.

.
.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Άκρως εμπιστευτικό!


- Λίγο ακόμα ζαχαρίτσα...
- Μια κουταλιά;
- Ναίσκε, καλή είναι... 
- Και τη μαστίχα;
- Κόμπο-κόμπο Αστερόπη μου, άμα σ' ηλέγω θα με ρίχνεις.
Κοπάναγε η Ευρύκλεια στο παμπάλαιο γουδί το γιατροσόφι για το πονεμένο στομάχι.
Έξι κουταλιές ζάχαρη και τρία κομματάκια μαστίχα γίνονταν μια αρωματική, θεραπευτική μάζα με ελάχιστο νερό. Τη φύλαγε σ' ένα μικρό βαζάκι κι όποιος είχε ενόχληση έτρωγε λιγάκι και συνερχόταν.
- Δε μου είπες, πότε θα βάλουνε μπρος το σχέδιο;
- Τι να σ' ειπώ, δεν ηξεύρω τέτοια πράματα... Τσι γυναίκες και το παλικάρι κορώνα στο κεφάλι μου, πάρα πολύ καλοί είναι! Να βοηθήσουνε και με το παραπάνω, δεν έχω λόγια να σ' ειπώ... Αυτό το πράμα όμως με τσι γαμπροί και τσι φίλοι του, πολύ το φοβούμαι... 
- Έλα τώρα κι εσύ! Δεν κοιτάζεις πώς έγιναν τα πράγματα και το κλάμα που έχεις κάνει;
- Ναίσκε παιδάκι μου, μα σωστό αυτό είναι;
- Όοοχι! Σωστό είναι να κατηγορούν και να κόβουν την τύχη του παιδιού σου! 
- Ε...
- Ε, δεν έχει! Να αφήσεις τους ανθρώπους να κάνουν τη δουλειά τους όπως πρέπει κι εγώ ξέρω τη δική μου! Ας μην είχα τα χάλια μου κι η προκομμένη η Παρασκευούλα ψόφαγε από περιέργεια να μάθει πρωϊνιάτικα! Της είπα ότι κρύωσα κι έρχομαι να με γιατροπορέψεις, οπότε θα στηθεί για να μάθει πιο πολλά...
- Κομμάτι στο κρεβάτι να πλαγιάσεις για να σ' ημαλακώσει το στομάχι σου... Κατά το μεσημέρι πάλι μια κουταλιά κι άλλη μια το βράδυ χωρίς να πιείς νερό, πρόσεχε! Μη κι ηψήσεις βαριά, αλαφριά να φας. 
- Ναι, ναι! Δεν έχω κι όρεξη έτσι που είμαι... Καμιά μακαρονάδα με σάλτσα λέω να τους κάνω...
- Σκέτα τα μακαρόνια με τυράκι, για σένα. 
- Καλά λες... 
Έφυγε η Αστερόπη με την πομάδα στο χέρι και μπήκε σχεδόν τρέχοντας στο σπίτι της. Στο τσακ πρόλαβε τις γειτόνισσες που τίναζαν τα πατσαβούρια τους με το ένα πόδι στο δρόμο. Από περιέργεια να μάθουν, οι εξώπορτες τους γνώριζαν μεγάλες πάστρες! 

- Βρε, δεν πάει να λέει η Ευρύκλεια μη και όχι και δεν κάνει! Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αυτό είναι νόμος κι εσύ μαμά το ξέρεις πολύ καλά αυτό! Τις λυπήθηκα που να πάρει η ευχή, κρίμα είναι...
Η Σουλτάνα μπουκωμένη, συμφώνησε με το γιο της. 
- Έτσι είναι τζάνουμ! Βάλε εσύ μπρος και... Γκουχ, γκουχ!
Η Μαρίκα φοβισμένη τη χτύπησε στην πλάτη κι η κόρη της πανικοβλημένη έτρεξε να φέρει νερό.
- Χριστός μαζί σου συμπεθέρα! Καλέ, πνίγεται!
Ο Ιάκωβος την έσπρωξε μπροστά κρατώντας μια χαρτοπετσέτα και το κεφάλι της έφτασε στα γόνατα. 
- Αμάν πια! Μια ζωή φωνάζω να μη γεμίζεις τόσο το στόμα σου, θες να μιλάς κι από πάνω!
Κατακόκκινη η μάνα του πήρε βαθιές ανάσες κι ήπιες δυο γουλιές απ' το ποτήρι με το ζόρι.
- Γκουχ, γκουχ! Μ' έκοψες τη μέση στα δυο μπρε έτσι που μ' έκαμες!
- Δίκιο έχεις, δε σ' άφηνα καλύτερα να πνιγείς, ε; 
- Μπα που άδικη ώρα να μη σ' έρτει! Γκουχ, γκουχ!
Μισό βρασμένο αυγό, ένα κομμάτι τυρί και σαλάμι στη χαρτοπετσέτα, πλησίασαν επικίνδυνα το πρόσωπό της. 
- Στα μούτρα θα με το φέρεις μπρε; 
- Σου χρειάζεται, αλλά έχε χάρη! Μας κατατρόμαξες πάλι, άντε! 
- Δεν το ΄θελα...
- Φιρί-φιρί το πας βρε μαμά! Η ψυχή μου με πιάνει όσο σκέφτομαι ότι μπορεί να σε βρει το κακό και να είσαι μόνη στο σπίτι σου!
- Άιντε μπρε που κάμεις το τόσο, τόοοοσο! Σε ούλοι μπορεί να τύχει να πνιγουριαστούνε καμιά φορά...
- Το λες και μόνη σου, καμιά φορά! Έτσι και μετρήσω πόσες φορές σ' έχουμε γλυτώσει στο τσακ...
- Σους, τέλεψε τώρα αυτό! Βάλε με κόρη μου μια στάλα ουζάκι να συνέρθω κομμάτι... Συμπεθέρα, τσίμπα με κείνη τη φετίτσα τον παστουρμά, τη μύτη μ' έσπασε τόση ώρα για!
Αγανακτισμένος ο γιος της που ενώ κυριολεκτικά πνιγόταν είχε το νου της στο μεζέ, σήκωσε τα χέρια ψηλά. Η  Αγλαΐα μετά την τρομάρα που πήρε κι εκείνη, προσπαθούσε να πνίξει τα γέλια της.
- Γιακωβάκι μου, εγώ σε το είπα απ' την αρχή, έτσι θα γένει το πράμα! Ο καλός, καλό δεν έχει, σωστά το λένε. Η Ευρύκλεια δε θέλει να βλάψει κανένανε και περιμένει μπας και στρώσουνε τα πράματα από μόνα τους. Μα την είπαμε, όσο περνάει ο καιρός και γίνουντε τα κορίτσια της παντρειάς, πιο χειρότερα είναι! 
Η Μαρίκα κούνησε το κεφάλι με απελπισία. 
- Μάνα μιας κόρης εσύ, μάνα δυο κοριτσιών είμαι κι εγώ και μήτε να σκεφτώ τέτοιο πράμα δεν ημπορώ... Να ειπείς που κάτι ήκαμαν και παρακαλάς να τσι κουκουλώσεις και να βουλώσεις τσι κακές τσι γλώσσες, μάλιστα! Αμά τέτοιο κακό, να έχεις σα μάνα αψηλά το κεφάλι σου, όπως το είχαμε κι εμείς εδώ που τα λέμε συμπεθέρα μου και να μην ηδίνουνε τόπο να σταθεί το παιδί σου; Να το κάμεις γιε μου, τα τραβάει ο οργανισμός τους!

Η Αστερόπη άνοιξε το παράθυρο της σάλας και στήριξε τους αγκώνες στο περβάζι. 
Το αεράκι που φυσούσε πηγαίνοντας πέρα δώθε την κουρτίνα της έκανε καλό, ήταν όμως και η αρχή του σχεδίου. Δεν πέρασαν πάνω από δυο λεπτά κι οι γειτόνισσες ξεμύτισαν με τις σκούπες και τα πατσαβουράκια πάλι.
- Πώς πας κοπέλα μου, είσαι καλύτερα; Τι έπαθες κι έτρεχες πρωινιάτικα στην Ευρύκλεια καλέ;
- Χάλια είμαι Παρασκευούλα, άρπαξα γερό κρύωμα και με χτύπησε στο στομάχι, πονάει και το κεφάλι μου...
- Α! Περαστικά σου! Μπας κι έφαγες τίποτα χτες και σε πείραξε;
- Όχι, πατάτες μ' αυγά τηγάνισα που τα τρώμε κάθε βδομάδα.
- Και το βράδυ έφαγες τα ίδια; Λέω, επειδή απέναντι στήσανε τραπέζι με μεζέδες, μήπως σε φιλέψανε τίποτα βαρύ και σε χάλασε... 
- Όχι, όχι! Σάμπως με πείραξε ποτέ κάνα φαγάκι τους; Αυτή η Θοδωρούλα, τα τι φτιάχνει, χρυσά χέρια έχει! Όσο μεγαλώνει, ξεπερνάει και τη μάνα της σε όλα! Και στο μαγείρεμα και στη νοικοκυροσύνη, τι να σου πω! 
- Ε, μπράβο, μπράβο... Δε μου λες, ποιοι ήταν αυτοί που ήρθανε χτες; 
- Το αντρόγυνο λες, με την κούρσα; 
- Ναι βρε συ! Ωραίο παλικάρι αυτός, πολύ κύριος, μα κι η γυναίκα του τι κοπέλα! Σαν ηθοποιός ήτανε! 
- Ο γιος της Σουλτάνας κι η κόρη της Μαρίκας που είναι συμπεθέρες. Σπίτια μεγάλα και καλά χτίζει εκείνος, Ιάκωβο τον λένε, πολύ γραμματιζούμενος είναι! Αν πεις και για τη γυναίκα του, πολύ μορφωμένη κι αυτή! 
- Α! Τι μου λες; Μα πολύ καθώς πρέπει φάνηκαν με το που τους βλέπεις! Κι έχουνε αυτοί φιλίες μαζί τους;
- Μεγάλες καλέ, από τότε που πήγαν από την Κωνσταντινούπολη στη Σμύρνη μάνα και γιος! Εκεί δε γνώρισε τη γυναίκα του; Εκείνες ήξεραν την Ευρύκλεια βέβαια, κοντά τους έμενε! Στα είχα πει μια φορά που με ρώτησες ποιες είναι, για τις συμπεθέρες λέω. 
- Ναι μωρέ, θυμάμαι...
- Και να σου πω (χαμήλωσε τη φωνή της) μη και βγάλεις λέξη, μεταξύ μας τώρα...
- Εγώ να μιλήσω βρε Αστερόπη μου που στόμα έχω και μιλιά δεν έχω; 
- Ε, αυτό δα το ξέρω, γι αυτό σ' εμπιστεύομαι!
- Για πες μου;
- Ήρθανε και για τη Θοδωρούλα! Της φέρανε κάτι προξενιά, τι να σου λέω... Αλλά η μικρή, δεν ξεκολλάει ακόμα απ΄τη μάνα της...
- Μπα! Τι είναι αυτός, πού την είδε, πώς και τη θέλει;
- Αυτοί Παρασκευούλα μου, δεν είναι ένας μόνο! Είναι φίλοι του και τους είχε πει ο Ιάκωβος δε θυμάμαι πώς, ότι θα ερχόντουσαν εδώ η μάνα κι η πεθερά του για βίζιτα σε μια γνωστή τους οικογένεια.  Η μια κουβέντα έφερε την άλλη, αγαπάνε πολύ και τη Θοδωρούλα, είπε πως είναι τόσο καλό και νοικοκυρεμένο κορίτσι και ο,τι τους πρέπουνε τέτοιες γυναίκες, τα γνωστά που γίνονται...
- Και;
- Και ήρθε μια μέρα ένας χωρίς να πει τίποτα σε κανένα, να τη δει. Μπαινόβγαινε στα θελήματα η μικρή, ξετρελάθηκε αυτός μαζί της!
- Πότε ήρθε αυτός βρε Αστερόπη εδώ και δεν πήρε κανείς χαμπάρι, τι μου λες τώρα;
- Δεν είπα εδώ, εδώ! Κάπου πιο πέρα στάθηκε, κάτι θα ψώνισε, μπορεί και στο καφενείο, τι να σου πω; Τα καλύτερα πάντως άκουσε για το κορίτσι! Και τίμια και πολύ καθαρή και όμορφη, την αλήθεια δηλαδή! 
- Ναι, ε;
- Σκέψου ότι ρώτησε αν έχει και καμιά-δυο φιλενάδες σαν κι εκείνη, γιατί είναι όλοι οι φίλοι τους ελεύθεροι και πολύ καλοστεκούμενοι από λεφτά και δουλειά, το είπε ο Ιάκωβος! Να γίνουνε λέει όπως είναι όλοι μια παρέα, όχι μόνοι τους πια, με τις γυναίκες τους! 
- Και τι του είπανε;
- Ότι καλά και τίμια κορίτσια υπάρχουν βέβαια, αλλά φιλίες και κουβέντες δεν έχει εδώ για να τις ξέρει καλά κι έτσι θα κοιτάξουν μάνα και κόρη κατά πάνω, στης κουνιάδας της, με τόσα κορίτσια που κάνουνε παρέα. Γιατί να μην ανοίξουνε οι τύχες κι αυτών των κοριτσιών βρε Παρασκευούλα μου; Θες και το καλύτερο; Με τα ρούχα που φοράνε μόνο τις παίρνουνε, ούτε προίκες κοιτάνε, ούτε σπίτια, τίποτα! Έχουνε χρήμα μπόλικο, δικά τους διαμερίσματα με ξύλο που γυαλίζει στο πάτωμα και μπάνια μαρμάρινα που τρέχουνε τα ζεστά νερά... Ο,τι πρέπει για τις κοπέλες, να τα χαρούνε και να τις χαίρονται κι οι άντρες τους, έτσι δεν είναι; Σκέφτομαι τι ωραία που είναι να το γεμίζεις νερό τέτοιο μπάνιο και να βάζεις από κείνο το μπουκάλι μέσα που κάνει αφρό και μοσχοβολάει, που τα βλέπουμε στο σινεμά... 
- Άλλο πράμα, κι εγώ χάζι τα κάνω... 
- Ο,τι έχουνε οι πλούσιοι, είναι καλό, άλλη ζωή... Κι αυτοί όλη την ώρα μπανιαρίζονται, ντους το λένε. Άλλο να γεμίζεις τη μπανιέρα, αυτά είναι για τις  γυναίκες που αρωματίζονται συνέχεια και ντύνονται ωραία όλη μέρα στα καλά σπίτια. Χαρά σ' αυτές που θα πάρουν τέτοιους άντρες να λέμε!
Οι αφροί ήταν έτοιμοι να βγουν όχι σε κάνα μπάνιο, αλλά από το στόμα της Παρασκευούλας! Έσκαγε από ζήλια και δε μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι στη Σμυρνιά  που θεωρούσαν ότι έκανε διάφορα και ξεσήκωνε τους άντρες άνοιξε τέτοια τύχη! Θα έκανε τόσο καλό γάμο είτε τώρα είτε αργότερα και θα γνώριζε τέτοια μεγαλεία; Καλύτερη ήταν από την κόρη της που κατά πως έβλεπε θα έπεφτε σε κάνα μεροκαματιάρη της γειτονιάς και θα αγκομαχούσε για να τα φέρει βόλτα; Όσες προσπάθειες κι αν έκαναν, τα παλικάρια που είχαν καλύτερο μέλλον είχαν ξελογιαστεί με κείνη. Της σειράς τους βέβαια. Γιατί οι εύποροι γαμπροί δεν ήταν εύκολο καθόλου να βρεθούν, δεν είχαν υψηλές γνωριμίες.
-Η Θοδώρα δε θέλει; Γιατί, δεν της κάνει; Χα χα!
- Της είπανε να διαλέξει όποιον της αρέσει πιο πολύ, κάναμε με την Ευρύκλεια γέλια, τι να σου λέω!
- Ναι, ε; Κοίτα πράματα...   
Η Μαρουλία που είχε ζαλίσει πια το τσιμέντο στο πεζοδρόμιο από το πολύ σκούπισμα πέρα - δώθε, δεν άντεξε άλλο να το παίζει αδιάφορη. Πλησίασε προς τα κει, με τα χέρια στη μέση.
- Τι κάνετε; Σας βλέπω τόση ώρα που λέτε, λέτε... 
- Τι να κάνουμε, εδώ, διάφορα, να περνάει η ώρα... απάντησε η Αστερόπη σχεδόν αδιάφορα.
Η Παρασκευούλα που είχε αρχίσει να κοκκινίζει επικίνδυνα, χαμογέλασε μηχανικά. Την κατάσταση έσωσε ο μικρός που άρχισε τη γκρίνια γιατί φώναζε τόση ώρα τη μαμά του κι η Αστερόπη δεν πήγαινε. Τις καλημέρισε κι έκλεισε το τζάμι. 
Παραμιλώντας πήγε στο σπίτι της. Σε λίγο θα ερχόταν η γειτόνισσα να μάθει και το αίμα ανέβαινε πιο πολύ στο κεφάλι της. Έριξε μια ματιά στη σάλα, εκεί που κοιμόταν η κόρη της. Έπινε κακάο και ξεφύλλιζε μ' ενδιαφέρον ένα περιοδικό, που πήγαινε από χέρι σε χέρι. Δεν της είπε κουβέντα, είχε μέλλον η συζήτηση. 
<<Κοίτα εσύ τις φωτογραφίες και μη σου ξεφύγει τίποτα, μετά θα τα πούμε! Το καλό είναι που δεν άκουσε τίποτα η άλλη να ξεσηκωθεί... Βρε δεν το χωράει ο νους μου να γίνονται τέτοια πράματα στης Ευρύκλειας και να γυρέψουν αλλού νύφες! Κι εμείς εδώ μια γειτονιά δεν είμαστε; Είμαστε!>>
Η Μαρουλία κατέφθασε ζητώντας λίγο άνηθο για να δικαιολογηθεί. Αυτό έκανε συστηματικά όταν ήθελε να χωθεί σε καμιά πόρτα για να μάθει κάτι και δεν ήταν η μόνη. 


- Τι έπαθες καλέ, ζεσταίνεσαι;
- Φούντωση έχω βρε Μαρουλία απ' την ώρα που έπιασα την πλύση... 
- Α! Δε σε είδα έτσι πιο νωρίς!
- Με το σκύψιμο μου ήρθε έτσι μια ζάλη, τ' άφησα κι εγώ στο μούσκιο... Βγήκα όξω, με χτύπησε κι ο ήλιος...
- Εμ! Τόση ώρα κουβέντα... Για πες, τι βεγγέρα είχανε χτες στης Ευρύκλειας, έμαθες τίποτα;
- Ναι, αυτά μου ' λεγε η Αστερόπη. Σπουδαίοι άνθρωποι ήτανε! 
Μέχρι να τελειώσει το βιογραφικό τους, έφτασε μεσημέρι και τσουκάλι στη φωτιά δεν είχε μπει.
Ανέφερε στη Μαρουλία αόριστα για ένα καλό προξενιό και τίποτα παραπάνω. Μετρημένες κουβέντες. 
<<Χαζή είμαι να της τα πω, να έρθει πάλι κάνας καλός από δω και να τον βουτήξουνε μάνα και κόρη, να κοκορεύεται κι από πάνω; Ας έχω εγώ το νου μου μπας κι ανοίξει καμιά καλή τύχη στη δικιά μου...>>
-Τέτοιοι άνθρωποι με κύκλο καλό και προσπέσανε στη Θοδώρα; 
- Ε, τώρα κι εσύ! Να της βρούνε κάνα καλό παιδί είπανε, την αγαπάνε που είναι απ' τα μέρη τους, δεν δώσανε και κάνα λόγο! 
- Και λες να γίνει τίποτα με κάνα πλούσιο και γραμματιζούμενο; Αυτό πια να δω... 
- Τι να σου πω βρε Μαρουλία μου, καμιά φορά δεν ξέρεις πώς τα φέρνει η τύχη. Λίγα ακούμε;
- Βρε, πολλά ακούμε, μη το συζητάς! Είδες όμως κάτι γνωριμίες η Ευρύκλεια, ε; 
- Αμ, δεν είδα λες; Εκτός από τους συγγενείς τους που εντάξει, νοικοκυρεμένοι είναι κι αυτοί, ποιος περίμενε να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι της τέτοιοι άνθρωποι; Τι λούσα, τι αρώματα, μοσχοβόλησαν ως εδώ και που ήρθανε και που φύγανε! 
- Και με αυτοκίνητο δικό τους! Πώς σταμάτησε, πώς άνοιξε εκείνος τις πόρτες για να βγούνε η μάνα, η πεθερά κι η γυναίκα του! Και να οι αγκαλιές, να τα δώρα, να τα τραπέζια! Όλοι τα χάσαμε Παρασκευούλα μου εδώ που τα λέμε!  
- Βέβαια! Λίγο πράμα είναι; Α! Να η κόρη φουριόζα, πού πάει; 
- Στον κυρ-Φανούρη μάλλον... Όχι, στον ψαρά!
- Μπα! Χτες κρέατα και σήμερα ψάρια θα φάνε; Άλλο και τούτο πάλι! 
- Μωρ' συ, θα σκάσω άμα δε μάθω! Πάω να δω!
- Άντε, τρέχα κι έλα να μου πεις!
Σε λιγότερο από τρία λεπτά, η Μαρουλία στήθηκε μπροστά στις ψαροκασέλες και καλοχαιρετούσε για πρώτη φορά τη Θοδωρούλα.
- Ψαράκια σήμερα, ε;
- Ναι. απάντησε τυπικά η κοπέλα.
- Η μαμά σου, καλά;
- Καλά.
- Ο αδερφός σου;
- Πολύ καλά.
- Στο τηγάνι θα κάνετε το γαύρο, ε;
Η Θοδωρούλα έγνεψε καταφατικά κι αφού πλήρωσε και χαιρέτισε ευγενικά έγινε καπνός. 
Ο ψαράς μάταια περίμενε την παραγγελία της γειτόνισσας. 
-Κυρά-Μαρουλία, δε μου είπες τι να σου βάλω!
- Καμιά μαριδούλα ήθελα, αλλά δεν έχεις... 
- Μεσημέριασε πια, τις πήρανε! Ο,τι έχω μετρημένο είναι, θες κάνα κολιό, που είναι φτηνός; 
- Μπα, όχι... Και δε μου λες, το γαύρο πώς και δεν τον πήρανε απ' το πρωί κι είχες για την Ευρύκλεια;
- Από χτες μου τον είχε παραγγείλει ο Χαρίσης και τον είχα κρατημένο στον πάγο.
- Μάλιστα... Από τόσο φαγοπότι χτες, ήθελε γαύρο σήμερα;
- Γιατί να μη θέλει; Κι εσύ καλέ, τις μπουκιές τους κοιτάς και μετράς;
- Τι είναι αυτά που λες χριστιανέ μου, κάνω εγώ τέτοια πράματα; Άντε τώρα, σε χαιρετώ...
Ο ψαράς κούνησε κοροϊδευτικά το κεφάλι και της έστειλε φρέσκα φάσκελα που σπαρταρούσαν σαν τα ψάρια που διαλαλούσε. 
<< Και τέτοια και χειρότερα κάνεις!>>  

Τρωγόταν η Παρασκευούλα και μετά τη συζήτηση που έκανε με την κόρη της.
- Τα μάτια σου ανοιχτά να έχεις, ακούς τι σου λέω;
- Θα τα έχω βρε μαμά σου είπα!
- Και πρόσεχε κακομοίρα μου, μη σου ξεφύγει λέξη! Η Μαρουλία έτσι και πάρει χαμπάρι, θα την πιάσει λύσσα και με τα τούτα και τα κείνα θα τυλίξουνε τον καλύτερο! Γιατί να μην προλάβουμε εμείς, ε; 
- Κι άμα της τα πει κι αυτηνής η Αστερόπη;
- Αφού σου είπα ότι εμπιστευτικά  μου τα είπε, καταλάβαινε πια! Κι ότι θα βρούνε για τους γαμπρούς κοπέλες από της θείας της τη γειτονιά, που είναι πολλές και λεύτερες κι έχουνε φιλίες!
- Μ' εκείνες που έχουνε φιλίες, το λες και μόνη σου... Εμείς δεν έχουμε τίποτα άλλο με τη Θοδωρούλα, εκτός από μια καλημέρα, άμα την πούμε κι αυτή δηλαδή... Τις πιο πολλές φορές δεν κάνουμε ότι δεν τη βλέπουμε τα τελευταία χρόνια;
Η μάνα κατάπιε τη γλώσσα της για λίγο. 
- Τι έχεις να μου πεις τώρα, ε; Γνωριμίες με τέτοιους ανθρώπους θα μας κάνουνε στα καλά καθούμενα; Άμα δε μου φώναζες κι εσύ όπως οι άλλες να μη της μιλάω γιατί δεν είναι σόι, πρώτη και καλύτερη θα με είχανε! Έγιναν τόσες φασαρίες, να με το Λάκη, να με το Μίλτο, αυτή όμως τίποτα δεν έκανε τελικά με κανέναν και θα πάρει κάναν απ' τους πλούσιους στο τέλος! 
- Και πού ξέρουμε ότι δεν έκανε, ε;
-Ωχ κι εσύ καλέ μαμά! Του κλότσου και του μπάτσου την είχαμε όλες και να τώρα που μας μπαίνουν και στο μάτι! Ποια απ' όλες στη γειτονιά έχει τέτοιες επισκέψεις στο σπίτι της με ανθρώπους σαν κι αυτούς; Τα αγόρια πες ότι τα ξελόγιασε και πέσανε με τα μούτρα πάνω της, οι άλλοι όμως;
- Ε, ναι, δε λέω...
- Είδες που έχω δίκιο; Θα κανονίσω να την πιάσω από κοντά, αυτό πρέπει να κάνω! 
- Ναι παιδάκι μου! Κι εγώ τη μάνα της! 

Το επόμενο απόγευμα βγήκε η Αστερόπη με το μικρό στο σεργιάνι. 
Τα παιδάκια που έπαιζαν στη γειτονιά φωνάζοντας και γελώντας, έριξαν στα πόδια τους μια ταλαιπωρημένη μπάλα, που πέρασε πριν ξυστά από το κεφάλι του μικρότερου.
- Άντε, δώσε της μια κι εσύ αγόρι μου που είσαι δυνατός!
Στο λεπτό μπήκε κι εκείνος στο παιχνίδι. Αυτό ήταν που ήθελε κι η μάνα του!
-Πώς πας Αστερόπη, καλύτερα είσαι;
- Ναι Μαρουλία! Η Ευρύκλεια να είναι καλά! 
- Τι σου έδωσε;
Μέχρι να της πει το γιατροσόφι, μαζεύτηκαν δυο-τρεις ακόμα.
Αυτές οι ώρες ήταν που περίμεναν όλες, να βγουν στις εξώπορτες καθισμένες στα σκαλάκια, για κουβέντα κι ενημέρωση.
Η Αστερόπη ξύπνια, έδωσε διακριτικά τις πληροφορίες που ήθελε όσο ψόφαγαν οι άλλες να μάθουν. 
Και να η λάτρα, τα παιδιά, η υγρασία, η σκάφη, το μαγείρεμα, οι ευκολίες που έχουν κάποιες και πόσο τυχερές είναι, να έχουν καλή τύχη οι κόρες τους για να ζήσουν σαν αρχόντισσες κι όλα αυτά που απασχολούσαν τις μάνες όλες. Ποια δεν θα ήθελε να τη δει κυρία, φορτωμένη χρυσαφικά και λούσα, σαν την Αγλαΐα;  Και ποια δεν ζήλευε τη Μαρίκα με τις δαντέλες και τα μεσάτα φορέματα;  Αλλά κι η Σουλτάνα με τα πολλά παραπανίσια κιλά και το γελαστό, σαν φεγγάρι ολοστρόγγυλο πρόσωπο, ήταν ξεχωριστή. Και τι μελωδικά ακουγόταν το κουδούνισμα από τα βραχιόλια της όταν σήκωνε το χέρι με τα κόκκινα νύχια και τους έστελνε φιλιά φεύγοντας!
- Μα φαίνεται ο άνθρωπος από μακριά! Ποιος ξέρει και τι προίκα θα πήρε ο επιστήμονας, ε;
- Δεν ξέρω, αλλά σιγά μην είχε κι ανάγκη ο Ιάκωβος! Βγάζει χρήμα μπόλικο, χτίζει ξενοδοχεία, κάτι σπίτια παλάτια... Έτσι κι οι φίλοι του, καλές και καθαρές κοπέλες θέλουνε, τίμιες, να τις κάνουν βασίλισσες! Οι προίκες, κακά τα ψέματα, βοηθάνε το αντρόγυνο να φτιάξει τη ζωή του, άμα όμως έχουνε τον τρόπο τους οι γαμπροί, δεν τα κοιτάνε ποτέ αυτά... Ξοδεύουνε και καμαρώνουν! 
Τους "ήξεραν" πλέον ονομαστικά όλες και την ξεζούμιζαν για να τους πει όλα όσα ήξερε. 
Η Παρασκευούλα ήταν η μόνη που απουσίαζε με την κόρη της. Όση ώρα έδινε κι έπαιρνε η κουβέντα, εκείνη έκανε παζάρια στον ιδιοκτήτη ενός κεντρικού καταστήματος στην αγορά, προκειμένου ν' αγοράσει η κόρη της καινούργιο φουστάνι.
Πού να πάει ο νους της ότι η Αστερόπη παραμόνευε; Γιατί είπαμε, ο,τι συζήτησαν ήταν άκρως εμπιστευτικό! 
Βέβαια, δεν τους τα είπε κι εκείνη ευθέως, άφησε όμως να εννοηθεί ότι κάποιοι εύποροι έδειχναν ενδιαφέρον στα κορίτσια της γειτονιάς κι είχε πολλά παραδείγματα. Έτσι, όταν διαλύθηκε το πηγαδάκι μαζεύοντας η Αστερόπη το γιο της για να τον πάει περίπατο, χώθηκαν αυτές στα σπίτια τους με κάποια δικαιολογία, για να σκεφτούν καλά και να μιλήσουν με τις ανύπαντρες κόρες τους. 

Η Θοδωρούλα χασκογέλαγε με τον αδερφό της, προσέχοντας μη λερώσει τη μπλούζα της. 
Ο Χαρίσης τους είχε αγοράσει παγωτό χωνάκι από τον ασπροντυμένο πλανόδιο που διαλαλούσε το καϊμάκι με σιρόπι βύσσινο.
Η μάνα ήταν όπως πάντα επιφυλακτική κι αντίθετη με όλα αυτά.
- Άσε μας βρε συ Ευρύκλεια που θα τα βάλεις τώρα με την κόρη σου!
-Αστερόπη μου, σωστό δεν ήτονε που τση μίλησε έτσι ξερά...
- Μπα! Κι όταν την έβλεπε αυτή και της γύριζε τα μούτρα απ' την άλλη ήταν καλύτερα;
- Ε, όχι, δε σ΄ηλέγω έτσι, μα κι αυτό...
-Μαμά, αυτό είπαμε κι αυτό θα γίνει! Άσε την αδερφή μου να κάμει αυτό που πρέπει μπας κι ιδούμε καμιά άσπρη μέρα, άντε! 
- Κακό να μην ηκάμετε, αυτό φοβούμαι σας είπα!
- Κανένα κακό δεν κάνουμε! Άσε τα παιδιά κι εμένα να χαρείς! Ο Βλάσης δυο-δυο πίνει τα κρασάκια απ' τη χαρά του! Να φάμε τα παγωτά μας και πάμε όλοι στο σπίτι, να του κάνουμε παρέα! Λουκάνικα θα ρίξει στο τηγάνι είπε, τα μακαρόνια του ξίνισαν...
- Δίκιο έχει ο άνθρωπος! Το κρασάκι θέλει μεζέ! Πάμε και θα σιάξει η Θοδωρούλα σαγανάκι, ε;
- Αμέ! Θα συμπληρώσουμε τσι μεζέδες! 
Έριξε από μια χαϊδευτική καρπαζιά στα δυο αδέρφια και κράτησε τα χέρια του μικρού που ήταν μες το χώμα και το σιρόπι μη λερώσει την παστρικιά, ασβεστωμένη αυλή. Όταν τον πήγε στη βρύση για πλύσιμο, είδε τις γειτόνισσες με τα μάτια στυλωμένα πάνω τους.
<<Τώρα που θ' αρχίσουν τα όργανα, να δω πού θα βρείτε τρύπα να χωθείτε κουτσομπόλες!>>