- Φτου φτου σκόρδα να 'χει το παιδί, έφαε το τζιέρι μου! Σταυροκοπήθηκε η μάνα και η Μυρτώ χαμογελούσε βλέποντας την κυρά Ανθούλα να μαζεύει ευχαριστημένη τα άδεια πιάτα.
Σκέτο πανηγύρι ήταν οι εκεί επισκέψεις με τις ατέλειωτες ιστορίες της Πόλης, τα μεζεδάκια, τα γλυκά, την αδυναμία τους στο παιδοβούβαλό τους, τον ευγενικό μα και κουτοπόνηρο κύριο Γιάννη που απολάμβανε το καφεδάκι του κι έκανε όνειρα για το μέλλον του γιόκα του. Να βρει μια καλή κοπέλα, μορφωμένη, προικισμένη, όμορφη, καλής οικογενείας, να ζήσει σαν πασάς ο Αλέκος τους που δεν υπήρχε τέτοιο παιδί σ' όλο το ντουνιά και θα ήταν τυχερή η νύφη και η οικογένειά της να τον κάνουν γαμπρό.
Τέτοιο παιδί... Μόνο φρου φρου κι αρώματα ήταν. Που δεν είχε ούτε δουλειά ούτε μόρφωση ούτε σταθερό χαρακτήρα, ποτέ δεν γινόταν λόγος για όλα αυτά. Αν τύχαινε και το έφερνε η Μυρτώ απ' έξω απ' έξω έτσι στη συζήτηση το σκέφτονταν για μισό λεπτό κι έλεγαν <<εεεεεεεε κάτι θα βρεθεί για δουλίτσα!>>
Καμία δουλειά δεν ήταν για τον Αλέκο τους βέβαια! Η μια ήταν βαριά, η άλλη δεν έκανε, σιγά μην έβγαινε στο μεροκάματο σαν τον πατέρα! Αυτός ήταν φτιαγμένος για τη μεγάλη ζωή και η ιδανική δουλειά θα ήταν όπως έλεγαν σε κάποιο γραφείο σε πόστο καλό.
Τώρα με τι προσόντα θα έπιανε τέτοια δουλειά, άλλο θέμα. Αυτό ονειρεύονταν για τον κανακάρη τους και μια πλούσια νύφη κι αφού αυτό πίστευαν αυτό έπρεπε να γίνει!
Καμάρωναν το γιόκα τους όταν έβγαινε ντυμένος πάντα με το κουστούμι και τη γραβάτα, αρωματισμένος και καλοχτενισμένος. Στην τρίχα πάντα ήταν ο γιαλαντζί νυμφίος που ξεγελούσε με την εμφάνισή του και τον περνούσαν για πλουσιόπαιδο. Η μάνα τον έφτυνε και τον ξεμάτιαζε, τον σταύρωνε κι ονειρευόταν το αύριο όπως ακριβώς έβλεπε στις ταινίες στην τηλεόραση. Ο φτωχός νέος που παντρεύεται την πλούσια κόρη παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της.
- Αμ καλές είναι οι παντρειές αν είναι και το παιδί επαγγελματικά αποκαταστημένο, αλλιώς πώς θα ανοίξει σπίτι; Και η κάθε κοπέλα και η οικογένειά της πώς να το αποφασίσουν, έτσι εύκολα σπίτι δεν στήνεται...
- Ναι μπρε Μυρτούλα μου, άμα όμως μια κοπέλα έχει τον τρόπο της θα βολευτεί κι αυτός, γκιουζελίμ* παλικάρι είναι για! Δεν τα βλέπουμε συνέχεια και στην τελεόραση;
Κι άρχιζε να διηγείται διάφορες τέτοιες ιστορίες από χιλιοπαιγμένες παλιές ελληνικές ταινίες όπου ταύτιζε το καμάρι της με τον εκάστοτε πρωταγωνιστή...
- Αυτά κυρία Ανθούλα μου μόνο στον κινηματογράφο γίνονται και να μη παραδειγματίζεσαι! Να τακτοποιηθεί ο Αλέκος και να έχει ένα σταθερό μισθό, τα χρόνια περνάνε και η αληθινή ζωή είναι αλλιώς...
- Μυρτούλα μου να σε πω, τα έργα που βλέπουμε απέ τη ζωή είναι βγαλμένα ούλα!
Τώρα τι να τους πεις....κακιά θα γίνεις...
Απορίας άξιο ήταν το πως η κυρά Ανθούλα είχε τόσο δροσερό δέρμα παρά τα εβδομήντα τόσα χρόνια της!
Γελούσε πολύ, έκλαιγε πολύ με το παραμικρό, έκανε γκριμάτσες, σούφρωνε τα χείλη κι όμως δεν είχε ούτε μια ρυτίδα στο στρογγυλό της πρόσωπο!
Δε θα την έλεγες καλοζωισμένη, είχε ορφανέψει πολύ μικρή από μάνα, την έφαε όπως έλεγε ο καημός του αντρός της. Παράδες μπόλικους έβγαζε εκείνος, σπίτια έχτιζε αλλά τα έτρωγε όλα με τις πόρνες, χούι που είχε μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Σταυρό κουβαλούσε η έρμη η μάνα της που είχε και πέντε παιδιά ν' αναθρέψει και την έτρωγε το μεροκάματο για τον επιούσιο. Ξενόπλενε, σιδέρωνε, σπίτια καθάριζε απ' τα χαράματα που σηκωνόταν μέχρι αργά τη νύχτα.
Εδέησε ο Θεός και παντρεύτηκε η μεγάλη κόρη η Φωτεινή έναν καλό άνθρωπο. Πήγε ο ανεπρόκοπος στο γάμο τύφλα στο μεθύσι και με τα κοκκινάδια στο πουκάμισο. Είχε βγει να γλεντήσει και να κεράσει για τις χαρές της κόρης είπε. Mε χίλια ζόρια και καλοπιάσματα τον κατάφερε η μάνα της κι έδωκε παράδες να κάνουν το γάμο κι είδε κι αυτή μια χαρά στο σπιτικό τους. Άντε με το καλό να πάρουν σειρά και οι άλλες δυο κόρες, μετά να 'βρει μια καλή κοπέλα κι ο γιος. Η Άνθω ήταν ακόμα σχεδόν μωρό, το στερνοπούλι της φαμελιάς.
Δόξα τω Θεώ πολύ καλά παιδιά είχαν βγει. Δουλευταρούδικα, άξια, προκομμένα, τα καμάρωνε η μάνα τους κι όταν γύριζαν απ' το μεροκάματο τη φιλούσαν γλυκά και της έδιναν απαραιτήτως το χαρτζιλικάκι της. Κεντήστρα η Φωτεινή, έβγαζε τα μάτια της πάνω από ατέλειωτα μέτρα ύφασμα, συνέχισε να εργάζεται και μετά το γάμο μέχρι να ορθοποδήσουν, κομμώτρια η Αθηνά, μανικιουρίστα η Σουλτάνα κι Θοδωρής μαραγκός. Η Σουλτάνα ήταν η τσαχπίνα της οικογενείας. Έξυπνη και όμορφη, αφιέρωνε πολλές ώρες στον καλλωπισμό της κι όλο μπουκαλάκια και βαζάκια με πομάδες* έβρισκες ανάμεσα στα ρούχα της στο μπαουλοντίβανο.
Η Ανθούλα είχε μπει στα τρία χρόνια της όταν παίζοντας στην αυλή αμέριμνη άκουσε φωνές και κλάματα από τα αδέρφια της και κοιτούσε απορημένη προς το σπίτι όταν βγήκε τρέχοντας ο αδερφός της φωνάζοντας τον πατέρα τους που έπαιζε χαρτιά και μπεκρούλιαζε στο καφενείο. Μια θεία τους τρέμοντας σύγκορμη την άρπαξε και την πήγε σε κάποιο συγγενικό σπίτι κι από κει στην πεθερά της Φωτεινής, που την αγκάλιασε κλαίγοντας.
- Η μαμά ανέβηκε ψηλά και πήγε στο Θεούλη... Απ' εκεί θα σε βλέπει μωρό μου...
- Η μαμά ανέβηκε ψηλά και πήγε στο Θεούλη... Απ' εκεί θα σε βλέπει μωρό μου...
Έμεινε στης Φωτεινής το σπίτι, μαμά την έλεγε τα πρώτα χρόνια. Ο πατέρας πού και πού πήγαινε και την έβλεπε, άφηνε και κάνα παρά. Με τη ζωή που έκανε τα είχε χάσει όλα, αυτός που σκορπούσε τις λίρες, σπίτωνε και χρύσωνε κάθε λογής πόρνη και φουμάριζε ακριβά τσιγάρα που έβγαζε επιδεικτικά από μαλαματένια ταμπακιέρα.
- Την έφαε τη μάνα μας που κακό χρόνο να 'χει ο παλιάνθρωπος και δεν πρόλαβε να διεί η καημένη και τις χαρές των άλλων κοριτσιώνε!
