.

.
.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Πώς τα φέρνει η ζωή...



Ο κυρ- Φανούρης ζύγισε ένα μικρό κομμάτι κεφαλοτύρι και το τύλιξε χαμογελώντας στην πελάτισσα. 
- Ορίστε το τυράκι σας! 
Έβαλε τα λεφτά στο συρτάρι και την ξεπροβόδισε.  
- Να πάτε στο καλό!
Πάντα ευγενικός και χαμογελαστός ήταν με όλους, εκτός κι αν έβλεπε την αδικία. Τότε γινόταν θεριό ανήμερο και δε λογάριαζε τίποτα! 
Η μέρα είχε ξημερώσει βαριά  στα δυο σπίτια της γειτονιάς μετά τα γεγονότα της προηγούμενης. Οι κουτσομπόλες αντί να φροντίσουν το νοικοκυριό τους είχαν ξεχυθεί στους δρόμους κι έκαναν πηγαδάκια έξω απ' το φούρνο και το μπακάλικο. Οι ντροπιασμένες Μαρουλία και Παρασκευούλα δεν τόλμησαν να ξεμυτίσουν, ούτε τις κόρες τους άφησαν να βγουν έξω. Πριν φέξει σχεδόν είχαν ανοίξει τα παντζούρια τους για να μη τις δει κανείς κι αρχίσει να ρωτάει.  Έτσι έκαναν πάντα όλες όσες είχαν θιχτεί, ενώ αν οι ίδιες είχαν δημιουργήσει το θέμα μεσημέριαζαν με τους αγκώνες στηριγμένους στο περβάζι για να συμπληρώσουν στη μια και την άλλη όσα δεν πρόλαβαν να πουν.  
Η μάνα του Μίλτου με το ζόρι βγήκε απ' το σπίτι. Καμία διάθεση δεν είχε αλλά έπρεπε να ψωνίσει τα αναγκαία για το μεσημεριανό.
Φόρεσε το εμπριμέ ρομπάκι της με τις βαθιές τσέπες και έστρωσε τα μαλλιά της.  Μπήκε στου κυρ-Φανούρη και τον καλημέρισε με το ζόρι. Μισή οκά φακές και λίγα κρεμμύδια, σκόρδο είχε. Θα έκανε και μια τηγανιά πατάτες να φάει ο γιόκας της που τόσο φαρμάκι την πότισε. Το χειρότερο ήταν ότι ο άντρας της δεν τον κοντράρισε καθόλου και μάλωσαν άσχημα.
- Ωχ κι εσύ βρε γυναίκα, ολόκληρο θέμα το κάνεις! Ο,τι και να του πω θα μ' ακούσει; 
- Τι πατέρας είσαι εσύ και δε νοιάζεσαι για το παιδί σου, ε;
- Όπως όλοι οι πατεράδες είμαι κι εγώ! Τι ήθελες δηλαδή, να έπαιρνε καμιά σαν τις άλλες που άκουσες τις ντροπές τους; 
- Όχι βέβαια! Μα ντε και καλά γειτόνισσα θα έπρεπε να πάρει λες και χαθήκανε οι άλλες κοπέλες;
- Και πού θα την έβρισκε, στα Παρίσια; Όλοι από δω τριγύρω δε βρήκανε τις γυναίκες τους;
- Άμα είναι καλές δε λέει κανένας όχι, αλλά να πέσει τόσο χαμηλά;
- Χαμηλά ξεχαμηλά του γυάλισε κι έκανε τα πάντα για να μη τόνε προλάβει άλλος, τόσοι ξεροσταλιάζουν σαν το Λάκη! Στο κάτω κάτω της γραφής η Θοδωρούλα δεν ακούστηκε ποτέ να κάνει κάτι, στης μάνας της τη φούστα είναι δεμένη! Στο καφενείο ούτε ένας δεν είπε κακιά κουβέντα για το κορίτσι, ίσα ίσα που την καμαρώνουνε για την προκοπή και την αξιοσύνη της.  Κι οι αθρώποι που τους έρχονται στο σπίτι πολύ εκλεκτοί καταπώς έμαθα από το Βλάση απέναντι που ξέρει, μορφωμένοι, με λεφτά, με  αυτοκίνητο...  Και καλούς γαμπρούς της προξενέψανε και σκάσανε απ' το κακό τους όλες! Από μένα άκουσες ποτέ να πω ένα λόγο για την κοπέλα; Τη φάγανε τόσα χρόνια πια... Αμαρτία μεγάλη τ' ορφανό που του σούρνανε τόσα, τώρα τα πλερώσανε με το παραπάνω! 
Ας είναι καλά ο κυρ-Φανούρης που φρόντισε να φέρει την κουβέντα όσο έπαιζε τάβλι.   

