.

.
.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Μπόλικο ροδέλαιο είχα βάλει για, μέχρι και μέσα στα παπούτσια!



Το παιχνίδι με τις ματιές του Γιωργάκη και τα χαμόγελα στη μικρή μανικιουρίστα καλά κρατούσε. Φρόντισε να μάθει και τι σόι άνθρωπος είναι, τι έχει, τι κάνει, για να ξέρει και πού βαδίζει.
Είχε ωραίο μεγάλο σπίτι, είχε κι εξοχικό, αδερφές αποκαταστημένες, η μάνα του έμενε μαζί τους, αυτός είχε κληρονομήσει το μαγαζί από τον πατέρα του. Είχε αρραβωνιασθεί πριν μερικά χρόνια αλλά δυστυχώς η μνηστή του χάθηκε σε ναυάγιο συνοδευόμενη από τη μητέρα και το μικρότερο αδερφό της  μαζί με πολλές άλλες ψυχές, σ' ένα ταξίδι αναψυχής. 
Ο Γιώργος  είχε κλειστεί στο σπίτι για μεγάλο διάστημα και στο μαγαζί ήταν μόνο οι δυο υπάλληλοι και ο ένας του γαμπρός που έλεγχε την επιχείρηση. Με τον καιρό άρχισε να βγαίνει και να ασχολείται με τη δουλειά του, άνθισε ξανά το χαμόγελο στα χείλη του αλλά επίσημη σχέση δεν είχε κάνει από τότε.
- Πονεμένος άνθρωπος Μυρτούλα κορίτσι μου, η ψυχή μας έκλαψε όταν τα μάθαμε όλα αυτά και για να σε πω την αλήθεια μου ακόμα πιο πολύ τόνε αγάπησα το χαροκαμένο. 
Γκιουζελίμ άντρας και να είναι μοναχός του στα καλύτερα χρόνια του επειδής βαστούσε πένθος για τη μνηστή του και μπράβο του βέβαια και πολύ τιμητικό του ήντανε, όχι σα κάποιους άλλους που δε τα λογαριάζουνε. 
- Μάζευα τις παράδες να πάω να ψουνίσω παπούτσια απέ κει να πούμε και καμιά κουβέντα, επιτέλους να προχωρήσει το ζήτημα για να ξέρω κι εγώ τι θα κάνω για! 
Σάββατο επήα στο χαμάμ, έκαμα τα μαλλιά μου ένα ωραίο χτένισμα σκάλες σκάλες ήντανε, είπα στο μαγαζί ότι θα πήαινα σε μια γιορτή και με φτιάξανε πολύ ωραία το κεφάλι, τη Δευτέρα που δεν είχε και τόση δουλειά τα αφεντικά θα πηαίνανε για μια αγορά που θέλανε να κάμουνε και θα αργούσαν, εμείς θα ανοίγαμε το κομμωτήριο. 


Όλη η Κυριακή σχεδόν πέρασε με πρόβες στο δωμάτιο που ήταν απλωμένα ρούχα, μαντήλια, εσάρπες, εκτός από το τρίωρο στης Φωτεινής που έφαγαν όλες μαζί το μεσημέρι. 
Το πρωί πήγαιναν πάντα στην εκκλησία κοντά στο σπίτι της και μετά καφεδάκι και φαγητό μέχρι αργά το απόγευμα, τους γέμιζε κι ένα τεράστιο καλάθι με καλούδια του κήπου της που έφταναν και περίσσευαν για όλη τη βδομάδα. Τη συγκεκριμένη Κυριακή βγήκαν μόνο το μεσημέρι που πήγαν για φαγητό κι έφυγαν βιαστικά, η Φωτεινή ήξερε βέβαια το λόγο και της ευχήθηκε να έρθουν όλα καλά.

- Μάτι δε μπορούσα να κλείσω μπρε Μυρτώ μου, είχα τέτοια αγωνία, τι να σε πω! Πρώτη φορά θα μιλούσαμε και η ψυχή μου είχε φύει, σκεπτούμουνα αν με πει κάτι που με γλυκοκοίταζε, αν δεν ήταν έτσι κι εγώ το νόμιζα...Άστα τι να σε λέω, έτρεμα σαν το πουλάκι αμά έπρεπε και να πάω μια να διώ τι γένεται! 
Η Αθηνά με έκανε γάλα ζεστό να ηρεμήσω και να κοιμηθώ κομμάτι μην είναι και χάλια το μούτρο μου πρωί πρωί, άσε που είχα να φτιάξω και το χαμόμηλο...
- Το χαμόμηλο; 
- Ναι για!  
Έβραζα χαμόμηλο κάμποση ώρα με νεράκι αμά πολύ λίγο ίσια που να το σκεπάζει και το κατσαρόλι κλεισμένο καλά.
Μετά αυτό αρχίνιζε να πήζει, σαν το χυλό γινούντανε κι άμα έπινε το ζουμάκι του όλο το άφηνα να κρυώσει. 
Το περνούσα απέ το μύλο, αυτό του πουρέ κι έβγαινε σαν τη μαρμελάδα ένα πράμα
Έτσι ζεστούτσικο όπως ήντουνε έβανα και κομματάκι μελισσοκέρι μέσα κι έλιωνε.
Μετά το έβανα στο μπολ το γυάλινο κι έριχνα λαδάκι κι ανακάτευα και γινούντανε έτσι μια πάστα αραιή. 
Αυτό το έκαμνα για μαλαχτικό μετά τη χαλάουα που τα πόδια ήντουνε ερεθισμένα και όσο να 'ναι τσούζουνε και για εκείνη τη βδομάδα θα ερχούντουσανε πολλές για χαλάουα.



Ξημέρωσε η πολυπόθητη Δευτέρα, φόρεσε ένα ωραία ραμμένο εμπριμέ μεσάτο φουστανάκι με φαρδιά ζώνη που το είχε για εξαιρετικές περιπτώσεις, άσπρα γοβάκια και τσαντούλα, άσπρο κομψό καπελάκι, μια κουκλίτσα ήταν. Το σώμα της μοσχοβολούσε τριαντάφυλλο, τα πόδια της είχαν δεχτεί περιποιήσεις από την Αθηνά και την Ανθούλα που είχαν μάθει κοντά της τα σχετικά με το πεντικιούρ. Παπούτσια θα διάλεγε κι αφού θα έμεναν εκτεθειμένα έπρεπε να τα δει άψογα ο Γιωργάκης!
'Εκαναν το σταυρό τους και οι τρεις και ξεκίνησαν συνάμενες κουνάμενες για το μαγαζί. Στο δρόμο έβαλε κάποιος στο μάτι τη Σουλτάνα και τις πήρε το κατόπι, μπροστά αυτές, από πίσω τους αυτός κι έλεγε έλεγε έλεγε.... 
Φτάνοντας, η Αθηνά πήγε αμέσως να ανοίξει το κομμωτήριο. Οι άλλες δυο αδερφές έκαναν και καλά λίγο χάζι στις βιτρίνες για να μη πάνε κατευθείαν στου Γιώργου και κινήσουν υποψίες και μετά από λίγη ώρα στάθηκαν μπροστά στη βιτρίνα. Η καρδιά της Σουλτάνας χτυπούσε σαν τρελή όταν τον είδε να έρχεται προς την είσοδο. Έσφιξε της Ανθούλας το χέρι να πάρει δύναμη και κουράγιο και του χαμογέλασε! 
- Καλημέρα σας, καλή εβδομάδα να έχετε και καλές δουλειές! Ξέρετε, θα ήθελα να διώ ένα ζευγάρι γόβες.
- Στη διάθεσή σας δεσποινίς μου, περάστε να διαλέξετε, έχουμε μεγάλη ποικιλία. 

Πρώτη φορά έμπαιναν σε τόσο ωραίο εμπορικό μαγαζί τα κορίτσια. Μεγάλα ράφια με αμέτρητα σχέδια, καθρέφτες παντού, ζωγραφισμένο ταβάνι, παχύ χαλί στο πάτωμα, καλοντυμένοι και οι δυο υπάλληλοι, χαμογελαστοί, έτρεξαν πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν. 
- Αφήστε, θα εξυπηρετήσω εγώ τις δεσποινίδες, θα δει και η μικρότερη τι της αρέσει κι ελπίζω να έχουμε τη χαρά να μας έρθει κι αυτή κάποια μέρα! 
Τι ωραία που μιλούσε....Φωνή καθαρή, ευγενική, ήταν πιο όμορφος από κοντά! Γκρι κουστούμι με μεταξωτή γραβάτα, μαντιλάκι ασορτί, φρεσκοξυρισμένος κι αστραφτερός, ποια γυναίκα θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη;
Κάθισαν στο μεγάλο καναπέ και σε λίγο δεκάδες κουτιά ανοίχτηκαν μπροστά τους. Η Ανθούλα επειδή ήξερε ήταν αμήχανη και νόμιζε ότι ήδη είχαν περάσει πολλές ώρες εκεί. 
Ως εκ θαύματος γυρίζοντας το κεφάλι προς το κομμωτήριο είδε την Αθηνά να της κάνει νόημα να πάει εκεί, μια κυρία είχε αποφασίσει να κόψει λίγο τα μαλλιά της και πήγε πρωί πρωί. Πέρασε καιρός για να μάθει η μικρή Ανθούλα ότι ήταν κόλπο της Αθηνάς. Η κυρία ήταν μιλημένη από μέρες να πάει τάχα για κούρεμα, να βοηθήσει και η μικρή και να μείνει μόνη η Σουλτάνα στου Γιώργου.

Η ανάσα της Σουλτάνας σταμάτησε όταν έσκυψε ο Γιώργος να τη βοηθήσει να προβάρει ένα ζευγάρι. Ένιωσε το κεφάλι της να βουίζει, τα μάγουλα να καίνε, έχανε τον κόσμο που   ένιωθε τα χέρια του με επιδέξιες κινήσεις να αγγίζουν τα πόδια της και μια υποψία θαυμασμού διέκρινε στο βλέμμα του. Μικρή και άπειρη αλλά με μυαλό κοφτερό δε δίστασε πριν ξεκινήσει από το σπίτι να αλείψει με ροδέλαιο εκτός από το σώμα περισσότερο  τα πόδια της για να τον εντυπωσιάσει! 
- Τρελάθηκε ο άνθρωπος πρωί πρωί βρε κυρία Σουλτάνα μου!!! 
- Μπόλικο ροδέλαιο είχα βάλει για, μέχρι και μέσα στα παπούτσια! 

Πάνω από μια ώρα έμεινε στο μαγαζί δοκιμάζοντας αμέτρητα σχέδια και χρώματα ώσπου η λογική της έλεγε ότι έπρεπε να φύγει, για πρώτη επαφή καλά ήτανε. 
Κατέληξε σ' ένα ζευγάρι κι άνοιξε την τσάντα της να πληρώσει. 
- Κανονικά δεσποινίς μου δεν πρέπει να σας πάρω καθόλου χρήματα. 
- Γιατί το λέτε αυτό; Ρώτησε έκπληκτη και το μυαλό της σταμάτησε μη θέλοντας να σκεφτεί κάτι πονηρό.
- Γιατί ξέρω ότι μου έχετε στείλει πολλές κυρίες από τη δουλειά σας, δεν αξίζετε λοιπόν ένα δωράκι; 
- Ακούστε κύριε Γιώργο του είπε ήρεμα. Γείτονας είσαστε κι ωραία παπούτσια έχετε, εμείς έχομε μάθει να υποστηριζούμαστε αναμεταξύ μας, εγώ στέλνω για παπούτσια κι εσείς θα με στέλνετε για νύχια και μαλλιά. Αμά έτσι που με λέτε δωράκι, δεν το δέχουμαι, προτιμώ να τα αφήσω...
Το εκτίμησε πολύ ο Γιώργος το αξιοπρεπέστατο κορίτσι που δούλευε κι αγωνιζόταν μαζί με τις αδερφές της. Είχε μάθει από τα αφεντικά την ιστορία τους, την τιμιότητα, την προθυμία, τη νοικοκυροσύνη τους, κυρίως την εξυπνάδα και την τσαχπινιά της Σουλτάνας που είχε φέρει τη χαρά του Θεού στο μαγαζί τους. 
Τη γλεντούσε τη δουλειά της η μικρή. Με το γέλιο έμπαινε κάθε πρωί, με το τραγούδι ετοιμαζόταν στο δωματιάκι που άφηναν τα πράγματά τους, φορούσε την άσπρη αστραφτερή ρόμπα της κι ετοιμαζόταν χαρούμενη να υποδεχτεί τις πελάτισσες.  Επί της υποδοχής ήταν, η βιτρίνα του μαγαζιού, στα μέσα και στα έξω, δεν της ξέφευγε τίποτα! 
Της έκανε μεγάλη έκπτωση και φυσικά  δέχτηκε, ήταν και λογικό, όμως κάτι στο βλέμμα του διέκρινε η Σουλτάνα που την έκανε να πιστέψει ότι είναι σε καλό δρόμο. 
Πήγε καταχαρούμενη στο μαγαζί και όταν σχόλασαν είχε πλέον την άνεση να του πει και μια καληνύχτα, είχαν γνωριστεί πια.
- Αχ και να ήσουνε από μια μεριά να διείς τα γέλια που κάναμε με τις αδερφάδες μου πηαίνοντας στο σπίτι! Ήτουνε και Άνοιξη και το γλεντούσαμε, χαχαχα και χουχουχου σε όλο το δρόμο με το κουτί να το χορεύουμε στα χέρια! 
Άφηκα καμιά βδομαδίτσα να περάσει με καλημέρες και καληνύχτες και ματιές κι ωστόσο έψαχνα και τρόπο να 'βρω να συναντηθούμε κάπου και καλά τυχαία, όμως οι μέρες περνούσαν και τίποτα δεν εγινούντανε. Μπρε που θα πάει κάτι θα γένει ελέγαμε όλες στην αρχή αμά όσο πέρναγε ο καιρός τίποτις, μόνο με τα μάτια που λένε εμιλούσαμε, αρχινίσανε οι ανησυχίες μη και δεν προχωρούσε το αίσθημα. 

Πού να ήξεραν ότι εκείνος είχε ρωτήσει διακριτικά και είχε μάθει όλες τις κινήσεις της. Πού πήγαινε, ποιους έβλεπε, τι έκανε, τα πάντα! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου