Η Σουλτάνα μιλούσε μπουκωμένη.
- Άιντε μπρε συμπεθέρα, να διούμε πως θα πάνε τα πράματα... Φάε κομμάτι που βαστάς τόσες μέρες νηστεία! Σαραντάμερο πια να περνάς τις μισές μέρες με το λάδι και τις άλλες με τα νερόβραστα;
- Μια χαρά είμαι, μη γνοιάζεσαι για μένα! Εδώ στη Σμύρνη, οι πιο πολλοί βαστούμε τσι Σαρακοστές!
- Αμ δεν το βλέπω τόσα χρόνια; Εγώ να σε πω, το Μεγαλοβδόμαδο κάμω αυστηρή νηστεία, τις άλλες ημέρες δε μπορώ. Ωραία είναι και τα λαδερά φαγάκια, αμά όχι για πολύ! Καθαρή Δευτέρα εσύ, βάζεις το κεφάλι μέσα και το βγάζεις τη Λαμπρή! Μήτε κι εγώ τρώω βέβαια εκείνη τη μέρα, αμά όχι κι έτσι...
Οι κεφτέδες με τον ανάμεικτο κιμά που καταβρόχθιζε σαν στραγάλια, άφηναν παγερά αδιάφορη τη Μαρίκα.
- Φάε σε λέω να στυλωθείς!
- Μια χαρά είμαι! Εσύ να φας ο,τι θέλεις, να ηφχαριστηθείς! Πάρε κι αφ' τα δικά μου!
Κοιτούσε τις μπάμιες στο πιρούνι της Μαρίκας με μισό μάτι. Τα άλλα πιάτα είχαν κάποιο ενδιαφέρον και δε θα τ' άφηνε παραπονεμένα βέβαια, όλο και κάτι θα τσιμπολογούσε.
Αγαπούσε τις μέρες που γλύκαινε ο καιρός κι ο χιονιάς ήταν παρελθόν. Ήταν η εποχή που απολάμβανε τις βόλτες και τους καλούς μεζέδες στα ωραία μαγαζιά. Μετρούσε τις μέρες που θα έφευγαν και το σφίξιμο στην καρδιά δεν την άφηνε ν' απολαύσει τη σκορδαλιά απλωμένη στο φρέσκο, ζεστό ψωμί.
- Τελευταία Λαμπρή θα κάμουμε στα μέρη μας συμπεθέρα...
Τα βλέφαρα της Μαρίκας τρεμόπαιξαν.
- Άστα να πάνε... Ποιος ηξεύρει τον άλλο χρόνο τι θα...
Η λέξη στάθηκε στα χείλη της.
- Α! Να και τα καλά τα νέα!
Με το κολοκυθάκι στο στόμα η Σουλτάνα, την κοίταξε απορημένη.
- Δες με τρόπο δεξιά σου!
Ο υιός Μπαζιώκας συνόδευε τη Μερόπη που κάθισε με χάρη στην καρέκλα, προσέχοντας να μη τσαλακώσει το ωραίο της φόρεμα.
- Μπρε μπρε τα πουλάκια μου!
- Ήπιασαν γρήγορα το κελάηδημα! Χα χα χα!
- Άμα τα λέγω εγώ... Μήτε βδομάδα δεν πέρασε κι έπεσε ο ασίκης!
- Έλα, ας πιούμε ακόμα ένα στην υγειά του ζεύγους!
- Και να πάμε αφ' το μαγαζί να μάθουμε!
- Αυτό να λέγεται! Μακάρι να στεριώσουνε...
Έτσι κι η νεαρή αμορόζα, όταν έμαθε ότι το πρώην κελεπούρι που βρήκε κι όταν άδειασαν ξαφνικά οι τσέπες του το εγκατέλειψε, έβγαινε με την κατά πολύ μεγαλύτερή της κοπέλα, άρχισε να τον πολιορκεί ξανά και να τρώγεται.
- Δε μπορεί να μην έχει παράδες! Αυτή είναι από οικογένεια σχεδόν πλούσια, πως καταδέχτηκε να κυκλοφορεί μ' αυτόν; Ανάγκη τα λεφτά του δεν τα έχει, τα έχω όμως εγώ! Πρέπει να μάθω τι συμβαίνει!
Στολισμένη κι αρωματισμένη η Μερόπη, με τα πλούσια μαύρα της μαλλιά ξέπλεκα, δεν άργησε να συγκινήσει το νεαρό Μπαζιώκα που πήγαινε πλέον τακτικά να παραδώσει εμπόρευμα. Σκόπιμα η μητέρα κι η θεία της δεν έδιναν ολόκληρες τις παραγγελίες κατόπιν εντολής της Σουλτάνας που έλυνε κι έδενε.
- Μια κι όξω δε γένεται! Άμα όμως λέτε πότε ότι τέλεψε το ένα και πότε το άλλο, θα γένει η δουλειά μας! Να χώνετε στο καμαράκι πράματα, μη τα διει στα ράφια και το καταλάβει!
Ένα πρωινό που ξαναπήγε πρόθυμα για τρέσες και χάντρες, έκλεισε το μάτι στη Μερόπη η Σουλτάνα.
- Τώρα να τον ορμίσεις μπρε! Θα σε ρίξω σπρωξιά, το έχω ξανακάμει!
- Ντρέπομαι, όχι, δε θέλω!
Με τη φαρδιά της περιφέρεια την έσπρωξε επιδέξια κι έπεσε πάνω του. Εκείνος άνοιξε τα χέρια να την προστατέψει κι έτσι βρέθηκε για λίγες στιγμές στην αγκαλιά του. Τα ρουθούνια του γέμισαν άρωμα μεθυστικό από το κορμί και τα μαλλιά της.
- Χτύπησες γιαβρί μου; Συχώρα με, παραπάτησα για...
Είδε ότι ο νέος την κράτησε λίγο παραπάνω και του χαμογέλασε με συμπάθεια. Απ' ο,τι φάνηκε την επόμενη μέρα που τους είδαν, δεν έχασε καιρό.
Οι γονείς του χαμογέλασαν μετά από τόσους μήνες θλίψης όταν έμαθαν τα ευχάριστα.
- Αφ' τη μοδίστρα τα έμαθα! Τσ' είδανε οι συμπεθέρες που βγήκανε για φαγητό και πολύ περιποίηση ήκαμε τση Μερόπης!
- Τέτοια χαρά δεν ηπερίμενα! Να ιδείς που το πράμα θα προχωρήσει!
- Μακάρι άντρα μου! Μαζί τση να μείνει κι άλλο τίποτα δε θέλουμε!
Η μικρή πεταχτούλα όμως δεν το έβαλε κάτω. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να χαρεί η άλλη την ωραία ζωή που πίστευε ότι είχε χάσει χωρίς τους παράδες τους. Είχε κάνει κι άλλες γνωριμίες αφού έψαχνε για τον καλύτερο, αλλά η τροπή που πήρε το θέμα την πείσμωσε.
Έτσι, ένα μεσημεράκι που η κυρία Μπαζιώκα έπινε καφέ και χάζευε πίσω απ' το τζάμι την απέναντι κυρία που έδινε εντολές στην παραδουλεύτρα της για τη μπουγάδα, είδε τη μητέρα της να καταφθάνει βιαστική.
- Πού χάθηκες εσύ; Πόσο καιρό έχεις να έρθεις αφ' το σπίτι;
- Ε... Με τσι έγνοιες και τσι δουγειές...
- Έγνοιες εσύ; Εγώ τι να πω με την κόρη μου που την ητράβαγε ο γιος σου μέρες και νύχτες και στο τέλος την παράτησε αφού βρήκε άλλη, ε; Ούλος ο κόσμος τσ' ήβλεπε και το κουσέλι δε λέει να σταματήσει! Σαν το χαϊβάνι κι εγώ ηπερίμενα να μου μιλήσεις κι εσύ ήκαμες ότι δεν ήξευρες! Τώρα που την έχω και κλαίει αφ' την τόση αγάπη που του είχε και τα...
Η κυρία Μπαζιώκα τη διέκοψε έξαλλη!
- Α! Όχι να μου ζητάς και τα ρέστα! Θαρρείς που με το γιο μου την ήπιασε στο στόμα του ο κόσμος; Ούλοι ηξεύρουμε που ήτουνε από μια σταλιά κορίτσι στσι δρόμοι κι ήψαχνε άντρα! Του κόσμου τσι παράδες μας ήφαγε κι ο άντρας μου ήπεσε του θανατά αφ΄τη στεναχώρια του!
- Τα λόγια τση κάθε μιας ακούτε που κουσελεύει την κόρη μου αφ' τη ζούλια; Τι παράδες σας ήφαε; Αυτός τση ξεσήκωνε τα μυαλά κι ούλο την ήσερνε δω κι εκεί στα καλά κι ακριβά!
- Το γιο μου δεν τον αγαπούσε κι αυτό το ξεύραμε αφ' την αρχή! Τη μεγάλη ζωή θέλει, άλλο δεν τη νοιάζει κι άμα ο πατέρας του πολλοί παράδες πια δεν του έδινε και δεν είχε να πλερώνει, τα μάτια τση τα γύρισε σε άλλον! Ξύπνιες δεν είσαστε μόνο εσείς κι εμάς κόβει το μυαλό μας! Κι ο γιος μου που την είχε πιστέψει, ένα χάλι γίνηκε να ξεύρεις! Ούλα τα εμάθαμε! Και για τα λούσα και για τα ρούχα, ούλα!
Τα είπε σχεδόν χωρίς ανάσα βγάζοντας το άχτι και τον καημό της. Η πρώην φιλενάδα της οργισμένη, ανταπέδωσε βρισιές κι έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα...
<<Μυαλό στο κεφάλι τση δεν έχει αυτή η κόρη μου! Ήπρεπε να περιμένει πριχού εύρη άλλονε...>>
- Έχεις ακόμα ημέρες να το σκεφτείς... Ήπεσαν ούλοι απάνω του για το γάμο, θεία, ξαδέρφια... Και στσι αγορές πάνε κι έρχουνται και στση αλληνής το σπίτι γένεται τση τρελής με τσι ετοιμασίες...
Η Ζαχαρούλα ανεβασμένη στο στρωμένο με τρεις μουσαμάδες τραπέζι της σάλας, καθάριζε το φωτιστικό. Κάθε λίγο η Ουρανία άλλαζε το σαπουνόνερο στο λεκανάκι κι έπλενε τα σφουγγάρια. Σκούπισε τα χέρια σ' ένα πατσαβουράκι και τα έβαλε στη μέση της.
- Να σκεφτώ; Τι να σκεφτώ; Που είχα ένα γιο κι ηξέχασε τη μάνα του; Ποιος ηπερίμενε τέτοια πράματα; Για δαύτη γινήκαμε οχτροί ούλοι εδώ μέσα! Κι η προκομμένη η κουνιάδα μου τον έχει σπιτωμένο κι ηκάμει τα κουμάντα!
- Τώρα σ' αυτό να σ' ειπώ, δεν ημπορώ να τση ρίξω κι ούλα τ' άδικα... Να τον ήδιωχνε δε γένεται, ούτε κι εσύ θα το ήκαμες άμα ήτο ο γιος τση κι ηρχούτανε εδώ... Ορκίστηκε πως του ήφαε τ' αυτιά για να έρθει και να μονιάσετε... Στα λόγια δεν τον ήβαλε και την πιστεύω... Αφού κι ο άντρας σου είναι θεριό ανήμερο και τσ΄υποστηρίζει... Το θέμα είναι ότι θα τη στεφανώσει και σε σένα θα πέσει ούλο το βάρος... Σώγαμπρο δεν τον ήβαλε η πεθερά του στο σπίτι για να έχομε να πούμε, η θεία του τον ημάζωξε κι ο πατέρας του πάει κι έρχεται!
- Δεν ηξεύρω τι να πω πια...
Τελείωσε το καθάρισμα κι η Ουρανία τη βοήθησε να κατέβει. Ο άντρας της έφτασε την ώρα που μάζευαν τους μουσαμάδες και χωρίς να χαιρετίσει μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Η Ζαχαρούλα τον ακολούθησε κι είδε ν' ανοίγει το μικρό συρτάρι που φύλαγαν τα λεφτά τους.
- Καλό και τούτο! Πού τσι πας τόσοι παράδες;
- Να ψουνίσω στο γιο μου!
- Μμμμμ.... Και τι θέλει ν' αγοράσει κι ησήκωσες ούλο το συρτάρι;
- Τα χρειαζούμενα! Ήμαθα αφ' τον πατέρα τση Μερόπης που θα πάνε αύριο νύφη και συμπεθέρα να του πάρουνε πυτζάμες, φανέλες και σώβρακα κι ήπεσαν κάτω τα μούτρα μου! Ας πάρει κι αυτός κάμποσες αλλαξιές να έχει...
Η Ζαχαρούλα με γουρλωμένα μάτια έπιασε αρχικά την καρδιά της κι έβαλε τις φωνές!
- Τι είπες τώρα; Κάνας παρακατιανός είναι που δεν έχει δεύτερο ρούχο ν' αλλάξει και θα τον ηβρακώσουνε αυτές; Τόσα του έχω στην άκρη, για να ντυθούνε πέντε, όχι ένας άντρας!
Άνοιξε το μεγάλο μπαούλο κι έβγαλε τα άθιχτα εσώρουχα.
- Πλυμένα και σιδερωμένα, ορίστε! Τση καλύτερης ποιότητας είναι κι ούλα από είκοσι! Κι άλλα θα τον ήπαιρνα, τόσα που να μη χωρούνε στα συρτάρια τση νύφης! Πυτζάμες δέκα και τέσσερις ρόμπες, οι δυο μεταξωτές ίδιες με τσι καλές! Οι κάρτσες του σ΄ούλα τα χρώματα, χώρια οι ψιλές για τα κουστούμια του! Μαντίλια, ζουνάρια, πουκάμισα στα κουτιά... Ιδές κι ούλη του την προίκα αφ' τ' ασπρόρουχα, τσι κουβέρτες, τα σεντόνια, ούλα δωδεκάδες με τσι μπιμπίλες που ήβγαλα τα μάτια μου με το πλέξιμο! Πορσελάνες, σερβίτσια, ασημικά, κόρη λες και προυκίζω!
- Άχρηστα είναι Ζαχαρούλα! Και που τα έχεις, εκεί θα μείνουνε!
Η Ουρανία που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε μιλήσει καθόλου, πήρε το λόγο.
- Και θα καταδεχτείς να τόνε ντύσουνε μάνα και κόρη; Αυτά ούλα κρυφά μένουνε; Θα καμαρώνεται η Καλλίτσα που ήβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε στο σπίτι χωρίς δεύτερη αλλαξά και τα ρούχα που του πήρανε φοράει...
Τινάχτηκε η μάνα ακούγοντας αυτά τα λόγια!
- Δικά του είναι και θα τα πάρει! Όχι που θα μπω στου κόσμου το στόμα, αυτό δα μας ήλειπε!
Ο πατέρας γύρισε το κεφάλι απ' την άλλη μεριά, μη μπορώντας να συγκρατήσει το πλατύ του χαμόγελο. Πόσο δίκιο είχε η Σουλτάνα! Γιατί η ιδέα ήταν δική της προκειμένου να ταρακουνηθεί η Ζαχαρούλα! Ο Αχιλλέας δεν ήθελε τίποτα, αλλά η θεία του τον ορμήνεψε.
- Να ιδείς που θα στα στείλει γιε μου κι όχι μη λες! Μάνα σου είναι, θα ησυχάσει κομμάτι η ψυχή τση και θα πάνε ούλα καλά! Είπα και δυο καλά λόγια στη φίλη τση θείας σου κι ημέρεψε... Παιδιά δεν έχει, μονάχη τση είναι κι από σένα περιμένει ένα ποτήρι νερό... Τσ' είπα ότι θα έχει και τη νύφη κι ούλη την οικογένεια στην ανάγκη τση και να μη σ' αποδιώχνει! Η μαμά σου με τσι λωλάδες τση, κάθε μέρα μια τη μέση τση βαστάει, μια τα πόδια και μια τα χέρια τση, δεν είναι για πολλά... Χαζή είναι να μην ιδεί το συμφέρον τση η Ουρανία;
- Πότε πρόλαβες και τα έκανες όλα αυτά καλέ θεία;
- Αν είναι για καλό, ούλα τα προλαβαίνω! Κάμε κομμάτι υπομονή και να ιδείς που στο τέλος θα καμαρώνει δίπλα σου στην εκκλησία η μαμά σου! Άιντε λεβέντη μου!
Ξεφυσούσε η Ζαχαρούλα κι έβρεχε το πρόσωπό της απ' το πρωί.
- Ιδές πράματα! Εκβιασμό αφ' το ίδιο μου το παιδί;
Πήρε το γράμμα που της είχε στείλει ο γιος της με τον πατέρα του κι έκανε αέρα. Η Ουρανία το είχε διαβάσει και προσπαθούσε να την ηρεμήσει όπως μπορούσε.
- Ακούς εκεί! Μήτε ένα μαντιλάκι δε θέλει, αφού δεν τόνε λογαριάζω και δε θα πάω στο γάμο του! Θα τα ήπαιρνε λέει, άμα τα έδινα με την καρδιά μου και με τσι ευλογίες μου για το στεφάνωμα!
- Ε... Δίκιο έχει σ' αυτό... Δεν είδες που λέει παρακάτω ότι δεν είναι γαϊδούρι για να σ' αδειάσει τα μπαούλα και να μη μιλιέστε;
- Ο γιος μου γαϊδούρι δεν είναι! Και τρόπους έχει και μόρφωση και καλό χαραχτήρα! Άλλο μ' αυτή τι ήκαμε...
- Αδερφή, άσε τα λόγια και κοίτα να φιλιώσετε ούλοι! Δεν ήκουσα ούτε έναν άνθρωπο που να μη τσι παινεύει! Μάθε και το άλλο, η Μερόπη ηγίνηκε ζευγάρι με το γιο του Μπαζιώκα κι οι γονιοί του έχουνε λωλαθεί αφ' τη χαρά! Σε πολύ καλό σόι μπαίνει ο γιος μας, άλλο μη τα τραβάς...
- Κι εσύ που τσ' ηξόρκιζες, άξαφνα άλλαξες γνώμη και τσι δικιολογάς, ε; Από μέρες στα έχω μαζωμένα, άιντε κι εσύ!
- Ησκέφτηκα καλά Ζαχαρούλα... Η τύχη του είναι καλή, άσχετα με ούλα που γινήκανε... Ε, δεν ημπορεί να είναι κι ούλοι οι άνθρωποι το ίδιο, με τα μυαλά τους σου λένε έχουμε δίκιο... Ας γίνει ο γάμος και θα στρώσει η νύφη, έγνοια σου...
- Πες καλύτερα πως δε θα μ' ανοίξουνε την πόρτα!
- Σώπα καλέ! Έχεις να φας και πιεις στο σπίτι τους χίλιες φορές!
- Καλά... Και στο τέλος δηλαδή θες να υπάγω και να ρίξω τα μούτρα μου; Αυτό δε γίνεται!
- Πουθενά δεν έχεις να πας! Εσύ θα τους καλέσεις να έρθουνε πρώτα εδώ και μετά...
- Άσε με κι εσύ!
Πολύτιμη πληροφοριοδότης η φίλη της Ουρανίας! Της εμπιστευόταν τα μυστικά τους κι εκείνη τα έλεγε στην Ελπινίκη. Όχι επειδή ήταν κουτσομπόλα, αντίθετα ήταν η εχεμύθεια που τη χαρακτήριζε, όμως προσπαθούσε να βοηθήσει την κατάσταση.
- Έτοιμη είναι η Ζαχαρούλα κι ας κάμει τη ζόρικη! Συχώρεση ζητάω κάθε βράδυ στσι εικόνες μπροστά γι αυτό που κάμω, μα είναι για καλό, κρίμα τα παιδιά να τυραννιούνται...
Η νηστεία έχει τα δικά της νόστιμα εδέσματα. Έτσι κι η Σουλτάνα με την Ελπινίκη ορμήνεψαν μάνα και κόρη για το καλόπιασμα της πεθεράς. Δυο μεγάλοι δίσκοι με αλμυρές και γλυκές λιχουδιές ετοιμάστηκαν με φροντίδα περισσή. Από σιμιγδαλένιο χαλβά με αμύγδαλα, σταφίδα και κουκουνάρι, κουρκουμπίνια ποτισμένα με σιρόπι και μια μελένια πίτα με καρύδι και ξερά φρούτα, πασπαλισμένη με μπόλικο σουσάμι, μέχρι χορτόπιτες και μπουρέκια με θαλασσινά.
Η εντολή της Ζαχαρούλας ήταν να πάει ο γιος της στο σπίτι για να μιλήσουν. Ο Αχιλλέας την είδε φανερά αδυνατισμένη και χλωμή κι εκείνη του άνοιξε την αγκαλιά της και αναλύθηκε σε λυγμούς. Τον καλοτάισε, τον περιποιήθηκε και δεν τον άφησε να φύγει.
- Εδώ είναι το σπίτι σου, όχι στση θείας σου! Να πάει ο πατέρας να φέρει τα ρούχα σου και...
- Δε θα μείνω μαμά... Η Ευγενία κι η πεθερά μου έρχονται εκεί, η θεία τις περιποιείται, ντρέπομαι να πηγαίνουμε συνέχεια με το μπαμπά και να τρώμε, πρέπει κι εμείς να...
- Κι εσείς, ναι! Άκου, πες της να έρθει αύριο εδώ, να μιλήσουμε... Κι εσύ δε θα φύγεις πάλι, τέλος!
Έτσι κι έγινε. Η Ευγενία φορτωμένη τον ένα δίσκο κι ο Αχιλλέας τον άλλον, πέρασε μετά από τόσο καιρό ξανά το κατώφλι της. Χαιρετήθηκαν σα να μην είχε συμβεί τίποτα κι ήπιαν όλοι μαζί τον καφέ τους. Οι νοστιμιές που πήγε την ενθουσίασαν, περισσότερο για την αξιοσύνη της νύφης που ετοιμόλογα της απαντούσε σε κάθε ερώτηση για τα υλικά και το πως τα έφτιαξε.
- Τα πράγματα του γιου μου είναι τόσα, που θα κάμετε πολλοί δρόμοι για να τα πάτε. Ούλη τη βδομάδα θα τα σιάξω, πλύση και σίδερο... Τσι κουρτίνες σας εγώ θα σας τσι ράψω και...
- Είναι σχεδόν έτοιμες, τις έχουμε παραγγείλει...
- Θα μου πείτε τα μέτρα και θα σας ράψω με νταντέλα και μετάξι, να έχετε κι άλλες! Δεκαπέντε πετσέτες χώρια έξι του λουτρού, θα τσι κεντήσω με το Α και το Ε και στα μαξιλάρια το ίδιο. Τη νυφικιά στρώση εγώ θα σας την πάρω, να πας να διαλέξεις όποια σ' αρέσει! Αυτή θα την πλύνει και θα τη σιδερώσει η μαμά σου κατά το αντέτι. Παντούφλες έξι έχει ο γιος μου, τσι δικές σου εγώ θα σου τσι πάρω! Τα νυφικά σου ούλα, πασούμια, εσώρουχα, νυχτικό, ρόμπα και λιζέζ, χώρια τ' άλλα...
- Σας ευχαριστώ πάρα πολύ αλλά δεν...
- Θέλω και στα ψουνίζω! Και στο γιο μου και σε σένα!
Σιγά μην δεν έπαιρνε το αίμα της πίσω όταν άκουσε ότι θα έντυναν το γιο της! Σιγά μην καταλάβαινε ότι δεν είχε τεθεί τέτοιο θέμα κι ήταν μια καλοστημένη παγίδα για να τη φέρουν στο φιλότιμο και να μονιάσει μαζί τους! Η Ευγενία βέβαια δεν είχε ιδέα, ο Αχιλλέας όμως γελούσε με την πανέξυπνη Σουλτάνα και τη λόξα της μάνας του!
Κι άρχισαν οι μπουγάδες και τα σιδερώματα κι όλη η γειτονιά χάζευε τα κάτασπρα ρούχα που γέμιζαν ξανά και ξανά τα σκοινιά στην αυλή της. Κι άνοιξαν οι μπουφέδες και βγήκαν τα σερβίτσια που τύλιγαν με την αδερφή της προσεκτικά και τα έβαζαν σε κούτες στρωμένες με αφράτες πετσέτες για να μη σπάσουν. Αξημέρωτα όπως πάντα ξεκινούσαν οι δουλειές κι η Ουρανία που είχε κι εκείνη αρκετά πράγματα για τον ανιψιό της, τα ετοίμαζε και στοίβες τα έβαζε στο τραπέζι της σάλας. Θα τα έπαιρναν από το σπίτι της, από τα δικά της χέρια, με τις ευχές της.
Τα πόδια τους έβγαλαν φουσκάλες από τους δρόμους. Μπαινόβγαιναν στα μαγαζιά κι η Ζαχαρούλα διάλεγε τα καλύτερα. Τα νυφιάτικα της Ευγενίας ήταν φορτωμένα δαντέλα και τα κατάλευκα επίσης πασουμάκια στολισμένα ασορτί. Ασημένια βούρτσα και χτένα για τα μαλλιά και καθρέφτη, περίτεχνα δουλεμένα, με δυο ίδια μπουκάλια για άρωμα με γυαλιστερές φούντες στα πουάρ. Ο καταστηματάρχης που εκτίμησε το ποδαρικό τους μόλις άνοιξε το πρωινό της Δευτέρας, της πρότεινε και τις θήκες για το κραγιόν και την πούδρα, ακόμα και το καρνέ για τις σημειώσεις. Τα πήρε όλα!
Η Ουρανία χάζευε τις χειροποίητες εικόνες με τα σκαλίσματα.
- Να πάρω το Μυστικό Δείπνο για την τραπεζαρία;
- Άμα θες... Εγώ τση κάμαρας θέλω δύο... Ο εξάδερφός του που θα τσι παντρέψει, θα πάρει και τη στεφανοθήκη, έτσι μου είπε η Ελπινίκη... Γι αυτό είπα, να τσι βάλουνε δεξιά κι αριστερά... Και μια κορνίζα μεγάλη για τη νυφική φωτογραφία να ιδώ...
- Με το καλό να έρθετε να πάρετε και για τα εγγόνια σας κυρία μου!
- Ευχαριστώ πολύ!
- Κι εγώ δυο πιο μικρές να τσ' ηβάλουνε δίπλα...
- Μόνο που δεν ημπορούμε να τα σηκώσουμε ούλα τούτα, θα στείλω το γιο με τον άντρα μου να τα πάρουν!
Πλήρωσαν ένα σεβαστό ποσό και τις ξεπροβόδισε γελώντας ευχαριστημένος. Μόνο τούμπες που δεν έκανε από τη χαρά του!
<< Καλό και τούτο! Ποιος να το ήλεγε γι αρχή τση βδομάδας!>>
Οι βαλίτσες κι οι κούτες έφευγαν γεμάτες, γύριζαν άδεις και γέμιζαν ξανά και ξανά. Η οικογένεια της Ευγενίας είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό βλέποντας τόσα πολλά κι ακριβά πράγματα!
- Ηβοί! Δυο σπίτια σιάχνεις μ' ούλα αυτά! Πού θα τα βάλετε Αρσινόη μου; Τόσα τσ' είχες πάρει κι άλλα τόσα τση συμπλήρωσες και με τούτα ούλα θες μια μεγάλη κάμαρα! Ακόμα μια ντουλάπα κι άμα χωρέσουνε!
- Δες θεία πόσα πήρε για μένα! Μαζί με του Αχιλλέα τα έπλυνε και τα σιδέρωσε για να μη μας επιβαρύνει που έχουμε τόσες δουλειές!
Στη λεβάντα δεν έβαλε της νύφης, αντίθετα με του γιου της μοσχοβολούσαν τριαντάφυλλο κι ήταν σε κουτιά πολυτελείας. Η Σουλτάνα με τη Μαρίκα ειδοποιήθηκαν και τα έχασαν όταν είδαν τη σάλα φορτωμένη.
- Α! Εδώ διες κομπινεζόν και μεσοφόρια! Μπρε συ, πόσα σε πήρε;
- Έξι σετ κυρία Σουλτάνα, χώρια τα νυφικά! Είναι ίδια με τις δυο ρόμπες και τα νυχτικά, ροζ και γαλάζια κι ίδια πασούμια!
- Κι ούλα τ' άλλα άσπρα βέβαια! Πω πω πω! Εδώ διέτε μπούστο!
Η Μαρίκα έκανε χάζι τις πορσελάνες και τ' ασημικά όσο η Σουλτάνα πείραζε τη μέλλουσα νύφη.
- Άιντε γιαβρί μου, θα τόνε τρελάνεις τον Αχιλλέα μ' ούλα τούτα και καρδιά να σ' αφήκει το πρωί και να φύγει δεν θα τον κάμει! Αν πεις και για τα ωραία που σ' έχει η μαμά σου, πα πα πα! Κάθε μέρα θα φοράς άλλο και θα νομίζει ότι βλέπει άλλη γυναίκα δίπλα του!
Τραπεζομάντιλα, τσεβρέδες, κουβέρτες, είχαν απλωθεί στον καναπέ και τις πολυθρόνες. Η καλόκαρδη Κωνσταντινουπολίτισσα τα χάιδεψε, τα τραγούδησε κι έδωσε χίλιες ευχές.
Η Μερόπη κοιτούσε το ρολόι συνεχώς κι όταν η ώρα πήγε έξι φρεσκάρισε κραγιόν και πούδρα, τις χαιρέτισε κι έφυγε βιαστική. Ο υιός Μπαζιώκας την περίμενε έξω από τον κινηματογράφο και μετά την ταινία θα πήγαιναν για φαγητό.
- Καπνός ηγίνηκε η Μερόπη! Άιντε και στσι δικές τση τσι χαρές!
- Να είσαι καλά Μαρίκα μου, ευχαριστώ! Κι εσένα Σουλτάνα, πολύ μας βοηθήσατε με τσι κόρες μας!
Οι συμπεθέρες αγκάλιασαν την Καλλίτσα και την Αρσινόη κι όλες μαζί δάκρυσαν συγκινημένες. Οι μέρες πια λιγοστές κι ο ξεριζωμός πονούσε σαν το μαχαίρι στην πληγή.
- Τσι φωτογραφίες αφ' τσι γάμοι να μη ξεχάσετε να μας στείλετε!
- Ξεχνιέται τέτοιο πράμα Μαρίκα μου;
- Θα σας γράψουμε και θα έχετε τη σύσταση για!
- Ναι Σουλτάνα μου! Να μη χαθούμε!
Μια κουβέντα ήταν αυτή... Θα έχαναν τον τόπο τους, πηγαίνοντας σε άλλη πατρίδα και κανείς δεν ήξερε αν αντάμωναν ξανά...
καλημερα μαιρουλα μου και καλη εβδομαδα!!! που εισαι καλε και χαθηκες παλι στην ενοια μου σε ειχα!!! αλλα τι ωραια πραγματα εγραψες τι ωραια συνεχεια και τι ομορφα και παραστατικες ολες οι ετοιμασιες του γαμου!!! φιλακια κουκλιτσα μου!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή εβδομάδα Σοφούλα μου!
ΔιαγραφήΧάθηκα κορίτσι μου, ναι, δεν προλαβαίνω σχεδόν τίποτα τον τελευταίο καιρό με διάφορες δουλίτσες...
Σ' ευχαριστώ πολύ που με σκέφτεσαι και για τα καλά σου λογάκια!
Φιλάκια πολλά, την αγάπη μου έχεις!
Καλημέρα! Περιμένω πώς και πώς κάθε φορά για τις νέες περιπέτειες των κυράδων σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΩ! Μεγάλη χαρά μου δίνεις!
ΔιαγραφήΝα είσαι πάντα καλά!
ti oraies istories.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦωτεινή μου σ' ευχαριστώ πολύ, να είσαι πάντα καλά!
ΔιαγραφήΠω πω προικιά!!!!!!!!!!! Υπέροχη όπως πάντα η συνέχεια της ιστορίας σου, Μαιρούλα!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό μήνα σου εύχομαι και καλό κι ευλογημένο Πάσχα!!!
Φιλάκια πολλά!!!
Μαριαννάκι μου σ' ευχαριστώ γλυκιά μου!
ΔιαγραφήΚαλό μήνα και με υγεία να γιορτάσουμε το Πάσχα!
Φιλάκια και πολλή αγάπη!
Ειμαι κι εγώ εδώ!!!! Μετα από πόσο καιρό που ουτε κι εγώ ξέρω..με απορροφούσαν άλλα που δεν έπερναν αναβολή!! Εχασα 2 αναρτήσεις αλλά σιγουρα θα τις διαβάσω ε'ιχα μείνει σε κάτι δηλητηριάσεις χαχα. Τώρα είμαι κάπως χαλαρή και έτσι μπορω να μπαίνω στα σπιτάκια σας. Καλό μήνα με αρώματα και χρώματα ανοιξιάτικα.Καλό Πάσχα να περάσεις όμορφα με την οικογένειά σου Φιλάκια ανοιξιάτικα από μία ροζ γιαγιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς τη ροζ γιαγιά - Εφούλα μου!
ΔιαγραφήΝα σας ζήσει το τριανταφυλλένιο πλασματάκι, γερό και καλότυχο! Θα περάσω να σου ευχηθώ και επισήμως αγαπημένη μου!
Εσύ χαλαρή; Παράξενο μου φαίνεται ζουζούνα χρυσοχέρα μου!
Σου στέλνω πολλά ροζ φιλάκια κι εύχομαι ένα χαρούμενο και φωτεινό μήνα!
Καλό Πάσχα με υγεία!
Πω..πω προικιά!!!! τι μου θυμησες... οχι τόσα αλλα οι εξαδες ολες συμπληρωμενες στις κόρες μου .. ασε δε τα σπιτια τους κοπλε.. .. χι..ιχ. τελικα οταν οι ανθρωποι δεν κραταν κακίες ολα καλα γινονται ξανα Μαιρούλα ... ευτυχω λύσανε την παρεξυγηση αλλα και η Σουλτανα εβαλε το δαχτυλακι της ομως... μπραβο της καλο μεγαλο εκανε...περιενουμε να δουμε τι έγινε παρακατω... να περασετε ενα ομορφο και ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΠΑΣΧΑ.. φιλακιαααα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίδες προικιά του γιου της η πεθερά Ρουλίτσα μου;
ΔιαγραφήΓια τις κόρες σου φαντάζομαι τι θα έκανες με τα χεράκια σου που δε σταματούν να δημιουργούν!
Κακία είχε η Ζαχαρούλα μέσα της αλλά υποχώρησε τελικά... Η Ουρανία, η αδερφή της που κοιτούσε το συμφέρον της την πίεση για να πούμε και την αλήθεια... Η Σουλτάνα βέβαια μεσολάβησε όπως πάντα για καλό κι έγινε ο γάμος!
Καλό Πάσχα καρδούλα μου να περάσετε κι εσείς!
Φιλάκια πολλά!!!
Μαίρη μου γλυκειά... καλό Πάσχα!!!! με εμπνεύσεις!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό Πάσχα με τα χρώματα και τ' αρώματα των ανθισμένων λουλουδιών που σου ταιριάζουν πολύ αγαπημένο μου Λαμπρινάκι!
ΔιαγραφήΣε φιλώ χαρά μου!!!
Γλυκιά μου Μαιρούλα , με τις υπέροχες ιστορίες που με τόσο γλαφυρό και μοναδικό τρόπο αποδίδεις ! Οι τρομερές στιχομυθίες , που υπήρχαν,υπάρχουν και θα υπάρχουν , όσο υπάρχουν άνθρωποι.Ισως με διαφορετικά λόγια μα με την ίδια ακριβώς ουσία, ανεξαρτήτως μορφώσεως και βιοτικού επιπέδου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύχομαι να περάσεις ένα χαρούμενο και όμορφο Πάσχα με τους αγαπημένους σου.Φιλάκια πολλά
Αγαπημένη μου Χρυσάνθη σ' ευχαριστώ πολύ για τα τόσο καλά σου λόγια!
ΔιαγραφήΚαλό κι ευλογημένη Πάσχα να περάσεις με την όμορφη οικογένειά σου, να τους χαίρεσαι!
Πολλή αγάπη και φιλάκια σου στέλνω!
περασα να ευχηθω ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ Μαιρουλα .. να είναι η Ανασταση....ευλογια και ελπιδα στο σπιτικο σας... φιλακιααα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑληθώς Ανέστη Ρουλίτσα μου!
ΔιαγραφήΥγεία, χαρά κι ευλογία στην οικογένειά σου αγάπη μου!
Φιλάκια πολλά!!!