.

.
.

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

Ο κόσμος καλό δε χρωστάει!


- Γεια στα χέρια σας, πολύ ωραία όλα!
- Να είσαστε καλά, ηφχαριστούμε!
- Εμείς κυρά-Ευρύκλεια σας ευχαριστούμε! Τόσες ετοιμασίες όμως να κάνετε, για ένα καφεδάκι ήρθαμε!
- Σιγά το πράμα παιδάκια μου! Ο,τι είχαμε, έτσι στα γλήγορα...
Ο Ιάκωβος πλακατζής όπως ήταν, τους πείραζε.
- Την επόμενη φορά δηλαδή που θα έρθουμε, να σας ειδοποιήσουμε για να φτιάξετε πιο πολλά, ε; Καλά που μου το είπες, κούκλα μου εσύ!
Η Ευρύκλεια ξέσπασε σε γέλια που την αποκάλεσε έτσι.
- Μπα σε καλό σου! Χα χα χα! Κούκλα μ' ηβλέπεις αφ' το κρασί;
- Όχι καλέ, με τα μάτια βλέπω, όχι με το στόμα και το λαρύγγι! Άντε βρε Χαρίση, μεγάλη η χάρη της Ευρυκλείτσας που παραλίγο θα μου έφερνε τη σκούπα στο κεφάλι και θα μ' άφηνε ξερό! Θα στα είπανε φαντάζομαι, ε;
Η Αγλαΐα του έδωσε μια με τον αγκώνα της πνιγμένη στα γέλια όπως κι οι άλλοι.
- Σους μπρε συ μη μας ακούσουνε, πιο σιγά μίλα!
- Τα έμαθα και λωλάθηκα Ιάκωβε! Τι ήτονε κι αυτό καλέ, άλλοι να μου το λέγανε δε θα τσι πίστευα! Χα χα χα!
- Εσύ τα άκουσες, για ρώτα κι εμένα τι τράβηξα με τη μάνα μου κι όλο το γυναικομάνι εδώ μέσα, ζωή να ΄χουν όλες! Σουλτάνα, Μαρίκα, Θοδωρούλα, Ευρύκλεια, Αγλαΐα, φτου μη τις ματιάσω! Και καλά, η μάνα κι η αδερφή σου δεν ήξεραν και δεν ανακατεύτηκαν εδώ που τα λέμε, αλλά τους βγήκε η ψυχή για να ντύσουν τη χαριτωμένη τη μάνα μου... Βόγκηξε το αυτοκίνητο, αν είχε χέρια θα με μούτζωνε! 
- Α! Δεν το ξέρω αυτό που λες, τα άλλα μόνο έμαθα!
Το ραδιόφωνο έπαιζε δυνατά πλέον για να καλύψει τη βροντερή φωνή του Ιάκωβου που τα είπε με το νι και με το σίγμα στο Χαρίση με το δικό του, μοναδικό τρόπο. Τα γέλια όλων έκαναν τα μάτια τους να τρέχουν ποτάμι.
- Είναι να μη σου τύχει τέτοια μάνα, δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει με δαύτη! Πώς δεν έφαγα ξύλο, τυχερός είμαι!
Η Σουλτάνα μπουκωμένη του έκανε νάζια.
- Γιατί μπρε, λίγη σε έπεσα; Στα όπα όπα δε σε μεγάλωσα; Δεν είμαι καλή μάνα εγώ; Πόσα πράματα δε σ' έπαιρνα και σε καλοτάιζα και σε φωνάζω ακόμα και τώρα να βάζεις το σακάκι σου για να μη κρυώσεις; Τι λέγεις που δεν ξεύρεις τι σε ξημερώνει με μένα;
- Όχι και να μου πέσεις λίγη... Δηλαδή να μη μου πέσεις γιατί είσαι πολύ, πάρα πολύ...
- Καλή, ε γιαβρί μου;
- Βαριά βρε μαμά, πολύ βαριά! Πόσα κιλά έφτασες, ξέρεις ή δε ζυγίστηκες γκιουζέλα μου;
- Χα χα χα! Λογαριασμό θα σε δώσω μπρε, το ψωμί σου τρώω;
- Για να πούμε την αλήθεια, μου γονάτισες τη φρατζόλα μες στον παστουρμά με τ' αυγά!
