.

.
.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Η Ραλλού



Το άλμπουμ με τις παλιές, κιτρινισμένες φωτογραφίες, ήταν ανοιχτό πάνω στο μικρό καναπέ. 
- Θυμάσαι τη Ραλλού μπρε συμπεθέρα; Εδώ διες τη, με τον ταφτά το μπλε και την καπελίνα με το φτερό! Ήτουνε τη μέρα που αγιάζανε τα νερά κι είχαμε πάει στο μαλεμπιτζίδικο μετά...
Η Μαρίκα ήπιε μια γουλιά λικέρ και κούνησε το κεφάλι γελώντας. 
- Άμα σε πω που την είδε η κουνιάδα μου στην εκκλησία την περασμένη Κυριακή! Καλά που με το θύμησες! 
- Τι με λέγεις! Βαστιέται καλά, τη μίλησε;
- Μια χαρά είναι σε λέει! Με το καμηλό παλτό και μια καρφίτσα μεγάλη, ίσια με το πιατάκι του καφέ! Την είπε που ήκαμε τάμα μια λαμπάδα στη Χάρη Τση για την τύχη τση κόρης τσης... 
- Ακόμα δεν παντρεύτηκε η Τριανταφυλλιά; Τι κακό κι αυτό, μια χαρά κοπέλα... Τώρα πια, την επήρανε τα χρόνια...
- Εμ... Δεν ήμοιαξε τη μάνα τση βλέπεις που ήκαμε τρεις γάμοι τον ένα πίσω απέ τον άλλο... 
- Α πα πα! Για θυμήσου μπρε συμπεθέρα... Ήτουνε κοπέλα μικρή τότες που πέθανε ο αρρεβωνιάρης της... Και στα σαράντα του μακαρίτη εγνώρισε τον Τίμο, τον πρώτο της άντρα! Κι άμα τον έχασε κι αυτόν, πήρε το δεύτερο, τον Κωτσή! 
- Ενθυμούμαι, πως δεν ενθυμούμαι... Πράμα αρσίζικο ήτουνε! Ηβούηξε ο κόσμος τότενες με τα αρρεβωνιάσματα και καπάκι το στεφάνωμα!
Η Σουλτάνα γέμισε ξανά τα ποτηράκια με το βαθυκόκκινο λικέρ κι οι μνήμες άρχισαν να ζωντανεύουν ξανά... 

Είκοσι χρονών ήταν η Ραλλού όταν συνάντησε τον όμορφο νέο στο βαποράκι. Με την οικογένειά της πήγαιναν στο Μπουρνόβα, να περάσουν λίγες μέρες στο εξοχικό της πλούσιας ξαδέρφης του πατέρα της. Η παρέα των νέων με τις κιθάρες γελούσε κι έριχνε κλεφτές ματιές στις κοπέλες που κρατούσαν τα μάτια χαμηλά φοβούμενες τους γονείς τους. 
Το δίπατο σπίτι της θείας ήταν έτοιμο να τους υποδεχθεί. Η νεαρή κοπέλα που έκανε τις δουλειές, είχε γεμίσει τα βάζα σε κάθε δωμάτιο με μυρωμένα λουλούδια από τον κήπο και είχε στρώσει το τραπέζι στη σκιερή πλευρά, κάτω από το μεγάλο δέντρο. 
Όλων των ειδών τα φρέσκα φρούτα και πολλά γλυκά στις ωραίες άσπρες φαγιάντσες, κι οι κανάτες γεμάτες σπιτική λεμονάδα για να τους δροσίσουν.
 Η ζεστή ακόμα μπουγάτσα με τα τραγανά φύλλα μοσχοβολούσε καλό φρέσκο βούτυρο, γάλα κατσικίσιο, βανίλια και τριμμένη κανέλα. Στριφτές πιτούλες γεμισμένες με λιωμένα κεράσια, γάλα, ζάχαρη και νισεστέ πασπαλισμένες με γλάσο και κομμάτια του φρούτου, τους ενθουσίασαν με την πρώτη μπουκιά. Τα μικρά κουλουράκια με μπόλικο ξύσμα πορτοκαλιού κι η λεμονόπιτα που ήταν σιροπιασμένη όσο έπρεπε για να μη λιγώνει, τα μπισκότα ντυμένα με σοκολάτα και τριμμένο καβουρδισμένο αμύγδαλο, άφηναν στο στόμα γεύσεις μοναδικές. 
Οι γονείς έπιναν τον καφέ τους όταν οι ξαδέρφες πήγαν βόλτα στη θάλασσα. Τα αγόρια δεν τις ακολούθησαν, προτίμησαν να πάνε από την άλλη μεριά, να πουν τα δικά τους. Δυο γιους και μια κόρη είχε η θεία, έναν αδερφό λίγο μικρότερο η Ραλλού. 

​Καμάρωναν και ζήλευαν το όμορφο σπίτι της θείας Καλλιρρόης που ήταν σαν βγαλμένο από παραμύθι!
Βαμμένο με χρώματα ανοιχτά, ξεχώριζε ανάμεσα στα δέντρα και τα λουλούδια του μεγάλου κήπου.​ Οι λεπτές, σχεδόν διάφανες κουρτίνες, άφηναν το φως της μέρας να λούζει τις μεγάλες κάμαρες και το σαλόνι. Η πάντα γεμάτη αγαθά κουζίνα ήταν ευρύχωρη κι επικοινωνούσε με την τραπεζαρία χάρη στη μικρή διακριτική πόρτα.
Καμιά έννοια δεν φαινόταν ν' απασχολεί την οικογένεια. Η θεία πάντα χαμογελαστή, καλοντυμένη, τα παιδιά της χαρούμενα, γελαστά, καλοαναθρεμμένα κι ευγενικά, απολάμβαναν τα καλοκαίρια στο δικό τους παράδεισο που είχε φροντίσει να τους χαρίσει ο εύπορος πατέρας τους. 
- Κληρονομιά ήτουνε απέ τον παππού του, ε συμπεθέρα; Θυμούμαι άμα επήγε ο γιος μου να το διει για τις αλλαγές που θέλανε να κάμουν... Πολλή δουλειά έχει μάνα, με είπε. Αμά αφού οι παράδες υπάρχουνε, αγνώριστο θα γένει! Λίρες πολλές σε λέει τον άφηκε, κάτου απέ το στρώμα ήτουνε! Και το σπίτι και τσι παράδες να το σιάξει, να το κάμει και ανακαίνιση! Θυμάσαι κείνο το καλοκαιράκι άμα επήγαμε μαζί τότενες; Είπα που δε φύγω για την Ελλάδα άμα δεν πάω να το διω!
- Βέβαια! Πόση χαρά μας ήκαμε η Καλλιρρόη... Κοπιάστε, περάστε, ούλα τα καλά να μας τρατάρει... Καλή γυναίκα ήτουνε... Μπρε, τσι ομορφάδες τση ενθυμήθηκα! Που τσ΄ήλεγες να κοπανά τα κουκούτσια στο χαβάνι με το αμυγδαλόλαδο και να κάμνει τριβή, τσι φράουλες στο μούτρο τση... 
- Που την είδανε τα παιδιά της και νομίζανε τα καημένα που έχει αρρώστια και γιόμισε κόκκινα σπυριά! Χα χα χα χα! 
ΝαίσκεΤση τρελής ηγίνηκε κείνο το μεσημέρι, τσιρίδες και κακό! Χα χα χα! Ούλα που την ήλεγαν στο τετράδιο τα ήγραφε... Τόσο πράμα απέ κει, δυο στάλες απέ δω, τα πάντα! Η άλλη πια η ξύπνια, η μάνα τση Ραλλούς, το ήψαχνε κρυφά γιατί λέξη δεν την ήλεγε η Καλλιρρόη! Ήβγαζε το διπλωμένο χαρτί από την τσέπη τση κι ήγραφε όσα προλάβαινε... Μετά ήκαμε και το δικό τση τετράδιο κι ήβαλε κορδελάκια απάνου, μάζωξε κι άλλες συνταγές!  Η Ραλλού το είχε καταχωνιάσει στο μπουφέ και το φύλαε σαν τα μάτια τση άμα σχωρέθηκε η μάνα... Αχ... Ήθελε μεγαλεία για την κόρη τση, γαμπρό τον καλύτερο να ήπαιρνε...
- Πλάκες είχε, ναι... Πλέρωνε όσοι παράδες κι αν είχανε οι ευρωπαϊκές κρέμες και τα κραγιόνια! Κι άμα δεν έβλεπε να σιάχνει το δέρμα της, έκαμνε και τα σπιτικά! Χα χα χα! Την κόρη της πάστωνε απέ το πρωί ως το βράδυ, να έχει πρόσωπο άσπρο και λαμπερό για να λωλάνει το γαμπρό με τα κάλλη της. Τα φρούτα στο μούτρο της και στης Ραλλούς παγαίνανε τα πιο πολλά και στο στομάχι τους τα πιο λίγα. Θα με πεις και ποια μάνα δε θέλει τον καλύτερο για το κορίτσι της, έτσι είναι... 
Αμά τότενες ήτουνε που η Καλλιρρόη είχενε βάλει μπρος το προξενιό για την κόρη τση και ζούλεψε την τύχη τση... 

Ο όμορφος νέος που είχε δει στο βαποράκι και της άρεσε, κάθε απόγευμα σεργιανούσε με τους φίλους του στην ακρογιαλιά. Δεν άφησε φυσικά αδιάφορη τη Ραλλού
- Μάνα, αυτός με κοιτάζει και χαμογελάει! 
- Το νου σου! Μπορεί να είναι κάνα κελεπούρι, θα μάθω με τρόπο! 
Καλής οικογενείας ήταν,  με δουλειά που άφηνε μπόλικους παράδες. Η μητέρα του με την Καλλιρρόη γνωρίζονταν από παλιά. Είχαν αλλάξει και συνταγές για φαγητά και γλυκά.
- Μακάρι να σε θέλει! Γαμπρός απέ τους λίγους είναι! Άμα σε μιλήσει την κουβέντα να πιάσεις μαζί του, ε; Κοίτα μόνο μη σ' ηξεμοναχιάσει κακομοίρα μου! 
Πήγαιναν οι δυο τους περίπατο και κουβέντιαζαν για διάφορα θέματα.  Σύντομα έδωσαν το πρώτο φιλί, η σχέση τους προχώρησε και το λογοδόσιμο έγινε τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη στο ωραίο σπίτι της θείας που ήταν κοντά στο δικό τους. Η Ραλλού είχε ξεκαλοκαιριάσει σκόπιμα με τη μάνα της στο ΜπουρνόβαΌταν επέστρεψαν, ετοιμάστηκαν για τον επίσημο αρραβώνα που έγινε τα Χριστούγεννα. 
- Τα στεφανώματα ετοιμάζανε μετά τη Λαμπρή  αμά δεν προλάβανε... Την καρδιά του είχενε το καημένο το παιδί και πάει, έφυγε... Κι οι πέτρες ακόμα τον κλάψανε...
Κανείς δεν ήξερε αν η Ραλλού τον είχε αγαπήσει. Οι γείτονες κι οι συγγενείς που μαζεύτηκαν στην αυλή τους για παρηγοριά μετά την είδηση του θανάτου, την άκουσαν από μέσα να κλαίει και να φωνάζει στη μάνα της... 
- Ένα καλό γαμπρό εβρήκα να πάρω και με πέθανε! Τώρα πού θα βρω άλλον, με λες; 
Το κουσέλι έδινε κι έπαιρνε από εκείνη τη μέρα. Κι όταν η λογικά βαρυπενθούσα μνηστή άρχισε να βγαίνει και να βολτετζάρει πριν το μνημόσυνο του μακαρίτη, θέριεψε... Η μάνα του που τον θρηνούσε την κοιτούσε με μισό μάτι στην εκκλησία όταν ο φίλος του παιδιού της την κρατούσε αγκαλιά στοργικά τάχα για να την παρηγορήσει. Τα λόγια του κόσμου που τους είχαν δει κάμποσες φορές μαζί βγήκαν αληθινά... 
Δεν πρόλαβε να χρονίσει ο αδικοχαμένος λεβέντης κι η Ραλλού τον παντρεύτηκε. Χωρίς αρραβώνα, λόγω του πένθους είπαν, αλλά η αλήθεια ήταν ότι ήθελε να πάει στην εκκλησία όσο πιο σύντομα γινόταν. 
- Πότε τον ήμπασαν στο σπίτι, χαμπάρι δεν ηπήραμε! Σώγαμπρος ο Τίμος! Ένα βράδυ που γυρνούσαμε απέ τη γιορτή του κουνιάδου μου, είδα τη μάνα τση να τον καλωσορίζει στην πόρτα! Το πρωί η ώρα επτά που ηπήγαινε στη δουλειά ο άντρας μου τον είδε να βγαίνει και να σιάχνει το σεκέτι του! Η πεθερά τον ησταύρωνε και τον ήφτυνε να μην αβασκαθεί!
Χα χα χα! Σε λίγοι μήνες ηγίνηκε και το στεφάνωμα, θυμάσαι; 


Μια κόρη απέκτησε η Ραλλού από το γάμο της με τον Τίμο. Καλά περνούσε τα πρώτα χρόνια μαζί του, μέχρι που ανακάλυψε το μεγάλο του ελάττωμα.
- Γυναικάς απέ τσοι λίγοι! Μήτε γάτα θηλυκιά δεν ήφηνε σε ησυχία! Ούλο δουλειά έχω και δουλειά έχω την ήλεγε κι ούλο πίσω απέ τσι φούστες ήτρεχε
Στα πέντε χρόνια χώρισαν. Η Ραλλού αφού έμαθε από πρώτο χέρι τα καμώματά του, κλείδωσε την πόρτα ένα βράδυ και τον σκυλόβρισε πίσω από τα κλειστά παντζούρια του παραθύρου που έβλεπε στο δρόμο. Η γνώμη της θείας Καλλιρρόης όταν της ανακοίνωσαν το γάμο τους δεν είχε ληφθεί υπόψιν τότε.
- Αφού ήπεσε πάνω σου με τόσο θράσος που ήτουνε νωπό ακόμα το πένθος και δεν σεβάστηκε μήτε το φίλο του μήτε τίποτις, καλός άνθρωπος δεν είναι! Άσε να περάσει ο καιρός κομμάτι και θα βρεις άλλο γαμπρό, δεν χάθηκαν οι άντρες πια! Θα φας κέρατο απέ δαύτον και να το θυμάσαι! 
Η μάνα απελπίστηκε που η κόρη της χώρισε μ' ένα μικρό παιδί. Αλλά δεν το έβαλε κάτω, έπρεπε να αποκατασταθεί και να κυκλοφορεί κυρία στο μπράτσο ενός άντρα. Όχι οποιουδήποτε άντρα βέβαια... 
- Παράδες την έδινε συνέχεια! Τον παράγγελνε ούλη την ώρα που πότε ήθελε το ένα και πότε το άλλο! Κι άμα αυτός την έκαμνε νούμερα, τον απειλούσε που θα πάρει το παιδί και θα φύγει στην Ελλάδα και δε θα το διει ποτέ ξανά! 
Με την τσέπη φουσκωμένη έβγαινε στα μαγαζιά κι αγόραζε τα καλύτερα. Ποτέ δεν έπαιρνε μαζί την κόρη της, γιατί είχε το σκοπό της. Την έκρυβε και κυκλοφορούσε σαν κοπέλα ελεύθερη.
- Έτσι ξελόγιασε τον Κωτσή! Ούλη μέρα αυτός κουβαλούσε τα ροβύθια και τα φασούλια κι ήκοβε τοις παστουρμάδες και τα σουτζούκια! Μπήκε στο μαγαζί του μοσκοβολιστή και ντυμένη στην τρίχα και το χωριατόπαιδο θαμπώθηκε! Κάθε μέρα πάγαινε πότε για τυριά και πότε για παστράμια κι ούλο κουρασμένη ήτουνε απέ τα ψούνια και στρογγυλοκαθούντανε δίπλα του. Ξετρελάθηκε αυτός, που δεν είχε διει άλλη φορά τέτοιο κελεπούρι να τον κάμνει νάζια!
Οι μεγαλοκυράδες αγόραζαν ο,τι ήθελαν τυπικά κι έφευγαν. Τις κοιτούσε με λαχτάρα κι ονειρευόταν διάφορα, όμως δεν ήταν της δικής τους σειράς...
Γυναίκες ωραίες, μορφωμένεςμοσχομεγαλωμένες, έβρισκαν ανθρώπους με ανάλογα προσόντα. Στα τριανταπέντε του χρόνια όσα θηλυκά είχαν περάσει ήταν κορίτσια απλά κι εργατικά που πάλευαν για το μεροκάματο. Μια απ' αυτές θα του έπεφτε κι είχε το νου του να διαλέξει την καλύτερη. Η καρδιά του χτύπησε για μια κοπέλα που έλαμπε από νιάτα κι ομορφιά αλλά πριν στείλει το προξενιό εκείνη είχε κλεφτεί μ' ένα λεβέντη που φορούσε καθαρό πουκάμισο όλη μέρα κι είχε χέρια απαλά κι αδούλευτα. Η τόση συμπάθεια που του έδειχνε η Ραλλού με τα κομψά ταγέρ και την αλεπού να τυλίγει το λαιμό της τον έκανε να τη θέλει τρελά. Ας έλεγε εκείνη το ναι και θα την είχε κυρά κι αρχόντισσα!
- Για να πούμε και την αλήθεια, το συμφέρον της κοίταξε αυτή! Σε λέει αθώος είναι σχετικά με τοις άλλοι άντριδοι που ξεύρω, βγάζει πολλοί παράδες το μαγαζί, θα καλοπερνάω και θα τον κάμνω ο,τι θέλω! Όχι μόνο καλός ήτουνε ο Κωτσήςαμά δε ζυγιζούτανε ούτε με το μάλαμα! Οι πιο πολλές ήθελαν άντρα γραμματιζούμενο με τη μεγάλη τσάντα φορτωμένη χαρτιά και με την κουστουμιέρα, δεν τον εβλέπανε και με καλό μάτι για γαμπρό... 
- Είδαμε και τσι προκοπές τση με τον Τίμο... Κι η Καλλιρρόη που μπήκε στη μέση για να τση τα χαλάσει τότενες, είχε προαίσθημα! Άμα την είπε για τον Κωτσή, χαρά μεγάλη ήκαμε! Δύσκολο πράμα ήτουνε γυναίκα χωρισμένη με παιδί να βρει άντρα καλό που να την ηστεφανώσει, να είναι και τίμιος που είχενε κορίτσι...  

Όλα τα είχε υπολογίσει η Ραλλού. Τα έβαλε κάτω με τη μάνα της κι αποφάσισε να του κουνηθεί λίγο περισσότερο. 
Τα κουμπιά του πουκαμίσου της άνοιγαν περισσότερο όταν πλησίαζε στο μαγαζί κι άφηναν να φανεί το απαλό αρωματισμένο της δέρμα και μια ιδέα από το δαντελένιο εσώρουχο όταν έσκυβε. Τα μαλλιά της λουσμένα με σαπούνι από αγνό λάδι, βότανα και γάλα, μύριζαν φρεσκάδα και ροδόνερο που έβαζε όταν τα ξέβγαζε. Κι αυτή η θαυματουργή κρέμα από μελισσοκέρι, τριμμένη φλούδα λεμονιού και λαδάκι λεβάντας, έκανε τα χέρια απαλά και τρυφερά...
Θολωμένος ο Κωτσής, ένα βράδυ που έβαλε μέσα τα σακιά με τα όσπρια, τη λακέρδα, τις ελιές και τα σαλάμια, κατέβασε τα ρολά και της εξομολογήθηκε δειλά τον έρωτά του... 


​​

8 σχόλια:

  1. καλημέρα με μια ακόμη πολύ ωραία ιστορία σου...να σαι καλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα και καλή εβδομάδα Παναγιώτη!
      Σ' ευχαριστώ πολύ, να σαι καλά κι εσύ! :)

      Διαγραφή
  2. Μαιρούλι μου, μια ακόμα ιστορία που περιμένω με αγωνία να διαβάσω την συνέχεια!
    Σε φιλώ πολύ πολύ, καλή Κυριακή γλυκούλα μου!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ελενάκι μου αιώνια γυναίκα κι η Ραλλού!
      Καλή σου μέρα, καλή εβδομάδα με τεντζερέδια και νοστιμιές!

      Φιλάκια πολλά αγαπημένο μου κορίτσι!

      Διαγραφή
  3. Αχ!! τι με κάνεις.. με τα γραφτά σου.. με ξελογιάζεις και δεν θέλω να τελειώσει η ιστορία σου.. Μαιρούλα μου..τώρα πως έμπλεξαν η λακέρδα .. τα σαλάμια με το ροδόνερο και το μελισσοκέρι.. δεν ξεύρω μπρε συ φιλενάδα .. άντε να διούμε...είμαστε στο περίμενε..χι..χιχ. φιλακιααααα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είδες αχταρμάς Ρουλίτσα μου; Ήταν να μη τον βάλει στο μάτι η Ραλλού, τον ξεπέτσιαζε στο μπάνιο τον έρμο...
      Περίμενε εσύ και θα τα μάθεις όλα!!!

      Καλό ξημέρωμα, σε φιλώ γλυκιά μου!

      Διαγραφή
  4. Μεσ'την αγωνία μας άφηκες Μαιρούλα μου με τις κρέμες πασαλειμμένες και η Ραλλού να ζαχαρώνει τον Κωστή!

    Φιλάκια πολλά γλυκιά μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ζουζούκα μου, ετοιμάζεται να ντυθεί ξανά νυφούλα και κάνει το μποτέ της η Ραλλού!
      Περίμενε να τελειώσει το πασάλειμμα, να φρεσκάρει το δέρμα και θα πάμε στο νέο της σπίτι!

      Καλή σου μέρα αγαπημένη μου, αγκαλιά μεγάλη και πολλά φιλάκια σου στέλνω!!!

      Διαγραφή