Σχολειό η Ανθούλα δεν πήγε. Όταν έφτασε τα δέκα την πήρε η Αθηνά στο κομμωτήριο να την προσέχει και να βγάζει και λίγα λεφτουδάκια. Μια βούρτσα είχε κι έβγαζε τις τρίχες από τα ρούχα των κυριών, σκούπιζε κι ο,τι έπεφτε στο πάτωμα, έκανε και τα εκεί θελήματα. Χαμογελαστή και γλυκιά τους είχε κατακτήσει όλους, ήξεραν και την ορφάνια της και της έφερναν διάφορες λιχουδιές, παιχνιδάκια, κάνα ρουχαλάκι. Καλά περνούσε η μικρούλα.
Το κομμωτήριο ήταν από τα καλύτερα της Πόλης. Παραλούδες κυρίες καλοντυμένες και περιποιημένες μπαινόβγαιναν, άφηναν και γερό πουρμπουάρ οι περισσότερες κι έτσι χώθηκε και η Σουλτάνα εκεί αφού η άλλη είχε αρχίσει να μη την καλοπληρώνει. Η πελατεία της δυστυχώς είχε μειωθεί δραματικά...
- Τι γενόταν απέ την ώρα που ήρτε κει μέσα η Σουλτάνα Μυρτούλα μου, άλλο να σε λέω!
Κείνη η γλώσσα της ροδάνι πήαινε, ετελείωνε με τα νύχια κι έπιανε τις μούρες τους. Τις πασάλειβε, τις έτριβε, τις έβαφε, κούκλες ούλες βγαίνανε! Χα χα χα χα!
Μοναχιά της τα έφκιαχνε η άτιμη! Είχε αραδιάσει και στο σπίτι όλα κείνα τα βαζάκια και τα κουτάκια και τα μπουκαλάκια κι έβανε στο πεζουλάκι και τι δεν έβανε να τα λιάζει και μετά ανακάτωνε και σούρωνε και και και... Παράδες να διείς στη σειρά! Χα χα χα!
- Και σαν τι έφτιαχνε η Σουλτάνα που σκάω από περιέργεια να τη γνωρίσω;
- Πολλά η άτιμη αμά δεν τα θυμάμαι κι ούλα... Το αγγούρι όμως το κάμω κι εγώ άμα είναι κάπου να πάω και με λένε και φτου σου σκόρδα Άνθω μου! Θα σε πω:
- Πάρε ένα αγγουράκι μεγάλο αμά πολύ φρέσκο να είναι και πλύντο καλά καλά.
Τρίψε κομμάτι τη φλούδα του και βάλτηνα σ' ένα πιατάκι χώρια να 'ναι.
Μετά θα τρίψεις και το υπόλοιπο αγγουράκι σε άλλο πιάτο.
Πάρε τουλπάνι παστρικούτσικο που θα το έχεις βάλει να πάρει μια δυο βρασούλες και μετά στο ψυγείο καμιά ωρίτσα ίσια με να κρυώσει καλά.
Βάλε και κομματάκι οινόπνεμα στα χέρια και ρίξε το αγγουράκι στο τουλπάνι πάνω από μπολάκι και στίβε το καλά καλά να έβγει ούλο το ζουμί του.
Μετά βάνεις το ζουμάκι σε μπουκάλι κι άστο στον ήλιο βουλωμένο καλά.
Το αγγουράκι που είναι μέσα στο τουλπάνι θα το ανακατέψεις σε μπολάκι με πέτσα του γιαουρτιού γιατί καϊμάκι εδώ πού να 'βρεις....
Αυτό είναι θρεφτικό για το πρόσωπο! Στο ψυγείο να παγώσει και πασαλείψου καλά κι άστο κάμποση ωρίτσα να σε τσιτώσει.
Μέχρι να το βγάλεις θα πάρεις τα φλούδια τα τριμμένα και θα τα ανακατώσεις με κοπανισμένο ρύζι να γένουνε πολτός.
Αυτό να ξέρεις άμα το κάνεις εντριβή καθαρίζει το δέρμα σε βάθος.
Πλύσου καλά στο πρόσωπο, πέρνα το και μια εντριβή μ' αυτό και μετά ξεπλύσου με χαμόμηλο να διείς καθαρό κι ωραίο που θα είναι!
Το ζουμάκι στο μπουκάλι άστο τρεις μέρες να λιαστεί και μετά το βάνεις στο ψυγείο. Ρίχνεις κάθε μέρα λίγο στο μπαμπακάκι και να διείς δροσιά στο δέρμα!
- Ωραίο ακούγεται κυρία Ανθούλα μου, με την πρώτη ευκαιρία θα το φτιάξω! είπε η Μυρτώ που της έκανε εντύπωση το ταλέντο της αδερφής της, αλλά δε μου λες, είπε γελώντας πονηρά, η Σουλτάνα πότε είπες ότι θα έρθει;
* Γκιουζελίμ = Ωραίος - α
* Πομάδες = Κρέμες - Αλοιφές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου