.

.
.

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Η κυρία Ανθούλα η Πολίτισσα





-Α πα πα πα! Τι ανοστιά είναι αυτή καλέ;
Μπρε τι νεροζούμι πουλάνε για γάλα εδώ; Τς τς τς...
Στράβωσε τα μούτρα της η κυρά Άνθω και κούνησε το κεφάλι με τα σφιχτά τυλιγμένα μαλλιά στα μεγάλα μπικουτί αριστερά δεξιά με φανερή απελπισία. Τόσα χρόνια φερμένη η οικογένεια από την Πόλη κι ακόμα δε μπορούσε να συνηθίσει τα εδώ γαλακτομικά προϊόντα και όχι μόνο...
- Να διείς γάλα με τρία δάχτυλα πάχος, ναααα ένα καϊμάκι! Έφτιαχνα τη μαλεμπί και μοσκομύριζε ο τόπος, παχιά παχιά ητανάνε* κι αν πεις τα βουτύρατα, τα τυριά, τα κρέατα, τα ζαρζαβάτια....Αχχχχχχχχ πού να τα 'βρεις εδώ; Τυρόπιτα με έφερε προχτές ο Γιαννιός κι όλο φύλλο ητανάνε, μια στάλα τυράκι είχε μέσα μέσα που ούτε και το 'νιωθες μπρε κόρη μου... Αν πεις τη μπογάτσα. φύλλο και ζάχαρη... Πού 'ναι τα μπογατσατζίδικα που στα κόβανε με το κομμάτι, μπόλικια κρέμα μέσα και μια νοστιμιά, άλλο να σε πω! 
Πτωχά είναι δω πέρα όλα αν κι έχουνε παράδες, αμά και γρουσούζιδοι οι ανθρώποι! Τζιγκουνιά στα φαγιά κάμνουνε, αμά και την καλημέρα ακόμα κι αυτήνε δε στη λένε εύκολα! Αδικιωρισμένοι πολλοί γειτόνοι και τσιμπλήδες, κλείνουνται στα σπίτια τως και δεν ξέρουν το διπλανό τους. Λίγοι οι καλοί παιδάκι μου... 
Ανακάτευε με υπομονή το γάλα με το νισεστέ στο κατσαρολάκι και το δοκίμασε στη ζάχαρη. Τεντώθηκε λίγο για να φτάσει το μπουκαλάκι με το ροδόνερο που ήταν στο πάνω ράφι κι έριξε μια γενναία δόση στην κρέμα που ήδη έπηζε.
Η Μυρτώ την κοιτούσε με πολλή αγάπη χαμογελώντας όση ώρα μιλούσε, απολαμβάνοντας ηδονικά το τραγανό γλυκό κεράσι στο διάφανο μικρό πιατάκι με το περίτεχνα σκαλιστό ασημένιο κουταλάκι φερμένα από την Πόλη, απαντώντας <<ναι>> σε όλα με κούνημα του κεφαλιού. Η κυρία Ανθούλα, ή Άνθω όπως τη φώναζαν οι συγγενείς της ήταν άσσος στα γλυκά του κουταλιού! Καλοδεμένα και πεντανόστιμα συνόδευαν πάντα το καϊμακλίδικο καφεδάκι κι ένα ποτήρι δροσερό νερό στο δίσκο.
Αγαπούσε πολύ την πάντα γελαστή κυρά Ανθούλα την Πολίτισσα. Λάτρευε τον τρόπο που μιλούσε, τις τούρκικες λέξεις που θεωρούσε δεδομένο ότι τις ξέρεις κι απορούσε όταν ρωτούσες <<τι είναι αυτό;>> Μέτρια στο ύψος, παχουλή, δέρμα χωρίς ρυτίδες, κάποιες φορές μπλε σκιά στα μάτια αλλά μόνιμα τα νύχια της βαμμένα ροζ, τα μαλλιά μπούκλες και πάντα σικάτη με φούστα και μπλούζα, λεπτό καλσόν, ωραίες χρωματιστές παντοφλίτσες. Ποτέ δε φόρεσε την κλασική μάλλινη ρόμπα με τα πολλά κουμπιά και τα ανδρικά σοσόνια που φορούσαν οι περισσότερες γυναίκες το χειμώνα. Ξεχώριζε στη γειτονιά από την καλοσύνη της, την πάστρα της, τις γαργαλιστικές μυρωδιές της κουζίνας της, τις γελαστές καλημέρες όταν έβγαινε καμαρωτή τις Κυριακές στο πλευρό του συζύγου της να πάνε το πρωί στην εκκλησία και το απόγευμα σεργιάνι στην παραλία.
- Χτες στη λαϊκή βρήκα ωραίες ντοματούλες, επήρα και πιπερίτσες να τα γιομίσω αμά κι αυτός ο Αλέκος δεν τα τρώει! Σουγλάκια* θα πω το μπαμπά του να τον ψήσει. Παιδί πράμα να τρώει πρέπει αμά πολύ δύσκολος είναι και τον κάμνω χώρια φαΐ κάθε μέρα σχεδόν. Νηστικός να μένει κάμνει για;


Το πώς συγκράτησε τα γέλια η Μυρτώ ήταν θαύμα! Δεν ήθελε να την προσβάλει όσον αφορούσε το γιόκα της τον Αλέκο, ένα κακομαθημένο μαντράχαλο σχεδόν 32 χρονών χοντρό και καλοπερασάκια που οι γονείς του τον κοιτούσαν στα μάτια μπας και του λείψει τίποτα του τεμπέλαρου. Με το πάσο του ξυπνούσε αργά το πρωί κι έτρεχε η μάνα του να ετοιμάσει ζεστό καφέ με γάλα εβαπορέ, κάμποσες φέτες ψωμί με βούτυρο και μπόλικο μέλι, φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα, όλα στην ώρα τους για το καμάρι της. 
Ξεροστάλιαζε πάνω από το κεφάλι του και σχεδόν μισοκαθόταν στην καρέκλα την ώρα του φαγητού, έτοιμη να τρέξει για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του γιου της. 
Τον άμπακο καταβρόχθιζε και κατά τους γονείς του δεν ήταν καλοφαγωμένος ποτέ επειδή άφησε δυο πιρουνιές σαλάτα στο πιάτο του. Δούλευε μεροκάματο ο πατέρας του κι έμενε άφραγκος τις περισσότερες φορές ξοδεύοντας και την τελευταία του δραχμή στο χασάπη ή στο μανάβη για να έχει ποικιλία ο "μικρός" στο τραπέζι του.
Κι ο γιος σπάνια έμενε ευχαριστημένος. Μια το μαρούλι δεν ήταν τόσο ψιλοκομμένο, μια οι μπριζόλες ήταν πολύ λεπτές και τρώγοντας δυο δεν χόρταινε, μια το πιρούνι ήταν στραβό, μια το πιάτο δεν ήταν κατάλληλο...Το έπαιζε δύσκολος και τσίμπαγαν οι γονείς του με τη μία, χάρη τους έκανε κι έτρωγε σπίτι! Αυτός ήταν κι ο λόγος που θύμωνε η κόρη τους η Σοφία. Καλοπαντρεμένη, ανεξάρτητη στο νοικοκυριό της, με δυο όμορφα αγόρια κι έναν άντρα που έκανε τα πάντα για να την ευχαριστήσει. Η υπερβολική αδυναμία των γονιών τους στον κανακάρη τους, η προσπάθειά τους πάντα να δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα τους έφερνε συχνά σε ρήξη...
Κάμποσες φορές που έτυχε να τρώει καλεσμένη μαζί τους η Μυρτώ δεν άντεξε και του τα 'χωσε. Πεντανόστιμα τα φαγητά ήταν πάντα στο σπίτι τους, καλομαγειρεμένα και μερακλίδικα, ούτε μπουκιά δεν έμενε στο πιάτο. Οι γονείς κουνούσαν το κεφάλι κι ο γιόκας όλο και πάχαινε, ξεφυσούσε να πάρει ανάσα από τη βαρυστομαχιά κι έπινε λαίμαργα και μια σόδα στο καπάκι να χωνέψει και να συνεχίσει με τον απογευματινό καφέ και τα παρελκόμενα...

Η μαλεμπί είχε ήδη μπει στο μεγάλο ταψί και ραχάτιζε σχεδόν διάφανη και λαχταριστή μέχρι να κρυώσει. Η Μυρτώ δεν αγαπούσε τις κρέμες μα τρελαινόταν να μαζεύει συνταγές κι αυτή η τριανταφυλλένια υπέροχη μυρωδιά που της γαργαλούσε τα ρουθούνια είχε εξάψει την περιέργειά της.
Παράξενη όψη είχε αυτή η κρέμα. Θα την έφτιαχνε σίγουρα για τη μητέρα της και για τη θεία που θα ερχόταν επίσκεψη αύριο το απόγευμα.
- Πες μου κυρία Ανθούλα πώς την κάνεις;
- Εύκολα Μυρτούλα μου αμά θέλει συνέχεια ανακάτεμα να μη πιάσει. Διες, θα σε πω να μάθεις:
Ένα μπουκάλι γάλα μεγάλο θα ρίξεις στο κατσαρόλι.
Ένα φλιτζάνι ρυζάλευρο θα διαλύσεις σε μια λεκανίτσα με νεράκι από τη βρύση, δυο ποτήρια να είναι.
Δύο φλυτζάνια ζάχαρη μέσα στο γάλα και θα το βάλεις στη φωτιά αμά στο χαμηλό να είναι.
Άμα λιώσει η ζάχαρη και ζεσταθεί καλά το γάλα, θα ρίξεις το ρυζάλευρο και θα ανακατεύεις συνέχεια ωσότου πήξει.
Πριν το βγάλεις απέ τη φωτιά ρίχνεις ροδόνερο καλό ίσια με ένα κρασοπότηρο.
Το βγάζεις και ρίχνεις κομματάκι νεράκι της βρύσης κι ανακατώνεις καλά καλά.
Εμείς στην Πόλη έτσι δα το βάνουμε στο ταψάκι και το κόβουμε μεγάλα κομμάτια, αμά το βάνουν και σε μπολάκια να ξέρεις κι άμα κρυώσει στο ψυγείο.
Και να σε πω, δυο τη μέρα έδινα στα παιδιά μου και τρώγανε άμα ήντουσαν μικρά, άσε τις φέτες με το φρέσκο βουτυράκι κι έτσι δα δυνάμωσαν και γένηκαν γερά!

<<Ναι καλά...>> σκέφτηκε η Μυρτώ και χαμογέλασε. Έτσι τα μπούκωνες κι έγιναν σαν ελεφαντάκια από μια σταλιά μέχρι και τώρα! Για λύπηση είναι και τα εγγονάκια και η κόρη κι ο γιος σου...





* Ητανάνε = ήταν

* Σουγλάκια = σουβλάκια





6 σχόλια:

  1. Καλή αρχή εύχομαι ολόκαρδα. Θα επανέλθω για διάβασμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ' ευχαριστώ πολύ αγαπητέ Χριστόφορε!
      Σε παρακολουθώ πάντα με κομμένη την ανάσα, είσαι απίστευτος!!!

      Διαγραφή
  2. Είσαι απόλαυση! Κέρδισες την καρδιά μου που είδα ότι άρχισες μα μιά Πολίτισσα. Κάποιο αίμα έχω κι από κεί. Πότε άρχισες να γράφεις? Σκέφτεσαι κάποτε να εκδόσεις κάτι από αυτα?

    Καλή σου μέρα γλυκειά μου

    (πάω για την επαλήθευση τώρα .... γκρρρρρ)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μαιρούλα μου, είναι αληθινές ιστορίες χωρίς ίχνος υπερβολής. Με παρότρυνε μια φίλη μου να ξεκινήσω εδώ, επειδή ό,τι της περιέγραφα ήθελε να τα διαβάζει. Να εκδόσω κάτι ασφαλώς και δε μου πέρασε ποτέ απ' το μυαλό.
    Η Πολίτισσες δίνουν και παίρνουν, έχεις να διαβάσεις πολλές ιστορίες τους!

    Σ' ευχαριστώ πολύ κι αν δεις ότι δεν διορθώθηκε σημαίνει ότι δεν τα κατάφερα, οπότε η βοήθειά σου μου είναι πολύτιμη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Να εκδοσεις. Ηθελα ενα βιβλιο με γραφη σαν τη δικη σου. Νομιζω οτι δεν χρειαζεται να ψαξω.Εχω πολλα να διαβασω απο σενα.Φιλακια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια γλυκιά μου, καλώς ήρθες!

    Φιλάκια πολλά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή