.

.
.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Μπα που να μη σώσω! Θα με τρελάνεις;



- Η ψυχή μου έτρεμε, μη κι έρθει η μάνα σου στο σπίτι! Δε θα την άνοιγα βέβαια, με το φως το μικρό καθίσαμε όσο έμεινε, λες κι είχα μπάσει τον αγαπητικό, ας νόμιζε καλύτερα ότι λείπω. Ευτυχώς που τη γλυτώσαμε, να λες! 
Τι ωραίο παλικάρι που είναι και πόσο ευγενικός! Χαλάλι του Βουλίτσα μου, σε λατρεύει! Με είπε ότι έχει σοβαρό σκοπό και δε θέλει να σε εκθέσει, αμά θα πρέπει να το σκεφτείς κι εσύ που θα πάτε στην Ελλάδα.
- Να πάμε θείτσα μου, μαζί του να 'μαι κι ας είναι και στην άκρη του κόσμου! 
- Αχ! Τι σου είναι ο έρωτας... Κοίτα να σε πω, η μαμά σου σα να το σκέφτεται, τη  μίλησα κι εγώ βέβαια. Θα γράψει στον αδερφό του κουμπάρου που είναι στην Αθήνα, να φροντίσει να μάθει για το Σωκράτη. Άμα είναι έτσι καλά τα πράματα, θα πάρετε και την ευχή της. Φυσικά, δεν του είπα τίποτα, μόνο που έχετε μακροσυγγενή ανέφερα και χαθήκατε με τα χρόνια.

Άλλη άκρη στην Ελλάδα δεν είχε η Ζαφείρα. Το πρόβλημα ήταν, τι ακριβώς θα του έγραφε, δεν ήθελε να εκθέσει την κόρη της ακόμα και στον κουμπάρο. Σίγουρα θα του τα έλεγε ο αδερφός του, λογικό ήταν.
- Το σκέπτουμαι μπρε αδερφή, θα δώκω δικαιώματα. Κοπέλα πράμα, μη τήνε πιάνουνε στο στόμα τους και γένουμε ρεζίλι. Απ' εδώ το πάω, απ' εκεί το φέρνω, άκρη δε βρίσκω για! 
- Πες πως τον κάνουν προξενιό στο παιδί και θες να μάθεις για λόγου του. Αν όντως είναι όπως σε τα 'πανε, να την πεις και καλά να το καλοσκεφτεί. Προξενιό Ζαφείρα μου, μήτε ντέρτι, μήτε έρωτες, τίποτα!
- Μπράβο μπρε Χαρικλάκι! Την καλύτερη λύση μ' έδωκες, δεν το 'χα σκεφτεί! Αυτό θα τον γράψω, θέλω πληροφορίες για το γαμπρό που την προξενεύουνε. 
Η Μαρίκα ενθουσιάστηκε με τη λύση που βρήκανε. Μάνα με δυο κόρες κι αυτή, καταλάβαινε την αγωνία της Ζαφείρας.
- Την καλύτερη δουλειά ήκαμε! Να μην ηδώκει κι αναφορά και τήνε ηκουσελεύουνε μέχρι τσι Αθήναις! Ένα προξενιό που το ήψαχνε η μαμά τση και τέλος!

Ο Σωκράτης βοήθησε το μικρό να βάλει το χοντρό πανωφόρι του. Σκουφάκι, γάντια και κασκόλ και ήταν έτοιμος να βγει στους στολισμένους δρόμους. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και το κρύο στην Πόλη ήταν τσουχτερό. Μέτρησε τις λίρες του, φόρεσε το παλτό του, πήρε το παιδί από το χέρι και βγήκαν χαρούμενοι για να διαλέξει τα δώρα του.
Η κυρία Ευδοκία, είχε ειδοποιηθεί έγκαιρα ότι θα κρατούσε το μικρό Βαγγελάκη κι αυτό το βράδυ. Ήταν η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που έμεναν και δεν είχε αντίρρηση να μένει κάποια βράδια με το μικρό, όταν ο θείος του έπρεπε να βγει. Έτσι κι αλλιώς, μετρημένες ήταν οι μέρες του χρόνου που έμενε το παιδί στο σπίτι. Ο Σωκράτης, φρόντιζε πάντα να την ευχαριστεί με δωράκια και πολλά γλυκά που τα λάτρευε η συμπαθής κυρία.

- Νερό έπινε στο όνομά του! Σε όλους έλεγε, ότι κι αν περάσανε του κόσμου οι νοικαραίοι απ' εκεί, σαν τον κύριο Σωκράτη δεν ήτουνε κανείς! Ήσυχος, τυπικός, τους παράδες στην ώρα τους την έδινε, μέλι έσταζε όποτε μίλαγε για δαύτονε! Κι εκείνο το μικρό, μήτε φασαρίες έκανε, μήτε που ακουγούτανε. Πολύ καμάρωνε, αλλά που να 'ξερε την αλήθεια για;
- Ποια αλήθεια μπρε συμπεθέρα; Έτσι που τα λες, τον ησυμπάθησα κι εγώ! 
- Τώρα, τώρα, να φάμε και λίγο απέ το καϊμάκι που 'φερε ο Ιάκωβος, να δροσιστούμε κομμάτι! Μυρτώ, άμα το δοκιμάσεις, όλα τα άλλα θα σε φαίνουνται άνοστα. Με το φρέσκο το γάλα το φκιάχνουνε, παραδοσιακά!
Η Ανθούλα, έκλεισε το μάτι γελώντας σε Μαρίκα και Μυρτώ και μπήκε ανυπόμονα στην κουζίνα να βοηθήσει. Ο ζαχαροπλάστης, ήταν φημισμένος για τα Πολίτικα γλυκά του και την πήγαινε σε παλιές εποχές.
Όντως η γεύση του, ήταν θεϊκή! Τρεις μπάλες θεσπέσιας δροσιάς που μοσχοβολούσε μαστίχα, περιχυμένες με καλοδεμένο σιρόπι βύσσινο από τα χεράκια της Σουλτάνας και τριμμένο αμύγδαλο. 
Έτρωγε λιχούδικα μεγάλες κουταλιές, γλυφόταν, μιλούσε γρήγορα, ξαναέτρωγε, επαινούσε το ζαχαροπλάστη, ξαναγλυφόταν, κουδούνιζαν και τα βραχιόλια σε κάθε της κίνηση και συνέχισε την ιστορία μόνο αφού τέλειωσε το παγωτό και δεν έμεινε ίχνος σιροπιού στο μπολάκι. Σκούπισε προσεκτικά το στόμα της και ρώτησε αν της είχε φύγει όλο το κραγιόν. Αχ βρε Σουλτάνα, χίλια χρόνια να ζήσεις, έξω καρδιά και κοκέτα, μα καλοφαγού κοκέτα!

