.

.
.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Εσείς χλωμιάσατε!





Η Ροδίτσα έφερε στην κάμαρα το χοντρό πάπλωμα, που είχε απλώσει στην αυλή για να το δει λίγο ο ήλιος.
Είχε ξημερώσει ένα φωτεινό Σαββατιάτικο πρωινό και παρά το τσουχτερό κρύο οι δειλές αχτίδες είχαν κάνει επιτέλους την εμφάνισή τους κι όλες οι νοικοκυρές έβγαλαν στα περβάζια τα παπλώματα και τις κουβέρτες τους.
Ήταν η μέρα που πήγαινε στου Ανδρέα για την εβδομαδιαία καθαριότητα. Τίναξε τα χαλιά, σκούπισε, σφουγγάρισε, ξεσκόνισε, καθάρισε καλά τα τζάμια και τα κουφώματα κι έτριψε ξανά μπακίρια κι ασημικά για ν' αστράφτουν. Τα ρούχα του τα έπλενε και τα σιδέρωνε στο σπίτι της κι έβγαζε παραπάνω παράδες.

Αφού τελείωσε τις δουλειές μέσα στο σπίτι, βγήκε στην αυλή να σκουπίσει και να καθαρίσει τα λουλούδια από τα ξεραμένα φύλλα. 

- Καλημέρα σας, χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα! 

Η γλυκιά φωνή, την έκανε να γυρίσει απότομα. Μια νέα γυναίκα καλοντυμένη, με μια βαλίτσα στο χέρι, την κοιτούσε χαμογελαστή.
- Καλημέρα κοπέλα μου! Καλά Χριστούγεννα! Θέλετε κάτι;

- Τον κύριο Ανδρέα, μέσα είναι;
- Όχι, τα Σάββατα που έρχουμαι και τον κάμω το σπίτι συνήθως λείπει. Ε, να μην παγώσει κιόλας μες στα ρεύματα ο χριστιανός! 

- Μήπως ξέρετε πότε θα γυρίσει ή που μπορώ να τον βρω;
- Μμμμ... Τι να σε πω κοκόνα μου, κατά το μεσημεράκι θα έρτει σίγουρα. Εκτός κι άμα φάει στα πεθερικά του, οπότε κατά η ώρα τρεις πια θα είναι εδώ! 
Η γυναίκα εμβρόντητη, άφησε τη βαλίτσα να πέσει από το γαντοφορεμένο χέρι της.

- Που είπατε θα φάει; 
- Στα πεθερικά του... Αμά, τι πάθατε καλέ κυρία; Εσείς χλωμιάσατε! Μπείτε μέσα να καθίσετε κομμάτι, χάμου θα πέσετε για! 

Η Μέλπω γύριζε φορτωμένη από το φούρνο και το μανάβη, με ψωμί, αλεύρι και ζαρζαβατικά. Θα έβραζε χορτόσουπα με λάδι, πελτέ ντομάτας, καρότα, σέλινο, κρεμμύδι, λάχανο και πατάτες και θα έψηνε την επόμενη μέρα πιτούλες στο μαντέμι.
Ανακάτευε αλεύρι με νερό και λίγο αλατάκι, έφτιαχνε μια ζύμη όχι πολύ σφιχτή, έπλαθε μικρές πίτες και τις έψηνε. Τις τελευταίες τρεις μέρες της Σαρακοστής που ήταν άλαδες για να μεταλάβει, έπινε τσάι κι έτρωγε τα πιτάκια με ελιές το βράδυ. Το μυαλό της ταξίδευε κοντά στον άντρα και τους τρεις γιους της, που θαλασσοδέρνονταν κοντά πέντε μήνες. Τα αγόρια της, ακολούθησαν τη δουλειά του πατέρα στα ταξίδια, μαγεμένα από τις ιστορίες που τους διηγόταν ο καπετάνιος.


Μεγάλους καβγάδες είχε στήσει με τη φαμίλια της, τέσσερις άντρες και να μην έχει κανένα κοντά της. Όσο καιρό έλειπε ο άντρας της, είχε τα παιδιά στο σπίτι και παρηγοριόταν, η τύχη όμως τα 'φερε έτσι ώστε να μένει μόνη της και να καρδιοχτυπάει κάθε στιγμή. Τι κι αν της έφερναν του κόσμου τα λούσα και τα καλά, προτιμούσε να είχε λιγότερα και τους άντρες της κοντά της. 

Περνώντας έξω από το σπίτι της Αριστέας, άκουσε να τη φωνάζει η Ροδίτσα ανήσυχα. Γυρίζοντας, την είδε στην πόρτα φανερά αναστατωμένη.
- Ροδίτσα μου; Καλημέρα τζιέρι μου, τι έπαθες;

- Άστα κυρά Μέλπω μου, τι να σε λέω... Ταμπλάς θα μ' έρτει σήμερα, που κακός χρόνος να τον εύρη τον αδικιωρισμένο!
- Ποιον καλέ Ροδίτσα, τι με λες και δεν καταλαβαίνω; Για τον άντρα σου, ε; Και γιατί μιλάς έτσι δα σιγανά; 

- Ποιος άντρας μου, δε σε λέω για τον άντρα μου, αμά για τον άντρα της αλληνής που 'ναι μέσα!
Η Μέλπω άφησε κάτω τα διχτάκια με τα ψώνια απορημένη.

- Ποια είναι μέσα μπρε Ροδίτσα, τι με λες;
- Η γυναίκα του δάσκαλου! 


Η Γιωργίτσα καθόταν στην κουζίνα της αδερφής της κι έπινε καφέ. Στο τραπέζι δυο πιατέλες με φοινίκια και κουραμπιέδες, στολισμένα με κουκουνάρια, που της είχε πάει όπως κάθε χρόνο. Χριστούγεννα και Πάσχα αντάλλαζαν τα γλυκά τους. 
- Μεγάλη χαρά μ' έδωκες που ήρτες μπρε αδερφή, μούτρα εγώ δεν έχω να σας διω... Αν πεις και για το γαμπρό σου, δε μιλιέται με τα καμώματα της κόρης του της προκομμένης... Τι μας βρήκε Χριστούλη μου...
- Σώπα καλέ, τι λόγια είναι αυτά που με λες χρονιάρες μέρες που είναι; Για στάσου μπρε Τασούλα μου, επειδής δηλαδή είναι τα παιδιά μας στην τρέλα τους απάνου, θα σκοτωθούμε αναμεταξύ μας; Μορφονιός ο Αντρέας, κορίτσια στον καιρό τους αυτά, τι να κάμουμε τώρα για; Έτσι δα θα μείκουμε, η μια απέ δω κι η άλλη απέ κει; Κι άμα θυμώσανε οι δικιές μου, να πιούνε ξίδι, έχω μπόλικο στο ντουλάπι! Η Αφρούλα τι κάμει, πες με! 
- Αχ! Στην κάμαρά της θα μείκει για να μάθει! Τέτοιο πράμα που έκαμε Γιωργίτσα μου, ακόμα ο νους μου δεν το βάνει! Μαύρη τήνε έκαμα, έφαγε τόσο ξύλο για όλη της τη ζωή! Την έκαμα και το φουστάνι που την έραβα χίλια κομμάτια, έτσι για να μάθει!
- Την χρειαζούτανε ένα καλό μάθημα την κόρη σου, δε λέω... Όχι για τίποτις άλλο, αμά για να μη την βγει τ' όνομα που ρίχνεται στις άντριδοι... Χτες ο Αντρέας ητανάνε, αύριο μπορεί να τη γυαλίσει κάνας άλλος, να ξεύρει να κρατεί τη θέση της για! Τώρα ό,τι γένηκε γένηκε, πήρε το μάθημά της, μας τη ζήτηξε και τη δικιά μας ο δάσκαλος κι όλα καλά. Να έρτετε τα Χριστούγεννα με το καλό και να λήξει το ζήτημα για, κανένας δε θα πει τίποτις γι' αυτά... Κι εσύ, βάλε να ψήσεις να μυρίσει το σπίτι μέρες που είναι, άιντε, πάγαινέ την και στον πνεματικό να ξομολογηθεί και να μεταλάβει... Φώτιση να έχουνε τα παιδιά μας Τασούλα μου, αυτό να λέμε! 
- Δεν ξεύρω τι να σε πω αδερφή... Κομμάτι δύσκολο είναι, ντρεπούμαστε και τον άθρωπο... 


Έτριβε μηχανικά η Γιωργίτσα την πορσελάνινη τσαγιέρα με αλάτι, για να φύγουν οι λεκέδες που άφηνε το βαρύ μαύρο τσάι. Οι σκέψεις δεν την άφηναν στιγμή να ησυχάσει, μονολογούσε κι αναστέναζε συνεχώς. 
- Παναγία μου, βάλε το χέρι σου, βαριά είναι η καρδιά μου... Κακιά αρχή εκάμαμε και φοβούμαι πολύ... Το χρέος μου το έκαμα, πήα στην αδερφή μου, αμά έπεσε κακό μεγάλο στην οικογένεια... Κατά βάθος, άμα έρτει η ανιψιά μου, που δεν το βλέπω, πιο χειρότερα θα γένουνε τα πράματα... Μαύρη ώρα ητανάνε που τους εκάλεσα όλους στο σπίτι, ποιος τα περίμενε τέτοια πράματα... 



- Γιωργία, μέσα είσαι; 
- Μέλπω! Έλα τζιέρι μου, πέρνα μέσα να σε ψήσω καφεδάκο! Σ' έχω και τα γλυκάκια σου να σε τα δώκω. Τι έχεις καλέ, σάμπως κι είσαι άρρωστη;

- Γιωργίτσα μου, κάτσε σε παρακαλώ, να σε μιλήσω θέλω για κάτι πολύ σοβαρό...
- Τι γένηκε μπρε Μέλπω και με λες να κάτσω κιόλας; 
- Για το γαμπρό σου θέλω να σε μιλήσω και δεν ξεύρω πως να σε το πω...
- Ποιο γαμπρό μου με λες, της Τασούλας μας έπαθε τίποτις ο άντρας; 
- Για το γαμπρό της κόρης σου, το δάσκαλο λέω. Μπρε Γιωργίτσα μου, κάτσε κάτου να σε χαρώ.
- Τι έκαμε ο γαμπρός μας μπρε Μέλπω; Πες με για!
- Είναι...είναι παντρεμένος! 

Ο Ανδρέας με την Άννα περπατούσαν αργά και χάζευαν τις στολισμένες βιτρίνες. Η Ροδίτσα λογικά θα είχε τελειώσει και θα έβρισκε το σπίτι του πεντακάθαρο και ζεστό. Ανήμερα τα Χριστούγεννα θα έπρεπε να της περάσει ένα δαχτυλίδι, όπως το καλούσε η μέρα και η επίσημη κουβέντα που έκανε με τους δικούς της. Πριν όμως, θα έπρεπε να της μιλήσει, να την προετοιμάσει. Κάθισαν σ' ένα ζεστό ζαχαροπλαστείο για τσάι και κουρκουμπίνια που της άρεσαν.
- Αννούλα μου, έγιναν όλα πολύ γρήγορα και δεν πρόλαβα να σου πω κάτι που θέλω...

- Τι να μου πεις;
- Ξέρεις, πριν λίγα χρόνια είχα παντρευτεί αλλά χωρίσαμε με τη γυναίκα μου...
Η Άννα εμβρόντητη τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό.
- Ναι, ξέρω, έπρεπε να στο είχα πει απ' την αρχή αλλά ποτέ δεν είναι αργά, έτσι δε λένε; Δυστυχώς δεν ταιριάξαμε κι εκείνη έφυγε από το σπίτι, έμεινα μόνος με τη μητέρα μου. Μετάνιωσε όμως κι άρχισε να έρχεται και να μου χτυπάει την πόρτα κι έτσι αναγκάστηκα να φύγω και να έρθω εδώ για να βρω την ησυχία μου. Γνώρισα εσένα και σ' αγάπησα πολύ, έτσι ήταν το τυχερό που θα έλεγε κι η μητέρα σου! Αυτές τις μέρες σου είχα πει ότι θα τις περνούσα στο πατρικό μου, όμως η μητέρα μου όταν μου έγραψε ότι εκείνη πηγαίνει και την πιέζει συνέχεια για να τα ξαναβρούμε, αποφάσισα να μη πάω για να μη τη συναντήσω...
- Ανδρέα τι μου λες τώρα; Πως μου έκρυψες τέτοιο πράγμα; Στους γονείς μου πως θα το πούμε, μου λες; Είπες ότι χωρίσατε, διαζύγιο πήρατε;
- Τον άλλο μήνα θα το έχω, έτσι μου έγραψε ο δικηγόρος! 
- Δηλαδή είσαι ακόμα παντρεμένος!
- Όχι παντρεμένος, εν διαστάσει... 

Ο Λεωνίδας μοίρασε τα καλάθια με τα καλούδια στους υπαλλήλους του και τους ευχήθηκε. Πήγε ο Γιάννης στο σπίτι φορτωμένος με τα φαγώσιμα και τα παιχνίδια για τα παιδιά. Στο χέρι της Ανθούλας έβαλε τους παραπανίσιους παράδες.
- Αυτά με τα 'δωκε για να ψουνίσουμε τα χρειαζούμενα για τα παιδιά. Παπούτσια τον είπα που θέλουνε και κάνα παλτουδάκι!
- Να είναι καλά ο άθρωπος Γιάννη μου, ο Θεός να τον δίνει πάντα τα καλά του κόσμου και την υγειά του! Θα ψήσω πίτα με το πορτοκάλι να τον πας!
- Τι πίτα μπρε γυναίκα με λες, αυτούνοι νηστεύουνε για, τίποτις δεν τρώνε τώρα το τρίμερο για να μεταλάβουνε! Τον είπα εγώ, μπρε άθρωπε, ανάμιση μήνα νηστεία κάμεις, μια μέρα λάδι να μη φας και πάνε μετάλαβε, τίποτις αυτός! Απέ η ώρα πέντε που πιάνει η λειτουργία κει πέρα θα 'ναι!
- Πω πω πω! Πως μπορούνε για; Διε καλέ τι έβαλε! Τι κρέας ωραίο είναι τούτο; Αμά τα τυριά, ίσια με τρία κιλά είναι! Διε τα λουκάνικα, τα σουτζούκια, διε πράματα, μια βδομάδα θα τρώμε! Αχού και τα γλυκά! Και τα κρασιά απέ τα ακριβά είναι για!
- Ε, ναι! Σκέψου μπρε Άνθω, άμα έβαλε σε μας τόσα, πόσα ακόμα θα έστειλε στις πτωχοί του! Καλά έκαμα κι εγώ και τον είπα για τα παιδιά! 





8 σχόλια:

  1. Ανυπομονω να ερθει η μερα που θα χω λιγο χρονο να εκτυπωσω τις ιστοριες σου και να κατσω διπλα στο τζακι. Δεν στελνει και σε μας ενα τετοιο καλαθι ο Λεωνιδας;χαχα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τζάκι και ιστορίες...τέλειο!!!

      Έλα μου ντε! Μια καλαθούνα φορτωμένη, χώρια το κρέας! Καλά που θα ήτανεεεεεε! Χα χα χα!

      Καλό μεσημέρι κουκλίτσα μου, φιλάκια πολλά!

      Διαγραφή
  2. Εικόνες ζωντανές! Να περπατάς πίσω από το ζευγάρι να κρυφακούς....
    Και εκείνος ο καφεδάκος!!! Μοσχοβόλησε!!!!

    Αμά σε λέω είναι βιβλίο γελάς για!

    Φιλιά πολλά!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αντιγονάκι μου και στην Πόλη και στην Αίγινα περπατάμε πίσω τους και κρυφακούμε αγάπη μου!
      Βαρύ γλυκό τον έπιναν όλες τους τον καφεδάκο, με καϊμάκι παχύ!

      Ότι είναι ΣΑΝ βιβλίο συμφωνώ, με το άλλο που με λέτε γελάω για!

      Φιλάκια αγαπημένη μου, καλό Σαββατοκύριακο!

      Διαγραφή
  3. μου φαίνεται θα αρχίσω να σε πιλατεύω κι εσένα σαν την άλλη,τη σκορδόπιστη,την από πάνω μου...
    Με τσαντίζει που τα διαβάζω σε δόσεις...!!!!
    Καλό και εορταστικό μήνα κοριτσάρα μου...-:))
    (σαν να χει δίκιο η από πάνω μου...μοσχοβόλησε ο καφεδάκος...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πιλάτευες τη σκορδόπιστη την από πάνω; Καλά της έκανες!

      Μη μου τσαντίζεσαι γλυκούλα μου, άσε να μαζευτούν τα... επεισόδια και τα διαβάζεις μαζεμένα βρε!

      Ανθούλα: Άμα ψήνεις τον καφέ την έλεα την κόρη μου μικρή που ητανάνε, πρόσεχε μη σε γένεται σα νεροζούμι μαύρο.
      Σιγανή φωτίτσα κι ανακάτεμα μια φορά θα κάμεις, άμα διείς που πάει να φουσκώσει απέ τις άκριες, τράβα το μπρίκι αμέσως για να μείκει παχύ το καϊμάκι του και να 'ναι μερακλίδικος!

      Καλό μήνα αγάπη μου, πασπαλισμένο με χρυσόσκονη ελπίδας και χαράς!

      Φιλάκια στα ροζ σου μαγουλάκια!

      Διαγραφή
  4. Καλησπέρα και καλό μήνα...
    Μπορεί να μην σου γράφω, να ξέρεις όμως σε διαβάζω πολύ συχνά και μου αρέσουν πολύ αυτά που γράφεις!
    Να είσαι καλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλώς τη μου!
      Σ' ευχαριστώ πολύ βασίλισσα των μανιταριών!
      Κι εγώ σε διαβάζω καλή μου και τρελαίνομαι με τις εικόνες και τις γεύσεις σου!

      Καλό μήνα με υγεία, φιλιά!

      Διαγραφή