Τι είναι αυτά που με λέγεις μπρε Σουλτάνα; Η Δέσπω η κουμπάρα σου; Τρέλα μ' έρχεται!
- Ναι Άνθω μου! Συφόρεση κόντεψα να πάθω, είπα που θα μ' έρτει ταμπλάς, το τέλος μου με βρήκε... Με το ζόρι σούρθηκα ως το σπετσέρη* η ζάβαλη... Δεκαοχτώ με ανέβηκε η πίεση και κόκκινο πολύ γένηκε το μούτρο μου, ηρεμιστικό μ' έδωκε! Τίποτις δε λογάριασε, μήτε το λάδι που ήβαλα στο γιο της και τόνε είχα μια ζωή σαν δικό μου παιδί... Άμα έκλαιγε και χτυπιούτανε που δεν έμεισκε έγκυος και μετά που έχανε τα παιδιά, εγώ δεν την έτρεχα στοις γιατροί; Στο κρεβάτι τόσοι μήνες που έμεικε για να το κρατήσει, έφυγα μια μέρα απέ το κεφάλι της; Πίκρες και χαρές μαζί τις περνάγαμε τόσα χρόνια, κοπέλες ήμαστανε και γεράσαμε μαζί! Ζωή ολάκερη, όχι αστεία! Τοις άντριδοί μας σχετικά κοντά τοις χάσαμε, η μια παρηγορούσε την άλλη. Εδώ άμα ήρτανε τοις κράτησα στο σπίτι μου τόσοι μήνες ως να ταχτοποιηθούνε, τα θυμάσαι; Και να με κατηγοράει στο ίδιο της το παιδί, εμένα τη νουνά του; Φοβούμαι πολύ για τα παιδιά, μη και τα πιάσει το κακό της το μάτι... Αλλιώς θα σ' έλεγα εγώ, πέντε παράδες θα την έκαμνα τη ναμκιόρα!
Έκλεισε το τηλέφωνο κι έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό της. Σκέφτηκε λίγο και σχημάτισε τον αριθμό του γιου της.
Η Αγλαΐα η νύφη της, την άκουσε ανήσυχη.
- Έχεις κάτι μαμά; Σάμπως και σ΄ακούω κομμάτι σεκλετισμένη... Καλά είμαστε κι ο Ιάκωβος και τα παιδιά!
- Τίποτες δεν έχω κοκόνα μου, αμά ένα κακό όνειρο είδα και με τρόμαξε, μήτε να σε το πω δε θέλω...
- Καλό κι ευλογημένο μαμά μου, μη στεναχωριέσαι! Δε με λες, την Κυριακή που θα έρτεις, τι τραβάει η όρεξή σου να σε ψήσω;
- Ό,τι θέλεις παιδάκι μου! Όλα σου τα φαγάκια νόστιμα είναι και πολύ τα φχαριστιέμαι! Θα σας κάμω και μια ωραία πίτα που σε αρέσει με το σπανάκι και τυράκι μπόλικο, ναι;
Ακολούθησε τηλεφώνημα στη Δόμνα, την κόρη της.
- Γιατί είσαι τόσο ανήσυχη καλέ μαμά; Καλά, όλοι καλά είμαστε! Παπά να φέρουμε στα σπίτια μας ν' αγιάσει; Γιατί στα καλά καθούμενα, τι σε ήρτε;
- Κακό όνειρο είδα και πολύ φοβήθηκα...
- Καλά, καλά... Έρχομαι σε λίγο σπίτι σου να με πεις... Γιατί σίγουρα κάτι συμβαίνει, δε με γελάς εμένα!
Η Δέσπω έβγαλε το δαχτυλίδι της και το κρέμασε στην εικόνα της Παναγίας. Προσευχόταν πολλή ώρα γονατιστή στη Χάρη της, στην εκκλησία του Ευαγγελισμού, με τα δάκρυα να τρέχουν ασταμάτητα.
- Σχώρα με Βαγγελίστρα μου, νουνά του είναι και τήνε καταριέμαι... Το Σατανά μέσα στο σπίτι μου έμπαζα, δυο πρόσωπα είχε και πού να ήξευρα η δύστυχη... Βοήθα να γλυτώσουμε απέ τα βάσανα που μας βρήκανε... Σε σένανε στηρίζουμαι...
Βγήκε κλαμένη σέρνοντας τα πόδια της με το ζόρι. Ο Τάκης δεν της πολυμιλούσε κι εκείνη υποψιαζόταν ότι μετά τη δουλειά γλεντούσαν με τη νονά τη νίκη τους. Κρατήθηκε με το ζόρι, αν και ήθελε να βρίσει το γιο της και την κουμπάρα της.
- Άτιμη Σουλτάνα! Οχιά διμούτσουνη είσαι! Μήτε να σε ξαναδιώ στα μάτια μου δε θέλω παλιογυναίκα! Θεέ μου σχώρα με, δεν το θέλω αμά με ξεφεύγουνε τα λόγια... Τόσοι παράδες τον έδωκε το παιδί, άμα ανοίξω τον στόμα μου της τρελής θα γένει... Το μαχαίρι στο λαιμό άμα τον βάλει, πού θα τα βρει να τα δώκει μαζωμένα; Γιατί τον έχει στο χέρι εδώ που τα λέμε, κακά τα ψέματα... Κι αυτή τη μαμά του, που να 'χει χίλια χρόνια η γυναίκα, τα μάτια με άνοιξε! Μπα... Δε μποράω να πω κουβέντα, δεμένη είναι η γλώσσα μου... Άμα όμως παραμονέψω και τοις τσακώσω, τότες θα διούνε ούλοι τους! Και πιο πολύ αυτή που τοις κάμνει πλάτες! Τρίχα τρίχα θα τη μαδήσω το μαλλί τη σπιούνα!
Η Μιράντα ένιωθε ικανοποιημένη. Το κόλπο του μαντιλιού στο ακουστικό που άλλαζε εντελώς τη φωνή, απεδείχθη αλάνθαστο!
- Καλά να πάθετε κι οι δυο σας! Πέσατε να με φάτε, ε; Φαγωθείτε τώρα για να μάθετε!
Ο Τάκης δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Του είχε στείλει μηνύματα και δεν απάντησε. Η επίσκεψη στη μητέρα της δεν ήταν ανώδυνη μετά τις αποκαλύψεις, κατάφερε όμως να κλέψει λίγα από τα χαπάκια που της είχε δώσει ο γιατρός για να κοιμάται. Πήγε στο κομμωτήριο και στην αισθητικό της, αρωματίστηκε και πήρε τη μεγάλη απόφαση...
- Εσύ εδώ; Τολμάς να με δεις μετά από όλα αυτά;
- Τα ποια Τάκη μου; Σου έκανα κάτι και δεν το ξέρω; Εγώ πρέπει να σου ζητήσω ευθύνες που έδωσες δικαιώματα κι άφησες τη μάνα σου να πάει στη δική μου κι έγινε χαμός!
- Είσαι ψεύτρα! Δε θέλω ούτε να σε ξέρω! Σε παρακαλώ να φύγεις, τελειώσαμε εμείς οι δύο!
- Πρώτα θα ξεκαθαρίσουμε και μετά θα φύγω! Αν νομίζεις ότι ήρθα να σε παρακαλέσω κάνεις μεγάλο λάθος!
Το τηλέφωνο που χτύπησε ήταν η ευκαιρία που περίμενε για να ρίξει δυο χαπάκια στον καφέ του. Όσο ο Τάκης ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, σηκώθηκε και τον αγκάλιασε κολλώντας το σώμα της πάνω του.
- Πάμε σπίτι να μιλήσουμε πρώτα κι ύστερα φύγε... Δε θέλω να έχεις άσχημες αναμνήσεις από μένα που τόσο σ' αγάπησα... Άσε το αυτοκίνητό σου εδώ, πάμε με το δικό μου.
Χαλαρός εκείνος δεν έφερε αντίρρηση. Ήταν κι αυτό το άρωμα που τον τρέλαινε και τον έκανε να σκέφτεται διάφορα...
Αποκοιμήθηκε στον καναπέ εξαντλημένος. Άυπνος τόσες μέρες και με τη διπλή δόση ηρεμιστικού, βυθίστηκε σ' έναν ύπνο γλυκό βλέποντας όνειρα ερωτικά. Έτσι τουλάχιστον ένιωθε όσο εκείνη εκμεταλλευόταν την αδυναμία του... Συνήλθε μετά από ώρες, έχοντας δίπλα του τη Μιράντα θελκτική, ερωτική, πανέμορφη...
- Η μητέρα μου κρύβει την καταγωγή μας. Όλοι ξέρουν ότι είναι Αθηναία στα μεγάλα σαλόνια, ούτε κι εμείς λέμε τίποτα. Δε θα έλεγε την αλήθεια στη μητέρα σου σε καμία περίπτωση! Η γιαγιά έχει χρόνια που πέθανε κι όσες φορές μιλάει για αυτή δεν αναφέρει για Κωνσταντινούπολη και προσφυγιά... Μα θα είχα λόγο να στο πω αν δε σε είχα ερωτευθεί με την πρώτη ματιά; Ο έρωτας δεν κοιτάζει ούτε χρόνια, ούτε κοινωνική θέση... Έλα, πάρε με στην αγκαλιά σου για τελευταία φορά... Δε θέλω να γίνω η αιτία που θα τα χαλάσεις μαζί της...
Ο Τάκης βρήκε λογική την εξήγησή της. Μεθυσμένος από το δυνατό ποτό και το τρίτο χαπάκι κοιμήθηκε ως το επόμενο πρωί...
- Μαμά είσαι με τα καλά σου; Δε μπορώ να πιστέψω αυτό το πράμα!
- Και είχε ανάγκη η ξένη γυναίκα να με τελεφωνήσει και να με τα πει αυτά; Μήτε που την ξεύρω, μήτε που με ξεύρει! Και δε με λες, άμα δεν ήτουνε αλήθεια όλα αυτά, θα εξαφανιζούτανε η Δέσπω, ε; Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση που λένε, αυτή που μ' έπαιρνε κάθε μέρα και με μιλούσε! Και τώρα με το καζίκι του γιου της ένα παραπάνω!
- Τώρα σ' αυτό έχεις δίκιο... Δεν ξέρω τι να σε πω κι εγώ που ξέκοψε αμέσως έτσι...
- Διες Δομνίτσα μου χάλια... Να φωνάξουμε τον παπά να κάμει αγιασμό στα σπίτια σας και να πούμε στα παιδιά να φορούνε το σταυρό τους συνέχεια. Θυμιάτιζε καλά ούλο το σπίτι μέσα κι όξω, κάψε και κομματάκι φασκόμηλο που διώχνει το κακό... Σκέπτουμαι και πως να τα πω στον αδερφό σου και τη νύφη μας, να προσέχουνε...
- Τίποτις δε θα πεις τον Ιάκωβο, ακούς; Θα μιλήσω με τρόπο την Αγλαΐα να πάρει τα μέτρα της κι άλλο τίποτες! Μαλλιά κουβάρια ούλοι θα γενούμε μαμά, φοβούμαι μη και πιαστούνε οι άντρες στο τέλος...
- Παναγία μου! Αυτό μας έλειπε τώρα! Μπρε κόρη μου, κουράγια δεν έχω να πάω την Κυριακή στο τραπέζωμα και δεν ξεύρω τι να κάμω...
- Θα πας μαμά! Κάλεσαν κι εμάς, θα είναι κι η συμπεθέρα. Και η Μαρίκα ξεύρεις που είναι γυναίκα με κατανόηση. Άμα την πούμε τα καθέκαστα θα ξαλαφρώσεις κομμάτι κι εσύ... Σύχασε τώρα και το κακό πάνω της θα πέσει, έγνοια σου!
Το γεμιστό με ρύζι, τυρί, κρεμμυδάκι, μπόλικο σκόρδο και συκωτάκια αρνάκι έκανε τη θεαματική του εμφάνιση στο Κυριακάτικο τραπέζι. Τυρόπιτα με όλων σχεδόν των ειδών άσπρα και κίτρινα τυριά, πηχτή μπεσαμέλ κι αυγά τυλιγμένη σε ρολό, κόπηκε σε φέτες σκορπίζοντας τη λαχταριστή ευωδιά της. Τα ντολμαδάκια μικρές μπουκίτσες τυλιγμένα επιδέξια χωρίς ίχνος ρυζιού να φαίνεται, άφηναν στο στόμα τη γεύση του καβουρδισμένου κιμά με μπόλικο δυόσμο. Το στιφάδο από τα χέρια της Μαρίκας με το τρυφερό χοιρινό, τα μικρά ολόκληρα κρεμμυδάκια και τα μπαχαρικά σε γενναίες δόσεις με τη σαλτσούλα του, έκανε την ψωμιέρα ν' αδειάσει τρεις φορές. Οι μικρές στρογγυλές πατατούλες, αφού πήραν λίγες βράσεις σε αλατισμένο νερό, τηγανίστηκαν στο φρέσκο βούτυρο και σερβιρίστηκαν με μπόλικο τριμμένο τυρί.
- Γεια στα χέρια σου Αγλαΐα! Και στα δικά σου συμπεθέρα, άφταστες κι οι δυο είσαστε! Δίκιο δεν έχω καλέ μαμά;
- Δίκιο έχεις κι εσύ και όλοι μας! Τέτοια φαγάκια άλλη καμιά δεν τα κάμνει! Χίλια χρόνια να ζήσετε!
- Αμά κι η δικιά σου η σπανακόπιτα, πίσω πάει; Μια νοστιμιά είναι για!
- Αμά κι η δικιά σου η σπανακόπιτα, πίσω πάει; Μια νοστιμιά είναι για!
Ο Ιάκωβος παρατηρούσε με τρόπο τη μητέρα του. Ίσα που άγγιξε το πιάτο της, κάτι είχε σίγουρα...
- Γιατί δεν τρως μάνα, συμβαίνει κάτι; Μήπως δε νιώθεις καλά;
- Καλά είμαι γιόκα μου, τίποτις δεν έχω...
- Μα πρώτη φορά σε βλέπω ανόρεχτη! Και το γέλιο σου σα να βγαίνει με το ζόρι...
- Είναι που δεν εκοιμήθηκα καλά παιδάκι μου... Οι γειτόνοι από πάνω κάμνανε τόση φασαρία ούλη τη νύχτα και δε μ' αφήκανε να κλείσω μάτι...
- Ε! Φάε πρώτα κι ύστερα άντε να ξαπλώσεις μέσα να ξεκουραστείς! Έφτιαξε κι ένα γλυκό η νύφη σου, που δε θα το χορταίνεις!
Οι άντρες κάθισαν στο σαλόνι παρακολουθώντας το ματς στην τηλεόραση. Η Σουλτάνα έκανε νόημα στη Μαρίκα και σε λίγο μισοξαπλωμένες στο κρεβάτι συζητούσαν.
Η Δόμνα βοήθησε τη νύφη της στο συμμάζεμα και σε λίγη ώρα η κρεβατοκάμαρα έγινε γυναικωνίτης.
- Κάτι συμβαίνει και δε σ' ηβλέπω καλά συμπεθέρα μου...
- Και μη με πεις πάλι μαμά πως είδες κακό όνειρο...
- Θα σας τα πω, ούλα θα σας τα πω... Οι άντριδοι μόνο να μη πάρουνε χαμπάρι, δε θέλω...
Η Αγλαΐα έκλεισε με τα χέρια το στόμα της για να μη φωνάξει.
- Τι λες καλέ μαμά;
- Αυτά που ακούτε... Το μυαλό μου θα φύγει, ησυχία δεν έχω απέ κείνη τη μέρα...
Η Μαρίκα σιωπηλή σκεφτόταν. Κάτι μέσα της την εμπόδιζε να πιστέψει όλα όσα άκουγε.
- Δε με λες συμπεθέρα μου... Από το βράδυ που ήφυγε η κουμπάρα σου, άλλο δε μιλήσατε είπες;
- Όχι! Σεκλετισμένες κι οι δυο ημαστάνε με το ζήτημα του Τάκη... Περίμενα τα νέα, με πήρε το πρωί και μιλήσαμε και μετά που έμαθα τα κακά μαντάτα άλλο τίποτις...
- Ναι... Αυτό με φαίνεται πολύ παράξενο... Άμα η Δέσπω ζουλεύει και σε κατηγοράει, παρέα σε κάμνει τόσον καιρό. Μετά το τελεφώνημα που σ' ήκαμε η άγνωστη γυναίκα όμως, γιατί ηξέκοψε κι αυτή; Κάτι δε με κολνάει στην υπόθεση... Εσύ σα να λέμε ηξεύρεις, αμά η κουμπάρα δεν ηξεύρει πως τα ήμαθες, άρα θα ήπρεπε να συνέχιζε τσι επαφές μαζί σου, σαν μη συμβαίνει τίποτες... Έτσι απέ τη μια μέρα στην άλλη και μετά που τα ήμαθες από μια γυναίκα που σ' ηπήρε και στα είπε, χάνεται η Δέσπω;
Οι άλλες τρεις γυναίκες κοιτάχτηκαν με νόημα.
- Σάμπως να ΄χει δίκιο...
- Και σε είπε να μη την ειπείς τίποτες για να μην αγριέψει και κάμει κακό στα παιδιά, ε; Και ποια είναι αυτή η γυναίκα που ήβρε το τελέφωνό σου και σε πήρε τάχα να σ' ηνοίξει τα μάτια; Και πες που εσύ μιλήσεις την κουμπάρα σου κι αυτή τα πει φυσικά το γιο της, δε θα γενούνε άνω κάτω τα δυο παλικάρια στη δουλειά; Κι ο γιος τση δε θα ήπιανε στσι βρισιές τη μάνα του που ανακατώθηκε; Κι ο Τάκης ο,τι τον ηλέγει η μάνα του για τη νουνά του κάθεται και τα μιλάει με το συνάδελφο; Κομμάτι ψεύτικο μ΄ ηφαίνεται ούλο αυτό το πράμα... Μπρε συμπεθέρα μου, μπα κι είναι καμιά γνωστή για συγγένισσά σου αυτή και θέλει να σ΄ ηκάμει ταραχή;
- Μπα! Δεν έχω αλλάξει πικρή λέξη με κανένανε! Ούλος ο κόσμος μ' αγαπάει, γειτόνοι, συγγενείς, φίλοι... Ποιος να θέλει να με κάμει ταραχή, κανένανε δεν έχω πειράξει...
Η Αγλαΐα έδωσε μια λύση κι οι άλλες συμφώνησαν.
- Να την πάρεις εσύ μαμά στο τηλέφωνο σα να μην τρέχει τίποτα! Θα δεις πως θα σε μιλήσει η Δέσπω κι ύστερα βλέπουμε...
Η τηλεόραση στη διαπασών με τους ποδοσφαιρόφιλους άντρες να φωνάζουν, βόλεψε πολύ. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας έκλεισε κι η Σουλτάνα σήκωσε αποφασισμένη το ακουστικό.
- Έλα κουμπάρα, καλά είσαι; Με το παιδί τι γίνηκε;
- Τον κακό σου τον καιρό που πήρες να με κοροϊδέψεις σπιούνα! Απ΄το Θεό να το 'βρεις το κακό που μ' έκαμες!
Ο βαρύς και γλυκός καφές κατέβαινε σαν δηλητήριο. Η Σουλτάνα έκλαιγε και σταύρωνε παιδιά κι εγγόνια.
- Αυτό ήτουνε... Τ΄ άκουσα κι απέ πάνου... Εγώ σπιούνα; Γιατί; Να κι οι κατάρες της...
Η Μαρίκα της έπιασε στοργικά το χέρι.
- Αυτή που σ΄ητελεφώνησε τα φταίει κοκόνα μου... Να ιδείς που ήβαλε λόγια και τη Δέσπω, αλλιώς δεν ηξηγείται! Και να σε πω, είχε δίκιο η κόρη μου που σε είπε να τη μιλήσεις, έτσι ηβγαίνει κάπως άκρη...
- Και ποια να είναι αυτή, με λες; Μια εμένα να ταράξει και μια την κουμπάρα; Μήτε κι αυτή έχει οχτρούς, μια ζωή ήσυχια ήτουνε με τον κόσμο... Έκαμε τον Τάκη με κόπους και βάσανα που δε στέριωνε παιδί κι ούλο αποβολές έκαμνε, τον μεγάλωσε, καλή δουλειά έχει, παράδες βγάνει... Αυτό με την αρσίζα που έμπλεξε την τάραξε πολύ κι έφερε τα πάνω κάτου στη ζωή της. Κι εκεί πάλι την στάθηκα και να το φχαριστώ...
Το μυαλό της Μαρίκας δούλευε πυρετωδώς.
- Με το βαφτισιμιό σου να μιλήσεις συμπεθέρα! Δε νομίζω να έχεις άλλη λύση! Θα τον ειπείς για τσοι τρόποι τση μάνας του και θα ιδείς πως θα σε αντιμετωπίσει. Κάτι θα πρέπει να ηξεύρει το παιδί, να ιδούμε τι θα ηγίνει μ' αυτό το ζήτημα.
- Δεν ξεύρω πια τι να πω... Παρά να τρώγουμαι βέβαια, καλύτερα να τον πάρω... Μπρε Αγλαΐα, έχεις το κινητό του;
Η Μιράντα χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά του Τάκη που χουζούρευε στο κρεβάτι. Κάπου μέσα της πίστευε ότι αυτή η σχέση δεν θα είχε τελικά το αίσιο τέλος που περίμενε.
< Αν είναι να τρωγόμαστε συνέχεια με το σόι του, καλύτερα να βρισκόμαστε όποτε μου κάνει κέφι... Θα τον σέρνω από τη μύτη τον κανακάρη σου κυρά-Δέσπω, μέχρι να μαραζώσει! Και τότε εσύ θα πέσεις στα πόδια μου και θα με παρακαλάς για να μη σου πάθει!>
Το κινητό του που χτυπούσε τον έβγαλε από το λήθαργο.
- Καλά είμαι νονά, εσύ τι κάνεις; Τόσο μεγάλη ανάγκη είναι; Καλά, θα έρθω σε μια ώρα περίπου...
Άστραψαν τα μάτια της Μιράντας! Συγχυσμένη σηκώθηκε απότομα και φόρεσε τη ρόμπα της.
- Τι δουλειά έχεις να τραβιέσαι στης νονάς σου ολόκληρος άντρας, ε; Μόλις σου τηλεφώνησε, εσύ αμέσως έρχομαι;
- Μα δεν την άκουσα καλά και δε με παίρνει ποτέ σχεδόν στο κινητό αν δεν είναι ανάγκη! Ξένη είναι;
- Εγώ είμαι ξένη για σένα τελικά! Παιδιά έχει να τρέξουν στις ανάγκες της, όχι να φωνάζει εσένα!
- Κι εγώ παιδί της είμαι, πνευματικό... Την αγαπώ και μ' αγαπάει κι εκείνη πολύ...
- Ναι, τέτοια να λες εσύ! Στο χαλκά της θα σε κρεμάσει στο τέλος! Κι επειδή φοράει δύο, εγώ να ξέρεις ότι δεν έχω καμία διάθεση να κρεμαστώ στον άλλον!
- Είχα την εντύπωση ότι τη συμπαθούσες...
- Γιατί, μήπως με συμπάθησε αυτή η χοντρέλα;
Ο Τάκης απογοητεύτηκε και δεν απάντησε. Ντύθηκε βιαστικά κι έφυγε. Ταυτόχρονα η Μιράντα ένιωσε να τη ζώνουν φίδια.
< Κοίτα να δεις που θα θέλει να του μιλήσει για τη μάνα του... Καλού κακού θα φύγω μέχρι να μάθω...>
Η Λίνα κατέβηκε αμέσως μόλις της τηλεφώνησε.
- Τι έγινε πάλι; Μη μου πεις ότι τον έφερες εδώ! Λέγε πριν αρχίσω να ουρλιάζω, έτοιμη είμαι! Πού τηλεφωνείς;
- Στις εννέα το πρωί, ε; Κρατήστε μου μια θέση!
- Θέση; Πού θα πας; Συγκεντρώσου και πες μου γιατί θα γίνει χαμός!
- Απόψε θα έρθω να κοιμηθώ σε σένα και το πρωί θα φύγω για λίγες μέρες. Μαλώσαμε πάλι με τον Τάκη κι έφυγε νευριασμένος... Αυτός με πήρε και παρακαλούσε να με δει, να μιλήσουμε... Του είπα ότι τελειώσαμε αλλά φοβάμαι μήπως επιστρέψει ξανά και δε θέλω...
Ο Τάκης άκουγε τη νονά του αποσβολωμένος.
Η μαμά μου ποτέ δε μου είπε κακό για σένα, ίσα ίσα που πάντα μου έλεγε να έρχομαι να σε βλέπω! Πως τα λες αυτά νονά, ποιος σου είπε τέτοια λόγια ότι ζηλεύει;
- Και χοντρή με τοις χαλκάδες, ακούς; Σάματις εκείνη είναι αδύνατη;
Τα λόγια της Μιράντας που πέρασαν απ' τη σκέψη του, τον έφεραν σε κατάσταση πανικού! Χαλκάδες, χοντρέλα... Πριν προλάβει να μιλήσει, το κουδούνι χτύπησε επίμονα και μπήκε η Δέσπω έξαλλη!
- Το ήξευρα που εδώ θα είσαι! Δε ντρέπεσαι μπρε παλιογυναίκα, τσίπα καθόλου δεν έχεις; Φτου σου!
- Φτου στα μούτρα σου! Εσύ να ντραπείς για όσα με σούρνεις πίσω απέ την πλάτη μου! Επειδής μιλάω με το βαφτισιμιό μου ζουλεύεις; Κακιά αρρώστια είχα απάνω μου τόσα χρόνια με σένανε! Ποιος σε είπε που είναι εδώ το παιδί, η νύφη για η κόρη μου;
- Εμ βέβαια, είναι κι αυτές στο κόλπο! Η άλλη πού είναι, μέσα; Αχ! Καλά με τα είπανε και με ανοίξανε τα μάτια που κοιμούμουνα τόσα χρόνια!
- Μάζωξε τον στόμα σου και πρόσεχε τι λέγεις, ακούς; Τα μούτρα κάτου θα σε κατεβάσω! Τα δικά μου μάτια ανοίξανε κι ούλα τα έμαθα που λες για μένανε!
Ο Τάκης είχε μπει στη μέση και προσπαθούσε να τις χωρίσει πριν πιαστούν απ΄τα μαλλιά.
- Έχω μάρτυρα εγώ! Τα ρεζίλια μας ακουστήκανε και ποιος να πιστέψει ότι η ίδια του η νουνά τον κάμνει πλάτες και με κοροϊδεύει!
- Ποιος είναι ο μάρτυρας μαμά; Προσπάθησε να ηρεμήσεις και πες μας να μάθουμε τι συνέβη!
- Η γλώσσα μου δεμένη είναι γιε μου! Τόσοι παράδες μαζωμένοι μπρε, πού θα τοις βρούμε άμα αρπαχτείτε αναμεταξύ σας, με λες;
- Παράδες; Θα αρπαχτούμε με ποιον; Θα με τρελάνεις βρε μάνα;
Φωνάζοντας μάνα και νονά κι εξαπολύοντας απειλές η μια στην άλλη, άκρη δεν έβγαινε. Ο Τάκης κοπάνησε την κλειστή πόρτα τόσο δυνατά που τα κλειδιά έπεσαν στο πάτωμα.
Αίμα έφτυσε μέχρι να καταφέρει ν' ακούσει και τις δύο και τόνισε ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος στο γραφείο ούτε και δανείστηκε ποτέ λεφτά. Άρα αυτή που τηλεφώνησε έλεγε ψέματα. Όταν έφυγε έξαλλος για το σπίτι της Μιράντας με πολύ άγριες διαθέσεις, άφησε τις κουμπάρες να κοιτάζουν η μια την άλλη με μισό μάτι. Τα λόγια ήταν βαριά και δύσκολα πίστευαν ότι είχαν πέσει θύματα σκευωρίας. Πρώτη μίλησε η Σουλτάνα μετά από αρκετή ώρα.
- Και πίστεψες εσύ ότι έκαμνα τέτοιο πράμα; Μπροστά σου την κατηγορούσα και πίσω σου την έκαμνα πλάτες και τοις μάζωχνα εδώ πέρα; Δε ντράπηκες και μόνο που το σκέφτηκες;
- Κι εσύ πίστεψες που σε κορόιδευα και γλωσσοτρώγω τα παιδιά και τ' αγγόνια σου; Μια ζωή μαζί περάσαμε μπρε, απ' αδερφή μου καλύτερα με στάθηκες!
- Δε με λες, πού πάει ο Τάκης, σ' αυτή; Ούλο για τα σκουλαρίκια μου και τα πάχυτά μου μ' αρώταγε κι ηγινούτανε θεριό ανήμερο, αυτά που τον είπα που με είπε που λέγεις εσύ...
- Να σε πω... Δουλειά δικιά της ητανάνε, αυτό λέγω εγώ... Επειδής μπήκα εμπόδιο τα έκαμε να διεις... Σε λέγει, μήτε η μάνα με θέλει, μήτε η νουνά του που με είδε. Κι άμα επήγα στη μαμά της και γίνηκε το σώσε μετά, γιατί σίγουρα γίνηκε, μας έκαμε αυτή μαλλιά κουβάρια! Κακό χρόνο και μαύρο να έχει!
- Αδικιορισμένη! Καταραμένη! Σιχαμένη! Κάτσε να βγάλω ένα γλυκό να μας φύγει η πίκρα, να πιούμε κι ένα κονιάκ να μερέψουμε κομμάτι...
Η γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι ξημερώματα Δευτέρας από την οργή του Τάκη. Φώναζε και πετούσε πέτρες στα κλειστά παντζούρια, όσο οι δυο αδερφές έτρεμαν από ντροπή και φόβο. Ο άντρας της Λίνας αφού έστησε μεγάλο καβγά με την κουνιάδα και τη γυναίκα του, αποφάσισε να του ανοίξει.
- Αν δε μιλήσουμε, θα βγει ο ήλιος κι ακόμα θα φωνάζει, ακούτε; Εσύ κοίτα να φύγεις όσο θα τον απασχολώ!
Κατέβηκε με τις πυτζάμες και τον πέρασε στο άδειο σπίτι της Μιράντας.
- Ψάξε όπου θέλεις, δεν είναι εδώ σου λέω! Έφυγε από νωρίς, λείπαμε και δεν ξέρουμε πότε θα γυρίσει. Κάτι είχε πει για μια εκδρομή, θα κατέβει κι η Λίνα τώρα...
- Κι εσείς πως μπαίνετε στο σπίτι της έτσι, ε;
- Μας άφησε το κλειδί για να ποτίζουμε τις γλάστρες. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς όταν πάμε κάπου. Ταξιδεύουμε συχνά με τη γυναίκα μου...
Η Μιράντα πατώντας στα νύχια βγήκε κι έκλεισε την πόρτα απαλά. Θα έμενε στης Γιαννούλας για ασφάλεια, μέχρι την ώρα που θα κατέβαινε στο λιμάνι.
Το ζευγάρι προσπάθησε να ηρεμήσει τον Τάκη που τους είπε ό,τι επιπλέον συνέβη. Η Λίνα κατακόκκινη προσπάθησε να δικαιολογήσει την αδερφή της, λέγοντάς του ότι δεν τηλεφώνησε εκείνη, αλλά κάποια φίλη ή συγγενής που δεν ήθελε αυτή τη σχέση και προσπάθησε να την ενοχοποιήσει. Έτσι κι αλλιώς αυτός ο δεσμός δημιούργησε πολλά προβλήματα και θα ήταν καλύτερα να τραβήξει καθένας το δρόμο του. Λίγο μετά τις δέκα το πρωί, τηλεφώνησε εξαγριωμένη στην αδερφή της και την έβρισε.
Η Μιράντα την άκουσε όχι πάνω από ένα λεπτό κι απενεργοποίησε το κινητό της. Ρούφηξε μια γουλιά καφέ με το καλαμάκι και κάρφωσε τα μάτια της στο γελαστό πρόσωπο του νεαρού Χιώτη καπετάνιου.
- Λοιπόν, αφού πρώτα μου βρεις ένα καλό δωμάτιο, θα με ξεναγήσεις στο νησί σου;
Σπετσέρης - Φαρμακοποιός
καλημερα καλημερα καλημερα!!!χαμος!!!!!!!!δεν παιζεται η μιραντα!θα το φαει το κεφαλι της!την ωρα που περιεγραφες το κυριακατικο τραπεζι μου τρεχανε τα σαλια πρωι-πρωι!!!αντε να δουμε τι θα γινει χα!χα!χα!φιλακια!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς το Σοφάκι!
ΔιαγραφήΗ Μιράντα έτσι γέρασε, άπαιχτη! χα χα χα!
Ωραίο το Κυριακάτικο τραπέζι τους, αλλά τους βγήκε ξυνό από τη στεναχώρια...
Φιλάκια πολλά γλυκιά μου!
Α πα παααα Χριστούλη μου σκευωρία και κακό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦοβερή εξέλιξη Μαιρούλα μου, δοσμένη αριστουργηματικά από την πένα σου!
Καλά, η περιγραφή του τραπεζιού άπαιχτη, θα συμφωνήσω με την Σοφία!
Φιλιά πολλά πολλά πολλά!
Ελενάκι μου αγαπημένο, όχι και αριστουργηματική η πένα μου... Κόψε κάτι, γιατί προβλέπω να γίνομαι σάλτσα για τις Συνταγές της Καρδιάς από τις ντομάτες... χιχιχιχιιιιιι!
ΔιαγραφήΑν είναι άπαιχτη η περιγραφή του συγκεκριμένου τραπεζιού, τότε του εορταστικού δικού σου τι είναι κοριτσάκι μου;
Φιλάκια πολλά πολλά πολλά ανταποδίδω!
Οπως είπε και η Σαπφώ Νοταρά σε μια ταινία (δε θυμούμαι ποιαν) εδώ μέσα γίνονται σόδομα και γόμορα ! Ο θεός να τους προσέχει από την σπιούνα τη Μιράντα...πω πω ... ανυπομονώ για τη συνέχειΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΔελφινάκι μου ναι...χα χα χα!
ΔιαγραφήΗ ιστορία της τελείωσε, πάμε για άλλες Αιώνιες...χιχιχιιι!
Φιλούθκια!
ΚΑΛΗΜΈΡΑ...ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ; ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΙΡΑΝΤΑΣ; ΤΟΣΟ ΣΥΝΤΟΜΗ;
ΔιαγραφήΑΠΟΛΑΥΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΗ ΜΙΡΑΝΤΑ ΣΟΥ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΑΝΣΥ ΣΟΥ (ΑΥΤΕΣ ΠΡΟΛΑΒΑ ΕΓΩ)
ΑΝΥΠΟΜΟΝΩ ΚΑΙ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΜΕ ΧΑΡΑ ΤΗ ΝΕΑ ΣΟΥ ΗΡΩΙΔΑ
ΦΙΛΟΥΘΚΙΑ
Καλημέρα Δελφινάκι μου!
ΔιαγραφήΣύντομη σχετικά η ιστορία της, τόσα ήξερα...χιχιχιχιιιι!
Σ΄ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου!
Φιλούθκια Φιλούθκια Φιλούθκια!!!
Δε πειράζει Μαίρη μου , εμείς τη γνωρίσαμε και την χαρήκαμε και αυτή την ιστορία/ηρωίδα ..:)) περιμένω με χαρά τη νέα ηρωίδα σου... φιλούθκια
ΔιαγραφήΔΕΛΦΙΝΑΚΙ ΜΟΥ ΓΛΥΚΟ Η ΤΑΙΝΙΑ ΗΤΑΝ ( ΑΧ! ΑΥΤΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ) ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ -ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣοφούλα μου ναι, αυτή ήταν!
ΔιαγραφήΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΟΦΙΑ .. ΝΑΙ , ΜΠΡΑΒΟ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ... :)
ΔιαγραφήΠα..πα..πα καιρό δεν έχασε η Μιραντα!!! ..τα μάτια της σε αλλον τα εριξε .. οχ!! τον κακομοιρη τον καπετανιο.. φωτια στα μπατζάκια του..χι.χιχ...... και μονο όμως η ψυχική αναστάτωση που τους προκαλεσε.. την εκανε να χαρεί...αλλά ο κλεφτης και ο ψευτης τον πρώτο χρόνο χαιρονται.... μάτια μου...δεν τηνβλεπω καλά στο τελος την Μιραντα την ξεμιαλίστρα..χι.χιχ.... φιλακια πολλα ΜΑΙΡΥ μου περινενοντας την συνέχεια... πλεκω για μια φιλη ενα σάλι...εχουμε την ιδια μέρα γενέθλια.. χι.χι.χιχ.ξαναφιλώ σε
ΑπάντησηΔιαγραφήΣιγά μην έχανε καιρό Ρουλίτσα μου!
ΔιαγραφήΔε μας έκατσε αυτός, πάμε για άλλον! χα χα χα!
Χάρηκε για την αναστάτωση, επειδή μπήκαν στη μέση και της τα χάλασαν. Δεν ήταν γενικά ανακατώστρα, εχέμυθη ήταν και καλόψυχη. Αλλά το μυαλό της γύρισε και ήθελε να τις εκδικηθεί, κυρίως επειδή η Δέσπω μίλησε στη μητέρα της. Και κατά την πολύ σωστή και σοφή παροιμία, σαν ψεύτρα τον πρώτο χρόνο χάρηκε...
Καλό τελείωμα στο σάλι χρυσοχέρα μου, θέλω να μάθω πότε έχεις γενέθλια να σου στείλω τις ευχές μου με λουλούδια!
Πολλά φιλάκια!!!
Θα το μάθεις σίγουρα.. Μαιρούλα μου..να μείνεις ήσυχη..χι.χιχ. φιλακια
ΔιαγραφήΦυσικά θα το μάθω!!!
ΔιαγραφήΦιλάκια γλυκιά μου, καλή Κυριακή!
φοβερό το λεξιλόγιο... σαν την Λωξάντρα!!!... για να δούμε!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΛαμπρινάκι μου ναι, οι παλιές Πολίτισσες έτσι μιλούσαν.
ΔιαγραφήΔε φαντάζεσαι πόσο γούστο τις έκανα!
Σε φιλώ γλυκιά μου!
Τι γυναίκα ! Ο θεός να σε φυλάει, κουβάρι έκανε 2οικογένειες !
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυτυχώς που σώθηκε το παλικάρι απο'δαυτην!
Φιλιά πολλά γλυκιά μου
για καλό ΣβΚ !
Σώθηκε Ζουζούκα μου, σώθηκε!
ΔιαγραφήΧαμός είχε γίνει με τις κουμπάρες, άστα! χα χα χα!
Καλή Κυριακή κορίτσι μου θαλασσινό, πολλά φιλάκια!
Την απόλαυσα την ιστορία της Μιράντας!!! Τι πανούργα γυναίκα, τι ανακατωσούρα κι' αυτή!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή συνέχεια Μαίρη μου και πολλά φιλάκια!!!!!
Αρετούλα μου σ' ευχαριστώ πολύ!
ΔιαγραφήΝα είσαι καλά γλυκιά μου, φιλάκια πολλά!!!
Αχ τι ήταν πάλι τούτο καλό μου παιδί; Αλλο ένα διαμάντι !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για τη συγκίνηση....
Φιλιά πολλά Μαίρη μου !!!!
Σόφη
Γιαγιά Κασσιανή, με τιμά απίστευτα το σχόλιό σου!
ΔιαγραφήΕίσαι η πιο αγαπημένη Αιώνια Γυναίκα που διαβάζεις από τόπο χλοερό... Αλλά επειδή το ταχυδρομείο αργεί, ο,τι θέλω στο στέλνω μέσω της εγγονής σου...
Σοφάκι μου πολλή αγάπη και φιλάκια σας στέλνω!
Αντε !!!!!!!!πάμε για άλλα..Θεέ μου τι ήταν πάλι τούτο!!! τι κουβαλά για μυαλό αυτή η γυναίκα...... την φοβήθηκα πραγματικά. Είναι ανύπαρκτη η ηθική της ψυχής και του σώματος της Μακάρι κάποια στιγμή να μετανοιώσει . Με ενδιαφέρον εξελίσσεται το story σου καλή μου Μαίρη!!! Φιλάκι καληνύχτας όοοχι από Κομοτηνή αλλά από Θεσ/νίκη!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕφούλα μου έτσι όπως τα λες είναι...
ΔιαγραφήΟ,τι κι αν σου έχει κάνει κάποιος πρέπει να μην έχεις ίχνος ηθικής για να εκδικηθείς μ' αυτό τον τρόπο...
Σ' ευχαριστώ πολύ και σε φιλώ γλυκιά μου, χαιρετισμούς στην όμορφη Θεσσαλονίκη!