- Το λοιπόν, αυτός ο Σωκράτης τελικά, ήτουνε μεγάλο μούτρο, σπιτονούτανε και χαρτόπαιζε που άφηνε το παιδάκι τη νοικοκερά του και την έλεγε που όλο δουλειές είχε με τον αφρό της Πόλης. Τι πολιτικούς, μεγαλεμπόρους, τα έχαβε κι η καημένη η Ευδοκία. Παραλής έδειχνε, ντυμένος με τις κουστουμιέρες του, τις παρφούμες του, όλοι τον περνούσανε να πούμε για πολύ πλούσιο. Έλεγε και που είναι μεγάλος και τρανός στη Θεσσαλονίκη και τόνε ήξεραν όλοι, που είχε αλισβερίσι με τη μισή Ελλάδα και τέτοια.
- Βάι βάι! Τι λες μπρε συμπεθέρα μου; Α πα πα πα! Και με το κορίτσι τι απέγινε; Είχε δίκιο η μάνα τση τελικά, ε; Και τι ηγίνηκε, πως ηβγήκανε στη φόρα τα άπλυτά του; 
- Πέρασε καιρός, κατά το Πάσχα που πήρε το κορίτσι και μετά, πέσανε να πεθάνουνε όλοι, αμά πιο πολύ η Χαρίκλεια, μέχρι να σκοτωθεί ήθελε για!


- Θείτσα μου, θείτσα μου! Είμαι πολύ ευτυχισμένη! Κοίτα τι μου έδωσε, έχεις δει ξανά τόσο ωραίο δαχτυλίδι; Μου το πέρασε εκείνος και μου είπε ότι είναι ο δεσμός της αγάπης μας, κάτι σαν αρραβώνας! Θα τρελαθώ, μ' αγαπάει πολύ, είπε ότι ζει μόνο για μένα! Πετάω θείτσα μου, πετάω! Όμως, δεν ξέρω πως να το δικαιολογήσω στη μαμά μου, σκέφτηκα λοιπόν να το κρατήσεις εσύ και να μου το φέρεις σαν δώρο την Καλή Βραδιά! Μη πεις όχι θείτσα μου γλυκιά, σε παρακαλώ, δε θέλει να το βγάλω από το χέρι μου ποτέ, ούτε κι εγώ θέλω! Και ο αναπτήρας που του έδωσα, πολύ του άρεσε, όταν ανάβει τα τσιγάρα του θα με σκέφτεται! Αχ! Δε μπορώ να το πιστέψω, είμαστε κοντά, πολύ κοντά, μέχρι τη μέρα που θα έρθει να με ζητήσει! Μαζί θα φύγουμε παντρεμένοι και θα μείνουμε στο σπίτι του, από κει θα βλέπουμε όλη τη Θεσσαλονίκη! Άσε που έχει κι άλλο ένα λίγο έξω από την Αθήνα, από μισό χρόνο στο καθένα θα μένουμε!
Η Χαρίκλεια συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό της Βούλας, όμως το θέμα είχε κάπου σκαλώσει. Δυο μήνες ήταν που είχε στείλει η Ζαφείρα το γράμμα κι η μόνη απάντηση που έλαβε ήταν να μείνει ήσυχη κι ότι θα συγκεντρώσει τις πληροφορίες και να περιμένει τα νεότερα. Οι ερωτευμένοι, συναντιόντουσαν πάντα για λίγο στα κρυφά, με την ανοχή της θείας, ο Σωκράτης όμως ανυπομονούσε να επισημοποιηθεί η σχέση τους.
Από το Σάββατο έπαιρνε  το παιδί στο σπίτι και επέστρεφε αργά την Κυριακή στο σχολείο, για να μπορεί η Βούλα να πηγαίνει και να βλέπει τα αδέρφια της. Την περίοδο των εορτών, όλα τα παιδιά πήγαιναν στα σπίτια τους και στης Ζαφείρας γινόταν πανικός  με τα ζωηρά βλαστάρια της.

- Χρόνια πολλά κυρά Ευδοκία! Καλά Χριστούγεννα, να χαίρεσαι την οικογένεια! 
Η Ευδοκία στεκόταν στο κατώφλι του σπιτιού και περίμενε την εγγονή της που πηγαινόφερνε από το φούρνο τις μεγάλες λαμαρίνες με τους κουραμπιέδες. Ζυμωμένοι με φρέσκο βούτυρο και καβουρδισμένο αμύγδαλο, περίμεναν στην κουζίνα το ανθόνερο να τα ραντίσει κι ένα μικρό βουναλάκι ζάχαρη άχνη, που έπεφτε πάνω τους με το ψιλό σουρωτήρι. Τα φοινίκια ποτισμένα  σιρόπι με το μέλι και τα κανελογαρίφαλλα, στολίζονταν με τριμμένο καρύδι από πάνω. Οι δίπλες, καλομελωμένες και τραγανές, τα μικρά κέικ με μπόλικη σοκολάτα, όλα βαλμένα προσεκτικά στις ωραίες πιατέλες, πάνω στο μπουφέ, ήταν η χαρά των ημερών.
- Επίσης, κυρ Αριστόδημε! Καλά Χριστούγεννα και πάντα μπερκέτια να ΄χει το σπιτικό σου! Καλές τύχες να έχουνε τα κορίτσια σου!
Ο Αριστόδημος, γύριζε φορτωμένος από την αγορά, Καλός άνθρωπος και νοικοκύρης, είχε κοσμηματοπωλείο με αρκετή πελατεία. Κοντοστάθηκε ανταλλάσσοντας τις ευχές με την εξίσου καλή κυρία Ευδοκία.
- Με έστειλε η κυρά να την ψουνίσω και την άφηκα στο μαγαζί με τα κορίτσια. Δουλειά έχει πέσει αυτές τις μέρες, να φάω δεν προλαβαίνω! Προχτές, ήρτε κι ο νοικάρης σου και πήρε ένα δαχτυλίδι, για τη γιαβουκλού του σίγουρα θα το ΄θελε! Το έβαλε στο χέρι της μεγάλης μου, να διει πως δείχνει, αμά πολλά παζάρια μ' έκανε, την ψυχή μ' έβγαλε για! Κρίμας την κοπέλα πάντως, μακριά από μας τέτοιοι ανθρώποι!
Η Ευδοκία, παράτησε τους κουραμπιέδες κι άνοιξε το στόμα της από την έκπληξη. Παζάρια  που να βγάλει την ψυχή του, ο κύριος Σωκράτης; Και μακριά από μας; 
- Τι με λες τώρα κυρ Αριστόδημε; Ητανάνε σίγουρα ο νοικάρης μου, για λάθεψες; Αυτός είναι κύριος με τη βούλα κι έχει παράδες με ουρά, με πλερώνει τα μηνιάτικα στην ώρα τους, δεν είναι κάνας μπαταχτσής.* Τι παζάρια και γιαβουκλού με λες;
- Μα δε με λες κυρά Ευδοκία, τόνε ξέρεις καλά; Που τις βρίσκει τις παράδες θαρρείς; Και τα παντελόνια του θα πουλήσει καμιά ώρα, το ξέρεις; Στις λέσχες που ξημεροβραδιάζεται, πρώτο όνομα είναι, δεν το 'ξερες που χαρτοπαίζει; Για δεν επήρες χαμπάρι που τόνε σπιτώνει η Φωφώ του τραπεζίτη;
Η Ευδοκία έβλεπε να της γνέφει το έμφραγμα. Ένιωσε την ανάσα της να κόβεται, το σώμα της να μουδιάζει και κάθισε στο κεφαλόσκαλο. 
- Τι με λες χριστιανέ μου; Ο δικός μου ο νοικάρης χαρτοπαίζει και σπιτώνεται με τη Φωφώ; Μπα που να μη σώσω! Θα με τρελάνεις; Κι ο άντρας της που ήτουνε για, τον έμπασε σπίτι και μείσκανε και οι τρεις μαζί; Τι με λες, ε; Πότε γένηκαν αυτά τα πράματα για; Αφού παίρνει και τον ανιψιό του σπίτι, δεν βλέπω τι γένεται που μείσκει εδώ με το παιδί; Αξημέρωτα φεύγει για τις δουλειές του ο άθρωπος κι άμα έχει να βγει βράδυ και είναι εδώ το μικρό, μείσκω μαζί του κομμάτι! Δεν είμαστε καλά, ο κύριος Σωκράτης; Τόνε είδες με τα μάτια σου, για τόνε κουσελέψανε τίποτις μεγαλοκοπέλες λεύτερες που τόνε είδανε και κάηκε το φυλλοκάρδι τους κι εσύ τα 'χαψες;

Ο Αριστόδημος άφησε κάτω τις τσάντες να ξαλαφρώσει από τα βάρη και ξεφύσηξε αγανακτισμένος. Δεν ήξερε τελικά αν έκανε καλά που μίλησε, βλέποντας την Ευδοκία τόσο αναστατωμένη.
- Να με συμπαθάς κυρά μου, δεν ήθελα να σε χαλάσω την καρδιά, μέρες που 'ναι. Απέ την άλλη όμως, καλό είναι και να ξέρεις τι κουμάσι βάνεις στο σπίτι σου. Θα σε πω το πως τα ξέρω, όχι μόνο εγώ, αμά όλος ο πέρα μαχαλάς.
Η Φωφώ, ξέρεις δα που έχουνε το ωραίο το εξοχικό το δίπατο, ε; Πάντα παγαίνανε με τον άντρα της και παραθερίζανε όλο το καλοκαίρι, μέχρι τα πρόπερσι, που τον είπε πως βρήκε τα μάγια. 
- Μάγια; Βρήκε μάγια στο σπίτι τους; Ποιος να της τα κάμει και γιατί; Μπρε τι ακούω η γυναίκα χρονιάρες μέρες!
- Χα! Μη σκας, εξεπίτηδες έτσι τον είπε. Πήγανε στα μέσα του Ιούνη με τη Διονυσού, αυτήνε που τις κάμει τις δουλειές, ξέρεις, να φρεσκάρει το σπίτι για το 'βρουνε έτοιμο. Κι εκεί που σφουγγάριζε η Διονυσού, έμπηξε τις φωνές η Φωφώ από την απάνω κάμαρα. Τρέχει να διει τι έπαθε η κυρά και τήνε βρήκε με κάτι πράματα μαγαρισμένα στο χέρι, φοβήθηκε κι αυτή η άμοιρη. Εφύγανε άρον άρον και η Φωφώ είπε του αντρός της τα σχετικά κι ότι θα πάγαινε σε μια να τα μελετήσει και να τα λύσει. Από τότες, δεν ξαναπατήσανε στο σπίτι να μείκουνε το αντρόγυνο, μόνο η Φωφώ με τη γυναίκα έπρεπε να παγαίνει για τα λυσίματα. Ωστόσο, αρρώστησε ο άντρας της, που τόνε είχε ένα μήνα στο νοσοκομείο να σιάξει το στομάχι του και τον είπε ότι τόνε πιάσανε τα μάγια και θα ξεπαστρεβόντουσανε κι αυτοί και το παιδί τους σιγά σιγά.
- Α πα πα! Τι με λες; Και τα λύσανε τα μάγια; 
- Χα χα χα! Ποια μάγια κυρά Ευδοκία μου; Κόλπο της Φωφώς ήτουνε, για να μείκει το σπίτι έτσι και να μπάζει και να βγάζει, δεν το κατάλαβες; Με την τρομάρα που πήρε ο άντρας της όταν τόνε βρήκε το αιμόρραγο και τα λόγια της, σιγά μη ξαναπάτησε! Και δως του η μαντάμ να μείσκει δυο μέρες εκεί για τα ξορκίσματα και δως του ολονυχτίες κι αγιασμοί γιατί έτσι έπρεπε! Πριν το νοικάρη σου, έμπαζε το γιο του δικηγόρου και πιο πριν τον Ανέστη, αυτόνε που 'χει το μεγάλο εμπορικό. Απέ τη Διονυσού τα 'μαθε η πλύστρα μας και τα 'πε στη δικιά μου! Την έλεγε η Φωφώ να πάνε για καθαριότητα και να μη φοβάται, έφευγε το κακό από μέσα κι έπρεπε να γένει μπόλικο σαπούνισμα για εξαγνισμό! Αυτή όμως δεν το 'χαψε, παρά σκεφτούτανε, αφού  δε μείσκουν εκεί, τι τις ήθελε κάθε λίγο τόσες πάστρες; Και τα σεντόνια και οι κουβέρτες και οι πετσέτες, γιατί να αλλάζουνται; Ε! Παραμόνεψε και είδε τι γενούτανε για!
Τήνε μπούκωσε για τα καλά η Φωφώ! Και παράδες την έδωκε και ρούχα την ψούνισε καλά και τα ντουλάπια της την γέμισε απ' όλα τα φαγώσιμα και λάδια και βουτύρατα, για να 'χει την εμπιστοσύνη της. Αμά η Διονυσού που δεν κρατεί κλειστό τον στόμα της, τα 'πε σε κάνα δυο και βούιξε ο τόπος! Την είπε και που θέλει να έρτει και στο μαγαζί, για σταυρό μεγάλο με χοντρή καδένα! Ποια; Η Διονυσού να σε χαρώ κυρά μου! Κάθε λίγο τήνε μονιάζουνε* για να μαθαίνουνε τα νέα όλες, κατάλαβες;
Τον δικό σου τον έχει στα όπα όπα, την τραβάει λίρες με τη σέσουλα. Παγαίνει και μείσκει τα βράδια ή περνά τη μέρα του μαζί της. Γυρνάνε εδώ κι όποτε πάλι το σκάει η Φωφώ, τρέχει αυτός και κλείνεται κει πέρα, τον έχει δώκει και τα κλειδιά και μπαίνει κύριος!
Και να ξέρεις, παίζει χαρτιά και ποσά μεγάλα, έχει αφήκει στο τραπέζι πολλά πράματα αξίας. Έτσι ξεκλήρισε και την περιουσία που τον άφηκε ο πατέρας του, χαρτιά και άσωτη ζωή τόνε φάγανε. Χρέη πολλά έχει στην Ελλάδα και τον κυνηγούνε να τόνε χώσουνε στη στενή, γι' αυτό ξαφανίστηκε απέ τη Θεσσαλονίκη! Το 'πε την Φωφώ, όταν τον έλεγε να φύγουνε μαζί για την Ελλάδα! Να παρατήσει άντρα και παιδί η αρσίζα και να πάει με τα κείνονα!

Η Ευδοκία έτρεμε σαν το φύλλο. Μα τόσο πολύ γελάστηκε; Αλλά και σε τι έφταιγε, πίστεψε σε ό,τι της είπε και σε ό,τι είδε τόσο καιρό. Η φωνή της βγήκε ξέπνοη, με κόπο προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της.
- Και το παιδί; Πως το πήρε το παιδί μαζί του και το έβαλε στο καλό σκολείο; Άλλοι συγγενείς δεν έχει να το προστατέψουνε στην Ελλάδα; Είπε τίποτις γι' αυτό η Διονυσού; 
- Τι να σε πω μπρε κυρά Ευδοκία μου, δεν το γνωρίζω αυτό. Πάντως, την βρωμάει το ζήτημα του μικρού είπε, πως και το σούρνει μαζί του, αυτοί οι αθρώποι δεν είναι για τέτοιες ευθύνες. Έπειτα, ποιόνε έχει στην Πόλη και ήρτανε, με λες; Ρωτώντας έμαθε για το σπίτι σου και το νοίκιασε, να μη μείσκει στο ξενοδοχείο.
- Θεέ μεγαλοδύναμε! Ταμπλάς θα μ' έρτει! Και το δαχτυλίδι που με λες, που θα το 'δωνε; Την Φωφώ; 
- Μπα, όχι! Αυτός την τραβάει παράδες, δώρο μαλαματένιο θα την έκανε; Σε κάποια κοπέλα θα κάμει το γαμπρό και την πουλάει έρωτα! Κρίμας το κορίτσι και τη φαμελιά της, ποιος ξέρει τι φούμαρα την πούλησε...


Η Ευδοκία μπήκε στο σπίτι αναστατωμένη. Της είχε φύγει η χαρά των χριστουγεννιάτικων γλυκών κι απαντούσε μηχανικά στις ερωτήσεις της εγγονής της για το ράντισμα και το άχνισμα.
- Τι έπαθες καλέ γιαγιά; Τι σε είπε ο κυρ Αριστόδημος και στεναχωρήθηκες;
- Διε, άχνισε και τα υπόλοιπα, θα πεταχτώ στης Πολυξένης κομμάτι που 'ναι άρρωστη, αυτό με είπε και συγχίστηκα. Να φας όσα θες απέ τα φοινίκια, αμά από τίποτις άλλο μην αγγίξεις και μαγαριστείς, θα μεταλάβεις και πρέπει να φας μόνο λάδι. Στην άσπρη φαγιάντσα μη πλησιάσεις, με το βούτυρο είναι ψημένα, μόνο απ' αυτά κάνει να φας, τζιέρι μου. Θα διεις που θα πάμε νωρίς νωρίς στην εκκλησία πάλι, σκοτάδια θα 'χει ακόμα, θα βάλεις και τα καινούργια σου τα ρουχαλάκια που θα μεταλάβεις το σώμα και το αίμα του Χριστούλη μας! Και το μεσημέρι, απ' όλα τα καλά θα ψήσω, που θα ΄ρθετε όλοι να φάμε!
Νήστευε η Ευδοκία τη Σαρακοστή των Χριστουγέννων, πρόσεχε και τα εγγόνια της μη γελαστούν και αρτηθούν. Το σπίτι της γιαγιάς που είχε κι από μια λιχουδιά σε κάθε έπιπλο, ήταν σκέτος πειρασμός.
Δεν υπήρχε ντουλάπι που να μη κρύβει βάζα με γλυκά κουταλιού, τραπέζια που να μην έχουν μόνιμα τα διπλά δισκάκια με την ασημένια λαβή, φορτωμένα κουλούρια και μπισκότα, κρυστάλλινα μπολ με σοκολατάκια. Σε όποια θέση να καθόσουν, άπλωνες το χέρι κι έπιανες ό,τι ήθελες. Στο μεγάλο μπουφέ της τραπεζαρίας, είχαν θέση τα γλυκά των εορτών. Χριστούγεννα, Απόκριες, Πάσχα, έβγαιναν τα καλά σερβίτσια με τα παραδοσιακά εθιμοτυπικά γλυκίσματα. Αυτά, τα τηρούσε κάθε νοικοκυρά που έβαζε όλη της την τέχνη για να εντυπωσιάσει εκτός από την οικογένεια και τους μουσαφιραίους. Γιορτές χωρίς κόσμο στο σπίτι, δεν γινόταν!
Η μεγαλύτερη "έκθεση" φαγητών και γλυκών, ήταν όταν περίμεναν το Νέο Χρόνο. Από την παραμονή, την Καλή Βραδιά όπως λένε, όλα τα σπίτια μύριζαν κρέας ψητό, λαχανοντολμάδες, πίτες με τυρί και κιμά, φρικασέ, πορτοκάλι και κανέλα. Οι φρουτιέρες φορτωμένες και οι ξηροί καρποί σε μεγάλη ποσότητα, απαραίτητα και τα  ρόδια που έσπαζαν, επειδή είναι πολύσπορα, για να έχει πάντα το σπιτικό τους μπερκέτια. Η Βασιλόπιτα, είχε την τιμητική της, φορτωμένη ζυμαρένια στολίδια και διάφορα σχέδια που έκαναν με ειδικό τσιμπιδάκι.

Η Ευδοκία, βρήκε την Πολυξένη με το γουδί, να σπάει καρύδια. 
- Καλώς τηνα! Έλα να σε ψήσω καφεδάκο! Διε, ακόμα μια λαμαρίνα έχω και τέλεψα, άντε και του χρόνου! Σε πετύχανε τα δικά σου;
Η Ευδοκία φαινόταν στεναχωρημένη και μάλιστα πολύ. 
- Τι έπαθες μπρε Ευδοκίτσα μου, ποιος σε πείραξε κυρά μου κι είσαι σεκλετισμένη; 
- Ψήσε τον καφέ Πολυξένη μου και θα σε πω, όλα θα σε τα πω. Αμά, να ξέρεις πως για τις δικοί μου, είσαι κομματάκι άρρωστη κι ήρθα να σε διω...


- Τι με λες μπρε Ευδοκία; Ο νοικάρης σου, που τόνε δείχνουνε με το δάχτυλο; Περπατάει και όλοι λένε που είναι τι ευγενικός, τι ωραίος, τι κύριος! 
Απίστευτο με φαίνεται! Τόσο διπρόσωπος είναι για;
- Άστα Πολυξένη μου, το φυσάω και δεν κρυώνει! Ο Σωκράτης τέτοια πράματα, χρέη στα χαρτιά και σπιτώματα με τη Φωφώ, παντρεμένη γυναίκα; Έτσι δα να έκανε όλες τις γυναίκες στα πόδια του θα σερνούντουσαν και γένηκε αγαπητικός με πλερωμή! Και το άλλο με το δαχτυλίδι, πες με που το πας; Ο κουγιουμτζής* επιμένει που είναι για άλλης πάστας κοπέλα, του επίσημου δηλαδή.
- Διε, λογικό είναι, γι' αυτό σε είπε την γιαβουκλού του θα το δώκει. Με τόση προσοχή που το διάλεγε κι ήτουνε και πολύ ακριβό που τον έκανε και τόσα παζάρια, που θα το έδινε, σε καμιά του δρόμου; Και πολύ καλώς σε είπε που σίγουρα δεν ήτουνε για τη Φωφώ, αφού τήνε τραβάει τόσοι παράδες. Αμά κι αυτή η παλιογυναίκα, δε ντρέπεται να κάνει τέτοιας ντροπής πράματα; Άντρα καλό και με τέτοια θέση στην κοινωνία έχει, το παιδί της κοτζάμ παλικαράκι χαρά Θεού, να μπάζει αγαπητικοί και να τον πλερώνει και τα χρέγια* του ετούτονα; Αμ κι αυτό πάλι με τα μάγια, που το σκέφτηκε ο σατανάς; Κόντευε να ψυχοπαραδώσει ο χριστιανός που τόνε πήγαινε το αίμα από πάνου κι από κάτου κι αυτή αντίς να τον πει την καλή κουβέντα, να τον δώκει μια παρηγοριά, τον είπε που πιάσανε τα μάγια; Κακό χρόνο να ΄χει η παλιοβρόμα! Έκανε πορνείο κείνη τη σπιταρόνα που 'χτισε ο άντρας της μπα και χάσει και δεν τήνε έχει με το εξοχικό της και να τόνε ξαποστείλει για να παγαίνει να κοιμάται με τις γκόμενοι; Θα λωλαθώ μπρε Ευδοκία!

Το σπίτι της Ζαφείρας, έλαμπε από τα αμέτρητα στολίδια και τα φώτα των πολυελέων. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες στο πλάι με τις χοντρές χρυσές δέστρες τους, αφήνοντας σε κοινή θέα το μεγάλο έλατο που λαμπύριζε φορτωμένο λαμπιόνια και μπάλες. Στη βάση του η φάτνη και πολύχρωμα πακέτα που περίμεναν ν' ανοιχτούν με ευχές, γέλια και χαρές, από τα αγαπημένα πρόσωπα. Πρώτη φορά άνοιγε το σπίτι μετά το θάνατο του αγαπημένου της συζύγου και ήθελε να είναι όλα στην εντέλεια.
Η Χαρίκλεια είχε πάει από νωρίς, φορτωμένη δώρα και τα καινούργια καλά της ρούχα που θα φορούσε το βράδυ. Το κουτάκι με το δαχτυλίδι που είχε πάρει ο Σωκράτης στην ανιψιά της και υποτίθεται ότι θα της το δώριζε εκείνη, συνόδευε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, που ήταν το αληθινό δώρο της. Στα αγόρια, είχε πάρει κουστούμια από βελούδο, σε μπλε και πράσινο χρώμα και άσπρα πουκάμισα. Για την αδερφή της, τσάντα με γάντια και καπέλο με μεγάλο μπορ και βέλο από φίνα δαντέλα και μια μεταξωτή εσάρπα για τη θεία τους, που είχε να τη δει δυο χρόνια.
Τη βοήθησε ο μεγαλύτερος ανιψιός της νωρίτερα, που έκανε δρομολόγια για να μεταφέρει ταψιά και τεντζερέδια με φαγητά και γλυκά. Πάντα βοηθούσε τη Ζαφείρα στα μαγειρέματα όσο ζούσε ο γαμπρός της. Γέλια και τραγούδια ακούγονταν συχνά όταν είχε κόσμο στο σπίτι κι η αδερφή της υπολόγιζε πάντα στην παρουσία και τη βοήθειά της.
Ήρθε ο καιρός τώρα πια, αφού πέρασαν κάμποσα χρόνια από το χαμό του, ν' ανοίξει επιτέλους ξανά τα σαλόνια της.

- Χαρίκλεια, ακόμα δε ντύθηκες; Άιντε μπρε, τελείωνε, όπου να 'ναι θα ΄ρθουν, πέρασε η ώρα για!
- Τα σαρμαδάκια αβγοκόβω κι ετοιμάζομαι! 
- Γρήγορα κάνε! Κάθε φορά, μαζί τους υποδεχούμαστε, δε θα μείκεις τώρα πίσω σα να ΄σαι δούλα! 

Και οι δύο αδερφές, είχαν μεγαλουργήσει! Το μακρόστενο μεγάλο τραπέζι, είχε στρωθεί με το κάτασπρο λινό τραπεζομάντιλο και τα ασημένια κηροπήγια στις δύο άκρες του, Στη μέση, μια υπέροχη σύνθεση με πρασινάδα,  κουκουνάρια και γκι, έδινε την ακριβή εορταστική νότα. Το καλό σερβίτσιο με τα ασημένια μαχαιροπίρουνα και τις πιατέλες, οι κολλαρισμένες πετσέτες, τα κρυστάλλινα ταγιαρισμένα ποτήρια και οι καράφες, τα ακριβά κρασιά και τα μικρά μπολάκια με λεμονόνερο και πέταλα τριαντάφυλλου για να ξεπλύνουν τα χέρια τους. Ποικιλία θαλασσινών και τυριών ήταν τα πρώτα πιάτα. Απαραίτητες οι καραβίδες στο τραπέζι της Καλής Βραδιάς, γαρίδες, όστρακα, όλα στολισμένα με φέτες λεμονιού και αστεροειδή γλυκάνισο. Ακολούθησαν οι πίτες και τα σαρμαδάκια με χοιρινό και μοσχαρίσιο κιμά, τα μπουρέκια, οι σαλάτες, τα ψητά κρέατα και τα βραστά.  Χοιρινό που κολυμπούσε από το προηγούμενο βράδυ στη μαρινάδα του, με λάδι,  μουστάρδα, κρασί, σκόρδο, πιπερόριζα, μπόλικο αλάτι και πιπέρι, θυμάρι και ξύδι, σιγοψήθηκε σκεπασμένο για πολλές ώρες μέχρι που ρόδισε κι έλιωνε. Αρνάκι μικρό, χρονιάρικο, παραγεμισμένο με τη συκωταριά του, ρύζι, κρεμμυδάκι, κουκουνάρι, σκόρδο, όλα καβουρδισμένα στο φρέσκο βούτυρο. Κατσικάκι φρικασέ, με ψιλοκομμένα μαρούλια, άνηθο και φρέσκα κρεμμυδάκια, νουά σε ρολό με καρότα, πιπεριές, τυρί και μαϊντανό, κομμένο σε λεπτές φέτες με κύβους σωταρισμένων λαχανικών τριγύρω, πατατούλες μικρές, ολόκληρες ψημένες με δεντρολίβανο και ρίγανη και πολλών ειδών σαλάτες κι αλλαντικά.
Στο μπουφέ με το μεγάλο σκαλιστό καθρέφτη, ο δίσκος με τα λικέρ και τα γλυκά. Η Βασιλόπιτα, αφράτη και τέλεια φουσκωμένη με τη σφραγίδα της Ορθοδοξίας και το χρυσό φλουρί στα σπλάχνα της, τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, ο μπακλαβάς και το ραβανί κομμένα με πολλή προσοχή για να μην έχουν τρίμματα,  τα μικρά κέικ μήλου, όλα βαλμένα με τάξη ανάμεσα στις γιρλάντες και τα στολίδια.


- Καλή Χρονιά! 
Τα παράθυρα άνοιξαν διάπλατα, οι βρύσες άφησαν το νερό να τρέχει, ενώ οι ευχές και τα φιλιά για καλή υγεία και προκοπή έδιναν κι έπαιρναν. 
Ανοίχτηκαν τα δώρα, που είχαν από μια κάρτα με το όνομα κι ευχές, Η Χαρίκλεια, κλείνοντας πονηρά το μάτι στη Βούλα, της έδωσε το δαχτυλίδι και τα σκουλαρίκια. 
- Δε σε το περνάω στο χέρι, περασμένο είναι ήδη,  βάλτο μόνη σου! Θα σε φορέσω όμως τα σκουλαρίκια! Χα χα χα! Άντε, του χρόνου να κάνουμε Καλή Βραδιά στο σπιτικό σου κοκόνα μου!
- Αμήν θείτσα μου! Σ' ευχαριστώ πολύ! Ξοδεύτηκες πάλι, ανάγκη ήταν; Τόσα μου κάνεις... 
- Κι άλλα τόσα, τζιέρι μου, η ζωή μου ολόκληρη είσαι! Για να σε πω την αλήθεια, τυραννίστηκα με τα σκουλαρίκια, έπρεπε να μοιάζουν με το δαχτυλίδι για! Κι επειδή τη φοβούμαι τη μαμά σου έτσι που ΄χει αγριέψει, πήγα στην άλλη άκρη να 'βρω κουγιουμτζίδικο* να σε τα πάρω, Άμα με ρωτήσει, θα πω που έχω ένα μάθημα εκεί. Με γεια σου παιδάκι μου κι Θεός μαζί σου να 'ναι, η ώρα η καλή!