Ο Μίλτος είχε πάρει τις αποφάσεις του.
Ο πατέρας του δεν του έκανε καμία συζήτηση, ούτε θετική ούτε αρνητική. Λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, έφαγε, πλύθηκε κι έπεσε κατάκοπος στο κρεβάτι. Η μάνα ξενύχτισε με τα χέρια σταυρωμένα στο τραπέζι της κουζίνας. Το ξημέρωμα πια κι αφού έφυγε ο άντρας της ξάπλωσε δυο ώρες κοιτάζοντας το ταβάνι. Ο γιος της δεν ήπιε τον καφέ του κι ούτε καταδέχτηκε να την κοιτάξει. 
<<Κακό χρόνο να 'χει η ξεβράκωτη! Από όπου και να το πιάσω ένα καλό δε βρίσκω... Ας έλεγε το ναι στο γαμπρό που της κάνανε προξενιό να ησυχάζαμε, όλο και κάποια άλλη θα έβρισκε να παρηγορηθεί... Ο Θεός να με κάψει αν πω κακό για την Ευρύκλεια, αλλά όχι να την κάνω και συμπεθέρα! Και την προκομμένη την κόρη της νύφη μου; Α πα πα! Κι αυτοί που πάνε ταχτικά πάλι, πώς κι έτσι; Δεν έχουνε ανθρώπους της τάξης τους να κάνουνε παρέα; Σηκώνεται η γειτονιά στο πόδι κάθε φορά, έτσι πολύ καθωσπρέπει που είναι... Κι αυτές οι γυναίκες για χάζι είναι, τι λούσα κι αρώματα! Μπορεί να ρίξανε άδικο σ' αυτή, ας μη κολάζομαι, όμως...>> 
Η αδερφή της χτύπησε την πόρτα γελαστή. 
- Ακόμα έτσι είσαι; Άντε ψήσε κάνα καφεδάκι και μη στεναχωριέσαι πια, άντε και σου έχω νέα! 
- Τι νέα;
- Στις Σμυρνιές ήρθανε πάλι επισκέψεις, οι δυο γυναίκες μόνες τους, οι συμπεθέρες!
- Μπα! Πάλι εδώ αυτές;
- Πάλι, ναι! Φορτωμένες γλυκά και τσάντες, πέσαμε μούρη με μούρη την ώρα που έστριβα για να 'ρθω! Καλέ, η ψηλή κυρία τι χάρη έχει! Φοράει μια φούστα στενή στο κρεμ με χρυσά κουμπάκια μπροστά, ίδια και στη μπλούζα που είναι ασορτί και μια φαρδιά ζώνη καφέ, όνειρο! Καφασωτά σκουλαρίκια όχι πολύ μεγάλα κι έναν ωραίο σταυρό, τι να σου πω! Η παχουλή, μπλε φούστα με πιέτες και γκρι μπλούζα με φαρδιά μανίκια, χρυσούς μεγάλους κρίκους και ίσαμε τρεις σειρές καδένες και σταυρό! Το ένα της χέρι φορτωμένο στα βραχιόλια, το άλλο δεν είδα γιατί κάτι έσιαχνε στο σβέρκο της... 
- Τι δουλειά έχουνε μωρέ όλη την ώρα;
- Η Ευρύκλεια φώναξε στην κόρη της να βάλει το μπρίκι. Ε κι εσύ, τι δουλειά έχουν, φιλίες μεγάλες! Το μήνα δυο φορές να μην πιουν κι ένα καφέ, ένα κρασί; 
- Και πού ξέρεις εσύ ότι έρχονται δυο φορές το μήνα μωρ' συ;
- Υπολόγισα... Δεν έρχομαι κάθε μέρα αφού εσύ άντε να έρθεις μια στις δέκα; Και όλες πια βγαίνουν και τις κοιτάνε, κρυφό απ' την αυλή τους δεν είναι! 

Η Σουλτάνα χαχάνιζε μπουκωμένη μ' ένα κουλουράκι βανίλιας. 
- Μπρε σεις, όπως σας τα 'λεγα γινήκανε τα πράματα! Να σκάψουνε τρύπα να χώσουνε τις κεφάλες τους οι σιχαμένες τώρα! Μόλις τοις γυαλίσανε οι αρσενικοί δε χάσανε τον καιρό τους! Χα χα χα!
Η Μαρίκα χτύπησε χαϊδευτικά τον ώμο της μάνας.
- Ήπρεπε να γίνει αυτό Ευρύκλεια, μην ηβάνεις άσκημα με το νου σου. Κακό δεν τσι ήκαμε κανένας, δείξανε το χαρακτήρα τους, ήξευρες τι μούτρα είναι κι ας μη το παραδέχεσαι! Όταν το κορίτσι σου το κάμνανε σκουπίδι και δεν τση μιλούσανε καλύτερα ήτονε; Κάμε το σταυρό σου που τελεύουνε τα πράματα! 
- Τι τελεύει... Άλλοι μπελάδες έρχονται με το Μίλτο... Θέλει να την πάρει κι ας μη τη θέλει η μαμά του, ρεζιλίκια... 
- Πού τα είδες τα ρεζιλίκια μπρε συ; Να τη στεφανωθεί θέλει, όχι να τη σπιτώσει! Φέραμε και τα νυφιάτικα! Χα χα!
Η σιγουριά της Σουλτάνας και το πονηρό χαμόγελο της Μαρίκας έφεραν άλλη αναστάτωση στην Ευρύκλεια. 
- Γένεται κάτι ακόμα που δεν ηξεύρω; Θοδωρούλααα! 
- Τσάμπα τη φωνάζεις, δε σ' ακούει!
- Γιατί; 
- Τσοι πήρε ο αρρεβωνιάρης τση ανιψάς σου με το  ταξί, μαζί με το γαμπρό σου και πάνε τση κουνιάδας σου το σπίτι...
- Τιιιι; 
- Σώπασε μπρε, μη μας πάρουνε χαμπάρι! Τους περιμένει ο γιόκας σου εκεί, μαζί με τον Ασημάκη στήσανε μαγκάλι να ψήσουνε για τα καλορίζικα του ζεύγους! Άμα σε το λέγανε θα τήνε κλείδωνες μέσα!
Κατακόκκινη η μάνα έφερε απότομα το χέρι της στο στόμα για να μην ουρλιάξει με τα κακά μαντάτα. 
- Στην ήκλεψε την κόρη σου Ευρυκλάκι μου, τα είχαμε ούλα κανονισμένα! Θα κοιμηθεί με τσι ξαδερφάδες της κι ο γαμπρός με το γιο σου! Και να σ' ειπώ, χαρές είναι αυτές, αλί στσι άλλες που ηντροπιάσανε τα σπίτια τως! 
- Το πατιρντί τώρα ξεκίνησε μπρε! Θαρρείς που με τα χτεσινά ξεμπερδέψανε; Εκδίκηση θα θέλουνε να πάρουνε και θα διεις που θα βγούνε κι άλλα στη φόρα!
Δεν πρόλαβε ν' αποσώσει η Σουλτάνα και νέος καβγάς ξέσπασε. Αυτή τη φορά για τη λωλή κόρη του ναυτικού που μεγάλωνε χωρίς την προστασία του πατέρα και δεν έμεινε νύχτα που να μη το σκάσει όσο η μάνα και τ' αδέρφια της ροχάλιζαν. Άλλες είπαν ότι τα έκανε με την κόρη του φαναρτζή κι άλλες ότι μάλωσαν για τους αγαπητικούς. Οι καλοθελητές φρόντισαν να ρίξουν λάδι στη φωτιά κι η μισή γειτονιά έγινε μαλλιά κουβάρια. 
Οι τρεις γυναίκες μπήκαν στο σπίτι κι η Σουλτάνα φώναξε τάχα στη Θοδωρούλα να της βάλει ακόμα ένα ποτήρι νερό.
Η Ευρύκλεια συγχυσμένη την κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα γεμάτα απορία. Πώς τη φωνάζει αφού έφυγε; 
- Για να πιστέψουνε πως η κόρη σου είναι εδώ μπρε συ! 
Πήρε μια καρέκλα και στρογγυλοκάθισε κοντά στο παράθυρο να χαζέψει τον καβγά. Μέχρι να πάρει χαμπάρι η μάνα του Μίλτου ότι ο γιος της πέρασε απ' τη δουλειά ίσα για να τους καλέσει στο γάμο του και μετά εξαφανίστηκε, είχαν λίγες ώρες περιθώριο... 
Σε μισή ώρα περίπου βγήκε με το πορτοφόλι στο χέρι.
-  Θοδωρούλαααα! Μη βάλεις ακόμα το τηγάνι στη φωτιά, πάω στο μπακάλη μια στιγμή! 
- Στάσου συμπεθέρα, έρχουμαι κι εγώ μαζί σου! 
Πιάστηκαν αγκαζέ τραβώντας πάνω τους όλα τα βλέμματα και μπήκαν στου κυρ-Φανούρη συμπτωματικά την ώρα που έφευγε η θεία του Μίλτου απ' το σπίτι τους. Τις ακολούθησε μέχρι μέσα στο μαγαζί με την περιέργεια να την έχει κυριεύσει. 
- Να μας βάλετε απ' αυτό το τυρί κάνα κιλό, βάλτε και κείνο το μασούρι το σαλάμι... 
- Ολόκληρο το θέλετε; ρώτησε απορημένος.
- Ναι για! Άμα το ρίξει η Θοδωρούλα με τ' αυγά στο τηγάνι, πέντε βούκες είναι! Ίσαμε να δοκιμάσουμε ούλοι, πάει, τέλεψε!
 Γέλασε ο μπακάλης με τη Σουλτάνα έτσι όπως τα έλεγε. 
- Και βούτυρο του γάλακτος ένα μεγάλο κομμάτι κάνα κιλό και μια οκά φύλο ψιλό άμα έχετε.
- Βεβαίως έχω μαντάμ! Πίτα θα ψήσουνε, ε;
- Πίτα με το κρέας και το τυρί, πολύ ωραία είναι! Και μπακλαβά με το αμύγδαλο και το φιστίκι. 
Η μοσχοβολιά της Μαρίκας ζάλιζε. Παριζιάνικο άρωμα, ακριβό.
- Κι εσείς από τη Σμύρνη σαν την κυρά-Ευρύκλεια είσαστε;
- Εγώ είμαι Σμυρναία, η συμπεθέρα μου Κωνσταντινουπολίτισσα. 
- Α! Γι αυτό ξέρετε και τρώτε καλά! Ακόμα και πατάτες να βράσετε, νόστιμες τις κάνετε! 
- Τσ' ηψήνουμε με αγάπη κύριε, γι αυτό! Τίποτις μυστικά δεν έχουμε, οξών να είναι ούλα φρέσκα και καλά. 
- Ε, ναι, πολύ σωστά τα λέτε, έτσι είναι! 
Η Σουλτάνα λιμπίστηκε το ζαμπόν, ζήτησε ένα τέταρτο. 
- Ούλα εμείς να τα πάρουμε σήμερα συμπεθέρα, η Θοδωρούλα κι η μαμά της ας βάλουνε τα άλλα, να μη τοις χαλάσουνε. Ο γιος μου πάλι παράγγειλε απέ την Πόλη του κόσμου τα ωραία πράματα, πότε να φαγωθούνε για; Α! Και μυτζήθρα απ' τη μαλακιά κάνα κιλό κι ακόμα ένα βουτυράκι, ας τα κάμουμε δυο γιατί θα φύγει πολύ και στα φύλα και στο τηγάνι. Θαρρώ πως τελέψαμε, ε συμπεθέρα; 
Η Μαρίκα συμφώνησε και δεν την άφησε να πληρώσει. Άνοιξε την κομψή της τσάντα κι έβγαλε το δερμάτινο πορτοφόλι με τα χρυσά αρχικά της. Έβγαλε τρία χαρτονομίσματα και με τα ρέστα αγόρασε καραμέλες για το μικρό της Αστερόπης. 
Η θεία κοιτούσε και δεν πίστευε στα μάτια της! 
<< Πω πω ψώνια! Καλέ εμείς τα μετράμε σε δράμια κι αυτές με τα κιλά! Και τι ωραίο, ακριβό πορτοφόλι!>>
Ζήτησε λίγο ταραμά για να δικαιολογήσει την παρουσία της εκεί, αφού πρώτα εξυπηρετούσε τις δυο γυναίκες. Σε λίγο μαζεύτηκαν κι άλλες γειτόνισσες που κι αυτές έσκαγαν από περιέργεια. Πώς σταμάτησε η μεγάλη φασαρία για λίγο αφού βρήκαν επιπλέον ενδιαφέρον! Οι εξευτελισμοί μπορούσαν να περιμένουν, αυτές όχι. 
Βρήκαν την Ευρύκλεια δακρυσμένη να καθαρίζει ρύζι.   
- Τι είναι ούλα τούτα; Πόσοι παράδες δώκατε, ποιος θα τα φάει;  
- Πολλά τα στόματα κοκόνα μου στης Νικούλας και του Ασημάκη! Δυο οι γονιοί, δυο η Λίτσα με τον αρρεβωνιάρη, τέσσερις. Μια η Δέσποινα, άλλη μια η κόρη σου και δυο ο γιος με το γαμπρό σου. οχτώ. Βάλε κι εμάς τις τρεις γινούμαστε έντεκα. Την Αστερόπη με το Βλάση που θα έρτουν όπου να ΄ναι να μας σιάξει η... Θοδωρούλα κάνα μεζέ; Χα χα χα! Βάλε κομματάκι βούτυρο να κάψει ίσαμε να σαπουνιστούμε και να κόψουμε τα σχετικά, να βάλουμε καμιά βούκα στον στόμα μας, να μυρίσει κιόλας! 
Ευτυχώς που μετά τη μικρή τους έξοδο αποφάσισαν να συνεχίσουν οι γειτόνισσες τα λόγια κι έτσι δικαιολογήθηκε το τραπέζωμα μέσα στο σπίτι κι όχι στην αυλή. Αλίμονο αν από τώρα έβλεπαν ότι η Θοδωρούλα έλειπε! 

Η μητέρα του Μίλτου μάδαγε τη ρέγκα ακούγοντας τα νέα από την αδερφή της που όπως ήταν φυσικό επέστρεψε δριμύτερη. 
- Σμυρνιά μου λες μετά και ξινίζεις τα μούτρα σου! Μόνο να τη δεις, το πώς μιλάει, πώς φέρεται, αριστοκράτισσα σωστή! Τη χάζευαν όλες κι ο Φανούρης μαζί! Κι η άλλη τι χαριτωμένη γυναίκα! Μες στην καλοσύνη ένα πρόσωπο και πώς τα λέει, πολύ γούστο έχει! 
- Γλέντια έχουνε και πήρανε τόσα; 
- Όχι καλέ, πίτα θα φτιάξουνε και μπακλαβά, μα βάζουνε πολύ πράμα μέσα. Χώρια που θα φάνε αυγά και σαγανάκια που θα φτιάξει η Θοδώρα... Κι έχουνε λέει κι άλλα στο σπίτι, θα έρθουν κι από την Πόλη, στην Τουρκία δηλαδή! 
- Μωρέ μπράβο, τυχερές είναι... 
- Μη το συζητάς! 
- Ο γιος μου δες που ακόμα δε φάνηκε, πού είναι τόση ώρα; 
- Ε κι εσύ, παλικάρι στον καιρό του, όλα θες να τα ξέρεις πια; Άντε, πάω να βράσω τα μακαρόνια μην έρθουνε πατέρας με παιδιά και φάνε τη σάλτσα σκέτη! Έλα πιο μετά να πιούμε τον καφέ μας, σε χαιρετώ, καλή όρεξη! 
Οι ώρες περνούσαν κι ο Μίλτος δεν εμφανίστηκε. 
- Πού είναι ο γιος σου νηστικός τόσες ώρες; Έκοψε και το φαγητό εδώ εκτός απ' τον καφέ;
- Άμα ήξερα θα σου 'λεγα...
- Αν δεν έρθει σε λίγο, να βγεις να ρωτήσεις, ακούς;   
- Τι να ρωτήσω μωρέ, πού είναι ο μπέμπης;
- Όλα στην πλάκα τα παίρνεις κι είδαμε τις προκοπές σου!
Σκούντα βρόντα τον έστειλε στο καφενείο που ήταν σε πέρασμα. Όλο και κάποιο φίλο του θα έβλεπε και κάτι θα μάθαινε. 
- Η ώρα η καλή! 
- Ε; 
- Μη κάνεις το κορόιδο, κερνάς εσύ σήμερα!
- Τι λέτε μωρέ, τι ώρες καλές;  
- Μυστικό μας το κρατάς; Ο γιος σου κάλεσε τόσο κόσμο!
- Πού τον κάλεσε, θα με τρελάνετε; 
Το γέλιο τους κόπηκε απότομα όταν κατάλαβαν ότι ο πατέρας δεν είχε ιδέα για τα παντρολογήματα του γιου του. Ρώτησε, έμαθε, ζήτησε συγνώμη απ' όλους κι έφυγε ντροπιασμένος με το κεφάλι σκυφτό. 
<< Το μπαγάσα! Και δεν του το 'χα  ότι θα την έκλεβε... Ποιος ακούει τη μάνα του τώρα...>> 

- Βρέξε μια πετσέτα να τη βάλω στο κεφάλι μου, σβήνω...
- Με τόσες φωνές βρε γυναίκα σου ανέβηκε το αίμα όλο πάνω!
- Και τι θες να κάνω, να τραγουδάω; Πού ακούστηκαν μωρέ τέτοια πράματα; Αχ και τα 'λεγα, τόνε τυλίξανε μάνα και κόρηηηη!
- Ποιον τυλίξανε, δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω; Η Ευρύκλεια τον έδιωξε, δεν του την έδινεεεε!
- Τόσο χαζός είσαι κι ο,τι σου λένε τα πιστεύεις!
- Βρε χριστιανή μου, χαμπάρι δεν έχει η γυναίκα λέμε!
- Πού είναι να πάω να τον βρω; Η κόρη της από νωρίς μαγείρευε, πήγαν αυτές οι φιλενάδες τους και σήκωσαν το μισό μπακάλικο, όλα μου τα είπε η αδερφή μου που ήταν εκεί. Και είδε και άκουσε! Όταν ο γιος σου πέρασε για τα καλέσματα, αυτές κάνανε τσιμπούσι και δεν ήταν η πρώτη φορά. Αυτή στο σπίτι της κι ο γιος σου πού;
- Τίποτα άλλο δεν είπε, μόνο ότι θα την πάρει με το ζόρι αφού δεν ήθελε η μάνα της και να περιμένουν ημερομηνία για το γάμο... 
- Θα τρελαθώ, δε θα προλάβω να νυχτωθώ! Και πού να πάω και ποιον να ρωτήσω, ε; Να πάω στης Ευρύκλειας να με πιάσουν κι εμένα στο στόμα τους; Μόνο αυτό μας έλειπε! 
- Πουθενά δε θα πας! Και στο στόμα του κανένας δε σε πιάνει, έχουν άλλα σοβαρά θέματα. Ο,τι είπανε για την κοπέλα ξεχάστηκε, ποιος ασχολείται μαζί της πια; Εδώ γίνονται σημεία και τέρατα, θ' αναλάβουνε οι πατεράδες και δεν τις βλέπω καλά...
- Δεν πάνε να κόψουνε και το λαιμό τους, εμείς έχουμε τα δικά μας εδώ!  Τι θα κάνω... 
- Γυναίκα, μια ιδέα μου ήρθε τώρα!
- Πες τη ν' ακούσω. 
- Η Ευρύκλεια γιατροπορεύει, θα πούμε πως είσαι άρρωστη να σου κάνει κάνα γιατροσόφι και θα μιλήσουμε να δούμε! 

