη. 
- Καλημέρα κοκόνα μου! Θα ψήσω καφεδάκι, κόπιασε!
Η Θοδωρούλα εξαντλημένη από την αγρύπνια είχε αποκοιμηθεί όσο η μάνα έκανε τις δουλειές. 
- Αυτός έχει ευγενική ψυχή Ευρύκλεια! Πώς το σκέφτηκε να τα δέσει με το ραβασάκι τυλιγμένο σαν καρούλι και το φιόγκο να τα κρατάει!
- Τι θα κάμουμε Αστερόπη μου; Να υπάγω μπας κι ιδούμε ποιος είναι και να του μιλήσω; Και τι να τον ειπώ; Να μη κάμει τέτοια πράματα κι ηβουίξει ο τόπος; Σκοπό καλό άμα έχει να στείλει προξενιά; Κι άμα με πάρει κάνα μάτι να λέγουν ότι τσ' ηκάμω και πλάτες; Τούτο δα μας ήλειπε! Εδώ τίποτις δεν κάμεις και λένε...
Ρούφηξε μια γουλίτσα καφέ κι έσπρωξε το πιάτο με τα κουλουράκια μπροστά στην αγαπημένη τους γειτόνισσα.
Ομπρός να υπάγω σκιάζουμαι κι οπίσω φοβούμαι...
Η Αστερόπη σκέφτηκε όσο να φάει το κουλούρι και τελικά είχε μια λαμπρή ιδέα.
- Δε θα πας εσύ Ευρύκλεια! Εγώ θα πάω!
- Μα πώς, έτσι στα καλά του καθουμένου θα βγεις στη στράτα; Και πώς να τον μιλήσεις;
- Θα πάρω το μικρό τάχα για σεργιάνι και θα τον περάσω απ' το σχολείο να το δει πάλι και να συνηθίσει την ιδέα που θα πάει του χρόνου. Ε, όποιος είναι κει και περιμένει θα τον δω και θα σας πω να ξέρετε!
Βούτηξε κι άλλο κουλουράκι στον καφέ κι η Ευρύκλεια έβγαλε στεναγμό ανακούφισης. 

- Τι μας λέγεις μπρε Αστερόπη μου;
- Βάι, βάι!
- Ψήσε καφεδάκι που δεν πρόλαβα να πιω αφού ήμουν από τις τέσσερις στους δρόμους και θα σας τα πω όλα!  
Σεργιάνιζαν μαμά και γιος με δυο σακουλάκια στραγάλια από νωρίς, για να μη φανεί ότι πέρασαν από κει σκόπιμα. Έκανε κούνια και τραμπάλα στην πλατεία κι όταν το ρολόι έδειξε πέντε, άρχισε να του μιλάει ξανά για το σχολείο και την αυλή του που θα έπαιζε με τα άλλα παιδάκια. Ο μικρός ξεσηκώθηκε όταν του είπε να περάσουν να το δει κι όταν πλησίασαν έκανε πως άλλαξε γνώμη. Πεισματάρης καθώς ήταν άρχισε να κλαίει και να την τραβάει προς τα κει. Όλη η γειτονιά τον πήρε χαμπάρι με τις τσιρίδες, ο νέος που θα περίμενε τη Θοδωρούλα δε θα τον άκουγε; Έκαναν χάζι το μεγάλο κτίριο κι έφτασαν πίσω στην αυλή. Εκεί είδαν το Λάκη, που είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού την κόρη της Παρασκευούλας, να καπνίζει νευρικά περιμένοντας.
Η Αστερόπη τον χαιρέτισε και προσπάθησε να κατεβάσει το γιο της που είχε σκαρφαλώσει στα κάγκελα.
- Πολύ με σκάει αυτό το παιδί, καθόλου δεν ακούει!
Απάντηση από τον εκνευρισμένο για την αναπάντεχη συνάντησή τους Λάκη δεν πήρε.
- Αυτό το πράμα, δεν το περίμενα!
- Ωχ βρε Θοδωρούλα κι εσύ! Δεν περίμενες ότι κάτι θα έκανε για να σε φέρει βόλτα; Εδώ πιαστήκανε στα χέρια με το Μίλτο και βούιξε ο τόπος! Άλλος είπε το μακρύ του κι άλλος το κοντό του για δαύτους, αλλά ξέρουμε καλά ότι ο καβγάς έγινε για σένα!
Η Ευρύκλεια έπιασε το μέτωπό της σα να είχε πυρετό.
- Και για ποια την ηπέρασε την κόρη μου, ε; Τση σφύριζε και τσ' ήριξε τα ρόδα κι εκείνη θα ήτρεχε να τόνε βρει; 
- Πολλά κάνουν για να μιλήσουν σε μια κοπέλα... Αυτός τουλάχιστον έχει και μια ευγένεια, δε μπορείς να πεις...
- Εγώ δε θα πάγαινα να βρω κανέναν Αστερόπη! Ο Λάκης και να μη τα ήκαμε αυτά και στη μαμά μου να ερχότανε, πάλι όχι θα λέγαμε! Καλά δε λέγω;
- Ναίσκε κόρη μου! Ηξεύρουμε πόσο ήθελε η Παρασκευούλα να τον κάμει γαμπρό κι η κόρη τση σαν τρελή ήκαμε για κείνονε! Κι άμα είναι το τυχερό τση στο τέλος, μακάρι να γένει, καλό παιδί είναι...
Η Αστερόπη συμφώνησε και καμάρωσε για πολλοστή φορά το ήθος τους. Λεβεντόπαιδο ήταν ο Λάκης και πολλές τον είχαν βάλει στο μάτι. Αν ήταν άλλες θα ορμούσαν μη χάσουν το κελεπούρι.
- Να μη τα κάμει αυτά στο σπίτι μας, είναι ντροπή! Νόμιζε πως η μαμά μου κοιμούντανε κι εγώ θα ήβγαινα όξω να πάω από πίσω για να ιδώ ποιος με ήκαμε φιου-φιου τόση ώρα; 
- Σώπα βρε Θοδωρούλα μου, δεν έγινε και τίποτα... 
Η Ευρύκλεια έβγαλε μια μεγάλη κουταλιά γλυκό κεράσι από το βάζο και το σερβίρισε με κρύο νερό. 
Αμ κι εκείνα τα ρόδα... Για πότε ήρτε στην πόρτα και τα ήριξε; Ίσια με να τελέψει τα σφυρίγματα ήκουσα το... 
Κέρωσε ξαφνικά και τις κοίταξε τρομαγμένη.
- Τι έπαθες καλέ συ;
- Ένα πράμα μας ηξέφυγε... Αχού! Θα λωλαθώ!
Η Θοδωρούλα κατάλαβε αμέσως από τη μισοτελειωμένη φράση της μαμάς της. Ταράχτηκε κι εκείνη. Με το νυχτερινό πανικό, τους είχε ξεφύγει κάτι σημαντικό!
- Για να έρτει αφ' την πίσω μεριά που μας χωρίζει η μάντρα, μ' ένα σάλτο δεν ηγίνεται! Πώς ηπρόλαβε ο Λάκης να το κάμει, ε; 
- Δίκιο έχεις μαμά! 
Η Αστερόπη έμεινε με το κουταλάκι μετέωρο. Το σιρόπι έσταξε πάνω της αλλά δεν έδωσε καμία σημασία. Το όλο θέμα είχε αρχίσει να τη μπερδεύει κι εκείνη.
- Είσαστε σίγουρες ότι έγιναν όλα τόσο γρήγορα;
Η Ευρύκλεια σα να συνήλθε κι έβρεξε ένα πανάκι να καθαρίσει το φόρεμά της με χέρια που έτρεμαν. Η κόρη της απάντησε καταφατικά κι άρχισε να τρέμει κι εκείνη.
- Ηρεμήστε βρε, μην κάνετε σάμπως να ήρθε το τέλος του κόσμου! Μπορεί να είπε σε κάνα φίλο του να τα ρίξει, άντρες είναι και τα λένε μεταξύ τους!
- Και γιατί να το κάμει έτσι; Και πότε ηπρόλαβε να φύγει που αμέσως όξω βγήκα με τη σκούπα, μπας κι ήντουνε καμιά γάτα;
- Δίκιο έχει η μαμά μου! Ψυχή πουθενά! Ησυχία! 
- Δυο αντράδες ήκουσα μοναχά που ήπιασαν τον καβγά... Αφ΄το καπηλειό τση αδερφής του κυρ Φανούρη θα βγήκανε, τα ήπιανε και...
- Τι λες τώρα βρε Ευρύκλεια; Μένει ανοιχτή τέτοια ώρα η ταβέρνα, περασμένα μεσάνυχτα, άμα δεν είναι καμιά γιορτή να μαζεύει κόσμο; Νωρίς κλείνουν και πάνε στο σπίτι τους οι άνθρωποι! 
- Ε, καλά, είπα...
- Το λοιπόν, ακούστε τι θα γίνει! Θα πω στον άντρα μου που δεν κοιμάται νωρίς, να παραμονεύει. Μη κάνετε έτσι καλέ, δεν είναι ντροπή! Μέχρι να μπαρκάρει ησυχία δεν έχει τα βράδια, όλο διαβάζει και γράφει, το ξέρετε! Ένα τετράδιο κοντεύει να γεμίσει με τις ιστορίες απ' το νησί που του έλεγε ο πατέρας του! Έχει και το βιβλίο κι ο,τι δεν ξέρει το μαθαίνει κι άμα ανταμώσουνε τον ρωτάει! Χα χα χα! Αντί να κάθεται στην κουζίνα να κάνει αυτή τη δουλειά, ας κάτσει στη σάλα με το παντζούρι κουφωτό να βλέπει κιόλας! Χώρια που σαν άντρας θα μας πει κι αυτός τη γνώμη του. Ξέρετε πόσο σας αγαπάει!  
Έφυγε η Αστερόπη με φίλεμα ένα βάζο μαρμελάδα, αφήνοντάς τες με κρύα καρδιά. Θα μπορούσε να τους πει τις σκέψεις της, αλλά δεν ήθελε να τις ταράξει περισσότερο. 
- Αυτά που λες Βλάση μου! Έχουνε παλαβώσει μάνα και κόρη, με το δίκιο τους βέβαια! Αμαρτία είναι αυτό το κορίτσι να παιδεύεται έτσι, τόσο καλό και φρόνιμο, πρόθυμο, νοικοκυρεμένο... Το τρώνε με τη γλώσσα τους όλες βρε άντρα μου χωρίς να φταίει το καημένο... Εδώ που τα λέμε, η πιο όμορφη απ' όλες είναι κι άμα το σκεφτείς, μέσα στη γειτονιά η καλύτερη!
Ο άντρας της έβαλε λίγο ακόμα ούζο στο ποτήρι και της χαμογέλασε συγκαταβατικά μασώντας την παστή σαρδέλα που τόσο του άρεσε. 
- Αστερόπη μου, ακόμα κι οι μεγάλοι άνθρωποι τη βλέπουν και τη χαίρονται! Τις προάλλες που είχε έρθει η θεία μου, θυμάσαι που είπε ότι αυτή η κοπέλα άξιζε στο γιο της; Γιατί ο ξάδερφος μου μυαλό στο κεφάλι του δεν είχε! Πήγε και μπλέχτηκε με κείνη τη γρουσούζα που κι εγώ δεν ξέρω τι της βρήκε, τον μπάσανε σώγαμπρο αυτή κι η μάνα της και στείλανε στους γονείς του το προσκλητήριο για το γάμο... Μια φορά είδανε το σπίτι τους, ίσα για να ρίξουνε τα λεφτά που στρώσανε το κρεβάτι κι αυτό ήταν όλο...
- Ναι Βλάση μου... Πολύ στεναχωρήθηκα με τη θεία που έκλαιγε... Στο γάμο τους που πήγαμε και τους χαιρετίσαμε, ένα ευχαριστούμε είπε αυτή με μισό στόμα... Καλά τη λες γρουσούζααα! Κι αυτή η μάνα της, α πα πα πα! Βρήκε να μοιάσει!
- Σκέψου το λοιπόν άμα είδε τη Θοδωρούλα που μπαινόβγαινε απ' την κουζίνα στην αυλή με τα κεράσματα και με το γέλιο στο στόμα που είχανε την ξαδέρφη με τον αρραβωνιάρη της και την Ευρύκλεια που μας χαιρέτισε καλόκαρδα και φώναξε να της στείλουμε το παιδί να μου φέρει μεζέ για ούζο, πώς της έκανε εντύπωση; 
- Βέβαια! Σάμπως και τις χάιδευε ολόκληρες με τα μάτια η θεία σου, τις χαιρότανε... Έτσι κι ήτανε ο γιος της λεύτερος, θα έκανε πώς και πώς να την πάρει! Αλλά έτσι κι άνοιγε κάνα στόμα απ΄τις κουτσομπόλες με τόσα που της σούρνουνε, θα σου 'λεγα μετά αν την ήθελε! Κρίμα να της κόβουνε την τύχη της Βλάση μου, δεν το χωράει το μυαλό μου! Εδώ η γειτονιά μας έχει καλά παιδιά, δες τι γίνεται με όλες τις κοπέλες που βγαίνουν στις πόρτες και τα παράθυρα και ξεροσταλιάζουν πότε για τον ένα και πότε για τον άλλο... 
- Τα ξέρω και τα βλέπω και μέχρι εδώ καλά! Πιο πολύ όμως κοιτάνε τη Θοδωρούλα παρά τους γαμπρούς! Όσο ήσουνα απέναντι, άκουσες τον καβγά που έστησε η Μαρουλία στην κόρη της;
- Όχι! Τι πάθανε;
- Έβαλε η τσαπερδόνα νερό να ζεστάνει για να μπανιαριστεί κι η μάνα της έγινε θηρίο! 
<<Το Σάββατο πλύθηκες, καθαρή είσαι! Κοίτα με καλά, τα σχέδια της Σμυρνιάς δε θα μου τα κάνεις εμένα!>> Και πήρε το τσουκάλι με το νερό και το έριξε στη λεκάνη για να βάλει μπουγάδα! Ακούς γυναίκα; Ακούω να λες!
- Χα χα χα! Αυτό τη μάρανε! Άμα τρώει τ' αγόρια με τα μάτια της και κάνει σχέδια πότε στον ένα και πότε στον άλλο, δεν την πειράζει, ε; Ότι τη στόλιζε απ' τα δεκατέσσερα για να τυλίξει όποιον της γυάλιζε για γαμπρός με τα ρούχα και τα τακούνια της, πρόβλημα δεν είχε! Μικρομέγαλη η κόρη της! Για να τα έκανε καμιά άλλη, γλώσσα μέσα δε θα έβαζε! 
- Δεν το ξέρεις ότι η καμήλα δεν κοιτάει την καμπούρα της αλλά των άλλων μόνο; 
- Έτσι είναι! Η Θοδωρούλα όμως που δε σηκώνει τα μάτια της σε κανένα, τους έχει όλους στα πόδια της! Τι λες κι εσύ με τα χθεσινά βρε άντρα μου, μπας κι έχω δίκιο τελικά;
- Εμ! Πώς δεν έχεις! Ο ένας από πίσω σφύριζε τρομάρα του κι άλλος από μπροστά της έριξε τα λουλούδια! Χα χα χα! Κι ο καβγάς που άκουσε η Ευρύκλεια δεν ήταν από μεθυσμένους, αλλά επειδή πήρε χαμπάρι ο ένας τον άλλον! Άμα δεν είχανε ταραχή και στεκότανε στην εξώπορτα λίγο ακόμα, όλο και κάτι θα έπιανε τ' αυτί της! Και με ποιον είχε πιαστεί ο Λάκης; Με το Μίλτο! 
- Ε, ναι... Σφύριζε ο Μίλτος κι ο Λάκης έριξε τα λουλούδια μαζί με το ραβασάκι... Πες τον άκουσε και μαλώσανε πάλι, μέχρι εδώ λογικά τα βλέπω... Αλλά είναι και κάτι άλλο που δεν κολλάει... Θυμάσαι που όταν γυρίσανε την τρίτη μέρα της Λαμπρής, είχανε βρει πάλι ένα σωρό τριαντάφυλλα στην αυλή; 
- Ναι! Άλλο σκάσιμο τότε για το ποιος τα έριξε! Βρε, βρε το Λάκη!
- Μα εδώ είναι το μπέρδεμα Βλάση μου!
- Πού βρε γυναίκα;
- Ότι ο Λάκης δεν ήταν εδώ! Αξημέρωτα τη Δευτέρα δεν έφυγαν όλοι του σκοτωμού για το νοσοκομείο, που πήγανε κακήν κακώς τον αδερφό του πατέρα του που έπαθε γαστρορραγία κι ίσα που τον προλάβανε τον άνθρωπο; Δε μας τα έλεγε η μάνα του, που τους βγήκε ξινό το Πάσχα κι ότι ο γιος της έμεινε εκεί μαζί τους όλο το βράδυ μέχρι την Τρίτη το απόγευμα κι έτρεχε πάνω-κάτω στους γιατρούς; Τι έκανε δηλαδή, έφυγε απ' την άλλη άκρη κι ήρθε γραμμή εδώ για να ρίξει τα τριαντάφυλλα και πήγε πάλι πίσω; 
- Όχι βέβαια... 
- Που και να ήθελε καλά και σώνει, λέμε τώρα, αφού δεν τους άφησε μόνους ούτε λεπτό! Και ειδοποίησε η μάνα του πως δε θα πήγαινε στη δουλειά, τηλεφώνησε στον κυρ-Φανούρη κι έστειλε ο καημένος τον ανιψιό του στο αφεντικό, δε θυμάσαι; Ξερός δε θα έπεσε ο Λάκης άμα γύρισαν στο σπίτι μετά από τόση ταλαιπωρία; Άσε που αυτές οι δουλειές δε γίνονται απόγευμα που σε βλέπουν τόσα μάτια!
Ο Βλάσης έξυσε το κεφάλι του σκεπτικός. 
- Τι να σου πω Αστερόπη... Καλά που έχεις γερό ενθυμητικό και τα βάζεις σε μια σειρά τα πράγματα... Πάνω που είπαμε πως βγάλαμε άκρη, φτου κι απ' την αρχή πάλι! 
- Πώς να βγει άκρη; Όταν είδα το Λάκη, είπα εντάξει, μάθαμε! Όταν άκουσα μάνα και κόρη να λένε ότι δεν προλαβαίνει κανείς να κάνει δυο δουλειές μαζί στο γύρω του σπιτιού, το Μίλτο σκέφτηκα! Και για τον καβγά που άκουσε η Ευρύκλεια, σ' αυτούς τους δυο πήγε το μυαλό μου, δεν είχαν αρπαχτεί και το χειμώνα για τη Θοδωρούλα κι έγινε μεγάλο σούσουρο; Μετά που θυμήθηκα αυτά, μπερδεύτηκα πολύ...
- Θα μάθουμε Αστερόπη μου, κρυφό δε μένει τίποτα. Καλά το σκέφτηκες πάντως αντί να κάθομαι εδώ στην κουζίνα, να πάω στη σάλα και να παραμονεύω! Βρε τι ξύπνια γυναίκα έχω εγώ;
- Ξύπνια είμαι, αλλά να έχεις το νου στο χέρι σου άμα γράφεις! 
- Ε;
- Πρόσεξε καλά μη πάει έξω από το πανί που θα σου στρώσω και μου λερώσεις με τα μελάνια το καλό τραπεζομάντιλο όπως κάνεις εδώ με το μουσαμά, γιατί κάηκες καημένε μου!