.

.
.

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Με τις φούριες της Λαμπρής


Το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου τα σπίτια ήταν στις δόξες τους. Γενική καθαριότητα σε όλα τα δωμάτια έκαναν ανασκουμπωμένες οι νοικοκυρές, να τα ετοιμάσουν για τη Λαμπρή. Οι τοίχοι σαπουνίζονταν, τα ντουλάπια άδειασαν και καθαρίζονταν, οι χοντρές κουρτίνες άλλαζαν και στη θέση τους κρεμούσαν τις πιο ανοιχτές και λεπτές, τα πατώματα τρίβονταν με κερί για να γυαλίσουν κι η μυρωδιά του ξυδιού και της σαπουνάδας απλωνόταν παντού. Μπακίρια κι ασημικά θα έπαιρναν κι αυτά σειρά την πρώτη εβδομάδα του Απρίλη, ν' αστράφτουν για το Πάσχα που έπεφτε στα μέσα του μήνα. 
Όταν τέλειωναν οι δουλειές θ' άρχιζαν τα ζυμώματα. Κουλουράκια, τσουρέκια, λαμπρόψωμα, όλα με φρέσκο βούτυρο, βανίλια, μαχλέπι και μαστίχα, θα γέμιζαν τα σπίτια και τα σοκάκια μοσχοβολιά.
Η Σουλτάνα αφού είχε καταχερίσει τα παιδιά της που έχυσαν για δεύτερη φορά πάνω τους το νερό που ύγραινε τις κουρτίνες για να σιδερωθούν καλύτερα, έψησε ένα καφεδάκι και κάθισε να πάρει μια ανάσα. 
- Ουφ! Η μέση στα δυο με κόπηκε σήμερα... Κι αυτά τα θεριά ησυχία δεν έχουνε! Δυο μουσκίδια, δυο αλλάγματα... Να με τα έπαιρνε κομμάτι η αδερφή μου να κάμω τη δουλειά μου χωρίς την έγνοια τους... Τα μάτια μου δεν κοτάω να γυρίσω αλλού και τα δικά τους θα τα κάμουνε... 
Το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα την έκανε να τιναχτεί και να πετάξει την ποδιά της. Μια ματιά στον καθρέφτη ίσα να στρώσει τις μπούκλες της ήταν απαραίτητη πριν την ανοίξει. Ήταν η γειτόνισσα της Γεσθημανής, που μάλωνε συνεχώς με τη νύφη της, η γνωστή γλωσσοκοπάνα.
- Μπρε καλώς τη Ντουντού! Καιρό έχω να σε διω, πέρνα μέσα μπρε να ψήσω καφεδάκι!  Ξεσηκώματα έχω δω και τρεις μέρες. Απέ τα χτες είπα που θα τελεύω, αλλά πού! Μια τα χέρια τους στοις τοίχοι, μια τα νερά χύνουνε, τις φάγανε πάλι τα θεριάκια μου! Δεν επέρασε καθόλου κι η Φωτεινούλα να της τα φορτώσω μπας κι ησυχάσω κομματάκι, έχει κι αυτή τις φούριες της... Πες με, καλά είσαι, η οικογένεια; 
- Καλά... Ας τα λέμε δηλαδή, γιατί αυτή η χαϊρσίζα θα με φάει τη ζωή μου... 
- Σους μπρε! Μια χαρά κοπέλα είναι η νύφη σου κι ούλο παράπονα κάμνεις! Νοικοκερά είναι, σεβαστικιά είναι, τι θες κι εσύ; Σε κάμνει τίποτις το κορίτσι κι ούλο μαλώνετε; Το γιο σου σαν πασά δεν τον έχει, τι θες κι εσύ για; 
- Δε σε λέγω που δεν είναι έτσι, αμά κάμνει κάτι σκέδια πολύ άσκημα... Και με το γιο μου αρπάζουντε συνέχεια κι ούλο με μένανε τα βάζει! Η μάνα σου κι η μάνα σου τον λέγει ούλη την ώρα η παλιο...
- Αχ μπρε Ντουντού μου κι εσύ... Χίλιες φορές σε το είπα, κάτσε στην κόχη σου και μην ανακατώνεσαι με το αντρόγυνο! Νέο ζευγάρι είναι, θα κάμουνε τα δικά τους, έχουνε τη σειρά τους να πούμε... Έχεις την κάμαρά σου, μπες μέσα και μη μιλάς, άσε τα παιδιά να κάμουν όπως ξεύρουνε... 
- Μμμμ... Ξεύρουνε, φυσικά και ξεύρουνε... Κι επειδής ένα πράμα μόνο κάμνουνε, η κοιλιά της ακόμα γιατί δεν φούσκωσε, με λέγεις;
- Και πού ξεύρεις εσύ που κάμνουνε αυτό ούλη την ώρα μπρε Ντουντού, στην κάμαρά τους είσαι με το κερί;
- Όχι, πού να με αφήκει αυτή να μπω μέσα; Κι αυτόν ίδιο τον έκαμε! Μια δυο φορές επέρασα να την αρωτήξω τι θα ψήσουμε την άλλη μέρα και γίνηκε πατιρντί μεγάλο! 
- Μπρε συ, το αντρόγυνο ητανάνε μέσα και μπήκες κι εσύ;
- Γιατί να μη μπω, σε ξένο σπίτι ήμουνα; Σάματις ήξερα τι κάμνουνε μες στη νύχτα; Πάει, θα με τον ρέψει το γιο μου η λυσσιασμένη, μια βούκα θα μείκει!
- Μπα που άδικη ώρα να μη σ' έρτει! Παλάβωσες μπρε συ και κάμνεις τέτοια πράματα; Μια ακόμα που είχες ανοίξει την πόρτα και σ' έβαλε χέρι ο γιος σου, δεν σ' έγινε μάθημα; Δε σε είπε που θα διεις κάνα θέαμα καμιά ώρα; Η νύφη σε φταίει μετά και με λέγεις που σε κρατάει  μούτρα; Και μετά σε κάμνει κι απορία κι εντύπωση που δεν έχει μείκει έγκυος ακόμα η έρμη  κοπέλα; Πάλι καλά να λέγεις που δεν έφυγε να γυρίσει πίσω στοις γονιοί της με τέτοια πράματα που την κάμνεις! 
- Ναι, την ξεφορτωθήκανε οι δικοί της για να την πάρουνε πίσω μετά; Με την τύχη τους μπρε  μιλήσανε που βρήκανε ένα παιδί σαν το γιο μου! Κι εγώ που στόμα έχω και μιλιά δεν έχω, σε μια άκρη κάθουμαι ούλη μέρα...
- Ναι, αμά τις νύχτες σηκώνεσαι κι ανοίγεις την κάμαρή τους! Ντροπής πράματα είναι αυτά μπρε συ, πού να τα πεις και δε θα σε βρίσουνε;
- Αυτό είναι το ευχαριστώ... Μια σταλιά ητανάνε ο γιος μου που έφυε ο αδικιορισμένος ο πατέρας του με την άλλη και μας παράτησε κι εγώ δεν έφτιαξα ξανά τη ζωή μου που ήμουνα νέα κοπέλα για να μη τον βάλω στο σπίτι πατριό... 
- Και πρέπει να τον βγάζεις την ψυχή του γι αυτό μπρε; Καλή είσαι, νοικοκερά είσαι, αυτά τα χούγια να μην είχες... Και να σε πω, ακόμα νέα γυναίκα που μήτε τα εξήντα δεν επάτησες, δεν βρίσκεις κι εσύ ένα καλό άθρωπο να κάμεις το δικό σου σπίτι; 
- Τώρα πια; Περιμένω να πιάσω εγγόνι να το κοιτάζω, άντρα δε θέλω κανένανε... 
- Κι εγγόνι και άντρα, γιατί όχι; Εδώ παντρεύουνται καν και καν, ας έλεγες εσύ το ναι και θα έπαιρνες τον καλύτερο! 
Η Ντουντού ίσιωσε τη μπούκλα που έπεφτε στο μέτωπό της κάνοντας μια κοκέτικη κίνηση. Της άρεσε ο τρόπος που την αντιμετώπιζε η Σουλτάνα, της ανέβαζε το ηθικό.
- Για τη Χρυσώ τα έμαθες; Ετοιμάζεται για αρρεβώνα, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα! 
- Μπα! Με ποιόνε για, τον ξεύρουμε; 
- Με τον Παρίση, που έχει το μαγαζάκι με τα ελεχτρικά. Νταλκά την είχε κι έβαλε τη θεία του να μεσολαβήσει. Αλλά όταν δεν είδαν προκοπή που η Χρυσώ έκαμνε τα νάζια της, μπήκαν τα μεγάλα μέσα, η Γεσθημανή κι η Ζηνοβία, η ανιψιά της! 
- Χα χα χα! Μπράβο, καλά εκάμανε! Φιληνάδες είναι οι δυο κοπέλες απέ χρόνια! Κι εδώ που τα λέμε, η Γεσθημανή όσα προξενιά έκαμε, καλοπερνάνε ούλοι! 
- Ναι, ναι... Η αλήθεια είναι που ξεύρει να ταιριάζει τα ζευγάρια... Και να σε πω, τη Χρυσώ πολύ την άρεσα, αμά αυτός ο γιος μου ο μπουνταλάς μήτε που ν' ακούσει δεν ήθελε... Είχε βλέπεις το νου του σε δαύτη την απτάλα... Τι τον έκαμε και τον ξελόγιασε, ποτές δεν κατάλαβα...
- Σους μπρε, μη λέγεις τέτοια λόγια! Τυχερά είναι ούλα στη ζωή, τη νύφη σου την αρέσω και την καμαρώνω κι εσύ λέγε ο,τι θέλεις! Ξεχνάς που ο κανακάρης σου ξεροστάλιαζε κάτω απ' το παράθυρό της κι επειδή οι γονιοί της δεν τον θέλανε για γαμπρό τους έλεγε πως θα τοις την  κλέψει; Όμορφη κοπέλα είναι, έχει τη σειρά της, καλοαναθρεμμένη, τι θα τον έκαμνε άλλο για να τον ξελογιάσει; Και ποιος άντρας δε θα την ήθελε που είναι γκιουζέλ κοπέλα;
Όσο φούντωνε και την κατηγορούσε η Ντουντού, το πανέξυπνο και κοφτερό μυαλό της Σουλτάνας έπαιρνε στροφές... 
<Καλά που γλύτωσε η Χρυσώ από σένανε ζουρλή! Θα με πεις τώρα που την πλέρωσε η άλλη κοπέλα και σε φορτώθηκε... Ποιόνε να βρίσκαμε για να σε κουκουλώσουμε μπρε ζεβζέκα μπας και ξεκουμπιστείς απέ το σπίτι κι αφήκεις τα παιδιά στην ησυχία τους; Γλωσσοκοπάνα είσαι, εύκολο πράμα δεν είναι, αμά σ' αυτή τη ζήσει ούλα γένουνται... Άμα ήσουνε εντάξει, δε θα σε παράταγε ο άντρας σου που τον έψησες τόσα χρόνια το χριστιανό...> 
- Η Γεσθημανή που λες, θα την πάρει από νωρίς στο σπίτι της το Μεγαλοβδόμαδο να ζυμώσει εκεί τα τσουρέκια. Απ' ένα μεγάλο για τον καθένα θα σιάξει, να τα προσφέρει στο γαμπρό και το σόι του... Την είπε πόσες οκάδες να ψουνίσουνε απ' ούλα τα υλικά, να φέρει και τα βαμμένα αβγά κι άμα τα ζυμώσει και τα πάει στο φούρνο ευθύς αμέσως στο σπίτι της μετά. Εκεί θα πάνε ψημένα, να μυρίσουνε! Ωραία, πολύ ωραία και της μαμάς της, αμά σαν της Γεσθημανής λέει δεν είναι και θέλει τη δικιά της συνταγή! Και σιγά μη της την πει ολάκερη, ούλο και κάνα μυρουδικό θα την κρύψει... Κάτι βάνει μέσα αυτή που δεν το φανερώνει... 
- Σαν τι άλλο να βάνει μπρε συ; Αλεύρι, μαγιά, βούτυρο, αβγά, κομμάτι μαχλέπι και μαστίχα, γάλα... Σιγά το μυστικό! 
- Μπα... Άμε στο φούρνο κάθε Μεγάλο Σάββατο πρωί να διεις τα δικά της και πες με μετά! Πάνε πολλά χρόνια που ητανάνε ο γιος μου μικρός, ίσια με οχτώ χρονώ, όταν τον έδωκε ένα. Το έκρυψα έτσι που μοσκοβόλαγε για να μην αρτυθεί που θα μεταλάβαινε κι άμα γίνηκε η Ανάσταση και μετά που τέλεψε η λειτουργία και γυρίσαμε στο σπίτι, δεν εκρατιότανε, αυτό με ζήτηξε πρώτα να φάει! Κόβω μια βούκα κι εγώ να δοκιμάσω, άλλο πράμα ητανάνε
- Τι με λέγεις, τόσο πολύ ωραίο; Κι εσύ μπρε ξύπνια γυναίκα που είσαι,  δεν εκατάλαβες απέ την ουσία του τι άλλο μπορεί να είχε βάλει στη ζύμη; 
- Όχι Σουλτάνα μου! Η μαστίχα ακουγότανε κι αυτό έλιωνε στον στόμα σαν αφρός!
- Χμμμ... Και δεν έμαθες;
- Τη δεύτερη μέρα της Λαμπρής  που την είδα στο μπαχτσέ, πήρα ένα δικό μου και βγήκα γλήγορα γλήγορα και την είπα που στη ζωή μου τόσο ωραίο πράμα δεν είχα φάει ποτές και φυσικά την αρώτηξα πως τα κάμνει! Δοκίμασε το φίλεμα και με λέει όπως κι εσύ Ντουντού μου, πολύ σε πετύχανε! Την λέγω ναι, αμά σαν τα δικά σου δεν είναι και με είπε που το μυστικό είναι  στο ζύμωμα... 
- Ε, για να σε πει έτσι, αυτό θα είναι για!
- Όχι σε λέω! Μέσα κάτι ρίχνει και δεν το μαρτυράει! Αφράτα ούλες τα κάμνουμε, η ουσία είναι αλλιώτικη, σαν το βελούδο ένα πράμα! 
Η περιέργεια άρχισε να τρώει τη Σουλτάνα! Καλοφαγού και μερακλού στην κουζίνα, ήθελε πάντα να ψήνει τα καλύτερα! Κι όσο κι αν παινεύονταν όλες οι καλονοικοκυρές, σαν τον  τέντζερη της Γεσθημανής δεν έστηνε καμία! Και στα φαγητά και στα γλυκά ήταν άφθαστη, αλλά πάντα έκρυβε υλικά... 
- Δε με λες, ο μπαμπάς του Παρίση μαζί τους θα μείκει άμα παντρευτούνε;
- Όχι, στο δίπλα σπιτάκι που έχουνε... Δε θέλει λέει να είναι στα πόδια τους, άκου πράματα... Λες και θα τοις έπιανε τον τόπο ο άθρωπος...
- Μπράβο του! Εσύ να τα βλέπεις που φαγώθηκες να μένεις με το ζευγάρι! Μπρε συ, πόσο πάει, έχει περάσει τα εβδομήντα λες;
- Όχι για, καμιά εξηνταπενταριά είναι! Και μια χαρά βαστιέται, κοτσονάτος, με την κουστουμιέρα του, καθαρός, σινιαρισμένος κι αστραφτερός! Η Οβραία να 'ναι καλά που τοις παστρεύει, απ' όταν επέθανε η γυναίκα του την επήρανε για το σπίτι! Απέ το πρωί πάει, συγυρίζει, πλένει, μαγειρεύει, ως η ώρα μία τελεύει... Ξεσηκώματα έκαμε αυτές τις μέρες, άσπρισε την αυλή, την είπανε και για το καμαράκι που θα πιάσουνε να το σιάξει με τον καιρό... Σάματις θέλει τα πολλά πράματα ο μπαμπάς του για; Μπεκιάρης, ένα ξερό κορμί είναι... 
Τα μάτια της Σουλτάνας άστραψαν!
- Μπορεί να μη μείκει έτσι για ούλη του τη ζωή μπρε Ντουντού μου... Άμα παντρέψει και το γιο του, γιατί να μη βρει καμιά καλή γυναίκα της ηλικίας του κι αυτός; Στα παιδιά του βάρος δεν γένεται, από παράδες καλούτσικα βαστιέται, μια σύζυγο μπορεί να τη θρέψει... Και τότες, θα αφήκει το καμαράκι που λογαριάζει και θα πιάσει σπίτι μεγαλύτερο, άσκημα θα είναι; 
- Ε ναι, δε λέω... Καλός άθρωπος είναι, ευγένεια έχει, μακάρι... 


- Χριστός Ανέστη!
- Αληθώς Ανέστη! 
Οι ευχές ανταλλάσσονταν μεταξύ συγγενών, φίλων και γειτόνων στα φωτισμένα από τα λαμπροκέρια σοκάκια. Πόσο μα πόσο πολύ λαχταρούσαν τη νύχτα της Ανάστασης μικροί και μεγάλοι! Ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα και τα καινούργια παπούτσια, επέστρεφαν στα σπίτια τους φέρνοντας το Άγιο Φως. 
Μετά τον απαραίτητο σταυρό που έκαναν με τη φλόγα του κεριού στην εξώπορτα, άναβαν το καντήλι που περίμενε καθαρό, γεμάτο λάδι και πάντα με νέο φυτιλάκι. Στο τραπέζι τα μεγάλα  κόκκινα αβγά ήταν η χαρά των παιδιών που αδημονούσαν να τα τσουγκρίσουν. Πριν την καθιερωμένη σούπα, έτρωγαν πάντα κουλούρια και τσουρέκια που τα ζήλευαν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα αλλά ήξεραν ότι απαγορευόταν να φάνε. 
Η Σουλτάνα σερβίρισε και τράβηξε το αυτί του Ιάκωβου που δεν είχε αφήσει άσπαστο αβγό παίζοντας με τα ξαδέρφια του. Η πεθερά της, οι κουνιάδες της, η Ζωίτσα με τον άντρα της και τα δικά τους θηριάκια κι η πάντα ξινή Λαμπρινή που γιόρταζε, έτρωγαν κάθε χρόνο στο σπίτι τους. Την Κυριακή του Πάσχα πήγαιναν στο εξοχικό της οικογένειας κι οι αδερφές της με τις φαμίλιες τους και σούβλιζαν αρνί και κοκορέτσι. Επέστρεφαν αργά το βράδυ της Δευτέρας και την Τρίτη το πρωί πήγαιναν όλοι ευχαριστημένοι στις δουλειές τους. 
Αν και με λίγες ώρες ύπνου, τα παιδιά ξύπνησαν χαρούμενα. Έβαλαν σε μεγάλες τσάντες τα παιχνίδια τους και τιτίβιζαν σαν τα πουλάκια. Οι γονείς φορτώθηκαν καλάθια και τσάντες με όλα τα  Λαμπριάτικα καλούδια και ξεκίνησαν με γέλια και φωνές για το παραδοσιακό διήμερο. Η Σουλτάνα με τη Ζωίτσα είχαν πάει πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα κι είχαν ετοιμάσει το σπίτι που έμενε  κλειστό όλο το χειμώνα. Αέρισαν, σκούπισαν και σφουγγάρισαν, περιποιήθηκαν το κηπάκι που τους υποδέχθηκε φορτωμένο πολύχρωμα λουλούδια και μάζεψαν πασχαλίτσες σ' ένα κουτάκι για τη χαρά των παιδιών. 
Μετά το φαγοπότι και το χορό, βγήκαν τα καφεδάκια με τα κουλούρια. Οι άντρες είχαν καθίσει στο διπλανό τραπέζι κι έλεγαν τα δικά τους. Οι γυναίκες έπιασαν την κουβέντα, σχολιάζοντας τι φορούσαν οι γειτόνισσες το βράδυ της Ανάστασης.
- Δυο μέρες με πήρε το κέντημα στο γιακά της Χρυσώς! Ωραίο γίνηκε το φουστάνι της όμως, πολύ την πήγαινε!
- Ναι Φωτεινούλα, χάρμα ητανάνε! Κι ο Παρίσης απέ δίπλα την καμάρωνε! Και τσάντα και παπούτσια την πήρε, χώρια του αρρεβώνα σε λέει! Δυο ζεύγη απέ το μαγαζί μας ψούνισε κι ήρτε αυτός μετά και πλέρωσε το Γιωργάκη! Το έκαμε βλέπεις πάλι το θάμα της η Γεσθημανή! Χα χα χα! Είδες ωραίο κερί που την πήρε; Μήτε που μπόρεσα να διω καλά πως εδέσανε έτσι όμορφα τον κόκκινο φιόγκο για! 
- Πού να διεις κι εσύ μπρε Σουλτάνα μου, έτσι που σ' έπιασε στο μπούρου μπούρου η παλαβή η  Ντουντού; Ήθελα να ΄ξευρα τι σ' έλεγε ούλη την ώρα η ζουρλή!
- Κι ούλο νεύρα ητανάνε, την εβλέπαμε! Μπρε σεις, τη νύφη της με μισό στόμα την εφίλησε! Πολύ τη λυπούμαι την καημένη την κοπέλα, καλή με φαίνεται και ήσυχια... Δύσκολο πράμα να παντρεύεσαι και να παίρνεις μαζί και την πεθερά... Κι άμα είναι σαν τη Ντουντού... 
- Κακόγνωμη μπρε παιδί μου! Μια καλή κουβέντα δε λέει ο στόμας της ποτές, τι να σε κάμει κι αυτή η κοπέλα; Ούλα τη φταίνε για! 
Η Ανθούλα κουνούσε το κεφάλι αμίλητη. Είχε άσχημη εμπειρία αφού έζησε για χρόνια στο ίδιο σπίτι με πεθερικά και κουνιάδες. Η Σουλτάνα αγκάλιασε την κυρά-Δόμνα, την πεθερά της και τη φίλησε πολλές φορές.
- Αυτά που λέμε είναι για τις άλλες, όχι για σένα μαμά που είσαι ένας άγγελος! Την καλύτερη πεθερά του κόσμου έχω! Κι άμα έκαμνε η ανάγκη να μείκουμε μαζί, πρόβλημα κανένα δε θα είχα! Χίλια χρόνια να ζήσεις!
- Να 'σαι καλά κόρη μου, την ευχή μου να 'χεις! Να μη μ' αξιώσει να γένω βάρος στα παιδιά μου, σεις στα σπίτια σας κι εγώ στην κόχη μου... Στεναχωριέμαι μ' αυτά που ακούω, κρίμας είναι για το αντρόγυνο... 
- Την κάμαρά τους ανοίγει στα άξαφνα συμπεθέρα! Και μια φορά πια που την εκλειδώσανε, γίνηκε πολύ μεγάλο πατιρντί, ούλος ο μαχαλάς στο ποδάρι εσηκώθηκε! 
- Πα πα πα! Ένα χρόνο τώρα αυτά τραβούνε; Δε με λέτε, παράδες δικοί της έχει αυτή;
- Έχει βέβαια, εργαζούτανε από μικρή! Κι ο γιος της ούλο την έδινε για να τα φέρνει βόλτα στο σπίτι, κομπόδεμα γερό έχει για!
- Αυτό πολύ καλό είναι! Να πιάσει ένα σπιτάκι και να μείκει μόνη της, ν' αφήκει το ζευγάρι στην ησυχία του! 
Η Σουλτάνα σταύρωσε τα χέρια με μια κίνηση απελπισίας.
- Μια φορά που την είπε τέτοιο πράμα ο γιος της, σκοτωμός γίνηκε! Τι που με πετάει όξω το παιδί μου εφώναζε, τι που η νύφη εμπήκε στη μέση για να τοις χωρίσει, κατάρες και κακό ν' ακούγατε! Με τα είπε ούλα η Γεσθημανή απέ δίπλα, πολύ συχυσμένη ητανάνε κι αυτή... Μπρε σεις, εμένα άλλο πράμα με περνάει απ' τον μυαλό μου και να σας πω την πέταξα την κουβέντα μου τη Ντουντού... 
- Πες μπρε Σουλτάνα!
- Να παντρευτεί τρομάρα της! Να στραβωθεί κάνας άθρωπος να την πάρει να φύουνε και να ησυχάσει κομμάτι το αντρόγυνο!
Η γυναικοπαρέα ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
- Τριάντα χρόνια και βάλε έτσι έμεικε, τώρα θα βρει άντρα να τη στεφανώσει; Και πού θα τον ψάξει αφού στο μαχαλά την ξεύρουνε ούλοι που κάμνει τέτοια πράματα στη νύφη της; Καλό χαραχτήρα δεν δείχνει για!
- Ναι, το ξεύρω... Αμά σκέπτουμαι ότι μπορεί και να τη φταίει που είναι τόσα χρόνια δίχως άντρα και κάμνει τέτοια πράματα... Η αλήθεια, στάθηκε πολύ τίμια ούλα της τα χρόνια, πολλοί την έκαμναν τα γλυκά μάτια και τη θέλανε αμά αυτή εκεί, σπίτι και δουλειά κι άλλο τίποτις... Καθαρή είναι, νοικοκερά, άξια σε ούλα της και ομορφογυναίκα εδώ που τα λέμε... Δεν είδατε που φορούσε τη ζώνη κι έκοβε ωραία τη μέση της; Μήτε τις πολλές ζάρες έχει στο μούτρο της, μια χαρά παντρεύεται σας λέγω! 



Η Γεσθημανή κοιτούσε χαμογελαστή τις βέρες που έλαμπαν στα δάχτυλα του ζευγαριού. Ο ιερέας που τις ευλόγησε στο εικόνισμα της Παναγίας, ευχήθηκε "ταχείαν στέψη" και κάθισε δίπλα της. Χρυσώθηκαν κι από τα δύο σόγια, με ωραία κοσμήματα βαριά κι ακριβά. Μενταγιόν, βραχιόλια, σκουλαρίκια, χοντρές καδένες, καρφίτσες, σταυροί, ρολόι και μανικετόκουμπα, έβγαιναν από τις τσάντες και τις τσέπες σε βελούδινα κουτάκια. Το δαχτυλίδι που πέρασε ο γαμπρός στη νύφη, ήταν μεγάλο με πέτρα πολύτιμη. Οι γονείς κι ο αδερφός της Χρυσώς αντάλλαξαν και με τον πατέρα και τη θεία του δώρα, χωρίς να ξεχάσουν τη Γεσθημανή που μεσολάβησε. Εκείνη θαύμασε τη μεταξωτή μπλούζα και την εσάρπα και τους χιλιοευχαρίστησε. 
- Και στα στέφανα παιδιά μου! Άιντε, του χρόνου τέτοια μέρα, το  μπέμπη σου να ετοιμάζεις κόρη μου! 
Ο ασημένιος δίσκος με τα κουφέτα πέρασε στο μπουφέ και το τραπέζι στρώθηκε με όλα τα καλά. Στη μέση η πορσελάνινη πιατέλα με τα κόκκινα αβγά, για να τιμήσουν την Ανάσταση του Χριστού. Αρνί ψητό με ολόκληρες στρογγυλές ροδοψημένες πατατούλες, συκωταριές, τζιγεροσαρμάδες, σουτζούκια, λουκάνικα, πίτες με κρέας και τυρί, σαλάτες και ξέχειλες καράφες με κρασί καλό. Ο ιερέας έφαγε ελάχιστα κι αφού ευχήθηκε για μια ακόμα φορά αποχώρησε. Ακολούθησε χορός και τραγούδι μέχρι το ξημέρωμα. 

Το πρωινό της Τρίτης βρήκε τη Σουλτάνα να πίνει τον καφέ της ήσυχα και να χαζεύει φιγουρίνια στο περιοδικό, αφού τα παιδιά της ξεθεωμένα από το παιχνίδι στην εξοχή κοιμόντουσαν ακόμα και στο σπίτι επικρατούσε ηρεμία. Πέρασε ακόμα μια φορά τα νύχια της με κόκκινο μανό περιμένοντας την Ανθούλα που θα έφερνε και τα δικά της παιδιά. Σα μεγαλύτερη η ανιψιά της θα μπορούσε να τα προσέχει και θα έφευγαν οι δυο αδερφές για επίσκεψη στη Γεσθημανή. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου το είχε κανονίσει μαζί της. 
- Και πολύ πρωί δε θα σε έρτουμε, κατά η ώρα έντεκα και μετά. Θα είσαι κι απέ την αρρεβώνα ξενυχτισμένη κι εμείς θ' αργήσουμε να γυρίσουμε τη Δευτέρα. Θέλει κι η Άνθω να σε διει, ούλο μ' αρωτάει για σένανε! Πολύ σε αγαπάει κι εκείνη για! 
- Μετά χαράς κοκόνα μου, ελάτε να πιούμε καφεδάκι! 
Ο Αλέκος όρμησε σαν το σίφουνα στο σπίτι κι έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο των ξαδέρφων του που είχαν πιει πριν λίγο το γάλα τους. Σε λίγα λεπτά οι φωνές των αγοριών ξεσήκωσαν το σπίτι. Η Σοφούλα σοβαρή και συγκρατημένη, υποσχέθηκε στη θεία και τη μαμά της ότι θα παίζει με τη Δόμνα αλλά δε θα τους αφήσει απ' τα μάτια της. Η Σουλτάνα πήρε το στολισμένο με κορδελίτσες καλαθάκι με τ' αβγά, τα κουλούρια και το τσουρέκι και σε λίγη ώρα με ευχές και φιλιά το προσέφερε στη Γεσθημανή. 
- Για πες μας πως τα πέρασες στις αρρεβώνες, ωραία ητανάνε; 
Τις περιγραφές για τα ρούχα και τα κοσμήματα διέκοψαν οι φωνές της Ντουντούς από δίπλα. 
- Πάλι τρώγεται αυτή... Μπρε κόρες μου, κάθε τρεις και λίγο αυτό γένεται... Πού θα πάει αυτό το πράμα δεν ξεύρω... 
Η Σουλτάνα κατάπιε βιαστικά την τελευταία γουλιά του καφέ της.
- Ξεύρω εγώ κυρά-Γεσθημανή μου! Ο μόνος τρόπος, είναι να παντρευτεί! Γαμπρό όμως πού θα τη βρούμε για;

16 σχόλια:

  1. Σκέτη απόλαυση είσαι μάνα μου!!!!
    Τι να σε πω μπρε;;;;;;
    Κείνη η πεθερά που άνοιγε τις πόρτες;;;;;
    Βαγγελίστρα μου!!!!
    Κάθε φορά τα ίδια μου έρχονται να γράψω...
    Αυτές οι εικόνες σου, οι διάλογοι, σαν να είμαστε σε μια γωνιά και να παρατηρούμε!

    Απίστευτη είσαι μάτια μου!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αντιγονάκι μου αγαπημένο, για μια ακόμα φορά θα σου πω ότι αφού δεν άκουσες τη Σουλτάνα να τα διηγείται δεν απολαμβάνεις τίποτα! Χα χα χα!
      Η πεθερά εξακολούθησε να κάνει το ίδιο και στην Αθήνα! Όταν το ζευγάρι πήγαινε στην κρεβατοκάμαρα, περίμενε μια ώρα περίπου κι άνοιγε ξαφνικά!
      Θα παρατηρήσεις πολλά ακόμα, όρεξη να έχεις κοριτσάκι μου!

      Σ΄ευχαριστώ πολύ και σου στέλνω γλυκά φιλάκια, καλή Κυριακή να έχεις!

      Διαγραφή
  2. συμφωνώ με την αντιγόνη....εξαιρετική για ακόμη μια φορά αιώνια...να σαι καλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κι εσύ να είσαι πάντα καλά Παναγιώτη μου, σ' ευχαριστώ πολύ!

      Φιλιά!

      Διαγραφή
  3. Αχ αυτές οι πεθερές, φτου φτου στον κόρφο μου λολ... Χριστός Ανέστη και Χρονια σου Πολλα με οτι αγαθό επιθυμείς ! Τα φιλια μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αληθώς Ανέστη!
      Χρόνια πολλά Εύη μου, να χαίρεσαι την οικογένειά σου!
      Οι πεθερές είναι μεγάλο κεφάλαιο... Υπάρχουν δε κάποιες που δεν παλεύονται με τίποτα, αρρωστημένες καταστάσεις βιώνουν πολλές...

      Φιλάκια πολλά!!!

      Διαγραφή
  4. Αχ!! μου έμεινε το πλεχτό στο χέρι..χι.χιχ. και ενα στόμα τόσο μεγαλο ανοιγμενο.. αχ!! ηντα μου θύμισες μπρε Μαιρούλα μου με την πεθερά να μπαινει στο δωμάτιο..!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!πανω που είχα ξεχασει .. τσούπ μου βγήκαν στην επιφανεια..... υπαρχουν και χειρότερα απο αυτό......καποια στιγμή θα τα πούμε.. παντως το πλεχτό έμεινε αποψε παραπονεμενο.. με απορόφησε το διάβασμα αυτήν την φορα..χι.χι.. μου έχει πέσει λιγη δουλιτσα και αργώ στις επεισκεψεις μου.. χι.χχ. να είσαι καλα και θα ήθελα να σε δώ και αλλού ξερεις εσύ.. μας έχεις λειψει... εμενα πρωτα.. φιλακιαααααααα....!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ωχ ωχ ωχ! Τι σου έφερα στο μυαλό αγάπη μου!!!
      Πολλές κοπέλες βίωσαν παρόμοιες καταστάσεις δυστυχώς... Όταν το μυαλό της μάνας είναι άρρωστο, γιατί αυτό πιστεύω, άστα να πάνε...
      Πλέξε με την ησυχία σου κι άσε τις επισκέψεις τώρα, γιατί προβλέπω τα κουβάρια να βάζουν τα κλάματα!
      Κι εσύ να είσαι πάντα καλά, δεν υπάρχει περίπτωση να χαθούμε μεταξύ μας.

      Πολλά φιλάκια χρυσοχέρα μου!

      Διαγραφή
  5. Αυτο παιδι μου λέγεται τα πεθερικά ανάλεκτα σε γλυκοφιλω ομορφια μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κάτια μου γλυκιά είναι να μη σου τύχει...

      Φιλάκια πολλά κοπέλα μου!

      Διαγραφή
  6. Που να βρει άντρα η Ντουντού Μαίρη μου όποιος την πλησιάζει θα φεύγει τρέχοντας απ'τη γλώσσα της!
    Πολύ όμορφη η νέα ιστορία που μας ξεκίνησες!

    Φιλάκια γλυκά σου στέλνω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ζουζούκα μου αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα.
      Είχε βγάλει κακό όνομα αφού άνοιγε το στόμα της και δεν ήξερε πόσα έσερνε στη νύφη της...
      Πάντα κάπου υπάρχει ένα θύμα βέβαια... χα χα χα!

      Ανταποδίδω τα γλυκά φιλάκια σου, έρχονται σύντομα γιατί φυσάει αρκετά!

      Διαγραφή
  7. Γλυκια μου φιλη καλησπερα προσπαθω να σου στειλω μειλ αλλα δεν γινεται δεν ξερω γιατιν ολον αυτον τον καιρο που ξερης ποσο δυσκολα περναω μου κρατας την ποιο ομορφη συντροφια μην νομιζης οτι σε ξεχασα!!! σε φιλω!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σοφούλα μου αγαπημένη Χριστός Ανέστη!
      Χρόνια πολλά με υγεία κι ευλογία, να χαίρεσαι την οικογένειά σου!
      Ακριβώς το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζω εδώ κι αρκετό καιρό, από το θλιβερό συμβάν προσπαθώ να επικοινωνήσω μαζί σου αλλά το μήνυμα επιστρέφει...
      Καλή δύναμη να έχεις κορίτσι μου κι υπομονή...
      Εύχομαι σύντομα να καταφέρουμε να τα πούμε.

      Πολλή αγάπη και φιλάκια σου στέλνω!

      Διαγραφή
  8. Καλό μήνα,Μαιρούλα! Άργησα λίγο,αλλά τα κατάφερα τελικά να περάσω.Φτιάχνω καφέ και επανέρχομαι ,για να διαβάσω με την ησυχία μου,όλα όσα έχασα.
    Φιλάκια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τριανταφυλλένια μου καλό και χαρούμενο μήνα, δικός σου είναι! Μη μου απολογείσαι γλυκιά μου, όταν κι όποτε μπορούμε πάμε επίσκεψη στις φίλες!
      Καφεδάκι και διάβασμα, ίδια εγώ είσαι!!!

      Φιλάκια Μαγιάτικα!!!

      Διαγραφή