Είχε νυχτώσει όταν ο Ιάκωβος παρκάρισε έξω απ' το φτωχικό σπιτάκι.
Με το γέλιο στο στόμα και τα γνωστά του αστεία ελάφρυνε λίγο την καρδιά της Ευρύκλειας. 
- Θα έρθει κι ο γιόκας σου όπου να ΄ναι, όλα καλά θα πάνε! Θα πει ότι πήγε με την αδερφή του στους θείους με φαγιά που ψήσατε, εντάξει; Μιλημένα όλα είναι και την ευθύνη την παίρνει ο γαμπρός σου. Άντε βρε και στα δικά σας οι ελεύθερες! 
- Καλά λέει ο γιος μου Ευρύκλεια, σειρά μας τώρα οι χήρες! Χα χα χα! 
Η πόρτα τους χτύπησε διακριτικά, ίσα που ακούστηκε.  Ο πατέρας του Μίλτου κρατούσε σφιχτά τη διπλωμένη στα δύο γυναίκα του που έβγαζε αφρούς από τη λύσσα.
- Τι πάθατε, ορίστε, περάστε!
Η μάνα ήρθε στα ίσα της κι έβαλε τα χέρια στη μέση.
- Ρωτάς κιόλας τι πάθαμε; Διπλώθηκα για να νομίζουν ότι θα μου δώσεις κάνα γιατρικό κυρά-Ευρύκλεια, πώς να δικαιολογηθούμε που αναγκαστήκαμε να έρθουμε εδώ; Τι είναι αυτά τα πράγματα, πώς ξελόγιασε η κόρη σου το παιδί μου κι εσύ της κάνεις πλάτες; 
Η Ευρύκλεια αν κι έτρεμε χειρότερα απ' την ταραχή, ίσιωσε την πλάτη κι απάντησε με θάρρος πρωτόγνωρο για το χαρακτήρα της.
- Δεν τα ξέρεις καλά γειτόνισσα! Ο γιος σου ήρθε από την πίσω μεριά κι ηπετούσε πετραδάκια στο παράθυρο. Πρώτη βρήκα εγώ κι η κόρη μου από πίσω, χωρίς να ξέρουμε ποιος είναι. Μ' είπε ότι την αγαπάει και θέλει να την πάρει κι εγώ την έστειλα μέσα κι ηκαθάρισα τη θέση μου, όχι τον είπα!
- Και τώρα θες να σε πιστέψω;
- Την αλήθεια σου λέγω, μ' έχεις για ψεύτρα; Το κορίτσι μου δεν έχει μείνει ούτε λεπτό μονάχο του, στα θελήματα τη στέλνω και πάει τρεχάλα και τα φέρνει! Άλλα πράματα μήτε ξεύρει μήτε κάμνει και μην αμαρτάνεις! Ο Μίλτος σου τση πετούσε στην αυλή λουλούδια και ραβασάκια που εγώ με τα χέρια μου τα ήπιανα! Ακόμα κι όταν λείπαμε τόσες ημέρες στση κουνιάδας μου το σπίτι τσι γιορτές, γυρίσαμε κι ήτονε ένα σωρό εδώ, τα ξεύρεις αυτά; Ποτές δεν άλλαξε μια κουβέντα στα κρυφά, μήτε τόνε είδε πουθενά και να 'ναι μονάχοι τους! Τη μια ο Λάκης, την άλλη ο γιος σου, αρπαχτήκανε κιόλας, ούλα τα μάθαμε! Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα που λέγει κι η παροιμία. Κανένανε δεν γλυκοκοίταξε το κορίτσι μου, τα μάτια της τα έχει εδώ, στο νοικοκυριό μας κι άλλο τίποτις. Σαν κοπέλα φυσικά την κοιτάξανε, όπως κι εμάς στα νιάτα μας, μα δεν ήδωκε αφορμή ποτές! 
- Για το γιο μου σε ρωτάω να μάθω!
- Σου απήντησα! Με την  ηζήτηξε και τον είπα όχι, μήτε να το κουβεντιάσω δε θέλω αφού ήξευρα που εσύ δεν τση έδινες τόπο να σταθεί. Άμα ήτονε αλλιώς θα λέγαμε να το σκεφτούμε αλλά την κόρη μου για πέταμα δεν την έχω! 
- Τι θες να πεις, ότι άμα έπαιρνε το γιο μου θα την πέταγες; Λίγος θα της έπεφτε μια χαρά παλικάρι;
Η Σουλτάνα τινάχτηκε σαν ελατήριο.
- Η Θοδωρούλα είναι παιδί δικό μας και θέλουμε να πάρει τον καλύτερο! Ο γιος μου απ' εδώ τη μίλησε και την είπε που θα την καλοπαντρέψει και θα ζήσει σαν βασίλισσα! 
- Κι εσείς κυρία μου λέτε ότι δεν της ταίριαζε ο γιος μου, ε;
- Ναι, το λέγω! Καλό παιδί μπορεί να είναι, αμά να κακοπεράσει απ' την οικογένεια όχι, δεν την αξίζει! Εσύ τζάνουμ λέγεις Σμυρνιά και γιομίζεις σπυριά, ακούς συμπεθέρα μου; Διες τι πάει να πει γυναίκα απέ τη Σμύρνη μαντάμ! Κι η κόρη της η μια είναι νύφη μου, γυναίκα του γιου μου! Εκεί μας έστειλε η μοίρα για να δουλέψει και τη γνώρισε, που καλύτερη σ' ούλο τον κόσμο δεν υπάρχει! Μα κι αλλιώς να το διούμε το πράμα, τι έχει να την προσφέρει ο Μίλτος, ούλη τη μέρα στα σπίτια θα τρέχει να βγάζει παράδες; Όχι βέβαια! Δύσκολα μια ζωή θα περνάει το κορίτσι μας;  
- Στο γιο μας θ' ανοίξουμε μαγαζί!  
- Και θα περιμένει απ' όξω μπας και χαλάσει καμιά βρύση να πάει για δυο δεκάρες; Άιντε καλέ... Άμα ήτονε αλλιώς τα πράματα, θα τόνε έπαιρνε ο γιος μου στη δουλειά που χτίζουνε πολυκατοικίες και ξενοδοχεία και θα γιόμιζε χιλιάρικα! Εκεί βγαίνει πολύ χρήμα, οι υδραυλικοί που περνάνε τις σουλήνες και τα κιούγκια ξεύρεις πόσα παίρνουνε; Δυο απ' αυτούς, αγοράσανε και διαμερίσματα παρακαλώ! 
Το ζευγάρι αλληλοκοιτάχτηκε. Η Θοδωρούλα μπορεί να μην ήταν η νύφη που ονειρευόταν, ούτε η φτωχιά Ευρύκλεια η συμπεθέρα που λογάριαζε αλλά ο Ιάκωβος θα έστρωνε το μέλλον του παιδιού τους με ροδοπέταλα. Κοίταξε λοξά την κομψότατη μάνα και το γιο της. 
<< Πόσο δίκιο είχε η αδερφή μου... Τι άνθρωποι είναι αυτοί, δεν έχω ξαναδεί, μόνο στο σινεμά...Ντρέπομαι και να μιλήσω...>> 
Ο πατέρας ξέχασε το λόγο της επίσκεψης κι άρχισε να ρωτάει για τις οικοδομές διάφορα.  
Πώς τα φέρνει η ζωή... 
Ο Χαρίσης εμφανίστηκε τάχα ταραγμένος.
- Τι γίνεται εδώ; Γιατί ο γιος σας μας κάνει τέτοια;  
Ο Ιάκωβος έδωσε ρεσιτάλ ηθοποιίας ταυτόχρονα. 
- Τι συμβαίνει αγόρι μου, ποιος σας πείραξε;
- Πήγα με την αδερφή μου τα φαγητά στους θείους κι ο Μίλτος μας πήρε από πίσω μέχρι το σπίτι. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τίποτα αυτός! Φώναζε ότι αφού η μάνα μας δεν του τη δίνει, θα την πάρει θέλει δε θέλει και τη ζήτησε από το θείο Ασημάκη... Η Θοδωρούλα λέει όχι, αυτός ναι, έτσι τους άφηκα κι ήρθα να σας τα πω. Θα μείνει στη θεία για να μην έχουμε ιστορίες πάλι εδώ είπε...  
- Τι λες γιε μου; Δεν ήπρεπε να φτάσει ως εκεί, πω πω τι πάθαμε!
Οι γονείς σωριάστηκαν στις καρέκλες κι η μάνα ξέσπασε σε γοερά κλάματα ντροπής κι απελπισίας. 
<< Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, αυτά που κάνει ο γιος μου ή που δεν τον καταδέχονται; Και ποιος περίμενε τέτοιες φιλίες...>> 
Η Μαρίκα που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε μιλήσει, ανέλαβε να ηρεμήσει την ομήγυρη.
- Αυτά έχει ο έρωτας... Πολύ τον στοίχισε που δεν ήθελε κανείς αυτό το γάμο, λυπούμαι το παιδί... Εσείς ως γονιοί δεν τη θέλατε, η Ευρύκλεια δεν τον ήθελε, η μικρή θα έπαιρνε κάποιον που τση μίλησε ο γαμπρός μου... Το μόνο που θα τόνε ησυχάσει, να δώκετε την ευκή σας και να πάνε στο δρόμο του Θεού με δόξα και τιμή. 
- Κι ο Μίλτος θα ζήσει καλύτερα απ' όλους! Τελειώνουμε τώρα κάτι διαμερίσματα να ντρέπεσαι να πατήσεις όπως λέει η γυναίκα μου! Αστράφτει το παρκέ και τα μάρμαρα στο μπαλκόνι είναι τα καλύτερα, Διονύσου αν έχετε ακουστά. Γεροί να είναι και σε λίγα χρόνια θα τους βοηθήσω στις δόσεις να το αγοράσουνε κιόλας! 
- Έχει σπίτι ο γιος μας, σ' εκείνον θα μείνει βέβαια. Δεν έχει τις πολυτέλειες που λέτε αλλά... 
- Θα φτιαχτεί κι αυτό, ανακαίνιση θα κάνετε. Δεν χρειάζεται όλο μαζί δεν υπάρχει βία... 
- Είδατε που στρώνουν ούλα άμα υπάρχει αγάπη και ομόνοια; Αλλιώς ηπεριμένεις κι αλλιώτικα ήρχανε!
- Συμπεθέρα είναι και το πιο σοβαρό, η Θοδωρούλα τι θα πει; 
- Ε... Άμα τη μιλήσουμε κι άμα την τάξουμε ότι θα είναι ευτυχισμένη... Κι άμα τον ήπαιρνε ο Ιάκωβος στη δουλειά κι ιδεί την καλή ζωή που την περιμένει, ότι την αγαπάει πολύ κι ήκαμε τόσα και τόσα για να την κερδίσει...  Τι λέτε;  
Σιγή ιχθύος όλοι. 
Ο Ιάκωβος σοβαρός αν και με το ζόρι κρατούσε τα γέλια, ρώτησε τους γονείς. Ο πατέρας κοίταξε τη γυναίκα του που έπαιζε νευρικά με το στρίφωμα της μπλούζας της.
- Μαλάκωσε λίγο, άιντε. Κι εσύ κυρά-Ευρύκλεια, αμαρτία να γίνουνε όλα αυτά. Δίκιο έχεις ο,τι και να πεις, μα η γυναίκα μου δεν είναι κακιά, λάθεψε. Άμα δεν ανοίξει τελικά το μαγαζί, θα του δώσω τα λεφτά στο χέρι να ξεκινήσουνε τη ζωή τους όπως όλοι κι ακόμα πιο καλά. Και πάλι θα τον βοηθάω, ένα τον έχουμε! 
Η Ευρύκλεια σήκωσε τους ώμους κι έπιασε τα μικρά ποτηράκια  απ' το σαραβαλιασμένο μπουφέ. Τα γέμισε λικέρ βύσσινο, σαν αυτό που μέθυσε η Σουλτάνα το Μίλτο. 
- Να πιούμε κομμάτι να τονωθούμε, πόση σύγχυση σήμερα... 
Σαν ηρεμιστικό λειτούργησε το δυνατό ποτό. 
- Ευρύκλεια, ο γιος μου έχει κάτι να σε πει!
- Καλό ή κακό;
- Καλό, πολύ καλό! Σκεφτόμουν το Χαρίση από δω που τον τρώει η θάλασσα από μια σταλιά παιδί και θα κοιτάξω να τον σταματήσω. Θα μπει σε μια σχολή και το απόγευμα θα δουλεύει στην οικοδομή, να μάθει και να γίνει ηλεκτρολόγος. Ας πάει τώρα για τελευταία φορά που θέλει να συμπληρώσει τα προικιά της αδερφής του και θα έρθουν οι καλύτερες μέρες. Να ξέρεις κιόλας ότι από δω θα φύγετε, θα μείνετε σε καλύτερο σπίτι και για το νοίκι μη σε κόφτει, ο κανακάρης σου θα παίρνει καλά λεφτά!
Πόσες συγκινήσεις μπορούσε ν' αντέξει η μάνα σε μια μέρα. Χάθηκαν οι λέξεις στην καρδιά της που φτερούγιζε και τα δάκρυα έτρεξαν ποτάμι στ' αυλακωμένα της μάγουλα. 
- Την ευκή μου γιόκα μου... 
- Άντε καλά, την παίρνω την ευχή σου, άσε τα κλάματα τώρα και πάμε να βρούμε το μελλοντικό ζευγάρι! Χαρίση, φύγαμε! 

16 σχόλια:

  1. Πλησιάζουμε στο "ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα" ή κάνω λάθος; Θα δείξει...
    Αλλά πράγματι, πως τα φέρνει η ζωή, ε;

    Καλό ξημέρωμα και καλό μήνα Μαίρη! 🌼

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν κάνεις λάθος Αρτίστα μου!
      Ποτέ μη λες ποτέ, η ζωή φέρνει τα πάνω κάτω συχνά και στην παλιά φωτογραφία που είχα δει τότε, η πεθερά είχε ένα χαμόγελο από το ένα αυτί ως το άλλο δίπλα στους νεόνυμφους!

      Καλά και ήρεμα να κυλήσει ο εορταστικός μήνας κορίτσι μου, φιλάκια πολλά κι ευχές για δύναμη και υπομονή!!!

      Διαγραφή
  2. Μας καθηλωσες παλι Μαιρη μου.καλες γιορτες να εχουμε.πολλα φιλακια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Λίτσα μου σ' ευχαριστώ πολύ!

      Καλές γιορτές με υγεία και χαρά, φιλάκια πολλά κι από μένα γλυκιά μου!!!

      Διαγραφή
  3. Πόσο όμορφα νιώθω όταν σε επισκέπτομαι!
    Καλές γιορτές με υγεία και αγάπη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ρένα μου το υπέροχο σχόλιό σου με συγκινεί και με τιμά! Σ'ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου!

      Υγεία και αγάπη οι πιο πολύτιμες ευχές, στις ανταποδίδω από καρδιάς!
      Χρόνια πολλά, καλά κι ευλογημένα!!!
      Φιλάκια γιορτινά σου στέλνω!

      Διαγραφή
  4. 🌺🎄Περασα να ευχηθω ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ με υγεια και ολα τα καλα στο σπιτι σου 🎄🌹

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σκρουτζάκο μου σ' ευχαριστώ πολύ!!!
      Καλή χρονιά με υγεία, αγάπη, γαλήνη κι ευλογία ψυχούλα μου!!! Σε φιλώ!

      Διαγραφή
  5. Καλή χρονιά με υγεία και έμπνευση !!!!! Εύχομαι ότι επιθυμείς να πραγματοποιηθεί Μαίρη μου!! πολλά φιλιά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ πολύ κι ανταποδίδω τις ευχές Μεταξούλα μου!
      Ευλογημένη χρονιά, φιλάκια πολλά κι από μένα!

      Διαγραφή
  6. ΑΧ..κορίτσι μου πάλι με καθυστερηση ήρθα.. τι να πω;.. δεν προλαβενω; αλήθεια ειναι.. θα τα πουμε.. φιλεναδα...
    Ομως το πόσο χαρηκα την συνεχεια της ιστορία σου δεν λεγεται.. οταν θελει η νυφη και ο γαμπρος λενε τυφλα να έχει η πεθερά.. εεεε μα να μην θελει την Θοδωρούλα για νύφη;
    Τι μου θύμησες φιλεναδα...Μια από τα ίδια και η δική μου ιστορία...χι..χι..
    Θα περιμενουμε την συνεχεια...
    Καλή χρονιά Μαίρη μου να είναι χαρουμενη με υγεία για όλη σου την οικογενεια να σου φέρει όλα τα καλα του Θεού στο σπιτικο σου και με αγαπη πολύ γυρω σου..🧡
    υ.γ. τι ωραιο που εφτιαξες την εικονα επανω στο μπλοκ σου πολύ μου αρεσε 😊..τα τριανταφυλακια και τα φυλαρακια τα ροζουλί σκορπισμενα γυρω...μπραβο φιλεναδα ζηλευω..χι..χι.... φιλακιααα...😍

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ρουλίτσα μου χαίρομαι τόσο πολύ για τις καθυστερήσεις σου!
      Φτιάχνεις τόσα όμορφα πράγματα, γράφεις ιστορίες, ποιήματα, συμμετέχεις παντού, αυτά εδώ μένουν αγάπη μου, δεν τα κυνηγάει ο χρόνος!
      Να μου πεις την ιστορία σου προφορικά κι έννοια σου, θα τη δεις γραμμένη...χα χα χα!
      Καλή χρονιά ,με υγεία και αγάπη, να χαίρεσαι την οικογένειά σου, οι ευχές σου να επιστραφούν σε σένα γλυκιά μου!

      Την εικόνα με πήγε βήμα βήμα από το τηλέφωνο μια φίλη και την έφτιαξα, αν περίμενες από μένα...τι να σου πω... Είναι τόσα πολλά που δεν ξέρω η χαζή ξανθιά ενώ όλοι τα έχουν σαν παιχνιδάκια... Φιλάκια πολλά σου στέλνω!

      Διαγραφή
  7. Μαιρούλα μου, όπως και η Σμαραγδένια μας, αργώ κι εγώ πολύ να επισκεφτώ τα σπιτάκια της μπλογκογειτονιάς μας λόγω των πολλών υποχρεώσεων. Πάντα όμως ευχαριστιέμαι να διαβάζω τις συνέχειες έστω και μαζεμένες! Mε το καλό να διαβάσουμε και το καλό τέλος με το κλεμμένο ζευγαράκι !!!
    Καλή χρονιά στο σπιτικό σου, φιλενάδα, με υγεία, αγάπη και χαρές!
    Φιλάκια πολλά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαριαννάκι μου εγώ να δεις πόσο αργώ, μπλέκω και δεν ξέρω πώς τα καταφέρνω... Χαίρομαι τόσο πολύ για σένα που είσαι μια ευτυχισμένη γιαγιά και ταυτόχρονα καμαρώνω τις ωραίες δημιουργίες σου!
      Σ' ευχαριστώ πολύ για το χρόνο που διαθέτεις, θα έρθει το καλό τέλος στην ιστορία τους!
      Καλή χρονιά, υγεία, αγάπη κι ευλογία καρδούλα μου, χαρά και τύχη να φέρει!

      Πολλά φιλάκια κι από μένα!!!

      Διαγραφή