.

.
.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Η γκαρνταρόμπα της Κλειώς


Δυο ζωηρά και τετράπαχα παιδιά με ροδοκόκκινα μάγουλα μεγάλωνε η Ανθούλα. Ο Γιάννης δούλευε διπλοβάρδιες και τη μισή μέρα που εργαζόταν κι η γυναίκα του τα κρατούσαν η γιαγιά με τις θείες. 
Η μεγάλη της κουνιάδα τρωγόταν επειδή δεν έκανε παιδί, ενώ η νύφη της πέρασε ξανά την πόρτα του χειρουργείου... 
- Διε πράματα καλέ μαμά με την κουνέλα! Θα μείκει καμιά ώρα και θα βάλουνε τον αδερφό μου στα σίδερα! Του κόσμου τα παιδιά έχει χαλάσει για! 
- Στεναχωριέμαι μπρε Πηνελόπη μου, αμά τι να πω κι εγώ... Πολύ εύκολα πιάνει η αλήθεια, αμά κι αυτός ο αδερφός σου να προσέχει κομμάτι, αμάν πια... 
- Μμμμμμ... Άλλη δουλειά δεν ξεύρουνε να κάμουνε; Άιντε, πάω να ετοιμάσω το μικρό τη φρουτόκρεμα, τη Σοφούλα τα έκοψα και τα έφαε ούλα το γιαβρί μου! 

Το μεγάλο ρόδι καθαρίστηκε κι οι ζουμεροί σπόροι του μπήκαν στο τουλπάνι. Η Πηνελόπη το έστιψε καλά, με όλη της τη δύναμη κι ο χυμός του έπεσε πορφυρός στο μεγάλο μπολ, πάνω απ' τα άλλα λιωμένα φρούτα. Συμπλήρωσε και τρεις μεγάλες κουταλιές ρυζάλευρο κι ο Αλέκος το καταβρόχθισε σε ελάχιστα λεπτά. Σε μια ώρα είχε σειρά το μελάτο αυγό.
Η Σοφούλα έπινε το χυμό του ροδιού σε ποτήρι το απόγευμα. Το πρωί της άρεσε να τρώει τα φρούτα ολόκληρα, μετά την πορτοκαλάδα.
- Κείνο το γάλα! Πηχτό και μοσκοβολούσε άμα το βράζαμε! Την πέτσα του παίρναμε με το κουτάλι και βάναμε μελάκι απέ πάνου και την ετρώγανε! Κατά η ώρα έντεκα τα φρούτα και μετά αυτό. Πρωί-πρωί εξυπνούσανε, να τα πάω στης πεθεράς μου μόλις πίνανε το γαλατάκι, ετρώγανε και δυο φέτες ψωμί με βούτυρο. Εκεί μετά, αμέσως την πορτοκαλαδίτσα επίνανε, τα φρούτα τους, μπισκότα, μαλεμπί... Το μεσημέρι πια που τέλειωνα, τα μάζωχνα σπίτι. Ίσια με να βάλω το φαΐ, ησυχία δεν είχανε! Άμα έμεισκα παραπάνω στη δουλειά, ετρώγανε στη γιαγιά. Η αλήθεια πολύ τα προσέχανε, δε μπορώ να πω σ' αυτό... 

