.

.
.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Βίος και πολιτεία σε λέω!


Η ευχετήρια κάρτα εξ Αθηνών, παραδόθηκε στη Ζαφείρα την Τρίτη το πρωί. Συνοδευόταν από το πολυπόθητο γράμμα, με τις πληροφορίες για το γαμπρό. 

Το άνοιξε ανυπόμονα, με κακό προαίσθημα, μακριά από τα μάτια των παιδιών και της θείας Κούλας. Εκεί, στην κρεβατοκάμαρά της, που ανέκαθεν έκρυβε όλα της τα μυστικά, ένιωσε την καρδιά της να σβήνει και τα πόδια της να τρέμουν. Έπιασε το λαιμό της, προσπαθώντας ν΄ αγγίξει τον κόμπο που την έπνιγε.
<<Αγαπητή κουμπάρα, ήθελα να ήξερα ποιος μεσολάβησε για το προξενιό της ντροπής...>> 

Κατέβηκε με κόπο στο σαλόνι, σέρνοντας κυριολεκτικά τα πόδια της. Η Βούλα, έψηνε καφεδάκια για τη μητέρα και τις θείες της.  Είχε έρθει η Χαρίκλεια, με ένα ταψί πιπεριές, γεμισμένες με διάφορα τυριά.
Διάλεγε πιπεριές κόκκινες, γερές, άνοιγε με κοφτερό μαχαίρι και πολλή προσοχή μια μικρή στρογγυλή σχισμή γύρω από το κοτσάνι, τις έπλενε και τις στέγνωνε. 
Έλιωνε με το πιρούνι τυριά μαλακά και συμπλήρωνε αρκετό γάλα, ώστε να γίνει σαν πυκνή, παχιά κρέμα. Ψιλόκοβε τυρί σκληρό, πικάντικο, μαϊντανό, δυο μεγάλες σκελίδες σκόρδο και λίγο φρέσκο δυόσμο. Τις γέμιζε με κορνέ, επειδή το άνοιγμά τους ήταν ελάχιστο και δεν χωρούσε ούτε το πιο μικρό κουταλάκι. Με το χέρι, έβαζε τα κομμάτια και τα έπρωχνε με οδοντογλυφίδα.
- Οι πιπεριές γιομιστές με το τυρί, ίσα ίσα πρέπει ν' ανοίγονται, αλλιώς στο ψήσιμο χύνεται έξω όλο το τυράκι. Αλάτι δε βάζεις καθόλου, λύσσα θα γένει, είναι αρμυρά τα τυριά. Αμά θέλει πιπέρι μπόλικο, φρεσκοτριμμένο και μια ιδέα μπαχάρι. Στο ταψί λαδόκολλα κι εκεί απάνω ψήνουνται. Να ξέρεις, μήτε βουτύρωμα, μήτε λάδωμα, τίποτα! 
Μετά, άμα γένουνε, τις αφήνεις κομμάτι στο ταψί, να δέσει η γέμισή τους. Άμα τις πιάσεις αμέσως να τις βγάλεις, θα σε χυθεί που είναι πολύ ρευστή. 



Κάθονταν στον καναπέ και συζητούσαν για φαγητά κι ό,τι άλλο είχε σχέση με την κουζίνα. 
Με τις χοντρές μάλλινες μπλούζες τους, τις μακριές φούστες, τις χρυσές τους καδένες, το κόκκινο κραγιόν και τα βαμμένα νύχια, λες κι ήταν έτοιμες να πάνε για επίσημη επίσκεψη. 
Πάντα ήταν περιποιημένες και καλοντυμένες. Τις χρονιάρες μέρες βέβαια, ένα παραπάνω. Οι εορταστικές μέρες των Χριστουγέννων, ξεκινούσαν νωρίς και του Νέου Χρόνου κρατούσαν μέχρι το τέλος του Γενάρη. Ο πρώτος μήνας είχε κι αρκετές ονομαστικές γιορτές κι οι επισκέψεις στα σπίτια συγγενών και φίλων με γλυκά και λικέρ ήταν τακτικές. 


- Τι λες μπρε Χαρικλάκι να βάλω το απόγεμα; Το μπλε μου το φουστάνι με τον άσπρο το γιακά το γούνινο από πάνου, για τη μαύρη φούστα τη σολέι, με τη μπλούζα που με πήρε η αδερφή σου; Πολύ με αρέσει και με πάει, ωραία με στρώνει πάνω μου. Να ρίξω και την εσάρπα, θα πέφτουνε μπροστά και τα κρόσσια τα χρυσούλια.

Που τήνε βρήκες μπρε, τι ωραίο πράμα είναι αυτό! Όλο να με χαϊδεύει το μάγουλο θέλω για! Πάει, τέλειωσε, αυτά θα φορέσω, να διούνε όλες τι ωραίοι μποναμάδες* με κάμανε οι ανιψιές μου και να σκάσουνε απέ τη ζούλια τους! Χα χα χα! Εσύ τι λες να φορέσεις; Εκείνο το φόρεμα το ωραίο που πήρες για την Καλή Βραδιά, πολύ σε πάει! Και η μπουτουνιέρα με το μπεζ το λουλούδι, ένα όνειρο είναι! Αυτό να φορέσεις! 

Η Βουλίτσα, που πήγε χθες στης Αργυρώς με τα παιδιά, την είπε που θέλει να με διεί πριν φύγω. Άιντε και να πάμε αύριο κομμάτι, για θα έρτει εκείνη εδώ; Θα διούμε...

Το απόγευμα της προηγούμενης μέρας που συναντήθηκε το ζευγάρι, έμεινε περισσότερο μαζί. Θεία κι ανιψιές, είχαν πάει στην κοπή της πίτας του συλλόγου. Λόγω της θείας Κούλας, δεν ήθελε η Ζαφείρα να πιέσει την κόρη της να πάει μαζί τους. Έτσι, μετά από πολύ καιρό, έμεινε στο σπίτι με τα αδέρφια της, δίχως φύλακα.
Θέλησαν να πάνε στο σπίτι της θείας τους, να παίξουν με τον ξάδερφό τους και τα συνόδευσε εκείνη. Μετά τις ευχές και τα κεράσματα, έφυγε, προσποιούμενη ότι είχε ραντεβού με δυο φίλες της και είχε ήδη αργήσει.
Σχεδόν μια ώρα έμεινε με το Σωκράτη και χορτασμένη ευτυχία, φιλιά κι αγκαλιές, επέστρεψε να πάρει τα αγόρια.


Οι καφέδες από τα χεράκια της Βούλας, έφτασαν μέσα στο μεγάλο ασημένιο δίσκο με το δαντελένιο πετσετάκι και τα κουλουράκια βανίλιας. Αν και οι ημέρες αυτές, καλούσαν ό,τι γλυκό είχαν να είναι φτιαγμένο με την ξελογιάστρα κανέλα και το εκρηκτικό μοσχοκάρφι, τα κουλουράκια με την απαλή γεύση βανίλιας συνόδευαν τέλεια τον καφέ. 
Απαραίτητα, θα άναβαν οι κυρίες κι ένα τσιγάρο. Καμιά τους δεν ήταν φανατική καπνίστρια, ούτε υπήρχε πακέτο ποτέ στην τσάντα τους. Η κάθε νοικοκυρά, είχε πάντα μια επιτραπέζια τσιγαροθήκη στο σαλόνι, για να προσφέρει στις καλεσμένες της μαζί με τον καφέ τους. Αν η συζήτηση είχε μεγάλο ενδιαφέρον, μπορεί να άναβαν και δεύτερο. 

Αυτή τη συνήθεια είχαν και η Ανθούλα και η Σουλτάνα, με τη διαφορά που η δεύτερη αγόραζε πάντα ένα πακέτο όταν πήγαινε στης αδερφής της. Κάπνιζαν από ένα, το πολύ δύο τσιγάρα και φεύγοντας της το άφηνε, για να έχει πάντα στο σπίτι της, κρυφά από το Γιάννη, τον άνδρα της, που σαν τρακαδόρος που ήταν δεν της τα άφηνε. 
- Είχε έρτει η Πόπη, να πιούμε ένα καφέ. Ανοίγω το κουτάκι και δεν βρήκα μήτε ένα μέσα! Τα πίνει όλα και δε με λέει και τίποτα! Τα παραχώνω κι εγώ στο συρτάρι, κάτου απέ τα τραπεζομάντιλα, να μη φαίνουνται, αμά κι εκεί ψαχούλεψε και τα βρήκε! Χα χα χα! Μουσαφίρισσα άμα έρτει κι έχει τα δικά της, θα 'χει να πιει με τον καφέ της, έτσι πάει καλά!
Όχι μόνο καλά, κάλλιστα! Η καλύτερή του ήταν, να κλέβει από τα ξένα τσιγάρα. Από δω το 'φερνε, από κει το πήγαινε, ζητούσε πρώτα ένα να δοκιμάσει και μετά το 'ριχνε στο αστείο, παίρνοντας κι άλλα κρυφά και φανερά. Όταν δε έβλεπε τη Σουλτάνα, που ήξερε τη συνήθειά της, περίμενε να φύγει κι έχωνε παραπάνω από τα μισά στις τσέπες του, πριν ακόμα κλείσει καλά καλά η Ανθούλα την εξώπορτα. 

- Ζαφειρούλα; Τι έπαθες κοκόνα μου, άρρωστη είσαι;
- Δεν αισθάνομαι και τόσο καλά θεία, το κεφάλι μου πονάει, το στομάχι μου ανακατεύεται... 
- Θα κρύωσες φαίνεται! Και στο 'πα μπρε κόρη μου, που χθες το πρωί στο ρεύμα καθούσουνα! Πιε τον καφέ σου κι άμε να ξαπλώσεις κομμάτι, για το φαΐ μη γνοιάζεσαι, θα τα βολέψουμε με την αδερφή σου εδώ!
Η Χαρίκλεια, κοίταξε την αδερφή της στα μάτια και κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε. Ταραγμένη η Ζαφείρα, πήγε στην κουζίνα τάχα να δει το ψητό κι έκανε νόημα με τρόπο στην αδερφή της να την ακολουθήσει.
- Άμα μιλάω εγώ, κακιά και στρίγκλα γίνουμαι! Πήρα το γράμμα, ευτυχώς που δεν ήταν καμιά τους μπροστά. Να το διαβάσεις και να φρίξεις! Τα πράματα, είναι πολύ χειρότερα απ' όσο φοβόμουνα, αδερφή. Αυτός, είναι ένα ρεμάλι, που έβαλε στόχο την προίκα της ανιψιάς σου και πήγε να την ξεγελάσει. Βίος και πολιτεία σε λέω! Δεν είμαι καθόλου καλά, βουίζει το κεφάλι μου κι έχω ταχυπαλμία, αμά πρόσεχε μη πάρουν τίποτα χαμπάρι.Θα μιλήσω την Βούλα το απόγεμα, που θα πάτε με τη θεία βίζιτα στης Γενοβέφας να την ευχηθείτε. Με αρέσει που λογαριάζαμε να πάμε μαζί... Πάμε να πιούμε τον καφέ, που φαρμάκι θα καταπιώ και θα στα πω πάνω, πιο μετά.

Η Χαρίκλεια, δεν πίστευε σ' αυτά που διάβαζε. Κατάχλομη, σωριάστηκε στην άκρη του κρεβατιού, δίπλα στην αδερφή της, που κρατούσε σκυμμένη το κεφάλι της με χέρια που έτρεμαν.
- Μπρε Ζαφείρα μου, θα παλαβώσω! Πες με ότι με γελούν τα μάτια μου, τι είναι αυτά; 
- Τι είναι αυτά; Η αλήθεια για τον παραλή και καλό γαμπρό είναι! Καλά τα έλεγα ότι δεν τον άρεσα* απέ την αρχή! Κάτι μέσα μου με έλεγε που έπρεπε να προσέξουμε, αμά και τέτοια πράματα, τι να πω; Ο νους μου δεν επήγε!
Αυτός, είναι ένα απόβρασμα της κοινωνίας για! Τήνε είδε, τον άρεσε, θα ΄μαθε και για το σπίτι μας, τι είμαστε και δεν είμαστε και σε λέει, μια που τον έχουνε τον τρόπο τους, κάτσε να την πουλήσω ερωτιλίκι τη μικρή να την φάω τις παράδες! Κατάλαβες; Κατάλαβα να λες! Μια μέρα ήσυχη, δεν έχω περάσει από τότες που την τσάκωσα να τόνε συναντάει. Αχ! Παναγία μου, τι κακό θα παθαίναμε, δε θέλω μήτε να το σκέπτουμαι!
Ευτυχώς να λες, που δεν ξέρει και τα άλλα της, τι την δίνω και τι την δίνεις. Θα μείσκαμε στο δρόμο με δαύτονα, που κακό χρόνο να ΄χει το τομάρι! Πες με την αλήθεια αδερφή, τον ξανάδε από τότες; Πες με και πάω να τρελαθώ!

Η Χαρίκλεια, παρακαλούσε ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί. Προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου, αλλά ένιωθε μετέωρη, απελπισμένη και μόνη. Προσπάθησε να μιλήσει, οι λέξεις βγήκαν δειλά, με φόβο.
- Όχι, δεν τον είδε ξανά. Την είπα ένα απόγεμα που μιλήσαμε, ότι έστειλες το γράμμα να ρωτήσεις και περίμενες απάντηση. Το δέχτηκε, λογικό το βρήκε... 
Αστραπιαία πέρασαν από το μυαλό της οι "εξομολογήσεις" που έκανε στο Σωκράτη, τη μέρα που τον είχε καλέσει στο σπίτι της. 
Αυτός πλέον, ήξερε λεπτομερώς τα περιουσιακά της Βούλας. Και τα σπίτια και τα ασημικά και τους παράδες. Και τα κρυφά και τα φανερά, όπως του είχε πει. 
- Τι έκανα Θεέ μου; Πως με ξεγέλασε κι εμένα και του τα είπα όλα; Πως μπλέξαμε έτσι; Και τι θα γένει τώρα με το κορίτσι μας;

- Λυτούς και δεμένους είχε βάλει ο κουμπάρος για να μάθει. Στην Αθήνα, κανείς δεν ήξερε να τον πει τίποτις, το όνομά του ήτουνε άγνωστο. Ανοίχτηκε στη Θεσσαλονίκη, με το γνωστό του γνωστού κι έμαθε πράματα και θάματα!
Αυτός, ήτουνε γιος πολύ καλής οικογενείας, ηθικής και τίμιας. Μεγάλωσε με όλα τα καλά, ο πατέρας του είχε εργοστάσιο που φκιάχνανε συσκευασίες για διάφορα να πούμε και τον άφηκε κληρονομιά τεράστια!. Είχε και μια αδερφή, που παντρεύτηκε το γιο του συνεταίρου του, που είχανε ξεκινήσει μαζί και μετά έκαμε δικό του, δεν ξέρω με τι, δε θυμούμαι μάλλον. Τήνε προίκισε καλά, με δύο σπίτια και έδωκε πολλοί παράδες στο εργοστάσιο του γαμπρού, που του το άφηκε ο μπαμπάς του, καθότι μοναχοπαίδι, για να μπει και η κόρη εκεί, με καταδικό της μερτικό. Ο χριστιανός, εκατομμύρια έβαλε κει στο όνομά της, αμά τα έκαμε η κοπέλα διπλά και τριπλά, πεσμένη με το κεφάλι ήτουνε στη δουλειά. Το κάνανε επέκταση, πήρανε κι άλλες μηχανές και προσωπικό και τήνε βγάνουνε το καπέλο άντρας και πεθερός. Πολύ άξια, δουλευταρού, ατσίδα σε όλα της!

Ήπιε η Σουλτάνα μερικές γουλιές λεμονάδα, ενώ η αγωνία των άλλων ήταν φανερή. 
- Αυτός, μπήκε σαν κύριος κι έκατσε στο γραφείο. Τον έλεγε ο μπαμπάς του, να ζυμωθεί με τη δουλειά, να διει το πως δουλεύουνε και τούτα και κείνα, να μάθει, που μόνο παράδες ήξερε να τον τραβάει.
Ο μπαινάκης κι ο βγαινάκης, έκαμε τάχα που ενδιαφέρεται, αμά το νου του τον είχε αλλού. Χωρίς να τόνε έχει πάρει χαμπάρι κανένας, είχε μπλεχτεί με μια ηθοποιό της κακιάς ώρας. Εκτός από τα σχετικά που κάμνανε μαζί, έβγαινε μαζί της και με όλο το μπουλούκι να πούμε. Μετά τις παραστάσεις, παγαίνανε για φαΐ κι ύστερα το ρίχνανε στο χαρτί. Ξύπνια αυτή, καμιά εικοσαριά χρόνια μεγαλύτερή του, βρήκε την κότα με τα χρυσά αυγά!
- Πω πω πω! Και τι ηγίνηκε μετά, του τα ήφαε όλα, ε; 
- Στον ήλιο μοίρα δεν είχε αυτή, τσίμα τσίμα τη βγάζανε όλοι τους. Ο Σωκράτης, μικρός ήτουνε, αμά τον τραβούσε η αλητεία να πούμε, όλο με χαρτοπαίχτες και τέτοιους έκαμε παρέα, έτσι τήνε γνώρισε κι αυτήνα.
Αρχίνισε να παίζει ποσά μεγάλα, το ένα έφερνε το άλλο, είναι να μη μπλέξεις με δαύτους για! Ο ένας από το θίασο, ήτουνε χαρτοκλέφτης και τόνε μάδαγε κάθε βράδυ. Πήαινε στο εργοστάσιο και δεν ήξερε τι τον γινούτανε, αμά όσο ζούσε ο μπαμπάς του, ρολόι παγαίνανε όλα. Τόνε βρήκε το καρδιακό κι έμεικε απάνου στο γραφείο ο καημένος, είχε βουίξει τότες όλη η Θεσσαλονίκη!
Απέ κει και πέρα, πήρε την κάτω βόλτα τέτοια επιχείρηση! Όλο τραβούσε παράδες, ήτουνε μέσα και κάτι σαΐνια που τόνε δίνανε να βάνει τη τζίφρα του εκεί που είχανε συμφέροντα, με εκατό μασέλες τρώγανε αυτοί!
Άμα πέθανε ο πατέρας, η άλλη η σουρλουλού έπιασε πόδι εκεί. Ακούτε πράματα; Έμπαινε με τον αέρα της κυρίας και καθούτανε σταυροπόδι, με μια πίπα δυο μέτρα! Λίγδωσε το άντερό της, έβαλε γουναρικό και μεταξωτά βρακιά, που δεύτερο δεν είχε να φορέσει, βολευτήκανε και οι άλλοι της παρέας. Όλο δώσε και δώσε ήτουνε αυτή, τόνε έβαλε και υπόγραψε για να παίρνανε θέατρο και να μη γυρνούσε απέ δω κι απέ κει και θα ήτουνε λέει επένδυση για κείνονα και θα τον γιόμιζε παρά!

Αποσβολωμένες την άκουγαν Ανθούλα και Μυρτώ, η Μαρίκα κουνούσε το κεφάλι κι έσερνε τα εξ αμάξης.
- Κι αυτός μπρε Σουλτάνα, έκανε τα μυαλά της; Για δεν έβλεπε που πάγαινε κατά διαόλου το εργοστάσιο; Ντιπ βλάκας και ζωντόβολο ητανάνε για;
- Με τον υπόκοσμο είχε νιτερέσα, η άσωτη ζωή του εκεί τόνε έριξε. Αυτή, η Θε μου σχώρα με, ήτουνε βαθιά χωμένη σε όλα. Αμά να σε πω, ακόμα και πριν τα μπλέξει με τα κείνηνα, είχε μπλέξει με κακές παρέες. Μετά πια, ήρτε κι έδεσε μ' αυτήνανε! Εκεί πέρα που είχε τα σχετικά με δαύτους και οι γυναίκες της παρέας τους τέτοιες ήτουνε για! Κει να διεις ξελόγιασμα!
- Ήτουνε στραβό τ' αγγούρι, το ήφαε και το γαϊδούρι! 
- Ναι για! Τελικά, με τούτα κι εκείνα, αρχινίσανε τα οικονομικά προβλήματα. Το θέατρο και καλά που αγόρασε, ήτουνε ένα ερείπιο με κουφά* γιομάτο. Γιόμισε ο μαχαλάς απέ δαύτα, όταν τα κάνανε έξωση με το γκρέμισμα! Το ρίξανε όλο και το χτίσανε απέ την αρχή. Κι να κολόνες μέσα και να σκάλες, όλα μαρμάρινα! Καρέκλες βελούδινες, φουαγιέ, πολυτέλειες και κακό! Ακούστηκε βέβαια που φκιάχνανε κείνο το ρημάδι για θέατρο και βγήκανε όλα στη φόρα. Τα έμαθε κι η αδερφή του στόμα με στόμα και τραβούσε τα μαλλιά της η κοπέλα! Πήγε και τον μίλησε τον αδικιωρισμένο!


Ανένδοτος ο Σωκράτης. Ανοιγόταν σε θεατρικές επιχειρήσεις, της είπε και δεν άκουγε κουβέντα. Η αδερφή του έκλαψε, παρακάλεσε, μέχρι που τσακώθηκαν άσχημα κι απομακρύνθηκαν τα δυο αδέρφια.
Τα βράδια, προσπαθώντας να πάρει πίσω τα χαμένα του λεφτά, άδειαζαν περισσότερο οι τσέπες του. Ο συνεργάτης της καλλιτέχνιδος, της ακουμπούσε γερό ποσοστό και κοιμόταν μαζί της πίσω απ' την πλάτη του κορόιδου.
Το θέατρο στήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Όταν το χρήμα πέφτει ζεστό και άφθονο, χωρίς παζάρια, ό,τι θέλεις γίνεται γρήγορα. Η συμμορία έκανε τις διαπραγματεύσεις κι αυτός πλήρωνε, Του τα χρέωναν τριπλά κι έβγαλαν μπόλικα κι από κει. Ετοιμάστηκαν για την πρεμιέρα κι ο Σωκράτης κάλεσε όλο τον καλό κόσμο που γνώριζε από την οικογένειά του και πολλούς φίλους του.
Πήγαν οι περισσότεροι, από καθαρή περιέργεια για την άγνωστη καλλιτέχνιδα, που είχε τόσο ταλέντο ώστε να επενδύσει εκείνος τόσα λεφτά για δικό της θέατρο. Μέρες γελούσαν με την ατάλαντη μεγαλοκοπέλα που έκανε τη μπεμπέκα στη σκηνή με τα μπούτια έξω. Είκοσι χρονών ο Σωκράτης, σαράντα αυτή, την κυκλοφορούσε πλέον επίσημα, μπογιατισμένη και με ξανθιά περούκα.

- Έτσι πια τους επήρανε για τα καλά χαμπάρι όλοι! Και όλο το ιστορικό του, που την έγραψε την Ζαφείρα ο άθρωπος, το έμαθε απέ πρώτο χέρι να πούμε, απ' αυτόνανε που δούλευε στο εργοστάσιο, σε μεγάλη θέση. Ήτουνε ο  ξάδερφος της γυναικός του φίλου του, που έμεισκε τη Θεσσαλονίκη και μόλις τον είπε το φίλο του που θέλει να μάθει για τον τάδε, ξαμολύθηκε να ρωτήσει. Αμά επειδής ήθελε να την πει τα πάντα και να στείλει πίσω τα προξενιά, καθυστέρησε κομμάτι με τα γράμματα Αθήνα - Θεσσαλονίκη.

