.

.
.

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Με το πες πες...


- Χα χα χα! Μπρε Άνθω, μπας κι ήπιε πολύ κρασί η αδερφή σου δυο μέρες και δεν εξεύρει τι λέει;
Η Ανθούλα γέλασε μέχρι δακρύων.
- Το έτσουξε κομμάτι ένεκα του Πάσχα η αλήθεια, έριξε και κάτι χοροί! Αμά να σε πω, δεν έχει κι άδικο, να φύει απέ κει γλήγορα!
- Κυρά-Γεσθημανή, πλάκες έχεις! Θαρρείς που είμαι μεθυσμένη για; Ξεύρω καλά που σου μιλώ!
- Για να με λέγεις να παντρευτεί η Ντουντού... Μπρε κόρη μου, μια ζωή μονάχη της έμεικε και μεγάλωσε το γιο της...
- Ναι, ναι, το ξεύρω... Και μπράβο της χίλιες φορές, γιατί εδώ που τα λέμε ητανάνε νέα που έμεικε μόνη και στάθηκε βράχος! Όμως δεν είναι και ζήση αυτή τζάνουμ, καμιά ώρα φονικό θα γένει κει μέσα! Να την πάρει κάνας χριστιανός μαζί του, να ησυχάσει κι αυτή και τ' αντρόγυνο...
- Μπρε συ, ποιος σε είπε που ψάχνει άντρα;
- Αμ δεν ψάχνει, αυτό λέμε! Έμαθε έτσι ούλα της τα χρόνια κι έφαε τα νιάτα της στην ξένη δουλειά και στο σπίτι... Πατριό δεν ήθελε να βάλει μέσα, για το παιδί της το έκαμε... Αμά να σε πω, μήτε φίλο είχε, τίποτις! Έναν άντρα γνώρισε μόνο κι αυτός δεν τη φτούρησε... 
- Και θα τον βρει τώρα μπρε Σουλτάνα; Ζεβζεκιές με λέγεις κι εσύ... Δε γένεται αυτό το πράμα!
- Μωρέ ας τον έχουμε έτοιμο και να διεις που με το πες πες θα την καταφέρουμε! Είχε έρτει κι απέ το σπίτι μου μια μέρα και να σε πω, την έκαμα κουβέντα έτσι απ' όξω... Την είπα που άμα ήθελε, τον καλύτερο θα έπαιρνε! 
- Κι αυτή σε είπε ναι;
- Ναι δε με είπε βέβαια, αμά όταν εμιλήσαμε για το μπαμπά του Παρίση που...
- Παναΐα μου! Τι σ' έκαμε ο άθρωπος μπρε και θες να τον κάψεις; Αυτός είναι αρνί, ήσυχος, πες και γέλα, είχε γυναίκα ήρεμη και γλυκιά, τον μεγάλωσε τα παιδιά τους, η φωνή της δεν ακούστηκε ποτές κι εσύ με λέγεις τώρα να τον πάρει η Ντουντού;
- Την εξεύραμε τη σχωρεμένη, ναι... Κάτι είναι που θέλω να σ' αρωτήξω όμως και να θυμηθείς καλά! Προτού παντρευτεί ο γιος της, έκαμνε αυτή φασαρίες και πράματα;
- Μπα, όχι... Αυτά γίνηκαν άμα την έφερε τη νύφη... Εφώναζε πολύ τον άντρα της η αλήθεια, άμα περάσανε λίγα χρόνια απέ το γάμο τους... Καλός ητανάνε τρομάρα του, αμά το χαρτί αγαπούσε... Μια φορά με είχε μιλήσει εκείνη και με λέει που έχει άλλη και πάει και τη βρίσκει... Την είπα αυτό το πράμα αν είναι θα το μάθεις, κρυφό τίποτις δε μνήσκει, αμά φασαρία μη τον κάμνεις γιατί νευριάζει και φεύγει. Δε με άκουσε. Μετά τον καβγά, έκλεινε την πόρτα και δρόμο, αυτή ακόμα έλεγε... Άμα γύριζε, πάλι τα ίδια και πάλι έφευγε αυτός. Είχε και τη δικαιολογία βλέπεις, που δεν άντεχε πια μέσα στο σπίτι. Εκεί που μαζευούντουσαν ούλοι οι άντριδοι, δε θα παγαίνανε και γυναίκες; Δε θέλει και πολύ... Μια, δυο, έπεσε αυτή από δίπλα του και μπλεχτήκανε... Άμα πια μαθευτήκανε ούλα, τον πέταξε τα ρούχα όξω και τον φασκέλωσε. Την έλεγα τότενες να κάμει υπομονή για να μαζωχτεί με το καλό στο σπίτι και τίποτις δε θα είχε γίνει! Θα με πεις τώρα, άμα μπαίνει η ώρα δύο της νυχτός και το πρωί σηκώνεται με τα χίλια ζόρια για να πάει στη δουλειά, πάλι πρόβλημα είναι, αμά ξεύρεις όμως που κάποια στιγμή θα γυρίσει στην οικογένειά του... 
- Μετά πάντως που έμνησκαν μάνα και γιος δεν έκαμνε τέτοια, ε;
- Εβγήκε πάλι στο μεροκάματο. Νύχτα έφευγε, νύχτα γύριζε  κι έπιανε τη λάτρα. Η μαμά της την πρόσεχε το παιδί κι έστηνε τον τέντζερε, να φάει κι αυτό, να βρει μια βούκα κι εκείνη που γύριζε πεθαμένη. Άμα ξεπετάχτηκε ο μικρός ησύχασε κομμάτι. Γράμματα τον έστειλε να μάθει, πλέρωνε και σκολειό, πρόκοψε. Απ' τη δούλεψή του την έδινε πάντα παράδες κι αυτή οικονομήτρα τοις μάζωχνε, έτσι επήρανε το σπίτι. Κοίτα, καλής καρδιάς γυναίκα είναι, μήτε στα σοκάκια τρέχει, μήτε στις πόρτες πάει, μήτε κουσέλι κάμνει, αμά όνομα κακό έβγαλε η απτάλα μ' αυτά τα σκέδια! Ποιος θα πει καλή κουβέντα για δαύτη, έτσι που βρίζει και κατηγοράει τη νύφη της, ε; Κι ο καθένας δε θα σκεφτεί ότι θα κάμνει και σ' αυτόν τα ίδια; 
- Δίκιο έχεις, δε σε λέω... Αμά και κάτι πρέπει να γένει, αμαρτία είναι να βασανίζουνται τα παιδιά. Γριά δεν είναι να πεις που λύση δεν υπάρχει, βαστιέται καλά, λουσάτη είναι, περνάει η μπογιά της! Δε μοιάζει τη Λαμπρινή, την κουνιάδα μου, που είναι σαν το σκιάχτρο! Αυτή γίνηκε σαν εκατό χρονώ, την κοιτάς και τη φοβάσαι! Είναι και τόσα χρόνια πιο μικρή απ' τη Ντουντού κι όμως βλέπεις τη μέρα με τη νύχτα...
 - Σουλτάνα μου, εγώ δεν ανακατεύουμαι, μπελά θα βρω... Ο στόμας μου δεν πάει να πω σε κανένα για κείνη, δίκιο δεν έχω μπρε Άνθω; 
- Δίκιο έχεις η αλήθεια... Να πεις που ήθελε να βρει άντρα, τον έβρισκε και μοναχιά της...
Η Σουλτάνα χτύπησε τα χέρια ενθουσιασμένη.
- Αυτό που είπες είναι μπρε αδερφή! Άμα τη μπει η ιδέα, κανείς δε θα ανακατωθεί! Κι ούτε χρειάζεται να είναι απέ δω γύρω, να μη ξεύρει τα καμώματά της! Με ήρτε μια σκέψη τώρα... Αφού απέ μόνη της δεν το σκέφτεται, θα την κάμουμε να το θελήσει!
Γεσθημανή κι Ανθούλα την κοιτούσαν απορημένες.
- Στα καλά καθούμενα, έτσι;
- Ναι για! Θα πάρουμε το μέρος της, που έχει αυτή τα δίκια και φταίει η νύφη! Κι επειδής την έχει φωνάξει πολλές φορές που δε μονιάζει με άθρωπο και δεν τη θέλει κανένας, θα βρει άντρα να τη μπει στο μάτι! Θα την πούμε να τοις ρίξει δυο φάσκελα και να τοις αφήκει εκεί κι άμα κάμουνε παιδί ας πάει η μάνα της να τη βοηθάει! Με τη νύφη πρέπει να μιλήσουμε πρώτα, να μπει στην κομπίνα και να γένει πιο εύκολα η δουλειά...
- Μπρε Σουλτάνα μου, τόσο χρονώ είμαι κι αυτό το πράμα μήτε που θα με πέρναγε απ' το μυαλό! Θα με πεις εδώ καταφέραμε τη Χρυσώ να πει το ναι τον Παρίση, που χάλναγε τα προξενιά και δεν ήθελε ν' ακούσει! Χα χα χα! Άιντε μπρε να σας κόψω και κομμάτι τσουρεκάκι, που ακόμα μαλακούτσικο είναι! Άμα περνούνε οι μέρες, δεν τρώγουνται μ' ευχαρίστηση... 
Οι δυο αδερφές αντάλλαξαν ματιές με νόημα πίσω απ' την πλάτη της Γεσθημανής. Η Ντουντού είχε δίκιο, η γεύση του ήταν όντως εξαιρετική!
- Γεια στα χέρια σου κυρά-Γεσθημανή! Πιο ωραίο τσουρέκι δεν έχουμε φάει!
- Και το δικό σου κοκόνα μου μια νοστιμιά είναι και του χρόνου! Ίδια τα κάμνουμε για!
- Όχι και ίδια! Κάτι αλλιώτικο έχει τούτο εδώ! 
- Πιο πολύ μαστίχα ρίχνω και κοσκινίζω το αλεύρι δυο φορές, τίποτις άλλο... 

Τους έδωσε από ένα μαζί με κουλουράκια. Στο δρόμο σχολίαζαν κι οι δυο.
- Θα σκάσω άμα δε μάθω! Μαστίχα τα δικά της, μαστίχα και τα δικά μας! Σιγά μην είναι το διπλό κοσκίνισμα... 
Η Ανθούλα που την είχε πιστέψει επέμενε.
- Κάμε μια δόση έτσι που σε λέει να διεις, ψέματα γιατί να πει η γυναίκα για;
- Άσε μας κι εσύ μπρε Άνθω! Σε ούλα της κάτι ρίχνει μέσα και δεν το λέει πουθενά, μη και ψήσει άλλη σαν και το δικό της! Τις νυφάδες μπορεί να τις μαθαίνει διάφορα βέβαια, αμά κρατάει μυστικά, άκου που σε λέω! 
Διέλυσε ένα κομμάτι η Σουλτάνα κι έτριβε με τα δάχτυλα προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε. Μοσχοβολούσε το φρέσκο βούτυρο λίγο πιο έντονα από τα δικά τους. 
- Αυτό θα είναι, άλλο τίποτις δεν καταλαβαίνω... 
Η ονομαστική γιορτή του συζύγου της που ερχόταν την έβαλε πάλι σε νέα ξεσηκώματα. Ξανά τα τζάμια που είχαν διαρκώς τις δαχτυλιές των παιδιών, ξανά πέρασμα τα ντουλάπια και οι πόρτες, πριν η κουζίνα την κρατήσει για ένα διήμερο τουλάχιστον. Οι πιατέλες με τα Πασχαλινά είχαν από μέρες αδειάσει και τα άσπρα σεμεδάκια με τα πολύχρωμα ανθάκια θα σηκώνονταν για λίγες μέρες, για να μπουν οι μεταξωτοί τσεβρέδες με τις χάντρες και τις χρυσοκλωστές. Έτσι οι νοικοκυρές καταλάβαιναν τις γιορτές, πάντα με τα ξεχωριστά πράγματα του σπιτιού που φύλαγαν για τις καλές μέρες.
- Μπρε Άνθω, άμα σκολάσεις και ησυχάσεις κομμάτι, πάμε να ψουνίσουμε παρέα;
- Πες με πότε θέλεις κι έρχουμαι!
Το κατσικάκι καπαρώθηκε στο χασάπη. Θα το έκανε γεμιστό με τη συκωταριά του, μπόλικο τυρί, κουκουνάρι και ρύζι. Τριών ειδών κιμά, από δυο κιλά, για κεμπάπια και μπουρέκι. Ένα μεγάλο κοτόπουλο για πίτα, λουκάνικα, παστουρμά τα σημείωσε όλα. 
Σειρά είχαν τα τυριά και το γιαούρτι. Μπαίνοντας στο μαγαζί του Τούρκου, είδαν τη Γεσθημανή να βγαίνει φορτωμένη με δυο μεγάλες τσάντες. Το αφεντικό τη συνόδευε ως την πόρτα.
- Γκιουλέ γκιουλέ!* 
Χαιρετήθηκαν και κοντοστάθηκαν κι οι τρεις ανταλλάσσοντας λίγες κουβέντες και χώρισαν. Η Σουλτάνα βρήκε την ευκαιρία να ψαρέψει το μικρό του μαγαζιού πίσω από ένα τενεκέ για να μάθει τι αγόραζε συνήθως η Γεσθημανή. 
- Μπρε Χασάν, τυριά θέλω, αμά φρέσκα να είναι! Πράματα πολλά θα πάρω, να τα σηκώσω όμως δε μπορώ, θα στείλω τον άντρα μου. Και βούτυρο θέλω, το πιο καλό που έχετε να με βάλεις! Τη Γεσθημανή δίνεις τα καλύτερα με φαίνεται και σε μένανε όχι... 
- Ο,τι με ζητάς δε σε δίνω; Παράπονο έχεις από μένα; Μη σ' ακούσει ο αφεντικός μου και με μαλώσει! Η κυρά-Γεσθημανή τα ίδια ζητάει κάθε φορά και δε με είπε ποτές τίποτα!
- Και σαν τι σε ζητάει μπρε που δεν το ζήτηξα εγώ, ε;
- Καϊμάκι μπόλικο παίρνει κάθε βδομάδα, απέ το ίδιο σε βάζουμε κι εσένα όποτε ζητάς; Και απ' ούλα τα γαλατερά που έχουμε, μοναχά του βουβαλιού παίρνει που εσύ δεν τα ζητάς!
- Και τι το κάμνει μπρε τόσο καϊμάκι, με λέγεις; Ούλη τη μέρα απ' αυτό τρώγει;
- Άμα τρώγει ούλη μέρα δεν ξέρω, αμά η γυναίκα του αφεντικού μου την είπε μια φορά να βάζει σε ούλα τα φαγιά και τα γλυκά για να γένουνται πιο νόστιμα. Εσύ κοκόνα αλλιώς ψήνεις τα φαγιά σου, αυτές αλλιώς! 
Το πρόσωπο της Σουλτάνας έλαμψε!
- Πως, βάζω κι εγώ σε πολλά φαγιά, άμα έχω βέβαια.... Φαντάζομαι το Πάσχα πόσο θα πήρε, ε;
Ο νεαρός κούνησε το χέρι του σφυρίζοντας. 
- Ουουουουου! Πολλά γλυκά έψησε, τσουρέκια, κουλούρια... 
- Βάλε μπρε κάμποσο κι εμένα! Του Άη Γιώργη έχει την ονομασία του ο άντρας μου και το θέλω για τα ρετσέλια και τα φαγιά... 
Η Ανθούλα δεν είχε πάρει χαμπάρι! Στην είσοδο του μαγαζιού δοκίμαζε όσα της έδινε το αφεντικό και ξερογλειφόταν. 
- Μμμμμμμ!!! Καϊμάκι πήρες Σουλτάνα! Να με βάλει κι εμένα που με αρέσει! 
Δεν την άφησε να το πληρώσει η αδερφή της. Και τυριά και σαλάμια για τα παιδιά, μια τσάντα της γέμισε. 
- Παράδες να πάρεις απ' το χαϊρσίζη τον άντρα σου για ετούτα τα ψούνια και να τοις  κρύψεις! Μη τον πεις καημένη μου που τα πλέρωσα εγώ!  


Η ημέρα ξημέρωσε ηλιόλουστη κι η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο. Όλοι τιμούσαν με ευλάβεια τον Άγιο Γεώργιο κάθε χρόνο κι οι εορταζόμενοι κερνούσαν μικρά γλυκά μετά τη λειτουργία. Η Σουλτάνα δεχόταν τις ευχές καμαρώνοντας. 
- Χρόνια πολλά, να χαίρεσαι το Γιωργάκη σου! 
- Ευχαριστώ Ντουντού μου, να 'σαι καλά! Μπρε, η νύφη σου, πού είναι και δεν την είδα;
- Ούλη τη νύχτα στο ποδάρι μείκαμε... Η κοιλιά της πολύ την πονούσε και καθόλου δεν ησύχασε... Κατά η ώρα έξι την πήρε κομμάτι ο ύπνος κι ήρτε ο γιος μου ίσια να πάρει το αντίδωρο κι έφυε του σκοτωμού... 
- Το καημένο το κορίτσι... Την έδωκες τίποτις; 
- Πως, βέβαια! Και τσάι με λεμόνι και ρίγανη που είναι για τοις πόνοι στην κοιλιά... 
- Περαστικό θα είναι... Να σε πω, πιοτό βύσσινο σ' έμεικε που είναι ένα κι ένα;
- Μπα, όχι... Το τελευταίο στο μπουκάλι το τρατάραμε... 
-  Άμε στο σπίτι τώρα να διεις πως πάει, αλλιώς είναι η γυναίκα κοντά της, μετά έλα στο σπίτι μου να σε δώκω εγώ που έχω. Θα φάει κομμάτι και θα τη βάλεις ένα ποτηράκι γιομάτο να πιει σιγά σιγά. Θα τη ζεστάνει και τα μέσα της κι ο πόνος θα την περάσει! Πάρε και τα γλυκάκια τους, απέ δυο για τα παιδιά!
- Θα έρτω Σουλτάνα μου, σ' ευχαριστώ, να 'σαι καλά! 