Οι δυσκολίες άρχισαν πάλι να ζορίζουν το ζευγάρι. Το αφεντικό του Γιάννη αρρώστησε κι αποσύρθηκε, οι γιοί του που ανέλαβαν απέλυσαν πολλούς κι έβαλαν στη θέση τους κάποιους φίλους τους, έτσι έμεινε χωρίς δουλειά. Νύχτα μέρα γύριζε και χτυπούσε πόρτες, έκανε πού και πού κάνα μεροκάματο αλλά που να φτάσουν οι παράδες... Άρχισαν να στερούνται το φαγητό για να ταΐσουν τα καλομαθημένα και λιχούδικα παιδιά τους που ήθελαν κρέας δυο φορές τη μέρα... 
- Πόσα βράδια κοιμήθηκα νηστικιά, με ξερό τσάι μόνο... Απέ τα παιδιά όμως, τίποτις δεν έλειψε! Μας έφερνε ο πεθερός μου και κοτούλα και καμιά οκά κρέας πού και πού, μπιζελάκια, φρούτα, μπισκότα, ό,τι μπορούσε ο καημένος... Με το Γιάννη, ψήναμε ένα τέντζερη φακές και τρώγαμε δυο μέρες να πούμε, τα μικρά όμως φακές ξερές θα τα δίναμε; Άσε που δεν τα τρώγανε τα όσπρια, θέλανε φαγιά καλά. Είχαμε πρόβλημα και με τη νοικοκυρά που τη χρωστάγαμε πολλά μηνιάτικα κι η ριμάδα με είπε που θα μας έβγαζε στοις δρόμοι άμα δεν τη τα δώκουμεΑυτή ητανάνε πολύ κακιά γυναίκα, μοναχιά της έμεισκε απάνου απέ μας, παιδιά σκυλιά δεν είχε κι ούλα την ενοχλούσανε! Με τη γειτονιά μάλωνε, μια το ένα την έφταιγε και μια το άλλο. Εμάς στην αρχή μας έκαμνε χαρές και τέτοια, έδωκε και μια φορά απέ ένα σοκολατάκι στα παιδιά, που είχαμε ανέβει να τη δώκουμε το μηνιάτικο. Μετά που την είπαμε να κάμει κομμάτι υπομονή κι άμα μαζωχτήκανε κάμποσα που τη χρωστάγαμε, αρχίνισε να τα βάνει και με τα παιδιά ακόμα. Χώρια που άπλωνα τα ρούχα στο μπαχτσέ και με πέταγε νερά! Μια γένηκε, δυο γένηκε, την τρίτη πια να κι επιαστήκανε στον καβγά με το Γιάννη! Τήνε παραμόνεψε κι άμα είδε που έριξε τη λεκάνη με τα απόνερα, γένηκε της τρελής κι ακουστήκανε σ' ούλο το μαχαλά! 
- Στο σπίτι μου είμαι κι ό,τι θέλω κάμω! Εσύ μη μιλάς που με χρωστάτε του κόσμου τα μηνιάτικα! Άμα σε ξινίζει, δρόμο απέ δω!
Πότε η Μέλπω, πότε η Γιωργίτσα, βοηθούσαν όσο μπορούσαν, κρυφά από τις αδερφές της πάντα. Ο Γιάννης άρχισε να τη σπρώχνει στη Σουλτάνα με τρόπο, μήπως και της πάρει πάλι κάμποσους παράδες. Πού να ήξερε ότι η κουνιάδα του ήταν άγρια θάλασσα πάλι...
- Στο δρόμο την είχε διει η νοικοκυρά και τήνε έπιασε και τη μίλησε για τα μηνιάτικα. Τι δουλειά είχε να κάμει τέτοιο πράμα, με λες; Γένηκε η αδερφή μου... Τι να σε λέω!
- Απ' αυτά περιμένω κι εγώ να ζήσω κυρία Σουλτάνα μου, πτωχή γυναίκα είμαι! Παπούτσια ήθελα να έρτω να πάρω απέ το μαγαζί σας κι ακόμα πού; Μη με παρεξηγάς, αμά με το ζητάνε τόσοι νοικαραίοι που θα με τα δίνουνε στην ώρα τους. Έκαμα υπομονή τόσοι μήνες, πόσο θα πάει για; Και πού θα βρούνε τόσοι παράδες μαζωμένοι, με λες; Κρίμας και για την αδερφή σου είναι, χαρά Θεού κοπέλα και να πεινάει κοντά του; Ντύνεται και στολίζεται ο γαμπρός σου λες κι είναι κάνας παραλής, δεν κοιτάει τα χάλια τους! Μια βδομάδα ακόμα να περιμένω να πάρω έστω κάτι, αλλιώς θα τοις βγάλω και να με συχωράς κοκόνα μου... 

Ευτυχώς που η Θεόσταλτη Μέλπω βοήθησε και βγήκαν προσωρινά από το αδιέξοδο. Πλήρωσαν τα τρία ενοίκια και κάπως ηρέμησε η ιδιοκτήτρια. Η Σουλτάνα ειδοποίησε την αδερφή της να πάει σπίτι που τη θέλει κι η Ανθούλα πήγε ανύποπτη... 
- Το τι γένηκε κείνη τη μέρα! Απέ τα μαλλιά μ' έπιασε και με φώναζε να πάρω τα παιδιά και να παγαίνουμε κει να τρώμε, γιατί θα ψοφήσω απέ την πείνα! 
- Εσύ και τα ανίψια μου στο κεφάλι μου κι ακόμα πιο απάνου, αμά να τόνε ταΐζουμε τον άντρα σου όχι, μη κάμει όρεξη! Σαν το γαμπρό που μπαίνει και βγαίνει μπρε, ποιος θα τόνε πάρει στα σοβαρά που ψάχνει για δουλειά, με λες; Χώρια που με έστειλε και χαιρετίσματα με την αδερφή μας την Αθηνά, πρώτη φορά γένηκε αυτό! Τα καλά και συμφέροντα είναι, σάμπως κι εγώ δεν καταλαβαίνω; 
- Ε... Κακό πράμα είναι που σ' έστειλε χαιρετίσματα; 




Την κατάσταση έσωσε η Γιωργίτσα που μίλησε στον άντρα της. Ο Λεωνίδας πήρε στη δουλειά το Γιάννη, πάνω που τα χρωστούμενα ενοίκια είχαν φέρει πάλι λόγια και φασαρίες. Εξοφλήθηκαν χάρη στην καλοσύνη του χρυσού αυτού ανθρώπου, που έδωσε αρκετούς παράδες προκαταβολικά για να μη μείνουν στο δρόμο. Η Ανθούλα δεν έμαθε ότι η Σουλτάνα τον βρήκε με το μασουράκι της στο χέρι και τον όρκισε να μη πει τίποτα. Τα παραπανίσια λεφτά ήταν καλοπληρωμένα από τις υπερωρίες που έκανε ο Γιάννης... 
- Μετά απέ πολύ καιρό το είπε η Σουλτάνα το Γιάννη αυτό το πράμα, επειδής είχανε μαλώσει πάλι. Καλοί παράδες τον έδινε ο Λεωνίδας, αμά στην αρχή τα είχε κανονίσει εκείνη, καλή της ώρα! Πάντα με αγαπούσε πολύ κι εμένανε και τα παιδιά, καλής καρδιάς είναι! Με στάθηκε όλα τα χρόνια, στα παιδιά ψούνιζε, δώρα καλά έκαμνε και σε μένανε... Και τη νουνά του Αλέκου να πούμε, τη Σταματούλα, αυτή με τη σύστησε, ξεύρεις τι καλή που είναι; Ξαδέρφη της Κλειώς του Αποστολόπουλου, μεγάλο όνομα στην Πόλη! Τι γυναίκα είναι, να διεις πως ντύνεται και πως σε μιλάει! Αρχόντισσα σωστή! Φιληνάδες ητανάνε απέ το μαγαζί, πολύ πλούσια και ωραία γυναίκα, δυο γιοί έχει που είναι γιατροί στη Σουηδία... 

Με τη γούνα της και τα βαριά χρυσαφικά η Κλειώ, προβάριζε παπούτσια στου Γιώργου. Όποτε έμπαινε στο μαγαζί, σκίζονταν οι υπάλληλοι να την εξυπηρετήσουν, γιατί πάντα τους άφηνε παραπάνω παράδες. Κάθε σεζόν αγόραζε γόβες σε διάφορα χρώματα για να ταιριάζουν με τα ρούχα της. Ήταν πολύ κοσμική κυρία και δε μπορούσε να εμφανίζεται με τα ίδια σε κάθε εκδήλωση. Η οικογένειά της δεν ήταν πλούσια, αλλά κατάφερε να κάνει ένα πολύ καλό γάμο μ' ένα μεγαλέμπορο χάρη στη μόρφωση και την ευγένεια που τη διέκρινε ανέκαθεν. Γυναίκα να τη χαζεύεις, κυριολεκτικά. 
- Άμα έβγαινε, ούλος ο κόσμος τήνε κοίταε και τήνε θαύμαζε! Επερπάταγε μ' έναν αέρα, στητή σαν τη λαμπάδα! Τήνε ράβανε οι καλύτερες μοδίστρες, έτοιμο πράμα δεν ψούνιζε ποτές. Και ξεύρεις πόσα ρούχα με είχε δώκει; Επηγαίναμε καμιά φορά με τη Σουλτάνα στο σπίτι της και πάντα έφευγα με πράματα απέ κει. Αμά τέτοιο σπίτι, τι να σε πω! Μεγάλη χαρά έκαμα σαν με έλεγε η αδερφή μου που θα πάμε βίζιτα την Κλειώ! 


Δίπατο σπίτι με το χρώμα του χρυσού να κυριαρχεί παντού. Στις βαριές κουρτίνες, στα έπιπλα, στα κεντήματα, στους πολυελαίους. 
Απλή και καταδεχτική η Κλειώ τις καλοδεχόταν στη μεγάλη σάλα. Στο τραπέζι όλα τα καλά περίμεναν να συνοδεύσουν το μυρωδάτο τσάι και την κουβεντούλα τους. Βουτήματα, γλυκά, κουλουράκια, πιτάκια, σοκολάτες, όλα φρέσκα και λαχταριστά, στρωμένα με τάξη στις ασημένιες πιατέλες. Το χειμώνα έστρωνε το μικρό τραπέζι μπροστά στο μαρμάρινο τζάκι και το τσάι συμπλήρωνε πάντα ένα ποτήρι καλό κονιάκ και ξηροί καρποί. 
- Είχε ένα δωμάτιο μεγάλο, γκαρνταρόμπα που λένε, με ούλα της τα ρούχα και τα παπούτσια μέσα εκεί. Στοις τοίχοι καθρέφτες μεγάλοι, άμα έβανες ένα ρούχο το έβλεπες και μπρος και πίσω πώς σε πάει. Απάνου τα ράφια με τα καπέλα, απέ κάτου οι τσάντες, μετά τα παπούτσια, στο πλάι τα μαντήλια και τα γάντια κι απέ την άλλη τα ρούχα, τα παλτά, οι γούνες... Άλλη γυναίκα δεν έχω διει στη ζωή μου που να 'χει τόσα λούσα! Αν πεις απέ μαλαματικά, άλλο πράμα! Μαργαριτάρια, διαμαντικά, με τη φορεσιά της έβανε κι ασορτί μενταγιόν, δαχτυλίδια και σκουλαρίκια! Με είχε χαρίσει παλτό, πουκάμισα μεταξωτά, μπλούζες, ταγιεράκια ωραία, ρόμπες βελούδινες, πολλά πράματα! Αυτά ούτε στον ύπνο μου δε θα τα ψούνιζα ποτές, ακριβά πολύ ητανάνε! Άμα παγαίναμε κάπου τις καλές μέρες και ντυνούμουνα με ζουλεύανε όλες, καλά καλά με κοιτάζανε!

Καμάρωνε ο Γιάννης που πίστευαν ότι ξόδευε πολλούς παράδες για τη γυναίκα του. Είχε οικονομήσει κι αυτός κάμποσα ρούχα από τον άντρα της Κλειώς που του τα στένεψε λίγο η μάνα του, γιατί ήταν ανέκαθεν πολύ λεπτός κι έβγαιναν ντυμένοι κι οι δυο σαν πλούσιοι. Είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση, ήταν κι ομορφάντρας, του άρεσε και λίγο να το παίζει παραλής σε όσους δεν τον ήξεραν κι είχε αέρα ανθρώπου που ζούσε με όλες τις ανέσεις.
Αυτή ήταν η αιτία που άρχισαν να τον καλοκοιτάζουν πολλές γυναίκες, που έψαχναν κάποιον εύπορο άντρα για να κάνει τα κέφια τους. 
- Όπου παγαίναμε, τα μάτια τους απάνου του τα είχανε! Μια εμένανε κοιτάζανε και δυο εκείνονα! Τις έβλεπα εγώ βέβαια, αμά πιο πολύ αυτόνε κοιτούσα για να διω μπα και κάμει κάνα νόημα! Είναι όμως μερικές... άστα να πάνε, μήτε γυναίκα, μήτε τίποτις δε λογαριάζουνε

Έτσι μπήκε το νέο βάσανο στη ζωή τους, που άκουγε στο όνομα Ρόζα. 





10 σχόλια:

  1. Ξεμυαλίστρα...να σου κλέψω εικόνες ήρθα και κόλλησα να διαβάζω...Και όχι τίποτα άλλο,καινούρια ιστορία αρχινάς κι άντε να περιμένουμε τα συμβάντα...
    Φιλιά κοπελάρα μου,πάω να στολίσω το Salon De Beaute' σου...
    ( μην αργήσεις τη συνέχεια ε...?? )

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μμμμμμμ... κοίτα ποια μιλάει και με λέει ξεμυαλίστρα που δεν την προλαβαίνω την πολυτάλαντη! :-)

      Κλέψε κορίτσι μου εσύ και μη σε νοιάζει!
      Δεν αργώ αγάπη μου!

      Φιλάκια πολλά!!!

      Διαγραφή
  2. Χι..χι.. τελικα ουτε ο Γιάννης θα βαλει μυαλό αλλά ουτε και η Ανθώ....τετοιος μαζοχισμός όμως; ή ... ειμαστε τοσο χαζές οι γυναικες;; και οπως το κανω τωρα τελευταια ...δυο ..δυό τις διαβαζω τις συνέχειες μάτια μου... ............βεβαια η απορεία μου ειναι που τις βρίσκεις αυτές τις όμορφες ρομαντικες εικονες...και τις βαζεις... εδώ.... καποτε θα τειωσουν και μενα τα βιατικα μου... και θα εχω περισσότερο χρονο να τα λεμε πιο συχνά...φιλώ σε... Μαιρη μου..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σμαραγδένια μου σιγά μην έβαζε μυαλό, έτσι ήταν ανέκαθεν, του ποδόγυρου!
      Πολύ καλά κάνεις και τα διαβάζεις δυο δυο, πλέξε εσύ και μη σε νοιάζει! Οι εικόνες είναι από φίλες που ξέρουν ότι μου αρέσουν, πολλά χρόνια τις συλλέγω...

      Φιλάκια πολλά σου στέλνω ψυχούλα μου!

      Διαγραφή
  3. Αδιόρθωτος εραστής ο Γιάννης, δεν βάζει μυαλό και συνεχίζει ακάθεκτος.... ετσι κι εσύ Μαίρη ου συνέχισε να δούμε μέχρι που θα φθάσει και επίσης αν ξυπνήσει και η γυναίκα του ..... Καλό σου βράδυ γλαφυρή μου συγγραφέα φιλάκια πολλά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εφούλα μου έτσι ήταν στα νιάτα του, όλο τσαλίμια ο ατιμούλης! Η γυναίκα του δεν πολυέβαζε κακό με το μυαλό της γενικά, ήταν πολύ αφελής σ' αυτά. Πίστευε ό,τι της έλεγε, πως ο κόσμος είναι κακός και τους ζηλεύει...χαχαχαχα!

      Το συγγραφέας είναι υπερβολή αγάπη μου...

      Σου στέλνω την αγάπη μου και πολλά φιλιά!

      Διαγραφή
  4. περιμένω περιμένω να γίνουνε δυο τουλάχιστο...μπα τίποτα!!!!!!!! (σε φάγαν οι βεγγέρες στο spirto κάθε βραδυ!!!!ΧΑ!ΧΑ!)

    ορίστε τώρα να μας φάει η αγωνία...θαααα ....τη Ρόζα η όχι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Aχαχαχαχαχααχαχαχαχαχαχα!!!
      Αμ δεν είναι μόνο το Spirto κοπέλα μου, έχω κι άλλα πέντε! Να 'σαι καλά που μ' έκανες και γέλασα τόσο πολύ!

      Δε θα αγωνιάς για πολύ...χιχιχιχιιιιι!

      Φιλάκιαααααα!!!

      Διαγραφή
    2. ElenaG σας παρακαλώ πολύ...Η κυρία Μαίρη είναι πολυάσχολη...Εκτός από βεγγέρες έχει και ένα Salon De Beaute' να φροντίσει...

      Διαγραφή
    3. Βεβαίως! Τη μέρα στρώνουμε δερματάκι για να είμαστε όμορφες και το βραδάκι φρέσκιες και δροσερές στις βεγγέρες!

      Άντε κι έχω αφήσει μια πομάδα στη μέση... :-)

      Διαγραφή