- Ήρτε που λες και μας βρήκε στο πάρκο! Αμά εγώ πια, στα καρφιά καθούμουνα, ανησύχησα πολύ!
Με ύφος αθώο ο Γιάννης απολογήθηκε στην Ανθούλα για την αργοπορία του.
- Η Ζαρντούδαινα μ' έβαλε μια φωνή που είδε να βγαίνω απέ της μάνας μου! Να τη μερεμετίσω το σκαμνάκι ήθελε η γυναίκα!
- Και τόσες ώρες το μερεμέτιζες;
- Αμάν μπρε γυναίκα! Την πήρα κομμάτι και την πόρτα που έβρισκε και να τούτο και να κείνο επέρασε η ώρα! Μ' έψησε κι ένα καφεδάκι για τον κόπο μου, όχι να την έλεγα τη χριστιανή; Μεγάλη γυναίκα είναι, αμαρτία να την έλεγα όχι...
Τον πίστεψε η Ανθούλα, ενώ η Σουλτάνα τον κοιτούσε από μακριά με μισό μάτι.
- Της Ζαρντούδαινας τα καρεκλάκια μερεμέτιζε ή τίποτις άλλο; Με την καλή του τη φορεσιά Κυριακάτικα, άλλα μερεμέτια θα έκαμε...
- Ωχ κι εσύ μπρε Σουλτάνα, το μυαλό σου εκεί το έχεις! Γένηκε κάτι μια φορά κι ούλο το κοπανάς κι ούλο γρι γρι γρι είσαι!
- Ναι, ζήτα με και τα ρέστα τώρα! Μπρε δεν πάτε να κάμετε ό,τι θέλετε με δαύτονα! Άμα θες να πάθεις τα καλά της μαμάς μας, τι να σε πω...
- Ωχ κι εσύ μπρε Σουλτάνα, το μυαλό σου εκεί το έχεις! Γένηκε κάτι μια φορά κι ούλο το κοπανάς κι ούλο γρι γρι γρι είσαι!
- Ναι, ζήτα με και τα ρέστα τώρα! Μπρε δεν πάτε να κάμετε ό,τι θέλετε με δαύτονα! Άμα θες να πάθεις τα καλά της μαμάς μας, τι να σε πω...
- Σώπα κι εσύ, άντε! Δόξα τω Θεώ παράπονο δεν έχω, καλός είναι, νοικοκύρης είναι, ο μπαμπάς μας έτσι ητανάνε για; Που όλη μέρα εγύρναγε με τη μια και την άλλη και του τα τρώγανε;
- Και λες εσύ τώρα, απέ το δικό μου τι να φάνε, ε; Χα χα χα χα!
- Σουλτάνα σους σε λέω, μη με συγχύζεις να χαρείς!
Δύσκολα έβγαλε τη βδομάδα από παράδες. Όσες φορές κι αν τους μέτρησε, λειψοί έβγαιναν και δε μπορούσε να καταλάβει γιατί.
- Γιάννη, πού πήγανε; Πόσοι έδωκες στα ψούνια;
- Ωχ μπρε γυναίκα κι εσύ, πού να θυμούμαι πόσοι παράδες έδωκα; Επήρα τα χρειαζούμενα, αμά όλα ακριβαίνουνε, δεν το ξεύρεις;
Την επόμενη εβδομάδα το αφεντικό ζορίστηκε και... δε μπόρεσε να τους δώσει όλα τα μεροκάματα.
- Μας είπε που δε θα πάρουμε όλο το βδομαδιάτικο, δεν επήε καλά η δουλειά, να διούμε πάλι από Δευτέρα τι θα γένει... Ε, καλά να είμαστε, θα περάσουνε οι μέρες... Να σε πω μπρε γυναίκα, το ηλεχτρικό να πλερώσουμε μη και μας το κόψουνε, ε;
- Δε φτάνουνε Γιάννη, τι να πρωτοκάμω για;
- Καλά, θα πάω στο μπαμπά μου να διω άμα έχει λίγοι παράδες να με δώκει, αμά κρυφά απέ τη μαμά μου. Μη σε ξεφύγει κιχ!
- Να πας! Τι να με ξεφύγει καλέ, μωρό είμαι;
Η παρεούλα με τη Ρόζα καλά κρατούσε. Και καφεδάκια και μεζεδάκια και παγωτά και ρομάντζες. Όπου κι αν πήγαινε μόνος του ο Γιάννης την έβλεπε και την παρηγορούσε. Τις Κυριακές πάντα μετά την επίσκεψη στους γονείς του τον στρίμωχναν οι γείτονες για μερεμέτια. Πότε μια καρέκλα, πότε ένα τραπεζάκι, πότε έβαζε ένα χέρι για κουβάλημα, έκανε και στη γυναίκα του τον αγανακτισμένο που τον είχαν βρει βολικό κι όλο αγγαρείες του φόρτωναν.
Ήρθε κι η μέρα που μετά το δροσερό καϊμάκι η Ρόζα τον τράβηξε με κόλπα στο σπίτι της...
- Δεν είμαι καλά Γιάννη, το κεφάλι μου πολύ με πονάει και ζαλίζουμαι... Ένα αυτοκίνητο να πάρουμε και να με πας στο σπίτι πασά μου, αλλιώς θα πέσω καταγής...
Ήρθε κι η μέρα που μετά το δροσερό καϊμάκι η Ρόζα τον τράβηξε με κόλπα στο σπίτι της...
- Δεν είμαι καλά Γιάννη, το κεφάλι μου πολύ με πονάει και ζαλίζουμαι... Ένα αυτοκίνητο να πάρουμε και να με πας στο σπίτι πασά μου, αλλιώς θα πέσω καταγής...
- Δε γένεται αυτό που λες, τι θα πει ο κόσμος άμα μας διούνε μαζί να μπαίνουμε στο σπίτι σου για;
- Τίποτις δε θα πει κανένας, θα με πας και θα μηνύσεις την Πίτσα τη φιληνάδα μου να με γνοιαστεί, ξεύρω που σε λέγω!
Μισοζαλισμένη τάχα πέρασε μαζί του μέσα. Ο Γιάννης κοιτούσε με περιέργεια τριγύρω το ωραίο σπίτι με τα ακριβά πράγματα.
- Στην κάμαρά μου να με πας να ησυχάσω κομμάτι...
- Στην κάμαρά μου να με πας να ησυχάσω κομμάτι...
Σε μια ώρα χτυπούσε την πόρτα της Πίτσας και την ενημέρωνε ότι η φίλη της τη χρειαζόταν.
- Λιγόθυμη ητανάνε η κοπέλα και τήνε έφερα στο σπίτι της, στο δρόμο ζαλισμένη τήνε βρήκα!
- Να είσαι καλά άθρωπέ μου που έκαμες τέτοιο καλό! Ναι, βεβαίως θα πάω να τη γνοιαστώ τη Ρόζα! Αμά, εσάς που σας ξεύρω καλέ;
- Εμένα απέ που να με ξεύρετε, δεν είμαι απέ τούτους τους μαχαλάδες, θα λαθεύεις κυρία μου!
Η Πίτσα δεν είπε τίποτα άλλο, όμως ήταν σίγουρη ότι τον είχε ξαναδεί. Θα έσκαγε αν δε μάθαινε!
Διάλεγε υφάσματα η Σωσώ για τα καινούργια μακάτια που ήθελε να ράψει και κοιτούσε το ρολογάκι στο αριστερό της χέρι. Είχε συναντήσει την παλιά της φιλενάδα μετά από τρία χρόνια και θα πήγαιναν μαζί στο σπίτι, να πιούνε καφέ και να τα πούνε.
- Μακριά κομμάτι ήμαστε μπρε Πίτσα μου, αλλά όχι και να χανόμαστε έτσι! Απέ το γάμο μου έχω να σε διώ!
Βολεύτηκε η Πίτσα στην πολυθρόνα και η κουβεντούλα τους άναψε. Τι κάνει η Σωσώ, πώς περνάει με τον άντρα της, τα νέα της...
Την είδε λαμπερή, καλοντυμένη κι ευχαριστημένη, το σπίτι ήταν ωραίο και νοικοκυρεμένο.
Η μεγαλύτερη περιέργειά της ήταν, πώς και κατάφερε να κάνει σχεδόν αμέσως παιδί.
- Τυχερά είναι όλα Πίτσα μου κι εγώ ευτυχώς χωρίς να κάμω τίποτις από θεραπείες και τέτοια τα κατάφερα! Όπως και να το κάνεις, αλλιώς κρατιέται ο γάμος με το παιδί... Θα με πεις τώρα κι εσείς που δεν κάματε παιδί καλά δεν ζήσατε με το συχωρεμένο; Ε! Ο δικός μου το ήθελε πολύ, πάρα πολύ βλέπεις...
- Μπρε Σωσώ, θυμούμαι το γάμο σας, πολύ ωραίος ητανάνε! Κι εσύ πια, μια κούκλα! Φέρε με μπρε καμιά φωτογραφία να σε διώ ακόμα μια, άιντε!
Η αλήθεια ήταν ότι ήθελε να κάνει χάζι πάλι το λεβέντη άντρα της. Όλοι είχαν απορήσει μ' αυτό το γάμο γιατί ήξεραν τη διαφορά ηλικίας που είχε το ζευγάρι.
- Τι νυφικό ωραίο, τι πέπλο! Μπρε συ, όνομα άφησε ο γάμος σας σε λέω, διε ομορφιά και...
- Τι έπαθες καλέ Πίτσα;
Με τα μάτια γουρλωμένα κοιτούσε το νέο που στεκόταν δίπλα στο γαμπρό. Η μνήμη της δεν την είχε γελάσει.
- Σα να ένιωσα μια ζάλη, θα με περάσει Σωσώ μου... Κομμάτι νερό θα πιω και θα με αφήκει, η ζέστη φταίει για!
- Τρόμαξα έτσι δα που κοκάλωσες μπρε χριστιανή μου, σάμπως και είδες φάντασμα στις φωτογραφίες!
- Όχι και φάντασμα! Ένα λεβέντη άντρα κοίταζα, ποιος είναι Σωσώκα, συγγενής του αντρός σου;
- Ο κουμπάρος μας είναι, τόνε έχει στεφανώσει και τον βάφτισε και το κοριτσάκι! Κάτσε να σε δείξω κι άλλες φωτογραφίες να διείς!
Με την ψυχή στο στόμα, παραμιλώντας και πολύ ταραγμένη έφτασε η Πίτσα στης Ρόζας.
<<Να χαθεί το παλιοθήλυκο που θα χωρίσει το αντρόγυνο! Αμά κι αυτός τρομάρα του, με τα αποφόρια κάμει τον παραλή; Δεν κοιτά τα χάλια του, θέλει και γκόμενα! Ευτυχώς που μείκανε μόνο στοις τζιλβέδες με δαύτηνε και δε μαγαρίστηκε... Κρίμας τη γυναίκα του που είναι τόσο καλή κοπέλα! Θα με τη γνωρίσει η Σωσώ, τώρα που βρεθήκαμε ξανά δε θα χαθούμε...>>
Η Ρόζα έπεσε από τα σύννεφα όταν έμαθε για το Γιάννη. Μεροκαματιάρης και πάμφτωχος; Πως έπεσε τόσο έξω;
- Να το κόψεις τώρα, πριν είναι αργά! Τι να τόνε κάμεις και παντρεμένο και με παιδιά και φτωχό, με την ομορφιά σου θα βρεις τον καλύτερο! Να σιάξεις σπίτι και οικογένεια με δόξα και τιμή!
Το επόμενο απόγευμα η Σωσώ με το μικρό πήγε στης Πίτσας κι από κει στη μοδίστρα για τα καλύμματα. Η Ρόζα είχε εξαφανιστεί και σε λίγο καιρό το σπίτι πουλήθηκε σε μια αξιοπρεπή οικογένεια με δυο παιδάκια. Με τον καιρό Πίτσα και Ανθούλα γνωρίστηκαν κι έγιναν φίλες. Πώς τα φέρνει η ζωή...
- Βρε ιστορίες! Και πότε στα είπε όλα αυτά;
- Χα χα χα! Μετά απέ πολλά χρόνια, που είχαμε έρτει εδώ! Μαζί της ο Γιάννης δεν κοιμήθηκε, η αλήθεια δεν έφτανε ίσια με κει... Αυτή ελύσσαγε βέβαια αλλά δεν την έκαμε τη χάρη! Μπορεί να τον αρέσανε αυτά, αμά μόνο στα λόγια και τα χα χα και χου χου, δεν ξενοκοιμούτανε. Την άφηκε το λοιπόν αυτή την Πίτσα του κόσμου τα ρούχα και τα πράματα, αμά μήτε αντίο δεν την είπε... Μαθευτήκανε μετά βέβαια και τα δικά της, είχε πάει η μάνα της και τήνε έψαχνε και φάνηκε που είχε πει του κόσμου τα ψέματα και το έπαιζε του καλού κόσμου!
- Και δεν είναι η μόνη που το παίζει... Η φίλη μου πάλι μου έλεγε τι σκάρωσε η θεία της η φαντασμένη, να σου σηκώνεται η τρίχα! Να σου πω, ταίρι δεν έχει!
- Χα χα χα! Άμα τα ακούω με τη Σαντορινιά τρελαίνουμαι! Για πες με τι τρέλες έκαμε πάλι να γελάσουμε!
- Ησυχία δεν έχει! Θα σου πω!