Η καταστροφή δεν άργησε να έρθει. Άδειο το θέατρο, γκρίνια αυτή, χρήματα για τα τρέχοντα έξοδα, χοντρά παιχνίδια στην πράσινη τσόχα και τον ιππόδρομο. Η θεατρίνα της κακιάς ώρας, ήταν στα μέσα και έξω για να μαθαίνει τα πάντα και ο Σωκράτης πήγε στην Αθήνα, προκειμένου να βρει συνεταίρο με κεφάλαια για το εργοστάσιο. Έμεινε αρκετά, γυρίζοντας με το πούρο του στα κοσμικά σαλόνια, παίζοντας πάντα χαρτιά και κάνοντας συχνά "παρέα" σε πλούσιες κυρίες που ασκούσαν επιρροή στους συζύγους τους. Δεν άργησε να τυλίξει στα δίχτυα του έναν από τους πιο γνωστούς επιχειρηματίες των Αθηνών, Σμυρναίος στην καταγωγή, με Κωνστανινουπολίτισσα σύζυγο, είχαν αποκτήσει όλα τα καλά, εκτός από παιδιά. Αυτός ήταν ο καημός του Χρήστου, ένα παιδί.
Στον δεκαπέντε χρόνια μικρότερό της Σωκράτη, η Νανά βρήκε τον τέλειο εραστή, που την έκανε να νιώθει νέα, ωραία, επιθυμητή. Προκειμένου να είναι μαζί του όσο περισσότερο μπορούσε, μεσολάβησε ώστε να γίνει ο συνεταιρισμός, που θα τους έστελνε τακτικά στη Θεσσαλονίκη. Ο σύζυγος έριξε το χρήμα και η κυρία του αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με τη νέα τους επιχειρηματική δραστηριότητα. 

Η θεατρίνα, είχε ήδη αδιαφορήσει γι' αυτόν. Αφού έκανε το κέφι της με το θέατρο, που είχε πλέον κατασχεθεί και μάζεψε κοσμήματα, γούνες και ρούχα που δεν τα είχε δει ούτε στον ύπνο της, έφυγε με τους άλλους προς άγνωστη κατεύθυνση. Ευτυχώς που του είχαν απομυζήσει ένα σεβαστό ποσό, όταν Σωκράτης κι εργοστάσιο ήταν στις δόξες τους και δεν είχαν πλέον οικονομικό πρόβλημα. Κορόιδα με λεφτά για να μασήσεις, βρίσκεις κι αλλού!

Ο Σμυρνιός, σύντομα κατάλαβε ότι θα έπρεπε να κάνει μεγάλες προσπάθειες, προκειμένου να μπει ξανά σε μια σειρά η άλλοτε χρυσοφόρα επιχείρηση. 
- Μικρός είναι ακόμα Χρήστο μου και δεν έχει πείρα. Είναι που έχασε και τον πατέρα του και πέσανε όλοι εκεί μέσα να τον φάνε.
- Νανά, ρώτησα κι έμαθα, δεν είμαι χθεσινός στην πιάτσα. Παίζει και χάνει πάρα πολλά, είχε κι ένα μπλέξιμο με μια του θεάτρου, που του έφαγε μια περιουσία. Δύσκολο το βλέπω να μπει σε σειρά ο Σωκράτης.
Το μόνο θετικό, είναι που άφησε ο συχωρεμένος καλό όνομα στην αγορά, μόνο αυτό αξίζει. Και σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει να αναμιχθεί ο γιος του, θα το πάρω στα χέρια μου. Αφού θες κι εσύ ν΄ ασχοληθείς, δεν έχω αντίρρηση. Θα αποκτήσει ενδιαφέρον η ζωή σου εδώ και θα μπορείς με τον καιρό να έχεις τον έλεγχο. Θα σε αφήνω στο πόδι μου όταν είμαι στην Αθήνα. Με τις σωστές κινήσεις, θα μπει πάλι δυναμικά στην αγορά.

Άλλο που δεν ήθελε η Νανά! Ο σύζυγος στην Αθήνα κι εκείνη στη Θεσσαλονίκη, διευθύντρια στην επιχείρηση και στην αγκαλιά του Σωκράτη! 




Μποναμάδες - Δώρα 

Δεν τον άρεσα - Δε μου άρεσε

Κουφά - Ποντίκια

6 σχόλια:

  1. καλά να έχω τη θεία από πάνω μου μπουρου μπουρου
    κα ξανακούω τις ιστορίες της για χιλιοστή φορά...
    να βλέπω έκανες ανάρτηση να προσπαθώ να διαβάσω με μισό μάτι (ε να μη προσβάλω τη θεία πως &%¤#¤% τα έχω αυτά που μου λέει) να μη καταλαβαίνω τι διαβάζω να το παίρνω πάλι από την αρχή...Βαγγελίστρα μου στο τέλος θα χάσω και το λεωφορείο...τρέχωωωωωωωωωωωω!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ελενάκι! Χαχαχαχαχαχαχα!

      Είχες τη μια θεία από πάνω σου, φορτώθηκες κι άλλες δυο από μένα!

      Τρέξεεεεεεεεε κοπέλα μου!!!

      Διαγραφή
  2. Ααααααχ κουφά τα έλεγε η γιαγιά μου. Τη ρώτησα γιατί και μου απάντησε "γιά να μη μας ακούσουν, κι έλθουν" χα χα χα. Καλημέρα Μαιρούλα με τη χρυσή σου πένα. Μήπως να μιλήσουμε στο TopBlogs γιά το blog σου? Είναι κρίμα να μην το μάθουν περισσότεροι ν'απολαμβάνουν τις ιστορίες σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Και η δική μου γιαγιά, η Παριανή, κουφά τα έλεγε!

      Όχι και χρυσή πένα καλέ Μαιρούλα, πάντα υπερβολική σε βρίσκω!
      Το συγκεκριμένο blog το είδα ελάχιστα και χάρηκα για σένα, αξίζει να διαδίδονται οι "φωτογραφίες ζωής σου".
      Όσον αφορά το δικό μου, τι να σου πω, δεν ξέρω αν υπάρχει ενδιαφέρον για...οικογενειακές πονηριές, καπατσοσύνη και τύλιγμα. (ντολμάδων και ανδρών βεβαίως βεβαίως)

      Φιλάκια!

      Διαγραφή
    2. Ισως πάλι πολλοί απολαμβάνουν, εφραίνονται αλλά δεν σχολιάζουν. Προυποθέτει και δική σου επίσκεψη σε άλλα blogs οπότε μετά επιστρέφει ο αντίστοιχος blogger σε σένα και σε "γνωρίζει". Οσο γιά την υπερβολή, αισθάνομαι υπερβολικά και έτσι εκφράζομαι κι υπερβολικά. Μου αρέσει και δεν θα το αλλάξω. Σε άλλο blogs απλά σιωπώ!

      Διαγραφή
  3. Αισθάνεται υπερβολικά λέει! Χα χα χα! Ωραίο ήταν αυτό!
    Γεια σου υπερβολική, αγαπημένη Μαιρούλα!!!

    Λατρεύω το σεργιάνι σε πολλά blogs, που επισκέπτομαι εδώ και κάποια χρόνια.
    Καμαρώνω τα έργα τους, τη μαγειρική τους, τις σκέψεις, τις εικόνες, τις μικρές καθημερινές ιστορίες τους...
    Κάποιες φορές άφηνα σχόλια, έτσι αυθόρμητα όπως λειτουργώ, αυτό ήταν η αιτία της εγγραφής μου κι έχω "γνωρίσει" πολλά γλυκά προσωπάκια.
    Ακόμα και μετά το ξεκίνημά μου, που ποτέ δεν σκέφτηκα να δημοσιοποιήσω, δε μπήκα στη διαδικασία της "ανταπόδωσης," αφού εγώ έρχομαι και σχολιάζω να έρθεις κι εσύ κλπ.
    Χαίρομαι πολύ πάντως, αν κάνουν κάποιους να απολαμβάνουν όπως λες τις Αιώνιες Γυναίκες που γνώρισα, με τις ιστορίες της ζωής τους, που αν και πολλές φορές ακούγονται τραβηγμένες, δεν παύουν να είναι αυθεντικές.

    Φιλάκια πολλά και σ' ευχαριστώ για πολλοστή φορά για την πολύτιμη βοήθεια που μου προσφέρεις και τα καλά σου λόγια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή