.

.
.

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Ζωηρή πολύ τον βγήκε...

- Καλύτερα που οι άλλοι δεν είχανε έρτει πιο νωρίς Ραμπελίτσα μου... Δεν τις είδες αυτές τις καρακάξες τις συννυφάδες σου που σε κοιτούσανε με μισό μάτι; Εμ, βέβαια, σε λένε αυτή ποια είναι που μπήκε στο σόι μας; Κι αν πεις για τη μάνα του...
- Μμμμμμ....
- Έτοιμη να σκάσει ητανάνε...
- Να σκάσει και να πλαντάξει! Κι αυτές πια οι συννυφάδες μου οι φαντασμένες, μείκανε εδώ πάλι για να τήνε παρηγορήσουνε... Οι κουνιάδοι βλέπεις, είχανε τις δουλειές τους κι έπρεπε αμέσως να φύγουνε... Καλύτερα, σιγά μην ήθελα να βλέπω τα μούτρα τους, στα τσακίδια να πάνε!
- Τυχεροί σταθήκαμε παιδάκι μου και γίνηκε ο γάμος... Καμιά φορά με το πες πες αλλάζουνε τα μυαλά του άντρα...
- Ναι καλέ μαμά, αμά έτσι που έκαμε ο Παντελής σαν τρελός για μένανε, λες να με παράταγε στο τέλος;
- Ποτές δεν ξεύρεις τι γένεται... Είδα κι έπαθα ίσια με να σε διω να βγεις στεφανωμένη με δόξα και τιμή απέ την εκκλησία...
- Κι εγώ μη νομίζεις που ήμουνα ξέγνοιαστη, πολύ φόβο είχα... 
- Ας μην είχε ο Καμανταρίδης λερωμένη τη φωλιά του και θα σ' έλεγα... Ακόμα έτσι θα σε τράβαγε...
- Η αλήθεια σ' αυτόνε το χρωστάω που τον μίλησε και γίνηκαν όλα γρήγορα και καθωσπρέπει!
- Ναι, ναι... Τη σαντέζα πάει και τη βρίσκει ακόμα;
- Φυσικά! Να είναι καλά κι αυτή που βοήθησε χωρίς να το ξεύρει... 
- Αυτό πάλι πού το πας; Χα χα χα! Η Καμανταρίδη ήρτε καθόλου εδώ ξανά;
- Απ' το γλέντι και μετά όχι... Με φέρνεται όμως ωραία, δε μπορώ να πω... Είδες τι γάμο μας έκαμε και το κολιέ που με δώρισε!
- Πολύ πλούσια ούλα τα έκαμε, να 'ναι καλά! Οι γειτόνισσες τα χάσανε άμα τους είπα και για τα μαργαριτάρια! Το φυσάνε και δεν κρυώνει με την τύχη σου... Τριανταπέντε χρονώ τους έχω πει που είναι ο άντρας σου να ξεύρεις, μη σε πιάνουνε στη γλώσσα τους... Δεν τόνε φαίνουνται η αλήθεια, λεβέντης είναι! 
- Ναι, πολύ πιο νέος δείχνει...
Σκέπτουμαι την κουμπάρα που θα τήνε ξεψαχνίζουνε οι άλλες... Ακόμα περιμένουνε για την πλύση! Χα χα χα!
- Κι εμένα για τα σερβιρίσματα! Χα χα χα! Κυρίες αυτές, κυρίες κι εμείς! Είδες μαμά;
- Και είδα και βλέπω κι ακόμα να το πιστέψω! 
- Όλα καλά μας πάνε... Φτου φτου φτου!
- Το σταυρό και τη χάντρα να μη τα βγάζεις απέ πάνω σου, πρόσεχε! Απ' το κακό το μάτι άλλο χειρότερο δεν υπάρχει! Δε με λες, η πεθερά σου θα έρτει να σας κάμει επίσκεψη;
- Τι με λέγεις κι εσύ τώρα; Αυτή μήτε το όνομά μου δε θέλει να ξεύρει...
- Ε... Θα μαλακώσει, πού θα πάει; Το δικό τους δεν επέρασε, θα το πάρουνε ούλοι απόφαση...
- Θα διούμε... Ο γιος της πάει την εβδομάδα δυο φορές και τήνε βλέπει...
- Μάνα του είναι, καλά κάμει! Θα τόνε βάζει λόγια βέβαια και πρόσεχε παιδάκι μου!
- Κλαίγεται συνέχεια που δε μπορεί τα πολλά πολλά... 
- Θα σε πω τι θα κάμεις! Πάντα να τον αρωτάς πως είναι και να τη στέλνεις χαιρετίσματα!
- Ναι, σιγά...
- Αυτό που σε λέγω! Να τη μηνύσεις να έρτει κι εδώ, να φάει και να πιει απ' τα χέρια σου και να διει περιποίηση!
- Δε θα έρτει μπρε μαμά σε λέω! Στο γάμο παραλίγο να με έπνιγε, δεν τήνε είδες;
- Άμα πνίγανε οι πεθερές ούλες τις νύφες που δε θέλανε, ζωντανή καμιά δε θα είχε μείκει!
- Δίκιο έχεις! Χα χα χα! 
- Εσύ Ραμπελίτσα μου θα κάμεις το πρέπον κι ο άντρας σου θα σε βλέπει μ' άλλα μάτια!
- Καλά... Για πες με, πότε τελεύουνε τ' ασπρίσματα στο σπίτι;
- Όπου να 'ναι... Ακόμα τίποτις σε κανένα δεν έχω πει στη γειτονιά, δεν ξεύρουνε που θα φύγουμε... Το μπαμπά σου πολύ τον αρέσει κει που τον έβαλε ο Παντελής, να 'ναι καλά! Μιλούνε, καφεδάκο πίνουνε, τσάι, με φέρνει και του κόσμου τα νέα! Κι ο αδερφός σου τούμπες κάμει που αλλάζει η ζωή μας! Ποιος το περίμενε... Χρυσό άθρωπο πήρες παιδάκι μου, με την τύχη σου μίλησες! 

Μετά τη γέννηση του γιου τους που τρέλανε τον Παντελή, η μητέρα του την επισκέφτηκε στην κλινική για να δει το μοναδικό αγόρι της οικογενείας τους και να το ασημώσει. Οι άλλοι είχαν αποκτήσει κορίτσια. Στο σπίτι τους πάτησε μόνο τη μέρα της βάφτισης για το γλέντι μετά το μυστήριο στην εκκλησία, συγκινημένη που ακούστηκε το όνομα του συζύγου της. Τη συνόδευαν οι γιοι κι οι νύφες της και τους κοιτούσαν με μισό μάτι. Στη Ραμπελία και τους γονείς της δεν έδινε κανείς τους σημασία. 
- Λες και δε θα τα μάθαινε ούλα η πεθερά σου; Τούρκα απ' την αρχή ητανάνε, που σ' έλεγε η κόρη του καλαθά, τώρα σε λέει και δούλα και η κόρη της πλύστρας... Κρυφό δε μείσκει τίποτις  κόρη μου... Τα περίμενα η αλήθεια...
- Το ξεύρω μπρε μαμά... Ρεζίλι θα μας έχει κάμει με τόσα λόγια που μας σούρνει... Αλλά και πάλι να σε πω, δε με νοιάζει! Παντρεύτηκα το γιο της κι ας λέει ο,τι θέλει, το δικό μου πέρασε! Πάλι καλά που τον έκαμα και το παιδί, είναι κι αρσενικό!
- Το μόνο αγόρι! Άιντε, άμα φτάσει στο χρόνο, να κάμεις ένα ακόμα, κοντά να είναι!
- Δε θα 'σαι καλά! Σιγά μη κάμνω αυτή τη δουλειά, να γεννοβολώ συνέχεια! Έπειτα κι ο άντρας μου δεν είναι κάνας μικρός, πόσα μωρά θα νταντεύω για; Μια χαρά είναι, ένας και μοναδικός! Σκάσανε απ' το κακό τους οι άλλοι με τα θηλυκά, ο γιος μου θα πάρει και το μεγάλο σπίτι που γράφει απ' όξω το όνομα του παππού! Ζουλεύουνε πολύ, λυσσάνε!  
Ο Παντελής ζούσε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη νέα γυναίκα του και το όμορφο παιδάκι τους.
Οι γιορτές κι οι συγκεντρώσεις με χορό και τραγούδι, καλό φαΐ και μπόλικο κρασί έδιναν κι έπαιρναν στο σπίτι. Η Ραμπελία ντυνόταν και στολιζόταν όλη μέρα, ρίχνοντας αρκετό από το βαρύ κι ακριβό της άρωμα παντού. Και στην κρεβατοκάμαρα και στη σάλα και στις κουρτίνες και στις πετσέτες. Ακόμα και στα χαλιά και στο μικρό πατάκι της εξώπορτας.
<<Να με μυρίζουνε ούλοι παντού κι όξω και μέσα στο σπίτι μου! Πάει ο καιρός που μετρούσα τοις παράδες μου για να πάω να ψουνίσω μετρημένες σταγόνες... Τώρα μπαίνω στο μαγαζί και το σηκώνω ολάκερο!>>
 Ο Καμανταρίδης που ήταν πλέον και ο νονός του μικρού, έβρισκε πάντα αφορμές για να ξεπορτίζει και "να βλέπει το βαφτιστήρι" κι η σαντέζα λάμβανε τακτικά βελούδινα κουτάκια από το πιο γνωστό κουγιουμτζίδικο της Πόλης.
Με τον καιρό άρχισε η Ραμπελία τα παιχνίδια. Αυτά που κάνουν οι εικοσάχρονες κοπέλες με αγόρια της ηλικίας τους και λίγο μεγαλύτερα όταν είναι όμορφα... 
Το μάτι της έπαιζε όταν έβλεπε άντρα νέο και ασίκη! Δεν ήταν λίγες οι φορές που τους φλέρταρε χωρίς αναστολή!
Ένα απόγευμα ο Γιάννης, ο άντρας της Ανθούλας, γύριζε από την αδερφή του και στάθηκε για λίγο στο μαγαζί του Γιώργου. Εκείνος έλειπε για κάποια δουλειά και τον περίμενε. Η Ραμπελία απ' έξω φορτωμένη ψώνια, χάζευε τη βιτρίνα με τα παπούτσια. Εκείνος βγήκε στην πόρτα με ύφος και αέρα ιδιοκτήτη. Κλασική αντίδραση μέχρι τα γεράματα...
- Ελάτε, περάστε να διείτε τι καλά πράματα που έχουμε! 
Της άρεσε ο ξανθός νέος με το ωραίο παράστημα. Σε λίγο είχαν πιάσει την κουβέντα και προθυμοποιήθηκε να της πάει τα πακέτα και τις τσάντες στο σπίτι, για να φανεί κύριος καθώς πρέπει και περιποιητικός. Έτσι έκανε πάντα όταν συναντούσε νέες γυναίκες που του άρεσαν. Θεωρούσε τιμή του ότι ήταν μπερμπάντης και χαιρόταν για τη νέα του κατάκτηση! Εκείνη δεν του είπε ότι ήταν παντρεμένη, ούτε ότι είχε παιδί... 




Η Ανθούλα ήπιε ένα γεμάτο ποτήρι νερό πριν συνεχίσει. 
- Ακούς πράματα; Ακούω να λες!
- Και τι έγινε, μπήκε μέσα;
- Όχι, ευτυχώς! Εφοβούτανε και τα λόγια του κόσμου βλέπεις η αρσίζα! Ραντεβού όμως τον έδωκε την άλλη μέρα!
- Ωχ! Και πήγε λες; 
- Με είπε όχι... Γίνηκε κι η κουβέντα με τη Σουλτάνα για τον άντρα της Αλεξάνδρας που τον έλεγε πόσο την άρεσε με τη στολή του κι αυτά, ο Γιάννης άμα άκουσε το όνομά της ήρτε κι έκατσε δίπλα μη και τον ξεφύγει τίποτις... Χα χα χα!
- Γελάς, ε; Αυτό δε μπορώ να το καταλάβω, άλλη στη θέση σου...
- Ε κι εσύ... Τόσα χρόνια έχουνε περάσει...
Αιώνια Ανθούλα! Μια ζωή ήθελε να ξέρει και να βλέπει όσα τη βόλευαν... Τα καμώματα του γυναικά συζύγου της έφερναν καβγά και μούτρα μέχρι να της πει όποια δικαιολογία του ερχόταν στο μυαλό. Την άλλη στιγμή ήταν μέλι γάλα... 
- Έτσι τα σπίτια δε χαλνάνε γιαβρί μου, μη κοιτάς τις τωρινές! Οι άντριδοι αυτά κάμνουνε πάντα κι οι γυναίκες πρέπει να βαστούνε καλό τιμόνι! Κάμποσες φορές τον είπα που φεύγω βέβαια, αμά δε θα το έκαμνα! Πού να πάγαινα με δυο παιδιά για; Αυτόνε όμως τον πήγε νααααα!
- Η Σουλτάνα;
- Φωτιά και μη νερό! Ίσια με τα τώρα, βλέπεις που δε τόνε θέλει καθόλου! Η αλήθεια, πάντα μ' έλεγε που θα μ' έπαιρνε στο σπίτι της, αμά εγώ δε το έκαμνα ποτές αυτό... Και τότενες που γίνηκε το μεγάλο πατιρντί που τόνε τσάκωσε και με πήρε, στο θάνατο έφτασε εκείνος!
- Και πόσα δε θα είχες πάρει χαμπάρι... Χα χα χα!
- Πολλά! Χα χα χα! Στη δουλειά πάγαινα, να το σπίτι, τα παιδιά, οι έγνοιες... Πού να ξεύρω τι γενούτανε ούλη την ώρα;
- Δεν ήθελες να ξέρεις πιστεύω... 
- Σ' έχω πει που ητανάνε πολύ καλός σύζυγος και πατέρας... Είχε να πούμε αυτό το χούι στα νιάτα του, όπως οι πιο πολλοί... Η αλήθεια τόνε ριχνόντουσαν πολλές, τόνε λιμπιζούντουσαν!
- Κι έκανε ψυχικά... Χα χα χα! Και για τη Ραμπελία πως το έμαθες;
Ήρτε κείνη τη μέρα και κάτι είπε την τρελή τη νοικοκυρά για τα κάρβουνα... Αυτή ητανάνε πολύ κακιά γυναίκα, θυμάσαι που σε είχα πει; Ο Γιάννης είχε ένα τενεκέ στο μπαχτσεδάκι και τα έβαζε μέσα. Άμα έψηνε την όρνιθα και τοις κιοφτέδες, την έφταιγε η κάπνα κι ούλο φώναζε! Απ' το κακό της επάγαινε απ' την άλλη μεριά στο ταρατσάκι και πέταγε τα απόνερα, όπως και στα ρούχα, να και μουσκεύανε τα κάρβουνα! Μια δυο, την είπε που κάμει αυτό το κακό πράμα και στήθηκε πατιρντί! Βγήκε κι ο άντρας της και τον είπε ένα σωρό λόγια κι ύστερα που μπήκε μέσα τον έβριζε... 
<<Εμένα θα πει αυτά τα πράματα; Μακάρι να μ' έμοιαζε που είμαι πολύ κύριος! Εμείς φταίμε που μνήσκουμε στο παλιόσπιτό τους και το νοικοκυρέψαμε! Το μούτρο του να διει που είναι σαν το γουρούνι κι η γυναίκα του η γουρούνα, η τσιγκουναρού που μόνο παράδες ξεύρει να μετράει! Αυτή τόνε ταίριαζε, ίδιοι είναι! Εγώ έχω καλύτερη γυναίκα κι ας μη βρήκα λίρες! Κι άμα ήθελα καμιά παραλού,  έτσι να έκαμνα μια σήμερα και θα είχα πιο πολλά! Αυτός θα πει κακό για μένανε; Φτου και στων δυονώνε τα μούτρα!>>
Εκεί παραλίγο να στηθεί άλλη φασαρία! 
- Τι λέγεις, ποια παραλού, ποιες λίρες;
- Ωχ κι εσύ μπρε γυναίκα άσε με! Είπα άμα ήθελα, δεν είπα που έκαμα κάτι! 
- Να με πεις τώρα! Απέ την αδερφή σου δε με είπες που ήρτες και πέρασες απ' του Γιωργάκη κι έλειπε;
- Ναι! Κι ήρτε μια να ψουνίσει με πόσες τσάντες στα χέρια της και ζήτηξε να τα πάει κάποιος ίσια  με το σπίτι της! Γιατί να έπαιρνε άλλος το μπαξίσι μπρε γυναίκα; Τα πήγα εγώ! Και για να διεις τι άντρα έχεις, τα γλυκά μάτια μ' έκαμε αλλά εγώ έφυγα...
Το επόμενο πρωί μετά τη συζήτηση για τη Ραμπελία, έμαθε σε ποιαν αναφερόταν... 
- Και τι άλλο σε είπε η Αλεξάνδρα μπρε Σουλτάνα; 
- Τριάντα νοματαίους θα έχουνε στη γιορτή! Μήτε πέντε, μήτε δέκα! Έχει κύκλο βλέπεις ο Παντελής κι ούλοι ένας κι ένας είναι! Αρνιά θα ψήσουνε στην ταβέρνα, κοκορέτσια, έτοιμα ζεστά θα τα πάρει στην πόρτα της... Η μαμά της θα σιάξει τις πίτες και τα γλυκά κι αυτή άιντε το πολύ πολύ να κόψει τις σαλάτες και τα τυριά, άλλο τίποτις δε θα κάμει για να μη κουραστεί... 
- Και τα όργανα στο σπίτι τα φέρνουνε;
- Βέβαια! Βγάζει σε λέει τη μεγάλη κομότα και τις ανθοστήλες και βάνει καρέκλες και δυο μικρά στρόγγυλα τραπεζάκια σαν του καφενέ για να ακουμπούνε τα πιοτά και τα τασάκια! Κάθε μα κάθε χρόνο γένεται μεγάλο γλέντι! Αμά και συχνά, ούλο ταβατούρι είναι, τραπεζώματα και χοροί! Ζωηρή πολύ τον βγήκε, ούλο τοις άντριδοι κοιτάει με είπε... Να τσαλίμια και νάζια, χώρια που κάθε μέρα βγαίνει για ψούνια με τις ώρες... Κι απέ παράδες, ξοδεύει αβέρτα! 
Η Ανθούλα έβλεπε τον άντρα της να ρουφάει κάθε λέξη κι είχε κατεβασμένα μούτρα μέχρι την επόμενη μέρα... 

- Με το ρολόι στο χέρι ήμουν και μες στη σκάση απέ κει κι ύστερα! Στη δουλειά πάγαινε κι εγώ μέτραγα τις ώρες για να σκολάσει και να έρτει σπίτι! Με είχε πει κι αυτά η Σουλτάνα για κείνη, είχε βλέπεις και ο Γιάννης το ελάττωμα που δεν ήθελε και πολύ και πού να ησυχάσω... Μετά κάμποσα χρόνια, πέθανε ο άντρας της, το παιδί ητανάνε ίσια με δεκαοχτώ χρονώ... Η πεθερά είχε πεθάνει κι αυτή, τον άφηκε τη σπιταρόνα κι είχανε πάει εκεί και μνήσκανε. Άμα χήρεψε, νοίκιασε το άλλο κι έπαιρνε μπόλικοι παράδες, πολύ μεγάλο ητανάνε! Στα δυο χρόνια, βρήκε άλλονε κι έκαμνε πάλι μια χαρά τη ζωή της! Στο χρόνο απάνου παντρεύτηκε ξανά και σε λίγο γίνηκε και γιαγιά! Ο γιος της επήρε μια κοπέλα με περιουσία μεγάλη κι απέ οικογένεια καλή... Στα δέκα χρόνια ήρτανε στην Ελλάδα κι αυτοί... 
- Έζησε όπως ήθελε... 
- Τυχερή, πολύ τυχερή ητανάνε! Κρατούσε ψηλά την τιμή της σαν κορίτσι κι εχτιμήθηκε τότες, καλοπαντρεύτηκε κι αφού τον έδεσε για τα καλά έκαμνε μετά τα δικά της... 
- Εδώ τους είδε η Σουλτάνα καθόλου;
- Μπα, όχι... Δεν είχανε και πολλά πολλα βέβαια... Ητανάνε στη Σμύρνη τότε με τον Ιάκωβο κι άμα ήρτε στην Πόλη για να μας διει τα έμαθε... Ετοιμαζούτανε κι η Αλεξάνδρα να έρτει κι είχε κι αυτή βάσανα με την κουνιάδα της, άστα...
- Τι έπαθε; 
- Θα σε πω... Να βάλω το νερό για το τσάι στη φωτιά μια στιγμή, πάμε μέσα τζιέρι μου!

10 σχόλια:

  1. Βάλε το τσάι στη φωτιά και έφτασα για κουτσομπολιό!
    Τι έπαθε η Αλεξάνδρα καλέ;

    - Έζησε όπως ήθελε...
    Αυτό το κρατάω!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έλα Αντιγονάκι μου, θα βγάλω και το φτυάρι... χα χα χα!
      Τραβήγματα είχε με την αρσίζα που έμπλεξε ο γαμπρός της, πού να στα λέω...

      Κράτα το και κάνε το ίδιο αγάπη μου, ζήσε όπως θέλεις!

      Σε φιλώ, καλή εβδομάδα!

      Διαγραφή
  2. καλημερα και καλη εβδομαδα να εχεις γλυκια μου! φιλακια πολλα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλή και πολύ εκφραστική εβδομάδα Κικίτσα μου!

      Φιλάκια και πολλή αγάπη!

      Διαγραφή
  3. Εβαλες το τσάι στην φωτιά
    Για να ρθουμε με την Αντιγόνη για κοινωνική κριτική και άλλα πολλά ;-)
    Μαιρουλίνι μου πολλά πολλά φιλάκια και πάρε μπρε τζιέρι μου και κανένα τηλέφωνο να τα πούμε!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Και τσάι και βουτήματα και φτυάρι, απ' όλα τα καλά για κοινωνικά σχόλια και κριτική Ελενάκι μου, κοπιάστε!

      Θα σε πάρω ζουζουνάκι μου αγαπημένο, πεθύμησα τη γλυκιά σου φωνούλα μωλέ!

      Φιλάκια πολλά σβουριχτά, καλή εβδομάδα!

      Διαγραφή
    2. Βάλε και ένα καφεδάκι Μαιρούλα μου
      προβλέπω μεγάλη ιστορία με την κουνιάδα της Αλεξάντρας να κουτσομπολέψουμε!

      Φιλάκια πολλά γλυκά!

      Διαγραφή
    3. Σε κατσαρόλα Ζουζούκα μου, τι να μας κάνει το μπρίκι με τόσα μπλεξίματα αγάπη μου;

      Πετιμέζι τα φιλάκια σου, πάρε άλλα τόσα από μένα για καλό ξημέρωμα!

      Διαγραφή
  4. Γεια σου .... Καλώς βρεθήκαμε...Εχασα πολλές αναερτήσεις σου , θυμούμαι ποσο μου άρεσε να διαβαζω τις ιστορίες σου , γιατί ειναι αληθινές με άτομα που έζησες που γνωρίζεις...Ούτε θυμούμαι από πότε έχω να διαβασω , ούτε σε ποια ιστορία για ποια γυναίκα μιλάς τώρα... αλλά είμαι εδω ,επέστρεψα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλώς τη, καλό φθινόπωρο!
      Οι ιστορίες με τα αισθηματικά, φιλικά και οικογενειακά μπερδέματα πάνε κι έρχονται, έχεις δίκιο, πού να θυμάσαι; χα χα χα!

      Σ' ευχαριστώ, να είσαι πάντα καλά!

      Διαγραφή