Ο Σωκράτης, φίλησε απαλά το παιδί που κοιμόταν ήσυχο κι έφυγε κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα πίσω του. 
Το παιχνίδι κρατούσε καλά, μέρες τώρα, για καλή του τύχη οι τσέπες του είχαν γεμίσει. Σχεδίαζε να φύγει, αμέσως μετά το κλείσιμο του σχολείου. Η Φωφώ, είχε αρχίσει εδώ και καιρό να τον πιέζει αφόρητα, δυσκολεύοντας τη ζωή του. Ζητούσε επίμονα να μένει περισσότερο μαζί της και χαλιόταν τις μέρες που είχε το παιδί στο σπίτι και του αφιέρωνε κάποιες ώρες. Πρόσεξε κι ότι κάθε Δευτέρα εξαφανιζόταν και της έλεγε πάντα διαφορετική δικαιολογία.
- Πάλι θα φύγεις; Μα κάθε Δευτέρα σε συμβαίνουν τα απρόοπτα; 
Μιλούσε ναζιάρικα, χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλό του. Γυναικάρα η Φωφώ! Καλοφτιαγμένη, ψηλή, με ωραία μεγάλα μαύρα μάτια κι ανοιχτή επιδερμίδα.  Αδύνατη δε θα την έλεγες αλλά ούτε και παχουλή. 
 Ήταν ο τύπος της γυναίκας που τρέλαινε τ΄ αρσενικά, με τα παραπανίσια κιλά μοιρασμένα δίκαια εκεί που έπρεπε. Στενά φορέματα με σφιχτή ζώνη, αναδείκνυαν την πολλά υποσχόμενη περιφέρειά της και τη λεπτή μέση της.
 Τα τολμηρά ντεκολτέ και το βαρύ μενταγιόν που κρεμόταν ακριβώς στην αρχή της σχισμής του στήθους της, τόνιζαν το τροφαντό της μπούστο. Φορούσε πάντα παπούτσια με ψηλά τακούνια και λεπτές νάιλον κάλτσες με ραφή, που αγκάλιαζαν τα μακριά της πόδια. Οι γυναίκες τη ζήλευαν και οι άντρες μακάριζαν την τύχη του τραπεζίτη που την είχε δική του, έτσι τουλάχιστον νόμιζαν...

Το πρωινό του Νέου Χρόνου, βρήκε τη Ζαφείρα να σηκώνεται νυσταγμένη από το κρεβάτι της. Όλοι στο σπίτι κοιμόντουσαν, τα παιδιά, η Χαρίκλεια, η θεία Κούλα, χήρα στρατιωτικού, που είχε έρθει να μείνει μαζί τους λίγες μέρες. Πλύθηκε, έβαλε τις πομάδες της, και ξεκίνησε να ετοιμάσει πρωινό για όλους. Το τραπέζι στρώθηκε ξανά με επισημότητα, λόγω της ημέρας, ενώ ο μικρός γιος της ξαδέρφης τους, κατέφθασε σε λίγη ώρα για το ποδαρικό. Κρατώντας την εικόνα του Αγίου Βασιλείου, έριξε με δύναμη το μεγάλο ρόδι, που έσπασε και γέμισε με τους καρπούς του την είσοδο.
- Και του χρόνου αγόρι μου, να 'σαι καλά και να με ξανάρθεις! Θα φας μαζί μας το πρωινό και μετά θα πας και στης θείας Χαρίκλειας να την κάνεις το ποδαρικό σου! 
Πάντα τέτοια νύχτα, έμενε στης Ζαφείρας η Χαρίκλεια. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, δεν έπρεπε να το περνάει κανείς μόνος του στο σπίτι, ούτε η πρώτη μέρα να τον βρίσκει να τρώει μόνος. Το ποδαρικό, που το πρόσεχαν πολύ στην Πόλη, γινόταν από άνθρωπο αγνό και καλό. Η οικογένειά τους, προκειμένου να αποφευχθούν παρεξηγήσεις, έβαζε πάντα τα μικρά παιδιά, συνήθως τα ανίψια. Πρώτα θα έμπαινε ο μικρός με την εικόνα και το ρόδι και μετά η Χαρίκλεια στο σπίτι της. Τρελαίνονταν τα παιδιά για το σπάσιμο του ροδιού και το δώρο που έπαιρναν για το καλό και μάλωναν για το ποιο θα σηκώσει πρώτο το χέρι του.

Γάλα, ζεστή σοκολάτα, καφές, τσάι, κουλουράκια, κέικ, αυγά, φρούτα, γέμισαν το εορταστικό πρωινό τραπέζι τους. Με τα καλά σερβίτσια απαραίτητα, έτρωγαν κι έπιναν τα ζεστά ροφήματα, σχολιάζοντας τη βραδιά που πέρασαν.
- Ζαφειρούλα, η κυρία Μουράτογλου, πήρε διπλή μερίδα φρικασέ, με τρόπο, μη τη διει ο άντρας της. Τον ορκίστηκε που κάνει δίαιτα, μπα και χάσει κάνα κιλό και μπει στα ρούχα της, αμά όσο εκείνος μιλούσε κάμποση ώρα με τον Σωτηριάδη για δουλειές, άπλωνε το χέρι κι όλο έβαζε στο πιάτο της! Αμά, ούτε δυο κουρτίνες δεν τήνε φτάνουνε να ράψει μια φούστα! Χαχαχαχαχα!
Καλόκαρδη και χωρατατζού η θεία Κούλα, έκανε τους πάντες να γελάνε με τον τρόπο που μιλούσε. Βούτηξε ακόμα ένα κομμάτι πίτα στο γάλα της και συνέχισε τα σχόλια για τη Μουράτογλου. 
- Καλή γυναίκα, έβγαλε και δυο παιδιά επιστήμονες, τα καλοπάντρεψε, δόξα τω Θεώ! Με έλεγε χτες, που η συννυφάδα της τους είχε το τραπέζι τα Χριστούγεννα, με όλα τα καλά, αμά σαν τα δικά σας τα φαγιά δεν ήτουνε! Θα 'φαε λιγότερο εκεί λέτε; Χα χα χα χα! Να προσέχει κομμάτι, γιατί το μάτι του αντρός της παίζει, νέα είναι ακόμα κι αυτή για! Θυμούμαι μια φορά, που τον έκανε μεγάλο πατιρντί, την είπανε που γλυκοκοίταζε μια ζωντοχήρα της παρέας τους, που μαζευούντουσαν όλες και πίνανε καφέ. Μωρέ, τήνε έκανε πέρα με το γάντι που λένε. Και να σας πω, καλά την έκανε! Ζωηρή αυτή, ζωηρός αυτός, θα είχανε μπλεξίματα κι ήτουνε κρίμας.
Η Βούλα, άλειφε μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μέλι κι ούτε που παρακολουθούσε τη θεία Κούλα. Καμάρωνε το δαχτυλίδι που φορούσε πλέον φανερά και το μυαλό της ήταν στην αυριανή μέρα, που θα συναντούσε τον αγαπημένο της. Τα παιδιά, αφού έφαγαν γρήγορα, είχαν πάει στο δωμάτιό τους κι έδειχναν τα παιχνίδια στο ξαδερφάκι τους.

- Καλά φάγαμε, ας πιούμε τώρα και το καφεδάκι μας μ' ένα τσιγάρο! Ας τελειώσει με την ησυχία της η Βουλίτσα, πάμε στο σαλόνι εμείς. 
- Μπρε κορίτσια μου, κομματάκι αδύνατο με φαίνεται το παιδί για! Δεν τρώει καλά, ή μπα κι είναι ερωτευμένο; Στον καιρό της είναι!
- Όχι καλέ θεία, δεν έχει τέτοια η Βούλα! Σαν κοπέλα, απλά προσέχει, μη γίνει και σαν τη Μουράτογλου και κατεβάζουμε τις κουρτίνες να την ράψουμε φούστα! Κι άντε μετά να βρούμε γαμπρό, κατάλαβες;
Κατάλαβε η Κούλα. Όσο κι αν προσπάθησε η Ζαφείρα, δεν κατάφερε να κρύψει την ταραχή της. 

- Βαλτή είναι κι αυτή; Να την ακούσει η ανιψιά σου, να 'χουμε άλλα! Δεν πρέπει να καταλάβει τίποτα, πόσο θα μείκει εδώ, τρεις τέσσερις μέρες. Διε, θα πας τώρα στο σπίτι σου με το μικρό να σε κάνει το ποδαρικό και μετά πάλι έρχεσαι, αμά μη χασομερίσεις πολύ. Άιντε Χαρικλάκι, θα μαζέψω πρώτα και θα βάλω το πουλί γιομιστό στο φούρνο, έχουμε κι από τα χτες ένα σωρό φαγιά, όλα καλά!









Κουγιουμτζής - Χρυσοχόος / Κουγιουμτζίδικο - Χρυσοχοείο - Κοσμηματοπωλείο

Χρέγια - Χρέη

Αλισβερίσι - Δοσοληψίες, το πάρε - δώσε

Γιαβουκλού - Αρραβωνιαστικιά 

Μπαταχτσής - Κακοπληρωτής

Μονιάσανε (την - τον) - Περικύκλωσαν - Πέσανε από κοντά

9 σχόλια:

  1. ΑΧ τι με έκαμες!!!! θα χάσω την εκκλησια για!
    Τρέχω τώρα και άμα τελέψει θα το διαβάσω απ την αρχή να το χαρώ...και κανόνισε να μας αφικεις αμανάτι τον
    μπαταχτσή!!!

    για την αφιερώσει σε ευχαριστώ Μαίρη μου με συγκίνησες...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μια ανάγνωση δεν αρκεί!
    Θέλω ησυχία για επανάληψη..
    Χαρώ σε! (που έλεγε η γιαγιά μου..)

    Ενας κόσμος γυναικείος ξεδιπλώνεται και μας μαγεύει!
    Μαίρη μου καλά να είσαι που μας στέλνεις σε μια εποχή ..σε συνήθειες και σιροπιαστές δίπλες.. γλυκές.. και δίπλες πονηράδας και καπατσοσύνης!

    Καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μια ανάγνωση δεν αρκεί! <<< ΜΑ ΤΙ ΣΟΥ ΛΕΩ, εγω το εκανα βιβλίο. Ολα τα επεισόδια ενα αρχείο στον ηλεκτρονικό μου αναγνώστη και τα διαβάζω ξανά-μανά και όσα μου λείψαν στην αρχή. Θέλει τρόπο!

      Διαγραφή
    2. Αν και δε γνωρίζω τον κύριο ηλεκτρονικό αναγνώστη, σ' ευχαριστώ πολύ πολύ για τα καλά σου λόγια και όχι μόνο!

      Να 'σαι πάντα καλά Μαιρούλα!

      Διαγραφή
  3. Έλενα! Εσύ τι έκαμες; Πριν την εκκλησία δεν τα διαβάζουμε αυτά καλέ!
    Mην έχω και την αμαρτία δηλαδή, όχι τίποτα άλλο...χαχαχα!

    Μεγάλο είναι όπως στο έταξα (δεν έχεις παράπονο)και δικαίως στο αφιέρωσα, δικό σου είναι!
    Νέα ανάρτηση, μετά από κάνα μήνα τώρα...χαχαχαχαχαχαχα

    Φιλάκια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. A! τέτοια μη μου λες!!!άκου σε κανένα μηνα!!!!

      και γιατί αμαρτία παρακαλώ;ΧΑ!ΧΑ! ένα χάιδεμα το έκανα...τσα!!! για να πω ευχαριστώ στην αγάπη σου
      ...τώρα το διάβασα και το απόλαυσα...και ένα μηνα ξέρε το δεν περιμένουμε!!!!

      Διαγραφή
    2. Καλά ντε, μη βαράς! Θα βάλω μπρος το συντομότερο, πολύ αγρίεψες εσύ!
      Χαχαχαχαχαχαχαχαχα!!!

      Μου άρεσε το χάιδεμα που λες κι ένα τσα! χιχιχιχιχι

      Κι εγώ σ' ευχαριστώ για τη δική σου αγάπη, Ελενάκι!

      Καλή Κυριακή να έχεις κοπέλα μου, φιλάκια!

      Διαγραφή
  4. Αντιγονάκι μου, ας όψεται το Ελενάκι που ήθελε υπέρδιπλο σεντόνι κοπέλα μου! Της είπαν φαίνεται ότι δε χαλάω χατίρια...χαχαχαχαχαχα!

    Αιώνιες Γυναίκες καλή μου οι επιδέξιες στα τυλίγματα γενικά. Από δίπλες και σαρμαδάκια μέχρι άντρες!

    Όμορφη μέρα να ΄χεις, σε φιλώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή