.

.
.

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Της Σουλτάνας το κάγκελο

 



Η Μαρίκα είχε ταραχτεί πολύ με την ιστορία της Σερπετής.

Περισσότερο βέβαια επειδή συμμετείχαν ενεργά η συμπεθέρα και η αδερφή της. Πώς και πού βρήκαν το κουράγιο και τη δύναμη να συγκαλύψουν ένα έγκλημα, να πάρουν τέτοιο ρίσκο και να τους παραπλανήσουν όλους. 
- Ακόμα να συνέλθεις συμπεθέρα μου και με το δίκιο σου...
- Δεν το χωράει ο νους μου... 
- Εμάς να διεις... Τόσοι χρόνοι έχουνε περάσει και μήτε στο μυαλό μας δε θέλουμε να το βάνουμε... 
- Τι γίνηκε τελικώς:
- Μαθευτήκανε πολλά πράματα για δαύτονε! Εκείνος παιδιά δεν έκαμε, αυτός ήτονε ο λόγος που έλεγε τη γυναίκα του ούλο δεν πειράζει και μη σε μέλει. Με τόσες να πούμε που πήαινε, καμιά δεν έμεικε έγκυος τόσα χρόνια! Αναμεταξύ κάμποσες κοπέλες είπανε μετά που από όταν ήτουνε μικρά κοριτσάκια τους έλεγε κουβέντες πονηρές και τέτοια... Ούλο γλυκάκια να τα δίνει και λόγια ωραία ο παλιάθρωπος! Αυτά μικρά ητανάνε αμά ευτυχώς που δεν τα ξεμονάχιασε να λες... 
- Η Σερπετή τι ήκαμε;
- Α! Την έδωκε παράδες η γυναίκα του όπως την ορμήνεψε ο δικαιόρος, ένεκα που πέρασε ούλα αυτά για να μη γυρίσουνε σε κείνη! Πάει να πει ότι η κοπέλα θα τήνε τράβαε στις αστυνομίες που την κατηγόρησε άδικα, έτσι την είπε ο άντρας μου που δεν ήξευρε και τίποτις βέβαια. Γιατί κείνο το δόλιο μήτε που ήθελε ν' ακούσει, έτρεμε η καρδούλα του μαζί με τη δική μας συμπεθέρα μου!
- Πω πω πω...  Κι εσείς πώς τα μάθατε για κείνονε, ποιος σας τα είπε;
- Οι κουτσούκες του μαχαλά που ερχούσαντε μια την άλλη και τη βγάζανε στο κάγκελο! 
Η Μαρίκα σκούπισε ξανά το μέτωπό της με το φίνο μαντήλι της, που από τη στεναχώρια και την έξαψη ίδρωσε κι ας είχε χιονιά εκείνες τις μέρες. Το σπίτι βέβαια ήταν αρκετά ζεστό. 
- Τώρα θα σε τα πούμε!

Το σπίτι τους ήταν το αγαπημένο όλων στην Πόλη.
Είχε μπροστά μια χαμηλή, σιδερένια πόρτα, που οδηγούσε στην κυρίως είσοδο αφού ανέβαιναν λίγα σκαλάκια. Δεξιά μια βεράντα με κάγκελο που απολάμβαναν τη δροσιά το καλοκαίρι κι από κάτω φυτεμένα στο χώμα λουλούδια.  Ήταν σε τέτοιο σημείο που έβλεπε μέχρι τους πέρα μαχαλάδες κι όλες τρελαίνονταν να μαζεύονται εκεί για καφεδάκι, θέα και κουβέντα.  Σ' αυτό το κάγκελο στηριζόταν η Σουλτάνα όταν περνούσαν οι γειτόνισσες κι έπιαναν την κουβέντα, σ' αυτό κι όσες έκαναν τάχα πως χαζεύουν τα λουλούδια της αλλά τις έτρωγε η περιέργεια για το ποιος περνά και πού πηγαίνει. Εκεί ανέβαζε κι ο Γιωργάκης της τα πόδια του να τα ξεκουράσει από την ορθοστασία του μαγαζιού, όταν έπινε τον καφέ του και διάβαζε την εφημερίδα με τα νέα κάθε μέρας. 
- Πολύ το άρεσα το σπίτι μας συμπεθέρα μου! Το μπαλκονάκι μου ητανάνε ούλο γλάστρες κι αυτό, τα μυριστικά μου τα έλουζε ο ήλιος! Θερία ίσαμε κει πάνου τα έβλεπες και τα χαιρόσουνα! Κι άμα ερχούτανε το απόγεμα, μαζευούντανε ούλες εκεί και μαλώνανε ποια θα πάρει τη θέση στο κάγκελο για να στηρίζει το μπράτσο της και να κάμει χάζι ως πέρα! Θυμάσαι που σε τα έλεγα;
- Πώς δεν ενθυμούμαι! Έτσι ήτονε και των γονιών μου που σ' ήλεγα κι εγώ. Ωραία χρόνια! 
- Ναι, ναι! Κι άμα που λες ξεπετάχτηκε ο Ιάκωβος, φόβο είχα κάθε στιγμή γιατί έπαιζε κει και τόνε βρήκα να κρέμεται μια μέρα, το κεφάλι του θα έσπαζε για!
- Σάματις κι ο δικός μου πίσω πήγαινε; Άμα μπλέκανε τα ξαδέρφια, τι να σε πω... γέλασε η Ανθούλα.
- Έτσι που λες το γλένταγα το σπίτι μου... Δεν προλάβαινα τις καλημέρες και τις χαιρετούρες με ούλους τους μαχαλάδες. Γιατί ίσα πάνου, έβγαζε στα μαγαζιά που παγαίναμε κάθε μέρα να ψουνίσουμε. Απέ τη μια ο φούρνος, απέ την άλλη ο μπακάλης, ο χασάπης, πιο πέρα το μανάβικο...  Άμα βαριόμουνα, μια φωνή έβαζα και τα μικρά που παίζανε τα έστελνα να με πάρουνε κάτι, όπως ούλες μας. 
Η Ανθούλα αναπολούσε. 
- Έτσι σπίτι άλλη καμιά δεν είχε! Ωραία, μεγάλη η σάλα, οι κάμαρες, η κουζίνα... Το αποχωρητήριο στο βάθος, με λουτρό μέσα! Λίγα σπίτια είχανε έτσι πολυτέλεια και τη ζουλεύανε ούλοι! Κι εγώ να σε πω πλενόμουνα πολλές φορές εκεί.
Χαμογέλασε στοργικά η Μαρίκα που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε σπιταρόνα με όλα τα καλά μέσα. Ποτέ δεν αναφερόταν σ' αυτά από διακριτικότητα και σεβασμό σε όσους δεν είχαν τη δική της τύχη. Ήξερε από φτωχόσπιτα, ήξερε από ανέχεια, γιατί πάντα προσέφερε χωρίς να δίνει σε κανένα λογαριασμό. Από μικρό κοριτσάκι έβλεπε τη μαμά της να ξεπορτίζει αχάραγα μ' ένα μεγάλο μαντήλι που κάλυπτε σχεδόν το μισό της πρόσωπο και τα χέρια φορτωμένα καλάθια και κουτιά, να φεύγει με το κεφάλι σκυφτό και πάλι πολύ προσεκτικά να επιστρέφει και να μπαίνει στο σπίτι νυχοπατώντας. 
Ένας έντονος πόνος στην κοιλιά την είχε ξυπνήσει, σηκώθηκε από το κρεβάτι και την είδε από τη μεγάλη τζαμαρία του δωματίου της.
- Μαμά μου πού πήγες;
- Πουθενά παιδάκι μου, εδώ ήμουνα...
- Σε είδα μαμά που φόραγες ένα μαντήλι που δεν το έχω ξαναδεί κι έφυγες με κάτι πράματα! Η κοιλίτσα μου με πόναε πολύ και ξύπνησα, μη με λες εδώ ήσουνα!
- Α! Για λίγο που πετάχτηκα στη γειτόνισσα λες, πολύ βήχα είχε η καημένη και τση πήα βοτάνια να βράσει μπας και τσ' ηπεράσει...
- Τόσα πολλά; 
- Ε... Να τα έχει να πορευτεί...
Κοιμήθηκε το Μαρικάκι αφού της έκανε ένα ζεστό γάλα η μαμά και ηρέμησε ο πόνος της. Κάτι όμως στα λεγόμενα της, δεν την έπεισε.
Πέρασαν λίγες μέρες κι ο αδερφός της καιγόταν στον πυρετό. Οι αμυγδαλές του ήταν πρησμένες και γεμάτες πύον είπε ο γιατρός, θα αργούσε να συνέλθει. Οι γονείς ξενυχτούσαν στο προσκεφάλι του και του έδιναν σιρόπια και ζεστά ροφήματα. Έπεσε λίγο ο πυρετός κι ο πατέρας πήγε να κοιμηθεί, σε λίγες ώρες θα ξυπνούσε να πάει στην τράπεζα που εργαζόταν. Μετά από απανωτά ξενύχτια χρειαζόταν λίγη ξεκούραση και ύπνο για να μην καταρρεύσει. Η μάνα έμεινε ακόμα μια ώρα κοντά του κι αφού του άλλαξε εσώρουχα και πιτζάμες έφυγε κι εκείνη να ησυχάσει λίγο. Η Μαρίκα φοβισμένη από την αρρώστια του αδερφού της και την αναστάτωση στο σπίτι, δε μπορούσε να κλείσει μάτι. Ένιωσε έντονη δίψα και φώναξε πολλές φορές τη μαμά, αλλά δεν πήρε απάντηση. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών και είδε μόνο το μπαμπά να κοιμάται βαθιά και να ροχαλίζει. Την έπιασε πανικός, φοβήθηκε για τον αδερφό της και πήγε τρέμοντας στην άλλη κάμαρα. Κοιμόταν κι αυτός ήρεμα, μόνος του. Μπήκε στην κουζίνα κατεβαίνοντας με τρεμάμενα ποδαράκια, ούτε εκεί ήταν η μάνα. Ξέχασε και τη δίψα της και τα λαιμά του αδερφού της και κάθισε στην καρέκλα με ματάκια κλαμένα. Σε λίγα λεπτά την τράνταξαν λυγμοί κι απελπισία ώσπου είδε το πόμολο της πόρτας να κινείται και τη μαμά με το μαντήλι ακόμα κουκουλωμένη και τα χέρια με άδεια καλάθια να μπαίνει φουριόζα. Τα 'χασε η γυναίκα και δεν ήξερε πώς να ηρεμήσει το κοριτσάκι της και πώς να δικαιολογηθεί. 
Αναγκάστηκε να της υποσχεθεί ότι θα της μιλήσει, μόνο αφού σταματήσει να κλαίει και πάνε στο δωμάτιό της. Πριν έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε το νυχτικό με τη μεταξωτή ρόμπα, για να μη τη δουν ντυμένη σύζυγος και γιος. Αγκάλιασε ξανά σφιχτά το Μαρικάκι και της εξομολογήθηκε πού πήγαινε και γιατί έπρεπε να μη το ξέρει κανείς. Αυτό θα ήταν το μυστικό τους.
Σε κάνα χρόνο την ακολουθούσε κι εκείνη κάποιες φορές, βλέποντας από κάποια απόσταση τη δυστυχισμένη πλευρά της ζωής. Έκλεισε τα ματάκια της όταν είδε απλωμένα τα κουρελιασμένα παιδικά ρούχα, γνώρισε και κάποια του αδερφού της και δικά της που ξεχώριζαν κι ορκίστηκε ότι μεγαλώνοντας θα έκανε τα ίδια κι ακόμα περισσότερα χωρίς να λέει τίποτα σε κανέναν. 

Η γλώσσα της Σουλτάνας είχε λυθεί από τα απανωτά λικέρ που έπινε για να ηρεμήσει λέγοντας την τόσο δυσάρεστη παλιά ιστορία και τώρα γελούσε με το παραμικρό. 


- Τίμιες κοπέλες ούλες, η αλήθεια. Δυο ητανάνε κομματάκι πεταχτούλες, αμά όχι να αφήκουνε σερνικό να τες αγγίσει, όχι τέτοια πράματα! Λίγο με τα μάτια παίζανε να πούμε, κάνα γελάκι, ξεύρεις τώρα... Πρώτες πιάνανε πόστο στο κάγκελο και δεν υπήρχε άθρωπος που να μη μάθουνε τι καπνό φουμάρει! Όποιος νέος πέρναγε απ' τους γύρω μαχαλάδες, αρωτάγανε με τρόπο βέβαια, πρώτα αν είναι λεύτερος φυσικά και μετά ούλα τα άλλα. Για καμπόσοι αρώταγα κι εγώ τάχα αθώα, άμα έβγαινα για τα ψούνια. Οι μαμάδες που είχανε κορίτσια της παντρειάς τα ξεύρανε απέ πρώτο χέρι, όμως κι οι άλλες μαθαίνανε, έτσι για να περνάει η ώρα. 
Η Ανθούλα μασουλούσε αμύγδαλα χουζουρεύοντας στην πολυθρόνα, δίπλα στο καλοριφέρ και συμπλήρωνε. 
- Καλέ, από πίσω άμα τες έπαιρνε κάποιος, ίσια στης αδερφής μου παγαίνανε για να μην αποκόψουνε και τες χάσουνε! Άμα δεν τον αρέσανε, στα σπίτια τους αμέσως! Μια μέρα, Αύγουστος μήνας ητανάνε, έκαμε τόση ζέστη, τι να σε πω, καιγούτανε ο τόπος! Επήαμε με τα παιδιά στη θάλασσα, να δροσιστούμε κομμάτι κι εμείς, και κατά η ώρα δύο γυρίσαμε στο σπίτι. Η Σουλτάνα θυμούμαι είχε φτιάξει μύδια με το ρύζι και σπανακόπιτα, με είπε να πάμε ούλοι μαζί να φάμε.  Φτάσαμε και τι να διούμε; Είχανε στρωθεί κει όξω μες στον ήλιο στα σκαλάκια και χα χα χα και χου χου χου πίνανε λεμονάδα και είχανε γένει κατακόκκινες! 
- Ναι μπρε Άνθω, για θυμήσου που τάχα πιάσανε το κουσέλι και σταθήκανε από συνήθειο στο σπίτι μου και μετά γίνηκε σκοτωμός! 
Η Μαρίκα κοιτούσε και περίμενε τη συνέχεια γελώντας κι εκείνη. Οι ιστορίες με τη συμπεθέρα της ήταν πάντα ενδιαφέρουσες. 
- Ητανάνε ένα παλικάρι ξεχωριστό η αλήθεια. Λεβέντης, στητός, ντυμένος ωραία, σοβαρός. Μήτε που γύρναγε τα μάτια του δεξιά κι αριστερά, ίσια στο δρόμο του πάγαινε. Άξαφνα είχε φανεί στο μαχαλά, δεν τον είχαμε ξαναδιεί, λίγο πολύ ούλους τους ξεύραμε πια. Οι κοπέλες τρελαθήκανε, ξεροσταλιάζανε και οι πέντε μπας και περάσει να τον διούνε. Οι δυο οι πιο θαρρετές, αρχέψανε την κόντρα, ποια θα τον αρέσει. Μόλις πέρναγε η μια, την έβλεπε κρυφά η άλλη για να βάλει πιο καλό φουστάνι και να σιάξει τα μαλλιά της αλλιώτικα, να είναι πιο όμορφη.
Γκουρ γκουρ, ερχούσαντε στα λόγια κι από φιληνάδες αγαπημένες γινήκανε μαλλιά κουβάρια. Είπα να κοιτάξω να μάθω πρώτα για το νέο και τες παρακάλαγα να μονιάσουνε, αμαρτία να έχουνε τέτοια έχθρητα μεγαλωμένες από μωρά στον ίδιο μαχαλά. 
- Πολύ σωστά ήκαμες συμπεθέρα μου, το ίδιο κι εγώ θα τσ' ήλεγα.
- Ναι για! Βγαίνω κι εγώ νωρίς το πρωί στη γύρα να ψουνίσω πριν με πιάσει η κάψα κι άρχεψα τις καλημέρες με τις γειτόνισσες. Λίγο κοντοστάθηκα στη μια πόρτα, λίγο στην άλλη, δεν κάμανε κουβέντα. Μπαίνω στο μανάβη, πάω στο μπακάλη, καμιά μέσα δεν είδα. Στο φούρνο πια, τρεις μαζωμένες λέγανε για μια γνωστή μεγαλοκοπέλα ανιψιά του ψαρά που καλοπαντρεύτηκε κι ούτε οι λεύτερες τέτοια τύχη. Στάθηκα κι εγώ με το δίχτυ φορτωμένο ζαρζαβάτια στο ένα χέρι και το καρβέλι στο άλλο γιατί η κουβέντα είχε ζουμί. 
- Άφεριμ!* Καλή κοπέλα, την άξιζε να πάρει τέτοιο γαμπρό!
- Ε, ναι, Σουλτάνα μου, δε λέω, αμά να διούμε και με τις δικές μας τι θα γένει...
- Τι θα γένει μπρε; Τόσοι νέοι έχουμε, θα βρούνε την τύχη τους. 
- Νέοι έχουμε πολλοί, καλοί γαμπροί δε βρίσκεις εύκολα! Ο ένας δεν έχει μια τέχνη στα χέρια του και κάμνει μεροκάματα όπου βρει κι άμα βρει, ο άλλος έχει δυο αδερφάδες να παντρέψει πρώτα, ο παράλλος τρέχει όπου διεί φουστάνι...
- Έτσι είναι, κάθε μάνα κάμει μεγάλο αγώνα για να παντρέψει τα παιδιά της...  Άσε κιόλας, εδώ που τα λέμε, ούλο και κάνας πιο φρέσκος μπορεί να φανεί, έχουνε καιρό μπροστά τους... 
- Ο φρέσκος φάνηκε Σουλτάνα μου και μη με πεις που δεν επήρες κι εσύ  χαμπάρι!  
- Πού καλέ, ποιος είναι;
- Ε! Ο ασίκης που περνάει και λυσσάξανε ούλες για! Θαρρείς που δεν τις βλέπουμε ούλη την ώρα που κρεμάζουνται απ' το κάγκελο στο μπαχτσεδάκι σου στολισμένες και πότε τσιμπούνε τα μάγουλα και πότε δαγκάνουνε τα χείλια τους για να κοκκινίσουνε; Σώπα τώρα που δεν ξεύρεις...
- Μπρε συ, τι με λέγεις τώρα; Παντρεμένη γυναίκα είμαι με παιδιά μικρά, την έννοια των γαμπρών έχω; Οι κοπέλες ξεύρεις που έρχουνται στο σπίτι μου και τες βάζω πομάδες, για τους σιάχνω κομμάτι τα νύχια και τέτοια πράματα, κάμποσες φορές κι η δικιά σου δεν έρχεται; Αναμεταξύ τους τι λένε, πού θες να ξεύρω, εσύ μαθαίνεις τα τι λέει η κόρη σου με τες φιληνάδες της;
- Ε, καλά, δε λέω...
- Ούλο δε λες και με νευριάζεις, άιντε τώρα... Για πέτε με μπρε, ποιος είναι, τι ξεύρετε;
Πετάχτηκε η άλλη με τη μπουκιά στο στόμα, που είχε καταβροχθίσει τουλάχιστον το μισό ψωμί.
- Καλέ, για τον ανεψιό του γαμπρού λέμε! Κείνο το σπαθάτο, τον όμορφο, με τη χωρίστρα στο πλάι που τον πέφτει έτσι ωραία λίγο μαλλάκι στο κούτελο, που πέρασε κάνα δυο φορές τη μια με το μπλε παντελόνι και το άσπρο πουκάμισο... Και την άλλη με το καφέ παντελόνι και το μπεζ πουκάμισο...  
- Ποιανού γαμπρού μπρε; 
- Του ψαρά μπρε Σουλτάνα μου, που πάντρεψε την ανεψιά του, αμάν κι εσύ!
- Α! Έτσι πες με να καταλάβω... Η αλήθεια δεν εκοιμήθηκα καλά με τη ζέστα και νυστάζω κομμάτι... Και δε με λες, πώς βρέθηκε εδώ αυτός;
- Ήρτε για βίζιτα το θείο του και την καινούργια του θεία, ένεκα που δεν ήτονε στις γάμοι. Το βαπόρι του είχε άργητα μια βδομάδα επειδής κάτι έπαθε στις μηχανές του κι έτσι έμεικε πίσω...  Καπετάνιος είναι, αυτός το οδηγάει!
- Άξιος να 'ναι πάντα! Και για πες με, πού μηνήσκει το ζεύγος, στης νύφης, έχει σπίτι;
- Όχι, έχει εκείνος ωραίο μεγάλο, δίπατο περικαλώ! Η νύφη έχει ένα σπιτάκι βέβαια που είναι οι γονιοί της κι οι δυο γιοί, τα αδέρφια της που 'ναι πιο μικρά. Επειδής ο ανεψιός ξέρει πολλά γράμματα, τον είπε ο ψαράς να διεί κάτι χαρτιά που τον στείλανε και δε βγάνει άκρη. Έτσι ήρτε ξανά για να τόνε πει τι να κάμει. 
<<Μωρέ τι κελεπούρι είναι τούτος>> σκέφτηκε αυθόρμητα. 

Η γυναικοπαρέα σκόρπισε και σε λίγο οι μυρωδιές από τις κουζίνες απλώθηκαν στις αυλές και τα σοκάκια.
Η Σουλτάνα ευχαριστημένη από τα νέα που κατάφερε να μάθει, έψησε το δεύτερο καφέ της. Τον πρώτο πρωινό όπως πάντα τον έπινε με το Γιωργάκη της πριν εκείνος φύγει για το μαγαζί. Βγήκε ξανά στο μπαλκονάκι της λίγο πριν το πιάσει ο καυτός ήλιος και τον απόλαυσε με το τσιγάρο της σκεπτική. 
<<Καπετάνιος, παραλής βέβαια κι όμορφος... Θέλει γυναίκα τίμια και σοβαρή να τον στέκεται κερί αναμμένο όσο θα λείπει στις θάλασσες... Σάματις θα μένει για πολύ στη στεριά; Έτσι είναι οι ταξιδιάρηδες, γυναίκα μονάχη πίσω να νταντεύει τα παιδιά και να μην έχει τον άντρα της να παρασταθεί σαν πατέρας... Να έχει και την πεθερά ούλη μέρα μες στα ποδάρια της να την κάμει και κουμάντα. Πρέπει να μηνήσκει με τη μαμά της κοντά όποια τόνε πάρει, να μη την πιάσουν στη γλώσσα τους οι κουσελιάρες. Θέλει πολλή σκέψη το πράμα...>> 




Άφεριμ - Μπράβο, ωραία

4 σχόλια:

  1. Καλως ορισες Μαιρουλα μου.Πανω που ησυχασαμε με την κακομοιρα την Σερπετη νασου παλι στην αγωνία.Θα περιμενουμε να μας γραψεις γρηγορα.Σε ευχαριστουμε πολύ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Λίτσα μου καλώς σε βρήκα!
    Δε θα κρατήσει πολύ η αγωνία, θα προσπαθήσω να επανέλθω σύντομα με τη συνέχεια...χα χα!
    Εγώ ευχαριστώ πολύ, φιλάκια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οφου όφου κι ήντα με κάνεις πάλι με τις ιστορίες σου Μαιρούλα μου.
    Προβλέπω μεγαλα γεγονότα και περιμένω την συνέχεια...
    Να περάσεις όμορφες γιορτινές μέρες φιλιααα! 🎄✨😘

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κυριολεκτικά από τη ζωή βγαλμένες Ρουλίτσα μου... χα χα χα!
      Ευχαριστώ πολύ, εύχομαι κι εσύ να χαρείς τις γιορτές με την όμορφη οικογένειά σου, σε φιλώ!!!

      Διαγραφή