- Να σε φέρω δυο μπρε απέ το φούρνο, να βγάλω την υποχρέωση!
Η Αγλαΐα διέκοψε τα γέλια υπερασπιζόμενη την πεθερά της.
- Μη τον ακούς καλέ μαμά το γιο σου, σε πειράζει! Οι μεζέδες τραβούνε το φρέσκο ψωμάκι, άστονε!
- Σιγά μη τον ακούω! Δεν το ξεύραμε να τόνε βάλω κεχαγιά στον στόμα μου!
Με τα γέλια και τα πειράγματα πέρασαν ευχάριστα οι ώρες. 
Στο ίδιο περίπου κλίμα συνεχίστηκε η κουβέντα για το Μίλτο και τη Θοδωρούλα. Πόσο πιο απλά φαίνονταν όλα κοντά τους... 

- Αχ! Τι έχω να περάσω ακόμα μέχρι να σε παντρέψουμε βρε μικρό! Χαλάλι σου όμως, αξίζει τον κόπο! Καλή ήταν η ιδέα της μαμάς μου να έρθουμε για να δουν άλλα πρόσωπα. Μας έβαλε βέβαια να στολιστούμε για να κάνουμε εντύπωση! Σιγά μην έβαζα κουστούμι για να έρθω να σας δω!
- Χα χα χα! Πολύ πλάκα έχεις Ιάκωβε!
- Και πλάκα έχω και τη Σουλτάνα μάνα έχω, άστα να πάνε Χαρίση μου! Βρε Θοδωρούλα, άσε τα πιάτα κορίτσι μου καλό κι έλα να πούμε δυο κουβέντες. Είναι κάποια πράγματα που πρέπει να τα ξέρετε...
Κάθισε η κοπέλα δίπλα στη μαμά της και κρεμάστηκαν απ' τα χείλη του. Καταλάβαινε ότι θ' άκουγε κάτι που τις αφορούσε. 
- Ένα θα σας πω και να το ξέρετε: Ο κόσμος καλό δε χρωστάει σε κανέναν! Με τη δουλειά που κάνω, έχω μπει παντού, σε πλούσιους, σε πάρα πολύ πλούσιους, σε ανθρώπους που δεν ξέρουν από λεφτά τι έχουν και ζουν όχι σε σπίτια, σε παλάτια! Νομίζετε ότι όλη μέρα ασχολούνται μόνο με τον εαυτό τους; Λάθος! Θα φάνε, θα πιουν, θα φορτώσουν τσέπες και τσάντες πολλά χιλιάρικα να ψωνίσουν ο,τι δε θέλουν συνήθως, περιττά πράγματα, μόνο και μόνο για να μπουν στο μάτι του άλλου. Καλούν κόσμο ή πάνε εκείνοι και μετά τις χαιρετούρες πιάνουν το κουτσομπολιό. Όποια δεν είναι μπροστά, από σαράντα κύματα την περνάνε, βάζουν και μπόλικα ψέματα από πάνω. Πριν λίγο φιλάκια και χαρές και κομπλιμέντα και μόλις γυρίσει το πρόσωπο απ' την άλλη κάνουν νοήματα μεταξύ τους. Αν τύχει να πάει καμιά στην τουαλέτα, εκεί να δείτε σούσουρο και κακό! Τα τηλέφωνα χτυπάνε όλη μέρα στα σπίτια τους και γίνεται η ίδια δουλειά! Να, μια φορά με σύστησε μια αξιοπρεπέστατη κυρία που αγόρασε ένα μεγάλο διαμέρισμα σε μια άλλη που επίσης ήθελε να μετακομίσει γιατί εννοείται ότι αυτά πάνε αλυσίδα, δε μπορεί να μένει σε μεγαλύτερο η τάδε, εγώ θα πάρω με πιο πολλά δωμάτια, καταλαβαίνετε... Πήγα λοιπόν από κει, γιατί σκέφτηκε αντί ν' αλλάξει σπίτι, καλύτερα θα ήταν να έριχνε από πάνω έναν όροφο να το κάνει διπλό, με σκάλα μέσα, μεζονέτα το λένε. Όσο μετρούσα κι υπολόγιζα λοιπόν, της τηλεφώνησε κάποια κι άνοιξε ένα στόμα για την κυρία που με σύστησε, τι να σας πω! Αυτή δεν ξέρω αν κατάλαβε ότι άκουγα, αλλά ήθελα τόσο πολύ να της φέρω στο κεφάλι ένα μεγάλο βάζο που είχε στο τραπέζι! 
- Έτσι γίνηκε, με τα είχε πει ο γιος μου μια φορά!
- Να ξέρετε λοιπόν ότι οι άνθρωποι δεν είναι άγγελοι πουθενά! Και στα πλούσια και στα φτωχά, παντού όλοι είναι ίδιοι. Δεν υπάρχει γειτονιά που να μην κατηγορούν κάποιους, μη σας πω όλους πίσω απ' την πλάτη τους. Η ζωή δεν είναι μόνο μέσα στο σπίτι μας και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για τον παλιόκοσμο. Η κουνιάδα σου με τη φαμίλια της κι εσείς που μείνατε τόσο καιρό μαζί τους κυρία Ευρύκλεια, δε μπορεί να ξέρει τι μπορεί να λένε για τα κορίτσια της παραπέρα. Ζει στην ασφάλεια των συγγενών και των φίλων απ' τα μέρη σας, έτυχε κι ο γαμπρός να βαστάει απ' τα ίδια χώματα κι όλα καλά πήγαν μέχρι τώρα. Με τα προσόντα που έχει απ' ο,τι έμαθα, παραδάκι μπόλικο βγάζει και είναι και λεβέντης, νομίζεις πως δε θα τον είχαν βάλει στο μάτι ένα σωρό κοπέλες; Σίγουρα! Αυτός όμως έτυχε ν' αγαπήσει την ανιψιά σου που τι είναι παρακαλώ;
- Τι είναι παιδάκι μου, δεν ηκατάλαβα;
- Σμυρνιά! Αυτό είναι! Βάζω στοίχημα ο,τι θέλετε, πως θα έχει βουίξει ο τόπος από τις τσαπερδόνες που τον θέλανε σαν τρελές! Κι απ' αλλού να ήτανε βέβαια η κοπέλα, πάλι θα της έσερναν ένα σωρό και θα της έβρισκαν όλα τα ελαττώματα του κόσμου, έτσι είναι αυτά! Και το χειρότερο που μπορούν να κάνουν γενικά, είναι να θίξουν την τιμή της κοπέλας, για να βγαίνουν από πάνω! 
- Καλά τα λέγει ο γαμπρός μου... Όσα δε φτάνει η αλεπού...
- Η Αγλαΐα Σμυρνιά δεν είναι; Ξέρετε πόσες τη μίσησαν γιατί διάλεξα εκείνη κι όχι κάποια άλλη; Και μούτρα της έκαναν και την καλημέρα της έκοψαν στο γραφείο, τι νομίζετε; Και δεν το λέω για να κάνω τον ωραίο γαμπρό, μια κατάσταση σας εξηγώ. 
Η γυναίκα του τον κοίταξε τρυφερά.
- Ε! Ότι ήσουν και είσαι ωραίος, αλήθεια είναι... Πώς και πώς κάνανε όλες για σένα...
- Ναι, αλλά εσύ ήσουν η τυχερή! Χα χα χα! Είναι και το άλλο, δε σας είπε η μαμά μου όταν ήρθαμε ότι μας κοιτούσαν με μισό μάτι κι εμάς;
- Ναι, ναι, μας τα έχει πει!
- Έβγαινε έξω κι άκουγε το σούσουρο κι εκείνη. Μετά της κολλήσανε μπας και πάρω καμιά απ' τις κόρες τους κι όταν τους είπε για την Αγλαΐα κατάπιαν τη γλώσσα τους. Ακόμα και τώρα που πάμε στο σπίτι της, τα μάτια τους καρφωμένα πάνω της είναι! Υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να έχετε στο μυαλό σας. Αυτοί που που κατηγορούν περισσότερο απ' τους άλλους, έχουν να κρύψουν τα πιο πολλά! Κάτι κακό κάνουν τα παιδιά τους και προσπαθούν να βγουν από πάνω!
Η Θοδωρούλα που τον άκουγε μαγεμένη απ' την ευφράδεια και τις ωραίες λέξεις που χρησιμοποιούσε, τινάχτηκε απότομα σα να τη χτύπησε ρεύμα.
- Δίκιο έχεις! Κι ο αδερφός μου πάρα πολύ καλά τσι τα έσουρε μέσα στου κυρ-Φανούρη!
Ήταν η σειρά του Χαρίση να μιλήσει. Τους τα είπε λεπτομερώς κι έβγαλε το άχτι του.
- Ν' αγιάσει το στόμα σου, μπράβο! Δεν κοιτάνε τις κόρες τους να μαζέψουν, την αδελφούλα σου έχουν στο στόμα! Πήρε το μάτι μου κάτι μούτρα που μας κάρφωναν όταν ήρθαμε που δεν αξίζουν ούτε φτύσιμο, το σάλιο σου θα χαλάσεις! Λοιπόν, οι στεναχώριες τέλος, ως εδώ ήταν! Και στο μάτι θα τους μπείτε και οι χαρές του κοριτσιού γρήγορες θα είναι!
Βάλσαμο τα λόγια του στην πονεμένη ψυχή της μάνας... 
- Για να έχουμε καλό ρώτημα, σ' αρέσει ο Μίλτος Θοδωρούλα μου; 
Κατακόκκινη έγινε η κοπέλα.
- Εγώ... Δεν ξέρω...
Ο Ιάκωβος τη βούτηξε, την κάθισε στα γόνατά του σαν παιδάκι κι άρχισε το ταχτάρισμα. 
- Ωχ μωρέ το μικρό μας που δεν ξέρει! Κι άμα δε μάθει θα τον πάρει καμιά άλλη, γιατί άντρας είναι και βράζει το αίμα του! Όπα, όπα! Και τσάμπα τράβηξα τόσα με τη μαμά μου την παλαβή για το λεβέντη, τον υδραυλικό! Που μόνο το σωλήνα της δεν έφτιαξε και τον κατούρησε!
Γέλια μέχρι δακρύων ξανά.
- Θα μου πεις Θοδωρούλα γιατί πιάστηκαν τα γόνατά μου να σε παίζω;
- Ε... Η μαμά μου ο,τι πει...
- Άσε βρε τη μαμά σου, εσύ θα ζήσεις μαζί του! Πες ένα ναι ή ένα όχι να δούμε τι θα κάνουμε τελικά!
- Δεν ηξεύρω...
Η Σουλτάνα άρχισε ν' αγριεύει κωμικά. 
- Α! Για να σε πω, δε θα μας βγάλεις την ψυχή! Μίλα μπρε, άδικη ώρα να μη σ' έρτει!
- Κι άμα ειπώ ναι, τι θα γίνει δηλαδή; Αφού η μαμά του δε με θέλει...
- Άμα σε θέλει αυτός θα σε πάρει, πάει και τελείωσε! Μίλα μπρε!
- Καλός είναι, δε λέω...
- Μόνο καλός; Παιδί μάλαμα! Άιντε μπρε, ούλα θα τα σιάξουμε! 

Ο Ιάκωβος, ξύπνιος άντρας και περπατημένος, ενίσχυσε το σχέδιο της μάνας του απρόβλεπτα. 
- Το θέμα δεν είναι μόνο να τους κάνετε εντύπωση με τα τάχα προξενιά που σας φέρνουμε. Το καλύτερο είναι να πάψουν ν' ασχολούνται εντελώς με τη Θοδωρούλα! Τότε θα μπει σ' εφαρμογή αυτό που σκέφτηκε η μαμά μου!
- Τι πράμα μας λέγεις μπρε γιόκα μου και δεν καταλαβαίνουμε γρι;
- Θα σας πω. Δε λέτε πως οι περισσότερες απ' τις κόρες τους κάνουν κρυφά διάφορα και πολλές φορές οι μανάδες είναι από πίσω για να καταφέρουν τους άντρες που τους γυάλισαν;
- Ναίσκε.
- Για σκεφτείτε λοιπόν, άμα ξεσπάσει κάνα σκάνδαλο τι έχει να γίνει! Θα μοστράρουμε τους καλούς γαμπρούς, θα πέσουν πάνω τους σαν τις λυσσασμένες αυτές που κάνουν τις τσαχπινιές κι η άλλη που το σκάει απ' το παράθυρο και θα βουίξει όχι μόνο η γειτονιά, αλλά όλη η περιοχή! Εκεί να δείτε!
- Α! Και πώς θα γίνουν αυτά;
- Με αρχηγό τη γειτόνισσα που σας άνοιξε τα μάτια και που τα έχει καλά με όλους! Εκτός απ' αυτά που θα πει περί καλού κόσμου και προξενιών, τους κοπανάει και κάμποσους ελεύθερους φίλους μας που ψάχνουν για νύφη...
- Μπρε γιόκα μου, ούλα καλά τα λέγεις όπως τα είχα σκεφτεί, αμά πού θα βρούμε τοις άντριδοι για τα σκάνταλα;
- Έλα τώρα καλέ μαμά κι εσύ! Τους δυο τους ξέρεις, που κάνανε εκείνες τις πλάκες και λύθηκε ο αφαλός σου όπως μας φώναζες!
- Ναι για, τοις θυμάμαι! Λες να δεχτούνε πασά μου;
- Ψοφάνε για κάτι τέτοια τα ρεμάλια! Χα χα χα! 
Μέχρι αργά τη νύχτα έκαναν σχέδια και πλάνα. Περασμένα μεσάνυχτα πια, καληνύχτισαν με φιλιά κι αγκαλιές. 

Η μάνα του Μίλτου συγχυσμένη, σέρβιρε τον καφέ στα δυο φλιτζανάκια.  
- Ακούς εσύ πράματα; Ακούω να λες!
Η αδερφή της αναστέναξε.
- Δε λέω, άντρας είναι, θα μπει και θα βγει, θα γλεντήσει, θα πάει και με καμιά... Αλλά να με βρει τέτοιο πράμα, δεν το περίμενα! Ένα κουβάρι έμεινε όλη νύχτα και παραμίλαγε σου λέω! Πώς βρέθηκε μπρουμουτισμένος στην πόρτα τύφλα στο μεθύσι; Βρομοκόπαγε οινόπνεμα και κάτουρο! Έλα όμως που δεν τα 'κανε πάνω του κι ήτανε η μπόχα στην πλάτη και τα μανίκια! Πού στα κομμάτια κυλίστηκε; Στο μαγαζί του γιου σου πήγε να σταθεί να τον εξυπερετήσει κι από κει πού βρέθηκε, ε; 
- Τι να σου πω, δεν ξέρω βρε αδερφή... Απ' τη μέρα που μου το 'πες σπάει κι ο γιος μου το κεφάλι του αλλά δε μπορεί να καταλάβει... Εκατό φορές τον ρώτησε τι έγινε και λέξη δεν του πήρε... 
- Μωρ' σε δουλεύει μια χαρά! Κι εμένα δηλαδή που πήγα και τον βρήκα! Όλο δεν ξέρω θεία και δεν ξέρω θεία! Ξεράδια του! 
- Ε, δε νομίζω...
- Κοιμάσαι όρθια, άκου δε νομίζεις! Τα μπλεξίματα φέρνουνε κακά τέλη κι αυτό φοβάμαι! Είδα κι έπαθα να τόνε κάνω καλά που έγινε ρεζίλι των σκυλιών με τους καβγάδες για τη σουρλουλού της Ευρύκλειας! Τόσες κοπέλες της προκοπής ξεροσταλιάζουνε για χάρη του και να πέσει με τα μούτρα κι αυτός στη Σμυρνιά; Αυτό μας έλειπε! Κακό χρόνο και μαύρο να 'χει, τη γειτονιά μας άνω κάτω την έκανε! Πού ακούστηκε καλέ να σκοτώνονται οι φίλοι που μεγαλώσανε μαζί απ' τις φασκιές και να πιάνονται στα χέρια; Βγαίνει αυτή όξω και τους τρέχουνε τα σάλια...
- Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν έδωσε δικαιώματα στα φανερά, με τα μάτια κάτω είναι... 
- Καλά λένε τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι! Όλο πλυσίματα, αρώματα και λούσα είναι τρομάρα της! Είδες εσύ καμιά άλλη να τα κάνει αυτά; Αλλά σου λέει, ας είμαι εγώ αλλιώτικη να ξεχωρίζω, να βουτήξω τον καλύτερο! Κι οι άντρες μάτια έχουνε και βλέπουνε, κακά τα ψέματα... 
- Μπορεί να είναι καλή κοπέλα όμως και...
- Δε με παρατάς κι εσύ; Για να στην έφερνε ο γιος σου και θα σου ΄λεγα! Αλλά βέβαια, εσύ έχεις δεμένο το γάιδαρό σου! Βρήκε ο κανακάρης σου ένα κορίτσι καθώς πρέπει, προικισμένη με σπίτι δικό της κι έχεις το κεφάλι σου ήσυχο! 
- Βρε συ, κόρτε της κάνει ακόμα, δεν την έφερε για νύφη!
- Από ώρα σε ώρα θα στη φέρει, έννοια σου!
- Ε... Άμα είναι το τυχερό του, μακάρι, τι να πω... Σάμπως κι η κάθε μάνα δε θέλει το καλύτερο για το παιδί της;
- Αυτό λέω κι εγώ, το καλύτερο! Κι εμείς γιατί αγωνιστήκαμε τόσα χρόνια και παλεύουμε να κάνει και μαγαζί δικό του, να φτιάξει οικογένεια και να καλοπερνάει, για να πέσει στη χειρότερη; Να βρει μια καλή κοπέλα, να 'χει και κάνα σπιτάκι να βάλουνε το κεφάλι τους, όχι καμιά που να την κουβεντιάζει όλος ο κόσμος, να μην έχει δεύτερο βρακί και να περιμένει το γιο μου να την κάνει κυρία!
- Εσύ καλά τα λες, αλλά τα παιδιά κάνουνε τα δικά τους... 
- Γι αυτό είμαστε οι γονείς, να προλαβαίνουμε τις κουτουράδες τους!
- Αναλόγως... Για σκέψου πόσοι πήρανε φτωχές γυναίκες και κάνανε μια χαρά οικογένειες... Καλό είναι βέβαια να έχει κι η νύφη το κατιτί της αλλά δεν τα βρίσκουμε πάντα όπως τα θέλουμε... Καλές και τίμιες να είναι, αυτό να λέμε... Και να σου πω, του δικού μου του γυάλισε κοπέλα που έχει και σπίτι, αυτό όμως έτσι έτυχε. Μπορεί να ήτανε καμιά άλλη που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, τι θα έκανα άμα την ήθελε καλά και σώνει; Δεν πα να μαδιόμουν και να χτύπαγα το κεφάλι μου, τι θα κατάφερνα;
- Κοίτα τι μου λες τώρα! Ξεχνάς την κουνιάδα σου που μπήκε στη μέση και τα χάλασε τότε που ο γιος της είχε παλαβώσει με μια που δεν του ταίριαζε; Ή δεν έκανε μετά καλό γάμο μ' αυτή που του προξενέψανε; Και μικρή και καλή και σπίτι εδώ και στο χωριό της και τόσες ρίζες ελιές παρακαλώ! Άσχημα του έπεσε;
- Ε, όχι, δεν του έπεσε άσχημα βέβαια... Αλλά εδώ που τα λέμε, είναι ένα βόδι και μισό. Χρυσό τον κάνανε τον ανιψιό μου να την πάρει, του κόσμου τα λεφτά κι από πάνω! Καλή κοπέλα, δε λέω, όμως δεν έχει βρε παιδάκι μου και κάτι να σε τραβήξει... Στολίστηκε τότε που κάνανε τη γνωριμία, μαλλιά, ρούχα, όλα στην πένα. Τη θυμάσαι στο γάμο, ε;
- Πώς δεν τη θυμάμαι! Τι βόδι μου λες μωρέ, μια χαρά την είδα! Σοβαρή, μετρημένη, λίγα λόγια...
- Αυτά τα λίγα λόγια αδερφούλα μου... Ζήτημα είναι ν' αλλάξει πέντε κουβέντες με άνθρωπο, άκου που σου λέω... Μπορεί να της λες ας πούμε κάτι κι αυτή ή να κουνήσει το κεφάλι της ή να πει ένα "ααααα..." κι αυτό είναι όλο... Σάμπως να χαζοφέρνει, τι να σου πω... Στην κουνιάδα μου όσες φορές είμαστε κι ήταν κι αυτή, σαν τη γριά ντυμένη, με μια φούστα και μια μπλούζα σκέτη, τα μαλλιά της πιασμένα πίσω... Πού τα βάζει τόσα λεφτά τρομάρα της; Χαθήκανε τα ωραία ρούχα και τα στολίδια, να καμαρώσει κι ο άντρας της τη γυναίκα του; Ίδια η μάνα της είναι, χωριάτα! Και καλά, μεγάλη γυναίκα είναι, στα χωράφια δουλεύει όλη τη μέρα, τα ζώα κοιτάει, πού μυαλό για ντυσίματα; Και στους αρραβώνες και στο γάμο, σαν ξένα ήτανε πάνω της τα φορέματα, αμάθητη βλέπεις. Αλλά η κόρη που ζει εδώ, έτσι έπρεπε να είναι; Μεταξύ μας, αν ήτανε δικιά μου νύφη, θα ντρεπόμουν να την παρουσιάσω...
- Η κουνιάδα σου τι λέει;
- Ε, τι να πει; Ότι είναι απλή κοπέλα και δεν της αρέσουνε τα πολλά πολλά κι έχει το νου της μόνο στον άντρα και το παιδί της. Όλο μοστράρει την προίκα της και καμαρώνει σαν το γύφτικο σκεπάρνι! Κι όσο που δε μιλάει πολύ, τυχερός είναι λέει ο γιος της που δεν του έτυχε καμιά γλωσσού! Χα χα χα!
- Κι ο ανιψιός σου;
- Μμμμ... Μια χαρά βολεύτηκε αυτός! Ο,τι ώρα θέλει μπαίνει, ο,τι ώρα θέλει βγαίνει, χαρτιά και τάβλι στο καφενείο, αυτή όλο ναι λέει σε όλα! Είπαμε, καλά είναι και τα λεφτά και τα χωράφια και τα σπίτια, αλλά να είναι και ζωντανός ο άνθρωπος, όχι κι έτσι! 
- Βέβαια... Καλά κι αυτή, ντιπ μυαλό δεν έχει; 
- Μπα! Γι αυτό σου λέω, βόδι!
- Θα βρει καμιά φιλενάδα ο άντρας της έτσι που πάει και θα βαράει το κεφάλι της στον τοίχο μετά! 
- Καλά τα λες! Φιρί φιρί το πάει...
- Πόσες καπάτσες κυκλοφορούνε και μόλις τους κουνήσουν το δάχτυλο πάνε μαζί τους και δε λογαριάζουνε τίποτα! 
- Γι αυτό πρέπει να είναι ξύπνια η γυναίκα! Καλά τα σπίτια, τα χωράφια, τα λεφτά κι οι πίτες που ζυμώνει όλη την ώρα με τόσα που της στέλνουν οι γονείς της απ' το χωριό, αλλά οι ξερές προίκες και τα ζυμάρια δε φτάνουν! Κοπέλα πράμα και να είναι σαν το φυτό στη γλάστρα; Θα μου πεις τώρα, ότι το φυτό έχει και μια χάρη, αυτή τι έχει τρομάρα της; 
- Τι να πω, άμα δεν είναι σε θέση να κρατήσει τον άντρα της... Κι ένα καφέ να πιούνε μαζί και να μιλήσουνε σαν όλα τ' αντρόγυνα του κόσμου, να ντυθεί και πιο καλά με τόσα που έχει, να μη τη βαριέται κι ο άλλος...
- Κατάλαβες τώρα γιατί όλοι κάνουνε έτσι για τη Θοδώρα της Ευρύκλειας; 
- Μη μου τη μελετάς και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι!
- Κουβέντα κάνουμε μωρέ, αμάν πια κι εσύ αμέσως! Εκεί θέλω να καταλήξω, στην εξυπνάδααα! Θυμάσαι την Ευρύκλεια πριν πεθάνει ο άντρας της;
- Καλέ πώς δεν τη θυμάμαι τη γυναίκα τόσα χρόνια εδώ!
- Ε! Στον ήλιο μοίρα μπορεί να μην είχανε, όμως ήτανε πάντα στην πένα φτιαγμένη! Φτωχικά, αλλά με προσοχή το κάθε πράμα! Και τα χρυσά της και τα μαλλιά της και όλα της! Πώς την κοιτάζανε όλοι που ξεχώριζε; Πολύ καθαρή, όχι ότι εμείς είμαστε τίποτα βρομιάρες βέβαια, αλλά σε τέτοιο βαθμό καμιά μας εδώ που τα λέμε... Κι η κόρη της δε θα έμοιαζε στη μάνα; Και τα σόγια του άντρα της που εδώ ερχόντουσαν μια ζωή, πίσω πηγαίνανε; 
- Ίδια φάρα δεν είναι; Σμυρνιές! 
- Μαθημένες έτσι είναι! Δε μου λες, πόσα χρόνια έχει χήρα η Ευρύκλεια; Πολλά! Μαύρα που φοράει χωρίς άλλα πάνω της, γιατί η αλήθεια είναι ότι πολύ τον τιμάει το συχωρεμένο, μια φορά λερωμένη δε θα τη δεις! Μήτε άσπρη τρίχα στο γιακά της ρόμπας της δεν έχει που κάνει τη λάτρα της! Από πίσω στέκεται η κόρη, μπας και δει ψεγάδι! Και τα μαλλάκια της φτιαγμένα όμορφα τα έχει, λάμπει ολόκληρη! Ο άντρας της πάντα με γραβάτα και σακάκι ήτανε το χειμώνα και το καλοκαίρι πια φόραγε μπλούζες κοντομάνικες. Τις Κυριακές όμως στην εκκλησία κουστουμαρισμένος! Άστραφτε ολόκληρος κι αυτός!
- Πώς, όλα τα θυμάμαι... Καλός άνθρωπος κι αυτός κι η γυναίκα του, δε μπορώ να πω...
- Είδες που στα λέω; Έχουνε μέσα τους βρε παιδί μου ένα πράμα αλλόκοτο... Ψοφάνε στις δουλειές, αλλά όποια ώρα και να τις δεις είναι φτιαγμένες!
- Μμμμ... Χαρά στα κέφια τους... 
- Άμα σου πω τώρα κάτι... Πολλές φορές τις ζήλεψα λιγάκι... 
- Α, να χαθείς κι εσύ, με συγχύζεις! 
- Μην αρπάζεσαι μωρ' συ! Άμα λέω τις ζήλεψα, για το κέφι τους να είναι πάντα έτσι λέω!
- Άμα έχουνε αυτές το χαβά τους, να μη σε νοιάζει εσένα! Αυτό μας έλειπε, να σηκώνεσαι απ' τις εφτά και να στολίζεσαι για να φέρεις το σπίτι βόλτα, να σε κοιτάει ο κόσμος και να γελάει! Γιατί όποιες τα κάνουνε αυτά, φίλο ψάχνουνε, ακούς;
- Άσε μας κι εσύ τώρα! Η Ευρύκλεια δηλαδή φίλο έψαχνε;
- Ε, δε λέω για τη γυναίκα τέτοιο πράμα, προς Θεού!
- Αδελφούλα, άλλα σου λέω κι άλλα καταλαβαίνεις...
- Μια χαρά καταλαβαίνω! Νοικοκυρεμένη δεν είσαι, καλή οικογένεια δεν έχεις;
- Κι εσύ το ίδιο. Απλώς έλεγα ότι...
- Να μη λες! Αυτή τη φάρα, ούτε να την ακούω δε θέλω, όχι να ζηλέψουμε κι από πάνω! Τσάμπα κουβεντιάζουνε την προκομμένη την κόρη της; Με τα τούτα και τα κείνα που λες, σηκώνεται η γειτονιά στο πόδι! Κι αν θες να ξέρεις, καλύτερα η κουνιάδα σου που έκανε νύφη βόδι όπως λες, παρά να είχε κακό όνομα! 
- Αν είχε προίκα όμως...
- Και λίρες να κατούραγε που λέει ο λόγος, μακριά από μας! 

<<Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μη λες>> σκέφτηκε η αδερφή της που καταλάβαινε ότι ο Μίλτος δεν είχε μάτια για άλλη. Ευτυχώς που ο δικός της γιος δεν πρόλαβε να σηκώσει τα μάτια του πάνω της, λόγω του ερωτευμένου εξαδέλφου του και τη γλίτωσαν...