Τα χρόνια περνούσαν με την Αθανασία να μεγαλοπιάνεται και να σπαταλάει τους κόπους του Μάνθου που θαλασσοδερνόταν για να μη τους λείπει τίποτα.
Ευτυχώς που είχε αφήσει κάποια λεφτά στην τράπεζα για ώρα ανάγκης, γιατί η Αθανασία ζητούσε όλο και πιο πολλά κάθε μήνα. Είχε ευτυχώς κι εκείνα τα χωραφάκια στο νησί και τα έβγαζε πέρα, με δυσκολία βέβαια. Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο πιο ψυχρή κι απόμακρη γινόταν η γυναίκα του.
- Εγώ είμαι μαθημένη να ζω μόνη μου με το παιδί κι έχω τη σειρά μου! Μη ξαπλώνεις βρε Μάνθο και μου χαλάς το κρεβάτι που το έχω ωραία στρωμένο! Εκατό φορές στο έχω πει, όταν έρχεσαι θα ξέρεις πως να φέρεσαι, εδώ είναι σπίτι καλό, όχι το καράβι!
Ο Στάθης είχε φτάσει δέκα χρονών όταν πήγαν ξανά στη Σαντορίνη, να δεις τους παππούδες του. Ευγενικό παιδάκι κι αξιαγάπητο, άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις σε συγγενείς και φίλους. Περνούσε τη μέρα του στη θάλασσα κι έπαιζε ξένοιαστος με όλα τα παιδιά, χωρίς τη μαμά να τον φωνάζει κάθε λίγο για να φάει και να τον περιορίζει. Ακόμα και στο σχολείο του είχε επιβάλλει με ποια παιδιά θα έπαιζε, ανάλογα με το πόσο συμπαθούσε τη μαμά τους...
Η Αθανασία καθόταν στην αυλή του πατρικού της και περίμενε ανυπόμονα θείες, ξαδέρφες και γειτόνισσες για να αρχίσει να λέει τα δικά της. Η μάνα της προφασιζόταν δουλειά στην κουζίνα γιατί δεν άντεχε να την ακούει. Η ακριβή περιοχή που έμενε, το πολυτελέστατο σπίτι με τα τέσσερα δωμάτια και τα σκαλιστά έπιπλα, οι γνωριμίες της με τον καλό κόσμο, τα λούσα της, οι διακοπές κι οι κρουαζιέρες τους... Με το παιδί δεν ασχολιόταν καθόλου, τον είχε αναλάβει ο Μάνθος για να τον χαρεί λίγο κι αυτός.
'Ηταν νωρίς το απόγευμα κι έπαιζαν τα παιδιά στην άμμο όταν η θεία ενός αγοριού τους πλησίασε με ένα μπολάκι φρούτα. Η ευγενική κυρία χάιδεψε το κεφάλι του και τον ρώτησε τίνος γιος είναι. Ο Στάθης της είπε κι έδειξε το μπαμπά του που καθόταν μισοξαπλωμένος στην άλλη άκρη κι απολάμβανε τον ήλιο.
Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία του με τη γλυκιά κι ευγενική Φραγκούλα, που το βλέμμα της ακτινοβολούσε καλοσύνη και ειλικρίνεια.
Ο καημένος ο Μάνθος, ήταν στερημένος από λίγη κουβεντούλα με μια νέα γυναίκα που μιλούσε φυσιολογικά. Γυναίκα που δεν σκεφτόταν τι τρέλα να κάνει για να μπει στο μάτι της γειτονιάς και δεν τον μονοπωλούσε με φαντασιοπληξίες. Χάρηκε πολύ που μιλήσανε για το νησί, τα χωράφια, τα ταξίδια του κι επειδή η συνάντησή τους ήταν καθημερινή τη συνήθισε και του έλειψε ένα απόγευμα που δεν την είδε. Το μικρό τον πήρε η μαμά του.
- Χτες δεν ήρθατε, σας περίμενα και να σας πω μου κακοφάνηκε...
- Κι εμένα μου έλειψε η συντροφιά σας, αλλά είχενε τραπέζι η μάνα μου στο σόι το μεσημέρι κι άργησαν να φύγουνε, ωσότου να βοηθήσω και στο μάζεμα μας πήρε η νύχτα πια...
Η κάθε μέρα τους έδενε περισσότερο κι ο Μάνθος της άνοιξε την καρδιά του. Εκείνη έμεινε με το στόμα ανοιχτό ακούγοντας τις μεγαλομανίες της γυναίκας του και κυρίως τη συμπεριφορά της απέναντί του. Η θλίψη στα μάτια της, έκανε την καρδιά του να χτυπήσει παράξενα. Αυτή τη γυναίκα χρειαζόταν και δεν έπρεπε να τη χάσει...
Ανύπαντρη η Φραγκούλα, ζούσε στην Αθήνα και διατηρούσε ένα μικρό μαγαζί με είδη διατροφής, κυρίως από το νησί τους. Τον Αύγουστο έκλεινε για είκοσι μέρες και πήγαινε στη Σαντορίνη, στους δικούς της. Έφευγε φορτωμένη καλούδια που μοσχοπουλούσε. Μαγείρευε και μικρές μερίδες φαγητά που τα έβαζε στη βιτρίνα και γίνονταν ανάρπαστα. Οι άσπρες μελιτζάνες, η φάβα, τα μικρά ντοματάκια, η κάπαρη με τα τρυφερά της φύλλα που εκτός από τη σαλάτα ταίριαζαν θαυμάσια με πολλά απλά φαγάκια και τα ωραία κρασιά που τα συνόδευαν, της εξασφάλιζαν ένα καλό εισόδημα.
Η Φραγκούλα με το γέλιο στο στόμα ετοίμαζε κοσκοσέλα * και ντοματοκεφτέδες για το Μάνθο. Της είχε τηλεφωνήσει στο μαγαζί και χάρηκε που θα πήγαινε στο σπίτι της, είχε μέρες να τον περιποιηθεί. Στο τραπέζι της κουζίνας της αυγά, τυριά, μυρωδικά και λαχανικά φρέσκα, σταλμένα το πρωί με το καράβι και τα χέρια της επιδέξια καθάριζαν, έκοβαν κι έπλεναν γρήγορα τα υλικά που χρειαζόταν.
Η κοσκοσέλα πρώτα έπρεπε να μπει στο τηγάνι και μετά τα κεφτεδάκια.
Καθάρισε προσεκτικά με το κοφτερό μαχαίρι τη φλούδα από δυο μελιτζάνες και τις έτριψε στον τρίφτη τις σοτάρισε με λίγο λάδι.
Μπόλικα μικρά ντοματάκια τριμμένα κι αυτά και στραγγισμένα καλά τις περιέλουσαν, με λίγη ζαχαρίτσα.
Τα άφησε να βράσουν λίγο για να μην έχει πολλά ζουμιά και πρόσθεσε έξι αβγά χτυπημένα, αλατοπιπέρωσε και τα ανακάτεψε καλά, μέχρι να ψηθούν.
Άφησε την κοσκοσέλα στο τηγάνι σκεπασμένη. Θα τη σερβίριζε με τυρί χλωρό και φρέσκο ψωμάκι.
Η ζύμη για τους ντοματοκεφτέδες είχε ετοιμαστεί κι έβαλε το λάδι στο τηγάνι να κάψει.
Ξεφλούδισε δέκα ντοματάκια, τα ψιλόκοψε και τα έβαλε στο σουρωτήρι για να βγάλουν τα υγρά τους.
Ένα μέτριο ξερό κρεμμύδι κι ένα φρέσκο ψιλοκομμένα κι αυτά, άνηθος, δυόσμος, αλάτι και πιπέρι και έξι περίπου κουταλιές αλεύρι.
Ανακάτεψε απαλά, μέχρι να πετύχει ένα ωραίο χυλό.
Όταν το λάδι ζεστάθηκε καλά, έριχνε ομοιόμορφες κουταλιές από το μείγμα και με την τρυπητή κουτάλα τα γύριζε κι από την άλλη μεριά, προσέχοντας να μη καούν.
Όταν ο Μάνθος πλησίασε στο σπίτι, η μυρωδιά από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας τον ξετρέλανε. Η γυναίκα του δεν καταδέχτηκε ποτέ να τηγανίσει ντοματοκεφτέδες και τη μελιτζάνα με τα αβγά ούτε που ήθελε να τη δει. Τα γευόταν μόνο στο νησί, ή κάποιες φορές που είχε πάει στους θείους του, κρυφά της βέβαια...
- Αυτή την έκπληξη, δε την περίμενα!
Οι λαχταριστές πιατέλες, η πολύχρωμη σαλάτα με τα κατσούνια* κομμένα σε στρογγυλές φέτες, η ποικιλία των τυριών και η τελευταία τηγανιά πατάτες που σερβίρισε για να τα συνοδέψουν, έκαναν τη Φραγκούλα να φανεί σαν αληθινή αρχόντισσα του σπιτιού της.
- Μα πόσες ώρες τηγάνιζες κορίτσι μου; Δεν ήταν ανάγκη να κάνεις τόσα πολλά και να κουραστείς...
- Ευχαρίστηση είναι, όχι ανάγκη! Καθόλου δεν κουράστηκα Μάνθο μου!
Τι γυναίκα ήταν αυτή! Μυαλωμένη, σοβαρή, μετρημένη σε όλα της! Έγινε το αληθινό του λιμάνι, η ξεκούρασή του, ήθελε να την ακούει όπως του μιλούσε γλυκά, τον πρόσεχε, τον κανάκευε, απολάμβανε το χάδι του. Και φυσικά το καλοστρωμένο της κρεβάτι ήταν πάντα πρόθυμο να τον δεχτεί, χωρίς εκείνη να του το απαγορέψει. Πέρασαν δυο βδομάδες μέχρι να την πάρει στην αγκαλιά του εκεί στην άσπρη δαντελένια κουβέρτα κι από τότε τους χώριζε μόνο η νύχτα, μέχρι τη μέρα που έφυγε.
Επτά μήνες ταξίδι, επτά μήνες μακριά της...
Κοσκοσέλα - Στραπατσάδα
Κατσούνια - Είδος πολύ νόστιμου γλυκού αγγουριού