Φιλότιμη η Ντουντού, δε μπορούσε να πάει με άδεια χέρια στο σπίτι της μέρα γιορτής. Αφού βεβαιώθηκε ότι η νύφη της ήταν καλύτερα, σκεφτόταν τι γλυκάκι μπορούσε να κάνει εύκολα στο σπίτι. Το φύλλο για το κανταΐφι που λογάριαζαν να ψήσουν ήταν στο ψυγείο. Βούτυρο είχε πάντα, ευτυχώς και τυράκι μαλακό. Ένα κιουνεφέ στο τηγάνι γινόταν γρήγορα!
Άνοιξε το φύλλο καλά όσο το σιρόπι με νερό, ζάχαρη, λεμονάκι κι ένα ξύλο κανέλα έβραζε. Το βούτυρο είχε λιώσει αργά αργά στο μικρό τηγανάκι κι έριξε λίγες κουταλιές γάλα. Με τη χούφτα το ύγρανε καλά μέχρι που πότισε. Το τυρί θρυμματισμένο με ένα κουταλάκι σιμιγδάλι απλώθηκε πάνω του και το σκέπασε με το υπόλοιπο προσεκτικά.
Έβαλε μπόλικο βούτυρο στο τηγάνι και το γύρισε για να ροδίσει απ' όλες τις μεριές. Έτσι ζεστό το έβαλε στη βαθιά πιατέλα και το περιέχυσε με το σιρόπι που ήταν χλιαρό. Κοπάνησε λίγους ξηρούς καρπούς και το στόλισε. 
Έβγαλε το φιλέ κι έστρωσε με προσοχή τα μαλλιά της. Φόρεσε ξανά το ταγιεράκι της, πέρασε με κόκκινο κραγιόν τα χείλη και με μαύρο μολύβι τόνισε τα μάτια. 
Το κοκκινιστό μοσχαράκι ήταν έτοιμο από το βράδυ, θα έβραζε μακαρόνια όταν γύριζε για το μεσημεριανό. 
Η Σουλτάνα φουριόζα ετοίμαζε τα φαγητά για το βραδινό τραπέζι. Η Ανθούλα τη βοηθούσε κι η Φωτεινή είχε πάρει και τα τέσσερα παιδιά στο σπίτι για να μη τα έχουν στα πόδια τους. Εκεί με τα δικά της, σήκωναν το μαχαλά στο πόδι από τις φωνές. 
- Καλώς τη Ντουντού! Τι έφτιαξες μπρε, πω πω πω! Ευχαριστώ πολύ κοκόνα μου! Άνθω, κιουνεφέ ωραίο θα φάμε, έλα κάτσε! Πως είναι η νύφη σου, την πέρασε κομμάτι ο πόνος;
- Ναι, καλύτερα τη βρήκα! Χαμόμηλο την έβρασε ο γιος μου να πιει και την έτριψε κομμάτι με δαφνόλαδο... Κι όρεξη δεν έχει καθόλου με είπε, μισό κουλουράκι με το ζόρι κατάπιε και με τα χίλια παρακάλια... Για να διούμε το μεσημέρι... Κάμνει να φάει σαλτσερό άραγες που ετοίμασα για ρόστο; Είδαμε και πάθαμε να την περάσει ο πόνος και να σε πω, φοβούμαι μη χειροτερέψει...  
- Όχι, μη τη δώκεις σάλτσα! Καλύτερα μια σουπίτσα που είναι και μαλαχτικιά... Διες, τώρα που η αδερφή μου μαδάει την όρνιθα για την πίτα, θα σε βάλω κομματάκι ψαχνό με το ζουμάκι του και στα γλήγορα θα ετοιμαστεί! Μια βρασούλα να πάρει και ρίξε λίγο ρυζάκι μέσα και θα το φάει μια χαρά! Το ψητό είναι στο φούρνο, γιομιστό το έκαμα! Να ψήσουμε κι ένα καφέ να πιούμε, απ' τη μύτη μας βγήκε ο πρωινός που είχαμε τη βιάση μας! Άνθω, ίσια με να πας την πιτίτσα, έτοιμοι θα είναι! 
Το μεγάλο κοτόπουλο είχε βράσει καλά με κρεμμύδια, καρότα, σέλινο, αρκετούς κόκκους πιπέρι κι ένα φύλλο δάφνη. 
Τα λαχανικά ψιλοκομμένα με μπόλικο τυρί, λίγο τσιμένι που ήταν πικάντικο και μια γενναία δόση από το παχύ καϊμάκι έκαναν μια μαλακιά γέμιση πεντανόστιμη. 
Άπλωσε το ένα φύλλο στο βουτυρωμένο ταψί περιμένοντας λίγη ώρα, ίσα να δέσει το μείγμα καλά και να μην έχει πολλά υγρά και το σκέπασε με το δεύτερο. Χάραξε ελαφρά σε κομμάτια και βουτύρωσε ξανά. Ο φούρνος της κουζίνας της θα έψηνε τα μπουρέκια και θα ζέσταινε το απόγευμα όσα είχε στείλει έξω.
- Άμα είσαι απέ πάνου και τα κοιτάζεις, ολάκερη μυρίζεις μετά! Όσα μπορείς να διώξεις καλό είναι!
- Τυχερή είσαι Σουλτάνα μου που έχεις φούρνο μέσα στο σπίτι! Όποια ώρα θέλεις ψήνεις, χωρίς να τρέχεις με τα τεψιά στα χέρια!
- Ναι, η αλήθεια αυτή είναι... Αμά να σε πω, άμα έχεις δουλειές πολλές και θες να πας στο τσαρσί να πούμε, το στέλνεις όξω και ξενοιάζεις για! Ωραία τα ψήνει ο δικός μας εδώ αμά πολύ κλέβει! Μπρε σεις, η φουρνάρισσα φαΐ δε θα στήνει! Από ένα κομμάτι κρέας να πιάνει και πέντε έξι πατάτες για κάμποσες κουταλιές μανέστρα, τρώνε μεσημέρι και βράδυ! Για βάλε πόσα τεψιά τοις πάνε! Και ξεύρετε τι κάμνει, ε; Παίρνει πάντα απέ την κάτου μεριά που δε φαίνεται! Το βλέπεις όπως το έστειλες κι άμα πας να το κόψεις λείπει πράμα μπόλικο! Μια φορά η Γεσθημανή πολύ νευρίασε και τη λέει έχετε ποντικοί εδώ; Γιομάτο πατάτες ητανάνε και μείκανε οι μισές, ίσια να μη φαίνεται ο πάτος! Αμά και το κρέας λειψό είναι, απάνου το ψαχνό και κάτου τα κόκαλα! 
- Καλά έκαμε! Κι αυτή τι την απάντησε για;
- Μμμμμ... Τρελή την έβγαλε, άλλο πράμα περίμενες; Το δίπατο που έχτισε για την κόρη της, απέ τα δικά μας τα φαγιά είναι! Άμα σκεφτείς που οι πιο πολλοί παράδες μπαίνουνε στα στομάχια μας, λογάριασε και διες...  
Η Ανθούλα που είχε γυρίσει έκλεισε πονηρά το μάτι στην αδερφή της κι άρχισε να παίρνει λόγια.
- Κάνα προξενιό ετοιμάζει η Γεσθημανή μια που τη μελετήσατε; 
- Πού να ξεύρω; Σάματις κάθεται να τα πει; Και καλά κάμει η γυναίκα βέβαια, μυστικά πράματα είναι αυτά... 
- Άξαφνα θα σκάσει η μπόμπα! Χα χα χα! Μπρε Ντουντού, γιατί κι εσύ να μη βρεις ένα καλό άθρωπο, νέα γυναίκα είσαι για! Πιο καλά να έχεις το δικό σου σπιτικό, παρά να μνήσκεις έτσι με τ' αντρόγυνο... Έτσι και κάμουνε και κάνα δυο παιδιά, αλίμονό σου, μέρα και νύχτα στο ποδάρι θα είσαι! Κοπέλα ήσουνε που έμεικες μονάχη σου, έχεις ζωή ακόμα μπροστά σου!
- Πες τα μπρε Άνθω μου! Κι εγώ αυτό σκέπτουμαι και την ίδια κουβέντα την έχω κάμει! Διες τη πως την πάνε τα ρούχα, λεπτή κι ωραία που είναι! 
- Δε γένουνται αυτά τα πράματα, μη το συζητάτε... Πρώτα πρώτα, πως θα πω τέτοιο πράμα στο γιο μου καλέ; Ντρέπουμαι και που το σκέφτομαι! Κοτζάμ παλικάρι και να παντρολογάει τη μαμά του; 
- Σιγά το πράμα! Άμα δε μπορείς να του το πεις εσύ, του το λέω εγώ! Να σε πω και κάτι; Άμα ητανάνε ακόμα μικρός και λεύτερος, θα σ' έλεγα που έχεις δίκιο, άντρα μέσα στο σπίτι δε θα τον έβαζες έτσι... Παντρεύτηκε όμως και σε φόρτωσε τη νύφη! Μα καλή, μα κακή, αυτή τον έπεσε και κουβέντα να πεις δε μπορείς! Και δίκιο να 'χεις που λέει ο λόγος, της γυναικός του το μέρος θα πάρει αυτός! Κακά τα ψέματα κοκόνα μου, μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα... Μπρε συ, σκέβου τα μούτρα της άμα την πεις που σε θέλει άντρας! 
- Μιλάς κι εσύ λες και με περιμένει ο πασάς όξω απέ την πόρτα... 
- Απόφαση είναι ούλα μάτια μου! Άμα η γυναίκα θέλει, απέ τη μύτη σέρνει τοις άντριδοι!
- Και δε με λέγεις, τα κουσέλια δεν τα σκέβεσαι; Ούλος ο κόσμος θ' ανοίξει τον στόμα του κι έχει να γένει... Μούτρα δε θα 'χω να βγω όξω για... 
- Μα δε με λέγεις, είσαι στα καλά σου; Να κουσελέψουνε που θα στεφανωθείς με δόξα και τιμή μετά απέ τόσα χρόνια που καλογερεύεσαι; Και μπράβο θα σε πούνε απέ πάνου για! Στο κάτω κάτω, δε θα μείκεις κι απέναντι απ' το παιδί σου, έτσι δεν είναι; Αυτό δα σ' έλειπε, να σε κάμουνε υπερέτρια μια ζωή! Γιατί έτσι γένεται πάντα, όποια μάνα είναι κοντά, ούλα αυτή τα περνάει... Μαμά το ένα και μαμά το άλλο συνέχεια και κάμε αυτό και κάμε εκείνο... Πριν την ώρα σου θα γεράσεις και δε θα το καταλάβεις, αμαρτία μια ζωή να τυραννίζεσαι μπρε κι εσύ! Όσο πιο μακριά, τόσο πιο καλά, μουσαφίρισσα να παγαίνεις κι άσε τη συμπεθέρα σου να τρέχει! 
Η Ανθούλα έκοβε ομοιόμορφα τα πολλών ειδών τυριά και σαλάμια χαμογελώντας πονηρά. Τα σκέπασε καλά και τα έβαλε στο ψυγείο. 
- Καλά σε τα λέει Ντουντού μου! Τίποτις δεν εχάρηκες τόσα χρόνια... Καιρός σου είναι να ησυχάσεις κομμάτι απέ τις έγνοιες, να βγεις παραόξω μπρε συ! Να κρατείς τον άντρα σου αγκαζέ, να πάτε στα ωραία τα καζινάκια, να πάτε εκδρομές, να διεις και τα ωραία της ζωής! Ούλο σεκλέτι και δουλειά, φορτώνεσαι και νέα φαμίλια, γιατί πού θα πάει, σε λίγο καιρό θα βγούνε και τα βρέφη! Ένα πονόκοιλο έχει η νύφη σου και στο ποδάρι έμεικες κι εσύ ούλη τη νύχτα! Γιατί στο βάθος είσαι καλής καρδιάς γυναίκα και στεναχωρέθηκες που δε μπόραγε το κορίτσι, αλλιώς θα έμεισκες στο κρεβάτι σου να ησυχάσεις και θα έκαμες το κορόιδο...  Απέ μακριά κι αγαπημένοι, άκου που σε λέμε! 

Η Ντουντού έφυγε με το θεραπευτικό ποτό στο μπουκαλάκι και την τσανάκα με το ζουμί και τα ψαχνά της κότας. 
<Δεν έχουνε κι άδικο εδώ που τα λέμε... Στη σύχυση θα περάσω όσα χρόνια έχω μπροστά μου... Κι αυτές οι παλιογειτόνισσες ούλη μέρα κουσελεύουνε κι ούλο μ' αρωτάνε γιατί πάλι φώναζα! Μπρε αμέ τε στα τσακίδια ούλοι σας που θα με πιάνετε αρσίζιδοι στα στόματά σας! Θα σας δείξω εγώ!> 
Η μυρωδιά του βουτυρωμένου ζυμαρικού την ξάφνιασε μόλις μπήκε στο σπίτι. Η νύφη της χλωμή και ταλαιπωρημένη ήταν στην κουζίνα κι ο άντρα της τη μάλωνε γλυκά. 
- Δεν έπρεπε να σηκωθείς σε είπα γιαβρί μου, η μάνα μου θα έρθει όπου να 'ναι...
- Ναι, αμά με όλη της την ταλαιπωρία που ξενύχτησε με μένα, μόλις γύρισε απ' την εκκλησία έφτιαξε κιουνεφέ για να μπει στης κυρίας Σουλτάνας που γιορτάζει ο άντρας της και να με φέρει το βύσσινο ποτό για να με περάσει ο πόνος! Ας βρει το φαΐ έτοιμο να μη κοπιάσει άλλο... Να την πεις να ξαπλώσει, να ησυχάσει κομμάτι άμα φάει... 
- Μάτια μου...
Κάτι ένιωσε μέσα της η Ντουντού όταν την άκουσε. Μπορεί και να μην ήταν τελικά τόσο ακατάλληλη για το γιο της. Ο άλλος της εαυτός όμως, δεν την άφησε να το καλοσκεφτεί...
<Μμμμμ... Ο πόνος για μένανε σε πήρε, για τα κάμνεις αυτά να δείξεις το γιο μου που είσαι καλή και γνοιάζεσαι τη μάνα του;> 
Άφησε τα πράγματα στο κομό, κάνοντας σκόπιμα θόρυβο. 
- Όρθια είσαι συ; Σε πέρασε ο πόνος;
- Πονάω ακόμα, πιο καλά είμαι όμως... 
- Η Σουλτάνα σε στέλνει όρνιθα να φας! Μια βρασούλα να πάρει και θα ρίξω μια χούφτα ρυζάκι, να φας που είναι για την κοιλιά.
Συγκινήθηκε η κοπέλα με την καλή γειτόνισσα. Θα της επέστρεφε η ίδια το πιάτο γεμάτο με κάποια λιχουδιά σε λίγες μέρες για να την ευχαριστήσει.
Κι η Σουλτάνα, άλλο που δεν ήθελε για να την ξεμοναχιάσει!








Γκιουλέ γκιουλέ - Στο καλό

10 σχόλια:

  1. Τρομερος διαλογος αναμεσα σε γυναικες που αμα θελουν ολα τα καταφερνουνε!!!οι συνταγες για τα μαγειρεματα τους απολαυση τρεχανε τα σαλια μου λαχταριστα ολα σου δινουν επιθυμια να τα φτιαξης και εσυ.Τελικα θα την παντρεψουν την Ντουντου στο τελος,Με ανησυχησε μονο που πονουσε η κοιλια της νυφης της ,Τι να εχει αραγε το κοριτσι?Την ποιο γλυκια μου καλημερα αγαπημενη μου Μαιρουλα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σοφούλα μου γλυκιά, οι καταφερτζούδες γυναίκες έχουν πολύ γούστο! Αρκεί βέβαια να προσπαθούν για καλό και με όχι ύπουλα μέσα που βλάπτουν τους άλλους.
      Τα φαγάκια τους και τα γλυκά ήταν απλά και πεντανόστιμα, δοκίμασε και δε θα δυσκολευτείς καθόλου!
      Η νύφη ευτυχώς δεν είχε κάτι σοβαρό, κρυολόγημα ήταν.

      Πολλή αγάπη και φιλάκια πολλά σου στέλνω κορίτσι μου!

      Διαγραφή
  2. Μαιρουλίνι μοοουυυυ!!
    Σ' έχω πεθυμήσει πολύ, μου έχεις λείψει!
    Πάω να διαβάσω πρώτα το προηγούμενο (δεν ξέρω πως το έχασα και δεν το πήρα είδηση) και μετά το σημερινό!
    Σε φιλώ πολύ πολύ πολύ πολύ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ελενάκιιιιιιιι μουουουουου!!!
      Διάβαζε εσύ κοριτσάκι μου αλλά πρόσεχε μη ξεχάσεις καμιά κατσαρόλα στη φωτιά κι από συνταγές της καρδιάς γίνουν της πυρκαγιάς... χιχιχιιιι!!!

      Κι από μένα πολλά πολλά φιλάκια ζουζουνάκι μου αγαπημένο!

      Διαγραφή
  3. Χριστός Ανέστη και καλό μήνα, Μαιρούλα μου!!!!
    Διάβαζα εδώ και ώρα τις τελευταίες σου αναρτήσεις. Σκέτη απόλαυση οι ιστορίες με τις Σμυρνιές! Μέχρι που ήθελα να φροκαλίσω λίγο την κουζίνα και άφησα την φροκαλιά για να συνεχίσω το διάβασμα, σε λέω!!!
    Και τί συνταγές!!!! Γέρασε πολύ η μανούλα μου και δεν τις θυμάται πιά...όλα τέτοια μας έφτιαχνε, που τα είχε μάθει από την γιαγιά και τις θείες της. Νά'σαι καλά που μου τα θυμίζεις! Ανυπομονώ να δώ, θα της τον δώσουν τον γαμπρό της Ντουντούς να φύγει και να αφήσει το ζευγάρι στην ησυχία του????
    Φιλάκια πολλά και καλό ξημέρωμα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αληθώς Ανέστη! Καλό και δημιουργικό μήνα Μαριαννάκι μου χρυσοχέρικο!
      Στο φροκάλισμα σε πέτυχαν, ε; χα χα χα!
      Τυχερούλα είσαι που γευόσουν τακτικά τα ωραία αλλά... αμαρτωλά με τόσο βούτυρο φαγητά, δύσκολα δεν είναι για να τα φτιάχνεις κι εσύ όποτε θέλεις.
      Το ζευγάρι ησύχασε για αρκετά χρόνια με το γαμπρό, όμως τη φορτώθηκαν ξανά ερχόμενοι στην Ελλάδα...

      Να έχεις καλή και χαρούμενη μέρα γλυκιά μου, πολλά φιλάκια σου στέλνω!

      Διαγραφή
  4. Βρε αμα βαλουμε στο μυαλο μας κατι εμεις οι γυναικες δεν μας κράταει τίποτα.. Μαιρούλα μου. θαρρω όμως πως αφορμή τό θελε φαινεται και η Ντουντού.... ακου όνομα..!!! είναι να μην της μπει η ιδέα...καθε φορα.. μας τρ΄χουνε τα σάλια απο τα φαγητα και τα γλυκα τους... γι αυτό ήτανε αφρατούλες τότε .. τα πάχη μου τα κάλη μου έλεγαν...... θα περιμενουμε την συνεχεια.. φιλακιααααα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ρουλίτσα μου, εξαρτάται από τη γυναίκα, δεν έχουν αυτό το ταλέντο όλες... χα χα χα!
      Η Ντουντού που ήταν βαφτισμένη Αντωνία, (είδες ωραίο χαϊδευτικό;) το αποφάσισε για να μπει στο μάτι της νύφης της. Δεν είχε σκεφτεί για γάμο, απλά ήθελε να υπάρχει κάποιος που να τη θέλει για να κάνει το κομμάτι της. Η Σουλτάνα έλεγε ότι της έκανε πλύση εγκεφάλου κι είχε ένα τρόπο... α πα πα πα...
      Αφρατούλες ήταν και είναι όλες οι καλοφαγούδες αγάπη μου, αλλά πρόσεχαν πολύ την εμφάνισή τους! Οι κορσέδες τους έκοβαν την ανάσα για ν' απολαμβάνουν τους μεζέδες με το παχύ βούτυρο πάντα!

      Καλό βράδυ, φιλάκια πολλά!!!

      Διαγραφή
  5. Τι κα'ι'μακι χησημοποιουσαν; Παγωτο 'η κρεμα γαλακτος;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το καϊμάκι είναι ο αφρός του γάλατος όταν βράσει. Το μαζεύουν και γίνεται μια παχιά κρέμα που χρησιμοποιούν σε φαγητά και γλυκά, σερβίρεται όμως και με γλυκό κουταλιού ή ταψιού.
      Εμείς που δε μπορούμε να βρούμε, χρησιμοποιούμε κρέμα γάλακτος αλλά δεν έχει βέβαια την ίδια γεύση. :)

      Διαγραφή