- Που πάτε καλέ μ' αυτόνε τον καιρό, παλαβώσατε κι οι δυο σας; Γκούχου γκούχου σε πήε όλη νύχτα μπρε Άννα, μέσα να μείκεις στα ζεστά!
- Καλά είμαι, τι κάνεις έτσι βρε μαμά; Έβηξα λιγάκι και τι έγινε; Πάμε με την Ευθυμία να δούμε εκείνη τη μπλούζα και τη ζακέτα...
- Τι λιγάκι έβηξες μπρε παιδάκι μου, στον ύπνο μου μέσα σ' άκουγα! Για το λιγάκι σ' έφερα η ώρα δύο της νυχτός γάλα ζεστό με το μέλι να σε μαλακώσει τα λαιμά σου κομμάτι; Σήμερα σας ήρτε να πάτε για ψούνια, που 'χει όξω χιονιά; Χτες τόσο κρύο δεν είχε ούτε το πρωί που εβγήκαμε για την εκκλησία! Μέσα να μείκετε σε λέω! Ο νουνός σου θα έρτει αύριο μεθαύριο με είπε ο μπαμπάς σου και ξέχασα να σε το πω. Αμά, μυαλό μ' αφήκατε; Δε μ' αφήκατε για!
Μπρε Ευθυμίααααα! Πες την κι εσύ καμιά κουβέντα, θα πλευριτωθείτε κι οι δυο σε λέω! Διέτε χάλι, στην πόρτα πήε κιόλας, μπα και χάσει τις δρόμοι!
- Μαμά! Θα περάσουμε από το μπαμπά μας μετά, να τον κάνουμε έκπληξη! Μαζί θα γυρίσουμε!
- Καλά, τι άλλο να σας πω πια δεν ξεύρω! Τα γάντια σας μη βγάλετε και τα σκουφιά σας, ναι; Όρνιθα θα βάλω να βράζει, άμετε στο καλό!
Τις σταύρωσε και τις έβγαλε ως την πόρτα στεναχωρημένη. Ο παγωμένος αέρας πέρασε τις χοντρές κάλτσες και τις μάλλινες παντόφλες της κι ένιωσε να παγώνει όλο της το κορμί. Έπλυνε τα χέρια της κι έπιασε να καθαρίζει την παχιά κότα, για να βρει η οικογένεια ζεστό και θρεπτικό φαγάκι το βράδυ.
- Αχ! Πάγωσαν τα τζιέρια μου σήμερα, καλά λένε που το κρύο το αρπάζεις απέ τα πόδια, κατευθείαν στην κοιλιά με χτύπησε. Να ψήσω κι ένα τσαγάκι με κομματάκι κονιάκ, να ζεσταθεί το μέσα μου... Στο μπαμπά τους λέει θα πάνε μετά...χα χα χα, ποιος ξέρει πόσοι παράδες τόνε τραβήξανε για τα ψούνια!
Άναψε φωτίτσα σ' ένα τάσι βαθύ και καψάλισε καλά το κοτόπουλο. Το σήκωσε ψηλά, ακριβώς κάτω από το φως, για να δει καλύτερα το δέρμα του, μη τυχόν της ξέφυγε καμιά τριχούλα. Αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν πεντακάθαρο, ετοίμασε και τα λαχανικά κι έβαλε στη φωτιά το μεγάλο τέντζερη.
- Το τσαγερό, κομματάκι γυάλισμα θέλει... Όπου να 'ναι θα πιάσουμε και τα τριψίματα, Χριστούγεννα έρχουνται κι όλα πρέπει ν' αστράφτουνε...
Κουκουλωμένες οι δυο αδερφές, με κατακόκκινα μάγουλα και μύτη από το κρύο, έφτασαν στο μεγάλο δρόμο με τα μαγαζιά. Όσο η Ευθυμία θα κοιτούσε τα ρούχα, η Άννα θα πήγαινε να συναντήσει τον Ανδρέα στην πλατεία, που ήταν κοντά. Το ραντεβού τους ήταν έξω από την κοντινή εκκλησία κι από κει θα πήγαιναν μαζί στο μαγαζί που είχε αυτά που ήθελαν και μετά στου πατέρα τους. Πρόθυμη η Ευθυμία να βοηθήσει την αδερφή της στο πρώτο ερωτικό της σκίρτημα, συμφωνούσε σε όλα κι έκανε ό,τι της έλεγε εκείνη.
- Σε είκοσι λεπτά με είπες, εντάξει! Αμά, μ' αυτό τον ψόφο στο δρόμο θα μείνετε βρε Άννα; Πες τον που ΄σαι λίγο άρρωστη απ΄τα χθες!
- Πως είμαι;
- Κούκλα είσαι! Είμαι πολύ περίεργη, τι να θέλει να σε πει, έχουνε και τη γνωριμία με τους γονείς μας...
- Κι εγώ δεν ξέρω, αμά θα σε τα πω όλα! Πάω τώρα κι όπως είπαμε!
Ο Ανδρέας χάζευε τις πευκοβελόνες που έπεφταν η μία μετά την άλλη στα πόδια του κι ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Όμορφη κοπέλα η Άννα, πολύ καλή η οικογένειά της, όπως ακριβώς τα άκουγε από τη μητέρα του, έτσι ήταν. Η δουλειά του πατέρα της καλή, μπόλικοι παράδες έμπαιναν κάθε μέρα στο σπίτι, καλοπροικισμένες οι κόρες, ποιος άντρας δε θα έβλεπε στο πρόσωπό της την τέλεια σύζυγο; Άντρας έμπειρος που θα είχε χορτάσει τις πληρωμένες αγκαλιές και θα 'θελε μια γυναίκα ωραία, πρόσχαρη και νοικοκυρά, για να στήσουν το δικό τους σπιτικό, εκτός κι αν...
- Καλησπέρα!
Η Άννα εμφανίστηκε τη στιγμή που μια υποψία ενοχής πέρασε από το μυαλό του. Στα χέρια της κρατούσε το πλεκτό καπελάκι και τα γάντια της κι έτρεμε ολόκληρη. Το κρύο, η αγωνία, το χτυποκάρδι, κάτι απ' αυτά ή όλα την έκαναν να σπαρταράει έτσι;
- Άννα! Ήρθες επιτέλους! Δε φαντάζεσαι πόσο ευτυχισμένο μ' έκανες!
Περπάτησαν λίγο στην έρημη πλατεία, ενώ τα δέντρα λύγιζαν από τον δυνατό αέρα που λυσσομανούσε και δεν υπήρχε άλλη ψυχή πουθενά.
Από την άνοιξη μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, έσφυζε από ζωηρές, χαρούμενες παιδικές φωνούλες και μικροπωλητές με τα καλούδια τους. Η έρημη και παγωμένη εικόνα, δε θύμιζε σε τίποτα το μικρό, παιδικό παράδεισο. Ο Ανδρέας, φαινόταν να ξέρει τα κατατόπια καλά, αλλιώς πως της έδωσε ραντεβού εκεί, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα;
Η Άννα περπατούσε με το κεφάλι σκυμμένο, χωρίς να μιλάει. Ήθελε τόσα να τον ρωτήσει, όμως ντρεπόταν πολύ. Τη σιωπή, έσπασε εκείνος.
- Άννα, ξέρεις, δεν ήταν η πρώτη φορά που σε είδα χθες, στην εκκλησία...
Η κοπέλα ξαφνιάστηκε!
- Δεν... Που με είχες δει ξανά; Δυο τρεις μέρες είπες πως είσαι εδώ και δεν βγήκα και πολύ έξω...
- Στο παράθυρό σου σε είδα κι έχω χάσει τον ύπνο μου από εκείνη τη στιγμή! Ο Θεός Έρωτας όμως, με βοήθησε πολύ...
Τώρα η Άννα έγινε πιο κόκκινη κι απ' το παλτό της! Έρωτας;
- Πρέπει να φύγω, με περιμένει η Ευθυμία να πάμε στα μαγαζιά, ίσα που προλαβαίνουμε... Μετά θα πάμε στο μπαμπά μας, στο μαγαζί.
- Αύριο εδώ, την ίδια ώρα! Θα σε περιμένω Άννα και θα σε σκέφτομαι!
Η Ευθυμία είχε αρχίσει ν΄ανησυχεί, όταν είδε την αδερφή της να φτάνει τρέχοντας, αναμαλλιασμένη.
- Τι έγινε βρε Άννα; Άργησες και φοβήθηκα, πως είσαι έτσι, με το σκουφί στο χέρι και τα μαλλιά σαν της τρελής; Τι σ' έκανε;
- Τίποτα δε μ' έκανε, μη πονηρεύεσαι άδικα! Το είχα βγάλει, για να φαίνομαι πιο ωραία με τα μαλλιά ελεύθερα. Θα σε τα πω, πάμε στο μαγαζί πριν κατεβάσει τα κεπέγκια* κι ίσαμε να φτάσουμε στο μπαμπά τα λέμε!
Η ζαλάδα που ένιωσε κι ο βήχας που χειροτέρεψε, ανησύχησαν τον πατέρα της. Άγγιξε το μέτωπό της και φώναξε στην Ευθυμία που είχε ήδη βγει στο δρόμο, να φέρει και τη θεία της στο σπίτι. Κάτι μέσα του, του έλεγε ότι το βράδυ θα ήταν πολύ δύσκολο για τη θυγατέρα του...
- Έτσι που λες Τασούλα μου, της Αριστέας ο ανιψιός! Με είπε ο Λεωνίδας, που θα πάει λέει απέ το μαγαζί να διεί σκέδια για την πόρτα, σάπια είναι τα κάγκελα για! Νοικοκυρεμένη γυναίκα η σχωρεμένη, αμά δε χολόσκαζε για τέτοια πια και να σε πω, καλά έκαμε! Σε λέει, ας τα φκιάξει αυτός που θα με κληρονομήσει, τα χάλια με την υγειά μου με κόφτουνε! Έμεικε κι αυτή μονάχη της νέα κοπέλα η καημένη, ίσαμε να βγάλει τα νυφικά εντύθηκε στα μαύρα η έρμη... Αχ και τι να πεις... Βασανισμένη γυναίκα, χαροκαμένη απέ κοπέλα να 'ναι...
Έξι μηνώ έγκυος ητανάνε που τον έχασε τον άντρα της, αμά έτσι που μαδιούτανε ολάκερη, την ήρτανε κι οι πόνοι... Γέννα κανονική έκαμε και βγήκε τ' αγοράκι της σαν το κλαράκι, που να ζήσει πριν τις εφτά μήνες για; Μήτε δυο ώρες δεν έζησε και καλά που η μαμή εφώναξε τον παπά να το βαφτίσει...
- Η καημένη η Αριστέα... Να είχε το παιδί τουλάχιστον, μια παρηγοριά θα 'τανε για κείνηνα... Τυχερός ο ανιψιός τελικά μπρε Γιωργίτσα, ε; Τον ήρτε η κληρονομιά απέ την άλλη άκρη, χωρίς να ιδρώσει για τίποτες! Δε θυμούμαι να ήρτε να διεί τη θειά του τόσα χρόνια, κάτι δε θα έλεγε η σχωρεμένη; Η μαμά του ήξευρα που 'ναι ανήμπορη κάμποσο καιρό πριν πεθάνει η Αριστέα, τη θυμούμαι με τη μπαστούνα, αμά ο γιος; Μήτε στην κηδεία της ητανάνε, η μαμά του είπε που έλειπε, κομματάκι περίεργο δεν είναι για;
- Πως, βέβαια, τα λέγαμε και με τον άντρα μου χτες το απόγεμα που έφυε ο Αντρέας. Και να σε πω και κάτι, που μ' έκανε μεγάλη περιέργεια, είπε μια στιγμή που είχε διεί τα πράματα σκεπασμένα που τα 'χαμε, όταν ήρθε με την...
- Την ποια;
- Την αξαδέρφη του είπε, αμά σάμπως και κόμπιαζε στην αρχή. Δεν επρόλαβα να τόνε αρωτήξω για ποια αξαδέρφη λέει, γιατί με καιγόντουσανε τα μήλα...
- Ώχου κι εσύ και τα μήλα σου! Απάνου στο ζουμί της κουβέντας βρήκανε να σε καούνε;
- Τα πρόλαβα μπρε! Πολύ ωραία γενήκανε, στάσου να σε δώκω ένα, ζεσταμένα τα 'χω, πολλά εψήσαμε χτες και περσέψανε τρία τέσσερα!
Μήνυσα και τη Φρόσω, να στείλει τη γυναίκα που την καθαρίζει στο σπίτι, τη Ροδίτσα για, τήνε ξεύρεις, να το συνεφέρει κομμάτι, ξαραχνιάσματα μπόλικα έχει να κάμει! Τον είπα, να σταθώ κι εγώ να τήνε λέω πως και τι. Τη μια κάμαρη τήνε κουτσοβόλεψε είπε, αμ πως θα έμεισκε και θα κοιμούτανε για; Έκαμε κομμάτι και τις άλλες, είπε...
- Λες να βρήκε και παράδες μέσα; Λίρες χρυσές την είχανε δώκει προίκα, δεν επρόλαβε η μαύρη να τις χαλάσει...
- Τι να σε πω...μάλλον θα βρήκε, γι' αυτό ήρτε σαν τον κλέφτη με την αξαδέρφη που είπε. Εμείς πάντως, που πέθανε και μετά, λεπτό δε μείκαμε μονάχες μας Τασούλα! Ητανάνε κει η κουνιάδα της, που έμεισκε κοντά της ένα μήνα σχεδόν και τήνε έκλεισε τα μάτια. Σ' αυτήνα είπαμε να βοηθήσουμε στα σκεπάσματα, την είπαμε καλή ανάπαψη να ΄χει και φύγαμε... Πάω μια μέσα, να διω την Άννα, πιε κι άλλο τσαγάκι μπρε, φάε και το μήλο σου!
Η Ευθυμία έβαλε άλλη μια κομπρέσα με ξίδι στο μέτωπο της Άννας αναστενάζοντας απογοητευμένη.
- Πως είσαι παιδάκι μου, έχεις ακόμα τόση θέρμη; Να καταπιείς κομματάκι μπορείς;
- Καίει ακόμα μαμά, μια κοιμάται και μια ξυπνάει κι όλο για τη μπλούζα με λέει...
- Τι σε λέει για τη μπλούζα καλέ; Που ητανάνε η αιτία να κρεβατωθεί;
- Όχι... Μετάνιωσε με είπε που τήνε πήρε καφετιά και θέλει τη σικλαμέν και να πάω αύριο να την αλλάξω...
- Δεν είμαστε καλά! Μπρε σεις, τι κακό πια μ' αυτήνε τη μπλούζα πάνε κι έλα μες στα κρύα; Τώρα δεν τήνε αρέσει; Άμα τη διεί αύριο θα τήνε θέλει έτσι! Πάω να σε φέρω κομματάκι σουπίτσα ακόμα, να φας πρέπει Αννούλα μου για πιεις το σορόπι.
Όταν ξημέρωσε, το χιόνι έπεφτε πυκνό και είχε σκεπάσει τα πάντα. Η Γεωργία θα πήγαινε στης Φρόσως να πάρει τη Ροδίτσα για της Αριστέας το σπίτι.
Δυο μέρες εντατικής δουλειάς και θα ήταν έτοιμο. Ο Ανδρέας θα πήγαινε στο μαγαζί, να κανονίσουν με το Λεωνίδα για τις σιδεριές και την πόρτα.
- Άννα, καλύτερα είσαι σήμερα, καλά είπε ο μπαμπάς μας που θα ρίξει χιόνι πολύ, κοίτα έξω πως πέφτει!
- Ο Ανδρέας...
- Τι ο Ανδρέας; Θαρρείς που θα πάει να σε περιμένει το απόγευμα; Η μαμά με είπε που θα είναι στο σπίτι του να κοιτάζει τη γυναίκα κι αυτός θα πάει στου μπαμπά για τα σίδερα, να μην είναι και μέσα στα πόδια τους. Δε θα τον πούνε που είσαι άρρωστη;
Με δυσκολία περπατούσε γλιστρώντας ο Λεωνίδας στον παγωμένο δρόμο για τις καθημερινές, εκτός δουλειάς υποχρεώσεις του. Στην αποθήκη του μαγαζιού, στοιβαγμένα κάμποσα σακιά κάρβουνο, που είχε μαζέψει λίγα λίγα για τη βασική χειμωνιάτικη ανάγκη των φτωχών. Μια σκεπή πάνω απ' τα κεφάλια τους, το μαγκαλάκι αναμμένο να ζεσταίνει την κάμαρα και το καθημερινό τους φαγάκι, έκαναν τη φτώχεια πιο υποφερτή. Το γάλα και το ψωμί ήταν ήδη στις πόρτες τους, όταν έφτασαν οι υπάλληλοι στο μαγαζί, τυλιγμένοι με τα κασκόλ που άφηναν έξω μόνο τα μάτια τους.
- Καλημέρα λεβέντες μου! Πιέτε ένα ζεστό τσαγάκι να συνέρθετε, ίσαμε μισό μέτρο θα φτάσει το χιόνι έτσι που πάει! Γιάννη, έλα δω μια να σε πω κατιτίς που θέλω! Διε, σ' έχω μια αγγαρεία για τώρα το πρωί, αμά κουβέντα σε κανένανε δε θα πεις, ναι;
- Φυσικά κυρ Λεωνίδα, παιδιά είμαστε για;
- Στην αποθήκη τη δεξιά, έχω κάτι κάρβουνα χωρισμένα στα σακιά. Θα τα πας ένα ένα όπου σε πω, τα παραγγείλανε οι αθρώποι αμά που να βγούνε όξω μ' αυτό το χιόνι, αμαρτία είναι να παγώσουνε για! Θα τα αφήκεις στην πόρτα, μια θα χτυπήσεις και θα φύγεις, μη περιμένεις, ναι;
- Αφεντικό, σάμπως και δε με τα λες καλά! Τι είσαι συ, καρβουνιάρικο έχεις και σε τα παραγγείλανε; Με λες και να τα πάω, να χτυπήσω μια και να φύω σαν τον κλέφτη! Να μη πω στις αθρώποι μια καλημέρα, πως είστε, σας έφερα τα κάρβουνα που θέλετε, να με πούνε το ορίστε κι αυτοί;
- Σους μπρε Γιάννη! Για να σε λέω που τα παραγγείλανε οι αθρώποι, έτσι είναι! Παράδες δεν είχανε να τα πλερώσουνε και τον είπα τον τσιφούτη τον καρβουνιάρη, πάρτα και θα τα χρωστούνε σε μένανε, νοικοκυραίοι αθρώποι είναι! Άρρωστοι, γερόντια, μωρά παιδιά, κόκαλο να μείκουνε απέ το κρύο; Ξέρω τι σε λέω, κανονισμένα τα 'χω όλα, όποτε ευκολιθούνε θα με τα δώκουνε! Να, κράτα κι αυτά, να πάρεις μια ζεστή μπουγάτσα που σε αρέσει για τον κόπο σου!
- Και γιατί να χτυπήσω μια και να φύω, να ξεύρουνε οι αθρώποι τι γένεται δεν πρέπει; Και να με λες που 'ναι και μυστικό, τα κάρβουνα μυστικό είναι για;
- Γιάννη, μη με σκάζεις πρωί πρωί και δε μποράω τη σύχυση, αυτό που σε είπα θα κάμεις και κουβέντα άλλη μη με λες! Α!
Απασχόλησε τους άλλους ο Λεωνίδας για να μη βλέπουν κι ο Γιάννης φορτώθηκε ένα ένα τα σακιά μουρμουρίζοντας...
- Μπρε μ' αυτόνε τον άθρωπο, τι να πω δεν ξεύρω! Πάνε λέει εδώ κι εκεί, αμά και να ΄ξερα μπάρεμ* τι με τρέχει στις μαχαλάδες με τα χιόνια και το κάρβουνο...
'Αιντε τώρα να διω πως θα τσουλήσει τούτο δα! Να τα σκεπάσω με είπε μη και νοτίσουνε, μπρε τι με βρήκε πρωινιάτικα!
Πέντε σακιά σεργιάνι στα παγωμένα σοκάκια, με το Γιάννη να γλιστράει κάθε λίγο και να γκρινιάζει, έφτασαν επιτέλους στον προορισμό τους. Κουκουλωμένα σαν τα μωρά, μη στάξει και βραχούν, τα άφηνε στις πόρτες, χτυπούσε μια φορά και κρυβόταν, να δει τι γίνεται.
- Τι γένεται δω μπρε... Φτωχόσπιτα, αθρώποι κακομοίρηδες, άμα πάρει έστω κι ένα παρά ο μαστρο - Λεωνίδας, να με τρυπήσει τη μύτη!
Στο δεύτερο χαμόσπιτο, χτυπώντας και φεύγοντας βιαστικά, γλίστρησε ακριβώς απ' έξω. Μέχρι να σηκωθεί, βγήκε στην πόρτα ένας άνθρωπος μαυριδερός, με βαθιά χαραγμένες ρυτίδες στο πρόσωπο. Τον βοήθησε να τινάξει από πάνω του το χιόνι και τον ρώτησε τι είχε μέσα το σακί.
- Τα κάρβουνα έχει!
Γούρλωσε τα μάτια του ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος και τον κοίταξε σα χαμένος.
- Κάρβουνα; Τι με λες άθρωπέ μου, με τον πόνο μου παίζεις; Αν είχα ν' ανάψω το μαγκάλι, να ζεσταθεί η φαμίλια μου, πασάς θα ήμουνα!
- Τώρα πασάς γένηκες! Άλλο λόγο μη μ' αρωτάς να σε πω, θα με βάλει τις φωνές ο αφεντικός μου!
- Ποιος είναι ο αφεντικός σου; Γιατί δε με λες, στάσου άθρωπε, πες με!
Ο Γιάννης είχε απομακρυνθεί, αν κι έσκαγε να μάθει τι ακριβώς γινόταν.
Το τελευταίο σπίτι, είχε στην αυλίτσα ένα μεγάλο παλιό βαρέλι κι ο περίεργος Γιάννης κρύφτηκε πίσω του, να δει ποιος θα βγει. Μια γιαγιούλα μαντιλοδεμένη, άνοιξε το σακί και μόλις είδε τι είχε μέσα, έπεσε στα γόνατα και δόξαζε το Θεό. Μια απότομη κίνηση στο δυνατό φτάρνισμα έκανε ο Γιάννης και το βαρέλι κουνήθηκε. Η γιαγιά έβαλε τις φωνές, πιστεύοντας ότι έγινε θαύμα και σε ελάχιστα λεπτά άρχισαν να φτάνουν προς τα κει παιδάκια που είχαν βγει στο δρόμο για να φτιάξουν χιονάνθρωπο. Ο Γιάννης πέρασε ανάμεσά τους τρέχοντας κι αυτά με τις χιονόμπαλες στο χέρι τον πήραν το κατόπι...
- Έλα καλέ κυρία Ανθούλα, σοβαρά μιλάς;
- Αμ, τι, ψέμματα σε λέω νομίζεις; Κατάλαβε ο άντρας μου τι γενούτανε βέβαια και κάτι πήε να τον πει το Λεωνίδα, αμά εκείνος τον λέει, σους, λέξη δε θέλω να με πεις και να το ξεχάσεις. Πτωχοί αθρώποι, μήτε για να ζεσταθούνε δεν έχουνε, αμαρτία είναι!
Άμα έφτασε στο μαγαζί, να 'σου και πήε σε λίγο κι ο αδικιωρισμένος ο δάσκαλος, που κακό χρόνο να 'χει ο παλιάθρωπος...
Άξια και γρήγορη στις δουλειές η Ροδίτσα, ξεπέταξε σε μια μέρα και τις τρεις κάμαρες και τις έκανε ν΄αστράψουν. Η Γιωργίτσα, αφού είδε ότι προχωρούσε η λάτρα, πετάχτηκε στο σπίτι να νοιαστεί την Άννα και το φαγάκι της ημέρας.
- Μπρε, δίκιο είχε η Φροσούλα, σίφουνας είναι αυτή η γυναίκα, ζωή και χρόνια να 'χει! Για πότε σκαρφάλωσε κι έκαμε τα ταβάνια, τα ντουβάρια γύρω γύρω, τις πόρτες, τα παραθύρια, τούμπα εγύρισε το μιντέρι*, όλα τα σάρωσε! Τις κουρτίνες εκατέβασε κι άμα φκιάξει κομμάτι ο καιρός θα τις πλύνει, αμά ήξευρε που είχε τις άλλες η σχωρεμένη και τις έβγαλε. Δυο νερά θα τις περάσει με τη στάχτη να φύγουνε οι κιτρινίλες και θα τις κρεμάσει παστρικιές και σιδερωμένες. Μέχρι και τις τσεβρέδες της Αριστέας έβγαλε να τις ετοιμάσει κι αυτοί και να τις στρώσει! Αύριο με το καλό θα τρίψει κομματάκι τα μπακίρια είπε και θα κάμει την κουζίνα.
Να φκιάξω τα γιοβαρλάκια και να τήνε φέρω να φάει ένα πιάτο, να βάλει κάτι μέσα της. Με τη βούκα το ψωμοτύρι στο στόμα πολέμαγε, την λέω κάτσε μπρε χριστιανή μου να φας αθρωπινά, όχι με λέει, όσο περνούνε οι ώρες θα σφίξει πιότερο το κρύο!
Μισή χουφτίτσα ρυζάκι έριχνε στα γιουβαρλάκια, για να μη σκάσουν στο βράσιμο και να μένουν αφράτα και στρογγυλά. Η Ευθυμία είχε ετοιμάσει το κρεμμύδι, το μαϊντανό, το δυόσμο και βοήθησε τη μητέρα της στο πλάσιμο. Σε είκοσι λεπτά, έπεσαν στον τέντζερη με το ζεστό, αλατισμένο νερό κι ένα μεγάλο κομμάτι βούτυρο.
Κοπάνησε μισή κούπα ρύζι να σπάσει και το έριξε κι αυτό.
- Ευθυμία, σφίξε το μεγάλο λεμόνι και χτύπα δυο αυγουλάκια σε λιγάκι. Πάω να τρίψω την αδερφή σου κομμάτι κι έρχουμαι!
Τρεις μεγάλες σακούλες με τα τεντζερέδια της Αριστέας, πήρε η γυναίκα στο σπίτι να τα γυαλίσει κι επέστρεψε για να πάρει και τα ασπρόρουχα. Σεντόνια, παπλώματα και πετσέτες, είχε φέρει ο Ανδρέας. Καλοσιδερωμένα, λεβαντιασμένα, όλα από χέρι νοικοκυρεμένο.
- Καλέ κυρά Γιωργία, διε τα τι καλά που είναι όλα! Με την τσάκιση είναι για! Η μαμά του τόνε τα ετοίμασε λες;
- Τι να σε πω μπρε Ροδίτσα μου, δεν ξεύρω... Η μαμά του ίσια που στέκεται, για να κάμει τέτοια αποκλείεται. Καμιά γυναίκα σαν κι εσένα νοικοκερά θα έχουνε να τους κοιτάζει και τόνε τα ετοίμασε τα ρούχα του τον δάσκαλο!
