.

.
.

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Η...κουνίστρα


Η...κουνίστρα πρώην συμπεθέρα ήταν μια ξανθιά γυναικάρα, αξιοπρεπής, γελαστή και χαριτωμένη. Κομψή, καλοντυμένη, φορούσε φαρδιές ζώνες για να επιδεικνύει τη λεπτή μέση της. Χωρισμένη από χρόνια με τον άντρα της έπαιρνε καλή διατροφή και το ενοίκιο από ένα διαμέρισμα που ήταν προίκα της κόρης της. Ζούσαν αρκετά καλά και νοικοκυρεμένα. 
Η γνωριμία της Μαρίας, της κόρης της, με τον Αλέκο, έγινε σ' ένα πάρτι γενεθλίων ενός κοινού τους φίλου. Χόρεψαν πολλές ώρες μαζί, ήπιαν τα ποτάκια τους και την επομένη βγήκαν  για το πρώτο τους ραντεβού. Ο Αλέκος έφτασε μ' ένα τριαντάφυλλο κι εκείνη έλιωσε όταν της το πρόσφερε. Της είπε ότι είχε νωρίτερα ραντεβού σε μια γνωστή εταιρία για μια πολύ καλή θέση που θα του εξασφάλιζε πολλά λεφτά και ταξίδια και περίμενε να του τηλεφωνήσουν για να ξεκινήσει εκεί να δουλεύει. 
Έτσι άρχισε το ειδύλλιο και η αφελής Μαρία που πάντα τον έβλεπε κουστουμαρισμένο και μ' ένα μικρό βαλιτσάκι μόνιμα στο χέρι πίστεψε ότι θα είχε λαμπρό μέλλον ο τόσο γλυκός κι ευγενικός Αλέκος. Το ίδιο παραμύθι πούλησε και στους γονείς του που καμάρωναν και διατυμπάνιζαν την προκοπή του γιου τους. Το "ωράριό του" ξεκινούσε στις έντεκα το πρωί, είχε και δυο ώρες ελεύθερες το μεσημέρι όπου πεταγόταν στο σπίτι για φαγητό και τέλειωνε αργά το βράδυ. 
- Πολύ καλή αυτή η δουλειά αμά κομμάτι κουραστική για το παιδί. Με τη βούκα στο στόμα τρέχει πίσω κι έρχεται το βράδυ. 
- Ναι, ξεκινάει όμως στις έντεκα το πρωί. Πολύ παράξενο για δουλειά γραφείου βέβαια...
Η Μαρία μίλησε στη μητέρα της την Ελένη και σύντομα τον κάλεσαν στο σπίτι αφού κι εκείνος επέμενε να τη γνωρίσει. 
- Για να θέλει να έρθει σπίτι μας να γνωριστούμε, θα πει πως έχει καλό σκοπό. Μακάρι κορίτσι μου να άνοιξε η τύχη σου, θα μιλήσω και στον πατέρα σου. 
Πήγε ο Αλέκος με μια μεγάλη γλάστρα και σοκολατάκια. Μετά τα χαίρω πολύ, το χειροφίλημα και τα κομπλιμέντα στη νεότατη μητέρα της συζήτησαν για τη σχέση τους. 
Πολύ καλή εντύπωση έκανε της Ελένης, αφού ήταν τόσο καλό κι ευγενικό παιδί με καλή δουλειά και αγαπούσε την κόρη της. Είχαν περίπου ένα χρόνο περιθώριο για το γάμο, θα ενημέρωναν τους ενοικιαστές να βρουν άλλο σπίτι για να ξεκινούσαν οι γονείς την ανακαίνιση. 
- Ο πατέρας της κι εγώ θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε Αλέκο μου, με το καλό οι χαρές σας! 
 
Το πήγαινε - έλα συνεχιζόταν, τη γνώρισε και στους γονείς του και πολύ τους άρεσε η επιλογή του γιου τους. Εμφανίσιμη κοπέλα, προικισμένη, μοναχοπαίδι, τι καλύτερο! Ο Αλέκος τους μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τη μητέρα της, νέα, ωραία, νοικοκυρά, καλοσυνάτη. Στο μήνα επάνω πήγε με τους γονείς του με τούρτα, λουλούδια κι ένα δαχτυλίδι για να γνωριστούν τα συμπεθεριά και να τη ζητήσουν επισήμως. Η Ελένη είχε φυσικά καλέσει και τον πρώην σύζυγο, έπρεπε να παραστεί σαν πατέρας. Μπαίνοντας στο σπίτι τα έχασαν από την ακριβή επίπλωση και τα παχιά χαλιά. 
- Μυρτούλα μου τι να σε πω! Να διεις μια σπιταρόνα να τρελαθείς! Κι εκείνοι οι αθρώποι μια χαρά, μας καλοδέχτηκαν, μας περιποιήθηκαν, ένα τραπέζιιιιιιι και τι δεν είχε απάνου! 
Αυτό που καταλάβαμε ητανάνε πως ο μπαμπάς της τήνε αγαπάει πολύ τη γυναίκα του, στα μάτια μέσα τήνε κοίταε! Αμά κι αυτή σίγουρα τόνε θέλει και γι' αυτό δεν έκανε τίποτις με κανένανε τόσα χρόνια. Και να πεις που είναι καμιά άσκημη, άπαπα! Εδώ πατάει κι εκεί βροντάει, ξανθούλα με μπούκλες, καλοκαμωμένη, φόραε μια στενή μαύρη φούστα και κόκκινο πουκάμισο μες στη νταντέλα ητανάνε. Και μια ζώνη από ύφασμα ασορτί, κόκκινο με μαύρο, γόβες ωραίες μ' αψηλά τακούνια, μαλαματένια ωραία σκουλαρικάκια, καδένα, βραχιόλι, κούκλα σε λέω! Και σοβαρή και πάρα πολύ μετρημένη, σε ούλα της νοικοκυρεμένη. 
- Και γιατί χώρισαν αφού λες ότι αγαπιούνται ακόμα; 
Γιατί αυτός, ο συμπέθερος, άκουε πολύ τη μάνα του. Ζούλευε αυτή που σα νέο ζευγάρι βγαίνανε, πηγαίνανε διακοπές, ψουνίζανε, ήθελε να πηγαίνει μαζί τους κι όλο λόγια τόνε έβαζε. Η συμπεθέρα έκανε υπομονή αμά η γριά το λάδι τους έβγαζε, όλο έκανε την άρρωστη. Άμα ήξερε που θα πήγαιναν κάπου τελεφωνούσε τον γιο της κι έλεε πεθαίνωωωωωω η καρδιά μου και τέτοια. Παρατούσε εκείνος τα πάντα κι έτρεχε στη μάνα του, με τα χρόνια δεν άντεξε κι αυτή η κοπέλα. Κανονίσανε να πάνε διακοπές και μια μέρα πριν φύγουνε τον λέει δεν είμαι καλά και να με πας σε κλινική. Την πήγανε κι εκεί είπανε οι γιατροί που ητανάνε μια χαρά αμά αυτή είπε να μείκει για την κάνουνε εξετάσεις. Αγανάχτησε η γυναίκα του και πήρε τη Μαρία και πήγανε οι δυο τους, απέ κει και μετά τον είπε φύγε...

Με τις αγάπες και τα τραπεζώματα πέρασαν τέσσερις μήνες. Ο κύριος Γιάννης λεφτά στην τσέπη του δεν προλάβαινε να βάλει. Ο κανακάρης τους έλεγε ότι δεν ήθελε να ξοδέψει τίποτα από το μισθό του, τα μάζευε για το γάμο. Συντηρούσε ο πατέρας το γιο, πλήρωνε τα συχνά δώρα στη μνηστή, τα λουλούδια και τις τούρτες στην πεθερά, στο σπίτι ίσα που έμπαινε το φαγητό στη φωτιά. Με το ζόρι πλήρωνε τους λογαριασμούς και τις άλλες ανάγκες του σπιτιού. Ο κανακάρης τους έκανε πάντα συγκεκριμένες χειρονομίες κάθε φορά που αρραβωνιαζόταν, η χαρά του ανθοπώλη και του ζαχαροπλάστη ήταν!
- Με τέτοια τύχη καλή που βρήκε το παιδί πρέπει να φέρνεται αναλόγως. Έχουμε στριμωχτεί κομμάτι η αλήθεια, αμά τι να γένει, μπήκε σε μια τέτοια οικογένεια! 
Η Ελένη είπε στους ενοικιαστές για το σπίτι, σιγά σιγά να έβρισκαν κάποιο άλλο. Τοίχο θα γκρέμιζαν, κουζίνα και μπάνιο θα άλλαζαν, άρχισαν να κοιτάζουν στα μαγαζιά και να διαλέγουν. Ο Αλέκος καμάρωνε κι έκανε σχέδια με τους γονείς του πως και που θα γίνει ο γάμος. Είχε μάθει από τη Μαρία τα πάντα για τους θείους της, τι είχαν, τι έβγαζαν, ο δε ένας θείος της ήταν η αδυναμία του κι ας μη τον γνώριζε. Ανύπαντρος εβδομηντάρης με περιουσία που την είχε συμπεριλάβει στους κληρονόμους. 
Σε οκτώ περίπου μήνες σκάει η βόμβα! <<Με απέλυσαν>> Έβαλαν στη θέση μου τον ανιψιό του αφεντικού και μου χρωστάνε και μισθούς!
Μεγάλη στεναχώρια έπεσε και στα δύο σπίτια. Να ετοιμάζουν γάμο και να μείνει ο γαμπρός χωρίς δουλειά; Οι γονείς του χολοσκασμένοι, αφού τον χαϊδολόγησαν και τον καλοτάισαν βρήκαν την άκρη. Πρέπει να τον τακτοποιήσει κάπου το σόι της νύφης, σε καλές δουλειές ήταν, κάτι θα βρισκόταν. Στην τελική ας έλεγαν στον πλούσιο θείο να τους βοηθήσει, ανιψιός του θα γινόταν! 
Η Ελένη άρχισε τα τηλεφωνήματα σε συγγενείς και φίλους, εκεί είδε όμως ότι όσον αφορούσε τα προσόντα του γαμπρού δεν έβγαζε άκρη. Κάπως της τα μάσαγε αυτός με τα διπλώματα που έλεγε ότι κατείχε, τα ίδια βέβαια και στη Μαρία κι άρχισε η φαγωμάρα. Κατάλαβε η κοπέλα ότι της τα είχε φουσκώσει και προσπάθησε να ρίξει στάχτη στα μάτια της μητέρας της.
- Μαμά δουλειά να 'ναι κι ό,τι να 'ναι. Ας τακτοποιηθεί κάπου και βλέπουμε.  
Δουλειά βρέθηκε. Θέση... διευθυντού κενή μπορεί να μην υπήρχε στο εργοστάσιο αλλά θα μπορούσε άνετα να εργαστεί στη συσκευασία.



Τα νεύρα του Αλέκου έκαναν άνω κάτω τους γονείς του. 
Πήγε μια βδομάδα στη δουλειά και σήκωσε το κόσμο στο πόδι. Αχ τα χέρια μου, βαχ τα πόδια μου, τι θα κάνω, δε μπορώ εκεί. Οι γονείς του ως συνήθως έπαιρναν το μέρος του κι άρχισαν να μη βλέπουν πλέον με τόσο καλό μάτι τη Μαρία και τους γονείς της. Ο πατέρας της, έξυπνος άνθρωπος κι αυτοδημιούργητος, είχε ψηθεί στη δουλειά από τα δεκαπέντε του. Άγρια θάλασσα είχε γίνει με το γαμπρό, η μητέρα της προσπαθούσε να τα μπαλώσει γιατί η κόρη τους έπεσε σε μελαγχολία. Τα πικρά γλυκά έκανε η Ελένη μέχρι που πήγαν οι γονείς του στο σπίτι της για να "συζητήσουν". 
Με στόμφο ο κύριος Γιάννης δήλωσε ότι ο γιος τους είχε μια ατυχία και θα έπρεπε να κάνουν το καλύτερο. Να πιάσουν τον εύπορο θείο που παιδιά - σκυλιά δεν έχει και να τον πιέσουν ν' ανοίξει την τσέπη του για να κάνει ο Αλέκος δική του δουλειά. Ήταν για το συμφέρον της κόρης της τους που δε θα έβρισκε άλλο τέτοιο παιδί στον κόσμο. Κι αν εκείνη σα μάνα την αγαπούσε, έπρεπε να σταθεί και να βοηθήσει το γαμπρό.

- Χριστός και Παναγία! Μιλάς σοβαρά κύριε Γιάννη, τόλμησες και είπες στη γυναίκα τέτοια πράγματα; 
- Βεβαίως και τα είπα! Μια κόρη έχουνε, δεν πρέπει να βοηθήσουνε; Αφού το χαϊβάνι το δικό μας δεν την είπε το και το, τα 'πα εγώ! 
Έξαλλες έγιναν μάνα και κόρη όταν άκουσαν το Γιάννη να τα έχει κανονισμένα. Του είπαν ότι αυτά δεν γίνονται κι απόρησαν πως τα σκέφτηκε. Η Μαρία κλείστηκε στο δωμάτιό της κι έκλαιγε, η μητέρα της μπήκε να την ηρεμήσει και τους άφησε σκόπιμα μόνους. Είδαν κι απόειδαν, έφυγαν απογοητευμένοι κι εκνευρισμένοι... 
Ο πατέρας της Μαρίας που είχε κακό προαίσθημα από την αρχή, τηλεφώνησε κρυφά στην εταιρία που έλεγε ο γαμπρός ότι δούλευε. Με πρόφαση ότι ήταν επιχειρηματίας, θέλησε να μάθει το λόγο που απέλυσαν τον υπάλληλο, επειδή ζήτησε να εργαστεί σ' εκείνον. Όταν άκουσε ότι ο συγκεκριμένος τους ήταν εντελώς άγνωστος και δεν πέρασε ποτέ εργαζόμενος από κει, απείλησε να τον σκοτώσει. Φτηνά τη γλύτωσε ο γιαλαντζί νυμφίος, χάρη στο νευρικό κλονισμό που πέρασε η καημένη η Μαρία... 

Ο Αλέκος σαν τεμπέλαρος που ήταν πήγε ακόμα δυο μέρες στη δουλειά για να τους ρίξει στάχτη στα μάτια. Με το ζόρι έσερνε τα χέρια του και περίμενε αδημονώντας τη στιγμή που θα τον έδιωχναν. Η Μαρία αρνήθηκε να τον ξαναδεί, στους γονείς του έλεγε ότι βγαίνουν αλλά δεν τα πάνε πλέον και τόσο καλά. Σκαρφίστηκε ό,τι χειρότερο μπορούσε να βάλει ο νους ανθρώπου κι άρχισε να ρίχνει λάσπη στην οικογένεια. Οι γονείς της δεν σκόπευαν να της δώσουν τίποτα και η μάνα της ήθελε να την παντρέψει για να μη την έχει στα πόδια της και να κάνει τη ζωή της. Ο πατέρας της που τα είχε καταλάβει, φρόντισε με κάποιες γνωριμίες που είχε να τον διώξουν από την καλή δουλειά, να μείνει άνεργος και να μη γίνει ο γάμος. Έτσι, με την κόρη τους στο σπίτι, δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα εκείνη. Επίσης είχε ξοδέψει όλα του τα λεφτά για να κάνει τα κέφια της πεθεράς που ήταν μεγαλομανής και της άρεσαν τα ακριβά εστιατόρια και δώρα. Δεν τους το είχε πει για να μη τους στενοχωρήσει και τα περνούσε μόνος του... 
Το τι κατάρες εξαπέλυσε η Ανθούλα, τρόμαζες που την άκουγες! 

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Αφού το λέει το παιδί, έτσι είναι...


- Μπα που κακό χρόνο να 'χει η κουνίστρα που θα πει για το παιδί μου! 
Την κόρη της θέλει να κουκουλώσει για να μπάζει και να βγάζει τις γκόμενοι και πήανε να τόνε τυλίξουνε μάνα και κόρη! Κι αν πεις κι αυτόνε τον Αλέκο που του μιλούμε και δεν καταλαβαίνει ντιπ! Οι γυναίκες χαθήκανε που έπεσε με τα μούτρα σε δαύτηνα; Πάει, δε θα ξημερώσω, το κεφάλι με βουίζει, την πίεσή μου δεν ξέρω που με τήνε ανέβασε... 
- Σους μπρε Άνθω και γένηκες κατακόκκινη! Όλοι οι καλοί αθρώποι τήνε παθαίνουνε στη ζωή για! Ψήσε μια μπριζόλα και ρίξε πατάτες να τηγανίζουντε να φάει το παιδί να στυλωθεί. Πολύ ταλαιπωρία πέρασε, κομμάτι ησυχία τον πρέπει και καλό φαγάκι να συνέλθει. 
Στο τηγάνισμα δεν είχε απολύτως καμία ανάμειξη το λάδι. Αυτό το χρησιμοποιούσαν και μάλιστα μπόλικο μόνο στη σαλάτα, άντε και σε κάποιο φαγητό όταν νήστευαν για να μεταλάβουν. Οι πατάτες και ό,τι άλλο έμπαινε στο τηγάνι τσιτσίριζαν πάντα σε φρέσκο βούτυρο, πρωτόγνωρο για κάθε Ελληνίδα νοικοκυρά. Μέχρι και τις φακές και τα φασόλια αφού τα νερόβραζε τα στράγγιζε καλά και τα σωτάριζε με ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι σε λίγο βούτυρο φρέσκο και αρκετή μαργαρίνη, ακολουθούσε η ντομάτα και βραστό νερό. 
Αυτό τελικά έκανε τη διαφορά στη μαγειρική της κι ακόμα και το πιο απλό φαγητό της ήταν πεντανόστιμο. Φορτωμένοι χοληστερίνη και τριγλυκερίδια απορούσαν πως τα απέκτησαν αφού...πρόσεχαν! 

Οι πατάτες με τη μπριζόλα, τη σαλάτα, τα τυριά και τα σαλάμια στρώθηκαν στο τραπέζι και περίμεναν τον πασά που είχε στεναχωρηθεί να φάει για να δυναμώσει.
Εκείνος είχε κλειστεί στο δωμάτιό του με τη μουσική στη διαπασών κι έλεγε ότι δεν είχε όρεξη. Ο πατέρας έξω από την πόρτα του τον παρακαλούσε μη κρυώσει το φαγητό και τα νεύρα της Μυρτώς  φαίνονταν ολοκάθαρα στο πρόσωπό της. Διαπληκτίστηκε μαζί τους επειδή υποστήριζαν τον κανακάρη τους που για μια ακόμα φορά τα έκανε μαντάρα. Κι αυτή η συμπεριφορά τους πια λες και ήταν μωρό ολόκληρος μαντράχαλος, ήταν η αιτία του κακού.  Κόμμα έκαναν πατέρας και γιος όσον αφορούσε τις γυναικοδουλειές του. Η Ανθούλα δεν τους μιλούσε συνήθως, μόνο στη Μυρτώ τηλεφωνούσε κι αφού της έλεγε στο περίπου τι συνέβαινε την καλούσε να πιούνε καφέ και να τα πουν από κοντά. Στις αδερφές και στην κόρη της έλεγε ελάχιστα κι αυτά όπως ήθελε. 
Με καινούργιο κουστούμι ο Αλέκος βολτάριζε τον τελευταίο καιρό. Μοστραριζόταν σαν εύπορος νέος που έψαχνε να βρει την κατάλληλη κοπέλα, είχε κάνει και μερικούς  αρραβώνες, ο πρώτος στα εικοσιδύο του που φυσικά έληξε άδοξα όπως κι οι επόμενοι. Καλή κοπέλα ήταν, είδαν όμως στην πορεία οι γονείς της ότι χαΐρι και προκοπή δεν πρόκειται να δει με το φαφλατά γαμπρό που τους πούλησε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ο Αλέκος ζορίστηκε όταν επέμειναν να πιάσει δουλειά στη βιοτεχνία ενός γνωστού τους, αρνήθηκε και κάποιες άλλες προτάσεις τους και πήρε πόδι εν μία νυκτί. Τα ίδια έγιναν ξανά και ξανά με άλλες κοπέλες. Μπροστά αυτός κι από πίσω οι γονείς του.
- Ουστ απέ δω οι παλιαθρώποι που θα κάνανε το παιδί μας χαμάλη! Άμα θέλανε να το βοηθήσουν να τόνε βρίσκανε μια δουλίτσα της προκοπής, μορφωμένο παιδί είναι! 

Η μόρφωση του Αλέκου περιοριζόταν στις τρεις τάξεις του γυμνασίου και καμιά δεκαριά αγγλικές λέξεις. Οι γονείς του τον έστελναν σε φροντιστήριο αλλά αυτός αντί να παρακολουθεί τον καθηγητή, έστελνε ραβασάκια στις συμμαθήτριές του. Πετούσε κάνα χάου αρ γιου και καμάρωναν το γλωσσομαθή γιο τους... 
Στην Ελλάδα τους έλεγε, δε μαθαίνει κανείς ξένη γλώσσα. Για να μάθει τα αγγλικά σωστά πρέπει να πάει στο Λονδίνο και προς το παρόν δε γίνεται. Με αυτή την άποψη σταμάτησε φυσικά το φροντιστήριο αφού έκανε τρία χρόνια  στην ίδια τάξη. Στις καλές δουλειές παίρνουν αγγλομαθείς που σπούδασαν έξω, υποστήριζαν ο Γιάννης και η Ανθούλα. Ό,τι ήθελε τους έκανε κι εκείνοι δε μπήκαν ποτέ στη διαδικασία να ψάξουν την αλήθεια.
- Αφού το λέει το παιδί, έτσι είναι...



Με τα χρόνια έκανε πολλές σχέσεις ο Αλέκος. Όλες ήταν "σοβαρές" και τους φαινόταν κοντά ο γάμος, ότι ο γιος τους ήταν άνεργος  δεν αποτελούσε πρωτεύον θέμα. 
Φορτώνονταν γλάστρα, γλυκά και δαχτυλίδι και βουρ στη νέα νύφη. Το πως πήγαιναν να ζητήσουν κοπέλα κι επέμεναν να γίνει ο γάμος σύντομα με άνεργο γαμπρό ήταν άξιον απορίας. Βέβαια οι κοπέλες δεν ήταν τυχαίες. Μοναχοκόρες ό,τι καλύτερο για  να μη μοιραστεί η όποια περιουσία στη μέση, κοπέλες με μπαμπά εύπορο, εργαζόμενες στο δημόσιο κατά προτίμηση, διάλεγε μεταξύ αυτών κι έπεφτε με τα μούτρα. Η απάντηση βέβαια που έπαιρναν από τα συμπεθεριά ήταν <<να τακτοποιηθεί ο γιος σας πρώτα σε μια δουλειά και θα έρθει κι ο γάμος>> Έπαιρναν επίσης και την απάντηση σε λίγο καιρό από το μπαμπά - μαφία ανάλογα με τη θέση του καθενός <<κι εσείς να κοιτάξετε να μπει κάπου το παιδί, δεν το παίρνετε στη δουλειά σας;>> Ή <<πείτε στον ξάδερφό σας που έχει το μαγαζί να τον πάρει, της οικογενείας είναι>>
Εκεί κάπου άρχιζε να χαλάει η μνηστεία...
-Άτυχο είναι το παιδί και δε στεριώνει, μέσον γερό δεν έχομε να τον τακτοποιούσαμε κάπου καλά. Είπαμε και που δεν είπαμε να τόνε βρούνε κάτι αλλά που...
Διες τα ανίψια μου τι δουλειές καλές έχουνε, παράδες μπόλικοι μπαίνουνε στα σπίτια τους, τι παραπάνω προσόντα έχουνε μπρε Μυρτώ μου, πες με; 
- Εμ! Πως δεν έχουνε κυρά Ανθούλα μου, οι μισοί έχουν σπουδάσει κι έχουν πτυχία, ξένες γλώσσες, αγωνίστηκαν πάνω απ' τα βιβλία. Οι άλλοι επίσης διάβασαν και τέλειωσαν τεχνικές σχολές κι είναι άριστοι στα υδραυλικά και ηλεκτρολογικά όπως μου λες. Και οι μεν και οι δε στέκονται καλά οικονομικά αλλά έβαλαν το κεφάλι κάτω κι έγιναν κάτι. 
Προσόντα χρειάζεται να έχει κάποιος για να χτυπήσει πόρτα για καλή δουλειά. Αν δεν έχει θα βολευτεί όπου βρει... 
- Προσόντα για, αυτό λέμε, σάμπως ο Αλεκάκης δεν έχει; Μέχρι και τα κομπιούτερ θα πάει να μάθει για γένει ακόμα πιο καλός! 




Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Πως θα στεφανωθούν; Αφού είναι παντρεμένος μ' εμένανε!



Άστραψε και βρόντηξε η Λαμπρινή! 
Τον κόσμο στο πόδι σήκωσε απ' τις φωνές κι έτρεξε η μάνα της να κλείσει καλά τα παράθυρα. Ο Βασίλης τα είπε στο Γιώργο λεπτομερώς κι έγινε χαμός όταν τα έμαθε η αδερφή του.
- Τι με λες τώρα, είσαι με τα καλά σου κι εσύ, για ζάβωσες ντιπ για ντιπ; Πως θα στεφανωθούν; Αφού είναι παντρεμένος μ' εμένανε! Γάμος με δυο γυναίκες γένεται; Κι αυτή η αρσίζα, η ελεεινή, το παλιογύναικο, πού πάει και μπλέκει με άντρα παντρεμένο; Με τα είπανε τι κουμάσι είναι που 'φαε τον άντρα της και θέλει άλλονε να πάρει! Ποιος ξέρει τι τόνε ποτίζει και τόνε τύλιξε... Άκου στεφανώματα με δαύτηνα ο άντρας μου, πού να τα πω; Το ινάτι του κάμει για να κοκορεύεται, θα τη χορτάσει και θα τήνε διώξει. Μαλώσαμε αμά θα τόνε περάσει ο θυμός και θα με ζητάει πίσω, κει να διεις τι θα τόνε κάμω!
- Λαμπρινή θα τη στεφανωθεί. Άντρας σου για λίγο ακόμα  στα χαρτιά είναι μόνο, θα πάρετε διαζύγιο. Γιατί δε θες να το καταλάβεις; Καλό είναι να τελειώνετε ήρεμα και να τραβήξετε το δρόμο σας.
- Θεέ μου τι ακούω! Τι αδερφός είσαι εσύ να θες με το ζόρι να χωρίσω τον άντρα μου; 

Μέρες τραβούσε η ίδια συζήτηση με τον παραλογισμό της. Πείσμα και ξεροκεφαλιά, τους είχε σπάσει τα νεύρα. Το κακό ήταν ότι πήγαινε σχεδόν καθημερινά στου αδερφού της και τον ακολουθούσε μετά στο σπίτι. Η Σουλτάνα έβραζε, ετοίμαζαν τη βάφτιση και είχε φούριες. Όταν έφτασε στο αμήν, ούρλιαξε και στους δυο να κλειστούν σ' ένα δωμάτιο να μη τους ακούει. Ήταν δε σε τέτοια κατάσταση που δεν τόλμησε κανείς τους να φέρει αντίρρηση...



Ο νεοφώτιστος Ιάκωβος κοιμόταν κουκουλωμένος στην αγκαλιά του νονού του. Βγαίνοντας από την εκκλησία, οι περισσότεροι καλεσμένοι θα πήγαιναν στο σπίτι. Εκεί περίμενε η μαμά να παραλάβει με μετάνοια το παιδί από τον πνευματικό του πατέρα. Είχαν στρωθεί αρκετά τραπέζια στη σειρά με κάτασπρα λινά τραπεζομάντιλα φορτωμένα φαγητά. 
Δύο αρνιά που είχαν είχαν στείλει στο φούρνο με μικρές ολόκληρες ροδοψημένες πατατούλες, χοιρινά μπούτια με μπόλικο σκορδάκι και κρούστα μουστάρδας σε μεγάλες πιατέλες περίμεναν διπλοσκεπασμένα για να μη παγώσουν. Μπουρέκια με κιμά, τυρόπιτες, σαλάτες με όλων των ειδών τα λαχανικά, αλλαντικά, τυριά, όλα στολισμένα με σγουρό μαϊντανό, ραπανάκια κι ελίτσες. Για γλυκά είχαν μπακλαβά, σάμαλι, κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Όλα μοσχοβολούσαν φρέσκο καλό βούτυρο και κανέλα .
Όλες οι αδερφές και δυο καλές τους φίλες είχαν επιστρατευτεί δυο μέρες στην κουζίνα. Μέχρι την ώρα της βάφτισης τα είχαν όλα έτοιμα. Ακολούθησε γλέντι μέχρι αργά κι ο κουμπάρος πλησίασε συνωμοτικά τη Σουλτάνα κάποια στιγμή. 
- Μπρε κουμπαρούλα μου, μια ιδέα έχω για τη τζαναμπέτα να τήνε ξεφορτωνόσαστε κομμάτι... 
Η μητέρα ενός φίλου του που υπέφερε από αρθριτικά, είχε πρόβλημα και με τα μάτια της και δε μπορούσε πλέον να διαβάσει. Κλεισμένη στο σπίτι τον περισσότερο καιρό και μόνη, χρειαζόταν μια γυναίκα να την προσέχει, να μιλάνε, να της διαβάζει κάτι για να περνάει η ώρα της ευχάριστα. Ήταν καλόβολη γυναίκα και γενικά της άρεσε να ακούει διάφορες ιστορίες γνωστών και αγνώστων και να σχολιάζει μετά. Κουβέντα να γίνεται και με αληθινά πρόσωπα, όχι μόνο τα παραμύθια των βιβλίων. Σκέφτηκε να της πασάρουν τη Λαμπρινή τάχα για να ασχολείται και να μη σκέφτεται συνεχώς το Θανάση και το διαζύγιο. 
Η πανέξυπνη Σουλτάνα, για να μην αρνηθεί η κουνιάδα της, του είπε να το αναφέρει με τρόπο όταν τις έβλεπε κοντά. Την πλησίασε κι άρχισε την εφαρμογή του σχεδίου της. 
- Κουμπάρε τι να σε πω, μακάρι να μην είχα το μωρό και θα πήαινα εγώ. Ούλο σπίτι στα ίδια και στα ίδια, βαριέμαι κομμάτι... Κι αφού με λες που είναι τόσο καλή γυναίκα και πλερώνει και καλά μη το συζητάς, θα διω να σε στείλω καμιά να κάμει την τύχη της. Τόσες γνωστές έχομε, γιατί να πάει καμιά ξένη; Δουλειά να κάθεσαι και να μιλάς και να μαζεύεις του κόσμου τις παράδες δεν έχω ακούσει ξανά!
Η Λαμπρινή παρακολουθούσε με περιέργεια. Ρώτησε ποια ήταν, που μένει, τι ακριβώς ζητούσε να κάνει η γυναίκα που θα την πρόσεχε. 
Η Σουλτάνα έκλεισε το μάτι στον κουμπάρο γνέφοντας καταφατικά.
- Μπρε Λαμπρινή, μπας και θες να το σκεφτείς, γιατί να μη πηγαίνεις εσύ να ξεσκάς κομμάτι; Καφέ θα πίνετε, θα σεργιανάτε, θα κουσελεύετε, την ώρα σου θα περνάς και θα κάμεις γερό κομπόδεμα. Ξέρεις τι καλή γυναίκα που είναι η κυρά Ζαφείρα; Και πόσα θα 'χει να σε λέει, καρδιά δε θα σε κάνει να φεύγεις το βράδυ. 

Την επομένη το απόγευμα Ζαφείρα και Λαμπρινή έπιναν καφέ και περνούσαν το Θανάση από σαράντα κύματα...

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Η γυναίκα στο σπίτι πρέπει να είναι κυρά κι αρχόντισσα!




Ο Θανάσης με την Ειρήνη, τη Ρηνούλα του όπως τη φώναζε, ζούσε σαν πασάς.
Ξόδευε παράδες να την ευχαριστήσει, την καμάρωνε και τη χαιρόταν και μέσα κι έξω από το σπίτι.
- Η γυναίκα στο σπίτι πρέπει να είναι  κυρά κι αρχόντισσα! Αν προσέχει τον άντρα της μια φορά, αυτός να τήνε προσέχει δέκα! Η προσοχή δεν είναι μονάχα να την ψουνίζεις και να κάμεις τα κέφια και τα λούσα της. Είναι και η αγκαλιά που τηνε κλείνει και νιώθει σιγουριά αντρίκια, είναι, η συμπαράσταση στο κάθε πρόβλημα. 
Στολίδι για το σπίτι μου ήθελα πάντα, όχι δούλα! Όσο προσπαθεί η γυναίκα για σένανε πρέπει να ανταμείβεται, αλλιώς δε στεριώνει σχέση. Ακόμα και ο καλός ο λόγος είναι δώρο, μη σε πω το μεγαλύτερο. Με άλλα μάτια κοιτάει μετά ο ένας τον άλλονε.  Η ζωή δεν είναι μόνο γλέντι, έχει και  βάσανα. Άλλος πιο μικρά, άλλος πιο μεγάλα, πάντα κάτι θα υπάρχει να σεκλετίζεσαι. Εγώ θαρρείς και δεν έχω με τη δουλειά ένα σωρό στο κεφάλι μου; Μη κοιτάς που δεν αποδείχνουμαι και όλο χάχανα είμαι, αλλιώς θα μουρλαινόμουνα.  Άμα πάντως το ζευγάρι έχει τις σωστές βάσεις τα ξεπερνάει μαζί αλλιώς ένας απ' τους δυο θα ψάξει αλλού να 'βρει παρηγοριά. 

Σήκωσε το ποτήρι ο Θανάσης και συνέχισε να μιλάει στο φίλο του το Βασίλη που είχε πάει στο σπίτι του.
- Στο κρασί που πίνω Βασιλάκη μου, προσπάθησα όσο δε φαντάζεσαι με τη Λαμπρινή. Δεν έπαιρνε ούτε απ' τα λόγια, ούτε απ' τις πράξεις. Και να ξέρεις ότι είχα έρθει και σε ρήξη με τους δικούς μου που δεν τήνε θέλανε γιατί ήτουνε πιο μεγάλη, αμά εγώ πάτησα πόδι. Και τι κατάλαβα, τη ζωή μαύρη μ' έκαμε... Αχάριστο πλάσμα και γρουσούζα που δε μονιάζει με άθρωπο η τζαναμπέτα! Πότε μπήκες στο σπίτι μου και δεν τηνε είδες με τη μούρη κάτω, ε; Δυο τρεις φορές κι αυτές πατιρντί έκανε που δεν ήθελε κανένανε εδώ! 
Διε τώρα με τη Ρηνούλα πόσο άλλαξαν όλα. Χαίρουμαι να μπαίνω στο σπίτι και να με ξεκουράζει το γιαβρί μου, το φυλλοκάρδι της ανοίγει σα με διει! Φαγάκι καλό με φτιάχνει, με περιποιείται, νοικοκυρά σε όλα της και με το γέλιο στο στόμα είναι. Κοιτώ πότε θα περάσει η ώρα να έρθω σπίτι κι όχι σαν παλιά που με πλάκωνε και έλεγα ωχ και ποιος ακούει γκρίνιες πάλι. Πίνουμε παρείτσα και το καφεδάκι μας, φεύγω πολύ ευχαριστημένος και το βράδυ πάλι με περιμένει με την αγκαλιά της ανοιχτή. 
Έξω που βγαίνουμε με λέει πάντα τι ωραία που περάσαμε, να ξαναπάμε. Πού η άλλη που μ' έλεγε όλο αχ και ουχ και παράτα με κι άιντε μόνος σου και με κρέμαγε τη μούρη.... 
Βρήκα τον άθρωπό μου Βασίλη, είμαι ευτυχισμένος. Και να σε πω, περιμένω το διαζύγιο και θα τη στεφανώσω κι ας λένε οι δικοί μου πάλι τα δικά τους, που τη χήρα θα πάρεις από δεύτερο χέρι και τέτοια. Ο συχωρεμένος δεν επρόλαβε να τη χαρεί και λες κι ο Θεός τόνε πήρε για με τη στείλει εμένανε.
Εικοσιέξι χρονών κοπέλα και τι χρυσή κοπέλα, σωστό δεν είναι να τήνε λένε σπιτωμένη...


Τον άκουσε η Ειρήνη που μπήκε αθόρυβα φορτωμένη πακέτα. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και είχε βγει στα μαγαζιά για ψώνια, πέρασε κι από το κομμωτήριο για νύχια και μαλλιά. Κοντοστάθηκε κρατώντας την ανάσα της όταν ο Θανάσης αναφέρθηκε σε εκείνη κι έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ο Βασίλης ήταν φίλος του καλός αλλά είχε επίσης πολύ καλές σχέσεις και με το Γιώργο, τον αδερφό της Λαμπρινής. 
- Ήρθα Θανάση μου! 
Την καλωσόρισε κι αμέσως της πήρε τα πακέτα και τη βοήθησε να βγάλει το παλτό της. Χαιρέτισε θερμά το Βασίλη και κάθισε να πιει ένα κρασάκι μαζί τους αφού συμπλήρωσε ο Θανάσης λίγα μεζεδάκια στο τραπέζι. 
- Απ' το δρόμο είσαι  Ρηνούλα μου, κάτσε κομμάτι να ξεκουραστείς και βγάλε τα παπούτσια σου, πάω να σε φέρω τις παντούφλες σου. Και τι ομορφιές είναι αυτές, ωραία τα μαλάκια σου, μάτι μη σε πιάσει!
Έτσι ήταν ο Θανάσης. Τον πρόσεχε και την πρόσεχε, στα μάτια τον κοιτούσε κι αυτός έλιωνε. Επέμεινε η Ειρήνη να μείνει για το βραδινό ο Βασίλης να τους κάνει παρέα και σε μια  ώρα ανασκουμπώθηκε στην κουζίνα. Είχε ετοιμάσει από νωρίς τον κιμά, πλασμένα κεφτεδάκια έτοιμα για το τηγάνι. Πάντα όταν επρόκειτο να βγει κανόνιζε για το βραδινό τους, έτσι κι εκείνη την ημέρα. Δυο τηγάνια τσιτσίριζαν ταυτόχρονα, κεφτεδάκια και πατάτες λεπτοκομμένες. Έκοψε σαλάτες, ταυτόχρονα έψησε και λίγες πιπεριές, είχε και λίγα μπουρεκάκια από το μεσημέρι, έφταναν και για τους τρεις. 

Φεύγοντας χορτάτος ο Βασίλης τους ευχαρίστησε και την επομένη πήγε στου Γιώργου... 

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Διαβόλου κάλτσα!


 - Με τη Λαμπρινή τι έγινε τελικά;
Γέλασε η Σουλτάνα και κοίταξε το ρολόι της. Πόσες ώρες απολάμβανε τις ιστορίες της η Μυρτώ, ούτε που κατάλαβε πότε νύχτωσε. 
Μιλούσε γρήγορα και χειρονομούσε με τα πολλά βραχιόλια να κουδουνίζουν στο χέρι της, σκέτο περιβόλι ήταν! Σταματούσε λίγο μόνο για να πιει και να φάει, μιλούσε ακόμα και μπουκωμένη, πότε για να παινέψει τη μαγειρική της Ανθούλας, πότε για να κακοχρονίσει την κουνιάδα της... Τι γέλια έκαναν και οι τρεις τους εκείνη τη μέρα! 
Ο Γιάννης ο γαμπρός της είχε καθίσει μαζί τους μόνο την ώρα του φαγητού χωρίς να πολυμιλήσουν και τον καφέ  μετά τον ήπιε στην αυλή μόνος του. Είπε στη Μυρτώ ότι είχε κάτι μαστορέματα να κάνει, πηγαινοερχόταν μασουλώντας συνέχεια κι ο Αλέκος, μετά έβλεπε τηλεόραση στην κρεβατοκάμαρα. Το καμάρι τους ντύθηκε, στολίστηκε, λούστηκε με μισό μπουκάλι κολόνια και βγήκε για την απογευματινή του βόλτα.
 - Θα σε πω κι αυτό και να πηαίνω, μαύρη νύχτα θα φτάσω στο σπίτι μου απόψε. Όχι, όχι Άνθω μου, δε θα μείκω εδώ, τα χάπια μου τα βραδινά δεν τα 'χω μαζί μου για και πως θα γένει; Η πίεσή μου στα δεκαοχτώ προχτές και κόντευα να κρεπάρω, είχα φάει και κάτι σαρδελίτσες και κομμάτι λακέρδα με ταραμοσαλάτα κι άστα να πάνε! 
Που λες Μυρτώ μου σκοτωθήκαμε με τον άντρα μου γιατί είχε φαγωθεί η τρελή να έρτει να ξεκαλοκαιριάσει μαζί μας. Φαντάσου τώρα εμένα μωρομάνα να θηλάζω και τη τζαναμπέτα στο κεφάλι μου να ψέλνει όλη μέρα! Πως τόνε έψησε τον αδερφό της που του κλαιγούντανε ότι άμα δεν τήνε πάρει ο Θανάσης πίσω θα πέσει να πνιγεί, χτίκιαζε και τη μάνα της, κάθε μέρα στο μαγαζί μπίρι μπιρι μπιρι τι να σε λέω. Ευτυχώς που η Άνθω αν και μικρούλα ήταν ήρεμη και δεν αντέδρασε που κόντεψα να γκρεμίσω το σπίτι. 
Είπα παίρνω το παιδί και φεύγω αδερφή, πάμε στης Φωτεινής ή στης Αθηνάς κι ας κάτσει αυτός με την τρελή εδώ. Μάζωξα τα ρούχα κι η μικρή έτρεξε στο Γιώργο και τον είπε κλαίγοντας το και το! 
Τρελάθηκε ο Γιώργος και μπήκε μέσα με παρακάλια. Η Σουλτάνα ανένδοτη, η Ανθούλα σα χαμένη δεν ήξερε τίνος το μέρος να πάρει. 
- Και ξαφνικά με κατέβασε το μυαλό μου μια ιδέα, θα την έκανα το βίο αβίωτο αν ερχούντανε και θα τηνε έστελνα απέ κει που ήρθε. Τον είπα λοιπόν ότι θα δεχόμουνα με έναν όρο, να ερχούντουσαν για παραθερισμό και οι άλλες μου αδερφές για να μη με πολυφανεί η τρελέγκω!



Δέχτηκε ανακουφισμένος ο Γιώργος χωρίς να ξέρει τους πραγματικούς λόγους του καλέσματος. Σε τρεις μέρες κατέφθασαν η Φωτεινή με τον άντρα της και τα δυο κοριτσάκια της που ήταν γκρινιάρικα κι έκλαιγαν όλη μέρα. Την επομένη η Αθηνά με τον άντρα της και το βαφτισιμιό του που ήταν ένα χρόνο πιο μεγάλος, θηριάκι σωστό για να έχουν παρέα οι μικρές να παίζουνε. 
Είπε και σε μια γειτόνισσα ότι τους περίμενε και να έρχονταν και τα δικά της παιδάκια να μαζεύονται όλα μαζί και κρυφογελούσαν Σουλτάνα και Ανθούλα για το ευφυές σχέδιο. 

- Όταν αριβάρισε η Λαμπρινή γινούντανε χαμός! Το σπίτι γεμάτο, τα παιδιά να χαλούνε τον κόσμο μέσα έξω, φωνές, κλάματα, τσιρίδες. Αν πήαινε να πει κάτι για το Θανάση δεν προλάβαινε, ήταν όλοι μιλημένοι και τη διέκοπταν πότε για το ένα και πότε για το άλλο. Σε δυο μέρες τα μάζεψε όπως όπως και ξεκουμπίστηκε μην αντέχοντας τόση φασαρία. Την ήξερα που δε θα μπορούσε και η ιδέα μου επέτυχε! Στο Γιωργάκη μου είπα τι να τήνε κάμω, ήθελε να φύγει κι έφυγε, δεν τήνε διώξαμε εμείς! Εγώ βέβαια δεν είχα πρόβλημα μεγάλο. Το σπίτι ευρύχωρο ήτουνε κι εκτός τις ώρες του θηλασμού πρόσεχαν οι άλλοι το μωρό που το είχαμε στη μέσα κάμαρη για ησυχία. Φεύγαμε περίπατο κι αφήναμε τις άλλοι να βολοδέρνουνε με τα παιδιά! Χα χα χα χα!
- Κυρία Σουλτάνα μου θα πνιγώ, δεν αντέχω άλλο από τα γέλια! φώναζε ξεκαρδισμένη η Μυρτώ. 
- Διαβόλου κάλτσα είναι Μυρτούλα μου, άτιμο θηλυκό! χαχάνιζε η Ανθούλα. 
- Το γούστο είναι ότι μετά τόσα χρόνια ακόμα λέει ο άντρας μου κι ο άντρας μου σα να τόνε έχει σπίτι. Και τι καλός, μπερεκετλής, που παντού μ' έχει γυρίσει, τι δε με έχει  ψουνίσει κι όλο τέτοια. Όποιος δεν τα ξέρει άμα τηνε ακούει πιστεύει ότι είναι παντρεμένη για! 
- Με το Θανάση και την κοπέλα τι απέγινε; 
- Αυτά θα τα πούμε όταν ξαναειδωθούμε! Θα σε καλέσω σπίτι μου και όχι δε θα με πεις! Ελάτε όποτε θέλεις με την Άνθω απέ το πρωί να περάσουμε μαζί όλη την ημέρα!
- Ευχαριστώ πολύ! 
- Θα πω και την κόρη μου να με φέρει σουτζούκια και λουκάνικα που ψουνίζει απέ δικό μας άθρωπο και να διείς νοστιμιά! Μμμμμμ! Έχει ένα παστουρμά, άλλο πράμα!
Διες: 
Τόνε βάνεις στο τηγάνι με κομματάκι βούτυρο και ροδίζει
Σπάζεις αβγουλάκια μέσα αμά με προσοχή να μη σε χαλάσουνε τα κροκάδια.
Ρίχνεις με το κουτάλι κομματάκι απέ το βουτυράκι που τσιτσιρίζει από πάνου να ψηθούνε. 
Όπως είναι έτσι ζεστούτσικο το σερβιρίζεις με φρέσκο ψωμάκι, αμά το τέλειο και με ουζάκι μαζί, τρέλα είναι!
- Και πάει η πίεση δεκαοχτώ! 
- Πάει αλλά πίνεις μετά το χάπι για! 
Σηκώθηκε αργά, έστρωσε τα ρούχα της, μέχρι να έρθει το ταξί που κάλεσαν ήταν ντυμένη κι αφού μας φίλησε πέρασε βιαστικά το κόκκινο κραγιονάκι στα χείλη της. 
- Λες στα γεράματα να με διεί κάνας γκαβός στο δρόμο να με ερωτευτεί; 
Το γάργαρο γέλιο της έκανε και τον ταξιτζή να χαμογελάσει...

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Η Αμορόζα


Οι πρώτες δειλές αχτίδες του πρωινού ήλιου βρήκαν αγκαλιασμένο το ζευγάρι να κοιμάται κάτω από πουπουλένιο γαλάζιο πάπλωμα.
Ο Θανάσης άνοιξε τα μάτια και θαύμασε το τρυφερό πλάσμα που κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο στήθος του. Ανάσανε την ευωδιά των μαλλιών της και σηκώθηκε προσεκτικά για να μη την ξυπνήσει. Η ώρα περνούσε κι έπρεπε να φύγει για τη δουλειά. Ντύθηκε, ετοιμάστηκε χαρούμενος και πριν φύγει έσκυψε και φίλησε απαλά τα ροδαλά χείλη της. 
Είχε χειμωνιάσει και το κρύο ήταν τσουχτερό. Έριχνε χιονόνερο και λίγους ανθρώπους έβλεπες αυτή την ώρα κουκουλωμένους να περπατάνε βιαστικά για τις δουλειές τους.
Η Ειρήνη τεντώθηκε νωχελικά και χουζούρεψε λίγο στο ζεστό κρεβάτι σκεπτόμενη τι θα μαγειρέψει. Κρύα μέρα και μια ζεστή κρεατόσουπα ήταν ό,τι έπρεπε.
Φόρεσε τη ζεστή βελούδινη ρόμπα της κι άνοιξε τα παράθυρα να αερίσει το σπίτι. Απόλαυσε στην κουζίνα το πρωινό της καφεδάκι, συγύρισε το σπίτι κι άρχισε να ετοιμάζει το φαγητό. Όσο έβραζε το κρέας ψιλόκοψε τα λαχανικά για τη σούπα σιγοτραγουδώντας κι έπιασε να καθαρίσει μήλα για πίτα. Άναψε τις σόμπες να είναι τα δωμάτια ζεστά, φόρεσε το χοντρό κόκκινο καφτάνι της με τα χρυσά σιρίτια, έβαλε λίγο άρωμα πίσω απ' τα αυτιά. Διόρθωσε το κραγιόν της, έβαλε λίγο ρουζ στα μάγουλα και μάζεψε τα μαλλιά της με ασημένιο χτενάκι. Το τραπέζι ήταν έτοιμο στρωμένο, η καράφα με το κρασί, τα ποτήρια, το ψωμί στο μικρό φουρνάκι ζεσταινόταν. 
Το πρώτο που μύρισε ο Θανάσης όταν άνοιξε την πόρτα ήταν τα κανελογαρίφαλα και το ψημένο μήλο. Μέχρι να κλείσει την πόρτα πίσω του πρόβαλε γελαστή η Ειρήνη και τον καλωσόρισε φιλώντας τον στο μάγουλο τρυφερά. 
- Κρύο πολύ σήμερα Θανάση μου, έλα στη φωτιά να ζεσταθείς πασά μου μέχρι να σερβίρω. 
- Πωπωπωωωω γιαβρί μου, τι έφτιαξαν τα χρυσά σου τα χεράκια πάλι και μοσχοβολάει το σπίτι; 
- Κρεατόσουπα και μηλόπιτα! 

Θαύμαζε την αξιοσύνη και το γλυκό της στόμα ο Θανάσης. Τι σχέση είχε η Ειρήνη με την πρώην γυναίκα του τη Λαμπρινή... Καμία απολύτως! Και μόνο που τη σκεφτόταν αηδίαζε. 
Του φαινόταν πια πολύ μακρινό εκείνο το ξερό <<μπα, ήρθες;>> της γρουσούζας κι ας είχαν περάσει μόνο λίγοι μήνες. Το τραπέζι του ήταν γεμάτο νοστιμιές μερακλίδικες, τον ρωτούσε τι ήθελε να μαγειρέψει και σχεδόν πάντα συμπλήρωνε κάτι ορεκτικό. Το καφεδάκι του βαρύ γλυκό όπως του άρεσε, το έπινε στην αναπαυτική πολυθρόνα του σαλονιού καμαρώνοντας το σκαλιστό μπουφέ στολισμένο με τα ασημικά που άστραφταν.
- Ο νοικοκύρης πρέπει πρώτος να τα χαίρεται Θανάση μου, καλύτεροι είναι οι μουσαφίρηδες; Τα σαλόνια είναι για να τα χαιρόμαστε κάθε μέρα κι όχι μονάχα τις γιορτές.
Το κρεβάτι ζεστό κι όμορφα στρωμένο με ωραία καλύμματα. Απολάμβανε την ξεκούραση στα μαξιλάρια και τα σεντόνια με δαντέλα στις άκρες που  μοσχομύριζαν λεβάντα. 
Η Ειρήνη όμορφη πάντα, θελκτική, καλοφτιαγμένη, θερμή και τρυφερή τον είχε ξετρελάνει. Χαιρόταν μαζί της την κάθε στιγμή. Όπου κι αν πήγαιναν άφηνε τις καλύτερες εντυπώσεις με τη φινέτσα και την ευγένειά της. Πρόσχαρη πάντα με τους φίλους και συγγενείς, τους καλούσε στο σπίτι κι έκαναν γλέντια αξέχαστα!


Στα εικοσιδύο της παντρεύτηκε από προξενιό αλλά πριν κλείσουν τρεις μήνες σκοτώθηκε ο άντρας της στο καράβι που επισκεύαζαν. Κλείστηκε στο σπίτι θρηνώντας τον άνθρωπό της που χάθηκε, το γάμο που δε χάρηκε, το παιδί που δεν πρόλαβε να αποκτήσει... 
Πέρασαν έτσι τρία χρόνια μέχρι ν' αρχίσει να βγαίνει με συγγενείς ή φιλικές παρέες για φαγητό ή γλυκό. Αν κανόνιζαν να πάνε κάπου για διασκέδαση με μουσική δεν ακολουθούσε. Ένα βραδάκι μόλις άρχισε να καλοκαιριάζει γνώρισε το Θανάση μέσω των εξαδέλφων της. Δεν ήξεραν ότι η γνωριμία τους δεν ήταν και τόσο τυχαία. 
Ξέροντας ο κύριος και η κυρία Αντωνόγλου το χαρακτήρα και των δύο, πίστεψαν ότι θα ήταν πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Κανόνισαν λοιπόν μια συνάντηση στην παραλιακή ταβέρνα που σύχναζαν.  Κουβέντα σε κανέναν τους δεν είπαν για το σκοπό που είχαν βάλει.
Πήραν την Ειρήνη να ξεδώσει λιγάκι, είχαν πει και στο φίλο τους να περάσει για μπυρίτσα και συναντήθηκαν. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε το ενδιαφέρον του Θανάση για την όμορφη κοπέλα. Όταν έμαθε τι της είχε συμβεί αποφάσισε να την πλησιάσει. Αγαπήθηκαν με πάθος και σε δυο μήνες την πήρε σπίτι του για να ξεχάσει το παρελθόν όσο πιο γρήγορα γίνεται. 
Άφησε το σπίτι που είχε ζήσει ελάχιστα με τον άντρα της. Άλλη περιοχή, άλλες εικόνες, ένας άντρας που ερωτεύτηκε και την έκανε να νιώθει γυναίκα ολοκληρωμένη. Μέχρι να βεβαιωθεί ότι ο γάμος του είχε τελειώσει οριστικά ένιωθε ανασφάλεια, όμως ξαλάφρωσε η ψυχή της όταν τον άκουσε να το λέει στον πρώην κουνιάδο του. 

Ήταν εκεί όταν πήγε ο Γιώργος να εξηγηθεί με το Θανάση. Την ενημέρωσε πριν του ανοίξει και τα άκουσε όλα κρυμμένη στην κρεβατοκάμαρα. Έκλαιγε από χαρά και ευτυχία. 
Μπορούσε να αφεθεί ολοκληρωτικά σ' εκείνον, να ζήσουν τον έρωτά τους και δε θα χρειαζόταν να κρύβονται μέχρι να βγει το διαζύγιο που θα χάριζε την ελευθερία στον αγαπημένο της...

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Τελειώσαμε με την αδερφή σου Γιώργο...



<< Εμένα τη γυναίκα του να με πει να μη ξαναπατήσω σπίτι; Εμένα να στείλει στο διάολο και να πει που θα με σαπίσει;>> 
Δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα και είδε να πέφτουν ρούχα από το παράθυρο, τα ρούχα της! 
Μια γειτόνισσα που είδε το συμβάν ειδοποίησε και τις άλλες, μαζεύτηκαν κι έκαναν χάζι τη Λαμπρινή που μάζευε όπως όπως το ρουχομάνι της από το δρόμο. Καμιά τους δεν την χώνευε γιατί είχε μαλώσει με όλες. Με τη μία παρεξηγήθηκε επειδή ήταν μοδίστρα και ήθελε να της ράψει αρσίζικο φουστάνι χωρίς μανίκια, για ποια την πέρασε; Με τη γυναίκα του φούρναρη επειδή της έτρωγε τις πατάτες από το ταψί που πήγαινε για ψήσιμο και όταν το έπαιρνε τις έβλεπε λειψές, το ίδιο και με το γιουβέτσι. Αγανάχτησε ο φούρναρης  που τους κακολόγησε και η γυναίκα του της φώναζε ότι το μήνα μια φορά ψήνει μισή οκά κρέας κατιμά κι αφού μαζεύει είναι λογικό να γίνεται μια βούκα* και να γλύφουν τα κόκαλα. Τρία σοκάκια πιο πέρα, άδικα κατηγόρησε τη βοτανού που καλοπάντρεψε την κόρη της ότι έριξε μάγια στο φαΐ του γαμπρού αλλιώς δε θα την έπαιρνε ούτε αυτός την ασχημομούρα της που μήτε αρσενικό γατί δε γύριζε να τη δει.
Όταν τα μάζεψε κι έφευγε με το κεφάλι σκυμμένο, κατακόκκινη από ντροπή, άκουγε τη χαρά και τα γέλια τους. 
<<Στα τσακίδια να πάει, καλά την έκανε ο άντρας της την κακόστομη, τη γρουσούζα, που άδικη ώρα να την έρτει!>>

- Μέχρι και τη μπατανία σήκωσε απέ το κρεβάτι και με την πέταξε κάτου! Διες τι μ' έκανε ο παλιάνθρωπος, διες στις οχτρές μου ρεζιλίκια! Στις δρόμοι με έβγαλε, στο διάολο μ' έστειλε, ποιαν; Εμένα τη γυναίκα του που στραβώθηκα και τον πήρα, που κακό χρόνο να 'χει! Τι να κάμω τώρα εγώ; Αλλά φταίτε κι εσείς που δεν τόνε μιλήσατε άμα βλέπατε τα φερσίματά του! Δεν έχω οικογένεια εγώ να με προστατέψει! Πού είναι κι αυτός ο αδερφός μου να με σταθεί για; Ο νους του στις εξοχές και τη φαμίλια του κι εγώ να τυραννιέμαι με το κακό που έπαθα! Να τον πεις να πάρεις κι εμένα να με φυσήξει κομμάτι αέρας που το κεφάλι μου κοντεύει να με σπάσει!



Κόλπος της ήρθε της κυρίας Δόμνας που έφευγε την επομένη για το εξοχικό να το ετοιμάσει για τη νύφη και τον εγγονό της. 
Τέτοια συμφορά τους βρήκε και ήταν αναμενόμενη βέβαια με την παλαβή την κόρη της αλλά έτρεμε μη μαθευτεί τώρα που ήταν ακόμα λεχώνα η νύφη της κι έπλεε το ζευγάρι σε πελάγη ευτυχίας. Πως θα ξεστομούσε τέτοιο πράγμα στο γιο της κι αυτός τι θα έλεγε στη γυναίκα του; Η Λαμπρινή την έβριζε που ήθελε να φύγει χωρίς εκείνη και η μάνα της προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι δεν γίνεται, θα μιλούσε με το Γιώργο κρυφά από τη γυναίκα του και θα της  έλεγαν μαλακά τι συνέβη σε λίγες μέρες. Όσο άκουγε αυτή να υποστηρίζει η μάνα της τη νύφη τόσο σκύλιαζε και ήθελε να την ξεσκίσει! Ευτυχώς που η Ζωίτσα είχε φύγει για διακοπές και γλίτωνε η έρμη προς το παρόν τα ρεζιλίκια στο γαμπρό.  Μαύρες μέρες ήρθαν κι ένας Θεός ήξερε τι θα γινόταν... 
Του σκοτωμού έφυγε η κυρά Δόμνα αφήνοντας ερωτηματικά στις αδερφές και πήγε αμέσως στο μαγαζί να μιλήσει με το γιο της. 
Φτάνοντας με την ψυχή στο στόμα κατάλαβε από το ύφος του παιδιού της ότι τα ήξερε και ήταν σίγουρη ότι έγινε φασαρία. Η Λαμπρινή είχε πάει στο σπίτι του και μόνο στα χέρια που δεν πιάστηκαν. Απαίτησε από τον αδερφό της να πάει στον άντρα της να τον αγριέψει, να τον απειλήσει, να τον αναγκάσει να ζητήσει συγγνώμη για το φέρσιμό του, να γυρίσει εκείνη στο σπίτι τους. Κι αυτό να γίνει άμεσα, μη τον ξελογιάσει καμιά με τον καιρό, γιατί  αν πιάσει αμορόζα* δυσκολεύουν τα πράγματα. 
-  Με ανέβασε το αίμα στο κεφάλι σε λέω μάνα, άμα την άκουγε κάνας άθρωπος που δεν τηνε ήξερε θα έλεε ότι την έχουμε παρατημένη στη μοίρα της και δεν την αγαπούμε κι όλα αυτά που ξέρασε ο στόμας της. Η Σουλτάνα λεχούσα είναι, βυζαίνει το μωρό, μπελάδες θα έχομε απάνου στη χαρά μας, τι να κάμω; 
- Παιδάκι μου, έχω τρελαθεί μ' αυτή την κατάσταση κι εγώ και όλους σας σκέφτομαι. Σε λίγο καιρό θα επιστρέψουν και η Ζωίτσα με τον Παύλο, μια πόρτα είμαστε και πες με τι να κάμω; Μπρε γιόκα μου, έτσι να χαρείς, πήαινε βρες το Θανάση να πείτε δυο κουβέντες, μπορεί και να τον έφυε ο μεγάλος θυμός και να τήνε μαζώξει σπίτι πάλι, άντε μπας και βρούμε κομματάκι ησυχία.
- Εσένα σκέφτομαι πιο πολύ καλέ μάνα που θα σε φάει. Ο Θανάσης το ξέρουμε ότι έχει χίλια δίκια κι εδώ που τα λέμε πολύ την κράτησε, τον μαύρισε την ψυχή η τρελή. Μούτρα δεν έχω να διω τον άθρωπο αλλά θα πάω... Μόνο για σένα θα το κάμω... 

Πήγε και τον βρήκε στο σπίτι. Τον καλοδέχτηκε ο Θανάσης γιατί τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε πολύ το Γιώργο. Έβγαλε ούζο με μεζεδάκι κι άναψαν τσιγάρο. Μετά τις πρώτες γουλιές συζήτησαν το φλέγον θέμα. Του είπε για την υπομονή που έκανε τόσα χρόνια, τα γνωστά σε όλους τους καμώματα της αδερφής του και κάτι που δεν ήξερε και τον εξέπληξε. Εδώ κι ένα χρόνο σχεδόν δεν τον άφηνε να την αγγίξει! 
Άναυδος έμεινε ο Γιώργος μ' αυτή την αποκάλυψη του γαμπρού του. Σκέφτηκε τα λόγια που του είχε πει χαχανίζοντας κάποτε η Σουλτάνα. 
<<Αυτή μάτια μου άντρα δεν έχει και βάζω ό,τι στοίχημα θες! Γκιουζελίμ παλικάρι ο Θανάσης σίγουρα ζορίζεται με δαύτηνα που φορεί τις καμιζόλες και τις χοντρές τις κάλτσες ακόμα και στον ύπνο της  και χώνεται κάτω απέ τη μπατανία που τσιμπάει κιόλας η τρίχα της! Όποια γυναίκα θέλει και το πονηρό, κανονίζει τη ρότα της για! Θα μπλεχτεί ο άντρας της με άλλη να 'βρει την υγειά του κι αυτή θα γεροκομηθεί παρέα με τη μάνα σας. >> 

- Θανάση πάντα σε λογάριαζα για αδερφό μου και το ξέρεις. Ό,τι και να πεις έχεις δίκιο, δε σε κατηγορώ για τίποτα, μα σαν αδερφός είχα χρέος να σε μιλήσω. Ένα πράμα θέλω μόνο να με πεις, τα χωρίσματά σας είναι οριστικά; Αν νομίζεις να κάνετε μια ακόμα προσπάθεια πες με να ξέρω, καταλαβαίνεις τη θέση μας... 
Αντί να απαντήσει ο Θανάσης σηκώθηκε, έβαλε μουσική, πήγε στο άλλο δωμάτιο και γύρισε σε λίγα λεπτά.
- Τελειώσαμε με την αδερφή σου Γιώργο, του είπε πικρά...



Βούκα - Μπουκιά

Αμορόζα - Ερωμένη

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Ήθελές τα κι έπαθές τα!


- Ακούς να με πει να βάλω τις παράδες εκεί που με πρέπει και να με χτυπήσει την πόρτα στα μούτρα και να εξαφανιστεί! Τι τον έκαμα, τι τον είπα για;
Έβγαλε το μαντίλι, σκούπισε το μέτωπό της κι έκανε αέρα.
- Στη δουλειά δεν είναι που ρώτησα, στης μάνας του δεν είναι, πού είναι; Πάνου που θα έστρωνα να φάμε και με είπε για την εκδρομή και είπα θα διούμε αν θα πάμε και να με φερθεί έτσι για; Τι να πω μ' αυτόνε τον άθρωπο δεν ξέρω που ούλο καβγάδες είναι. Θα πρέπει να τον λέω ναι σε ούλα και να πετάμε τα φαγιά μας και να τρώμε εδώ κι εκεί; Γένεται; Δεν γένεται! Θα πάω στης μαμάς να μείκω* κάμποσο να αλλάξω κομμάτι αέρα, να ηρεμήσω που όλο κεφαλόπονο έχω με τα βάσανά μου... Αχ!

Έφτιαχναν ο Γιώργος με τη Σουλτάνα τη βιτρίνα και πηγαινοερχόταν ανοίγοντας κουτιά κι η αδερφή του στην καρέκλα έλεγε, έλεγε... 
Δεν άντεξε κάποια στιγμή και της όρμησε. 
- Ποιον αέρα σου να αλλάξεις βρε τρελή που σε παρακαλάει ο άντρας σου να βγείτε κι εσύ δε θες;
- Ε, όχι κι έτσι...
- Θαρρείς που δεν τα ξέρουμε τι γένεται κει πέρα που τον έχεις φάει το χριστιανό με την αναποδιά σου; Τι δουλειά έχεις να τρέχεις όλη την ώρα στη μάνα μας και να τον απαρατάς μονάχο του εδώ; Θα σε φύγει και καλά θα σε κάνει και θα τον πω και μπράβο που τον έχεις όλο γκιρ γκιρ και μόνο τον εαυτό σου κοιτάς. Διες τα μούτρα σου πρώτα που 'χεις και παράπονα! Πού ακούστηκε να λέει η γυναίκα στον άντρα της δεν έρχουμαι κι άιντε μόνος σου; Ας πάει μόνος του όπου θέλει και τράβα στη μαμά σου εσύ να διούμε σε λίγο τα χαμπέρια σου!  Ήθελές τα κι έπαθές τα!
Η Σουλτάνα δεν είχε μιλήσει αν κι έβραζε μέσα της, όμως βλέποντας τον άντρα της κατακόκκινο να φωνάζει του έβαλε ένα ποτήρι νερό και του είπε ήρεμα να καθίσει. 
- Μπρε Λαμπρινή, στο Θεό που πιστεύεις, δεν τα περίμενες αυτά να γένουνε;
- Όχι!
- Πόσες φορές σε μίλησα σα να μιλούσα στις αδερφές μου μπας και καταλάβεις δυο πράματα; Σε έλεγα σιάξου κομματάκι που 'σαι νέα γυναίκα κι έχεις άντρα λεβέντη και μικρό, πάνε να φας ένα μεζέ, να πιεις ένα τσιγάρο. Κάνε παρέα όπως όλοι, τη ζωή ο άντρας με τη γυναίκα του πρέπει να τήνε χαίρεται. Θαρρείς πως εγώ πάντα κέφι έχω για το έξω; Όχι πάντα, μα ποτέ δεν είπα όχι στον αδερφό σου μη τόνε χαλάσω την καρδιά. Ό,τι και να έχεις άμα βγεις κι αλλάζεις αέρα σε περνάει και γυρνάς σπίτι με σιαγμένο κέφι, έτσι είναι!
- Ε, ανάλογα...
- Κείνα τα ωραία τα ρούχα και τα στολίδια και τα μαλάματα που μ' έδειχνες τα παράχωσες να τα βλέπει η ντουλάπα! Σε είπα, μπρε συ Λαμπρινή μου, ποτέ δε σε είδα να τα φοράς, τι τα φυλάς να τα κάμεις, κι απάντηση δε με έδωκες... Απέ παράδες ο δικός σου άντρας κρατιέται πιο καλά απ' όλους, αυτά που σ' έχει πάρει καμία γυναίκα άλλη δεν τα 'χει για! Με τα πιο φτηνά ούλες ντυνούμαστε...
Κι εκείνο το κρεβάτι σας που το έχεις σαν και του νοσοκομείου με τη σκούρα μπατανία* τι σε λέει; Ούλα σου τα προικιά τα έκανες φαΐ για τις σκόροι και μόνο να τα δείχνεις ξεύρεις, ποιος θα τα χαρεί για; Κι αυτό που συνέχεια τον απαρατάς και πας στη μάνα σου τι σκέδιο πάλι; Δουλειά σου είναι να κάθεσαι κοντά στον άντρα σου και να τόνε κανακεύεις κι αυτός χαλί θα γενούντανε για σένανε ούλη σας τη ζωή!
Φαγάκι της προκοπής πότε τον έκαμες το χριστιανό που τον έχεις στη νηστεία ούλο το χρόνο; Κρατιέται άντρας έτσι παραμελημένος; Αμ δεν κρατιέται και θα τόνε χάσεις και θα χτυπάς την κεφάλα σου στον τοίχο μετά! Θα λέγεις, τι είχα και τι έχασα! 
Φούντωσε η Σουλτάνα που την είχε άχτι και με το δίκιο της. Έδωσε τέλος στη συζήτηση, έκανε νόημα και στον άντρα της κι ετοιμάστηκαν να κλείσουν το μαγαζί. 
Η Λαμπρινή συνέχιζε να λέει τα δικά της αλλά σημασία δεν της έδιναν, άκρη δεν επρόκειτο να βγάλουν...



Ο Θανάσης  ακολούθησε το χιλιοειπωμένο "άιντε μόνος σου" της γυναίκας του κι εκείνη έσκαγε που τον έβλεπε να βγαίνει τακτικά κουστουμαρισμένος και φρεσκοξυρισμένος σα γαμπρός και να αργεί να γυρίσει. Φαγητό στο σπίτι του δεν άγγιξε ξανά, ένα καφέ το πρωί πριν τη δουλειά κι αυτόν μισό τον έπινε. Η Λαμπρινή σηκώθηκε μια Κυριακή πρωί και είδε ότι δεν είχε γυρίσει από το προηγούμενο βράδυ. Την έπιασε πανικός. Δεν γύρισε ούτε το μεσημέρι, ούτε τη νύχτα. Ξημερώματα τον άκουσε να βάζει το κλειδί στην πόρτα κι έτρεξε πανικοβλημένη να δει αν είναι καλά. Κατάλαβε ότι τον έχανε αλλά ήταν αργά πλέον... Άρχισε τη γκρίνια και τις απειλές και εισέπραξε μια απρεπή χειρονομία! 
Στον αδερφό της δεν ξαναπάτησε, τους κρατούσε μούτρα από εκείνη τη μέρα και την πλήρωνε η καημένη η μάνα της. Η Ζωίτσα είχε καλό σύζυγο αλλά της είχε πει να μην ανακατευτούν με την "τρελή" γιατί δεν ήθελε φασαρίες στο σπίτι του, αλλά δε μπορούσε να προστατεύσει την πεθερά του, κόρη της ήταν. 
Όταν τους κάλεσαν στο γάμο της Αθηνάς πίστεψε ότι ίσως δεν χάθηκαν όλα αφού τη συνόδευσε ο άντρας της, όμως δεν αντάλλαξε ούτε κουβέντα μαζί της. 
Μιλούσε, γελούσε, ευχόταν, έπινε, χόρευε, όμως ούτε μια στιγμή δεν γύρισε το βλέμμα να την κοιτάξει. Πολλές γυναίκες είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω του κι η Λαμπρινή έβγαζε αφρούς που τις σήκωνε όλες για χορό. Μιλούσε και παραπονιόταν στη μάνα και την αδερφή της κι εκείνες χαμογελούσαν δεξιά κι αριστερά για να μη δίνουν δικαίωμα. Τι βραδιά κι εκείνη...

Ήταν πλέον ζήτημα χρόνου ο χωρισμός τους. 
Την επόμενη φορά που του είπε πάω λίγες μέρες να δω τη μάνα μου είδε άλλο Θανάση, πολύ αγριεμένο κι έτοιμο να την κατασπαράξει. 
- Στη μάνα σου πάλι πας να ξεχρονίσεις, έτσι; Ε! λοιπόν να πας και στη μάνα σου, να πας και στο διάολο και να μη ξαναγυρίσεις! 
'Αμα τολμήσεις να πατήσεις ξανά το ποδάρι σου εδώ θα σε σαπίσω στο ξύλο στρίγκλα, γρουσούζα! 




Μείκω - Μείνω 

Μπατανία - Κουβέρτα

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Διέτηνα που είναι με το νύχι εκεί!


Όταν πήγε τη Σουλτάνα ο Γιώργος να  γνωριστεί με την οικογένειά του την είχε προετοιμάσει για την παραξενιά της αδερφής του.
<<Καλή γυναίκα είναι αμά κομματάκι απότομη κι αγέλαστη. Μη γνοιάζεσαι κοκόνα μου εσύ, στα πόδια μας δε θα την έχομε, άντε δυο τρεις φορές το χρόνο να βλεπούμαστε. Τον άντρα της όμως θα τόνε αγαπήσεις αμέσως, ωραίος άνθρωπος!>> 
Συγκρατημένη η Λαμπρινή της έδωσε ψυχρά το χέρι και την κοιτούσε από το κεφάλι μέχρι τα πόδια επιφυλακτικά. Χαμόγελο στα χείλη της δεν είδε, αντίθετα ο Θανάσης την έκανε να αισθάνεται άνετα με το γέλιο και την καλή του πρόθεση. Όλη η οικογένεια ήταν χαρούμενη, η πεθερά, η άλλη της κουνιάδα, ο άντρας της,  τους αγάπησε και την αγάπησαν από την πρώτη στιγμή. 
Η Σουλτάνα θέλησε με τον καιρό να πλησιάσει την ιδιότροπη κουνιάδα της και πάντα την καλούσε στο σπίτι τους, προσπαθώντας να της φτιάξει τη διάθεση και να της ανοιχτεί, ίσως έτσι άλλαζε κάπως το μυαλό της. Μάταιος κόπος...

- Α πα πα! Χριστέ και Παναγία μου τι άθρωπος, να μη τηνε βρίσκεις πουθενά! Γρουσούζα σε ούλα της!
Ερχούντανε στρυφνή με μια καμιζόλα* κλειστή ίσια με το σαγόνι και της κρεμούντανε ένας σταυρός ξύλινος  μεγάλος που ήτουνε για τον τοίχο κι όχι να τόνε βάλει άθρωπος! 
Κάλτσες ψιλές δε φόραε, μάλλινες ίσια με το γόνατο κι εκείνα τα μαλλιά της ένα κότσο τραβηγμένα που λες και τσίτωνε το μούτρο της, σαν τον κακό χρόνο ήτουνε ένα πράμα. 
Την έλεγα καλώς τη Λαμπρινίτσα μου, έλα και σε περίμενα να πιούμε καφεδάκι, όχι μ' έλεγε, ένα τσάι μοσχομυριστό τότες, όχι μ' έλεγε.
Τι πορτοκαλάδα, τι πιοτά, τι γλυκά, ό,τι είχα να τηνε τρατάρω, όλο όχι και δε θέλω μ' έλεγε. 
Έλα να σε βάλω μια ωραία πομάδα να φρεσκάρει το δέρμα που βάνω κι εγώ κι ύστερα θα σε κάνω ένα πεντικιούρ, να σε βάψω και τα νύχια να σε κάνω και μπούκλες τα μαλλιά να διεις τι ωραία θα περάσουμε, δεν τα κάνω εγώ αυτά τα πράματα μ' έλεγε, άσε με ήσυχη!

Την καλόπιανε όπως μπορούσε αλλά κανένα αποτέλεσμα, μόνο στο κουσέλι* ήταν καλή. Όταν έπιανε το αυτί της ότι θα έρθουν οι αδερφές της ή κάποια φίλη, πρώτη αριβάριζε και στρογγυλοκαθόταν μη χάσει λέξη. Ο Θανάσης άρχισε να παραπονιέται στην πεθερά και τους κουνιάδους ότι πλέον οι καβγάδες ήταν καθημερινοί.
Μόνο στο μυαλό της είχε για τα καλά δεμένο τον άντρα της. Του άρεσα, με διάλεξε, με πήρε, μια ζωή θα είμαστε μαζί θέλει δε θέλει, χωρίς πολλά πάρε δώσε.
Άντε καμιά επίσκεψη που και που στα σόγια, όχι γιατί τους επιθυμούσε αλλά για να μαθαίνει τα οικογενειακά τους και να ρίχνει μετά το φαρμάκι της.  Όταν δεν είχε πρόσβαση πίσω απ' την κουρτίνα της, έριχνε μια ζακέτα πάνω της κι όπως ήταν με τη σκούρα μάλλινη ρόμπα έβγαινε και τριγύριζε στα σοκάκια τάχα για να ψωνίσει. Η περιέργεια την έκανε να παρακολουθεί τις ζωές των άλλων. Ένιωθε καλά στο μικρόκοσμό της και σιγά μην άλλαζε συνήθειες για χάρη του.
Ο Θανάσης ασφυκτιούσε. Αλλιώς περίμενε τον έγγαμο βίο τους. Ήθελε να βλέπει και δυο συγγενείς, φίλους, το Σαββατοκύριακο τουλάχιστον να αφήνει τις σκοτούρες της δουλειάς. Και για τη γυναίκα του το ίδιο σκεφτόταν, θα κοπιάζει όλη την εβδομάδα στο σπίτι, έπρεπε να ξεσκάσει κι εκείνη ανθρωπινά.  Απλά και καθημερινά πράγματα ζητούσε, η Λαμπρινή όμως κάθε φορά τον απογοήτευε. 
- Λαμπρινή πάμε το βράδυ για ουζάκι, κατά τις οκτώ να είσαι έτοιμη!
- Άντε πάλι εσύ με τα ουζάκια σου, δε μπορώ, κουράστηκα με τη μπουγάδα σήμερις...
- Για να ξεκουραστείς σε λέω να πάμε!
- Σε είπα δε μπορώ κι άμα θες πήαινε μόνος σου!  
- Πώς μόνος μου μέσα στα αντρόγυνα; Κι άμα με πούνε που είσαι τι να πω μπρε γυναίκα; 
- Δε με νοιάζει, λέγε άρρωστη είναι και δε μποράει...


- Λαμπρινή πεθύμησα τζιέρια, στου Μαθιού ψήνουνε κοκορέτσια και μαζεύτηκαν ούλοι.
- Κι άμα μαζεύουνται αυτοί καλά κάμνουνε, εγώ τι σε φταίω; 
- Λαμπρινή, να πάμε στο καζίνο* για μπυρίτσα είπαμε με τα αδέρφια μου, μας περιμένουνε! 
- Ωχ κι εσύ, άσε με και πού να τρέχω... Πάγαινε μόνος σου!
- Την άλλη βδομάδα είπανε ο Γιώργος κι η Σουλτάνα να πάμε εκδρομή και να κάτσουμε για ψητά και μετά για παγωτό. Ωραία θα περάσουμε!
-Το μυαλό της όλο στοις δρόμοι το έχει αυτή η νύφη, τραβολογά και τον αδερφό μου που δουλεύει ούλη μέρα στο μαγαζί κι αντίς να τόνε λέει κάτσε σπίτι να ξεκουραστείς τόνε τρέχει. Δεν ξεύρω άμα πάμε, άσε με και θα διούμε... 
- Λαμπρινή, τι να διούμε πάλι με λες;
- Μπρε καλά το έλεα που δεν κάνει αυτή για το Γιώργο μας αμά ποιος να με ακούσει εμένανε; Διέτηνα που είναι με το νύχι εκεί κι ούλο χρώματα αλλάζει και δως του οι πομάδες και δως του τα κραγιόνια και να τα μεταξωτά και τα φουρό... Αμά έτσι τόνε τύλιξε και τόνε έβαλε στο βρακί της μέσα και τήνε κοιτά στα μάτια ο ζαβός... 
- Δεν έχεις τσίπα πάνω σου πια που ούλο πιάνεις την κοπέλα στο στόμα σου; Τι σ' έκαμε και τήνε κατηγορείς; Πολύ ωραία πάντα σε φέρεται, πρόσχαρη είναι, καλοδεχτική είναι, ο αδερφός σου τυχερός είναι που πήρε τη Σουλτάνα. Εσύ ζούσες με όλα σου τα καλά κι έκανες μαύρη τη ζωή των δικώνε σου και μετά τη δική μου κι εκείνη επάλευε τίμια να βγάλει δυο παράδες για να ζήσει. Πάντα ήτουνε με το γέλιο στο στόμα μου 'λεγε ο αδερφός σου που την έβλεπε κι ας σηκωνόταν αξημέρωτα να ετοιμάσει τις πομάδες που κατηγοράς! 
Πομάδες που βάζει όπως όλες οι γυναίκες, κραγιόνια που βάζει όπως οι πιο πολλές γυναίκες, τούλια και μεταξωτά που εσύ τα ΄χεις παραχώσει να τα τρώει ο σκόρος αυτή τα φορά και τα χαίρεται και τήνε καμαρώνει ο άντρας της. Εγώ τι έχω να καμαρώσω από σένα, με λες; Μήτε ένα φαγητό να φχαριστηθώ δε γνοιάστηκες να με κάμεις κι ούλο όσπρια, τραχανά, πατάτες γιαχνιστές, ρύζι με σάλτσα και σούπες με ταΐζεις τόσα χρόνια εδώ μέσα! Ας είναι καλά η κυρά Δόμνα που έφερνε κρυφά κάνα μπουρέκι ή ψητούλι ή ντολμαδάκια ή κάνα ρόστο κι έτρωγα και μη νομίζεις ότι δεν καταλάβαινα που ήτουνε της μάνας σου δουλειά κι ας έμενε ξέσκεπο να μυρίζει το σπίτι σα να το έφκιαξες εσύ! 
Το νύχι εκεί το 'χει η νύφη σου και βαμμένο και πολύ ωραία είναι, άντρα έχει και τήνε καμαρώνει. Ας τα είχες κι εσύ που σε βλέπω έτσι δα και τρομάζω.  Όποτε μας εκάλεσε για τραπέζι περιδρόμιαζες τα πάντα, τα νύχια της δε σε ξινίσανε!
- Μμμμμ... 
- Δυο λογιών φαγιά τη μέρα σιάχνει τον αδερφό σου κι εκείνος τήνε μαλώνει που κουράζεται αμά εκείνη θέλει και τα ψήνει για να τόνε φχαριστήσει. Θαρρείς που δεν τα ξέρω, όλα μαθαίνουνται. Εσένα τι σε έλειψε, ε; Παράδες μπόλικοι σε δίνω, να κάμεις και τα λούσα σου και να καλοπερνάμε κι εσύ τα κάμεις μασούρι. Βάλτα κει που σου πρέπει κι άσε τον κοσμάκη ήσυχο! 

Τα τελευταία λόγια του και το δυνατό χτύπημα στην πόρτα πίσω του προβλημάτισε επιτέλους τη Λαμπρινή... 




Καμιζόλα - Μακριά πουκαμίσα με ψηλό γιακά

Κουσέλι - Κουτσομπολιό

Καζίνο - Αναψυκτήριο

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Ροβίθια!


- Σαν εγυρίσανε απέ το ταξίδι το γαμήλιο, γίνηκε το μέλι φαρμάκι...

Στη Σμύρνη πήγαν οι νεόνυμφοι για είκοσι μέρες και ο Θανάσης  σαν γλεντζές άνθρωπος απολάμβανε τις χαρές της ζωής. Στο στόμα την τάιζε, τα όργανα καλούσε να παίζουν στο τραπέζι τους, πολλά δώρα της αγόρασε, έκανε τα πάντα για να την ευχαριστήσει.  Η γυναίκα του έλαμπε μέσα στα ωραία μεταξωτά φορέματα, στολισμένη με βαριά χρυσαφικά, κυρία όπως του άξιζε.  Έκανε γάμο πολύ καλό και σκεφτόταν κάποιες που έλεγαν πίσω από την πλάτη της ότι θα έμενε γεροντοκόρη, πήρε τον καλύτερο και θα σκάνε από τη ζήλια τους οι φαρμακόγλωσσες! Αυτός ο άντρας ήταν δικός της και δε θα της τον έπαιρνε καμιά απ' όσες τον καλοκοίταζαν! 
Εντυπωσιάστηκε η Λαμπρινή από την περίφημη Σμύρνη που μόνο ακουστά την είχε! Το ξενοδοχείο ήταν πολυτελές με πολύ ωραία θέα αλλά πάνω στη βδομάδα άρχισε να μελαγχολεί και η μελαγχολία της μεταφραζόταν σε κατεβασμένα μούτρα και βαριαναστενάγματα. 

- Λαμπρινίτσα μου τι έχεις;
- Τίποτα...
 - Δε σε αρέσει το φαΐ και θες να παραγγείλουμε άλλο γιαβρί μου; 
- Μπα, καλό είναι, χόρτασα. 
- Να πάμε σε άλλο μαγαζί μετά να πιούμε τα σερμπέτια μας και το ξημέρωμα πια στο κρεβάτι μας. 
- Με πονάει κομμάτι το κεφάλι μου και να πλαγιάσω θέλω... 
Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσουν πίσω στην Πόλη κι είχε αρχίσει να κάνει τα δικά της. 
- Πεθύμησες λες τους δικούς σου που τους αποχωρίστηκες αλλά έτσι είναι Λαμπρινίτσα μου, είσαι παντρεμένη πια και είμαι ο πιο δικός σου εγώ, ο άντρας σου.
- Ναι, δε λέω...
- Να διεις τι ωραία πράματα που θα τους λες ότι είδες και θα σε ρωτάνε να τα μάθουν ούλα! Θα σε διούνε και με τα καινούργια τα ρούχα και θα τους πας και δώρα... 
Κατάφερε να τη χαλαρώσει λιγάκι, σαν πιο ζεστή την ένιωθε. Χόρτασε εικόνες, ιστορίες, καλούδια και πέρασαν οι μέρες... 

Ξημερώματα επέστρεψαν κι έπεσαν εξαντλημένοι στο κρεβάτι. Οι γονείς της είχαν καλέσει και τους συμπεθέρους στο σπίτι τους να υποδεχθούν το ζευγάρι και να φάνε όλοι μαζί. 
Αγκαλιές, φιλιά, ευχές, δώρα, πέρασαν την υπόλοιπη μέρα τρώγοντας και πίνοντας κι αργά πια έφυγαν για το σπίτι τους. Ο Θανάσης είχε δυο μέρες ακόμα ελεύθερες πριν στρωθεί ξανά στη δουλειά και ήθελε να τις χαρεί  γλεντώντας. 
- Λαμπρινή μου αύριο που θα βγούμε με τους φίλους μας, να φορέσεις κάτι απέ τα καινούργια σου να σε καμαρώνω, να ανοίξεις και κείνο το ωραίο άρωμα που ακόμα κλειστό το 'χεις για! Πες με τι αρέσκεσαι, που θες να πάμε;  
- Πάλι να πάμε και να πάμε, τόσον καιρό όλο πάμε απέ δω κι απέ κει, ούλη τη Σμύρνη πια γυρίσαμε! Το σπίτι μας πότε θα μας διει για; 
- Το σπίτι μας δε φεύγει κι έχει όλο τον καιρό να μας διει και να μας βαρεθεί. Όλοι οι νιόπαντροι το γλεντούνε.  Αύριο να το κάψουμε με τα παιδιά που ήρταμε, την άλλη μέρα μόνοι μας να σε χορτάσω και να με χορτάσεις πριν αρχινίσω δουλειά. Τον καιρό μπροστά μας τον έχουμε Λαμπρινίτσα μου για τις χαρές του γάμου μας, θα περνάμε καλά μαζί τζιέρι μου, θα διεις!
Κούνησε το κεφάλι ειρωνικά η Λαμπρινή και κατάπιε τα λόγια της γιατί ήταν έτοιμη να καβγαδίσουν.  
Μέρα είναι η αυριανή, πού θα πάει, θα περάσει...Άντε και να ξεκινήσει τη δουλειά ο άντρας της να λείπει τις περισσότερες ώρες μη τον έχει μέσα στα πόδια της και να ησυχάσει το κεφάλι της... 
Έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν, αλληλοπειράχτηκαν, τον κόσμο σήκωσαν στο πόδι από τα γέλια κι αργά πια μαζεύτηκαν στα σπίτια τους χαρούμενοι. 
Ο Θανάσης ξάπλωσε ευχαριστημένος. Θα έπαιρνε τη γυναίκα του αγκαλιά και θα χουζούρευαν μέχρι αργά για ακόμα μια μέρα χωρίς το άγχος του πρωινού ξυπνήματος. Το μεσημέρι θα έτρωγαν στους γονείς του, έτσι συνηθιζόταν.  
Το επόμενο βράδυ ενώ περίμενε να  πάει στο κρεβάτι η Λαμπρινή, άκουσε ένα περίεργο ήχο από την κουζίνα, σα να έπεφταν κάπου πετραδάκια και μετά νερό. 
- Τι θόρυβος ήτουνε αυτός Λαμπρινίτσα μου που άκουσα απέ την κουζίνα, πες με; 
- Γνοιάστηκα για το αυριανό φαΐ κι έβαλα στο νερό...
- Τι καλό θα πρωτοφάω απέ τα χεράκια σου στο σπιτάκι μας; 
- Ροβίθια!

Ξεκαρδίστηκαν οι αδερφές και η Μυρτώ με την παλαβή τη Λαμπρινή.
Νιόπαντρη και ρεβίθια ήταν το πρώτο φαγητό που θα ετοίμαζε στον άντρα της, μη χειρότερα! 
- Αντίς να ψήσει ένα φαγάκι της προκοπής κρεατερό, να ετοιμάσει και μια ωραία ποικιλία με τυράκια και σαλάμια, κάνα σουτζούκι με αβγουλάκια για ένα πρώτο ουζάκι να πούμε, να τόνε περιποιηθεί, ροβίθια έκαμε η τρελή... Χα χα χα! Και να λείπει κιόλας!

Με βαριά καρδιά ο Θανάσης γύρισε σπίτι εκείνη τη μέρα. Αλλιώς περίμενε το πρώτο τους τραπέζι από τα χεράκια της γυναίκας του. 
Άνοιξε την πόρτα, τη φώναξε, πουθενά η Λαμπρινή. Στους γονείς της είχε πάει αφού ξένοιασε από φαγητό κι έγινε εκεί καβγάς μεγάλος με τη μάνα της που τα 'χασε όταν την είδε. 
 Αγρίεψε πολύ η κυρία Δόμνα με τη νιόνυφη που αντί να μείνει στο σπίτι να περιμένει τον άντρα της έφυγε και πήγε στο πατρικό της. Όταν δε τη ρώτησε τι μαγείρεψε κι άκουσε ρεβίθια έγινε χαμός!
- Τρελάθηκε εντελώς η κόρη σου Γιάκωβε, τι ντροπές είναι αυτές, μούτρα δεν έχω να διω το γαμπρό μας! Να τον πετάξει στη μούρη ροβίθια και να κουβαληθεί εδώ; Πού ακούστηκε τέτοιο πράμα για;
Κι όταν την είπα που δεν επιτρέπεται πρώτη μέρα να γυρίσει ο χριστιανός κι αντί να τη βρει συγυρισμένη και γελαστή να τόνε καλωσορίσει μ' ένα τραπέζι φορτωμένο με όλα τα καλά με έκαμε τέτοια ταραχή, τι να σε λέω! Μεγάλο πατιρντί γίνηκε και με είπε ότι τήνε παντρέψαμε για να τήνε ξεφορτωθούμε και δεν τη θέλουμε στο σπίτι και τήνε ξεγράψαμε και τέτοια πράματα! Ποιος τήνε ξέγραψε μπρε Γιάκωβε την τρελή; Την είπα δεν στέκεται αυτό το πράμα για νιόνυφη γυναίκα, αντίς να κάτσει σπίτι να περιμένει τον άντρα της να φύει και να πάει στη μάνα της! Αχ Παναγία μου φοβούμαι, βάλε το χέρι σου και φώτισε τη να μην έχομε φασαρίες... Ταμπλάς θα μ' έρτει άντρα μου και να το ξεύρεις! 

Σκεπτικός φαινόταν ο Θανάσης κι αυτό δεν περνούσε απαρατήρητο. 
Μπορεί να έκανε τα αστεία του και να ξεχνιόταν λίγο με τη δουλειά αλλά όσοι τον ήξεραν καλά καταλάβαιναν ότι κάτι συμβαίνει. Είχε αρχίσει και να χάνεται από τις παρέες του κι απέφευγε τις πολλές εξόδους αφού με το ζόρι ξεκουνιόταν από το σπίτι η Λαμπρινή. Φοβόταν ότι θα κυλούσε έτσι η ζωή του και θα έφευγαν τα χρόνια μίζερα σ' ένα μουντό σπίτι σα νεκροταφείο με τα έπιπλα σκεπασμένα, μέσα στη γκρίνια και τα ξινισμένα μούτρα της γυναίκας του. 
Άδικα πήγαιναν τα λόγια και οι συμβουλές της μητέρας της. Δεν εννοούσε να καταλάβει τίποτα η Λαμπρινή που μάζευε τα μαλλιά στον αυχένα με φουρκέτες και δεν είχε ίχνος θηλυκότητας πάνω της. Τα μεταξωτά και δαντελένια κρύφτηκαν στον πάτο της ντουλάπας, ακόμα και τα σατέν καλύμματα του κρεβατιού, μόλις δυο χρόνια παντρεμένη. Το σαλόνι όλο σκεπασμένο με άσπρα σεντόνια για να μη σκονίζεται κι άνθρωπο δεν ήθελε να μπει στο σπίτι μη της το λερώσει.
Αυτός ήταν κι ένας λόγος που δεν ήθελε να βγαίνει με τις παρέες του Θανάση για να μην αναγκάζεται να ανταποδίδει τις επισκέψεις. Μόνο οι γονείς της, τα αδέρφια της και με το ζόρι τα πεθερικά και τους  κουνιάδους της δεχόταν σπάνια, για να ξεντροπιαστεί ο άντρας της. 
Δύο καλοκαίρια μέχρι τότε την πήγε ταξίδια, τη γύρισε, πιο πολύ όμως για να ξεσκάσει εκείνος αφού καλό λόγο από το στόμα της δεν άκουγε. Λαχταρούσε η καρδιά του όταν έβλεπε τα άλλα ζευγάρια και ζήλευε την τύχη των φίλων και συγγενών που άνοιγαν τα σπίτια τους κι έβγαιναν τα Σαββατόβραδα στις ταβέρνες και τις Κυριακές βολτάριζαν χαρούμενοι και γελαστοί. Η Λαμπρινή καλό λόγο για κανένα δεν είχε να πει, όλο ελαττώματα έβρισκε στους ανθρώπους. Γκρίνιαζε μόνιμα ότι η γυναίκα του τάδε τον γλυκοκοίταξε μπροστά στα μάτια της και γι' αυτό ήθελε συνέχεια να βγαίνουν, η αρραβωνιαστικιά του άλλου τσίτωνε το φόρεμα στο μπούστο για να φανεί το στήθος της και και και.... 

Ο Γιώργος ήταν δεκαεννέα χρονών όταν πέθανε ο πατέρας τους από ανακοπή ένα βράδυ στον ύπνο του, λίγους μήνες μετά το γάμο της Ζωίτσας. Τραγικό για όλους...
Ανέλαβε το μαγαζί δυο μήνες σχεδόν μετά το θάνατό του, δεν άντεχε να πάρει νωρίτερα τη θέση του πατέρα του και η μητέρα τους πέρασε μεγάλη περιπέτεια υγείας μετά το χαμό του συζύγου της. Ο Ιάκωβος νοικοκύρης και οικονόμος όπως ήταν είχε καλοπροικίσει τα κορίτσια του με σπίτια και ο Γιώργος είχε πάρει το εξοχικό, το σπίτι που έμεναν στην πόλη του το άφησε ο παππούς που είχε πάρει και το όνομά του. 
Όταν είχαν παντρέψει τη Λαμπρινή νοίκιασαν το δικό της αφού προτίμησε να μείνει στου Θανάση το σπίτι και τα χρήματα του ενοικίου της τα κατέθεταν στην τράπεζα στο όνομά της. Αυτό το λογαριασμό τον φούσκωσε με τα χρόνια αφού σπάνια άνοιγε το πορτοφόλι της και δεν ξόδευε πολλά λεφτά για το σπίτι. Ο Θανάσης της τα έφερνε μπόλικα και κουμάντο δεν της έκανε ποτέ.  
Η κυρία Δόμνα είχε παρηγοριά το παλικάρι της στο σπίτι αλλά μέχρι να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας της με τη χαρά των αρραβώνων του ήρθε η συμφορά του χαμού της μνηστής του. Νύχτα μέρα δεν ησύχαζε. Έκλαιγε μια τον άντρα της, μια τη νύφη της, έβλεπε και το γιο της έτσι μαραζωμένο και με ασφυκτικά μεγάλη πίεση αποφάσισε να μείνει στης Ζωίτσας αφού την παρακαλούσαν για μήνες. Επειδή ήταν διακριτικός άνθρωπος και δεν ήθελε να μένει μαζί με το ζευγάρι έφτιαξαν τρία ξεχωριστά δωμάτια στο πλάι του σπιτιού, δεξιά το αντρόγυνο κι αριστερά η μάνα με ξεχωριστή είσοδο. 

-  Θιός σχωρέστηνα την πεθερά μου, ένας άγγελος ήντουνε αλλά αυτή η σκύλα η μαύρη κι αγαρηνή την έφαε τη ζωή με τη τζαναμπετιά της...

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Η Λαμπρινή


                                              


 Να την ερωτευτεί και να την παντρευτεί άντρας καλός, εύπορος κι εμφανίσιμος είναι ό,τι ονειρεύεται κάθε γυναίκα.
Το θέμα είναι τι γίνεται αν η γυναίκα μετά το γάμο θεωρεί ότι έδεσε το γάιδαρό της κι όχι απλά ξενοιάζει αλλά κάνει την έγγαμη ζωή του ανυπόφορη με τις παραξενιές και τη μόνιμη γκρίνια της.
Έτσι ήταν και η μεγαλύτερη αδερφή το Γιώργου, η Λαμπρινή, ψηλή και θεωρητική, μορφωμένη, σοβαρή, αλλά ανάποδος άνθρωπος. 
Σαν κοπέλα ελεύθερη δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα, αγαπούσε το σπίτι και το εργόχειρο, βοηθούσε στις δουλειές αλλά η ιδιοτροπία της ήταν ανυπόφορη. Όλα της έφταιγαν, όλα την ενοχλούσαν, ακόμα και το κελάηδημα της καρδερίνας στο κλουβί στην είσοδο του σπιτιού, τα νιαουρίσματα, τα γαβγίσματα, η μουσική, τίποτα δεν την ικανοποιούσε, με τίποτα δεν ήταν ευχαριστημένη. Για προξενιό ούτε που ήθελε να ακούσει, ούτε και γύριζε τα μάτια να δει άντρα, τα χρόνια περνούσαν και οι γονείς είχαν απογοητευτεί ότι θα έμενε γεροντοκόρη έτσι μοναχικά που ζούσε κλεισμένη στο σπίτι γκρινιάζοντας συνεχώς. 
Η κυρία Δόμνα προσευχόταν νύχτα μέρα και δεν είχε αφήσει εκκλησία που να μη τάξει, είχε και την άλλη της κόρη τη Ζωίτσα, μια χαρά κοπέλα γελαστή και καλόβολη, είχε και το Γιώργο της που ήταν τόσο καλό κι εργατικό παιδί. Τελειώνοντας το σχολείο δούλευε στου πατέρα το μαγαζί που είχε ξεκινήσει μικρός σαν τσαγκάρης και με τον καιρό έγινε ένας από τους καλύτερους υποδηματοποιούς. Έμαθε τη δουλειά και μεγαλώνοντας όχι απλά κράτησε το μαγαζί αλλά το επέκτεινε και πήγαινε μια χαρά. 
Ξύπνησε ένα πρωί η Λαμπρινή κι αφού αρπάχτηκε με τη μάνα και την αδερφή της επειδή ήθελε να αλλάξουν μοδίστρα γιατί και στα ρούχα έβρισκε ελαττώματα, ήταν και το τσάι βαρύ, δεν ήταν και καλά βγαλμένη η πέτσα από το γάλα, γενικά της έφταιγαν όλα ως συνήθως, έφυγε με γκρίνια να πάει τυρόπιτα στο μπαμπά της που ήταν στο μαγαζί. Παραλάμβανε δέρματα εκείνη τη μέρα ο κύριος Ιάκωβος και μπήκε στραβομουτσουνιάζοντας η κόρη του που την ενόχλησε η μυρωδιά. 
- Μέρα που βρήκε η μαμά να με στείλει να σε φέρω τυρόπιτα, δεν έστελνε τη Ζωή καλύτερα; Πού να σταθώ δω μέσα που βρομάει γιδίλες και τραγίλες και δεν ξέρω τι άλλο, εμετός μ' έρχεται, τα άντερά μου γυρίσανε...
- Καλώς το μου το όμορφο κορίτσι μου, πάνω στην ώρα, είμαι με δυο καφέδες, πνίγομαι στη δουλειά και δεν πρόλαβα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. 
Πορτοκαλαδίτσα να πω να σε φέρουνε παιδί μου; 
- Όχι 
- Μια λεμοναδίτσα; 
- Όχι 
- Μπα και θες τσάι γιαβρί μου; 
- Όχι, τίποτες δε θέλω, που ξύπνησα και πήα να πιω τσάι και ητανάνε βαρύ και δεν πινούντανε κι αν πεις το γάλα μες στην πέτσα πάλι και να πεις ότι δεν τους τα λέω, τους τα λέω, αμά τα ίδια με κάμνουνε μάνα και κόρη αλλά βέβαιααααα εγώ είμαι η κακιά και η άλλη καλή, μη πω και για τον κανακάρη σας που τον έχετε όπα όπα και..... 
- Σους μπρε παιδάκι μου ακόμα δεν ήρθες έπιασες τη γρίνια, κόσμο έχουμε και είναι ντροπής να σε ακούνε!
Αγανακτισμένος ο Ιάκωβος βγήκε στην πόρτα κι η κόρη από πίσω έλεγε.... 
Τελευταία παραλαβή και τελείωνε, κόντευε πια μεσημέρι και δεν έβλεπε την ώρα να καθίσει να πάρει μια ανάσα και να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του. Θα έμενε και το μεσημέρι στο μαγαζί να τακτοποιήσει κάτι παραγγελίες. Ο δερματέμπορος είχε στείλει  το γιο του να επιβλέπει και ο Ιάκωβος τον κράτησε να πιει ένα τσάι και να συζητήσουν τα σχετικά της δουλειάς. Ωραίο παλικάρι ήταν, ξύπνιο, με τα αστεία του, τα γέλια, τα πειράγματα, έφτιαξε και το κέφι του Ιάκωβου. Κάτι πήρε το αυτί του για τα παράπονα της Λαμπρινής με τη δερματίλα κι άρχισε να την πειράζει με το δικό του τρόπο, όταν ο πατέρας της του πρόσφερε ένα κομμάτι ζεστή ακόμα τυρόπιτα. 
- Πα! Τι νοστιμιά είναι αυτή, ποια καλή νοικοκυρά την έφτιαξε; 
- Η κόρη μου απέ δω, δεν την έχεις γνωρίσει τη Λαμπρινίτσα μου, ε; 
 - Κυρ Γιάκωβε, τυχερός πατέρας είσαι, να τήνε χαίρεσαι, γεια στα χέρια σου Λαμπρινή, χαρά στον όποιος σε πάρει! Λεύτερη δεν είσαι; 
- Ναι, απάντησε κοκκινίζοντας η Λαμπρινή. 
- Τσάι με τυρόπιτα σπιτικιά ποιος να με τόλεγε, μοσχοβολάει το βουτυράκι της, άμα δεν είχαμε κι αυτή τη βρόμα της δερματίλας ακόμα καλύτερα! 
- Βρόμα....ναι, σαν κάτι να με μύρισε κι εμένα αλλά ο μπαμπάς μου δεν....
- Τι ο μπαμπάς σου, που καταλαβαίνει ο μπαμπάς σου από ευαίσθητες μύτες, ε; Θα με πεις κι εσύ μπρε Θανάση που είσαι μέσα στο εργοστάσιο τι μυρίζεις, δέρματα δε μυρίζεις; Ναι αμά εγώ ξέρω και σε καταλαβαίνω κι έχεις τα δίκια σου που στράβωσες, λουλούδια έπρεπε να μυρίσεις γκιουζελίμ κοπέλα κι όχι δέρματα! 

Η Λαμπρινή εντυπωσιάστηκε με την κατανόηση που έδειξε ο νέος στην "ευαίσθητη μύτη της" κι αυτό με τα λουλούδια που είπε της άρεσε πολύ. Χαμογέλασε δειλά, προς έκπληξη του πατέρα που έβλεπε συνήθως σουφρωμένα τα χείλη της κι αντί να φύγει για το σπίτι έπιασε στα χέρια της κάποια δείγματα και τα περιεργαζόταν. 
- Τσάι να πίνω μόνος μου δε γένεται, πάρε κι εσύ κάτι να με κάνεις παρέα μπρε Λαμπρινή! 
Παράγγειλε ο πατέρας και για την κόρη του που δεν έφερε αντίρρηση και κατέβηκε μονολογώντας στο υπόγειο κάνοντας το σταυρό του. 
- Μπρε λες να.....μακάρι Παναγία μου και Χριστέ μου, χίλιες δόξες! Καλό παιδί ο Θανάσης, δουλευτάδικο, καλά στέκει κι απέ παράδες...αχ και να γενόταν ένα θαύμα... 
Στο μικρό εργοστάσιο που ήταν οικογενειακή επιχείρηση εργάζονταν τα μέλη τριών οικογενειών, θείοι και ξαδέρφια, έπεφταν καλά λεφτά στον καθένα και ήταν αγαπημένοι και μονοιασμένοι. Η οικογένεια του Θανάση δεν ήταν πάμπλουτη, εύπορη και αξιοπρεπής  ήταν με καλό όνομα, κακό γι' αυτούς δεν είχε ακουστεί ποτέ. 
- Κομματάκι δουλειά έχω κάτω Λαμπρινίτσα μου, μπα και βαρεθείς μονάχη άμα φύγει ο Θανάσης σκέπτουμαι. 
- Κυρ Γιάκωβε κάνε δουλειά σου και κρατώ εγώ παρέα την κόρη σου, άμα δε με βαριέται φυσικά! 
- Όχι καλέ, τι να βαρεθώ, με τόσα που με λες περνά καλά η ώρα, τι να κάνω και σπίτι να πάω, τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα, απάντησε αυθόρμητα η Λαμπρινή. 
Ο Ιάκωβος ξανά σταυροκοπήθηκε...

Δεν υπάρχει άντρας που να μη θέλει να εντυπωσιάζει τις γυναίκες και να τις κάνει τα κρέμονται από τα χείλη του κι ο Θανάσης δεν αποτελούσε εξαίρεση. 
Είχε ένα τρόπο γλυκό όταν μιλούσε, παιχνιδιάρικο, βλέμμα καθαρό, η Λαμπρινή για πρώτη φορά ένιωσε γοητευμένη. 
Η συμπεριφορά της σα να άλλαξε λίγο. Δεν την ενοχλούσε πλέον το κελάηδημα της καρδερίνας και σταμάτησε να φωνάζει "το σκασμό βρομοπούλι μη σε ρίξω στη γάτα να σε κάμει μια χαψά" γιατί ο Θανάσης είχε τρία πουλάκια στο σπίτι τους και τους είχε μεγάλη αδυναμία. Δεν έβλεπε την ώρα να πηγαίνει στο μαγαζί τακτικά ελπίζοντας ότι θα τον ξαναδεί όμως και του Θανάση δεν του ήταν αδιάφορη. 
Κοπέλα με ήθος, εμφανίσιμη, από σπίτι καλό, αν και ήταν  λίγο μεγαλύτερή του δεν τον ενοχλούσε, άρχισε να την καλοβλέπει και πήγαινε με διάφορες δικαιολογίες κι εκείνος στο μαγαζί ώσπου ζήτησε την άδεια από τον πατέρα της να βγούνε για ένα γλυκό. 
Στολίστηκε η Λαμπρινή χάρη στην επιμονή της μάνας και της αδερφής της.  Άφησε τα μόνιμα πιασμένα σε ψηλό κότσο μακριά μαλλιά της λυτά μ΄ένα χαριτωμένο τσιμπιδάκι στο πλάι κι έδειχνε μικρότερη από τα εικοσιοκτώ της χρόνια. Τη σταύρωσε η κυρά Δόμνα, την ορμήνεψε να μην αρχίσει τις παραξενιές είτε με το μαγαζί είτε με το γλυκό είτε με καμιά μύγα κι όλα αυτά που έκανε όταν έβγαιναν έξω και άναψε τη μεγάλη καντήλα δοξάζοντας τη Χάρη Του κι ευχόμενη όλα να πάνε καλά. 

Σε ένα μήνα αρραβωνιάστηκαν και μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκαν με αναμμένα τα δυο ασημένια καντήλια που είχε ταμένα στην εκκλησία η μάνα της. Έρμη Δόμνα, πού να ήξερες... 

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Καλέ τι γιατρό, ματιαγμένη είναι η κοπέλα για!




Με μακριά τουαλέτα και γούνα μονοκόμματη ριγμένη στους ώμους, στεφάνωσε η Σουλτάνα την Αθηνά ένα απόγευμα του Δεκέμβρη. 
Αν και είχε τσουχτερό κρύο ένιωθε τα μάγουλά της φλογισμένα και η ζαλάδα ίσα που την άφηνε να σταθεί στα πόδια της. Το μυστήριο τελείωσε κι ακολούθησε το παραδοσιακό γαμήλιο τραπέζι όμως η θέα και μόνο των φαγητών της έφερνε ναυτία, δε μπορούσε ούτε μπουκιά να βάλει στο στόμα της. 
- Τι έχεις κοκόνα μου, μήπως πήρες κρύο; 
- Δεν ξέρω Γιωργάκη μου, κομματάκι το στομάχι μου έχει ένα κάψιμο αμά θα περάσει. Θα ψήσω ένα χαμόμηλο μετά στο σπίτι. 
Ήξερε ότι περίμενε παιδί αλλά το κρατούσε για έκπληξη. Να τελείωναν οι φούριες του γάμου πρώτα και θα του το έλεγε την Καλή Βραδιά* πριν έρθουν οι καλεσμένοι στο σπίτι τους. 
Σηκώνοντας την κουμπάρα και κουνιάδα του ο γαμπρός να χορέψει θόλωσαν τα πάντα γύρω της και σωριάστηκε στο πάτωμα πριν προλάβει κάποιος να την κρατήσει.
- Αχού τι γένηκε άξαφνα! είπε η Ανθούλα. Καταγής πεσμένη κι άσπρη σαν το χασέ λιγοθυμισμένη, φωνές, κλάματα, τι να σε λέω! Κι ο καημένος ο Γιωργάκης ετσίριζε ένα γιατρό τρεχάτε γλήγορα, τη χάνουμε τη Σουλτάνα! Η νύφη επέταξε τα πέπλα και μοιρολόγαγε αχ αδερφούλα μου, εγώ τραβούσα τα μαλλιά μου, της τρελής σε λέω! 
Πετάχτηκε και μια συμπεθέρα και λέει καλέ τι γιατρό, ματιαγμένη είναι η κοπέλα για! Νερά την ερίχνανε, σταυρώματα την εκάμανε όλα αυτά που σε λέω ίσια με δυο λεπτά γενήκανε κι άξαφνα ανοίγει τα μάτια της και λέει τον Γιωργάκη: Πολύ θα με τυραννίσει ο γιος σου με φαίνεται! κι έπιασε την κοιλιά της.
- Το τι γίνηκε Μυρτώ μου κείνη την ώρα....Αχ ο Γιωργάκης μου αρχικά χαμένος, οι άλλοι να γελούνε, να τον αγκαλιάζουνε... Εκείνος συνήλθε και με σήκωσε αγκαλιά, με φίλαγε, έκλαιγε, με φώναζε όλα τα γλυκόλογα του κόσμου κι εκεί απάνου ήρτε κι ο γιατρός! Δράμα περίμενε να διεί αμά κωμωδία είδε, χαρές και πανηγύρια πιο πολλές απέ αυτές του γάμου. Ωστόσο εγώ είχα συνέλθει και τους φώναξα να σύρουμε κι ένα χορό! Η κλαμένη πεθερά και οι κουνιάδες μου δε με αφήνανε μη και πέσει το παιδί. Τις είπα είμαι καλά και μια φορά επάντρεψα την αδερφή μου και θα το κάψουμε! 
 Η μεγάλη μου η κουνιάδα που γιαγκίνι* να τηνε κάψει με κοιτούσε λοξά απέ τη ζούλια της γιατί παιδί δεν είχε κάμει αλλά και γιατί τρωγούντανε μια ζωή με τα άντερα της και με όλονε τον κόσμο, θα σε τα πω μετά. Η μικρή η Ζωίτσα ήτουνε χρυσό κορίτσι και ως τα τώρα πικρή κουβέντα δεν είπαμε. Αχ καλέ να θυμηθώ να τηνε τελεφωνήσω την αγάπη μου να διώ πως είναι που τηνε πόναε η ράχη της.

Ξετρελαμένος ο Γιώργος συμφώνησε με τη γυναίκα του να έρθει η μάνα του στο σπίτι τους να την προσέχει και να τη βοηθάει μέχρι "να δέσει το παιδί" κι έτρεχαν να ικανοποιήσουν κάθε επιθυμία της. Ακόμα και χωρίς να ζητήσει κάτι με την υποψία και μόνο ότι θα της μύριζε ή θα το λαχταρούσε έπρεπε να υπάρχει στο σπίτι απαραίτητα! Η τόσο καλή κυρία Δόμνα που λάτρευε τη νύφη της, της πέρασε το βαρύ κωνσταντινάτο που φορούσε η Σουλτάνα εκείνη τη μέρα, η Φωτεινή ξεκίνησε να κεντάει τα ζιπουνάκια, η μοδίστρα της ετοίμαζε τα φορέματα της εγκυμοσύνης. 
Με την κοιλίτσα φουσκωμένη σεργιάνιζε καμαρωτή τις βιτρίνες για τα πασχαλινά ψώνια κι άφηνε τις τσάντες στο μαγαζί τους, ξεκουραζόταν λιγάκι κι έφευγε ξανά. Η εγκυμοσύνη της κυλούσε ομαλά κι ο γιατρός της είπε να περπατάει όσο αντέχει για να έχει εύκολο τοκετό, άλλο που δεν ήθελε η Σουλτάνα που δε χόρταινε τις ανοιξιάτικες μέρες. 
Είχε κλείσει τον έκτο μήνα και πρώτα ο Θεός θα ελευθερωνόταν τον Ιούλιο κι όταν σαράντιζε με το καλό θα έφευγαν στο εξοχικό για να μην υποφέρει η λεχώνα και το βρέφος από την αφόρητη ζέστη. Το κομμωτήριο θα έκλεινε και θα πήγαινε μαζί τους να παραθερίσει και η Ανθούλα που από τότε που παντρεύτηκε η Αθηνά  γύρισε ξανά στης Φωτεινής. Κοπέλα μικρή κι ελεύθερη δεν ήταν σωστό να μένει μόνη.
- Με αμυγδαλόλαδο έτριβα την κοιλιά και τα πόδια μου για να είναι μαλακά και να μη χαλάσει το σώμα μου απέ την εγκυμοσύνη. Με είπε ο γιατρός άλλο τίποτα μη βάζω. Τα αιθέρια που τα λέτε τώρα και τα σχετικά αρωματικά να ξέρεις απαγορεύουνται όταν η γυναίκα είναι σε ενδιαφέρουσα! 
Γέννησε καλά ένα πρωινό τις πρώτες μέρες του Ιουλίου κι έκανε το Γιώργο και τους δικούς του τρισευτυχισμένους με το παχουλό και γερό αγοράκι που έφερε στον κόσμο. 
Το μωρό χρυσώθηκε απ' όλους και ένα πανέμορφο παντατίφ με χοντρή καδένα ήταν το δώρο του Γιώργου στη γυναίκα του που τον έκανε πατέρα. Η πεθερά της πέρασε δαχτυλίδι με γαλάζια πέτρα.
Ήταν τόσο σίγουρη ότι θα γεννούσε αγόρι και τα είχε φτιάξει όλα γαλάζια, μέχρι και την κούνια του. 
- Η Φωτεινή μας δυο κοριτσάκια είχε και με πείραζε ότι κι εγώ κόρη θα κάμω επειδής αυτά είναι κληρονομικά. Αλλά εγώ την είπα ο καλός Θεούλης χατίρι δε με έχει χαλάσει και ό,τι τον έχω ζητήσει με το χαριτώνει. Αγόρι τον ζήτησα κι αγόρι θα γεννήσω!


Στο εξοχικό τους είχε πάει πριν η πεθερά της. Το ετοίμασε, έφτιαξε κρέμες δυναμωτικές για τη μανούλα που θήλαζε κι ένα σωρό γλυκά και φαγητά για να μη κουραστεί και η Ανθούλα μια που δούλευε όλο σχεδόν το χρόνο. Θα έμενε λίγες μέρες κι εκεί να βοηθήσει με το μωρό. Από τη μέρα που γέννησε η Σουλτάνα το χέρι της στο νερό δεν την άφηνε να βάλει, όλα εκείνη τα έκανε. Μάνα αληθινή στάθηκε και τη λάτρευαν όλες οι αδερφές. 
- Κάτι σα να είχε η κυρά Δόμνα και ας μη το έδειχνε. Λέω τη Σουλτάνα μπρε αδερφή για διέτηνα την πεθερά σου, κομμάτι σεκλετισμένη με φαίνεται η χριστιανή, τι να τήνε συμβαίνει; 
Άρον άρον τα μάζεψε κι έφυγε για της κόρης της η κυρία Δόμνα προφασιζόμενη ότι ήταν άρρωστη κι έπρεπε να βρίσκεται εκεί να βοηθήσει. Δεν διευκρίνισε ακριβώς τι έχει. Κάτι για πονοκεφάλους είπε κι ότι θα είχε φιλοξενούμενη την κουνιάδα της, δεν κατάλαβαν καλά. Πολύ παράξενη η συμπεριφορά της και σαν κάτι κακό ψυχανεμίσθηκε αλλά περίμενε τον άντρα της για να μάθει. 
Καθισμένες στον κήπο απολάμβαναν την παγωμένη λεμονάδα τους και το μωράκι κοιμόταν στην καλαθούνα του κάτω από τη δροσιά της πυκνής κληματαριάς, εκεί ήταν η θεσούλα του. Σχέδια για τη βάφτιση είχαν ξεκινήσει. Τι θα φορέσουν, τι δώρο θα έπαιρναν στο νονό, με τι λιχουδιές θα γέμιζαν το τραπέζι. Η Σουλτάνα σκεφτόταν τον καιρό μετά από τέσσερις μήνες μήπως και κρυολογούσε το παιδί κι έλεγε να το αφήσουν για αργότερα αλλά δεν έβλεπε και την ώρα να ακούσουν το όνομα. Ιάκωβος, όπως ο συχωρεμένος ο παππούς του, τι χαρά θα έδινε στην οικογένεια που τόσο αγαπούσε! Σκεφτόταν τον άντρα της, την πεθερά της, τη Ζωίτσα την κουνιάδα της, τη Λαμπρινή τη στριμμένη ούτε και την υπολόγιζε. Γελούσαν και κορόιδευαν τα καμώματά της έτσι για να περνάει η ώρα.  Περίμεναν το Γιώργο που έκλεισε για λίγες μέρες το μαγαζί και θα έμενε μαζί τους μέχρι το τέλος του μήνα. Έφτασε φορτωμένος δώρα για τις γυναίκες και το μπέμπη. 
Η Άνθω έτρεξε στην κουζίνα να ετοιμάσει το δίσκο με το παγωμένο νερό, το  απαραίτητο γλυκάκι και τον καφέ. Διακριτική όπως ήταν καθυστέρησε αρκετά, να μείνουν λίγο οι δυο τους. Μπορεί να ήθελαν να πουν και καμιά κουβέντα προσωπική σαν ανδρόγυνο, είχαν και μέρες να ειδωθούν.
Ξαφνικά άκουσε τη Σουλτάνα να φωνάζει, το Γιώργο να προσπαθεί να την ηρεμήσει, περίμενε λιγάκι και βγήκε με το δίσκο στα χέρια. Τον άφησε στο τραπέζι και πήρε μέσα το μωρό που είχε ξυπνήσει από τις φωνές κι έκλαιγε να το ηρεμήσει. 
- Ημέρεψε κοκόνα μου, μια κουβέντα είπα... Έλα μη σε κοπεί το γάλα. 
- Τι να ηρεμήσω με λες, ε; Θα με κουβαληθεί στο σπίτι η αδερφή σου η ανάποδη να με συγχύζει; Μια στο τόσο που βλεπούμασταν πρόβλημα δεν είχα κι ούτε συζήτηση σε έκανα απέ τότες που γίνηκε η παρεξήγηση, αμά στραβή δεν είμαι και την έβλεπα τη ναμκιόρα* πως μας κοιτούσε ούλους με μισό μάτι. Ήθελε να τραταριστεί, έχει καλώς, δεν ήθελε, μην έσωνε! Λόγια και γρίνιες και να βρούμε και το μπελά μας ούτε ήθελα αμά ούτε και θέλω, καλά είμαστε στην ησυχία μας με το μπέμπη μας.  Και φταίω κι εγώ που προσπάθησα να τηνε ορμηνέψω να γένει άθρωπος και να κρατήσει τον άντρα της, τα λόγια μου χαμένα επήανε! Τη μάνα σου την καημένη λυπούμουνα που έκαμε τα πικρά γλυκά αμά την κακοκεφαλιά της εμείς θα τήνε πλερώσουμε τώρα; 
Ξαναμένη σηκώθηκε, πέταξε και το ποτήρι της με δύναμη κάτω και μπήκε έξαλλη στο σπίτι. Το μωράκι είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά της θείας του και της έκανε νόημα να το βάλει στην κούνια, τράβηξε απότομα την αδερφή της από το χέρι και κλειδώθηκαν στο άλλο δωμάτιο. 

Από το παράθυρο είδαν το Γιώργο να κοιτάζει απελπισμένος τα σπασμένα γυαλιά...




Καλή Βραδιά - Η παραμονή της πρωτοχρονιάς 

Γιαγκίνι - Φωτιά

Ναμκιόρα - Αχάριστη