.

.
.

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Σπίτι τους και σπίτι μας!

- Τοσούτσικο πράμα επήρες μπρε Ντουντού! Φάε κομματάκι ακόμα, μπας και δε σε αρέσει;
- Όχι και δε με αρέσει Σουλτάνα μου! Πιο καλύτερο κέικ δεν έχω δοκιμάσει, αφρός είναι για! 
Θαλίτσα, εσύ θα φας μετά για να μη σε σπάσει η μάσκα, δεν κάμει γιαβρί μου!
Μποτέ προέκυψε αναγκαστικά αφού η πεθερά της την ακολούθησε πρώτη και καλύτερη όταν άκουσε για πομάδα... 
- Μετά θα κάμεις και σε μένα, έ; Πες με γι αυτή τη θρεφτικιά!
- Μια πομάδα άλλο πράμα! Θα σε πω, αμά να ξεύρεις που είναι του μιντεριού, θέλει ξάπλα να είσαι για να κάμει καλό. Θαλίτσα, με τη σειρά θα καθούσαστε απάνου στα μαξιλάρια! Πόσα χρόνια αλήθεια έχεις το μιντεράκι σου μπρε Ντουντού;
- Πολλά... Η νενέ μου καθούντανε κι έπινε καφέ, κει κεντούσε, κει έπλεκε... Μετά η μαμά μου, τα ίδια έκαμνε... 
- Κυρία Σουλτάνα, άμα γείρουμε στο μιντέρι κάτω θα πέσουμε, τα χάλια του έχει!
- Τα χάλια του δεν τα έχει, του πεταμού δεν είναι! Αμέσως εσύ πια, να το βγάλεις παλιόπραμα!  Άμα θα το μαστορέψουμε καινούργιο και πολύ ωραίο θα γένει!
Η Σουλτάνα έκλεισε το μάτι στη Θαλίτσα.
- Δίκιο έχει η πεθερά σου για! Ενθύμιο απ' τη γιαγιά της το έχει, γερό πάει να πει που είναι! Μπρε Ντουντού, να σε στείλω ένα μάστορα καλό που ξεύρουμε; Τορναδόρος γνωστός είναι και δουλεύει σε μαγαζί, αμά πιάνουνε πολύ τα χέρια του σε ούλα και παγαίνει στα σπίτια για διάφορα. Διες τι θα σε πει κι άμα σιάχνεται να διεις που θα το χαρούνε μέχρι τα εγγόνια σου!
- Και δε με τον στέλνεις; Καλύτερα που είναι και γνωστός σου, να με κάμει και σκόντο! Πες τώρα για την πομάδα!
Μισό ποτήρι γάλα φρέσκο, που βράζει σε πολύ χαμηλή φωτιά με μια γεμάτη κουταλιά καλό βούτυρο αγελαδινό, δυο κουταλιές μέλι, τρεις φράουλες και μισή μπανάνα, όλα λιωμένα. Όταν πήξει κι αρχίσει να κρυώνει, μετρημένες δέκα σταγόνες οινόπνευμα καθαρό κι είναι έτοιμη για το ψυγείο. Έτσι παγωμένη, απλώνεται σε καλά καθαρισμένο πρόσωπο για μια ώρα τουλάχιστον. Όμως η γυναίκα πρέπει να είναι ξαπλωμένη σε δωμάτιο που δεν έχει φως, γιατί τα φρούτα είναι ευαίσθητα κι ο ήλιος είναι εχθρός τους.  

Ο Ανανίας στάθηκε για λίγο έξω απ' την πόρτα. Ήθελε πρώτα να βεβαιωθεί ότι αυτό ήταν το σπίτι της πελάτισσας. Σουλτάνα και Γεσθημανή είχαν στηθεί στο παράθυρο περιμένοντάς τον. 
- Καλός είναι μπρε, δίκιο είχες! Και πού να ήξευρες τι σε περιμένει ζάβαλε! Χα χα χα!
- Λέω να με φωνάξεις δυνατά το όνομά μου, να πάρει χαμπάρι η Ντουντού και να με πει να πάω! Άιντε και να διούμε μετά άμα αρέζουντε! Χα χα χα, τοις έφεξε!
Έτσι κι έγινε. Ξύπνιες κι οι δυο τα κατάφεραν!
- Πάρα πολύ χαίρουμαι που σε βλέπω πάλι Ανανία μου! Να μη χανόμαστε, μια που ήρτες στο σπίτι μου και τέρμα πια, μας εξέχασες! Μοναχός άθρωπος είσαι κι εσύ, ξεύρεις τοις κουμπάροι μου, ξένο δε σε βλέπω, να ερχούσαστε! Έλα να πάμε μια ίσια με το σπίτι αφού δουλειά σήμερις δε θα κάμεις, να το διεις ήρτες!  Να πιεις με τον άντρα μου ένα ουζάκι, να μηνύσουμε και τον αδερφό σου και το νουνό μας, καλά θα περάσεις! Να την προσέξεις καλά τη φιληνάδα μου αύριο που θα έρτεις και καλό μαστόρεμα να την κάμεις, είναι πολύ καλή γυναίκα και θα σε συστήσει κι αλλού!
- Πολύ σ' ευχαριστώ, αμά θα το κανονίσω μια άλλη μέρα. Έβαλα φασούλια στο νερό απ' το πρωί και πάω να τα βράσω, να βρω μια βούκα αύριο που θα γυρίσω το απόγιομα... 
- Τι να κάμεις κι εσύ, κορμί μονάχο... Θα σε πω κάτι τώρα με το θάρρος και στραβά να μη το πάρεις, ε; Να βρεις τζάνουμ κι εσύ μια καλή γυναίκα, να νοικοκυρευτείς! Την κόχη σου την έχεις, νέος άθρωπος είσαι ακόμα, μήτε παιδιά μήτε σκυλιά, καιρός σου είναι... Η μοναξιά πολύ κακό πράμα είναι...
- Τυχερά είναι ούλα Σουλτάνα μου...
- Αυτό το λόγο να μη τον πεις ξανά, ακούς; Καμιά δε θα έρτει να σε χτυπήσει έτσι την πόρτα άμα εξεύρει που μπορεί να μη την ανοίξεις! Η τύχη θέλει σπρώξιμο Ανανία μου! Τα ίδια λέγω και τη Ντουντού, που έμεικε τόσα χρόνια να νταντεύει το γιο της... Μεγάλωσε, παντρεύτηκε κι εκείνη ακόμα εδώ είναι... Το ζεύγος επήγε περίπατο και καλά κάμει κι η μάνα εδώ να κοιτάει το κουτσό μιντέρι... Άδικο έχω για;
Κούνησαν κι οι δυο τα κεφάλια συγκαταβατικά. 
Η βρασμένη φασολάδα έμεινε ως αργά το απόγευμα στο τσουκάλι, αφού ο Ανανίας έφαγε κεφτέδες με σάλτσα και τηγανητές πατάτες, τυρί ψητό λιωμένο στο σαχάνι και μια δροσερή πολύχρωμη σαλάτα στης Ντουντούς. Γυρίζοντας χορτάτος από φαγητό και περιποίηση την έβαλε στο ψυγείο χαμογελώντας.
<Μωρέ μπράβο τύχη που είχα σήμερα, μήτε στον ύπνο μου τέτοιο πράμα! Καλά είσαστε κι εσείς φασούλια μου, αμά όχι σαν και αυτοί τοις ωραίοι κιοφτέδες!> 
Ο Βένιος επέστρεψε στο σπίτι του με τη χορτόπιτα στο πιάτο, αφού και πάλι δεν βρήκε τον αδερφό του πουθενά. 
- Πέρασα κι απ' το καφενείο, ούτε κι εκεί ήτανε μπρε γυναίκα... Με είπανε που έχει κάτι μαστορέματα σ' ένα σπίτι... Μα τρεις μέρες πάω κι έρχουμαι τα μπρος πίσω, αυτή τη δουλειά θα κάμω συνέχεια; Άμα τελέψει τα μερεμέτια του ας έρτει αυτός... 

Η Ντουντού κοιτάχθηκε στο μεγάλο καθρέφτη προβάροντας το καινούργιο φόρεμα. 
- Πρόσεχε μη και τρυπηθείς που είναι γιομάτο καρφίτσες! Ωραία σ' έρχεται, αμά να σε το στενεύω κομμάτι στο στήθος... 
- Μπρε Φωτεινούλα μου, πολύ με αρέσει, να το αφήκουμε έτσι καλύτερα;
Σώπα τώρα κι εσύ καλέ! Η μόδα τα θέλει πολύ στενά, σάματις θα σε μεγαλώσει το μπούστο; Θέλει σε λέω, για να έρτει όπως πρέπει! Και μανίκι καθόλου να μη βάλουμε, με μια ωραία εσάρπα θα είσαι σαν το φιγουρίνι!
- Στην ηλικία μου μπρε συ Φωτεινή; Χα χα χα! Για όξω το θέλω, όχι ρομπίτσα για μέσα στο σπίτι για! Θα με το αφήκεις με το μανικάκι να πέφτει κομματάκι πιο κάτου απ' τις αμασχάλες...
- Καλά, εγώ την ιδέα μου σε είπα... Και με τα χρόνια σου να μη τα βάνεις, μια χαρά βαστιέσαι! Καλοφόρετο να είναι Ντουντού μου! Κακά τα ψέματα, τον άθρωπο σισταρισμένο τον κάμνει και το ρούχο! Αλλιώτικα σε κοιτάνε άμα είσαι σαν την κατσιβέλα και σημασία μεγάλη δε σε δίνουνε κι αλλιώτικα άμα είσαι σιαγμένη όπως πρέπει! Σε λένε αυτή είναι κυρία! Καλά τα λέγει η αδερφή μου, δίκιο μεγάλο έχει...
- Η Σουλτάνα να ξεύρεις κοκόνα μου που έχει πιάσει το νόημα της ζωής! Πολύ τη χαίρουμαι που είναι μέσα σε ούλα! Να σε πω, την ακούω σε ο,τι με λέει, πολύ την εμπιστεύομαι... Λογικιά είναι και μελετάει καλά καλά το κάθε πράμα...
- Έτσι, έτσι! Και πολύ καλή αδερφή είναι, ούλες μας κοιτάζει στην ανάγκη μας! Προτού την πούμε, εξεύρει και καταλαβαίνει τα πάντα... Κι ο γαμπρός μας ο Γιωργάκης, μάλαμα άθρωπος!Καλότατος, ήσυχος, νεύρα δεν έχει, χατίρι τη γυναίκα του ποτές δεν χαλνάεικαλοσυγγενής, μας αγαπάει και τον αγαπούμε πολύ! Κι εγώ δόξα τω Θεώ καλά έπεσα! Υγεία να έχομε μόνο κι ούλα τα άλλα έρχουνται... Μεγάλο πράμα ο καλός σύζυγος...
- Εμένα θα με πεις; Κάηκα και τσουρουφλίστηκα η έρμη Φωτεινούλα μου...
- Το ξεύρω... Δε σε άξιζε αυτός ο άθρωποςχαϊρσίζης... Αμά κι εσύ μπρε κοκόνα μου, αμαρτία που έμεικες έτσι ούλα σου τα χρόνια άμα έφυε αυτός... Μια χαρά κοπέλα, κρίμας ητανάνε για!
- Είχα το παιδί μου κι έκαμα αγώνα να το μεγαλώσω... Τον παρά του δεν τον είδαμε, το χαρτί κι η γιαβουκλού του τα φάγανε... Να σε πω την αλήθεια, με είχανε ζητήξει δυο τρεις, αμά δεν ήθελα να βάλω άλλο άντρα στο σπίτι... Σκεπτόμουν ότι ο πατριός μπορεί να μη το φερνότανε καλά κι αρρώσταινα μοναχά με την ιδέα... Ο μπαμπάς του να πούμε και μια στον πισινό να τον δώκει είναι αλλιώς, ο ξένος όμως;
- Δίκιο έχεις μάτια μου... Καλή και άξια μάνα εστάθηκες, ούλοι έχουνε να το πούνε αυτό... Η νύφη σου καλή κοπέλα με φαίνεται, ας είναι... Μπράβο της όμως λέμε ούλοι που άφηκε τοις γονιοί της κι ήρτε να μείκει μαζί σου, εύκολο πράμα δεν είναι αυτό! Τον αγαπάει πολύ το γιο σου για να κάμει τέτοια θυσία!
Μμμμμμ... Τι θυσία κι εσύ με λέγεις; Τέτοιον άντρα εύκολα δε βρίσκεις! Όχι που είναι γιος μου και τον παινεύω, αμά είναι σε ούλα του εντάξει! Καλός, ωραίος, νοικοκύρης, λεβέντης, στα μάτια την κοιτάει! Λόγια να μη τον έβαζε για μένανε...
- Έλα τώρα κι εσύ! Λόγια και παράπονα με λέγεις κι αυτά έτσι θα μείκουνε! Κάθε σπιτικό, μια νοικοκυρά πρέπει να έχει κι αυτή να κάμνει κουμάντο, μα καλό μα κακό... Απόφαση δύσκολη επήρες να ζήσεις μαζί τους κι όποια νύφη να έμπαινε τα ίδια θα είχες, κακά τα ψέματα... 
- Αυτά με λέγει κι η Σουλτάνα... Και με την Άνθω που τα μιλήσαμε στο σπίτι της μια μέρα, την ίδια γνώμη έχει κι αυτή... Μα δε με λέγεις κι εσύ μπρε Φωτεινούλα μου, να ξεσπιτωθώ πράμα εύκολο θαρρείς που είναι;  Και το γούστο είναι που με λένε να βρω και άντρα τζάνουμ...
- Πολύ καλά σε λένε, συμφωνώ κι εγώ! Και μη με λέγεις τώρα για ξεσπίτωμα, πρόσφυγας σε είπανε χριστιανή μου να γένεις; Πού θα πας μπρε Ντουντού μου, δυο μαχαλάδες απάνου κάτου! Κι άντρα να βρεις να πορευτείς στη ζωή σου, να έχεις ένα στήριγμα κοκόνα μου! Καλός και χρυσός είναι ο γιος σου, αμά έκαμε τη δικιά του οικογένεια... Αύριο θα κάμουν και κάνα παιδάκι κι ούλο θα τον τραβάει η φαμίλια του πότε με το ένα και πότε με το άλλο... Κι άμα μνήσκετε έτσι ακόμα μαζί, θα γεράσεις τζάνουμ πριν την ώρα σου απέ τα ξενύχτια και τα νταντέματα, αμαρτία μεγάλη δεν είναι για; Βασανισμένη γυναίκα μια ζωή είσαι, σε χρειάζεται κομμάτι ξεκούραση κι εσένανε... 
- Ε, ναι, δε λέω... 
- Αυτή η αδερφή μου ξεύρει τόσο πολύ ωραίο και καλό κόσμο που μπαινοβγαίνει στο μαγαζί τους, ούλο και κάποιος της προκοπής θα υπάρχει για σένανε...
Φωτεινούλα, μη θαρρείς που δε με καλοβλέπουνε κι ας μη λέγω... Με έστειλε ένα μάστορα να με μερεμετίσει κομμάτι το μιντέρι κι ούλο κοιτάγματα είναι και κουβέντες... Πάρα πολύ, μα πάρα πολύ καλός! Εγώ βέβαια κάμνω που δεν καταλαβαίνω...
Η Φωτεινή χάρηκε που επιτέλους μπήκε στο θέμα!
- Ποιο μάστορα καλέ;
Ανανία τον λένε και...
- Α! Ναι, ναι, πολύ καλός άθρωπος είναι, τον ξεύρω! Στη γιορτή του ανιψιού μου ήρτε με τον αδερφό του και να σε πω που ούλοι πολύ τον εκτιμήσαμε! Και δε με λες, άσκημα θαρρείς που θα σ' έπεφτε αφού ενδιαφέρεται που με είπες; Παιδιά δεν έχει κάμει, μόνος άθρωπος στη ζήση, ο Βένιος κι η φαμίλια του είναι οι συγγενείς του. Και να σε πω, είναι πολύ κύριος, τον αρέσουνε τα ωραία, έχει και τον τρόπο του, ούλα τα ξεύρω! Μπρε Ντουντού μου, μη τον κλείνεις την πόρτα, πολύ μεγάλη αμαρτία είναι για! Έχει και σπιτάκι ωραίο, νοικοκυρεμένο, μηνιάτικο δε θα πλερώνετε, μια χαρά σε πέφτει!
- Ε... Ούλα του καλά είναι η αλήθεια... Να σε πω, άρχεψα να το σκέπτουμαι κομμάτι... 


Η Σουλτάνα έβαλε στο πεζουλάκι το σκούρο μπουκάλι να λιαστεί. Αγνό ελαιόλαδο με διάφορα βότανα που είχε ξεράνει και τρίψει.
Λεβάντα, μαντζουράνα, μελισόχορτο, λίγα δαφνόφυλλα και μια κουταλιά τριμμένη φλούδα κέδρου.
<Σάματις να ξεράθηκαν κομμάτι τα μαλλιά μου και θέλουνε το λαδάκι τους... Αυτή η λακ είναι πολύ κακό πράμα, οι μπούκλες όμως άιντε να με σταθούνε... Σε δέκα μέρες έτοιμο θα είναι, μια φορά τη βδομάδα θα βάνω και θα έχω μαλλάκια απαλά...>
Ο Ανανίας την καμάρωνε από τη γωνιά του δρόμου. Γυναίκα καλοφτιαγμένη και πάντα με κέφι για τις χαρές της ζωής, πρόσχαρη και γελαστή, χαριτωμένη, τσαχπίνα, γλεντζού... Χαιρόταν το σπίτι της που το είχε ανοιχτό και στρωμένο με όλα τα καλά του. Σκεφτόταν τη μίζερη ζωή με τη συχωρεμένη τη γυναίκα του που απέφευγε τον πολύ κόσμο για να μη της λερώνουν το πάτωμα, το άθικτο μπάνιο και την κουζίνα που δεν έβλεπε τέντζερη... Αυτή την καταραμένη γκαζιέρα που άφησε πίσω της και τη σκάφη που δεν τους άφησαν να χαρούν... 
- Καλημέρα!
- Μπρε μπρε μπρε μπρε! Καλημέρα Ανανία μου! Πού βρέθηκες εδώ; Μεγάλη μου χαρά είναι που σε βλέπω! Έλα να σε ψήσω καφεδάκι, έλα μέσα για!
- Δεν προλαβαίνω, για μια δουλειά του αφεντικού μου ήρτα εδώ παραπάνω και πρέπει τώρα να γυρίσω στο μαγαζί...
Κρίμας... Θα έρτεις όμως μιαν άλλη ώρα, ε; Πολύ θα το χαρώ! Δε με λες, τέλεψε το μαστόρεμα στη Ντουντού, έσιαξε το μιντέρι;
- Ακόμα όχι, πολλή δουλειά έχει... Και να σε πω, επειδής μ' έχουνε βγει κι άλλα μες τη μέση, δεν έχω προκάμει...
- Με την ησυχία σου, δε θα σε βάλει και το μαχαίρι στο λαιμό για! Καλή γυναίκα δεν είναι που σ' έλεγα;
- Ναι, πάρα πολύ καλή είναι και περιποιητικιά! Ούλη την ώρα το τραπέζι με κάμνει και να σε πω που ντρέπουμαι κομμάτι...
Σους μπρε, άκου ντρέπεσαι! Η Ντουντού είναι καλή μαγείρισσα και νοικοκυρά, φιλόξενη με όσους αθρώπους εχτιμάει!
Προσπαθούσε με κόπο να κρατήσει τα γέλια της.
<Μπα που κακός χρόνος να μη την εύρη την τρελή! Το τραπέζι τον κάμνει κάθε μέρα; Μήτε τον άλλο μήνα δε θα τελέψει! Αντίς για το μιντέρι, αυτή θέλει μερεμέτι! Χα χα χα χα!>
- Σουλτάνα, πολύ υποχρεωμένος είμαι... Να σε πω και κάτι, πολλές φορές με δίνει και πιάτο για το βράδυ... 
- Είδες που έχεις και τα τυχερά σου; Είναι και ωραία γυναίκα εδώ που τα λέμε, δίκιο δεν έχω που την τρώγω να φύγει απέ το ζεύγος και να σιάξει τη ζωή της; Άμα βρεθεί κάνας μερακλής, με το ζόρι θα του τη δώκω!
- Λες;
- Τι πράμα να σε πω;
- Για το μερακλή, πάει να πει που θα τη δώκεις σε ξένο; Εγώ ας πούμε δεν κάμω; Τα δικά μου τα ξεύρεις, χήρος εγώ, μόνη της κι αυτή, λες;
- Λέω να έρτεις μέσα για τον καφέ κι άσε τον αφεντικό σου! Πες τον που χασομέρησες στη δουλειά που σ' έστειλε! 

Η Γεσθημανή χτυπούσε συνεχώς τον τέντζερή της με την κουτάλα σκασμένη στα γέλια!
- Μπα που να μη σε πω μπρε Σουλτάνα! Απέ κει το πήγες, απέ δω το έφερες, τον κατάφερες! Μπρε συ, σκέβου πόσα θα σε σούρει άμα ανοίγει τον στόμα της και τον αρχινάει του κόσμου τα λόγια το χριστιανό! 
- Χα χα χα! Γιατί να με τα σούρει εμένανε, προξενιό του την έκαμα; Εγώ για ένα μαστόρεμα τον εσύστησα κι αυτός είπε που τη θέλει! Δικό του το ψωμί, δικό του και το μαχαίρι για!
- Είσαι εσύ... Με αρέσει που βγαίνεις κι απέ πάνου! Χα χα χα χα!
- Άμα δεν ελυπούμουν τη Θαλίτσα, σιγά μη μ' έγνοιαζε αυτή! Αμαρτία πολύ μεγάλη είναι έτσι να κακοπερνάει κι όσο περνούνε και τα χρόνια πιο χειρότερη θα γένει! Κάτσε τώρα να σε πω και τη συνέχεια, να διεις που το πράμα θα πάει καλά!
Τετραπέρατη η Σουλτάνα, μόλις έφυγε ο Ανανίας από το σπίτι της έτρεξε στη δουλειά του γιου της Ντουντούς να τον βρει για να τον ορμηνέψει καλά.
- Θα τη φέρεις αντίρρηση πολύ μεγάλη τη μαμά σου για να την πεισμώσεις! Θα την πεις που άμα ζήσει με τον άθρωπο δε θα την αντέξει και θα σε την κάμει επιστροφή! Έτσι θα γένει και καλά δυο φορές ρεζίλι, κατάλαβες; Οπόταν αυτή θα είναι σαν το αρνάκι του γαλάτου μαζί του για να βγάλει όνομα καλό και να ρίξεις εσύ τα βάρυτα στη γυναίκα σου! 
- Χα χα χα! Μυαλό ξουράφι έχεις, καλά με τα είπε η Θαλίτσα!
- Αχ... Μπρε, σας αιστάνομαι που τραβάτε βάσανα νιόπαντρα παιδιά! Και πού είσαι, να βάλετε μπρος για παιδί με την ησυχία σας μετά, ε;
Ο Ανανίας βγήκε από το σπίτι της Ντουντούς κρατώντας πιάτο βαθύ, προσεκτικά τυλιγμένο με κάτασπρη πετσέτα.
- Να, βγαίνει, έλα να τον διεις!
Η Γεσθημανή στύλωσε τα μάτια της πάνω του. 
- Καθαρός και τιποδεμένος! Για μπεκιάρη πολύ δύσκολο πράμα, εύγε του! Βάλε τον μια φωνή να έρτει
- Σουλτάνα! Εδώ είσαι;
- Πέρασε μέσα που θέλω κάτι να σε πω! Έλα να σε συστήσω την κυρά-Γεσθημανή που είναι ένα κομμάτι μάλαμα!
Μπήκε δειλά και χαιρέτησε ευγενικά με χειραψία την ηλικιωμένη γυναίκα. Κεράστηκε καφέ και γλυκό κουταλιού κυδώνι.
- Την καλή σου την κουβέντα είχαμε και πολύ σ' εχτίμησε χωρίς να σε γνωρίζει... Εξεύρει για σένα και τη Ντουντού, τη μίλησα για να με πει κι εκείνη την ιδέα της, να πιάσουμε το γιο της για να μη τον έρτει ξαφνικά... Η μάνα του τον ντρέπεται, κοτζάμ παλικάρι είναι για, δεν τα λέγεις έτσι εύκολα αυτά! Ανανία, πρέπει να δώκεις το τέλος σ' αυτό το πράμα, μη κι αρχινίσει το κουσέλι ο μαχαλάς με το μπες βγεςΣκέβου να τον πούνε καμιά κουβέντα, μεγάλο πατιρντί θα γένει!
Αντίρρηση δεν είχε και πολύ το ήθελε, αφού περίμενε πως και πως τη νέα νοικοκυρά στο σπίτι του. 

Σα δε ντρέπεσαι που θα πεις τέτοιο λόγο σε μένα, τη μάνα σου! Για ποια με πέρασες μπρε συ που θα τον κάμω τη ζωή μαύρη και θα με στείλει πίσω, ε; Αλλά βέβαια, πριν το γάμο ούλο μαμά και μαμά ήσουνα και μετά γίνηκα σκύλα! Άλλο δεν αντέχω δω μέσα να με κάμνετε σκουπίδι, φεύγω! 
Χτύπησε πίσω της την πόρτα δυνατά κι έτρεξε στης Γεσθημανής, αφήνοντας το ζευγάρι να πανηγυρίζει... 
- Κι άμα με πάρει κάνα μάτι και με κουσελέψουνε;
Σους μπρε που θα σε κουσελέψουνε! Έπειτα αφού έχει καλό σκοπό ο άθρωπος, τι σε μέλλει, ε;
- Δηλαδή μπορώ να λέγω σε ούλοι που είναι μνηστήρας μου άμα μ' αρωτήξουνε;
- Ναι για! Άμε να τον διεις και να τα πείτε, μωρά παιδιά δεν είσαστε! Για να σε στεφανώσει με τιμή μπρε συ θα σε μιλήσει, όχι για να τραβολογιούσαστε κρυφά στις γωνίες και τα πάρκα! Κι ο αδερφός του χαρά μεγάλη έκαμε κι η νύφη του και ούλοι! Σαν την αρχόντισσα θα σ' έχουνε Ντουντού μου, έτσι με είπε η Σουλτάνα! Ωραίο και το σπιτάκι με τις βολές του, εσένα περιμένει! Με το καζίκι της σχωρεμένης της γυναικός του, ένα καλό φαγάκι να τον μυρίσει και να σε διει κυρά στην κουζίνα, χαλί θα γένει να τον πατήσεις! Άθικτα πράματα έχει, εσύ θα κάμεις κουμάντο σου σε ούλα κι από παράδες όσοι θέλεις! Κράτα εσύ το πουγγί σου καλά κρυμμένο και θα διεις πόσα θα μαζώξεις ακόμα! Διες, κάνας πλούσιος άθρωπος βέβαια μπορεί να μην είναι, αμά τον αρέσει η καλή ζωή, είναι κιμπάρης άντρας! 
Συναντήθηκαν για γλυκό στο ωραίο και φημισμένο καζινάκι. Η Ντουντού όσο περνούσε η ώρα τον συμπαθούσε ακόμα πιο πολύ. Λογικά της μιλούσε κι άκουγε όλα όσα ήθελε.
Τίποτις άλλο δε ζητάω... Η μοναξιά είναι πολύ άσκημο πράμα και σπίτι χωρίς τη γυναίκα δε γένεται... Κατάλαβα που ταιριάζουμε και θα περάσουμε καλά μαζί... Πες με κι εσύ την ιδέα σου...
- Ε... Σωστά τα λέγεις ούλα η αλήθεια... Αμά εγώ είμαι μια γυναίκα που δεν ξαναμπήκα στον κόσμο και να σε πω φοβούμαι τις κακές γλώσσες... Είναι κι ο γιος μου που όσο και να πεις δε θα τον αρέσει ν' ακούσει που είδανε τη μαμά του να βγαίνει με άντρα και... Με καταλαβαίνεις έτσι δεν είναι;
Ο Ανανίας έβγαλε από την τσέπη του το κουτάκι και της πέρασε το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα.
- Πρώτα η αρρεβώνα, μετά τα στέφανα κι ύστερα θα πάμε στο σπίτι μας! Κάμε συ κομμάτι υπομονή, δυο τρεις βδομάδες, ίσα να ψουνίσει τα πρέποντα ο αφεντικός μου που θα γένει ο κουμπάρος! Τάμα το είχε κάμει από χρόνια να με στεφανώσει! Καλός άθρωπος, νοικοκύρης, παραλής, θα τον αρέσεις και θα διεις πόσα θα μας κάμει! Κι απέ το σπίτι σου, σε παρακαλώ να μην πάρεις τίποτις, άστα ούλα τη νύφη και το γιο σου. Καινούργιο σπίτι, καινούργια ζωή, καινούργια πράματα! Να το διεις που θα περάσουμε καλά κι ανάγκη κανένα δε θα έχουμε! 

Με κρεμ ταγέρ και καπελάκι πέρασε την πόρτα του Δημαρχείου κι ύστερα της εκκλησίας στο πλάι του. Οι λιγοστοί καλεσμένοι στενοί συγγενείς κι οι γείτονες που είχαν στηθεί κρυφά να τη δουν να βγαίνει ατύχησαν. Επειδή φοβόταν πάντα το κακό μάτι, ντύθηκε στο σπίτι της Σουλτάνας κι από εκεί έφυγαν όλοι. Η κυρά-Γεσθημανή είχε δεχτεί απανωτές επισκέψεις τάχα για κάποια συνταγή ή πλέξιμο και με το που έβγαινε στην πόρτα είχε ν' αντιμετωπίσει το υπόλοιπο γυναικομάνι, που ζητούσε να μάθει καλά και σώνει όλες τις λεπτομέρειες. Έστηναν πηγαδάκια στη γειτονιά και κρυφά τον μοιρολογούσαν...
- Μπρε τον καημένο! Μια χαρά άθρωπος και διες πού πήγε κι έπεσε! Πα πα πα...
Αμ δεν ήξευρε! Κάτσε να τη φύγει η πρώτη κάψα και θα τόνε φάει με τη γλώσσα της!
- Μα κι αυτή, μετά απέ τόσα χρόνια να θέλει άντρα πού ακούστηκε για; Μήτε στα νιάτα της δεν εγύρισε να διει κανένανε και τώρα τη χτυπήσανε οι έρωτες; 
- Αυτόν να διεις τι θα τον χτυπήσει σε λίγο... Χα χα χα!
Έφτυναν τον κόρφο τους πολλές φορές και το επόμενο βήμα ήταν να ξεμοναχιάσουν τη νύφη της.
- Καλά τα περνάει η πεθερά σου; Τη βγήκε καλός ο άντρας;
- Πολύ καλά περνάει κι είναι χρυσός άθρωπος!
- Ε... Ακόμα αρχή είναι... Κάτσε να περάσει κάμποσος καιρός και θα τον κάμει τα ίδια που έκαμνε και σε σένανε... 
Η Ντουντού τις διέψευσε! Αφορμή για γκρίνια δεν της έδινε ο Ανανίας και περνούσαν καλά. 
Μια εβδομάδα μετά το γάμο κι αφού επέστρεψαν χαρούμενοι από το Βόσπορο που είχαν πάει κι ευχαριστήθηκαν τις ομορφιές του, κάλεσαν το γιο με τη νύφη της για φαγητό. 
Όταν το πιάτο με την αρνίσια συκωταριά πέρασε μπροστά από τη Θαλίτσα, ο μορφασμός αηδίας που φάνηκε στο πρόσωπό της την έκανε να συγκρατηθεί με πολύ κόπο για να μη της ορμήσει. 
- Γιατί κάμεις έτσι εσύ; Τρελαινόσουνα όποτε την έψηνα και τώρα δε θέλεις μήτε να τη διεις;
Με το χέρι στο στόμα έφυγε τρέχοντας για το μπάνιο κι ο γιος της την ακολούθησε. Σε λίγο η κατάχλομη κοπέλα κάθισε σε μια καρέκλα, μακριά από το τραπέζι. 
- Δεν τη φταίει το φαΐ τη νύφη σου μάνα, το εγγόνι σου μάλλον δεν αγαπάει τη συκωταριά! 
Οι φωνές της ακούστηκαν ως τον πέρα μαχαλά! Φωνές χαράς και όχι καβγά αυτή τη φορά! Ο Ανανίας σηκώθηκε και την αγκάλιασε συγκινημένος.
- Με το καλό γιαβρί μου! Δε με λες, θα το μάθετε να με φωνάζει παππού, για δε θέλετε; 
Φυσικά και θα τον φώναζε παππού ο τροφαντός μπέμπης που γεννήθηκε σε λίγους μήνες, αφού θα έπαιρνε και το όνομά του!
Η Ντουντού που δεν υπολόγιζε το φυσικό πατέρα του γιου της αφού ήταν εξαφανισμένος για εικοσιπέντε και πλέον χρόνια, πρότεινε το όνομά του Ανανία. Με τα χέρια γεμάτα πήγαινε στο σπίτι τους κι έδινε παράδες στην εγκυμονούσα  Θαλίτσα για να ψωνίσει όλα όσα ήθελε εκείνη κι ο,τι χρειαζόταν το μωρό. Τους ένιωθε οικογένειά του, χάρη στην ευγένεια και την καλοσύνη του ζευγαριού.
Όταν άκουσε ότι θα έπαιρνε το όνομά του, έκλαιγε περισσότερο κι απ' το βρέφος... 
- Κοίτα μπρε που γίνηκα παππούς! Αυτό το πράμα με το όνομα μήτε που το περίμενα ποτές μου! Τι χαρά κι αυτή! Δε με λες, τοις αρέσανε η κουνίτσα και τα ρούχα που το πήραμε;
- Πολύ, πάρα πολύ! Ο γιος μου με είπε που δεν έχει διει πιο ωραία πράματα στη ζωή του κι η νύφη τα καμαρώνει ούλη τη μέρα! Να είσαι καλά άντρα μου και να ζήσεις χίλια χρόνια, που εσύ τον στέκεσαι σαν αληθινός του πατέρας! 
Ντουντού μου, το σπίτι θα το αφήκουμε στο παιδί! Να βρει κάτι κι από τον παππού του, ε; 
Συγκινήθηκε πολύ η Σουλτάνα όταν το άκουσε. Δεν είχε πέσει έξω, ο Ανανίας άξιζε πιο πολύ κι από χρυσάφι!
- Είδες κυρά-Γεσθημανή μου που σε τα έλεγα; Μέλι και γάλα είναι ούλοι τους και πολύ μεγάλο καλό είδανε απέ αυτό το γάμο! 



Τα χρόνια περνούσαν ήσυχα. Η Ντουντού πήγαινε δυο φορές την εβδομάδα κι έβλεπε τα εγγόνια της. Το ζευγάρι απέκτησε και δεύτερο γιο που πήρε δίκαια το όνομα του πατέρα της Θαλίτσας. Εξακολουθούσε να επεμβαίνει και να είναι αδιάκριτη, μέχρι την ώρα που πήγαινε ο Ανανίας να τα δει κι αυτός. Τότε άλλαζε αμέσως συμπεριφορά και δεν έβγαζε μιλιά, όμως εκείνος καταλάβαινε τι συμβαίνει από την κάπως βαριά  ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Ήταν πάντα με το μέρος του ζευγαριού.
- Άσε να κάμουν όπως αυτοί νομίζουν, κουβέντες εσύ να μη λες. Το λόγο οι γονιοί τον έχουνε πάντα και τα παιδιά μια χαρά τα μεγαλώνουνε!
- Κι εγώ στόμα δεν έχω; Ούλο μη μιλάς με λέγει ο γιος μου κι η νύφη σημασία δε με δίνει άμα πω μια κουβέντα! 
- Δε λες μια κουβέντα μόνο μπρε γυναίκα! Το δικό σου να περνάει πάντα θέλεις, θαρρείς που δε βλέπω εγώ; Τι σε μέλλει πού βάζει το κάθε πράμα η νύφη και τι κάμνει, έτσι την αρέσει! Εσύ τόσα χρόνια τα έκαμνες έτσι κι εκείνη αλλιώς! Σπίτι τους και σπίτι μας, έτσι δεν έχουμε πει απ' την αρχή που σμίξαμε; Παράπονο απολύτως κανένα δεν έχω σε λέω, σκίζουνται κι οι δυο τους κι ούλο να μ' ευχαριστάνε θέλουνε! Καλή κοπέλα είναι η Θαλίτσα, πολύ καλή! 
Έβραζε η Ντουντού! Φοβόταν όμως να πει παραπάνω λόγια, μη στηθεί καβγάς...
Οι περισσότεροι συγγενείς και φίλοι είχαν πλέον εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Ωραία η ζωή στην Πόλη, όμως δεν ήταν η πατρίδα τους κι αυτό το ήξεραν από μωρά στην κούνια.
- Καιρός να τα μαζεύουμε κι εμείς! Μαμά, θα με στείλει απάντηση η θεία της Θαλίτσας για κείνο το σπίτι στο Φάληρο... Είναι πολύ ωραία εκεί με λέει! Κι έχει και τη θάλασσα κοντά και πολλά σπίτια με μπαχτσέδες! Εσείς θα μείνετε λιγάκι πιο κει, στην Καλλιθέα! Δε θα χορταίνεις ποτέ περίπατο και χάζι!
- Καλά είναι όσα με λέγεις, αμά όπως και να τα πεις είναι ξένος τόπος... Θα χάσουμε ούλοι πια τη σειρά μας... Σάματις θαρρείς που θα βρίσκουμε να φάμε τα καλούδια μας, τοις ωραίοι μας τοις μεζέδες, πού τα ξεύρουνε εκεί οι αθρώποι
Σώπα καλέ και μη βάζεις τέτοια με το νου σου! Και συγγενείς έχουμε και ξένοι δε θα είμαστε, να δεις που θα σμίξουμε όλοι! Κι από φαγιά πια, ο,τι τραβάει η ψυχή σου, τα ίδια ωραία και καλά πράματα θα ψήνουμε κι εκεί! Ο ένας πίσω απ' τον άλλο φεύγουνε, του κόσμου τοις γνωστοί θα βρούμε!
Είχε δίκιο. Η Αθήνα είχε ομορφιές αλλιώτικες κι η ωραία παραλιακή οδός άνοιγε την ψυχή τους. Μαζεμένες οι παρέες σεργιανούσανε τη θάλασσα ως αργά τη νύχτα. Γέλια, τραγούδια, έρωτες, γάμοι, βαφτίσια. Η Ελλάδα με τις ορθόδοξες εκκλησιές και τις καμπάνες να χτυπούν χωρίς ν' ακούγεται η φωνή του μουεζίνη απ' το τζαμί.
Ο αδερφός του Ανανία με τη φαμίλια του έμενε κοντά τους κι έκαναν τακτική παρέα. Η γυναίκα του διακριτική, πάντα πρόσεχε τη Ντουντού που είχε καταλάβει κάποια ελαττώματά της κι έτσι δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα. Αγαπημένοι ήταν, συχνά έτρωγαν κι έπιναν μαζί, έβγαιναν στις βόλτες τους, πήγαιναν εκδρομές, έπαιρναν πολλές φορές και τα εγγόνια τους να παίξουν στην εξοχή. Ωραία κυλούσε η ζωή τους...
Οι γονείς της Θαλίτσας ζούσαν στο Μοσχάτο, με τα άλλα τους παιδιά τριγύρω. Σκόπιμα το ζευγάρι είχε μοιράσει τη σχετικά μικρή διαφορά, για να μη τρώγεται η Ντουντού με τη νύφη της ότι ήθελε κοντά τη μαμά της κι κείνη πιο μακριά. 
Ο Ανανίας έφυγε οχτώ χρόνια μετά την εγκατάστασή τους για το ταξίδι που δεν είχε επιστροφή. 
Τον πρώτο καιρό η Ντουντού έμεινε μαζί τους, μη μπορώντας να κοιμηθεί στο σπίτι που έζησε με τον άντρα της. Με το ζόρι την έστειλε ο γιος της μετά το μνημόσυνο, λέγοντάς της ότι ήταν κρίμα να ρημάζει έτσι κλειστό. 
- Το ξεύρω που θέλετε να με διώξετε! Αυτή η γυναίκα σου μήτε τον πόνο μου, μήτε το πένθος μου δε σέβεται... 
- Μη τα λες αυτά καλέ μαμά! Μαύρα φοράει η γυναίκα μου και τον κλαίει, πολύ τη στοίχισε που τον χάσαμε... Μόνη σου έτσι δε θα μείνεις, θα έρχεσαι και θα ερχόμαστε κι εμείς, τι να κάνουμε που αυτό το πράμα δεν αλλάζει... 
Το σπίτι της άδειο από κόσμο δεν έμεινε σχεδόν καμία μέρα. Συγγενείς και γείτονες έπιναν ατέλειωτους καφέδες κάνοντάς της παρέα. 
Με τα προβλήματα υγείας που της παρουσιάστηκαν κι εκείνη σκόπιμα πάντα τα μεγαλοποιούσε, τρέλανε ακόμα και τους γιατρούς! Μάταια έψαχναν να βρουν αυτή την άγνωστη αιτία που της προκαλούσε τους πόνους και τις φοβερές ζαλάδες όταν την έριχναν ανήμπορη στο κρεβάτι χωρίς να καταφέρνει να περπατήσει καλά. 
- Εκεί που κάθουμαι θα μείκω ξερή και δε θα έχεις μάνα! Μήτε το τσάι μου, μήτε και τον καφέ μου δεν εμπόραγα να ψήσω δυο μέρες... Οι ξένοι αθρώποι έρχουνται και με κοιτάνε! Κι ούλοι με λένε που ο γιος σου δε σε γνοιάζεται καθόλου και να ξεύρεις που την καρδιά με σφάζουνε στα δυο... 
Το μόνο σίγουρο ήταν ότι είχε ορθοπεδικό πρόβλημα στο πόδι κι έπρεπε να χειρουργηθεί. Η Θαλίτσα δεν έφυγε από το προσκεφάλι της όσο καιρό νοσηλεύτηκε, ξέροντας ότι θα την πάρουν στο σπίτι μέχρι να αναρρώσει. Αυτό δε μπορούσε να το αποφύγει... 

- Την ευχή μου να 'χεις! Μ' αυτό το γιατρικό που μ' έτριψες το ποδάρι, ησύχασα κομμάτι τη νύχτα...
- Να είσαι καλά μαμά! Μεγλη χαρά μ' έδωκες που κοιμήθηκες χωρίς τοις πόνοι!
- Ε... Είχα και τόσα βράδια να κλείσω μάτι... Πολύ σαματά κάμετε και δεν ξεύρω γιατί... Η ώρα μία της νυχτός βρίσκεται να μιλάτε και να χαχανίζετε; Ούλη τη μέρα δεν έχετε καιρό; 
Η Θαλίτσα παρακαλούσε να αναρρώσει το γρηγορότερο και να πάει στο σπίτι της, γιατί πάλι έβλεπε τα γνωστά ζόρια... Η πεθερά όμως είχε άλλα στο μυαλό της! 





Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Ανοίξανε τα σκορδάκια της!


- Καλώς το μου! Πέρασε κοκόνα μου, πολύ χαίρουμαι που σε βλέπω! Έλα, έλα!
Η νύφη της Ντουντούς, η Θαλίτσα, πέρασε δειλά στο διάδρομο. Ντροπαλή και συνεσταλμένη, έδωσε τη σκεπασμένη τσανάκα στη Σουλτάνα κοκκινίζοντας. Η μυρωδιά της βανίλιας με την κανέλα και το φρέσκο γάλα πρόδωσε το περιεχόμενο. 
- Ρυζόγαλο! Πολύ σ' ευχαριστώ, αμά δεν ήτουνε ανάγκη να μπεις σε φασαρία γιαβρί μου! Εσύ το έφτιαξες;
- Ναι, εγώ... Η πεθερά μου με είπε που σας αρέσει και σκέφτηκα να σας κάμω...
- Να είσαι καλά, τρελαίνουμαι! Ούλες τις κρέμες να σε πω πολύ τις αγαπώ, αμά τούτο είναι άλλο πράμα! Καλά είσαι τώρα, ε;
- Ναι, τρεις μέρες με κράτησε ο πόνος και με πέρασε... Το ποτό σας με βοήθησε πολύ, με ζέστανε τα μέσα μου... Πολύ, μα πάρα πολύ με υποχρεώσατε κυρία Σουλτάνα, τα είπα και στη μαμά μου και σας ευχαριστεί για όλα, του κόσμου τις ευχές σας έστειλε!
- Σους μπρε, δεν έκαμα και τίποτις το σπουδαίο! Έλα κάτσε, να ψήσω καφεδάκια να πιούμε! Αμά πριν θα κάμω και μια δοκιμή!
Μια μεγάλη κουταλιά έλιωσε ηδονικά στο στόμα της.
- Γεια στα χεράκια σου! Καλέ τι νόστιμο που είναι, μπράβο σου! Και το ρυζάκι ωραία χυλωμένο, γλυκό όσο πρέπει, μοσκοβολάει! Τυχερός ο άντρας σου που πήρε τέτοια νοικοκυρά και τόσο καλή κοπέλα! Να ξεύρεις Θαλίτσα μου, που σ' έχω μέσα στην καρδιά μου, πολύ σ' αγαπώ! Και στεναχωρήθηκα πάρα πολύ άμα με είπε η πεθερά σου που ήσουνε άρρωστη... Μπας κι έφαγες τίποτις και σε πείραξε μπρε κορίτσι μου και σε λιώσανε οι πόνοι;
- Όχι, δεν ήτανε τα άντερά μου, όλη η κοιλιά με πόναγε... Ο άντρας μου που πολύ εφοβήθηκε με πήγε στο γιατρό και με κοίταξε. Κρύο με είπε, που το πήρα απ' τα πόδια επειδής ήμουν ξυπόλυτη στα νερά πολλή ώρα... Το περίμενα να σε πω...
- Α! Γιατί μπρε τζιέρι μου, ακόμα ψύχρες έχει κι εσύ άρχεψες ευθύς να πλατσουρίζεις σάματις να είναι κατακαλόκαιρο; Πρόσεχε κομμάτι μη πάθεις ζημιά... 
Το πρόσωπό της συννέφιασε κι η Σουλτάνα κάτι άρχισε να καταλαβαίνει...
- Ποιος είχε την ιδέα, η Ντουντού; 
Η Θαλίτσα βούρκωσε...
- Αμ ποιος άλλος; Το σπίτι σηκώσαμε για τη Λαμπρή, λογικό πράμα ήτο και τα πάστρεψα όλα! Η πεθερά μου που την ξεύρεις καλά, καμώθηκε που πονεί η μέση της κι έκαμα ακόμα και την κάμαρά της που είναι φορτωμένη πράματα! Και πριν λίγες μέρες με είπε που τα παράθυρα πιάσανε σκόνη και φαινούτανε τάχα κι έπρεπε να τα κάμουμε πάλι... Έβαλε το φακιόλι κι εβγήκε ξανά μανά με το πατσαβούρι και τα πέρασε, καθαρά ητανάνε σας λέω! Κι επειδής έλεγε πάντα που τις δουλειές τις κάμνουμε μισές μισές, μ' έδωκε τον κουβά να τα σαπουνίσω. Καλέ μαμά, καθαρά είναι την είπα, τίποτις αυτή, το χαβά της! Μετά με είπε που πρέπει καλά να τα ξεβγάλω, αμά το νερό να πέφτει μπόλικο απάνω τους... Αυτή η δουλειά φυσικά δεν εγινούτανε μήτε με τα παπούτσια, μήτε με τις παντούφλες κι έτσι δα ξυπόλητη επαγώσανε τα πόδια μου και πήρα απέ κάτου όλο το κρύο...
- Α πα πα πα! Ο άντρας σου επήρε χαμπάρι;
- Είδε τα νερά όξω και με λέει τι εκάματε πάλι και τον είπα. Από το γιατρό όμως και μετά, γίνηκε μεγάλη φασαρία στο σπίτι, είπε τη μαμά του που εκείνη φταίει που αρρώστησα... Η πεθερά μου φυσικά τα έβαλε με μένα όπως κάμει πάντα και...
- Κατάλαβα! Δε με λες μπρε Θαλίτσα μου, πού θα πάει αυτό το πράμα; Ζωή με δαύτη μαζί δε γένεται! Σώπα, μη κλαις και με σκίζεις στα δυο την καρδιά μου! Να σε πω την αλήθεια, πολύ ήθελα να σε διω, να είμαστε μοναχές μας! Ξεύρω πολύ καλά πόσα περνάς και σε σκέπτουμαι συνέχεια, μη θαρρείς γιαβρί μου που δε γνοιάζεται κανείς για σένανε! Η μόνη λύση είναι να φύγει αυτή απ' το σπίτι, να μείκετε μόνοι σας!
- Μια κουβέντα είναι αυτή... Πού να πάει και γιατί; Ποιόν θα 'χει να βασανίζει μετά; Μήτε στην κάμαρά μας δεν έχουμε ησυχία, ανοίγει την πόρτα άξαφνα πότε για το ένα και πότε για το άλλο! Τρώγεται με τα ρούχα της νύχτα και μέρα κι όλα τη φταίνε! Στην κάμαρά μου είμαι και την ακούω γκιρ γκιρ να μιλάει μόνη της και ν' αγαναχτάει! Όλο διες πράματα λέει, πού τα βλέπει τα ζερβά, με λες; Μια η φούστα μου, μια η μπλούζα μου, μια τα μαλλιά μου δεν την αρέσουνε... Χώρια να σε πω που κάμποσες φορές την άκουσα να μουρμουράει που είμαι άχρηστη! Εγώ άχρηστη; Πάει να πει που δεν αξίζω επειδής δεν είμαι νοικοκυρά, για που ακόμα δεν την έκαμα εγγόνι; Αυτή φταίει με τα παλαβά που κάμει και δε μας αφήνει, σε το λέω! Θα φύγω και θα γυρίσω τοις γονιοί μου, άλλο δεν αντέχω... 
- Α! Τέτοια πράματα να μη σ' ακούω να λέγεις! Καλόν άντρα έχεις, στα μάτια σε κοιτάζει, κρίμας είναι για! Να ξεύρεις που γάμοι πολλοί εχαλάσανε ένεκα της πεθεράς κι είναι αμαρτία μεγάλη! Τα ξεύρω καλά και με την αδερφή μου την Άνθω που έμεικε τόσα χρόνια στου αντρούς της το σπίτι με πεθερικά και με κουνιάδες... Μπροστά του η αδικιορισμένη δε λέγει τίποτις, άμα λείπει στη δουλειά σε βγάνει την ψυχή... Κι άμα εσύ τον κάμεις τα παράπονά σου και την πιάνει σαν άντρας να τη ζητήξει το λόγο, βάνει τα κλάματα και τον λέει που δεν τη θέλεις κι είναι ούλα ψέματα... Μήτε η πρώτη νύφη στη ζήση αυτή είσαι, μήτε η τελευταία που τραβάς τέτοια τυράννια κι είσαι χαρά Θεού κοπέλα!
Ο,τι και να πεις έχεις δίκιο κοκόνα μου, με το μέρος σου είμαστε ούλοι! Αμά να ξεύρεις που με τον άντρα σου έχετε ζωή μπροστά σας, αγαπιούσαστε και δε θα χωρίσετε επειδής έχετε αυτή στο κεφάλι σας! Έγνοια σου και της τα έχω πει κι απ' την καλή κι απ' την ανάποδη, εσύ χαμπάρι δεν επήρες βέβαια... Θα σε πω εγώ το καλύτερο που θα γένει και θα ησυχάσετε μια και καλή γιαβρί μου!

Η Θαλίτσα έφυγε χαρούμενη από της Σουλτάνας το σπίτι.
< Γι αυτό η κυρά-Ντουντού δεν ήρθε μαζί μου! Ήθελε να πάει μονάχη της για να τα μιλήσουνε! Μακάρι να βρεθεί άνθρωπος να την πάρει που φτύνουνε όλοι τον κόρφο τους κι εγώ θα πέσω να τον φιλήσω τα πόδια!>
Ξεμονάχιασε τον άντρα της και του τα είπε. Το παλικάρι ξέσπασε σε γέλια κάνοντας τη μάνα του απ' την κουζίνα ν' απορήσει.
- Δε με λέτε κι εμένα το αστείο να γελάσω; Ούλο χάχανα είσαστε! 
- Την πόρτα μας δε σ' έχω πει να μη την ανοίγεις μάνα; Ποιος σε φώναξε και ήρθες;
- Διέτε χάλια αθρώποι! Ο γιος μου να με διώχνει απέ το σπίτι μου!
- Δεν είναι σπίτι σου, είναι και δικό μου! Παράδες μπόλικους έβαλα και το πήρες! Κι άμα παντρεύτηκα, είναι και της γυναίκας μου, χώνεψέ το επιτέλους! 
- Σώστε χριστιανοί! Ακούτε πράματα που με λέει!
- Μάνα τέρμα! Τα μαζώχνουμε και φεύγουμε τώρα με τη Θαλίτσα! Θα πάμε στης θείας να μείκουμε ίσα με να βρούμε άλλο σπίτι! Ο κόσμος όλος σ' έχει πάρει χαμπάρι, ας τα μάθουνε τώρα κι όσοι δεν τα ξέρουνε! Τόπο δε θα 'χεις να σταθείς, μήτε οι σκύλοι στα σοκάκια δε θα σε θέλουνε! Να σε δω μετά άμα έχεις μούτρα να βγεις όξω απ' το σπίτι!
Η Ντουντού κοκάλωσε. Αυτό έλειπε, να δώσουν παραέξω τέτοια δικαιώματα. Με την αδερφή της είχαν μαλώσει άσχημα επειδή έπαιρνε το μέρος της νύφης κι είχαν να μιλήσουν πάνω από μισό χρόνο. Αν πήγαιναν εκεί θα γινόταν χαμός κι όλο τους το σόι θα έπεφτε να τη φάει.
- Να κάτσετε στην κόχη σας! Εγώ να ξεύρετε που  θα φύγω απέ δω και θα διείτε μετά την αξία μου! Επειδής δε μιλάω, θαρρείτε που είμαι καμιά χαμένη και δε με θέλει άθρωπος; Σας γελάσανε! Ένα σωρό άντριδοι με ζητάνε, εγώ φταίω που δεν έσιαξα τη ζωή μου! 
Χτύπησε δυνατά την πόρτα βγαίνοντας, κάνοντας το ζευγάρι να χοροπηδάει πνίγοντας τις φωνές ευχαρίστησης!
- Είδες που σε τα είπα; Να δεις που θα γλυτώσουμε! Μπράβο να λες τη Σουλτάνα! 




Ο τέντζερες έβραζε τα χόρτα στο αλατισμένο νερό. Η Γεσθημανή τα γύρισε με τη μεγάλη πιρούνα και χαμήλωσε τη φωτιά.
Ο γυαλιστερός γαύρος στο νεροχύτη περίμενε να καθαριστεί για να μπει στο τηγάνι.
- Να κάμω και μια ωραία σκορδαλιά κι ας φωνάζουν τα εγγόνια μου που τους μυρίζει... Μάθαμε τώρα, να μη θέλουμε το σκόρδο! Η κόρη μου θα φχαριστηθεί που πολύ την αγαπάει! Να τη βάλω κι ένα πιάτο για τον άντρα της και ξέγνοιασε απ' το φαΐ... 
Έβαλε στο γουδί πέντε σκελίδες σκόρδο κι αλάτι όσο μούλιαζε το ψωμί στο νερό. Κάθισε κι άρχισε να το κοπανάει ρυθμικά για να λιώσει μασουλώντας ταυτόχρονα ένα κομμάτι τυρί, όταν άκουσε τη Χρυσώ να τη φωνάζει απ' την πόρτα.
- Μέσα είσαι κυρά-Γεσθημανή; 
- Ναι! Μπρε μπρε μπρε το κορίτσι μας! Καλώς το μου, έλα, πέρνα μέσα! Στο μαγείρεμα με πέτυχες, θα έρτουνε η κόρη μου με τα παιδιά να φάμε γαύρο. Φρέσκο τον είδα κι είπα να πάρω, ούλο κρέατα τρώμε τόσο καρό... Φτου σου μπρε, μια ομορφιά είσαι! Οι γονιοί σου, ο αδερφός σου, ο αρρεβωνιάρης σου, ούλοι καλά; 
- Καλά είμαστε κυρά-Γεσθημανή μου! Σε αρέσει η τσάντα μου; Ο πεθερός μου δώρο με την πήρε!
- Πολύ ωραία είναι, με γεια σου κοκόνα μου! Είδες μπρε σε τι καλά χέρια έπεσες κι έκαμνες και νάζια; Μάλαμα γαμπρός και πεθερός είναι! Θα  ζήσεις καλά χρόνια μαζί του, εμένα άκουε! Και τίμιος και καλός άθρωπος είναι και πολύ σ' αγαπάει! Σκάσανε κι ούλες αυτές που τον τριγυρίζανε απ' τη ζούλια τους, τα έμαθα εγώ! Να σταυρώνεσαι γιαβρί μου μη και σε πιάσει το μάτι τους! Για τα στεφανώματα πότε λέτε;
- Τον Οκτώβρη λέμε... Ο πεθερός μου ετοιμάζεται να σιάξει το καμαράκι του για να βάλουμε κι εμείς μπροστά το σπίτι... 
- Με το καλό, την ευχή μου να 'χετε! Μπρε Χρυσώ, έτσι μονάχος του θα μείκει ούλη του τη ζωή; Πάνε τόσα χρόνια που χήρεψε κι ακόμα καλά στέκει! Λέει τίποτις για καμιά γυναίκα;
- Όχι, τέτοιο πράμα δεν έχω ακούσει, δεν το νομίζω να θέλει...  Αμά θα σε πω κάτι και κιχ πουθενά μη βγάλεις! Πάει κι έρχεται στο μαγαζί ποια λες; Η Ντουντού! Και να τα γέλια και να τα νάζια και τα πειράγματα, ο Παρίσης με τα είπε! 
Η Γεσθημανή σκεφτόταν τη Σουλτάνα που της έβαλε την ιδέα.
< Μπα που κακό χρόνο να μην έχεις ζεβζέκα! Τη φούντωσες καλά καλά με τον άθρωπο και διες τώρα!>
- Τι με λέγεις μπρε! Από πού κι ως πού έπιασε σούρτα φέρτα και τα κάμνει αυτά το μπαμπά του;
-Τι να σε πω, δεν ξεύρω... Απ' όξω περνάει και κοντοστέκεται για χαιρετούρα κι όλο καρέκλα να ξαποστάσει ζητάει...
- Α! Κι εκείνος τη δίνει να κάτσει και τη μιλάει, ε; Μπρε μπρε μπρε μπρε, διες κάτι πράματα... Να διεις που τον έχει βάλει στο μάτι αυτή! Σε λέει τώρα που θα παντρέψει και το γιο του, υποχρεώσεις δε θα 'χει, καλός είναι για μένανε!
- Αυτό μας έλειπε! Αν και να σε πω, δε νομίζω που γνοιάζεται ο πεθερός μου για δαύτη, σοβαρός άνθρωπος είναι... 
- Το ξεύρω Χρυσώ μου... Αμά θα σε πω κι εγώ κάτι και παραόξω μη βγει, ναι; Η Ντουντού θαρρώ που σκέπτεται στα σοβαρά να βρει άντρα τώρα τελευταία... Κουβέντα στα ίσια να ξεύρεις δεν έχει πει σε κανένανε βέβαια, αμά κάτι μέσες άκρες έχω καταλάβει και δε γελιέμαι εγώ... Θες γιατί έμεικε τόσα χρόνια μονάχη της, θες γιατί μνήσκει με το γιο και τη νύφη της και τρώγεται συνέχεια, πάντως το καλοβλέπει το πράμα... Κι έτσι καλότατος που είναι ο πεθερός σου, γιατί να μη την αρέσει; Το ζήτημα βέβαια είναι να μην αρέσει και σε κείνονα, γιατί βλέπω να την κάμνεις πεθερά... Χα χα χα!
- Αυτό μας έλειπε! Να ξεφορτωθεί την τρελή η νύφη της και να τη φορτωθώ εγώ; Μη με το λες και το αίμα ευθύς στο κεφάλι με ανεβαίνει! Πα πα πα!
- Σους μπρε κι εσύ! Μια κουβέντα σε είπα κι αμέσως η σύχυση! Άμα δεν τη δίνει σημασία εκείνος, να διεις που θα ξεκόψει αυτή, μη σεκλετίζεσαι! Να τα μιλήσεις καλά με τον Παρίση και να πει το μπαμπά του να προσέχει γιατί ο οξαποδώ έχει πολλά ποδάρια...  

Η Σουλτάνα έπινε τον καφέ της στο μαγαζί όσο ο άντρας της εξυπηρετούσε τις πελάτισσες. Οι δυο τσάντες με τα παιχνίδια ήταν δίπλα της και τις άνοιξε να τα περιεργαστεί. Γιόρταζε ο γιος τους, ο Ιάκωβος και για να μη ζηλεύει η κόρη τους  πήρε και μια ωραία μεγάλη κούκλα με δυο επιπλέον φορεσιές. Αρκετά κουτιά με παπούτσια περίμεναν να τα προβάρει, όπως έκανε πάντα. Όλα τα εμπορεύματα περνούσαν πρώτα από τα πόδια της! Τα χάζευε στον καθρέφτη και ήξερε ποια της πήγαιναν καλύτερα, έπαιρνε κι όποιο ζευγάρι της γυάλιζε!
Στις φίλες της έλεγε πάντα ότι η παχουλή και μικροκαμωμένη γυναίκα δεν πρέπει να φοράει παπούτσια με τετράγωνο τακούνι, αλλά ψηλό και λεπτό για να την κολακεύει. Κι όταν αναγκαστικά θέλει καθημερινά κι αναπαυτικά θα διαλέγει τα κάπως μυτερά μπροστά που δίνουν χάρη. 
<Να μάθετε τα πόδια σας στο λίγο ψηλό τακουνάκι! Δίνει μπόι και σας δείχνει πιο κομψές!> 
Η Ντουντού εμφανίστηκε τη στιγμή που έδενε τα λουράκια στα ασημί πέδιλα.
- Μπρε μπρε μπρε! Πως κι απέ δω, για ψούνια εβγήκες;
- Ναι, ύφασμα για φουστάνι επήρα κι είπα να περάσω μια από εσάς να διω και κάνα παπούτσι που είναι τώρα της εποχής...
- Δεν επήρες τις γόβες τις άσπρες για το Πάσχα;
- Ναι, βέβαια, αμά για ξώφτερνα εσκέφτηκα...
- Απάνου στην ώρα ήρτες! Διες ωραία πράματα που φέραμε και διάλεξε με την ησυχία σου! Κι εγώ εδώ θα είμαι, να σε πω και τη γνώμη μου! 
Τα γοβάκια ήταν μπλε με άσπρο φιόγκο. Ταίριαζαν θαυμάσια στα πόδια της, κάτω από το βολάν της εμπριμέ φούστας της. 
- Έχει και τσάντα άμα θέλεις Ντουντού! Διες αυτήν εκεί με τη χρυσή αλυσίδα, πολύ τα πάει! 
Η Σουλτάνα την παρακολουθούσε και μελετούσε κάθε της κίνηση γελώντας από μέσα της.
<Ύφασμα για φουστάνι, άλλα παπούτσια πάλι, πήρε και την τσάντα... Κοίτα μπρε να διεις που θα γένει φιγουρίνι για να βρει γαμπρό η απτάλα!> 
- Διες το, σε αρέσει το εμπριμέ του; Θα το πάω τη Φωτεινούλα την αδερφή σου να με το ράψει. Πες με την ιδέα σου, μεσάτο να το κάμω και κάτω φαρδύ, για στενό; 
- Όπως και να είναι θα σε πηγαίνει! Έχεις σώμα στρωτό, πόδια γεμάτα και σε χαρίζει ο,τι κι αν βάλεις! Στενό να το κάμεις, με το ντεκολτέ τετράγωνο και άσπρη ζώνη, φιγουρίνι θα είσαι! Άιντε να διω πόσες καρδιές θα κάψεις!
- Πααα! Τι πράματα με λέγεις τώρα; Εγώ που έχω ξεχάσει τον άντρα και τα...
- Σους μπρε, τι σε λέγω; Τα είπαμε αυτά, δεν τα είπαμε; Κι έγνοια σου, αυτό το πράμα δεν ξεχνιέται! Μια φορά μονάχα να κάμεις τη δοκιμή και το θυμάσαι σ' ούλη σου τη ζήση! Με την υγειά σου να τα χαρείς τα ψούνια σου, πιο ωραία θα είσαι εσύ απ' τη νύφη σου, θα σε ζουλεύει! Αλήθεια, τι κάμει, καλά είναι; Ο γιος σου;
- Καλά είναι, ανάγκη δεν έχουνε... Εμένανε να κλαις που είμαι ούλη την ώρα στην ταραχή κι αναπαμό δεν έχω... 
- Θα βρεις! Κι αναπαμό κι ησυχία και ζωή καλή! Άμα θα μπεις, θα βγεις, θα σε κρατήσει το χέρι ο άθρωπός σου, ούλα θα σιάξουνε, εμένα που σε λέγω άκουε! 
- Σ' ακούω Σουλτάνα μου...
- Κανένας δε χάνεται Ντουντού μου κι εσύ καιρός είναι να διεις τη ζωή με άλλα μάτια! Δε με λες κοκόνα μου, είναι κάνας άντρας που να σε αρέσει; 
- Όχι βέβαια! Πότε γύρισα τα μάτια μου να διω αρσενικό μπρε Σουλτάνα μου; 
- Απέ δω και πέρα! Και θα διεις και θα διαλέξεις!
Έβραζε από μέσα της!
<Τον κακό σου τον καιρό ζαβέγκλω! Γι αυτό ούλο πας κι έρχεσαι και κορτάρεις το μπάρμπα και μ' έκαμε η Γεσθημανή πέντε παράδες που σ' έβαλα την ιδέα!> σφύριξε μέσα απ' τα δόντια της. 


Το τραπέζι στρώθηκε με σαλάτες, τυριά, τουρσί και τζατζίκι. Ο Γιώργος είχε ανάψει τη φωτιά στην αυλή κι έψηνε πίτες και σουβλάκια, καθιερωμένα στη γιορτή του γιου του. Κάθε χρόνο μαζευόταν η οικογένεια κι ο νονός του να ευχηθούν στο μικρό Ιάκωβο με γλέντι και χαρές.
Μαριναρισμένο σε λάδι με μυρωδικά, μπόλικο αλατοπίπερο και ρίγανη, το κρέας ήταν τρυφερό και πεντανόστιμο.
Τα κεμπάπ πικάντικα, με πολλών ειδών μπαχάρια και λίγη καυτερή πιπερίτσα μέσα, όπως κι η τυροσαλάτα. Οι πατατούλες καλά πλυμένες και σκουπισμένες που κούρνιαζαν στη χόβολη για αρκετή ώρα ανοίγονταν καυτές και δέχονταν στα σωθικά τους γενναίες δόσεις φρέσκο βούτυρο ανακατεμένο με αλατοπίπερο. Ανάρπαστες έγιναν, έλιωναν στο στόμα. Οι καλά παγωμένες μπύρες δρόσιζαν τα φλογισμένα από τις καυτερές πιπεριές στόματα. 
Μερακλής και γλεντζές ο νονός του μικρού, είχε σηκώσει το Γιώργο, τη Σουλτάνα και τη Ζωίτσα, την κουνιάδα της και χόρευαν. Τα γέλια και τα χειροκροτήματα έκαναν το μούτρο της Λαμπρινής να ξινίζει ακόμα πιο πολύ. 
- Αμάν πια μ' αυτή τη νύφη μας, ούλο νταβατούρι είναι! Α πα πα πα! Χριστούγεννα, Καλή βραδιά, Πάσχα, ονομασίες, μπας και χάσει τα κουνήματα και το τσιφτετέλι! Σαντέζα έπρεπε να γένει που δεν τα χορταίνει αυτά... Διες και το γιο σου και την κόρη σου, ίδιους με το μούτρο της τους έκαμε!>
Η τόσο καλή κυρία Δόμνα, μητέρα της και πεθερά της Σουλτάνας, τη χτύπησε με τον αγκώνα της συγχυσμένη.
- Σταμάτα πια να τρώγεσαι! Πάντα χαρές και γλέντια να έχουνε στο σπιτικό τους, αυτό να λέγεις!
Ο φτιαγμένος από της Φωτεινής τα χέρια μπακλαβάς κομμένος σε ρόμβους με τα γαριφαλάκια στο κέντρο και το καλά δεμένο σιρόπι, συνοδεύτηκε από παγωτό καϊμάκι και σπιτική παγωμένη λεμονάδα που ήταν χωνευτική. Εκεί, την ώρα του γλυκού, πέρασε ο Βένιος, φίλος καρδιακός του κουμπάρου τους. Από το ανοιχτό παράθυρο είδε το γλεντοκόπι κι έκανε νόημα στη γυναίκα του να βγει για να της μιλήσει.
- Εδώ είσαστε, στου βαφτισιμιού σας! Πες τον άντρα σου να βγει μια στιγμή που τον θέλω!
Οι παράδες που είχε δανείσει στον αδερφό του έτρωγαν τα χέρια του κι έπρεπε να δώσει το χρέος του.
- Ωχ κι εσύ μπρε άθρωπε! Σιγά το πράμα που έφαγες τα σοκάκια να με βρεις! Στον καφενέ είναι ο Ανανίας;
Η Σουλτάνα ξαναμμένη απ' το χορό βγήκε στην πόρτα.
- Ε, κουμπάρε! Πέρασε τον άθρωπο μέσα να πάρει ένα μεζέ! 
Ο Βένιος ντράπηκε κι έκανε να φύγει, όμως τον πρόλαβε και τον τράβηξε απ' το χέρι.
- Έμπα μέσα που σε λέγω, καλά θα περάσεις μπρε! 
- Ευχαριστώ, να χαίρεσαι το γιο σου! Με περιμένει ο αδερφός μου ξεύρετε και... 
- Άμε κουμπάρε να τον μηνύσεις να έρτει κι όχι μη με πείτε! 
Τα δυο αδέρφια έβαλαν λεφτά στις τσέπες του μικρού, αφού η ώρα ήταν περασμένη και το κοντινό ζαχαροπλαστείο είχε κλείσει. Η Σουλτάνα δεν άφησε τον Ανανία απ' τα μάτια της. Μπασμένος στα χρόνια αλλά καλοστεκούμενος, κύριος, μιλούσε ωραία κι ήταν άνθρωπος του κόσμου. Τα υπόλοιπα τα έμαθε από την κουμπάρα της. Χήρος από χρόνια, χωρίς παιδιά κι υποχρεώσεις, με σπίτι της προκοπής δικό του. 
- Δυο κάμαρες μπροστά και κουζινάκι ωραίο που βλέπει ίσια στο μπαχτσεδάκι πίσω! Και τον καμπινέ έσιαξε τότενες που παντρεύτηκε, γούρνες ωραίες έβαλε, αμά δεν πρόλαβε να τα χαρεί με τη γυναίκα του... Η σχωρεμένη ητανάνε κομμάτι βαριά στο χαραχτήρα και μεγάλη του, να τα λερώνουνε δεν ήθελε! Έτσι καινούργιος και παστρικούτσικος έμεικε, νερό στο μπαχτσέ τον έριχνε για να πλυθεί... Εκεί έβανε και τηγάνι και τσουκάλι στη γκαζιέρα, σε μια σανίδα απάνω τ' ακούμπαγε κι ούλο μη το ένα και μη το άλλο ητανάνε... Οι μουσαφίρηδοι τα χαιρόντουσαν μόνο! Και στο τέλος τι γίνηκε τζάνουμ; Η μούρη της έφαε χώμα κι ούλα μείκανε εδώ... Ο Βένιος απέ την αρχή τον έλεγε να μη την πάρει, αμά εδώ που τα λέμε, μήτε κι η γυναίκα του την έβλεπε να τον ταιριάζει, ένα καλό δεν είχε... Έμεικε κι αυτός τόσα χρόνια μονάχος, κρίμας είναι να βολοδέρνει έτσι για... 
Τορναδόρος στο επάγγελμα, δούλευε πολλά χρόνια σε μαγαζί, έκανε μεροκάματα κι έξω. Μια καλή ευκαιρία βρήκε από ένα φίλο στο καφενείο για ένα καινούργιο εργαλείο που χρειαζόταν κι επειδή φοβήθηκε μη το πάρει άλλος δανείστηκε λεφτά από τον άντρα της και συμπλήρωσε όσα είχε για να το καπαρώσει. Επειδή δεν ήταν μαθημένος στα χρέη, τον έψαχναν τα δυο αδέρφια για να του τα δώσουν, λίγες ώρες μετά. 
- Γιωργάκη μου, να σε πω μια σκέψη που έκαμα... 
- Πες με κοκόνα μου!
- Να, θαρρώ που βρέθηκε γαμπρός για τη Ντουνού...
- Χα χα χα! Ποιος είναι, τον εξεύρεις;
- Κι εγώ κι εσύ... Ο Ανανίας! 

Η φωνή της Γεσθημανής ακουγόταν μέχρι έξω.
- Μπρε συ, ντιπ χαϊβάνι είσαι και δεν καταλαβαίνεις τι σε λέγω τόση ώρα;
- Μη φωνάζεις άλλο καλέ κυρά μου! Πολλά πράματα με είπες και δεν τα θυμούμαι...
- Πολλά τον είπα λέει! Δεν φταίει άλλος κανένας, αμά μονάχα εγώ που ψουνίζω από σας! Πιο πολύ μυαλό έχει ο γάδαρος του μπαμπά σου παρά εσύ! Μπρε, σε είπα να θυμάσαι αμπελόφυλλα, άνηθο, μαϊντανό, ντομάτες, αγγούρια, ένα σακί κρομμύδια και δυο πατάτες, αμά το ένα να είναι απέ τις μικρές για το ψητό κι εσύ με λέγεις ένα σακί πατάτες και δυο κρομμύδια! Για ούλο το μαχαλά να μαγέρευα, πάλι θα έμνησκε το ένα! 
- Και τόσες πατάτες μοναχιά σου θα τις φας;
- Ναι μπρε συ! Τη μια μέρα βραστές, την άλλη ψητές, την άλλη τηγανητές και την παρ άλλη γιαχνί!
- Θα σε φυτρώσουνε μέσα στην κοιλιά σου τόσες πολλές καλέ κυρά-Γεθσημανή, φάε και τίποτις άλλο για! 
- Μπα που να μη σώσεις να διεις κακό μπουνταλά! Μισό κοφίνι καρότα που επήρα, στην κεφάλα θα σε τα φέρω! 
- Τόσο κακιά γυναίκα είσαι; 
- Ναι μπρε συ, πολύ κακιά! Άμε στην ευχή του Θεού τώρα, μπας και γλυτώσεις τα καρούμπαλα! Στάσου! Έλα να σε βάλω μια μαστίχα να γλυκάνει το μέσα σου! Πιε και το νεράκι να σε πάει κάτου! Δε με λες, με το σκολειό πως πας, προχωράς;
- Όλο μπράβο με λέει ο δάσκαλος! Άμα δεν έχω διαβάσματα και πολλά γραψίματα, βγαίνω με το μπαμπά μου που με αρέσει που γυρνάμε τοις μαχαλάδες και πουλάμε τα ζαρζαβάτια! Και να τα ποτίζω με αρέσει και να τα πουλάω!
- Μπράβο κι από μένανε τζιέρι μου! Άξιος είσαι σε ούλα και να διεις, θα προκόψεις στη ζωή σου! Γράμματα πολλά να μάθεις, μεγάλος και τρανός θα γένεις και θα σε καμαρώνουνε οι γονιοί σου! Τη μαμά σου απέ τόση δα την ξεύρω, όπως κι εσένανε!
- Κι επειδή την αγάπαγες την έδωκες το μπαμπά μου;
- Χα χα χα! Πού τα έμαθες μπρε συ αυτά τα πράματα και τα λέγεις;
- Τα μιλάνε με τη γιαγιά... Άμα πήρε ο μπαμπάς και το άλλο μας το περιβόλι, τοις είπε να μη σεκλετίζουνται για το σπίτι μας κι έχτισε τις πίσω κάμαρες σε λίγο καρό, ωραίες δεν είναι;
- Πολύ ωραίες γιόκα μου!
- Κι η γιαγιά μου την είπε ότι είσαι πολύ καλή γυναίκα και να ζήσεις χίλια χρόνια που την έκαμες τα προξενιά, έτσι το ξέρω! 
Η Γεσθημανή του χάιδεψε στοργικά το κεφάλι. Παράδες με ουρά έβγαζε ο πατέρας του που προμήθευε όλα τα μαγαζιά και τις ταβέρνες με φρέσκα λαχανικά και φρούτα! Μετά φόρτωνε το γαϊδουράκι κι έβγαινε στα σοκάκια που τον περίμεναν οι νοικοκυρές. Και κάθε μέρα σχεδόν τη φίλευε κι από κάτι όταν τα ζύγιζε, παραπανίσια τα έβαζε στο σπίτι.  Τις γιορτές χάρισμα ήταν τα πάντα, γέμιζε το τραπέζι της με όλα τα καλά κι εκείνη του έδινε του κόσμου τις ευχές από καρδιάς... 
- Κυρά-Ντουντού! Εδώ έχω τα μαρούλια που με ζήτηξες, έλα!
Βγήκε με τη ρόμπα και τα μπικουτί στο κεφάλι που είχε τυλίξει με φανταχτερό τσεμπέρι. Εκείνη την ώρα έφτανε η Σουλτάνα κρατώντας τα παιδιά απ' το χέρι. Αν δεν έπαιρνε τη γνώμη της Γεσθημανής για τον υποψήφιο γαμπρό θα έσκαγε! 
Χαιρετήθηκαν εγκάρδια κι άφησε τα παιδιά στην αυλίτσα να παίξουν. Σε λίγα λεπτά έπιναν καφέ και συζητούσαν για τον εξ ουρανού γαμπρό.
- Δεν ξεύρω τι να σε πω Σουλτάνα μου... Έτσι όπως με τα λέγεις πολύ καλός με φαίνεται ο άθρωπος και της σειράς της. Πρόσεχε καλά μόνο καημένη μου μη και την πεις τίποτις γιατί τα είδες με το μπαμπά του Παρίση! Ανοίξανε τα σκορδάκια της αυτηνής! 
- Έγνοια σου κυρά-Γεσθημανή μου, έχω βρει τον τρόπο εγώ... Έπειτα, καλύτερα δεν είναι να ρίξει τα μάτια της αλλού και ν' αφήκει τον έρμο τον άθρωπο στην ησυχία του που είναι και γνωστός; Ο Ανανίας δε μοιάζει μ' αυτόνε, είναι αλλιώτικος! Και πιο μικρός είναι και τα 'χει κάμει τα ψυχικά του! Χα χα χα! Πολλά χρόνια τον πέρναγε η σχωρεμένη και να ζήσει δεν ήξευρε... Η Ντουντού όμως άμα την αρέσει και γένει το πράμα, μακάρι, δε θα κάτσει να μιζεριάζει στοις τέσσερις τοίχοι και να μη χαίρεσαι το νοικοκυριό της, γι αυτό τη λέμε να βρει άντρα, να μπαίνει και να βγαίνει! Κι έτσι όπως θέλει να δείξει που τη θέλουνε πολλοί και την αγαπούνε, να διεις που θα γένει η καλύτερη για να τοις μπει στο μάτι! Ήρτε κρυφά και με τα είπε η νύφη της τα καθέκαστα... Τοις άκουσε που γελούσανε και μπήκε στην κάμαρη μπας και χάσει η ζαβή! Την περίλαβε ο γιος της και γίνηκε της τρελής, δεν ξεύρω άμα πήρες χαμπάρι...
- Άμα πήρα χαμπάρι... Ούλη την ώρα καβγάδες κάμνει για... Μπρε συ, δεν τη βάνουμε στα λόγια να σιάξει κείνο το μιντέρι που έχει απ' τη μάνα της; Άκουα πριν κάμποσες μέρες που μιλούσε με μια γειτόνισσα κι έλεγε που λυπάται να το πετάξει αμά θέλει μάστορα!
- Εμ πες το κι εσύ! Θα τόνε στείλουμε να το μερεμετίσει! Αμά θα πρέπει να το φέρει η κουβέντα κι εκεί θα βάλεις κι εσύ το χεράκι σου! Άμα διεις τη νύφη της, πες τη που θέλω κάτι να την πω για την πομάδα κι αυτή θα καταλάβει! Έτσι, για να μην εκτεθείς κι εσύ δηλαδή...
- Άιντε και να διούμε... Για που θα πάνε ούλα καλά, για που μας βλέπω και τις δυο στον τόρνο!