- Μοναχογιός είναι κυρά Γιωργίτσα μου;
- Ναι, είδε κι έπαθε η μαμά του, δεν έπιανε παιδί. Τι μαντζούνια ήπιε, τι θεραπείες έκαμε, πήε στο γιατρό πια και την είπε που η μήτρα της ητανάνε κομματάκι αψηλά και γι' αυτό δε μπόραγε να πιάσει παιδί. Την έκαμε μια εγχείρηση και στα δυο χρόνια έμεικε έγκυος. Αμά, άλλο παιδί που να 'καμε, με τα τούτα και τα κείνα τα χρόνια είχανε περάσει για! Έλειπε κι όλη την ώρα ο άντρας της με τον έμπορα και γυρίζανε, καταλαβαίνεις...
- Πάλι καλά να λες που έκαμε ένα τέτοιο παλικάρι! Όμορφος άντρας και καλός με φαίνεται, θα 'ναι η τυχερή όποια θα τόνε κουκουλώσει...
- Μακάρι Ροδίτσα μου να καλοπέσει κι αυτός κι όλα τα παιδιά του κόσμου...
- Και τα κορίτσια σου, χρυσές τύχες να 'χουνε, άμα είναι καλοί αθρώποι, δώστε τις κι ας είναι και μικρές!
- Ε! Όχι κι από τώρα, με τα βιβλία παλεύουνε κι οι δυο ακόμα. Να μεγαλώσουνε κομμάτι, να πήξει και το μυαλό τους που λένε κι έχει ο Θεός...
Κεπέγκια - Ρολά
Μπάρεμ - Τουλάχιστον
Μιντέρι - μπαουλοντίβανο - καναπεδάκι
Με τα βιβλία παλευουνε....αμά τα μυαλά τους στο έρωτα τά χουνε...Μαιρούλα μου...αχ!!!! αυτά τα νιάτα!!!! άμυαλα ντέ;;χι..χι.. σε λέω να διείς που θα βρούνε μπελαδες!!! χι..χι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαλεύουνε με τα βιβλία, κεραυνοβολήθηκε όμως η μεγάλη κι έπεσε στον έρωτά του, από πίσω κι η μικρή να κρατάει το φανάρι...χαχαχαχαχα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΡουλάκι μου, καλά τα λες τζιέρι μου, μπελάδες και ρεζιλίκια, άστα βράστα!
Που να το φανταστεί η οικογένεια που έπιναν νερό στ' όνομά του;
Καλό ξημέρωμα και καλή εβδομάδα Σμαραγδένια μου, φιλιά!
Τι κρύβει Μαιρούλα μου ο λεβέντης μας? Σε καλούς ανθρώπους έπεσε και θα τους κάνει και κόλπα??
ΑπάντησηΔιαγραφήπεριμένω να μάθω νεότερα.
φιλιά
Κρύβει το χειρότερο Μαράκι μου ο λεβέντης!
ΔιαγραφήΔυστυχώς τα περισσότερα άσχημα στους καλούς ανθρώπους συμβαίνουν...
Φιλάκια γοητευτική γιαγιά!!!
Διάβασα το μισό(εχω πολυ λίγο χρόνο να δια θέτω για μένα) ισως το βράδυ το υπόλοιπο... Μου αρέσει πολύ κάτι που γράφεις....Μπήκα για μία Καλημέρα από την καρδιά μου και να σ' ευχαριστήσω για την επιλογή
ΑπάντησηΔιαγραφήτου μπλόκ μου..... Τα πρωινά φιλάκια μου....
Από την βιάση μου εγραψα: μου αρέσει πολύ κατι, το σωστό ΟΤΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήEφούλα μου, εγώ σ' ευχαριστώ για την ομορφιά της ψυχούλας σου που με γαληνεύει! Η καλημέρα από την καρδιά σου αξίζει πολλά βραβεία!
ΔιαγραφήΕύχομαι οι ασχολίες σου να είναι ευχάριστες γλυκιά μου!
Καλό απόγευμα, πολλή αγάπη και φιλάκια σου στέλνω!